κουλτουραλισμός [culturalism]. Στις λογοτεχνικές και πολιτιστικές σπουδές, η προσέγγιση που δίνει έμφαση στη βιωμένη εμπειρία του ανθρώπινου ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Ο όρος εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα και χρησιμοποιείται συνήθως ως το αντίθετο του ΔΟΜΙΣΜΟΥ. Εκεί όπου ο δομισμός τείνει να αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό ως σύστημα κειμένων που συνδέεται με ευρύτερα συστήματα ΛΟΓΟΥ ή ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ, ο κουλτουραλισμός εστιάζει στην υποκειμενική εμπειρία (βλ. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ) της δημιουργίας πολιτισμού και της ανταπόκρισης σε αυτόν. Οι κουλτουραλιστικές προσεγγίσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ, στην ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΑ και σε εκείνο το είδος λογοτεχνικής κριτικής που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην αισθητική εμπειρία. [...] Ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για να δηλωθεί μια παλιότερη, κυρίως «λογοτεχνική», παράδοση υποθέσεων όσον αφορά τη σχέση πολιτισμού και κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται πρωτίστως από τον αντιΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟ της. Αυτή η παράδοση αντιλαμβάνεται συνήθως τον πνευματικό πολιτισμό με ριζικά αντιατομικιστικό τρόπο, ως ένα οργανικό όλον, και με ριζικά αντιωφελιμιστικό τρόπο, ως θησαυροφυλάκιο αξιών ανώτερων του υλικού πολιτισμού. [...] [πηγή: Allan Bullock, Stephen Trombley (επιμ.) Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008] |