Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Z Ζήτα

ζενίθ (το)

(Ουσιαστικό, άκλ.)

(ζε-νίθ)
[λόγ. < γαλλ. zenith]

1. το νοητό σημείο του ουρανού που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του παρατηρητή: Ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ της διαδρομής του.
2. (μτφ.) το ανώτατο σημείο μιας εξέλιξης, το μεσουράνημα: Τον 5ο π.Χ . αιώνα ο πολιτισμός της Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ της ακμής του

Αντίθ.: ναδίρ (1, 2)
Συνών.: αποκορύφωμα (2)

ζεστός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ζε-στός)
[ελνστ. ζεστὸς <αρχ. ζέω (= βράζω)]

1. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία: Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους.
2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα:Είναι ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα.

Αντίθ.: κρύος, δροσερός, παγωμένος (1), ψυχρός (2)
Συνών.: θερμός (1, 2)
Προσδιοριζ.: άνθρωπος, ατμόσφαιρα (2)
Φράσεις:Ζεστό χρήμα (= το χρήμα που παίρνει κανείς αμέσως και χωρίς κρατήσεις) Παίρνω κάτι στα ζεστά (= ασχολούμαι με μεγάλη όρεξη)

ζήλια (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ζή-λια, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. - )
[µεσν. ζήλια <ζηλῶ ]

το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος για κάτι που έχουν οι άλλοι και στερείται ο ίδιος:Τον τρώει συνέχεια η ζήλια για την προκοπή του γείτονά του. Συνών.: φθόνος, ζηλοτυπία, ζηλοφθονία
Σύνθ.: ζηλοφθονώ
Οικογ. Λέξ.: ζηλεύω, ζηλευτός, ζηλευτά (επίρρ.), ζηλιάρης
Προσδιορ.: ακατανόητη, ανυπόφορη

ζημιώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. ζη-μι-ώ-νω, αόρ. ζημίωσα, παθ. αόρ. ζημιώθηκα, παθ. μτχ. ζημιωμένος)
[µεσν. ζηµιώνω <αρχ. ζηµιῶ ]

(μτβ.) προκαλώ σε κάποιον κυρίως οικονομική βλάβη:Τα υπερβολικά έξοδα ζημίωσαν την επιχείρηση.

Αντίθ.: κερδίζω
Συνών.: βλάπτω
Σύνθ.: αποζημιώνω
Οικογ. Λέξ.: ζημιά

ζητώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. ζη-τώ, αόρ. ζήτησα, παθ. αόρ. ζητήθηκα)
[αρχ. ζητῶ ]

1. (μτβ.) ψάχνω να βρω κάτι, γυρεύω: Ζητούσε να βρει τη διεύθυνση κατοικίας που διέμενε ο φίλος του.
2. (μτβ.) απαιτώ, έχω την αξίωση να πάρω κάτι από κάποιον: Ζητώ να μου δώσεις αυτά που μου οφείλεις.

Συνών.: αναζητώ (1)
Σύνθ.: αναζητώ, επιζητώ, αποζητώ, συζητώ
Οικογ. Λέξ.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιάνος
Φράσεις: Ζητώ το χέρι (= ζητώ να παντρευτώ κάποια) Το ζητούμενο (= το αντικείμενο έρευνας)

ζυγίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. ζυ-γί-ζω, αόρ. ζύγισα, παθ. αόρ. ζυγίστηκα, παθ. μτχ. ζυγισμένος)
[µεσν. ζυγίζω <αρχ. ζυγὸς]

1. (μτβ.) βρίσκω με τη ζυγαριά το βάρος ενός αντικειμένου: Περιμένω να ζυγίσω τα μήλα που αγόρασα.
2. (μτβ.) (μτφ.) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία κάποιου:
Τον ζύγισα καλά και κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ ικανός άνθρωπος.
3. (αμτβ.) είμαι υπολογίσιμος:
Τα λόγια του ζύγισαν πολύ στην τελική απόφαση.

Συνών.: ζυγιάζω (1), κρίνω (2), βαραίνω, επηρεάζω (3)
Σύνθ.: καλοζυγίζω, ισοζυγίζω
Οικογ. Λέξ.: ζύγιση, ζύγισμα, ζυγιστικά (τα)

ζωή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(ζω-ή)
[αρχ. ζωὴ < ζῶ ]

1. το σύνολο των λειτουργιών, όπως η αναπνοή, η αναπαραγωγή, η θρέψη κ.ά., που διαφοροποιούν τα έμβια όντα (ανθρώπους, ζώα, φυτά) από τα άψυχα αντικείμενα:
Η αναπνοή δείχνει ότι ένας οργανισμός βρίσκεται στη ζωή.
2. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού:Πέρασε όλη του τη ζωή με πολλές στερήσεις.
3. η ζωντάνια, η ενεργητικότητα:Οι νέοι άνθρωποι είναι γεμάτοι ζωή και ανησυχίες.
4. ο τρόπος και οι συνθήκες που ζει κάποιος: Η καθιστική ζωή κάνει κακό στην υγεία.

Αντίθ.: θάνατος
Συνών.: βίος (2), ζωτικότητα (3)
Σύνθ.: ζωογόνος, ζωοδότης, μακροζωία
Οικογ. Λέξ.: ζωηρός, ζωηράδα, ζωηρότητα, ζωηρεύω
Προσδιορ.: ειρηνική, ελεύθερη, κοινωνική, κοσμική, νομαδική, οικογενειακή, πνευματική, πολιτική, σχολική (4)
Φράσεις:Ζωή σε λόγου σας / σε σας (= συλλυπητήρια ευχή σε συγγενείς νεκρού) Ζωή και κότα (= ξένοιαστη ζωή)Ζωή χαρισάμενη (= ευτυχισμένη ζωή) Κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο /πατίνι (= ταλαιπωρώ, βασανίζω)

ζωηρός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ζω-η-ρός)
[µεσν. ζωηρὸς <ζωὴ ]

1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ζωντάνια, ο δραστήριος, ο ενεργητικός, ο ανήσυχος:
Πρόκειται για ένα ζωηρό και δραστήριο άτομο.
2. (μτφ.) (για πράγματα) έντονος: Φοράει μια μπλούζα με ζωηρά χρώματα.

Αντίθ.: ήσυχος, φρόνιμος, πειθαρχημένος (1)
Συνών.: απειθάρχητος,ανυπάκουος (1)
Σύνθ.: ζωηρόχρωμος
Οικογ. Λέξ.: ζωή, ζωηρότητα, ζωηράδα, ζωηρεύω
Προσδιοριζ: παιδί (1), ενδιαφέρον, χρώμα (2)

Εικόνα