Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι (Α Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Λεξιλόγιο

Α

ἀγαθὸς 1) γενναίος, 2) ευγενής, 3) καλός, ενάρετος
ἄγαμαι θαυμάζω
ἄγαν (επίρρ.) πάρα πολύ, υπερβολικά
ἀγαστός θαυμαστός
ἀγείρω συγκεντρώνω, συναθροίζω
ἀγοράζω βρίσκομαι στην αγορά
ἀγώγιμός εἰμι οδηγούμαι
ἀδεῶς άφοβα
ἀέναος συνεχής, αιώνιος
ἁθρόος· ἁθρόοι συγκεντρωμένος· όλοι μαζί
ἀθυμῶ (-έω) είμαι άθυμος, βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος
αἰγιαλὸς ανοιχτή, αμμώδης παραλία
ἀίδιος αιώνιος
αἰδοῦμαι (-έομαι) σέβομαι, ντρέπομαι
αἰκία εξαθλίωση, δυστυχία
αἱρῶ (-έω) 1) συλλαμβάνω (για έμψυχα), κυριεύω (για άψυχα)· για την παθητική σημασία: ἁλίσκομαι.
2) αἱροῦμαι (μέση διάθεση): εκλέγω, προτιμώ· για την παθητική σημασία: αἱροῦμαι
αἴρω ναῦς απομακρύνω τα πλοία από τη στεριά
αἴσχιστος υπερθετικός βαθμός του αισχρός 1) άσχημος, 2) κακοήθης
αἴτιος υπαίτιος
αἰὼν τό χρονικό διάστημα της ζωής κάποιου, ζωή, ηλικία
αἰωροῦμαι (-έομαι) κινδυνεύω, είμαι εκτεθειμένος σε κίνδυνο
ἀκάτιον μικρό πλοίο, λέμβος
ἄκρα, ἡ το ακρωτήριο
ἀκροβολίζομαι αψιμαχώ, κάνω μικροεπιθέσεις
ἄκων, ὁ (άκοντος) χωρίς τη θέλησή του. Αντίθετο = ἑκών.
ἀλγεινὸς οδυνηρός, λυπηρός
ἁλίσκομαι παθητικός τύπος του αἱρῶ
ἄλλοθι αλλού
ἁμαρτάνω τινός αστοχώ, δεν πετυχαίνω κάτι. Αντίθετο: τυγχάνω
ἀναγκαῖος 1) απαραίτητος, 2) συγγενής
ἀνάγω βγάζω στο πέλαγος
ἀνάγομαι βγαίνω στο πέλαγος
ἀναγωγὴ αναχώρηση, απόπλους
ἀναιροῦμαι τοὺς νεκροὺς σηκώνω τους νεκρούς (για ενταφιασμό), ενταφιάζω
ἀναιρῶ αποκρίνομαι, δίδω χρησμό
ἀνάλωτος απόρθητος
ἀναπείθω μεταπείθω
ἀνάστασις (του στρατεύματος) διάλυση και εγκατάλειψη του στρατοπέδου
ἀναστρέφομαι περιφέρομαι
ἀνδραποδίζω υποδουλώνω, πουλώ κάποιον ως δούλο
ἀνεπίκλητος ανεπίληπτος, άψογος
ἀνεπίφθονος άμεμπτος, αυτός που δεν προκαλεί το φθόνο
ἀνθυπάγω καταγγέλλω και εγώ με τη σειρά μου στο δικαστήριο αυτόν που με οδήγησε σε δίκη και δεν πέτυχε την καταδίκη μου, κάνω αντιμήνυση
ἀνίστημί τι/τινα 1) στήνω κάτι όρθιο, εγείρω, ανεγείρω (τα τείχη), 2) κάνω τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, 3) ἀνίστημί τὴν ἐκκλησίαν: κλείνω τη συνεδρία, 4) ἀνίσταμαι (αμτβ.) σηκώνομαι
ἀνίσχω σηκώνω ψηλά. Ὁ ἥλιος ἀνίσχει: ο ήλιος ανατέλλει άνοσος χωρίς αρρώστια
ἀντανάγω οδηγώ στο πέλαγος και εγώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι και εγώ
ἀντεμπίμπλημι γεμίζω και εγώ (για να αντιμετωπίσω)
ἀντέχω 1) βαστώ, 2) επιμένω
ἀντιβολία παράκληση, δέηση, ικεσία
ἀντικάθημαι (ἀντικαθέζομαι) στρατοπεδεύω απέναντι
ἀντικόπτω αντιδρώ
ἀντιλογία αντιπαράθεση λόγων
ἀντίον απέναντι
ἀντιποιοῦμαι 1) διεκδικώ, 2) ανταποδίδω
ἀντίπροικα (επίρρημα) φτηνά
ἀντιστρατοπεδεύομαι όπως το ἀντικάθημαι
ἀντόμνυμι ορκίζομαι και εγώ
ἀξιόχρεως αξιόλογος, μεγαλεπήβολος
ἀξιῶ (-όω) 1) αξιώνω, έχω την αξίωση, 2) θεωρώ) δίκαιο
ἀπαγγέλλω αναγγέλλω, αναφέρω
ἀπάγχομαι απαγχονίζομαι
ἀπαθὴς 1) χωρίς αισθήματα, 2) ατιμώρητος, αβλαβής
ἀπεῖπον του ρ. ἀπαγορεύω (εδώ) κουράζομαι
ἄπιστος απίστευτος
ἀποδείκνυμι νόμους δημοσιεύω νόμους
ἀποδίδομαι πωλώ
ἀποκομίζομαι αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι
ἀποκτείνω σκοτώνω
ἀπολείπω αποχωρίζομαι
ἀπόλειψις εγκατάλειψη
ἀπόλλυμι καταστρέφω, φονεύω, ἀπόλλυμαι (παθ.): χάνομαι, πεθαίνω
ἀποσημαίνομαί τινα προγράφω κάποιον, καταδικάζω (χωρίς κρίση)
ἀποσπῶμαι (-άομαι) απομακρύνομαι
ἀποτειχίζω αποκλείω με τείχος
ἀποφεύγω (ως δικανικός όρος) απαλλάσσομαι, αθωώνομαι
ἀποχρῶμαι τινα σκοτώνω
ἀποχρώντως αρκετά, ικανοποιητικά
ἀποχώννυμι αποφράζω με επιχωμάτωση (μπαζώνω)
ἆραι (απαρ. αορίστου του αἴρω: σηκώνω)
ἀριστοποιοῦμαι προγευματίζω· ἄριστον: πρόγευμα, το πρωινό φαγητό
ἁρμοστὴς Σπαρτιάτης διοικητής κατεχόμενης πόλης ή νήσου
ἄρχω τινὸς 1) αρχίζω κάτι πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή, ἄρχομαι (μέση διάθεση) = αρχίζω κάτι
ἄστυ (ἄστεως) Η πόλη της Αθήνας σε αντίθεση προς τη Μεσογαίαν - Μεσογείαν και την Παραλίαν της Αττικής
ἀσφάλεια εγγύηση για ασφαλή πορεία
αὐλητρὶς γυναίκα που παίζει αυλό
αὐλῶ παίζω αυλό
αὐτοβοεὶ με τον πρώτο αλαλαγμό, με αιφνιδιαστική έφοδο
αὐτοκράτωρ (-ορος) με πλήρη/απόλυτη εξουσία
αὐτόμολος που έρχεται/αυτομολεί στις τάξεις του εχθρού
αὔχημα καύχημα
ἀφηγοῦμαι οδηγώ
ἀφικνοῦμαι (-έομαι) φτάνω
ἄφιππος ακατάλληλος για ιππασία
ἀφίσταμαί τινος απομακρύνομαι/αποστατώ από κάποιον
ἄχθομαι αγανακτώ

Β

βάλλω κτυπώ
βαρὺς (-έος) ενοχλητικός
βοηθῶ (-έω) 1) τρέχω εναντίον, επιτίθεμαι, 2) τρέχω να βοηθήσω
βουλεύομαι 1) συσκέπτομαι, 2) αποφασίζω
βούλομαι θέλω

Γ

γέρας βραβείο
γιγνώσκω 1) γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, 2) σχηματίζω γνώμη, 3) αποφασίζω, ψηφίζω
γνώμη 1) κρίση, εξυπνάδα, 2) πνευματική ικανότητα
γοῦν πραγματικά
γυμνοπαιδία γιορτή στη Σπάρτη κατά την οποία οι νέοι χόρευαν γυμνοί

Δ

δάκνω δαγκώνω· δῆγμα = δάγκωμα
δεῖ πρέπει. Παρατ. ἔδει, μέλλ. δεήσει
δείδω φοβούμαι
δεκατεύω επιβάλλω το φόρο της δεκάτης
δέος φόβος
δέω-δῶ 1) δένω, 2) φυλακίζω
δέω 1) έχω ανάγκη, 2) απέχω
δέομαί τινος (μέσ.) 1) έχω ανάγκη, 2) παρακαλώ
δῆμος οι δημοκρατικοί
δημόσιον η πολιτεία, το δημόσιο ταμείο
δὴ έτσι λοιπόν
δήσαντες μετοχή αορίστου του δέω>δῶ = δένω
δῆτα βέβαια
δῃῶ (-όω) λεηλατώ, ερημώνω
διαβάλλω διασχίζω
διαδιδράσκω διαφεύγω, δραπετεύω|
διαθρύπτομαι συντρίβομαι
διακομιδὴ διαπεραίωση, μεταφορά
διαλλάσσω συμφιλιώνω
διασκεδάννυμι διασκορπίζω
διατρίβω περνώ τον καιρό μου
διαφθείρω καταστρέφω
διδάσκω εξηγώ
δίδωμι δίκας 1) δέχομαι διαιτησία, 2) δικάζομαι
διέχω έχω πλάτος, είμαι σε απόσταση από κάποιον
διῆκε αόρ. του διίημι = απολύω
διήκω εκτείνομαι από... μέχρι...
δίκροτος με δύο σειρές κωπηλατών
διώκω 1) επιδιώκω, 2) καταδιώκω, 3) διώκω δικαστικά (αντίθ. φεύγω)
δόγμα απόφαση
δοκῶ 1) νομίζω, υποθέτω, 2) φαίνομαι, θεωρούμαι, 3) δοκῶ μοι = μου φαίνεται, 4) (απρόσ.) δοκεῖ + δοτ. = φαίνεται καλό, ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ = φάνηκε καλό στη βουλή και το δήμο, αποφάσισε η βουλή και ο δήμος
δόξα 1) γνώμη, 2) φήμη, 3) δόξα
δρόμος τρέξιμο
δύσιππος δύσβατος στο ιππικό
δυνατοὶ οι ολιγαρχικοί

Ε

ἔγκλημα κατηγορία
ἐγχειρίδιον μαχαίρι
ἐγχειρῶ (-έω) επιχειρώ κάτι, αρχίζω, κάνω επιχείρηση
ἐγχωρεῖ+ απαρ. επιτρέπεται να
ἐθελοπρόξενος αυτός που αναλαμβάνει από μόνος του το ρόλο του προξένου, χωρίς να έχει οριστεί από την πόλη ως εκπρόσωπος της, ο εθελοντής πρόξενος
εἰδώς μετοχή του οἶδα
εἰκός ἐστί είναι φυσικό
εἶμι πηγαίνω, έρχομαι
εἰρηναῖον φιλειρηνική απάντηση
ἐκβιβάζω βγάζω, αποβιβάζω
ἐκκλησία 1) συγκέντρωση, συνέλευση των πολιτών, 2) το σώμα όλων των Αθηναίων ανδρών πολιτών που έπαιρνε τις οριστικές αποφάσεις για τα σοβαρά ζητήματα της πόλεως
ἔκκλητοι, οἱ η επιτροπή, η μικρή συνέλευση στη Σπάρτη
ἐκκρεμάννυμαι κρέμομαι από κάποιον,πιάνομαι από τα χέρια του ή από τα ενδύματά του
ἐκκρίνομαι επιλέγομαι
ἐκπλέω φεύγω (με πλοίο)
ἐκποδὼν (επίρρ.) έξω/μακριά από τα πόδια· ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα =διώχνω βγάζω από
ἐκπολιορκῶ (-έω) κυριεύω (δια πολιορκίας)
ἐκπονοῦμαι εξοπλίζομαι
ἔκπωμα το ποτήρι, το κύπελλο
ἔκσπονδος ο εκτός συνθηκών, ο αποκλειόμενος από τις συνθήκες
ἐλεύθερος τὰ ἐλεύθερα σώματα: οι ελεύθεροι πολίτες
ἐμπεδορκῶ (-έω) μένω πιστός στον όρκο μου
ἐμπεδῶ (-έω) εφαρμόζω
ἐμπίπλημί τί τινος γεμίζω κάτι με κάτι άλλο
ἐμπίμπρημι καίω
ἐμπλέοντες οι επιβάτες
ἐνάλλομαι ορμώ εναντίον
ἔνδεια έλλειψη
ἔνδον εντός, μέσα
ἐνίσταμαι αντιστέκομαι
ἔνσπονδος ο σύμμαχος
ἐξαιρῶ (-έω) αφανίζω
ἐξανδραποδίζω ανδραποδίζω εντελώς, υποδουλώνω όλους τους κατοίκους
ἐξανίστημι μετακινώ, σηκώνω κάποιον από τη θέση του, διώχνω
ἐξαπιναίως (επίρρ.) ξαφνικά, αιφνιδιαστικά
ἐξαρτύω ετοιμάζω, οργανώνω
ἐξάρχω αρχίζω
ἐξελαύνω διώχνω
ἔξεστι + απαρ. επιτρέπεται, είναι δυνατόν
ἐξικνοῦμαί τινος φτάνω κάποιον
ἐξοικίζω διώχνω κάποιον από τον τόπο που μένει
ἐξὸν μετοχή του ἔξεστι (= επιτρέπεται, είναι δυνατόν)
ἔοικα μοιάζω
ἐπαινῶ (-έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω
ἐπαμύνω σπεύδω να βοηθήσω, βοηθώ
ἐπανάγομαι ξαναβγαίνω στο πέλαγος
ἔπειμι επιτίθεμαι
ἔπηλυς ο ξένος, ο μη αυτόχθων
ἐπήρεια περιφρονητική συμπεριφορά, ύβρις· κατ' ἐπήρειαν =απειλητικά
ἐπιβοηθῶ (-έω) σπεύδω να βοηθήσω
ἐπιβοῶμαι (-άομαι) φωνάζω μεγαλόφωνα
ἐπιγίγνομαι ακολουθώ
ἐπιδημῶ βρίσκομαι/κατοικώ στην πόλη
ἐπιθειασμὸς επίκληση των θεών
ἐπικυρῶ (-όω) επικυρώνω
ἐπιλανθάνομαι ξεχνώ
ἐπιοῦσα, ἡ (νύξ/ἡμέρα) η επόμενη <από το ἔπειμι: πλησιάζω, προσεγγίζω
ἐπιμαχία αμυντική συμμαχία
ἐπίνειον παραθαλάσσιος οικισμός
ἐπιπλέω πλέω/κινούμαι (με πλοίο) εναντίον
ἐπίπλους (-οος) επίθεση με πλοία
ἐπιρρώννυμαι παίρνω δύναμη, θάρρος
ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τροφές
ἐπίσταμαι γνωρίζω καλά
ἐπιστέλλω δίνω εντολή
ἐπιτάσσω δίνω εντολή
ἐπιτήδεια, τὰ τα εφόδια
ἐπιτηρῶ (-έω) καιροφυλακτώ, περιμένω την ευκαιρία
ἐπιτρέπω τινὶ αφήνω την υπόθεση στην κρίση κάποιου
ἐπιτυγχάνω τινὶ κατά τύχη συναντώ
ἐπιφήμισμα κακός οιωνός
ἐπιφορὰ επίδομα, επιμίσθιο
ἐπιχώριοι οι ντόπιοι, οι ιθαγενείς, οι αυτόχθονες
ἕπομαί τινι ακολουθώ κάποιον
ἐπριάμην αγόρασα (αόριστος του ρ. ὠνοῦμαι)
ἐρέτης κωπηλάτης
ἔρις διαμάχη
ἐρρωμένος δυνατός
ἐσπλέω (εἰσπλέω) 1) μπαίνω (σε λιμάνι, κόλπο) με πλοίο, 2) ταξιδεύω δια θαλάσσης
ἔστε μέχρι που...
ἔστιν/εἰσὶν οἵ μερικοί· ἔστιν/εἰσὶν οὕς = μερικούς
ἐσχατιά, ἡ τα άκρα, τα σύνορα
ἑταιρία φιλία, δεσμοί φίλων και συντρόφων (από το ἑταῖρος)
εὐγένεια καλή, αριστοκρατική καταγωγή
εὐδία καλοκαιρία
εὐήθης ανόητος
εὐημερία καλοκαιρία
εὔκλεια καλή φήμη, δόξα
εὐνὴ, ἡ κρεβάτι
εὔορκος αυτός που τηρεί τον όρκο του
εὐπραγία ευτυχία, ευημερία
εὐπρέπεια ευπρέπεια, ωραιοποίηση
εὐπρεπὴς λαμπρός, πολυτελής
εὔτακτος (ὁ, ή), τό εὔτακτον αυτός που τηρεί καλή τάξη, για στρατιώτες: ο πειθαρχημένος
εὐτρεπίζω διορθώνω, επισκευάζω
εὐώνυμος αριστερός
ἐφίεμαι επιθυμώ
ἐφίστημι τοποθετώ
ἐφορεῖον τόπος συνεδριάσεων των εφόρων
ἐφ' ᾧ /ἐφ' ᾧτε + απαρ. με τον όρο να
ἔχθιστος υπερθετικός βαθμός του εχθρός
ἐῶ (-άω) αφήνω
ἕως (ἠώς) αυγή

Ζ

ζευγνύω ναῦς ενισχύω με δοκάρια το κατάστρωμα του πλοίου
ζωγρῶ (-έω) πιάνω (κάποιον) ζωντανό

Η

ἡβῶ (-άω) είμαι στην ακμή της (ανδρικής/νεανικής) ηλικίας μου
ἡγοῦμαι (-έομαι) 1) προηγούμαι· ἡγοῦμαί τινι = οδηγώ κάποιον, 2) ἡγοῦμαί τινος = διοικώ, είμαι αρχηγός, κυβερνάω κάποιον, 3) ἡγοῦμαι + απαρ. = νομίζω ότι, 4) ἡγοῦμαί τινα = θεωρώ κάποιον ως...
ἥδομαι ευχαριστιέμαι
ἡδὺς γλυκός
ἥκω έχω έρθει, έρχομαι
μὴν εισάγει εκφράσεις όρκων (δηλώνει επισημότητα)
ἡνίκα όταν
ἡσυχάζω μένω ουδέτερος

Θ

θᾶττον συγκριτικός βαθμός του επιρρ. ταχέως
θέα θέαμα
θεοί μητρῷοι καὶ πατρῷοι οι πατρογονικοί θεοί
θεραπεύω περιποιούμαι
θόρυβος ταραχή, αντάρα

I

ἴδιος ιδιαίτερος, προσωπικός
ἰδιώτης απλός πολίτης, χωρίς επίσημο αξίωμα
ἱδρύομαι εγκαθίσταμαι
ἰέναι απαρ. του ρημ. εἶμι
ἵημι ρίχνω
ἰσομοιρία <ἴσος + μοῖρα το ίσο μερίδιο, η ίση συμμετοχή
ἱστίον πανί (του πλοίου)

Κ

καθαιρῶ (-έω) γκρεμίζω
καθεύδω κοιμάμαι
καθίημι (τοὺς φυγάδας) επαναφέρω (τους εξόριστους)
καθίσταμαι εἰς πόλεμον πολεμώ, αρχίζω πόλεμο
καθίστημί /καθίσταμαί τι/τινα εγκαθιστώ κάποιον, ιδρύω/τακτοποιώ κάτι
καλὸς κἀγαθὸς ωραίος (εξωτερικά) και γενναίος. Αριστοκρατικό ιδανικό· έτσι χαρακτηριζόταν ένας ευπατρίδης
κατάγω επαναφέρω από εξορία
καταδύω καταβυθίζω
κατακαλῶ (-έω) προσκαλώ
κατακοντίζω καταβάλλω (τον αντίπαλο) ακοντίζοντας, ρίχνω ακόντια
κατὰ κράτος με όλες τις δυνάμεις, με έφοδο
καταλέγω καταγράφω για ναυτική υπηρεσία, στρατολογώ για τα καράβια
καταλείπω αφήνω
κατάλογος 1) η κατάσταση με τα ονόματα των 3.000 πολιτών είχαν πλήρη δικαιώματα πολίτη και είχαν επιλεγεί αυθαίρετα από τους τριάκοντα 2) κατάλογος με τα ονόματα πολιτών ικανών για οπλιτική υπηρεσία
καταλύω πόλεμον σταματώ τον πόλεμο
καταμέμφομαι κατηγορώ
κατάντης (-ους) κατηφορικός· αντίθετο: ἀνάντης
καταπλήσσομαι τρομοκρατούμαι
κατασιωπῶμαι (-άομαι) (μέση διάθεση) επιβάλλω τη σιωπή
καταστρέφομαί τινα υποτάσσω κάποιον
κατατίθεμαι συγκεντρώνω για ασφάλεια
κατατίθημι (δραχμάς) καταθέτω, καταβάλλω χρήματα
κατατιτρώσκω πληγώνω θανάσιμα
καταψηφίζομαί τινος με την ψήφο μου αποφασίζω εναντίον κάποιου, καταδικάζω. Αντίθετο: ἀποψηφίζομαι
κατέχω 1) κρατώ, 2) (αμετάβατο) προσορμίζομαι
κέραμος κεραμίδια
κέρως η πτέρυγα, η παράταξη, ἐπὶ κέρως: σε μονή παράταξη, ο ένας πίσω από τον άλλο
κηδεστία συγγένεια εξ αγχιστείας
κοινόν, τὸ η κυβέρνηση, η εξουσία
κοινωνῶ τινί τινος συμμετέχω με κάποιον σε κάτι
κολεὸς θήκη, θηκάρι
κόσμος τάξη, ευταξία, πειθαρχία
κοτύλη 1) μικρό ποτήρι ή αγγείο, 2) μονάδα μέτρησης υγρών και στερεών
κούφισις ανακούφιση
κρατῶ τινα/τινος νικώ, κυβερνώ
κράτιστα (τά) με όλες τις δυνάμεις
κύριος υπεύθυνος

Λ

λανθάνω τινὰ μένω αθέατος, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, μένω κρυμμένος από κάποιον
λάσιος κατάφυτος
λῄζομαι λεηλατώ
λιθοτομία <λίθος + τέμνω λατομείο
λιπαρὸς αυτός που λάμπει
λόγος επιχείρημα
λοιδορῶ/λοιδοροῦμαί τινα (μέσ.) επικρίνω, χλευάζω
λωφῶ (-άω) παύομαι, λήγω, κοπάζω

Μ

μακρὰ τείχη τείχη που ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά
μαλακίζομαι δείχνω δειλία, αδυναμία
μαστεύω αναζητώ, ερευνώ
μεθορμίζω μετακινούμαι σε άλλο λιμάνι
μειράκιον νεαρός
μέλλω 1) με απαρ. = σκοπεύω να... 2) αναβάλλω, διστάζω
μέμφομαι κατηγορώ, επικρίνω
μέντοι βέβαια, όμως
μεταβολὴ εμπορική συναλλαγή
μεταγιγνώσκω μετανοώ, αλλάζω γνώμη
μεταστρατοπεδεύομαι μετατοπίζω το στρατόπεδο μου
μέτειμι τὰ ἐπιτήδεια παίρνω και μεταφέρω τα τρόφιμα
μετόν (μέτεστι) έχω το δικαίωμα
μετοπωρινός φθινοπωρινός
μέτωπον· ἐν μετώπῳ (παράταξη) σε μία γραμμή (κατά πλάτος) απέναντι στον εχθρό. Αντίθετο:ἐπὶ κέρας = σε στήλες κάθετες προς τον εχθρό
μισθοῦμαι ξένους στρατολογώ μισθοφόρους
μονόκροτος με μία σειρά κωπηλατών
μύριοι δέκα χιλιάδες, ενώ μυρίοι = άπειροι
μύστης ο μυημένος στα μυστήρια

Ν

ναῦς κενὴ τριήρης χωρίς πλήρωμα
ναῦς πλήρης επανδρωμένη τριήρης
νεοδαμώδης είλωτας που έγινε πολίτης της Σπάρτης
νεώριον ναύσταθμος
νεώτερον ποιῶ/νεωτερίζω αvατpέπω την καθιερωμένη τάξη (συνήθως της πολιτείας)
νίφει χιονίζει, νίφομαι = σκεπάζομαι από χιόνι, αντιμετωπίζω χιονοθύελλα

Ξ

ξυγκαλῶ (-έω) καλώ σε συνέλευση, συγκαλώ
ξυγκρούω ωθώ σε πόλεμο
ξυγχωρῶ (-έω) συμφωνώ, συναινώ, προβαίνω σε συμβιβασμούς
ξυμβαίνω συμφωνώ
ξύμβασις συμφωνία, συνθήκη, συμβιβασμός
ξυμπλέω (συμπλέω) πλέω μαζί, μετέχω σε εκστρατεία
ξυμπροπέμπω συνοδεύω αποστολή
ξυναλλάσσω συμφιλιώνω
ξυνοικία μεγάλη οικία διαιρεμένη σε πολλά διαμερίσματα, όπου μπορούν να μένουν πολλές οικογένειες με ενοίκιο, πολυκατοικία (οἰκία: το μέρος, όπου κατοικεί μια οικογένεια)
ξυνοικίζω (συνοικίζω) κατοικώ κοντά
ξύσκηνος αυτός που μένει στην ίδια σκηνή, ο σύντροφος της ίδιας σκηνής

Ο

οἶδα γνωρίζω
οἰκεία (γῆ) η πατρίδα
οἴκοι στο σπίτι, στην πατρίδα (στάση), οἴκαδε: προς το σπίτι, την πατρίδα (κατεύθυνση), οἴκοθεν: από το σπίτι, την πατρίδα (προέλευση)
οἰμωγὴ κραυγή θρηνητική, θρήνος
οἴομαι νομίζω
οἴχομαι έχω φύγει, σηκώνομαι και φεύγω
ὀλίγοι, οἱ οι ολιγαρχικοί, οι αριστοκρατικοί (αντίθ. ὁ δῆμος, τὸ πλῆθος)
ὀλίγου δεῖν σχεδόν
ὀλκὰς φορτηγό πλοίο
ὀλοφυρμὸς θρήνος
ὅμιλος πλήθος
ὄμνυμι ορκίζομαι
ὁμογνώμων σύμφωνος
ὁμολογῶ (-έω) παραδέχομαι
ὁμονόως ομόφωνα, σύμφωνα
ὁμόσε προς τον ίδιο τόπο, κατεύθυνση
ὅπλα, τὰ το στρατόπεδο
ὄρθρος λίγη ώρα πριν από τα ξημερώματα
ὁρμίζομαι (<ὁρμῶ <ὅρμος) αγκυροβολώ
ὁρμὼ (-έω) έχω αράξει/αγκυροβολήσει
ὅσιος σύμφωνος με το θείο νόμο
οὗ όπου
οὐχ ὅπως... ἀλλ' οὐδὲ... όχι μόνον δεν... αλλά και δεν
ὀψὲ (επίρρ.) αργά, βράδυ

Π

πάθος πάθημα
παιάν (-ᾶνος) 1) χορικό άσμα, ευχαριστήριος ύμνος στον Απόλλωνα για λύτρωση από το κακό, 2)ύμνος, εμβατήριο
πανδημεὶ όλοι μαζί, όλος ο δήμος (λαός)
παντοδαπὸς παντός είδους
παραβλήματα παραπετάσματα από δέρματα ή χοντρά υφάσματα που προστάτευαν τους οπλίτες των πολεμικών πλοίων από εχθρικά βέλη
παραγγέλλω λέω σε κάποιον
παραμυθοῦμαι (-έομαι) παρηγορώ, καθησυχάζω, καταπραΰνω
παράπλους παράκτια ναυσιπλοΐα
παρασκευὴ 1) πολεμική προετοιμασία, 2) επιμελητεία, υπηρεσία εφοδιασμού, 3) στρατιά
παραυτίκα αμέσως
παρέρχομαι 1) περνώ πλησίον, 2) φτάνω
παρωθοῦμαι (-έομαι) παραμερίζομαι
πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοὶ θεοί που προστάτευαν τις οικογένειες του πατέρα και της μητέρας κάποιου Αθηναίου. Τους τιμούσαν στην εστία του σπιτιού
πειρῶμαι προσπαθώ
πελάγιος αυτός που βρίσκεται στο πέλαγος, στα ανοιχτά
πέλτη μικρή ασπίδα
πένης (-ητος) φτωχός
πεντεκαίδεκα πέντε και δέκα, δεκαπέντε
περαίνω τελειώνω, περαίνομαι παίρνω τέλος
περαιοῦμαι μεταβαίνω, φθάνω στον προορισμό μου
περιβόητος διάσημος, φημισμένος
περιδεὴς περίφοβος, τρομοκρατημένος
περιελαύνομαι καταπονούμαι, νικιέμαι
περιέρχομαι / περίειμι περιτριγυρίζω, κυκλοφορώ
περιμάχητος αυτός για τον οποίο γίνεται μάχη, περιζήτητος
περιοικοδομοῦμαι (-έομαι) χτίζομαι, περιτειχίζομαι, περικλείομαι από τείχος
περιορῶ (-άω) παραμελώ, ανέχομαι, αδιαφορώ
περιχέω χύνω ολόγυρα, περιχέομαι: χύνομαι ολόγυρα, περιτριγυρίζω
πηλὸς βόρβορος, λάσπη
πίστις εγγύηση
πίων παχύς
πλάσσω επινοώ
πλέθρον μέτρο μήκους (30 μέτρα περίπου)
πλεονεκτῶ υπερέχω, έχω το πάνω χέρι
πλοῖον εμπορικό πλοίο
πλώιμος κατάλληλος για θαλάσσιο ταξίδι
πνῖγος πνιγηρός καύσωνας
ποιῶ (-έω) 1) κακῶς ποιῶ: βλάπτω, λεηλατώ, 2) περὶ πλείονος ποιοῦμαι: εκτιμώ περισσότερο, θεωρώ σπουδαιότερο, 3) ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα: διώχνω, βγάζω από
πονηρὸς κακός· έτσι συνήθως χαρακτήριζαν οι ολιγαρχικοί έναν άντρα του λαού, χωρίς ευγενική καταγωγή
πολιτεύω είμαι πολίτης (ελεύθερος), πολιτεύομαι (μέσο αμτβ.) = ζω σε ελεύθερη πολιτεία, παίρνω μέρος στη διοίκηση, κυβερνώ
πολυτελὴς πολυδάπανος
πονῶ (-έω) υποφέρω
πορθῶ λεηλατώ
πόρρωθεν από μακριά
πότερον; ποιο από τα δύο
πρεσβεύομαι 1) διαπραγματεύομαι, 2) αποστέλλομαι ως πρεσβευτής
προεῖπον του ρ. προαγορεύω: διακηρύσσω, ειδοποιώ
προενοίκησις παλαιότερη εγκατάσταση σε τόπο
προηγορῶ (-έω) μιλώ εξ ονόματος άλλων
προΐεμαι αφήνω, εγκαταλείπω
προΐσχομαι προφασίζομαι, ισχυρίζομαι
προκαταφεύγω διαφεύγω εκ των προτέρων σε κάποιο μέρος για ασφάλεια
προπετὴς ορμητικός, που έχει την τάση να...
προσαιροῦμαι (-έομαι) εκλέγω επιπλέον
προσβάλλω επιτίθεμαι, κάνω έφοδο, εφορμώ
προσγίγνομαι προστίθεμαι
προσδέομαι χρειάζομαι επιπλέον
προσδέχομαι περιμένω
προσελαύνω πλησιάζω έφιππος
προσήκει ταιριάζει
προσήκοντες, οἱ οι συγγενείς
προσκαθέζομαι πολιορκώ
προσοικῶ (-έω) κατοικώ πλησίον
προσπίπτω επιτίθεμαι, εφορμώ
προστίθεμαί τινι υποστηρίζω κάποιον
προτελῶ πληρώνω φόρο (από πριν)
προφέρω υπερτερώ, υπερέχω
πρύμναν κρούομαι κάνω το πλοίο να οπισθοδρομεί χωρίς να κάνει στροφή, με κίνηση των κουπιών προς την πρύμνη, ώστε να μη φανεί ότι πρόκειται για υποχώρηση
πυνθάνομαι 1) ρωτώ, ζητώ να μάθω, 2) πληροφορούμαι
πώποτε ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος εύκολος
ῥητὸς καθορισμένος
ῥώμη θάρρος, δύναμη
ῥώννυμι δυναμώνω, ενισχύω, επιβεβαιώνω

Σ

σεμνὸς σεβάσμιος, άγιος, ιερός
σιτία, τὰ τρόφιμα
σκεδάννυμι διασκορπίζω
σκεύη, τὰ είναι η στρατιωτική εξάρτυση πλην των όπλων
σκοποῦμαι (-έομαι) εξετάζω
σκυλεύω απογυμνώνω τον σκοτωμένο εχθρό
σπένδομαι συνθηκολογώ, κλείνω ειρήνη
σπονδὴ προσφορά στο θεό, (μέλι, κρασί), σπονδαί: συνθήκη, ανακωχή
σποράς (-άδος), (ὁ, ἡ) διασκορπισμένος, σκόρπιος
στάδιον, τό (πληθ. στάδιοι και στάδια) μονάδα μήκους ίση με 185 μ.
στενοχωρία στενότητα χώρου
στόλος1) ετοιμασία για πόλεμο, εξοπλισμός, 2) αποστολή, εκστρατεία, 3) συνοδεία
στόλος (νεῶν) ναυτική δύναμη
συγγράφω (νόμους) συντάσσω νόμους
συκοφαντία αβάσιμη καταγγελία εναντίον κάποιου, συνήθους πλούσιου, για να ωφεληθεί, συνήθως οικονομικά, ο μηνυτής παίρνοντας μέρος του επιβαλλόμενου προστίμου ή δωροδοκούμενος για να αποσύρει την καταγγελία
συμπαρῄει του ρ. συμπάρειμι: πηγαίνω μαζί
συμπράττω+ δοτ. + απαρ. συνεργώ, βοηθώ κάποιον ώστε να...
συναλλάσσομαι συμφιλιώνομαι
συνέρχομαι/σύνειμι 1) συναντώμαι, 2) συγκρούομαι
σύνοιδα 1) έχω και εγώ γνώση για κάτι, είμαι ενήμερος, 2) σύνοιδά τινι = γνωρίζω τα ίδια με κάποιον, είμαι συνένοχος κάποιου, 3) σύνοιδα ἐμαυτῷ + κατηγ. μετοχή = έχω συναίσθηση, συνείδηση ότι...
συντίθεμαί τινι συμφωνώ με κάποιον
συρράσσω συγκρούομαι
συχνός πολύς
σχολῇ (δοτικοφανές επίρρημα) με βραδύτητα, αργά
σῶμα (δες ελεύθερος) τὰ ἐλεύθερα σώματα: οι ελεύθεροι πολίτες

Τ

τάξις παράταξη
τειχύδριον μικρό οχυρό
τέλη, τὰ οι άρχοντες
τέμνω (τῆς γῆς) κόβω δέντρα
τέως (επίρρ.) 1) μέχρι τότε, 2) προηγουμένως, 3) προ ολίγου
τίθεμαι τὰ ὅπλα 1) στρατοπεδεύω, 2) καταθέτω τα όπλα
τίθημι τὸν πόλεμον διεξάγω πόλεμο
τιμωρία βοήθεια
τιτρώσκω πληγώνω, τραυματίζω
τοι βέβαια
τοιγαροῦν γι' αυτό λοιπόν
τοὔμπαλιν προς τα πίσω/την αφετηρία
τρέπομαί τινα νικώ κάποιον, τον τρέπω σε φυγή
τρόπαιον μνημείο νίκης κατασκευασμένο από τα λάφυρα μάχης στο σημείο που έγινε η τροπή των ηττημένων
τροπὴ ἡ υποχώρηση, φυγή
τυγχάνω τινὸς πετυχαίνω κάτι, αποκτώ κάτι, αντίθ.: ἁμαρτάνω τι

Υ

ὑβρίζω συμπεριφέρομαι αλαζονικά, προσβλητικά
ὕβρις αλαζονική, προσβλητική συμπεριφορά
ὑπάγω τινὰ θανάτου παραπέμπω κάποιον σε δίκη για έγκλημα του οποίου η ποινή ήταν ο θάνατος
ὑπεξανάγομαι ανοίγομαι με προφυλάξεις στο ανοιχτό πέλαγος
ὑπερβολὴ υπεροχή
ὑπισχνοῦμαι (-έομαι) υπόσχομαι
ὑποσημαίνω δίνω το σύνθημα, το παράγγελμα
ὑπόσπονδος προστατευόμενος από συμφωνία
ὑστεραία (ἠμέρα) η επόμενη· πρβλ. ἡ ἐπιοῦσα
ὑφηγοῦμαι υποδεικνύω, καταγγέλλω

Φ

φαιδρὸς χαρούμενος
φείδομαι χρημάτων λυπάμαι, τσιγγουνεύομαι τα χρήματα
φεύγω 1) φεύγω, 2) εξορίζομαι, βρίσκομαι σε εξορία, 3) κατηγορούμαι, διώκομαι δικαστικά
φέρω παράγω
φημὶ ισχυρίζομαι
φρονηματίας που έχει υψηλό φρόνημα
φρονῶ (-έω) μέγα καυχιέμαι
φρυκτωρῶ (-έω) δίνον σήμα με πυρσούς, αναγγέλλω με πυρσούς
φυγαδεύω εξορίζω
φυλακὴ φρουρά, προστασία
φῦλον έθνος, φυλή
φύρομαι ανακατώνομαι

Χ

χαλεπαίνω οργίζομαι, αγανακτώ
χαλεπὸς δύσκολος
χειμών (-ῶνος) κακοκαιρία
χειροτονῶ εγκρίνω με ανάταση του χεριού
χειροῦμαί τινα παίρνω κάποιον στην εξουσία μου, τον υποτάσσω
χρηστήριον χρησμός
χρόνιος μακροχρόνιος
χρῶμαί τινι χρησιμοποιώ κάτι
χωρίον τοποθεσία

Ψ

ψήχω τρίβω, ξυστρίζω τα άλογα
ψιλὸς ελαφρά οπλισμένος
ψόφος θόρυβος

Ω

ὤνιον εμπόρευμα, ψώνιο
ὠνοῦμαι (-έομαι) αγοράζω, ψωνίζω (αόριστος: ἐπριάμην)
ὥστε+απαρ. ώστε να... με τον όρο
ὠφελία βοήθεια