Γρηγόριος Ναζιανζηνός
Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, 48-51
Πρωτότυπο |
Μετάφραση |
48. Τίς οὐκ οἶδε τὸν τηνικαῦτα ὕπαρχον, πολλῷ μὲν τῷ οἰκείῳ θράσει καθ᾿ ἡμῶν μάλιστα χρώμενον, ἐπειδὴ καὶ παρ᾿ ἐκείνων ἦν τῷ βαπτίσματι τελεσθείς, ἢ συντελε σθείς· πλείω δὲ τῶν ἀναγκαίων ὑπηρετοῦντα τῷ ἐπιτάτ τοντι, καὶ διὰ τοῦ πάντα χαρίζεσθαι, τὸ κράτος ἑαυτῷ συν τηροῦντα καὶ φυλάττοντα χρονιώτερον; Τούτῳ βρέμοντι κατὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ λεόντειον μὲν τὸ εἶδος προβε βλημένῳ, λεόντειον δὲ βρυχωμένῳ, καὶ μηδὲ προσιτὸν τοῖς πλείοσιν, ὁ γεννάδας ἐκεῖνος εἰσάγεται· μᾶλλον δὲ εἴσεισιν ὥσπερ εἰς ἑορτήν, οὐκ εἰς κρίσιν καλούμενος. Πῶς ἂν ἀξίως διηγησάμην, ἢ τὴν τοῦ ὑπάρχου θρασύτητα, ἢ τὴν τοῦ ἀνδρὸς πρὸς αὐτὸν μετὰ συνέσεως ἔνστασιν. Τί σοι, φησίν, ὦ οὗτος, βούλεται, τοὔνομα προσει πών, οὔπω γὰρ ἐπίσκοπον ἠξίου καλεῖν, τὸ κατὰ τοσούτου κράτους τολμᾶν, καὶ μόνον τῶν ἄλλων ἀπαυθαδιάζεσθαι; Τοῦ χάριν, ὁ γεννάδας φησί, καὶ τίς ἡ ἀπόνοια; Οὔπω γὰρ ἔχω γινώσκειν. Ὅτι μὴ τὰ βασιλέως θρησκεύεις, φησί, τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑποκλιθέντων καὶ ἡττημένων. Οὐ γὰρ ταῦτα, ἔφη, βασιλεὺς ὁ ἐμὸς βούλεται, οὐδὲ κτίσμα τι προσκυνεῖν ἀνέχομαι, Θεοῦ τε κτίσμα τυγ χάνων καὶ θεὸς εἶναι κεκελευσμένος. Ἡμεῖς δέ, τί σοι δοκοῦμεν; Ἦ οὐδέν, ἔφη, ταῦτα προστάττοντες. Τί δαί; Οὐ μέγα σοι τὸ μεθ᾿ ἡμῶν τετάχθαι καὶ κοινωνοὺς ἔχειν ἡμᾶς; Ὕπαρχοι μέν, φησίν, ὑμεῖς, καὶ τῶν ἐπιφανῶν, οὐκ ἀρνήσομαι, οὔπω δὲ Θεοῦ τιμιώτεροι. Καὶ τὸ κοινωνοὺς ἔχειν, μέγα μέν· πῶς γὰρ οὔ; Πλάσμα Θεοῦ καὶ ὑμεῖς, ἀλλ᾿ ὡσεί τινας ἄλλους τῶν ὑφ᾿ ἡμῖν τεταγμέ νων· οὐ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει χαρακτηρίζεσθαι. |
48. Ποίος δεν γνωρίζει τον τότε ύπαρχον, που ήταν τόσον υπερβολική η μανία του εναντίον μας – επειδή και από εμάς είχε λάβει το τελειοποιητικόν βάπτισμα – και προσέφερεν εις τον κύριόν του περισσοτέρας από όσας έπρεπεν υπηρεσίας και με το να εκτελή όλα τα θελήματά του διετηρούσε και εξησφάλιζε πιο μακροχρόνια την εξουσίαν δια τον εαυτόν του; Εις αυτόν που εμούγκριζε κατά της Εκκλησίας, που ήτο όμοιος με λεοντάρι και εβρυχάτο όπως το λεοντάρι και ήτο απλησίαστος δια τους πολλούς, φέρουν εκείνον τον ατρόμητον ή μάλλον εισέρχεται ο ίδιος [ο Μ. Βασίλειος], σαν να καλήται εις εορτήν και όχι εις δίκην. Πώς θα ημπορούσα να διηγηθώ επάξια από την μίαν την θρασύτητα του υπάρχου ή από την άλλην την συνετήν αντίστασιν του ανδρός προς αυτόν; Τι θέλεις εσύ – και είπε το όνομά του, διότι δεν τον εθεωρούσεν άξιον να τον καλή επίσκοπον – τι θέλεις με το θάρρος σου εμπρός εις τόσην δύναμιν και ανοηταίνεις μόνος από τους άλλους; Διατί ερωτάς, του λέγει ο γενναίος, ποία είναι η ανοησία; Δεν ημπορώ να αντιληφθώ. Δεν πιστεύεις ότι και ο βασιλεύς, ενώ όλοι οι άλλοι έσκυψαν και ενικήθησαν. Δεν είναι, του είπεν, αυτό το θέλημα του ιδικού μου βασιλείως. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα, ενώ είμαι ο ίδιος κτίσμα με την εντολήν να γίνω θεός. Και εμείς τι σου φαινόμεθα, τον ερωτά, ή η διαταγή μας είναι μηδέν; Και να σου ειπώ, δεν είναι δια σε τίποτε να ταχθής με το μέρος μας και να μας έχης φίλους; Είσθε ύπαρχοι, απαντά, και σπουδαίοι, δεν το αρνούμαι, όχι όμως σπουδαιότεροι από τον Θεόν. Και το να σας έχωμεν φίλους είναι βέβαια σημαντικόν (πως όχι; είσθε και σεις του Θεού πλάσματα), είναι όμως το ίδιον σαν να έχωμεν κάποιους από τους υποτακτικούς σας. Διότι η χριστιανικότης δεν χαρακτηρίζεται από πρόσωπα, αλλά από την πίστιν. |
49. Τότε δὴ κινηθέντα τὸν ὕπαρχον ζέσαι τε πλέον τῷ θυμῷ καὶ τῆς καθέδρας ἐξαναστῆναι καὶ τραχυτέροις πρὸς αὐτὸν χρήσασθαι λόγοις. Τί δαί; Οὐ φοβεῖ τὴν ἐξουσίαν; φησί. Μὴ τί γένηται, μὴ δὲ τί πάθω; Μή τι τῶν πολλῶν ἑν ἃ τῆς ἐμῆς δυναστείας ἐστίν. Τίνα ταῦτα; γνωριζέσθω γὰρ ἡμῖν.
Δήμευσιν, ἐξορίαν, βασάνους, θάνατον. Εἴ τι ἄλλο, φησίν, ἀπείλει· τούτων γὰρ οὐδὲν ἡμῶν ἅπτεται. Καὶ τὸν εἰπεῖν· Πῶς καὶ τίνα τρόπον; Ὅτι τοι, ἔφη, δημεύσει μὲν οὐχ ἁλωτὸς ὁ μηδὲν ἔχων, πλὴν εἰ τούτων χρῄζεις τῶν τρυχίνων μου ῥακίων καὶ βιβλίων ὀλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοὶ βίος· ἐξορίαν δὲ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενὶ τόπῳ περιγραπτὸς καὶ μήτε ταύτην ἔχων ἐμὴν ἣν οἰκῶ νῦν, καὶ πᾶσαν ἐμὴν εἰς ἣν ἂν ῥιφῶ· μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ πᾶσαν, οὗ πάροικος ἐγὼ καὶ παρεπίδημος· αἱ βάσανοι δὲ τί ἂν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος; Πλὴν εἰ τὴν πρώτην λέγοις πληγήν, ταύτης γὰρ σὺ μόνης κύριος· ὁ δὲ θάνατος εὐεργέτης, καὶ γὰρ θᾶττον πέμψει με πρὸς Θεόν, ᾧ ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ τῷ πλείστῳ τέθνηκα καὶ πρὸς ὃν ἐπείγομαι πόρρωθεν. |
49. Τότε λοιπόν εταράχθη πλέον ο ύπαρχος και ήναψεν από τον θυμόν, επετάχθη από το κάθισμα και του απηύθυνε λόγια σκληρά. Άκου εδώ, του λέγει, δεν φοβάσαι την εξουσίαν; Μήπως γίνη και μήπως πάθω τι; Ένα από τα πολλά που είναι της εξουσίας μου. Ποία είναι αυτά; Πρέπει να τα μάθης. Δήμευσις, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος. Να με φοβερίζης με ότι άλλο, του λέγει. Από αυτά δεν με εγγίζει τίποτε. Και εκείνος ηρώτησε – Πως και με ποίον τρόπον; Του είπε – Διότι βέβαια την δήμευσιν δεν την φοβείται αυτός που δεν έχει τίποτε, εκτός εάν έχης ανάγκην από αυτά τα σχισμένα κουρέλια μου και τα ολίγα βιβλία μου, που αποτελούν όλην την περιουσίαν μου. Την εξορίαν δεν την εννοώ, εγώ που δεν περιορίζομαι εις ένα τόπον, και δεν έχω ιδικόν μου ούτε το μέρος που τώρα κατοικώ, και κάθε μέρος είναι ιδικόν μου όπου και αν ευρεθώ ή μάλλον, κάθε μέρος είναι του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και περαστικός. Τα βασανιστήρια; Τι θα μου πάρουν, αφού δεν υπάρχει σώμα, εκτός εάν εννοής το πρώτον κτύπημα. Αυτό μόνον είναι εις την εξουσίαν σου. Ο θάνατος είναι ευεργέτης, που θα με στείλη το γρηγορώτερον εις τον Θεόν, δια τον οποίον υπάρχω και ζω και κατά το πλείστον έχω αποθάνει και προς τον οποίον επείγομαι να φθάσω από μακρυά. |
50. Τούτοις καταπλαγέντα τὸν ὕπαρχον· Οὐδείς, φάναι, μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται καὶ μετὰ τοσαύ της τῆς παρρησίας, τὸ ἑαυτοῦ προσθεὶς ὄνομα. Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως, φησίν, ἐνέτυχες, ἢ πάντως ἂν τοῦτον διειλέχθη τὸν τρόπον, ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος. Τἆλλα μὲν γὰρ ἐπιεικεῖς ἡμεῖς, ὕπαρχε, καὶ παντὸς ἄλλου ταπεινότεροι, τοῦτο τῆς ἐντολῆς κελευούσης, καὶ μὴ ὅτι τοσούτῳ κράτει, ἀλλὰ μηδὲ τῶν τυχόντων ἑνὶ τὴν ὀφρὺν αἴροντες· οὗ δὲ Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον, τἆλλα περιφρονοῦντες, πρὸς αὐτὸν μόνον βλέπομεν. Πῦρ δὲ καὶ ξίφος καὶ θῆρες καὶ οἱ τὰς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφὴ μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἢ κατάπληξις. Πρὸς ταῦτα ὕβριζε, ἀπείλει, ποίει πᾶν ὁτιοῦν ἂν ᾖ βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καὶ βασιλεύς, ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις οὐδὲ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσε βείᾳ, κἂν ἀπειλῇς χαλεπώτερα. |
50. Έμεινε κατάπληκτος από αυτά ο ύπαρχος και είπεν αναφέρων το όνομά του. Κανείς έως τώρα δεν ωμίλησεν εις εμένα (τον Μόδεστον) έτσι και με τόσον θάρρος. Ίσως επειδή δεν συνήντησες ακόμη επίσκοπον, του απεκρίθη, οπότε θα σου ωμιλούσε με αυτόν τον τρόπον, αφού θα ηγωνίζετο δια τέτοια πράγματα. Εις τα άλλα εμείς, ύπαρχε, είμεθα μετριοπαθείς και πιο ταπεινοί από τον καθένα, διότι έχομεν αυτήν την εντολήν. Όχι εις τόσον μεγάλην δύναμιν αλλά και εις ένα τυχαίον δεν δείχνομεν υπερηφάνειαν. Όπου είναι εμπρός μας ο Θεός δια να αγωνισθώμεν δι΄αυτόν, περιφρονούμεν τα άλλα και εις αυτόν μόνον ατενίζομεν. Η φωτιά, το ξίφος, τα θηρία, τα νύχια που ξεσχίζουν τας σάρκας, είναι δι' ημάς ευχαρίστησις μάλλον, παρά φόβος. Δι' αυτά ύβριζέ μας, φοβέριζε, κάμε ότι σου αρέσει, χαίρου την εξουσίαν σου. Ας τα ακούση αυτά κι ο βασιλεύς˙ εμάς δεν θα μας συλλάβης, ούτε θα μας πείσης να συνθηκολογήσωμεν με την ασέβειαν, ακόμη και να μας συλλάβης, ούτε θα μας πείσης να συνθηκολογήσωμεν με την ασέβειαν, ακόμη και με φοβερωτέρας απειλάς. |
51. Ἐπειδὴ ταῦτα εἰπεῖν καὶ ἀκοῦσαι τὸν ὕπαρχον, καὶ τὴν ἔνστασιν μαθεῖν τοῦ ἀνδρὸς οὕτως ἀκατάπληκτον καὶ ἀήττητον, τὸν μὲν ἔξω πέμψαι καὶ μεταστήσασθαι, οὐκ ἔτι μετὰ τῆς αὐτῆς ἀπειλῆς, ἀλλά τινος αἰδοῦς καὶ ὑποχωρήσεως. Αὐτὸν δὲ τῷ βασιλεῖ προσελθόντα ὡς εἶχε τάχους· Ἡττήμεθα, βασιλεῦ, εἰπεῖν, τοῦ τῆσδε προβεβλημένου τῆς Ἐκκλησίας. Κρείττων ἀπειλῶν ὁ ἀνήρ, λόγων στερρότερος, πειθοῦς ἰσχυρότερος. Ἄλλον δεῖ τινα πειρᾶν τῶν ἀγενεστέρων, τοῦτον δὲ ἢ βιάζεσθαι φανερῶς, ἢ μὴ προς δοκᾶν εἴξειν ταῖς ἀπειλαῖς. Ἐφ᾿ οἷς ἑαυτοῦ καταγνόντα τὸν βασιλέα, καὶ τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἀνδρὸς ἡττηθέντα, θαυμάζει γὰρ ἀνδρὸς ἀρετὴν καὶ πολέμιος, μήτε βιάζεσθαι κελεῦσαι, καὶ ταὐτὸν τῷ σιδήρῳ παθεῖν, ὃς μαλάσσεται μὲν τῷ πυρί, μένει δὲ ὅμως σίδηρος· καὶ τρέψαντα εἰς θαῦμα τὴν ἀπειλήν, τὴν μὲν κοινωνίαν οὐ δέξασθαι, τὴν μετάθεσιν αἰσχυνόμενον, ζητεῖν δὲ ἀπολογίαν, ἥ τις εὐπρεπεστάτη· δηλώσει δὲ καὶ ταύτην ὁ λόγος. |
51. Όταν τα είπε αυτά και τα ήκουσεν ο ύπαρχος και είδε την αντίστασιν του ανδρός, που ήτο τόσον ατρόμητος και ακαταμάχητος, με κάποιον σεβασμόν και υποχωρητικότητα και όχι πια με τον ίδιον απειλητικόν τόνον είπε να τον οδηγήσουν έξω. Ο ίδιος τρέχει, με όσην ταχύτητα διέθετεν, εις τον βασιλέα και του λέγει˙ Ενικήθημεν, βασιλεύ, από τον προκαθήμενον της Εκκλησίας αυτής. Είναι ανώτερος από φοβέρας, σταθερώτερος από λόγους, πιο δυνατός από την πειθώ. Πρέπει να δοκιμάσωμεν με κάποιον κατώτερον. Εναντίον αυτού ή πρέπει να ασκήσωμεν βίαν χωρίς προσχήματα ή να μη περιμένωμεν ότι θα υποχωρήση εις τας απειλάς. Εν συνεχεία ο βασιλεύς εκατηγόρησε τον εαυτόν του και νικημένος από τα εγκώμια προς τον άνδρα – θαυμάζει την αρετήν και ο αντίπαλος – είπε να μη τον κακομεταχειρισθούν. Έπαθεν ότι και ο σίδηρος που μαλακώνει με την φωτιάν, μένει όμως σίδηρος. Και μολονότι η απειλη μετεβλήθη εις θαυμασμόν, δεν εδέχθη την κοινωνίαν της πίστεως από εντροπήν να αλλάξη ιδέας και αναζητούσεν ένα ευπρόσωπον τρόπον απολογίας. Θα το ειπή και τούτο ο λόγος. |
[πηγή: Βικιθήκη] |
[πηγή: Ορθόδοξη Πορεία <www.orp.gr>] |
|