Βιολογία (Γ΄ Γενικού Λυκείου - Θετικών Σπουδών & Σπουδών Υγείας ) - Τεύχος Α΄ Βιβλίου Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Εικόνα

α

Αγγελιαφόρο RNA (mRNA): Είδος RNA, που μεταφέρει την πληροφορία για τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας από το DNA στα ριβοσώματα.

Αδενίνη: Αζωτούχα βάση των νουκλεοτιδίων, που ανήκει στις πουρίνες.

ADP (διφωσφορική αδενοσίνη): Νουκλεοτίδιο, που αποτελείται από αδενίνη, ριβόζη και δυο φωσφορικές ομάδες.

Αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο: Το ενδοπλασματικό δίκτυο που πάνω στην εξωτερική επιφάνεια των αγωγών του βρίσκονται ριβοσώματα.

Αδελφές χρωματίδες: Κοντές, παχιές ταινίες από νουκλεοπρωτεΐνη, των οποίων το DNA φέρει ταυτόσημες γενετικές πληροφορίες. Συγκρατούνται στο κεντρομερίδιο.

Αερόβια αναπνοή: Καταβολική διαδικασία, που χρειάζεται οξυγόνο και οξειδώνει, π.χ., τη γλυκόζη σε διοξείδιο του άνθρακα και νερό, απελευθερώνοντας ΑΤΡ.

Ακτίνη: Σφαιρική πρωτεΐνη, συστατικό των μικροϊνιδίων.

Αλκοολική ζύμωση: Αναερόβια αναπνοή, που γίνεται στις ζύμες. Μέσω αυτής της μεταβολικής πορείας το πυροσταφυλικό οξύ μετατρέπεται σε αιθανόλη και διοξείδιο του άνθρακα.

Αλληλόμορφα γονίδια: Γονίδια, που εδράζονται στην ίδια θέση των ομόλογων χρωμοσωμάτων, ελέγχουν την ίδια ιδιότητα, με τον ίδιο ή διαφορετικό ενδεχομένως τρόπο.

Αμινοξύ: Δομικός λίθος (μονομερές) των πρωτεϊνών, που αποτελείται από ένα άτομο Η, μια αμινομάδα, μια καρβοξυλομάδα και μια πλευρική ομάδα (R), ενωμένα σ' ένα κοινό άτομο άνθρακα.

Αμυλάση: Τύπος ενζύμου, που διασπά το άμυλο.

Αμυλοπλάστης: Πλαστίδιο, που αποθηκεύει άμυλο.

Αναβολισμός: Σκέλος του μεταβολισμού, κατά τον οποίο γίνεται σύνθεση ουσιών από απλούστερες με κατανάλωση συνήθως ενέργειας.

Αναγωγή: Η πρόσληψη ηλεκτρονίων από ένα άτομο ή η σύνδεσή του με υδρογόνο.

Αναδραστική αναστολή: Διακοπή μιας μεταβολικής οδού από τη συσσώρευση ενός τελικού προϊόντος. Το τελικό προϊόν αναστέλλει τη δράση ενός από τα αρχικά ένζυμα της οδού.

Αναερόβια αναπνοή: Διαδικασία, που γίνεται χωρίς οξυγόνο.

Αναστολέας (ενζύμου): Ουσία, που αναστέλλει, είτε μόνιμα είτε παροδικά, τη δράση ενός ενζύμου.

Ανασυνδυασμένο DNA: Πλασμιδικό DNA ενωμένο με τμήμα DNA από έναν άλλο οργανισμό.

Ανάφαση: Το τρίτο στάδιο της μίτωσης, κατά το οποίο διαιρείται το κεντρομερίδιο και οι χρωματίδες κινούνται προς τους αντίθετους πόλους.

Ανάφαση I: Στάδιο της πρώτης μειωτικής διαίρεσης, κατά το οποίο ένα ομόλογο χρωμόσωμα πάει προς τον έναν πόλο και το άλλο προς τον άλλο.

Ανάφαση II: Στάδιο της δεύτερης μειωτικής διαίρεσης, κατά το οποίο διαιρείται το κεντρομερίδιο και μετακινούνται οι χρωματίδες προς τους αντίθετους πόλους.

Ανιόν: Άτομο ή συγκρότημα ατόμων με αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο.

Ανοικτό σύστημα: Σύνολο υλικών τμημάτων σε επικοινωνία με το περιβάλλον, με το οποίο ανταλλάσσει ύλη και ενέργεια.

Αντικωδικόνιο: Τριάδα βάσεων στο RNA, που είναι συμπληρωματική με το κωδικόνιο το οποίο «διαβάζει» κάθε φορά το ριβόσωμα.

Αποένζυμο: Το ένζυμο χωρίς το συνένζυμο.

Αηοικοδομητής: Ετερότροφος οργανισμός, που παίρνει ενέργεια από τη διάσπαση οργανικών ουσιών σε ανόργανες.

Απλοειδής οργανισμός(1η): Ο οργανισμός του οποίου το κάθε χρωμόσωμα αντιπροσωπεύεται μία φορά.

Άτρακτος: Σχηματισμός, που εμφανίζεται κατά την κυτταρική διαίρεση και συμβάλλει στη διανομή των χρωμοσωμάτων στα θυγατρικά κύτταρα.

Αυτότροφος οργανισμός: Οργανισμός, που μετατρέπει ανόργανες ενώσεις σε οργανικές, χρησιμοποιώντας ως πηγή ενέργειας το φως (φωτο-αυτότροφος) ή τη χημική ενέργεια (χημειο-αυτότροφος).  

β

Βακτηριοχλωροφύλλες: Φωτοχρωστικές, που βρίσκονται στα φωτοσυνθετικά βακτήρια.

γ

G1: Στάδιο της μεσόφασης, κατά το οποίο παρατηρείται αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα.

G2: Στάδιο της μεσόφασης, κατά το οποίο το κύτταρο ασχολείται με τις τελευταίες προετοιμασίες, πριν προχωρήσει στη διαίρεση του.

Γαλακτική ζύμωση: Η μετατροπή της γλυκόζης σε δύο μόρια γαλακτικού οξέος, που γίνεται σε αναερόβια βακτήρια και κατά την έντονη μυϊκή σύσπαση.

Γαλακτικό οξύ: Οργανικό οξύ, που παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση.

Γαλακτόζη: Μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη), που αποτελεί δομικό συστατικό της λακτόζης.

Γαμέτης: Κύτταρο, που περιέχει το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων των σωματικών κυττάρων, δηλαδή ένα χρωμόσωμα από κάθε ζευγάρι. Προέρχεται από τη μείωση.

Γενετικός κώδικας: Ο κώδικας που μας δίνει τις αντιστοιχίες μεταξύ των διάφορων συνδυασμών οι οποίοι αποτελούν τρεις διαδοχικές βάσεις της αλυσίδας του mRNA και των 20 αμινοξέων.

Γενότυπος: Το σύνολο των γονιδίων ενός ατόμου ή ενός κυττάρου.

Grana: Θυλακοειδή τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Σ' αυτά βρίσκονται οι φωτοχρωστικές.

Γλυκερόλη: Οργανική ένωση (τριόζη), που αποτελεί δομικό συστατικό λιπιδίων.

Γλυκογόνο: Ένας από τους κυριότερους υδατάνθρακες, που αποθηκεύεται στο ήπαρ και στους μυς.

Γλυκόζη: Μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη), που αποτελεί δομικό συστατικό δισακχαριτών, πολυσακχαριτών και άλλων ουσιών.

Γλυκοκάλυκας: Στρώμα ολιγοσακχαριτών, που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια της πλασματικής μεμβράνης.

Γλυκόλυση: Μεταβολική οδός, κατά την οποία η γλυκόζη διασπάται σε δυο μόρια πυροσταφυλικού οξέος αποδίδοντας ΑΤΡ.

Γλυκοττρωτεΐνη: Σύνθετη πρωτεΐνη, που περιέχει στο μόριό της σάκχαρα.

Γονιδιακές μεταλλάξεις: Αλλαγές του γενετικού υλικού, που προέρχονται από κάποια αλλαγή των βάσεων στο μόριο του DNA.

Γονιδιακός τόπος: Γενετική περιοχή στην οποία εδράζονται τα αλληλόμορφα που ελέγχουν την ίδια ιδιότητα.

Γονίδιο: Τμήμα DNA με συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων, το οποίο μπορεί να μεταγραφεί. Γουανίνη: Αζωτούχα βάση των νουκλεοτιδίων, που ανήκει στις πουρίνες.

δ

Δεσοξυριβόζη: Μονοσακχαρίτης με πέντε άτομα άνθρακα, συστατικό των δεσοξυριβονουκλεοτιδίων.

Δεσοξυριβονουκλεοτίδιο: Νουκλεοτίδιο, που αποτελείται από δεσοξυριβόζη, από ένα έως τρία μόρια φωσφορικού οξέος και από μια αζωτούχα βάση (αδενίνη, γουανίνη, κυτοσίνη, θυμίνη).

Δευτεροταγής δομή: Το δεύτερο επίπεδο οργάνωσης των πρωτεϊνών, όπου η πολυπεπτιδική αλυσίδα αποκτά είτε ελικοειδή είτε πτυχωτή μορφή.

Διαπνοή: Η διαδικασία απώλειας του νερού από τα στόματα της επιδερμίδας των φυτών.

Διάχυση: Η κίνηση των μορίων από περιοχή υψηλής συγκέντρωσης σε περιοχή χαμηλής συγκέντρωσης.

Διπεπτίδιο: Μόριο, που αποτελείται από δύο αμινοξέα συνδεδεμένα με πεπτιδικό δεσμό.

Διπλοειδής οργανισμός (2η): Ο οργανισμός του οποίου το κάθε χρωμόσωμα αντιπροσωπεύεται δύο φορές.

Δισακχαρίτης: Υδατάνθρακας από δυο μονοσακχαρίτες, που μπορεί να είναι η γλυκόζη, η φρουκτόζη και η γαλακτόζη.

DNA: (Δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ): Νουκλεϊνικό οξύ, που αποτελεί το γενετικό υλικό και κατευθύνει τη σύνθεση πρωτεϊνών στα κύτταρα.

DNA πολυμεράση: Ένζυμο, που συμμετέχει στον αυτοδιπλασιασμό του DNA.

Δυνάμεις συνάφειας: Οι δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων του νερού και άλλων ειδών μορίων.

Δυνάμεις συνοχής: Οι δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων του νερού χάρη στον πολικό χαρακτήρα του.

ε

Ελασμάτια: Μεμονωμένα θυλακοειδή στο στρώμα του χλωροπλάστη, που περιέχουν φωτοσυνθετικές χρωστικές.

Ενδιάμεσα ινίδια: Συστατικά του κυπαρικού σκελετού με διάμετρο ενδιάμεσου μεγέθους από αυτήν των μικροσωληνίσκων και των μικροϊνιδίων.

Ενδόθερμη αντίδραση: Χημική αντίδραση, που απορροφά ενέργεια.

Ενδοκύπωση: Η εισαγωγή μεγαλομοριακών ουσιών και μικροοργανισμών στα κύπαρα με τη δημιουργία ψευδοποδίων.

Ενδομεμβρανικό σύστημα: Σύστημα μεμβρανών στο κυπαρόπλασμα του ευκαρυωτικού κυττάρου, που συνδέονται λειτουργικά. Περιλαμβάνει το ενδοπλασματικό δίκτυο, το σύμπλεγμα Golgi, τα λυσοσώματα, τα υπεροξειδιοσώματα και τα κενοτόπια.

Ενδοπλασματικό δίκτυο: Σύνολο αγωγών και κύστεων, που διασχίζει και διαμερισματοποιεί το κυτταρόπλασμα. Διακρίνεται στο αδρό και στο λείο.

Ενέργεια ενεργοποίησης: Η ελάχιστη ενέργεια που πρέπει να προσλάβουν τα αντιδρώντα, για να ξεκινήσει η αντίδραση.

Ενεργητική μεταφορά: Μεταφορά ουσιών από περιοχή χαμηλής συγκέντρωσης σε περιοχή υψηλής συγκέντρωσης με κατανάλωση ενέργειας.

Ενεργό κέντρο (ενζύμου): Το μέρος του ενζύμου στο οποίο γίνεται η σύνδεση με το υπόστρωμα ή τα υποστρώματα, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της χημικής αντίδρασης την οποία το ένζυμο καταλύει.

Ένζυμο: Πρωτεΐνη με καταλυτικές ιδιότητες.

Εξειδίκευση (ενζύμου): Η ιδιότητα των ενζύμων να καταλύουν συνήθως μια απλή χημική αντίδραση ή μια σειρά από πολύ συγγενικές αντιδράσεις.

Εξώθερμη αντίδραση: Χημική αντίδραση, που αποδίδει ενέργεια.

Εξωκύττωση: Η αντίστροφη πορεία της ενδοκύττωσης. Σ' αυτήν ένα κυστίδιο συντήκεται με την πλασματική μεμβράνη και αποβάλλει το περιεχόμενο του.

Επιδερμίδα (φύλλων): Εξωτερικός σχημαπσμός από κύτταρα, που περιβάλλει το μεσόφυλλο και αφήνει ανοίγματα, τα στόματα.

Επιχιασμός: Η ανταλλαγή χρωμοσωμικών τμημάτων μεταξύ των μη αδελφών χρωματίδων των ομόλογων χρωμοσωμάτων.

Ετερόζυγο: Άτομο ή κύτταρο του οποίου τα αλληλόμορφα που υπάρχουν σε έναν ή σε περισσότερους γονιδιακούς τύπους είναι διαφορετικά.

Ετερότροφος οργανισμός: Οργανισμός (ζωικός ή μύκητας), που εξασφαλίζει την τροφή του καταναλώνοντας άλλους οργανισμούς ή οργανικά υλικά τους.

Ευκαρυωτικό κύτταρο: Το κύτταρο το οποίο έχει σχηματισμένο πυρήνα.

Εφυμενίδα: Ένα συνεχές αδιάβροχο υμένιο, που καλύπτει εξωτερικά την επιδερμίδα και του οποίου το πάχος κυμαίνεται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

ζ

Ζύμες: Μονοκύπαροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στην κατηγορία των μυκήτων και φέρουν σε πέρας την αλκοολική ζύμωση.

Ζύμωση: Μεταβολική πορεία, κατά την οποία παράγεται ΑΤΡ από την οξείδωση οργανικών ενώσεων χωρίς την παρουσία οξυγόνου.

θ

Θυλακοειδή: Πεπλατυσμένα μεμβρανώδη κυστίδια στο στρώμα του χλωροπλάστη.

Θυμίνη: Αζωτούχα βάση των δεσοξυριβονουκλεοτιδίων, που ανήκει στις πυριμιδίνες.

Θρυψίνη: Ένζυμο, που παράγεται από το πάγκρεας και υδρολύει πρωτεΐνες.

ι

Ιόν: Φορτισμένο άτομο ή συγκρότημα ατόμων.

Ιός: Μικροοργανισμός χωρίς κυτταρική δομή, παράσιτο των ζώων, των φυτών, των μυκήτων και των βακτηρίων.

Ιστόνες: Πρωτεΐνες με βασικές ιδιότητες, που βρίσκονται στη χρωματίνη.

κ

Καροτένια: Φωτοσυνθετικές χρωστικές, που βρίσκονται στα θυλακοειδή του χλωροπλάστη και απορροφούν κυρίως την μπλε ακτινοβολία.

Καρυότυπος: Η απεικόνιση των χρωμοσωμάτων, όπου φαίνεται ο αριθμός, το μέγεθος και το σχήμα των χρωμοσωμάτων ενός οργανισμού.

Καταβολισμός: Σκέλος του μεταβολισμού, κατά το οποίο γίνεται διάσπαση σύνθετων ουσιών σε απλούστερες, με απελευθέρωση συνήθως ενέργειας.

Καταλύτης: Ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση.

Καταναλωτής: Οργανισμός, που δε φωτοσυνθέτει.

Καταναλωτής πρώτης τάξης: Οργανισμός, που τρέφεται αποκλειστικά με φυτά.

Καταναλωτής δεύτερης τάξης: Οργανισμός, που τρέφεται με σαρκοφάγους οργανισμούς.

Καταφρακτικά κύπαρα: Ένα ζευγάρι κυττάρων, που περιβάλλει κάθε στόμα της επιδερμίδας των φυτών.

Κενοτόπια: Κυστίδια, που περιβάλλονται από απλή στοιχειώδη μεμβράνη και περιέχουν ένα υδατώδες υγρό. Σ' αυτό υπάγονται τα πεπτικά, τα σφυγμώδη και τα χυμοτόπια.

Κεντρομερίδιο: Σχηματισμός στο χρωμόσωμα, που συγκρατεί τις αδελφές χρωματίδες.

Κεντροσωμάτιο: Οργανίδιο στα ζωικά κύπαρα, που αποτελείται από τα κεντρύλλια. Είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό των μικροσωληνίσκων.

Κυανοφύκος: Προκαρυωτικός οργανισμός, που κάνει τον ίδιο τύπο φωτοσύνθεσης με τα φυτά.

Κυκλική φωτοφωσφορυλίωση: Στάδιο της φωτεινής φάσης της φωτοσύνθεσης, κατά το οποίο παράγεται ΑΤΡ.

Κύκλος του κιτρικού οξέος (κύκλος του Krebs): Στην κυτταρική αναπνοή, η καύση του μετασχηματισμένου πυροσταφυλικού οξέος (ενωμένου με συνένζυμο Α σε ακετυλο-συνένζυμο Α) με μια σειρά πολύπλοκων χημικών αντιδράσεων. Από την καύση παράγεται διοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο.

Κυστίδιο: Σφαιρικός σχηματισμός από στοιχειώδη μεμβράνη μέσα στο ευκαρυωτικό κύπαρο.

Κυπαροπλασματική διαίρεση: Η διαίρεση του κυτταροπλάσματος. Η κυττοκίνηση στα ζωικά κύτταρα γίνεται με περιφερική αυλάκωση, ενώ στα φυτικά με το σχηματισμό φραγμοπλάστη.

Κυτόχρωμα: Πρωτεΐνη, που περιέχει στο μόριό της σίδηρο και χρησιμεύει στη μεταφορά ηλεκτρονίων.

Κυτταρικό τοίχωμα: Ανθεκτικό εξωτερικό περίβλημα, το οποίο στα φυτά αποτελείται κυρίως από κυτταρίνη.

Κυτταρικός κύκλος: Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που θα διαιρεθεί το ευκαρυωτικό κύτταρο σε δύο θυγατρικά, έως τη στιγμή που τα θυγατρικά κύτταρα θα διαιρεθούν και πάλι. Περιλαμβάνει τη μεσόφαση και την κυτταρική διαίρεση.

Κύτταρο: Η δομική και λειτουργική μονάδα, που εκδηλώνει το φαινόμενο της ζωής.

Κυτταρόπλασμα: Ο χώρος εσωτερικά της πλασματικής μεμβράνης.

Κωδικόνιο: Μια συνεχής τριάδα βάσεων του mRNA, που κωδικοποιεί ένα συγκεκριμένο αμινοξύ.

λ

Λείο ενδοπλασματικό δίκτυο: Ενδοπλασματικό δίκτυο, που δε φέρει ριβοσώματα. Η λειτουργία του σχετίζεται με τη σύνθεση λιπιδίων και την εξουδετέρωση τοξικών ουσιών.

Λιπαρά οξέα: Οργανικά οξέα, που προκύπτουν από την υδρόλυση των λιπιδίων.

Λιπίδια: Ουσίες, που περιέχουν στο μόριό τους άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ουδέτερα λίπη, τα φωσφολιπίδια και τα στεροειδή.

Λιπάση: Ένζυμο, που καταλύει την υδρόλυση των λιπιδίων.

Λυσόσωμα: Σφαιρικό οργανίδιο, που περιέχει υδρολυτικά ένζυμα. Η κύρια λειτουργία τους είναι η πέψη μεγαλομοριακών ουσιών αλλά και μικροοργανισμών.

μ

Μείωση: Κυτταρική διαίρεση, κατά την οποία παράγονται κύτταρα με το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων, για να γίνουν γαμέτες.

Μεσόφαση: Η μεγαλύτερη από τις φάσεις του κυτταρικού κύκλου, που χωρίζεται σε τρία στάδια, το G1, το S και το G2.

Μεσόφυλλο: Ο χώρος στο φύλλο ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω επιδερμίδα. Τα κύτταρά του φωτοσυνθέτουν.

Μεταβολική οδός: Ακολουθία ενζυμικών αντιδράσεων, κατά την οποία το προϊόν της μιας ενζυμικής αντίδρασης χρησιμεύει ως υπόστρωμα της άλλης.

Μεταγραφή: Η διαδικασία κατά την οποία το DNA κατευθύνει την παραγωγή του RNA.

Μετάλλαξη: Κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού.

Μετάφαση: Το δεύτερο στάδιο της μίτωσης, κατά το οποίο τα χρωμοσώματα τοποθετούνται στο ισημερινό επίπεδο κατά τυχαίο τρόπο.

Μετάφαση I: Η μετάφαση της πρώτης μειωτικής διαίρεσης, κατά την οποία τα ζεύγη των ομόλογων χρωμοσωμάτων τοποθετούνται στο ισημερινό επίπεδο σε στίχους.

Μετάφαση II: Η μετάφαση της δεύτερης μειωτικής διαίρεσης.

Μεταφορικό RNA (tRNA): Είδος RNA, που μεταφέρει τα αμινοξέα και τα τοποθετεί απέναντι στην τριάδα διαδοχικών βάσεων του mRNA.

Μετάφραση: Η μετατροπή του γενετικού μηνύματος από τη γλώσσα των 4 βάσεων των νουκλεοτιδίων στη γλώσσα των 20 αμινοξέων, δηλαδή η διαδικασία με την οποία από το mRNA πραγματοποιείται η σύνθεση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας.

Μετουσίωση: Η καταστροφή της τρισδιάστατης δομής μιας πρωτεΐνης από ακραίες τιμές του ρΗ και της θερμοκρασίας.

Μήτρα: Η παχύρρευστη μάζα μέσα από την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων.

Μικροϊνίδια: Συστατικά του κυτταρικού σκελετού, που αποτελούνται από την πρωτεΐνη ακτίνη και συμμετέχουν στην κίνηση του κυττάρου.

Μιτοχόνδριο: Οργανίδιο, που παράγει ενέργεια στη μορφή του ΑΤΡ.

Μίτωση: Ένας τύπος κυτταρικής διαίρεσης, κατά τον οποίο παράγονται δύο θυγατρικά κύτταρα που είναι γενετικά όμοια.

Μονομερές: Η δομική μονάδα των πολυμερών.

Μονοσακχαρίτης: Υδατάνθακας, που αποτελείται από 3 άτομα άνθρακα (τριόζη) ή από 5 άτομα άνθρακα (πεντόζη) ή από 6 άτομα άνθρακα (εξόζη).

Μυοσίνη: Πρωτεΐνη, συστατικό των μυϊκών κυττάρων.

ν

NAD (νικοτιναμινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο): Συνένζυμο, δέκτης υδρογόνων (H++e-)

NADP (νικοτιναμινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο φωσφορικό): Συνένζυμο, δέκτης υδρογόνων (H++e-), που συμμετέχει στη φωτοσύνθεση.

Νουκλεϊνικά οξέα (DNA και RNA): Μακρομόρια, που αποτελούνται από νουκλεοτίδιο.

Νουκλεοτίδιο: Χημική ένωση, που αποτελείται από μια έως τρεις φωσφορικές ομάδες, από μια πεντόζη (σάκχαρο με πέντε άτομα άνθρακα) και μια οργανική αζωτούχα βάση.

ο

Ολοένζυμο: Το συνένζυμο μαζί με το αποένζυμο.

Ομόλογα χρωμοσώματα: Ζευγάρι χρωμοσωμάτων, που είναι όμοια σε σχήμα και μέγεθος, έχουν τα κεντρομερίδιά τους στην ίδια θέση και περιέχουν γονίδια, που ελέγχουν την ίδια ιδιότητα.

Οξειδοαναγωγή: Συνδυασμός αντιδράσεων οξείδωσης και αναγωγής.

Οξείδωση: Η αφαίρεση ηλεκτρονίων από ένα άτομο ή από ένα μόριο.

Οξειδωτική φωσφορυλίωση: Στάδιο της κυτταρικής αναπνοής, που περιλαμβάνει οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις συζευγμένες με το σχηματισμό ΑΤΡ.

Οργανίδια: Δομές στο κυτταρόπλασμα του ευκαρυωτικού κυττάρου. Καθένα από αυτά είναι ικανό για μια συγκεκριμένη λειτουργία.

Οργανωτής πυρηνίσκου: Πυκνή ινώδης περιοχή του πυρηνίσκου, που δημιουργείται από τη συνένωση τμημάτων ορισμένων χρωμοσωμάτων.

Ουρακίλη: Αζωτούχα βάση των ριβονουκλεοτιδίων, που ανήκει στις πυριμιδίνες.

π

PCR (αλυσωτή αντίδραση πολυμεράσης): Τεχνική με την οποία ένα οποιοδήποτε τμήμα DNA πολλαπλασιάζεται ταχύτατα στο δοκιμαστικό σωλήνα.

Παθητική μεταφορά: Τύπος μεταφοράς ουσιών μέσω της μεμβράνης, που διακρίνεται στη διάχυση και στην ώσμωση.

Παραγωγός: Φωτοσυνθετικός οργανισμός, που παράγει οργανικές ενώσεις χρησιμοποιώντας ανόργανες και την ηλιακή ακτινοβολία.

Πεντόζη: Μονοσακχαρίτης με 5 άτομα άνθρακα στο μόριό του.

Πεπτιδικός δεσμός: Χημικός δεσμός, που σχηματίζεται από την ένωση δύο αμινοξέων με απελευθέρωση νερού.

Πεψίνη: Ένζυμο, που παράγεται από το στομάχι και υδρολύει πρωτεΐνες.

Πλασματική μεμβράνη: Το περίβλημα ανάμεσα στο κυτταρόπλασμα και στο εξωτερικό περιβάλλον. Είναι εκλεκτικά διαπερατή και λειτουργεί ως δέκτης μηνυμάτων.

Πλαστίδια: Κατηγορία οργανιδίων στα φυτικά κύπαρα, που προέρχονται από τα προπλαστίδια. Σ' αυτά ανήκουν οι αμυλοπλάστες, οι χλωροπλάστες κ.ά.

Πολυμερές: Μακρομόριο, που αποτελείται από όμοιες υπομονάδες (μονομερή).

Πολυπεπτιδική αλυσίδα: Πολυμερές από αμινοξέα.

Πουρίνες: Οργανικά μόρια, παράγωγα των οποίων είναι οι αζωτούχες βάσεις αδενίνη και γουανίνη.

Προκαρυωτικό κύτταρο: Το κύτταρο που δε διαθέτει σχηματισμούς οι οποίοι να αποτελούνται από στοιχειώδη μεμβράνη (εκτός της πλασματικής).

Πρόφαση: Το πρώτο στάδιο της μειωτικής διαίρεσης, κατά το οποίο εμφανίζονται τα χρωμοσώματα και αρχίζει να σχηματίζεται η άτρακτος.

Πρόφαση I: Πρόφαση της πρώτης μειωτικής διαίρεσης. Σ' αυτή γίνεται σύναψη των ομόλογων χρωμοσωμάτων και επιχιασμός.

Πρόφαση II: Η πρόφαση της δεύτερης μείωσης.

Πρωτεάσες: Ένζυμα, που υδρολύουν πρωτεΐνες.

Πρωτοταγής δομή: Η αλληλουχία των αμινοξέων στο πρωτεϊνικό μόριο.

Πυριμιδίνες: Οργανικά μόρια, παράγωγα των οποίων είναι οι αζωτούχες βάσεις κυτοσίνη, θυμίνη και ουρακίλη.

Πυρήνας: Οργανίδιο των ευκαρυωτικών κυττάρων, μέσα στο οποίο βρίσκεται το γενετικό υλικό.

Πυρηνικός πόρος: Ανοίγματα στον πυρηνικό φάκελο, που σχηματίζονται από τη συνένωση της εξωτερικής και της εσωτερικής μεμβράνης.

Πυρηνικός φάκελος: Το περίβλημα του πυρήνα, που αποτελείται από δύο στοιχειώδεις μεμβράνες, μια εσωτερική και μια εξωτερική.

Πυρηνίσκος: Δομή μέσα στον πυρήνα, που αποτελείται από DNA και RNA. Είναι υπεύθυνος για τη σύνθεση του rRNA.

Πυρηνόπλασμα: Το εσωτερικό του πυρήνα.

Πυροσταφυλικό οξύ: Ένα από τα προϊόντα της γλυκόλυσης.

ρ

Ριβόζη: Μονοσακχαρίτης, που περιέχει στο μόριό του πέντε άτομα άνθρακα και βρίσκεται στα ριβονουκλεοτίδιο.

Ριβονουκλεοτίδιο: Νουκλεοτίδιο, που αποτελείται από τη ριβόζη, από ένα έως τρία μόρια φωσφορικού οξέος και από μία αζωτούχα βάση (αδενίνη, γουανίνη, ουρακίλη, κυτοσίνη).

Ριβόσωμα: Μικρός σφαιρικός σχηματισμός χωρίς στοιχειώδη μεμβράνη, στον οποίο επιτελείται η πρωτεϊνοσύνθεση.

Ριβοσωμικό RNA: Δομικό συστατικό των ριβοσωμάτων.

RNA: Βλ. νουκλεϊνικά οξέα

RNA πολυμεράση: Ένζυμο, που συμμετέχει στη μεταγραφή, συνδέοντας τα ριβονουκλεοτίδιο που προστίθενται το ένα μετά το άλλο με φωσφοδιεστερικό δεσμό.

σ

S: Στάδιο της μεσόφασης, κατά το οποίο γίνεται ο αυτοδιπλασιασμός του DNA.

Σκοτεινή φάση: Το δεύτερο στάδιο της φωτοσύνθεσης, κατά το οποίο μόρια ΑΤΡ και υδρογόνο χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή του διοξειδίου του άνθρακα σε υδατάνθρακες.

Σπερματοζωάριο: Ο αρσενικός γαμέτης των ζωικών οργανισμών.

Στεροειδή: Κατηγορία λιπιδίων, που διαθέτουν ένα σκελετό από 4 ανθρακικούς δακτυλίους.

Στοιχειώδης μεμβράνη: Κάθε μεμβράνη που αποτελείται από λιπιδική διπλοστιβάδα και από πρωτεΐνες.

Στόματα: Ανοίγματα στην επιδερμίδα του φύλλου, μέσω των οποίων διέρχονται το διοξείδιο του άνθρακα, το οξυγόνο και υδρατμοί.

Στρώμα: Η θεμέλια ουσία του χλωροπλάστη.

Συμπληρωματικές βάσεις: Τα ζεύγη των αζωτούχων βάσεων Α-Τ, A-U και G-C.

Σύμπλεγμα Golgi: Σύνολο οργανιδίων από παράλληλους πεπλατυσμένους σάκους. Αυτό συγκεντρώνει και επεξεργάζεται τις πρωτεΐνες που έρχονται από το αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο.

Συνδεδεμένα γονίδια: Γονίδια, που βρίσκονται σε διαφορετικούς γονιδιακούς τόπους των ομόλογων χρωμοσωμάτων.

τ

Τελόφαση: Η τελευταία φάση της μίτωσης, κατά την οποία αποσπειρώνονται τα χρωμοσώματα, διαλύεται η άτρακτος και εμφανίζεται ο πυρηνικός φάκελος και ο πυρηνίσκος.

Τελόφαση I: Η τελόφαση της πρώτης μειωτικής διαίρεσης, κατά την οποία τα δύο θυγατρικά κύπαρα έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων.

Τελόφαση II: Η τελόφαση της δεύτερης μειωτικής διαίρεσης.

Τεταρτοταγής δομή: Αφορά τη διαμόρφωση του πρωτεϊνικού μορίου, όταν αυτό αποτελείται από περισσότερες της μίας πολυπεπτιδικές αλυσίδες.

Τριτοταγής δομή: Η αναδίπλωση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας στο χώρο, ώστε να αποκτήσει μια καθορισμένη μορφή.

Τριφωσφορική αδενοσίνη (ΑΤΡ): Χημική ένωση, που αποτελείται από ριβόζη, αδενίνη και τρεις φωσφορικές ομάδες.Το ΑΤΡ είναι το ενεργειακό «νόμισμα» του κυττάρου.

Τροφική αλυσίδα: Αλληλουχία οργανισμών, που συνδέονται μεταξύ τους με τροφικές εξαρτήσεις.

υ

Υγρό μωσαϊκό: Το μοντέλο με βάση το οποίο είναι κατασκευασμένες οι κυτταρικές μεμβράνες.

Υδατάνθρακες: Οργανικές ενώσεις, που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Η αναλογία ατόμων υδρογόνου και οξυγόνου είναι σχεδόν πάντα η ίδια (2:1).

Υδρόφιλη ομάδα: Πολική ομάδα, διαλυτή στο νερό.

Υδρόφοβη ομάδα: Μη πολική ομάδα, αδιάλυτη στο νερό.

Υπεροξειδιόσωμα: Μικρό σφαιρικό κυστίδιο, που περιέχει οξειδωτικά ένζυμα. Προέρχονται από το αδρό ενοπλασματικό δίκτυο.

Υπόστρωμα: Χημική ουσία, για τη μετατροπή της οποίας δρα το ένζυμο καταλύοντας την αντίστοιχη αντίδραση.

φ

F1 γενιά: Τα άτομα που προκύπτουν από την πατρική γενιά.

F2 γενιά: Τα άτομα που προκύπτουν από την F1 γενιά.

FAD (φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο): Συνένζυμο, που είναι δέκτης υδρογόνων (H++e-).

Φαινότυπος: Το σύνολο των διακριτικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή ενός κυττάρου, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτό ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό.

Φραγμοπλάστης: Σχηματισμός από μικροσωληνίσκους, που δημιουργείται στο ισημερινό επίπεδο των φυτικών κυττάρων. Από αυτά θα προκύψουν τα θυγατρικά κυτταρικά τοιχώματα.

Φρουκτόζη: Μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα στο μόριό του.

Φυτοφάγος οργανισμός: Ζωικός οργανισμός, που τρέφεται αποκλειστικά με φυτά.

Φως: Μορφή ενέργειας που ακτινοβολεί ο Ήλιος προς τη Γη.

Φωσφοδιεστερικός δεσμός: Ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο νουκλεοτίδιο.

Φωτεινή φάση: Το στάδιο εκείνο της φωτοσύνθεσης που εξαρτάται από το φως και οδηγεί στην παραγωγή ΑΤΡ, οξυγόνου και υδρογόνου.

Φωτόλυση: Διάσπαση μιας ουσίας με τη βοήθεια του φωτός.

Φωτοσύνθεση: Μεταβολική διαδικασία, που καταλήγει στη σύνθεση υδατανθράκων από ανόργανες ενώσεις (νερό και διοξείδιο του άνθρακα) με τη βοήθεια της ηλιακής ακτινοβολίας.

Φωτοσύστημα: Λειτουργική μονάδα στα θυλακοειδή του χλωροπλάστη, που περιλαμβάνει 200-300 μόρια χλωροφυλλών α και β και ένα εξειδικευμένο μόριο χλωροφύλλης α, το Ρ680 ή το Ρ700.

Φωτοφωσφορυλίωση: Ο σχηματισμός ΑΤΡ από ADP και Pi με ενέργεια από ροή ηλεκτρονίων λόγω φωτοδιέγερσης της χλωροφύλλης.

χ

Χλωροπλάστης: Οργανίδιο των φωτοσυνθετικών κυττάρων, όπως τα κύτταρα των πράσινων τμημάτων των φυτών. Σ' αυτό γίνεται η διαδικασία της φωτοσύνθεσης.

Χλώρωση: Σύμπτωμα, που εμφανίζεται στα φυτά, όταν στερούνται μαγνήσιο ή άζωτο και χάνουν το πράσινο χρώμα τους.

Χλωροφυλλη: Πράσινη φωτοσυνθετική χρωστική, που βρίσκεται στους χλωροπλαστες. Δεσμεύει την ηλιακή ακτινοβολία, για να γίνει η διαδικασία της φωτοσύνθεσης.

Χοληστερόλη: Ουσία που ανήκει στα στεροειδή. Αποτελεί συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών των ζωικών κυττάρων και είναι υπεύθυνη για το φράξιμο των αγγειών .

Χρωματίνη: Νουκλεοπρωτεΐνη, που αποτελείται από DNA, RNA και πρωτεΐνες. Κατά την κυτταρική διαίρεση συμπυκνώνεται σε σχηματισμούς, που λέγονται χρωμοσώματα.

Χρωμοπλάστης: Πλαστίδιο, που περιέχει χρωστικές και βρίσκεται στα άνθη, στα φύλλα και στους καρπούς.

Χρωμόσωμα: Ευδιάκριτη δομή, που σχηματίζεται από τη συμπύκνωση της χρωματίνης κατά την κυτταρική διαίρεση

Χρωμόσωμα Χ: Ένα φυλετικό χρωμόσωμα.

Χρωμόσωμα Υ: Ένα φυλετικό χρωμόσωμα.

Χυμοτόπια: Κενοτόπια των φυτικών κυττάρων.

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες: Ορατές κάτω από το μικροσκόπιο αλλαγές στη δομή και στον αριθμό των χρωμοσωμάτων.

ψ

Ψευδοπόδια: Παροδικές προεκβολές του κυτταροπλάσματος. Δημιουργούνται στα φαγοκύτταρα και σε πρωτόζωα.

ω

Ωάριο: Ο θηλυκός γαμέτης.

Ώσμωση: Ειδική περίπτωση διάχυσης μορίων νερού, μέσω μιας ημιπερατής μεμβράνης, από διάλυμα χαμηλής συγκέντρωσης της ουσίας σε διάλυμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης.