πατερναλισμός (ο) 1. σύστημα, αντίληψη ή πρακτική διοικήσεως, ασκήσεως πολιτικής και γενικότ. ελέγχου (ατόμων, ομάδων, εργαζομένων κ.λπ.) με κηδεμονευτικό και προστατευτικό χαρακτήρα, που, κατά τα οικογενειακά πρότυπα, προβάλλει ως δεδομένη την καλή θέληση του εργοδότη / προϊσταμένου / κυβερνήτη κ.λπ., τη στοργή και το «πατρικό» ενδιαφέρον του για το καλό κάθε εργαζομένου, πολίτη κ.λπ. και που εκφράζεται με υλικές παροχές, χωρίς όμως την παροχή δικαιωμάτων συμμετοχής, αναλήψεως υπεύθυνων θέσεων κ.λπ. 2. η τάση να προσπαθεί κανείς (ηγέτης, συνδικαλιστής, αρχηγός ομάδας κ.λπ.) να προστατεύει και να κηδεμονεύει όσους εκπροσωπεί. — πατερναλιστής (ο), πατερναλίστρια (η), πατερναλιστικός -ή, -ό πατερναλιστικά επίρρ.

[ΕΤΥΜ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. γαλλ. paternalisme < λατ. paternus «πατρικός» < pater «πατέρας»].

[πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998]

info