ντετερμινισμός (ο) [χωρ. πληθ.] ΦΙΛΟΣ. η θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα τα φαινόμενα, τα γεγονότα, τα συμβάντα κ.λπ. της πραγματικότητας είναι αιτιωδώς προσδιορισμένα, γίνονται κατά αιτιώδη συνάφεια και σύμφωνα με τους φυσικούς και τους αντικειμενικούς νόμους· βλ. και λ. αιτιοκρατία. — ντετερμινιστής (ο), ντετερμινίστρια (η), ντετερμινιστικός -ή, -ό ντετερμινιστικά επίρρ. [ΕΤΥΜ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. αγγλ. determinism < ρ. determine < γαλλ. déterminer «προσδιορίζω, καθορίζω» < λατ. determino < de + terminus «όρος, όριο»]. [πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998] |