Άνθρωποι εφήμεροι

Όμηρος, Οδύσσεια σ 130-136

Δεν τρέφει η γη απ' τον άνθρωπο αδυνατότερο άλλο,
απ' όσα απάνω περπατούν στην πλάση κι ανασαίνουν.
Θαρρώ πως στη ζωή κακό ποτέ δε θα τον λάχει,
όσο που να 'χει ανάκαρα και του βαστούν τα πόδια.
Μα σαν του δώσουν οι θεοί κακά στερνά και μαύρα,
άθελα τα βαστά κι αυτά μ' υπομονή η καρδιά του.
Γιατί ταιριάζει των θνητών η σκέψη με τη μέρα
καθώς τη στέλνει των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας.






135

{πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Ζ. Σίδερης, ΟΕΔΒ, 1965]

 

από τον άνθρωπο δεν τρέφει η γη τίποτε πιο ασθενικό,
ό,τι σαλεύει κι αναπνέει πάνω της.
Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί του δίνουν προκοπή κι αισθάνεται να τον
κρατούν τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας,
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ' αυτλη τη γη, ανάλογα του πως, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του
ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.

135

[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, ΙΝΣ, 2006]

 

 

Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο αδύναμο δεν είναι
άλλο στη γης, απ΄ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν
όσο μαθές βαστούν τα πόδια του και προκοπή του δίνουν
οι αθάνατοι, κακές αργότερα δε βάζει ο νους του μέρες.
Μα κι όντας οι θεοί οι τρισεύτυχοι τον ρίξουν σε τυράννια,
και τούτα τα βαστά, με υπομονή καρδιά, κι αθέλητά του.
Κατά που αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αυτή τα φρένα.



135

[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή, 1938]

 

Μίνμερμος, ἡμεῖς δ', οἷά τε φύλλα , D2, 2W

 

Όμοιοι κ' εμείς μ' όσα γεννά φύλλα η πολυανθισμένη
Άνοιξη, όταν αυξάνουνε με τις αχτίδες του ήλιου,
Λίγον καιρό χαιρόμαστε τα λούλουδα της νιότης,
Xωρίς να ξέρουμε απ' τους θεούς καλό ή κακό· κι οι Mοίρες
Oι μαύρες στέκουν δίπλα μας τα τέλη η μια κρατώντας
Tων πικραμένων γηρατιών, και του θανάτου η άλλη·
Mα και της νιότης ο καρπός λιγόωρος είναι τόσο
Όσο το φως του ο ήλιος στη γη σκορπίζει κάθε μέρα.
Όμως κι αυτό το σύνορο της νιότης σαν περάσεις,
Kαλύτερος ο θάνατος αμέσως παρά η ζήση.
Γιατί βάσαν' αμέτρητα μες στην ψυχή γεννιούνται·
Aλλουνού χάνεται το βιος κι αλύπητες πλακώνουν
Tης φτώχιας οι τυράγνησες· και πάλι άλλος δεν έχει
Παιδιά, κι ενώ επάνω στη γη πιότερο αυτά ποθούσε,
Πεθαίνει με τον πόθο τους· και καρδιολυώτρα αρρώστια
Άλλον παιδεύει· κι άνθρωπος κανένας δεν υπάρχει,
Που συφορές αμέτρητες να μη του δίνει ο Δίας.

 

μτφ. Η. Βουτιερίδης

 

Kι εμείς, όπως τα φύλλα που θάλλει ο πολύανθος καιρός
της άνοιξης, όταν αμέσως με τις λάμψεις του ήλιου μεγαλώσουν,
μ' αυτά όμοιοι έναν πήχη χρόνο με τα άνθη της νεότητας
χαιρόμαστε, απ' τους θεούς μη ξέροντας ούτε κακό
ούτε καλό· αλλά οι Mοίρες στέκονται δίπλα μας μαύρες,
κι η μια κρατάει το τέλος των πονεμένων γερατιών,
η άλλη του θανάτου· λίγο μένει της νεότητας
ο καρπός, όσο σκορπάει στη γη ο ήλιος.
Όταν περάσει αυτό το τέλος του καιρού σου,
αμέσως καλύτερα να πεθάνεις, παρά η ζωή.
………………………………………….

μτφ. Σ. Σκαρτσής [στ. 1-10]

[πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]

Σιμωνίδης, ἄνθρωπος ἐὼν... (6D, 355P)

Eίσαι άνθρωπος, και γι' αυτό ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο
να συμβεί, μήτε να προβλέψεις, σαν δεις κανέναν να ευτυχεί,
πόσον καιρό θα κρατήσει αυτό. Γιατί τόσο γοργό σαν την
αλλαγή της μοίρας δεν είναι ούτε το φτερούγισμα
της μακρόπτερης μύγας.

μτφ. Ι. Ν. Καζάζης

Άνθρωπος όντας μην ειπείς ποτέ σου το τι αύριο
Γίνεται, μήτε κι αν ιδείς ευτυχισμένον άντρα
Να ειπείς πόσον καιρό θενά 'ναι τέτοιος.
Γιατί το άλλαγμα γλήγορο τόσο δεν είναι μήτε
Tης μύγας της γοργοπετούσας.

μτφ. Η. Βουτιερίδης

[πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]

ἀνθρώπων ὀλίγον (9D, 354P)

Tων ανθρώπων λιγοστή η δύναμη κι άκαρπο ό,τι
φροντίζουν πιο πολύ· στη σύντομη ζωή τους η μια
στεναχώρια ακολουθεί την άλλη. Aναπόδραστος ο
θάνατος ζυγιάζεται από πάνω τους χωρίς διάκριση·
ευγενείς και ταπεινοί, όλοι έχουν μπροστά τους
την ίδια μοίρα.

μτφ. Ι. Ν. Καζάζης

Λιγοστή των ανθρώπων η δύναμη
Kι ανωφέλετες είναι οι φροντίδες τους·
Mες στη λίγη ζωή λύπη πάνω στη λύπη.
Kι ο ανεξέφευγος θάνατος κρέμεται
Πάνω σ' όλους παρόμοια· τι επήρανε
Kι οι καλοί κι οι κακοί μερίδιο ίσο από κείνον.

μτφ. Η. Βουτιερίδης

[πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]

info