Γεώργιος Σουρής

Σύντομος αυτοβιογραφία μου

Α΄

Ἐγώ, Γεώργιος Σουρής, ἱππότης τοῦ Σωτῆρος
καὶ Χιώτης διαβολόλωλος ἀστείου χαρακτῆρος,
ἐπιχειρῶ νὰ σᾶς εἰπῶ ξηρῶς κι ἐν συντομίᾳ,
τὰ μᾶλλον σπουδαιότερα τοῦ βίου μου σημεῖα,
προτοῦ οἱ βιογράφοι μου καθ' ὅλα μ' ἀνατάμουν
καὶ εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον ρεντίκολο μὲ κάμουν.

Κατ' ἄλλους εἶμαι γέννημα τῆς ἡρωίδος Χίου
καὶ λέγουν, πὼς ἐξ εὐγενοῦς κατάγομαι στοιχείου,
πλὴν ἄλλοι παραδέχονται πατρίδα μου τὴν Σῦρον
καὶ ἄλλοι περισσότεροι τὴν νῆσον τῶν Κυθήρων.
Ἀλλὰ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι πάντα Χιώτης,
μὰ κάποτε καὶ Συριανὸς κι ἔσθ' ὅτε Τσιριγώτης.

῾Η μήτηρ μου μετήρχετο τὰ γυναικεῖα ἔργα
καὶ πότε πότε μ' ἔδερνε μὲ ξύλο καὶ μέ βέργα·
ὁ δὲ πατήρ μου ἔμπορος ἐλέγετο, πὼς ἦτο
καὶ μὲ τὸ Δοῦναι καὶ Λαβεῖν πολὺ ἐνησχολεῖτο
ἀπολαμβάνων πάντοτε οἰκιακῆς εἰρήνης.
Πλὴν λωποδύται κάμποσοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
στὸ μαγαζί του τρύπωσαν μιὰ νύχτα σκοτεινὴ
κι οὔτ' ἕνα ἀμερικάνικο δὲν τ' ἄφησαν πανί.
Καὶ ἀπὸ τότε ὁ πατὴρ εἶχε μεγάλο χάλι,
ὡσότου ἐμουφλούζεψε* καθὼς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἐγὼ δὲ τότ' ἐσύχναζα μετὰ μεγάλου ζήλου
εἰς τὸ σχολεῖον τοῦ γνωστοῦ κυρίου Θεοφίλου...

Β΄

Ἄρτι μὲν ἔπαυσα φοιτῶν εἰς τὰ Διδασκαλεῖα
καὶ πούλησα τὰ λεξικὰ καὶ τ' ἄλλα μου βιβλία
καὶ φόρτωσα τὰ γράμματα στὸν πετεινὸν ἀπάνω,
σκεπτόμενος νυχθημερὸν τί δαίμονα νὰ κάνω.

Κι ἐνῶ τὸ μέλλον ἔβλεπα ἐμπρός μου μελανόν,
ἐφάνησαν στὸν ὕπνο μου δυὸ ἄνδρες σκεπτικοί,
καθὼς ἐφάνησαν ποτὲ εἰς τὸν Λουκιανὸν
ἢ τῶν γραμμάτων Ἄνασσα κι ἡ Ἑρμογλυφική.

Ὁ εἷς ἐκ τούτων ἔλεγε, πὼς εἶναι ὁ Ἀπόλλων,
ὁ τῆς ποιήσεως πατὴρ μὲ βλέμμα ἀκτινοβόλον,
ὁ δ' ἄλλος ἦτο ὁ Ἑρμῆς μ' ἐμπορικὰ τεφτέρια,
μὲ πῆχες, μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ ρόζους εἰς τὰ χέρια.

Λοιπὸν μὲ παίρνει ὁ Ἑρμῆς μὲ τρόπο κατὰ μέρος
κι ἔλα νὰ γίνης ἔμπορος μοῦ λέγ' ἰδιαιτέρως
κι ἀφοῦ μοῦ εἶπε ἀρκετὰ μὲ τὸν γνωστόν του δόλον,
μὲ πιάνει ἀπὸ τὸν γιακὰ ὁ κύριος Ἀπόλλων
καὶ ποιητὴς νὰ βαπτισθῶ κρυφίως μὲ προτρέπει,
γιατὶ νὰ γίνω ἔμπορος καθόλου δὲ μοῦ πρέπει.

Ταῦτα εἰπόντες ἔφυγαν κι οἱ δύο μὲ ὁρμὴν
κι ἀμέσως μὲ πυρέσσουσαν ἠγέρθην φαντασίαν,
ἀλλ' ὅμως ἀπεφάσισα ν' ἀκούσω τὸν Ἑρμῆν
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔφυγα κι ἐπῆγα στὴν Ρωσίαν.
Τὸ τί ἐτράβηξα ἐκεῖ στῆς ξενιτιᾶς τὸν δρόμον,
τὸ περιγράφω ἐκτενῶς στὸν πρῶτο μου τὸν [τόμον.

Ἐπανελθὼν στὴν πάτριον ἀμέσως ἐνθυμήθην,
πὼς εἶχε μέγα δίκαιον ὁ κύριος Ἀπόλλων
καὶ τότε τὸ ἐμπόριον παρέδωσα εἰς λήθην
καὶ πρὸς τὰς μούσας ἔστρεψα τὸν ἕρωτά μου ὅλον.

Μακρὰν τῆς τύρβης τῶν πολλῶν, μακρὰν τῶν ἐπιγείων,
ἑρέμβαζα εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ εἰς τὰς ἐρημίας·
τὸ πρῶτον μου δὲ ποίημα ὑπῆρξεν ἐλεγεῖον
εἰς ἄνδρα βελτιώσαντα τὰ τῆς Ἀστυνομίας
κι αὐτὸ ἐν μέσῳ φίλων του κι ὁλίγων συγγενῶν του
ὁ ἴδιος τὸ ἀπήγγειλα εἰς τὸ μνημόσυνόν του
μ' ἕνα σακάκι μπλὲ μαρὲν καὶ ἄσπρο παντελόνι
καὶ ὁ ἰδὼν τὸ μαρτυρεῖ καὶ σᾶς τὸ βεβαιώνει.
Κατόπιν τούτου ἔγραψα καὶ ἄλλα ἐλεγεῖα
καὶ πάντοτε ἀνάπαυσις, ραχάτι καὶ ἀργία...

Γ΄

Τὰ μετὰ ταῦτα περιττὸν νομίζω νὰ τὰ πῶ
καὶ ὅλα τὰ πολὺ γνωστὰ τὰ παρασιωπῶ.
Διότι θά γνωρίζετε, καθὼς δὲν ἀμφιβάλλω,
πὼς ἐχρημάτισα κι ἐγὼ φαντάρος μιὰ φορὰ
καὶ συλλογὴν ἐξέδωσα, εἰς τὴν ὁποίαν ψάλλω
ὅσους πολέμους ἔκαμα μὲ ἄσφαιρα πυρά.
Πρὸς τούτοις θὰ γνωρίζετε, πὼς σ' ἄλλας περιστάσεις
εἰς τὸν Σεμτέλον* ἔδωσα σπουδαίας ἐξετάσεις
καὶ ἀπερρίφθην παμψηφεὶ μετὰ πολλῶν ἐπαίνων
γενόμενος ὑπόδειγμα τῶν ἐξεταζομένων.

Ἔκτοτε δὲ γνωστότερον κατέστη τ' ὄνομά μου,
τὸ δὲ Πανεπιστήμιον μ' εὐγνωμονεῖ ἀπείρως·
καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται τὸ πραξικόπημά μου
τὸ ἀργυροῦν παράσημον ἐπῆρα τοῦ Σωτῆρος.

Καὶ τώρα βγάζω τὸ Ρωμιὸ ἀπὸ τεσσάρων χρόνων,
τιμᾶται δὲ ὁλόκληρος δραχμὰς τριάντα μόνον
καὶ τῆς ῾Ελλάδος τραγουδῶ τὸ κλασικὸν βασίλειον
κι ἐμμέτρως ἀεροβατῶν περιορῶ τὸν ἥλιον.

«Ἅπαντα»

* ἐμουφλούζεψε - ρ. μουφλουζεύω, πτωχεύω.
* Σεμτέλος - Σεμιτέλος Δημήτριος, καθηγητὴς τῆς μετρικῆς εἰς
τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν.

 

[πηγή: Νικ. Κοντόπουλου - Γ. Καλαματιανού - Μέλη Νικολαΐδη κ. ά. Νεοελληνικά Αναγνώσματα, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1947, σ. 168-170]

info