επικαιρικός, -ή, ό, επίθ., που έχει σχέση ή αναφέρεται στην επικαιρότητα: κείμενο -ό· εκπομπή -ή.
[πηγή: Εμμ. Κριαρά, Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1995]