δονκιχωτισμός: Ν. Το να έχει κανείς το χαρακτήρα και τους τρόπους του Δον Κιχώτη, ο μεγαλομανής, ο φαντασιόπληκτος. / / (κατ' επέκτ.). Ο θεατρινισμός, η επίδειξη ψεύτικης ικανότητας ή αξίας. / / Η στάση εκείνου που επιθυμεί να υπερασπίζεται, κάτω απ' οποιεσδήποτε συνθήκες, υποθέσεις άσχετες προς το προσωπικό του συμφέρον. [πηγή: Γιώργου Χασιάκου, Ερμηνευτικό Λεξικό των -ισμών, Επικαιρότητα, Αθήνα 1992] |