|
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ΒΙΒΛΙΟ 7. Κεφάλαιο 75 |
Μετάφραση Α. Βλάχου |
|
Αρχαίο Κείμενο |
|
Μετάφραση Ε. Λαμπρίδη |
[75.1] Μετά απ’ αυτά, όταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης θεώρησαν ότι είχε συμπληρωθεί η προετοιμασία, άρχισε ο στρατός να φεύγει την τρίτη μέρα μετά την ναυμαχία. |
|
[75.1] Μετὰ δὲ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐδόκει τῷ Νικίᾳ καὶ τῷ Δημοσθένει ἱκανῶς παρεσκευάσθαι, καὶ ἡ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀπὸ τῆς ναυμαχίας ἐγίγνετο. |
|
[75.1] Ύστερ’ απ’ αυτά, όταν θεώρησαν ο Νικίας κι ο Δημοσθένης πως είχαν ετοιμαστεί όσο γινόταν καλύτερα, ξεσηκώθηκε πια κι ο στρατός να φύγει την τρίτη μέρα μετά τη ναυμαχία. |
[75.2] Ήταν τρομερό, από κάθε άποψη, να φεύγουν, αφού έχασαν ολόκληρο τον στόλο τους και, αντί να έχουν μεγάλες ελπίδες, ν’ αντικρίζουν τώρα κίνδυνο για την ίδια τη ζωή τους και για την πολιτεία τους. Εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, ένοιωθε ο καθένας μεγάλη κατάθλιψη για τα όσα έβλεπε και τα όσα σκεπτόταν. |
[75.2] Δεινὸν οὖν ἦν οὐ καθ᾽ ἓν μόνον τῶν πραγμάτων, ὅτι τάς τε ναῦς ἀπολωλεκότες πάσας ἀπεχώρουν καὶ ἀντὶ μεγάλης ἐλπίδος καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ πόλις κινδυνεύοντες, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου ξυνέβαινε τῇ τε ὄψει ἑκάστῳ ἀλγεινὰ καὶ τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι. |
[75.2] Και ήταν φοβερό, όχι από μια μόνον άποψη ή ένα περιστατικό, αλλ’ απ’ όλες τις απόψεις ότι έφευγαν έχοντας χάσει όλα τα καράβια κι ότι αντί για τις μεγάλες τους ελπίδες κιντύνευε τώρα η ίδια τους η ζωή και η ύπαρξη της πολιτείας, αλλά και την ώρα που εγκατέλειπαν το στρατόπεδο τύχαινε στον καθένα να νιώσει βαθύ πόνο γι’ αυτά που έβλεπε κι αυτά που συλλογιόταν. |
[75.3] Καθώς οι νεκροί ήσαν άταφοι, όταν κανείς αναγνώριζε έναν σύντροφο, τον έπιανε μεγάλη λύπη και φόβος και όσοι έμεναν πίσω ζωντανοί, οι τραυματίες και οι άρρωστοι, ήσαν για τους ζωντανούς πολύ πιο αξιολύπητοι, πιο αξιοθρήνητοι από τους σκοτωμένους. |
[75.3] Τῶν τε γὰρ νεκρῶν ἀτάφων ὄντων, ὁπότε τις ἴδοι τινὰ τῶν ἐπιτηδείων κείμενον, ἐς λύπην μετὰ φόβου καθίστατο, καὶ οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῖς πολὺ τῶν τεθνεώτων τοῖς ζῶσι λυπηρότεροι ἦσαν καὶ τῶν ἀπολωλότων ἀθλιώτεροι. |
[75.3] Επειδή δηλαδή είχανε μείνει άθαφτοι κ’ οι σκοτωμένοι, όποτε έβλεπε κανείς συγγενή ή φίλο να κείτεται στο χώμα σπάραζε από λύπηση και φόβο. Κ’ οι ζωντανοί που παρατούσαν, οι λαβωμένοι κ’ οι άρρωστοι προξενούσαν σ’ όσους τους έβλεπαν ακόμα πιο βαθιά θλίψη κι από τους νεκρούς ακόμα, κ’ η όψη τους ήταν πιο αξιοθρήνητη παρά των πεθαμένων. |
[75.4] Ξεσπούσαν σε θρήνους και σε ικεσίες και σκορπούσαν την αγωνία σε όσους έφευγαν και ζητούσαν να τους πάρουν μαζί, φωνάζοντας όσους από τους φίλους ή τους συντρόφους τους έβλεπαν. Αρπάζονταν από τους συσκηνήτες τους, καθώς αυτοί έφευγαν, και σέρνονταν πίσω τους όσο μπορούσαν. Όταν, εξαντλημένοι, δεν είχαν πια θέληση και δυνάμεις, έπεφταν με επικλήσεις στους θεούς και με κλάματα. Σκόρπισε τόσο κλάμα σ’ όλο τον στρατό και τόση αγωνία, που δύσκολα άρχισαν να ξεκινούν παρόλο ότι άφηναν μιαν εχθρική γη και ότι ούτε δάκρυα δεν ήσαν αρκετά για τα όσα είχαν πάθει και τα όσα φοβόνταν ότι θα πάθουν. |
[75.4] Πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν καὶ ὀλοφυρμὸν τραπόμενοι ἐς ἀπορίαν καθίστασαν, ἄγειν τε σφᾶς ἀξιοῦντες καὶ ἕνα ἕκαστον ἐπιβοώμενοι, εἴ τινά πού τις ἴδοι ἢ ἑταίρων ἢ οἰκείων, τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο, εἴ τῳ δὲ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, οὐκ ἄνευ ὀλίγων ἐπιθειασμῶν καὶ οἰμωγῆς ὑπολειπόμενοι, ὥστε δάκρυσι πᾶν τὸ στράτευμα πλησθὲν καὶ ἀπορίᾳ τοιαύτῃ μὴ ῥᾳδίως ἀφορμᾶσθαι, καίπερ ἐκ πολεμίας τε καὶ μείζω ἢ κατὰ δάκρυα τὰ μὲν πεπονθότας ἤδη, τὰ δὲ περὶ τῶν ἐν ἀφανεῖ δεδιότας μὴ πάθωσιν. |
[75.4] Γιατί άπλωναν τα χέρια ικετευτικά και θρηνούσαν, κ’ έφερναν σε μεγάλη στενοχώρια όσους έφευγαν, γιατί ζητούσαν να τους πάρουνε μαζί τους και φώναζαν τον καθένα δυνατά αν έβλεπαν πουθενά δικό ή φίλο κι αρπάζονταν από τους συντρόφους της σκηνής τους σερνάμενοι πίσω τους όσο άντεχαν, κι όταν απόκανε κανενός η δύναμη και το κορμί, έπεφτε πίσω θρηνώντας μ’ επικλήσεις προς τους θεούς και μ’ αναφιλητά, έτσι που γέμισε κλάμα όλος ο στρατός, και βρίσκονταν απρόθυμοι να ξεκινήσουν με τη διάθεση που είχαν, μ’ όλο που έφευγαν από εχτρικά χώματα κ’ είχαν πάθει κιόλας συμφορές περ’ απ’ όσες ξεθυμαίνουνε με τα δάκρυα, και φοβούνταν για τα κρυμμένα μελλούμενα μην πάθουν κι άλλα και χειρότερα. |
[75.5] Είχαν κ’ ένα αίσθημα ντροπής και ενοχής. Δεν παρουσίαζαν άλλο παρά την εικόνα μιας πολιτείας –και μάλιστα μεγάλης– που νικήθηκε σε πολιορκία και πάει να ξεφύγει. Δεν ήσαν λιγότεροι από σαράντα χιλιάδες όσοι άρχισαν την πορεία. Απ’ αυτούς οι περισσότεροι είχαν φορτωθεί ό,τι έκριναν χρήσιμο. Και οι οπλίτες και οι ιππείς, παρά την συνήθεια, εκτός από τα όπλα τους, είχαν φορτωθεί και αυτοί τα τρόφιμά τους, μερικοί από έλλειψη βοηθητικών, άλλοι επειδή δεν τους εμπιστεύονταν. Πολλές αυτομολίες βοηθητικών είχαν σημειωθεί και πριν, αλλά τη στιγμή εκείνη έγιναν πάρα πολλές. Αλλά και τα τρόφιμα που είχαν μαζί τους δεν ήσαν αρκετά, επειδή δεν υπήρχε πια σιτάρι στο στρατόπεδο. |
[75.5] Κατήφειά τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν. Οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἢ πόλει ἐκπεπολιορκημένῃ ἐῴκεσαν ὑποφευγούσῃ, καὶ ταύτῃ οὐ σμικρᾷ· μυριάδες γὰρ τοῦ ξύμπαντος ὄχλου οὐκ ἐλάσσους τεσσάρων ἅμα ἐπορεύοντο. Καὶ τούτων οἵ τε ἄλλοι πάντες ἔφερον ὅτι τις ἐδύνατο ἕκαστος χρήσιμον, καὶ οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππῆς παρὰ τὸ εἰωθὸς αὐτοὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν σιτία ὑπὸ τοῖς ὅπλοις, οἱ μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων, οἱ δὲ ἀπιστίᾳ· ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα. Ἔφερον δὲ οὐδὲ ταῦτα ἱκανά· σῖτος γὰρ οὐκέτι ἦν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. |
[75.5] Και τους είχε πιάσει μελαγχολία και συνάμα κατηγορούσαν τον εαυτό τους. Γιατί δεν έμοιαζαν με τίποτ’ άλλο τόσο πολύ, όσο με ολόκληρη πολιτεία που πάρθηκε με πολιορκία και πάει να ξεφύγει κρυφά· και πολιτεία μάλιστα μεγάλη. Γιατί όσοι βάδιζαν μαζί στην πορεία δεν ήταν λιγότεροι από σαράντα χιλιάδες άντρες· κι απ’ αυτούς, τόσο οι άλλοι κουβαλούσαν ό,τι χρειαζούμενο μπορούσαν, όσο κ’ οι βαριά αρματωμένοι κ’ οι καβαλάρηδες σήκωναν τις προμήθειές τους μόνοι τους, αντίθετα προς τη συνήθεια, άλλοι γιατί δεν είχαν ακολούθους, κι άλλοι γιατί δεν εμπιστεύονταν αυτούς που είχαν· γιατί πολλοί είχαν από καιρό αυτομολήσει προς τον εχτρό, κ’ οι περισσότεροι τώρα τελευταία· αλλά κι όσα κουβαλούσαν δεν ήταν αρκετά, γιατί τρόφιμα δεν υπήρχαν καν στο στρατόπεδο. |
[75.6] Όλη τους η δυστυχία, παρόλον ότι ελαφρωνόταν ίσως από το γεγονός ότι ήταν κοινή για όλους, τους φαινόταν αβάσταχτη. Σκέπτονταν με πόση λαμπρότητα και πόση υπερηφάνεια είχαν αρχίσει, για να καταλήξουν σε τέτοιο αποτέλεσμα και σε τέτοια ταπείνωση. |
[75.6] Καὶ μὴν ἡ ἄλλη αἰκία καὶ ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως τὸ μετὰ πολλῶν κούφισιν, οὐδ᾽ ὣς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι ἐδοξάζετο, ἄλλως τε καὶ ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχήματος τοῦ πρώτου ἐς οἵαν τελευτὴν καὶ ταπεινότητα ἀφῖκτο. |
[75.6] Κι όλη η άλλη τους δυστυχία, και το πως όλων το μερτικό στις συμφορές ήταν το ίδιο, πράμα που έφερνε κάποια ξαλάφρωση, όμως και με τούτο λογαριαζόταν πολύ βαριά, και το περισσότερο καθώς στοχάζονταν από τι μεγαλοπρέπεια και περηφάνεια της αρχής είχανε φτάσει σε τέτοιο τέλος κ’ εξευτελισμό. |
[75.7] Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί σε ελληνικό στρατό τόσο μεγάλη μεταστροφή της τύχης, γιατί ενώ είχαν πάει να υποδουλώσουν άλλους, τώρα έφευγαν με τον φόβο μήπως οι ίδιοι υποδουλωθούν. Ενώ όταν έφευγαν με τα καράβια, τους συνόδευαν ευχές και παιάνες, τώρα γύριζαν με αντίθετου είδους φωνές, πεζοί, αντί να έχουν καράβια, και στηριγμένοι στο βαρύ πεζικό τους, αντί στο ναυτικό. Αλλά ο κίνδυνος που κρεμόταν απάνω τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε η δυστυχία τους τους φαινόταν υποφερτή. |
[75.7] Μέγιστον γὰρ δὴ τὸ διάφορον τοῦτο [τῷ] Ἑλληνικῷ στρατεύματι ἐγένετο, οἷς ἀντὶ μὲν τοῦ ἄλλους δουλωσομένους ἥκειν αὐτοὺς τοῦτο μᾶλλον δεδιότας μὴ πάθωσι ξυνέβη ἀπιέναι, ἀντὶ δ᾽ εὐχῆς τε καὶ παιάνων, μεθ᾽ ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι, πεζούς τε ἀντὶ ναυβατῶν πορευομένους καὶ ὁπλιτικῷ προσέχοντας μᾶλλον ἢ ναυτικῷ. Ὅμως δὲ ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου πάντα ταῦτα αὐτοῖς οἰστὰ ἐφαίνετο. |
[75.7] Γιατί τούτη ήταν η μεγαλύτερη μετατροπή στην κατάστασή τους, που έτυχε ποτέ σ’ Ελληνικό στρατό: αντί να γυρίζουν έχοντας υποτάξει άλλους, κατάντησε τώρα να φοβούνται μην το πάθουν οι ίδιοι, ακριβώς αυτό, κι αντί για τις ευχές και τα πολεμικά τραγούδια που συνόδευαν τότε το ξεκίνημά τους, ξανάφευγαν μέσα στην τέλεια αντίθετη χλαλοή. Στοχάζονταν συνάμα πως πορεύονταν τώρα πεζή αντί ανεβασμένοι στα καράβια και πως στήριζαν τα θάρρη τους στο βαρύ πεζικό αντί για το ναυτικό. Μ’ ολ’ αυτά, σχετικά με το βάρος του κιντύνου που κρεμόταν ακόμα πάνωθέ τους, και τούτα ακόμα τους φαίνονταν υποφερτά. |
|
|