ουμανισμός (ο) 1. ΙΣΤ. πνευματική κίνηση που εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη κατά την Αναγέννηση και χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να εξυψωθεί το ανθρώπινο πνεύμα στην κριτική και ορθολογιστική του διάσταση με επιστροφή στις κλασικές πηγές τής ελληνορρωμαϊκής αρχαιότητας. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία και στάση ζωής που τοποθετεί τον άνθρωπο υπεράνω όλων των άλλων αξιών, που πιστεύει κυρ. στον πολιτισμένο, μορφωμένο άνθρωπο ως αξία: «Η θρησκεία τού μέλλοντος θα είναι ο καθαρός ~, δηλαδή η λατρεία όλων αυτών που προέρχονται από τον άνθρωπο» (Ε. Ρενάν). — ουμανιστής (ο), ουμανίστρια (η), ουμανιστικός -ή, -ό

[ΕΤΥΜ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. νεολατ. humanismus < humanus «ανθρώπινος» (< homo «άνθρωπος»)].

[πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998]

info