Χρήση και κατάχρηση της μαγείας των λέξεων

(απόσπασμα)

[...]

Οι επίσημες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, εκείνες που μιλούν οι εκπρόσωποι της κοινωνικής, πολιτικής και μορφωτικής εξουσίας έχουν μεγάλη κοινωνική νομιμότητα και επιβάλλουν τη νομιμότητα του πομπού, προκαλώντας την αποδοχή του χειρισμού της γλώσσας. Οι εκπρόσωποι των εξουσιών κάνουν όχι μόνο χρήση, αλλά και κατάχρηση αυτής της νομιμότητας που παράγει την αποδοχή, μετατρέποντας τη γλώσσα σε όπλο για την άσκηση εξουσίας και βίας.
Την κατάχρηση της νομιμότητας που παράγει αποδοχή, που δίνει μαγικές ιδιότητες στη γλώσσα των εξουσιών, θα την ονομάσουμε ιδεολογική γλώσσα. [...]

Η ιδεολογική γλώσσα λοιπόν, χειρισμός της γλώσσας που παγιδεύει και εξαπατά, που δίνει νομιμότητα στον ομιλητή πέρα και παρά το νόημα, που παράγει την αποδοχή των λεγομένων του επίσης παρά το νόημα και κάποτε παρά την απουσία νοήματος, είναι λόγος (discourse) (α) πληθωρικός, (β) αξιολογικός, (γ) ευφημιστικός, (δ) συμφυρματικός, (ε) διχοτομικός και (στ) αυταπόδεικτος.

Πληθωρικός

[...]

Ο λεκτικός πληθωρισμός στον πολιτικό λόγο χαρακτηρίζεται συχνότερα από πλεονασμούς, κατάχρηση συνωνύμων, διατύπωση βεβαιωτική, δεοντολογική και θαυμαστική, έντονη συναισθηματική φόρτιση και μεγαλοστομία. Παγιδεύει το δέκτη κυρίως συναισθηματικά και ηθικά με το μέγεθος και το βάρος των αξιών που προβάλλει η πολιτική ρητορεία. Παραθέτοντας παρατακτικά μεγάλες λέξεις, μέσα σε φραστικές κατασκευές, που είναι συχνά ταυτολογικές και πολύ συχνά ηθικά δεσμευτικές, εμποδίζει το δέκτη να χειριστεί τα μηνύματα ως πληροφορίες, χειρισμός που είναι ο μόνος τρόπος για να συνειδητοποιήσει την καταστροφή του νοήματος, που κρύβεται μέσα στα συνώνυμα, στο χείμαρρο των θαυμαστικών, την επανάληψη και κυρίως το μέγεθος των λέξεων-αξιών και τις δεσμευτικές αυταπόδεικτες γενικές («η σωτηρία του έθνους», «το συμφέρον του λαού», αλλά και η «προστασία του ελεύθερου κόσμου», «το κόμμα της εργατικής τάξης»).

[...]

Αξιολογικός

[...]

Στον πολιτικό λόγο η αξιολόγηση που λειτουργεί δεσμευτικά οφείλεται πολύ συχνά στην αξία που αποτελούν ορισμένες λέξεις. Ο πολιτικός λόγος γενικότερα χειρίζεται λέξεις με γιγάντια ηθική διάσταση και τόσο μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, ώστε το αξιολογικό τους βάρος λειτουργεί από μόνο του καταστροφικά στο νόημα. Λέξεις που δεν είναι πια σημασίες, αλλά αξίες, σε βαθμό που δεν έχουν πια νόημα, αλλά εξουσία και μάλιστα εξουσία που είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το νόημα, «έθνος», «σοσιαλισμός», «λαός», «παράδοση», και άλλες πολλές. Λέξεις αξίες, λέξεις ταμπού, λέξεις που είναι παγίδες, γιατί αρκεί να προφερθούν και το μήνυμα παύει να χρειάζεται λογική συνοχή, γλωσσική επάρκεια, νοηματική αποτελεσματικότητα, παύει να χρειάζεται αιτιολόγηση και ακόμα περισσότερο αποδεικτικά τεκμήρια. [...]
Η «σωτηρία του έθνους», για παράδειγμα, μήνυμα που τόσο συχνά μεταδίδουν διάφορες πολιτικές εξουσίες, είναι τέτοια παγίδα, που απαγορεύει το λογικό και νοηματικό χειρισμό. Δεν μπορεί ο δέκτης να βάλει ερωτηματικό, χωρίς να ταυτιστεί αυτόματα με την ιεροσυλία που αποτελεί οποιαδήποτε αμφιβολία για το αυτονόητο «πρέπει» (που λανθάνει στη «σωτηρία» όταν πρόκειται για το «έθνος»). Δεν μπορεί να ρωτήσει «γιατί» ή να ζητήσει να αποδειχτεί η αναγκαιότητα της «σωτηρίας», χωρίς να ταυτιστεί με τον Εφιάλτη.  [...]

Συμφυρματικός

Ο ιδεολογικός λόγος είναι αρκετά συμφυρματικός, δηλαδή κατασκευάζει μίγματα γλωσσικά ή νοηματικά αθέμιτα, που εμποδίζουν την κατανόηση και την κριτική αντιμετώπιση του μηνύματος.

[...]

Ο πολιτικός λόγος σπάνια ανακατεύει γλωσσικές μορφές και ιδιώματα και συχνότερα είναι έντονα συμφυρματικός στις έννοιες. Δηλαδή χρησιμοποιεί τις λέξεις παρά το νόημά τους, χρησιμοποιεί σαν συνώνυμες λέξεις με διαφορετική σημασία, συνθέτει όρους από λέξεις με νόημα αλληλοαναιρούμενο. Πετυχαίνει έτσι σύγχυση ως προς το περιεχόμενο του πολιτικού μηνύματος και καταφέρνει να το κάνει αποδεκτό παρά το νόημά του. [...]

Ευφημιστικός

[...]

Στον πολιτικό λόγο, η ευφημιστική διατύπωση έχει συχνά στόχο τον εξορθολογισμό του μηνύματος ή τη νομιμοποίηση του πομπού με τις λέξεις. Όλοι οι δικτάτορες στην ιστορία του κόσμου ονόμασαν τον εαυτό τους «οδηγό», «σωτήρα», «πατέρα», οι πιο στυγνοί ανάμεσά τους αυτοπροβλήθηκαν σαν «μετριοπαθείς», «αφανάτιστοι» και «προσωρινοί», αποκάλεσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους «άρρωστα κύτταρα του εθνικού οργανισμού» και «εγκληματίες», για να νομιμοποιήσουν με τις λέξεις την εξόντωσή τους. [...]

Ένα από τα συχνά χαρακτηριστικά της ευφημιστικής γλώσσας είναι η αποσιώπηση ή μετάθεση του υποκειμένου της ομιλίας. Ο πολιτικός ρήτορας μιλάει στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού, βάζοντας στη θέση του υποκειμένου ένα αξιολογικό «εμείς». Η αντιπαράθεση με τους άλλους γίνεται αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν ούτε να δειχτεί γιατί δεν έχουν τις ιδιότητες που ορίζει το «εμείς». [...]

Το υποκείμενο υποκαθιστά πολλές φορές η λέξη «λαός», υποκατάσταση με τη γενίκευση που δίνει δύναμη στη δήλωση («ο λαός απαιτεί»). Ισχυρότατο αποτέλεσμα έχει ακόμα η καταφυγή του πολιτικού ομιλητή σε υποκαταστάσεις που εμφανίζουν υποκείμενα των μηνυμάτων αφηρημένες έννοιες και ηθικές αξίες. «Η ελευθερία απαιτεί», «η ομαλότητα επιβάλλει», «η δημοκρατία», «η δικαιοσύνη», «το έθνος», «η ειρήνη», «ο σοσιαλισμός» κ.ο.κ. είναι συχνές διατυπώσεις, που χάρη στη μετάθεση του υποκειμένου δίνουν μεγάλη δύναμη στον ομιλητή, γιατί επιβάλλουν σιωπή στο δέκτη. Ο καθένας μπορεί να αμφιβάλλει, οποιοσδήποτε σχεδόν μπορεί να τολμήσει να φέρει αντίρρηση στον έστω και δεινότατο συνάνθρωπό του. Ενώ κανένας δεν μπορεί να αντιμιλήσει στη δικαιοσύνη, στο μέλλον ή την πρόοδο, στο έθνος, το σοσιαλισμό, τη φυλή, την παράδοση, την ανθρωπότητα κ.ο.κ.

[...]

Διχοτομικός

Συνηθισμένο χαρακτηριστικό του ιδεολογικού λόγου είναι η διχοτόμηση στην οποία στηρίζεται. Υπάρχει εκ των προτέρων αντιπαράθεση δύο δοσμένων αξιών, που δίνουν στο λόγο το κύριο νόημά του. Η κάθε δήλωση βασίζεται στη συνεχή έμμεση αντίθεση ανάμεσα στο καλό-κακό, σωστό-λάθος, προοδευτικό-αντιδραστικό, ωραίο-άσχημο, ηθικό-ανήθικο κ.ο.κ.

[...]
Στη διχοτόμηση, στην αυστηρά οριοθετημένη και στατική εκ των προτέρων αξιολόγηση του καλού, του σωστού κτλ. στηρίζεται συνήθως η λογική της πολιτικής προπαγάνδας, γι αυτό συχνά δεν περιέχει στοιχεία αποδεικτικά του καλού που προτείνει και του κακού που καταγγέλλει. Είναι απειράριθμες οι φορές που συναντάει κανείς στα πρακτικά της Βουλής τη φράση «η άποψη του κόμματός μας είναι σύμφωνη με τα λαϊκά (ή εθνικά) συμφέροντα» [...] Κάθε φορά, η φράση είναι αυτάρκης και δε χρειάζεται να αποδείξει ο ομιλητής γιατί είναι σύμφωνη η άποψη με τα λαϊκά ή εθνικά συμφέροντα. Η εξήγηση υπάρχει στην εκ των προτέρων διχοτομική και δεσμευτική για τον ακροατή ταύτιση του λαϊκού και του εθνικού με το σωστό και το καλό.

[...]

Αυταπόδεικτος

Όλα τα παραπάνω κατασκευάζουν τη μεγαλύτερη ίσως δύναμη και αποτελεσματικότητα του ιδεολογικού λόγου, την ιδιότητά του να είναι αυταπόδεικτος. Όπως ήδη έχει φανεί έμμεσα ως τώρα, τα χαρακτηριστικά του λόγου αυτού δεν εμφανίζονται το καθένα μόνο του, αλλά συνήθως συνυπάρχουν. Αυταπόδεικτος ο λόγος των εξουσιών γίνεται επειδή είναι πριν απ' όλα αξιολογικός, τα μηνύματά του αποτελούν διαβεβαιώσεις οριστικές, ταυτόσημες με την αλήθεια και στατικές. Οι λανθάνουσες αξιολογήσεις στηρίζουν τους συλλογισμούς, παρακάμπτοντας την ανάγκη τεκμηρίωσης και αποδείξεων. Η πειστικότητα των συλλογισμών στηρίζεται στην υποβολή της αναμφισβήτητης και οριστικής αξίας των συμπερασμάτων.
Η αυταπόδεικτη ιδιότητα πηγάζει κυρίως από την έμμεση αξιολογική καταφυγή σε πλήθος πηγές νομιμότητας ή εγκυρότητας, την αυθεντία, τη λογική, τη γνώση, αλλά και τη φύση, την παρατήρηση, τις υπερφυσικές δυνάμεις, κι ακόμα στο αυτονόητο, το αυτόδηλο, την κοινοτυπία, τον κοινό νου.

[...]

[πηγή: Α. Φραγκουδάκη, Γλώσσα και ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σελ. 154-179]

info