βαδίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. βα-δί-ζω, αόρ. βάδισα)
[λόγ. < αρχ. βαδίζω< βάδην < βαίνω] |
1. (αμτβ.) πηγαίνω με τα πόδια, περπατώ: ►Οι δυο φίλοι βάδιζαν για πολλή ώρα σιωπηλοί.
2. (αμτβ.) (μτφ.) κατευθύνομαι: ►Βαδίζει σταθερά προς την επιτυχία. |
Συνών.: βηματίζω (1), οδεύω (2)
Σύνθ.: συμβαδίζω
Οικογ. Λέξ.: βάδισμα, βαδιστής, βάδην (το) |
βαθμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(βαθ-μός)
[λόγ. < αρχ. βαθµὸς (= σκαλοπάτι) < βαίνω] |
1. μέτρο που δείχνει την επίδοση ή την ικανότητα κάποιου: ►Τελείωσε το Λύκειο με πολύ καλούς βαθμούς.
2. η σειρά που κατέχει κάποιος σε μια ιεραρχία:►Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη.
3. συγγενική σχέση:►Πατέρας και γιος είναι μεταξύ τους συγγενείς πρώτου βαθμού.
4. μονάδα μέτρησης για διάφορα μεγέθη: ► Η θερμοκρασία έφτασε στους είκοσι βαθμούς Κελσίου.
5. (γραμμ.) οι τρεις μορφές των επιθέτων και των επιρρημάτων (παραθετικά):
►Εκτός από το θετικό έχουμε το συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό ενός επιθέτου. |
Συνών.: μέτρο (1), βαθμίδα, θέση, αξίωμα (2)
Σύνθ.: βαθμολογώ, βαθμολογία, βαθμολόγιο, βαθμολογητής, βαθμολόγηση, βαθμοθηρία, βαθμοφόρος, ισόβαθμος, χαμηλόβαθμος, υψηλόβαθμος
Οικογ. Λέξ.: βαθμίδα, βαθμιαίος, βαθμιαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: θετικός (1, 5), κατώτατος, ανώτερος, χαμηλός (1, 2, 4)
Φράσεις: ►Ως ένα βαθμό(= μέχρις ενός σημείου) |
βάρος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(βά-ρος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[λόγ. < αρχ. βάρος] |
1. (φυσ.) η φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα σώματα να πέφτουν από πάνω προς τα κάτω, όταν αφήνονται ελεύθερα ή να πιέζουν άλλα που βρίσκονται κάτω απ’ αυτά: ►Από το βάρος του χιονιού κατέρρευσε η στέγη του σπιτιού μας.
2. ο αριθμός που μας δείχνει πόσο ζυγίζει ένα σώμα: ►Το βάρος του μωρού είναι τρία κιλά.
3. (μτφ.) κύρος, επιρροή: ► Τα λόγια του έχουν πάντα ιδιαίτερο βάρος. |
Σύνθ.: βαρόμετρο, απόβαρο, αντίβαρο, ισόβαρος
Οικογ. Λέξ.: βαραίνω, βαρίδι, βαρύτητα, βαριά (επίρρ.)
Προσδιορ.: αβάσταχτο,ασήκωτο, καθαρό, μεικτό (2)
Φράσεις: ►Πήρα βάρος (= πάχυνα) ►Άρση βαρών (= το άθλημα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη) ►Ρίχνω το βάρος σε κάτι (=αποδίδω σημασία) |
βάση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(βά-ση, γεν. -ης,-εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. βάσις (= στήριγµα) < βαίνω] |
1. θεμέλιο, βάθρο: ►Η πολυκατοικία που μένουμε έχει γερές βάσεις.
2. το κάτω μέρος ενός σώματος ή σχήματος: ►Η βάση του τριγώνου είναι δέκα εκατοστά. |
Αντίθ.: κορυφή (2)
Συνών.: υποστήριγμα,υπόβαθρο, υποδομή (1)
Σύνθ.: ανάβαση, κατάβαση, διάβαση, παράβαση, έκβαση, απόβαση, υπέρβαση, πρόσβαση, σύμβαση
Οικογ. Λέξ.: βασίζομαι, βασικός, βασικά (επίρρ.), βάσιμος
Προσδιορ.: γερή, στέρεα (1, 2)
Φράσεις: ►Δίνω βάση (=προσέχω,εμπιστεύομαι) ►Έπιασε τη βάση (= ο μικρότερος βαθμός επιτυχίας) ►Βάση δεδομένων (=οργανωμένη συλλογή πληροφοριών) |
βελτιώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. βελ-τι-ώ-νω, αόρ. βελτίωσα, παθ. αόρ. βελτιώθηκα, παθ. μτχ. βελτιωμένος)
[λόγ. βελτιώνω <αρχ. βελτιῶ < βελτίων (= καλύτερος)] |
(μτβ.) κάνω κάτι καλύτερο απ’ ό,τι είναι, καλυτερεύω: ►Οι μαθητές βελτίωσαν τη βαθμολογία τους. |
Αντίθ.: χειροτερεύω, επιδεινώνω
Συνών: αναβαθμίζω
Οικογ. Λέξ.: βελτίωση, βελτιώσιμος, βελτιωτικός |
βήμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(βή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων)
[αρχ. βῆµα < βαίνω (= προχωρώ)] |
1. η μετακίνηση του ενός ποδιού σε σχέση με το άλλο στο περπάτημα ή το χορό: ►Έκανε τρία βήματα μπροστά.
2. ο ιδιαίτερος τρόπος που περπατάει κάποιος: ►Τον γνωρίζω από το βαρύ του βήμα.
3. η μικρή απόσταση: ►Το σχολείο απέχει μόνο δυο βήματα από το σπίτι του.
4. το βάθρο απ’ όπου εκφωνούνται ομιλίες: ►Ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα, για να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας. |
Συνών.: βηματισμός, βάδισμα, περπατησιά (2), δρασκελιά (3), έδρα (4)
Σύνθ.: βηματοδότης
Οικογ. Λέξ.: βηματίζω, βηματισμός
Προσδιορ.: μετέωρο, διστακτικό, αποφασιστικό (1), γοργό, ρυθμικό (1, 2)
Φράσεις: ►Ακολουθώ κατά βήμα (= μιμούμαι πιστά) ►Βήμα-βήμα (= σιγά-σιγά) ►Το πρώτο βήμα (= η πρώτη προσπάθεια) |
βίος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(βί-ος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
Προσοχή!
►βίος (ο) = η ζωή
►βιος (το) = η περιουσία
[λόγ. < αρχ. βίος] |
η ζωή, η διάρκεια της ζωής, η βιογραφία: ►Ο βίος του υπήρξε πολυτάραχος. ►Ο βίος πολλών συγγραφέων είναι ευρύτερα γνωστός. |
Σύνθ.: βιολογία, βιομηχανία, βιοπάλη, βιοτέχνης, έμβιος, υδρόβιος
Οικογ. Λέξ.: βιώνω, βίωμα, βιώσιμος
Φράσεις: ►Δια βίου (= σε ολόκληρη τη ζωή) ►Βίος και πολιτεία (= για κάποιον που έχει μια ταλαιπωρημένη ή περιπετειώδη ζωή) |
βοριάς (ο)
(Ουσιαστικό, Ο4)
(βο-ριάς, γεν. -ιά πληθ. -ιάδες)
Προσοχή!
►βοριάς (ο) = ο άνεμος
►βορράς (ο) = το αντίστοιχο σημείο του ορίζοντα
[µεσν. βοριὰς < αρχ. βορέας] |
κρύος άνεμος που φυσάει από το βορρά προς το νότο: ►Τα πλοία έμειναν δεμένα στο λιμάνι, επειδή φυσούσαν δυνατοί βοριάδες. |
Αντίθ: νοτιάς
Συνών: τραμουντάνα
Οικογ. Λέξ.: βορράς, βορινός
Προσδιορ.: κρύος, παγωμένος, άγριος, τρελός |
βουλευτής (ο)
(Ουσιαστικό, Ο6)
(βου-λευ-τής, γεν. -ή, πληθ. -ές)
[αρχ. βουλευτὴς <βουλεύω < βουλὴ] |
εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στη Βουλή: ►Είναι εκλεγμένος βουλευτής για δεύτερη θητεία στο ελληνικό Κοινοβούλιο. |
Συνών: κοινοβουλευτικός, μέλος του κοινοβουλίου
Σύνθ: ευρωβουλευτής
Οικογ. Λέξ.: βουλή, βουλευτικός |
βράδυ (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(βρά-δυ, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών)
[µεσν. βράδυ < αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδὺς] |
το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου μέχρι τα μεσάνυχτα και κατ’ επέκταση το διάστημα της νύχτας: ►Κάθε βράδυ πηγαίναμε περίπατο στη λίμνη. |
Συνών.: βραδιά
Σύνθ.: βραδυπορώ, βραδυπορία, βραδυκίνητος
Οικογ. Λέξ.: βραδιά, βραδιάζω, βραδινός
Προσδιορ.: αξέχαστο, φθινοπωρινό, φεγγαρόλουστο |
βρίσκω
(Ρήμα)
(ενεστ. βρί-σκω, αόρ. βρήκα, παθ. αόρ. βρέθηκα)
[µεσν. βρίσκω <αρχ. εὑρίσκω] |
1. (μτβ.) ανακαλύπτω κάποιον ή κάτι που αναζητώ: ►Βρήκε το φάρμακο μιας σπάνιας αρρώστιας.
►Βρήκα πού είναι στο χάρτη η Λήμνος.
2. (μτβ.) συναντώ, ανταμώνω:
►Βρήκα τους φίλους μου και πήγαμε βόλτα.
3. (μτβ.) νομίζω, θεωρώ: ►Βρίσκω ότι τα λόγια σου είναι σωστά.
4. (μτβ.) κατέχω κάτι από κληρονομιά: ►Βρήκε μεγάλη περιουσία από τους γονείς του. |
Αντίθ.: χάνω (1)
Σύνθ.: ξαναβρίσκω
Οικογ. Λέξ.: εύρεση
Φράσεις: ►Απ’ το Θεό να το ‘βρεις (= ως ευχή ή κατάρα) ►Βρήκε τον μπελά του (= για μεγάλο πρόβλημα)
►Βρήκε το μάστορά του /το δάσκαλό του (= κάποιον πιο ικανό απ’ αυτόν) ►Τα βρήκαν (= συμφώνησαν) ►Βρίσκω άκρη (= λύνω ένα πρόβλημα) |
βρόμικος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(βρό-μι-κος)
[< βρόµα < αρχ. βροµῶ (= θορυβώ)] |
1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο λερωμένος:
►Τα ρούχα του ήταν βρόμικα από το παιχνίδι στα χώματα.
2. (μτφ.) ανήθικος, ανέντιμος, αισχρός: ►Δεν μπορείς να πεις ότι είναι ένας βρόμικος άνθρωπος, αλλά μερικές φορές σε απογοητεύει με αυτά που κάνει. |
Αντίθ.: καθαρός (1, 2), τίμιος (2)
Συνών.: ακάθαρτος (1), ανέντιμος, φαύλος (2)
Οικογ. Λέξ.: βρομιά, βρομερός, βρομίζω
Προσδιοριζ: βρομιά, βρομερός, βρομίζω
Φράσεις: ►Βρόμικο χρήμα (= που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες) |
|