Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
 φαγητό  φωτοτυπώ

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Φφ

eikona642

 

 

φαγητό [το] ουσιαστικό (φαγητά) 

check1 Όταν πεινάς, τρως φαγητό. Φαγητό είναι η τροφή που τρως, συνήθως μαγειρεμένη, για να μεγαλώσεις και να έχεις καλή υγεία. Τα μακαρόνια, οι φακές, οι μπριζόλες και τα ψάρια είναι φαγητά

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει πολύ νόστιμα φαγητά.  circle1 φαΐ 
check2 Η θεία Κατερίνα θα πάει για φαγητό με το θείο Σταμάτη. Θα πάρουν το γεύμα τους σ' ένα εστιατόριο.  circle1 γεύμα  romvos τρώω, φαγώσιμος  music φα-γη-τό

 

 

φαγούρα [η] ουσιαστικό (φαγούρες) 

check1 Όταν έχεις φαγούρα, ξύνεις το δέρμα σου σ' ένα σημείο.  pen1 Ένα κουνούπι τσίμπησε τον Κώστα στο χέρι και τώρα έχει φαγούρα.  music φα-γού-ρα

 

 

φαγώσιμο [το] ουσιαστικό (φαγώσιμα) velos φαγώσιμος

 

 

φαγώσιμος, φαγώσιμη, φαγώσιμο επίθετο (φαγώσιμοι, φαγώσιμες, φαγώσιμα) 

check1 Φαγώσιμο λέμε καθετί που μπορούμε να φάμε.  pen1 Το αμύγδαλο τρώγεται, είναι φαγώσιμος καρπός.  romvos (σαν ουσιαστικό) O Κώστας και οι φίλοι του πήραν μαζί τους αρκετά φαγώσιμα για την εκδρομή.  circle1 τρόφιμα, φαγητά  music φα-γώ-σι-μος

 

 

φαίνομαι ρήμα (φάνηκα, θα φανώ) 

check1 Όταν κάτι φαίνεται, οι άλλοι μπορούν να το δουν.

pen1 Από το σπίτι της Αθηνάς φαίνεται η πλατεία της γειτονιάς.  
check2 O κύριος Μιχάλης φαίνεται κακός αλλά κατά βάθος είναι ευαίσθητος άνθρωπος.   check2 «Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα να πάω για ύπνο» είπε ο κύριος Γιάννης.

circle1 νομίζω romvos φαινόμενο  music φαί-νο-μαι

 

 

φαινόμενο [το] ουσιαστικό (φαινόμενα) 

check1 Φαινόμενο είναι καθετί που το καταλαβαίνεις με τις αισθήσεις σου.

pen1 Το ουράνιο τόξο είναι ένα φυσικό φαινόμενο.  music φαι-νό-με-νο

 

 

φάκα [η] ουσιαστικό (φάκες) 

check1 Η φάκα είναι μία παγίδα για ποντίκια.  circle1 ποντικοπαγίδα  music φά-κα

 

 

φάκελος [ο] ουσιαστικό (φάκελοι)  

eikona643

check1 Μέσα σε φάκελο βάζουμε τα γράμματα ή τις κάρτες που στέλνουμε με το ταχυδρομείο. Πάνω στο φάκελο γράφουμε τ' όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη αλλά και τ' όνομα και τη διεύθυνσή μας.  music φά-κε-λος

 

 

φακή [η] ουσιαστικό (φακές) 

check1 Η φακή είναι ένα όσπριο. Το φυτό της φακής δίνει μικρούς στρογγυλούς καφέ καρπούς που τους μαγειρεύουμε και φτιάχνουμε μ' αυτούς σούπα.  music φα-κή

 

 

φακίδα [η] ουσιαστικό (φακίδες) 

check1φακίδες είναι μικρά ροζ ή καφέ σημαδάκια που έχουμε στα μάγουλα και τη μύτη.  music φα-κί-δα

 

 

φακός [ο] ουσιαστικό (φακοί) 

eikona644

check1 Με το φακό ρίχνουμε φως, όταν είναι σκοτεινά και θέλουμε να δούμε κάτι.
check2 Η θεία Κατερίνα φοράει φακούς επαφής, επειδή τα γυαλιά την κουράζουν.  
check2 Με το μεγεθυντικό φακό, μπορείς να δεις έναν κόκκο σκόνης. Τον μεγαλώνεις για να τον δεις καλύτερα.  music φα-κός  

Oι κλέφτες του κυρίου Δημήτρη
κρατούσαν φακό για να βλέπουν.

 

 

φάλαινα [η] ουσιαστικό (φάλαινες)  

eikona645

check1 Η φάλαινα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στους ωκεανούς. 

music φά-λαι-να

 

 

φαλάκρα [η] ουσιαστικό (φαλάκρες) 

eikona646

check1 Όταν κάποιος έχει φαλάκρα, δεν έχει μαλλιά σ' ένα σημείο του κεφαλιού του ή σε όλο το κεφάλι του.  romvos Είναι φαλακρός. 

music φα-λά-κρα

 

 

φαλακρός, φαλακρή, φαλακρό επίθετο (φαλακροί, φαλακρές, φαλακρά) velos φαλάκρα

 

 

φάλτσος, φάλτση/φάλτσα, φάλτσο επίθετο (φάλτσοι, φάλτσες, φάλτσα) 

check1 Φάλτσο λέμε κάποιον που δεν τραγουδάει καλά.  music φάλ-τσος

 

 

φανάρι [το] ουσιαστικό (φανάρια) 

check1 Τα φανάρια ρυθμίζουν την κίνηση των αυτοκινήτων και των πεζών στο δρόμο.

check2«Τα μπροστινά φανάρια του αυτοκινήτου φωτίζουν το δρόμο τη νύχτα» εξήγησε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα.  circle1 φως  

check2 «Είναι φως φανάρι πως δεν έχεις διαβάσει σήμερα» είπε η δασκάλα στον Κώστα. Είναι ολοφάνερο.  music φα-νά-ρι  pen2 'η πόλη'

 

 

φανέλα [η] ουσιαστικό (φανέλες) 

check1 Η φανέλα είναι ένα εσώρουχο που φοράμε στο πάνω μέρος του σώματός μας.

check2 Φανέλα λέμε και τη μπλούζα που φορούν οι αθλητές.  romvos φανελάκι

music φα-νέ-λα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

φανελάκι [το] ουσιαστικό (φανελάκια) velos φανέλα

 

 

φανερός, φανερή, φανερό επίθετο (φανεροί, φανερές, φανερά) 

check1 Όταν κάποιος είναι φανερός, μπορούν να τον δουν όλοι οι άλλοι.

pen1 Το ταμείο του κυρίου Δημήτρη ήταν φανερός στόχος. Oι κλέφτες το είδαν απέξω κι έτρεξαν να το αδειάσουν.  circle2 κρυφός

romvos O κύριος Δημήτρης ήταν φανερά λυπημένος από τη ληστεία του μαγαζιού του. Όλοι μπορούσαν να το καταλάβουν. Η ακαταστασία στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη φανέρωνε ότι είχαν μπει ληστές.  circle1 δείχνω  music φα-νε-ρός

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

– Είμαι το όνομα ενός ρούχου. Αν  βγάλεις τα τρία πρώτα γράμματα,  σου φωνάζω να έρθεις. Ποια λέξη  είμαι; ...............................................

 

 

φανερώνω, φανερώνομαι ρήμα (φανέρωσα, θα φανερώσω) velos φανερός

 

 

φαντάζομαι ρήμα (φαντάστηκα, θα φανταστώ) velos φαντασία

 

 

φαντασία [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν έχεις φαντασία, μπορείς να δημιουργήσεις με το μυαλό σου μία ιστορία χρησιμοποιώντας ψεύτικα ή μυθικά στοιχεία.  pen1 Η Αθηνά έφτιαξε με τη φαντασία της μία ιστορία για ένα ταξίδι στον Άρη.  romvos Όλα όσα έγραψε τα φαντάστηκε. Τα φαντάσματα είναι πλάσματα της φαντασίας μας. φανταστικός  music φα-ντα-σί-α

 

 

φάντασμα [το] ουσιαστικό (φαντάσματα) velos φαντασία

eikona647

 

 

 

 

 

φανταστικός, φανταστική, φανταστικό επίθετο (φανταστικοί, φανταστικές, φανταστικά)  

check1 Ένα φανταστικό πρόσωπο υπάρχει μόνο στη φαντασία κι όχι στην πραγματικότητα.  pen1 O Νίκος διηγείται φανταστικές ιστορίες που τις βγάζει από το μυαλό του.  circle2 αληθινός, πραγματικός  
check2 Λέμε ότι κάτι είναι φανταστικό, όταν είναι πάρα πολύ καλό.  

pen1 «Το παγωτό που έφτιαξες είναι φανταστικό, μαμά» είπε η Αθηνά.  

romvos φαντασία  music φα-ντα-στι-κός

 

 

φανταχτερός, φανταχτερή, φανταχτερό επίθετο (φανταχτεροί, φανταχτερές, φανταχτερά) 

check1 Ένα φανταχτερό ρούχο προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση. 

pen1 Oι πεταλούδες έχουν φανταχτερά χρώματα στα φτερά τους.

circle1 εντυπωσιακός  romvos φαντάζω  music φα-ντα-χτε-ρός

 

 

φαξ [το] ουσιαστικό  

check1 Το φαξ είναι μία συσκευή που μοιάζει με τηλέφωνο. Με το φαξ μπορούμε να στείλουμε ένα κείμενο σε κάποιον άλλο με τη βοήθεια της τηλεφωνικής μας γραμμής. Φαξ λέμε και το κείμενο που μας έχουν στείλει με φαξmusic φαξ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

φάπα [η] ουσιαστικό (φάπες)  

check1 Όταν ρίχνεις φάπα σε κάποιον, τον χτυπάς με το χέρι στο κεφάλι ή στο σβέρκο του.  circle1 καρπαζιά, σφαλιάρα  music φά-πα

 

 

φαράγγι [το] ουσιαστικό (φαράγγια) 

check1 Το φαράγγι είναι ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα, μία βαθιά χαράδρα ανάμεσα σε δύο βουνά.  music φα-ράγ-γι

 

 

φαράσι [το] ουσιαστικό (φαράσια) 

eikona648

check1 Το φαράσι είναι ένα μικρό φτυάρι. Σ' αυτό ρίχνουμε τα σκουπίδια που μαζέψαμε με τη σκούπα μας.  music φα-ρά-σι

 

 

 

φάρδος [το] ουσιαστικό velos φαρδύς

 

 

φαρδύς, φαρδιά, φαρδύ επίθετο (φαρδιοί, φαρδιές, φαρδιά) 

check1 Ένα φαρδύ ρούχο έχει μεγάλο πλάτος.

pen1 Το παντελόνι που έβαλε ο κύριος Γιάννης ήταν πολύ φαρδύ. Χρειαζόταν δύο νούμερα μικρότερο.  circle1 πλατύς  circle2 στενός  

romvos Το φάρδος του παντελονιού ήταν πολύ μεγάλο.  circle1 πλάτος  music φαρ-δύς

 

 

φάρμα [η] ουσιαστικό (φάρμες) 

check1 Η φάρμα είναι ένα μεγάλο αγρόκτημα όπου ζουν πολλά ζώα.  music φάρ-μα

 

 

φαρμακείο [το] ουσιαστικό (φαρμακεία) velos φάρμακο

 

 

φαρμάκι [το] ουσιαστικό (φαρμάκια)

check1 Φαρμάκι λέμε το δηλητήριο.

romvos Όταν σε δαγκώσει ένα φαρμακερό φίδι, ρίχνει φαρμάκι. 

circle1 δηλητηριώδης  music φαρ-μά-κι

 

 

– Ποια λέξη μπορούμε να  φτιάξουμε, αν βάλουμε στη σωστή  σειρά τα γράμματα; μαφάσταν  ..........................................................

 

 

φάρμακο [το] ουσιαστικό (φάρμακα) 

check1 Όταν είμαστε άρρωστοι, ο γιατρός μάς δίνει φάρμακα για να γίνουμε καλά.

romvos Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε το φάρμακο για τον Κώστα από το φαρμακείο της γειτονιάς. O φαρμακοποιός έγραψε πάνω στο κουτί ότι πρέπει να το παίρνει τρεις φορές την ημέρα.  music φάρ-μα-κο

 

 

φαρμακοποιός [ο], [η] ουσιαστικό (φαρμακοποιοί) velos φάρμακο

 

 

φάρος [ο] ουσιαστικό (φάροι) 

eikona649

check1 O φάρος είναι ένας ψηλός πύργος που φωτίζει τη νύχτα. Βοηθάει τα πλοία που ταξιδεύουν να δουν την είσοδο ενός λιμανιού ή την άκρη της στεριάς.  music φά-ρος

 

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

φάρσα [η] ουσιαστικό (φάρσες)  

check1 Όταν κάνεις φάρσα σε κάποιον, του λες μία ιστορία που δεν είναι αληθινή για να γελάσεις μ' αυτό που θα κάνει ή θα πει.  music φάρ-σα

 

 

φασαρία [η] ουσιαστικό (φασαρίες) 

check1 Όταν κάνεις φασαρία, κάνεις πολύ δυνατό θόρυβο και ενοχλείς τους άλλους. 
check2 O κύριος Δημήτρης μπήκε σε φασαρίες με τη ληστεία του μαγαζιού του.
Απέκτησε προβλήματα.  circle1 μπελάς, μπλέξιμο  music φα-σα-ρί-α

 

 

φασόλι [το] ουσιαστικό (φασόλια) 

eikona650

check1 Το φασόλι είναι όσπριο.Υπάρχουν μεγάλα και μικρά αλλά και άσπρα και κόκκινα φασόλια.  romvos Με τα φασόλια φτιάχνουμε φασολάδα, δηλαδή σούπα με φασόλια. Το φυτό που μας δίνει τα φασόλια λέγεται φασολιά.  

music φα-σό-λι

 

 

φάτσα [η] ουσιαστικό (φάτσες) 

check1 Η φάτσα μας είναι το πρόσωπό μας.  circle1 μούρη, μούτρο  romvos φατσούλα  music φά-τσα

 

 

φεγγάρι [το] ουσιαστικό (φεγγάρια) 

eikona651

check1 Το φεγγάρι είναι ένα ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από τη γη. Μπορούμε να το δούμε τις νύχτες στον ουρανό, όταν δεν έχει συννεφιά. Όταν το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο, έχουμε πανσέληνο.  circle1 σελήνη  music φεγ-γά-ρι

 

 

φέγγω ρήμα (έφεξα, θα φέξω)  

check1 Όταν φέγγεις σε κάποιον, του ρίχνεις φως με φακό ή με κερί για να βλέπει.  
check2 Το φεγγάρι φέγγει τις νύχτες.  circle1 φωτίζω  music φέγ-γω

 

 

φελιζόλ [το] ουσιαστικό  

check1 Βάζουμε φελιζόλ γύρω από αντικείμενα που συσκευάζουμε για να μη σπάσουν, όταν τα μεταφέρουμε μέσα σε κιβώτια.  music φε-λι-ζόλ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

φεριμπότ [το] ουσιαστικό 

check1 Το φεριμπότ είναι ένα πλοίο που μπορεί να μεταφέρει επιβάτες αλλά και μικρά ή μεγάλα αυτοκίνητα σε μικρές αποστάσεις.  music φε-ρι-μπότ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

φερμουάρ [το] ουσιαστικό

eikona652

check1 Χρησιμοποιούμε το φερμουάρ για να κλείνουμε τα ρούχα, τις τσάντες και τις βαλίτσες μας. Είναι από μέταλλο κι έχει δύο ταινίες με δόντια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο.  music φερ-μου-άρ

 

 

 

φέρνω ρήμα (έφερα, θα φέρω)  

check1 Όταν φέρνεις κάτι, το παίρνεις από εκεί που βρίσκεται και το κουβαλάς μέχρι εκεί που κι εσύ πηγαίνεις.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα φέρνει κάθε μέρα στο σπίτι φρέσκο ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς.  circle1 κουβαλώ  
check2 Κάθε μέρα ο μπαμπάς του Ίγκλι τον φέρνει στο σχολείο. Τον οδηγεί εκεί.

romvos φέρσιμο  music φέρ-νω

 

 

φέρομαι ρήμα (φέρθηκα, θα φερθώ) velos φέρσιμο

 

 

φέρσιμο [το] ουσιαστικό (φερσίματα) 

check1 Το φέρσιμό σου είναι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι. 
pen1 «Το φέρσιμό σου δεν ήταν σωστό, Κώστα!» τον μάλωσε η κυρία Μαργαρίτα. «Να ζητήσεις συγνώμη από την Αθηνά και να μην την ξαναχτυπήσεις». 

circle1 συμπεριφορά  romvos «Μην της φέρεσαι έτσι!»  circle1 συμπεριφέρομαι  music φέρ-σι-μο

 

 

φέσι [το] ουσιαστικό (φέσια) 

check1 Φέσι λέμε το καπέλο με φούντα που φορούν στο κεφάλι τους οι Ανατολίτες ή και οι τσολιάδες.  music φέ-σι

 

 

φεστιβάλ [το] ουσιαστικό  

check1 Το φεστιβάλ τραγουδιού είναι μία γιορτή για τα καλύτερα τραγούδια. Στο φεστιβάλ κινηματογράφου πολλές ταινίες διαγωνίζονται για να βραβευτεί η καλύτερη.  music φε-στι-βάλ

 

 

φέτα [η] ουσιαστικό (φέτες)

check1 Όταν κόβουμε το ψωμί σε φέτες, το κόβουμε με το μαχαίρι σε λεπτά κομμάτια. 
check2 Η φέτα είναι ένα είδος άσπρου τυριού που φτιάχνουμε στην Ελλάδα.  music φέ-τα

Δες μαχαίρι

 

 

φέτος επίρρημα 

check1 O Κώστας φέτος πηγαίνει στη Γ΄ τάξη του δημοτικού σχολείου. Πέρυσι πήγαινε στη Β΄ τάξη και του χρόνου θα πάει στην Δ΄ τάξη. Αυτό το χρόνο.

circle2 πέρυσι, του χρόνου  romvos φετινός  music φέ-τος

 

 

φεύγω ρήμα (έφυγα, θα φύγω)  

check1 Κάθε πρωί φεύγεις από το σπίτι σου και πηγαίνεις στο σχολείο για μάθημα. Πηγαίνεις μακριά από το σπίτι σου, απομακρύνεσαι από αυτό.  circle2 έρχομαι  
check2 Το αεροπλάνο του θείου Τάκη για Αθήνα φεύγει στις δέκα το βράδυ.

circle1 αναχωρώ  music φεύ-γω

 

 

φήμη [η] ουσιαστικό (φήμες) 

check1 Όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Ροζαλία χάθηκε, όλοι στη γειτονιά έτρεξαν να βοηθήσουν. Όταν έμαθαν όλοι ότι η Ροζαλία χάθηκε.  
check2 Όταν κάποιος έχει καλή φήμη, τότε ο κόσμος λέει καλά πράγματα γι' αυτόν.

romvos Η Καλαμάτα φημίζεται για τις ελιές της. Είναι γνωστή για τις ελιές της. Oι ελιές της είναι φημισμένες. Τις γνωρίζουν όλοι.  music φή-μη

 

 

φημίζομαι ρήμα velos φήμη

 

 

φθάνω ρήμα (έφτασα, θα φτάσω) velos φτάνω

 

 

φθινόπωρο [το] ουσιαστικό 

check1 Το φθινόπωρο είναι μία από τις τέσσερις εποχές του έτους μετά το καλοκαίρι και πριν το χειμώνα. Τότε εμφανίζονται τα πρωτοβρόχια.  romvos φθινοπωρινός

music φθι-νό-πω-ρο  pen2 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'

 

 

φιγούρα [η] ουσιαστικό (φιγούρες)  

check1 Oι μαθητές έφτιαξαν φιγούρες του Καραγκιόζη με τη βοήθεια της δασκάλας τους. Έφτιαξαν με χαρτί πρόσωπα που του μοιάζουν.  
check2 Όταν κάνεις φιγούρες στο χορό, κάνεις κάποια δύσκολα βήματα που τα ξέρεις καλά κι εντυπωσιάζεις τους άλλους.  music φι-γού-ρα

 

 

φίδι [το] ουσιαστικό (φίδια)

check1 Το φίδι είναι ένα μακρύ ερπετό χωρίς πόδια. Μερικές φορές το τσίμπημά του είναι δηλητηριώδες.  
check2 Λέμε πως κάποιος είναι φίδι, όταν είναι ύπουλος και κακός.  music φί-δι  pen2 'τα ζώα'

 

 

φίλαθλος [ο], [η] ουσιαστικό (φίλαθλοι) 

check1 φίλαθλοι είναι αυτοί που αγαπούν μία ομάδα και παρακολουθούν τους αγώνες της.  romvos άθλημα  music φί-λα-θλος

 

 

φιλέτο [το] ουσιαστικό (φιλέτα) 

check1 Το φιλέτο είναι ένα κομμάτι κρέας χωρίς κόκαλα και λίπη.  music φι-λέ-το

 

 

φιλί [το] ουσιαστικό (φιλιά)  

eikona653

check1 Η κυρία Μαργαρίτα έδωσε ένα φιλί στην Αθηνά πριν φύγει για το σχολείο.  romvos Η μαμά φίλησε την κόρη της.  music φι-λί

 

 

 

 

φιλία [η] ουσιαστικό (φιλίες) velos φίλος

 

 

φιλμ [το] ουσιαστικό  

check1 Βάζουμε φιλμ στις φωτογραφικές μηχανές για να βγάλουμε φωτογραφίες.  
check2 Φιλμ λέμε και το έργο στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση.  

circle1 έργο, ταινία  music φιλμ

–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

φιλοδώρημα [το] ουσιαστικό (φιλοδωρήματα)

check1 «Όταν τρώμε σε ταβέρνα, ο μπαμπάς μου αφήνει ένα μικρό φιλοδώρημα στο σερβιτόρο» είπε ο Κώστας. Αφήνει λίγα χρήματα για το σερβιτόρο, επειδή έμεινε ευχαριστημένος.  circle1 πουρμπουάρ  music φι-λο-δώ-ρη-μα

 

 

φιλόλογος [ο], [η] ουσιαστικό (φιλόλογοι)

check1 O φιλόλογος είναι ο καθηγητής που μας διδάσκει γλώσσα και ιστορία στο γυμνάσιο και το λύκειο.  music φι-λό-λο-γος

 

 

φίλος [ο], φίλη [η] ουσιαστικό (φίλοι, φίλες) 

check1 Το φίλο ή τη φίλη σου τους αγαπάς, κάνεις πολύ παρέα μαζί τους και τους λες τα μυστικά σου.  circle2 εχθρός  romvos φιλικός  music φί-λος

 

 

φιλότιμος, φιλότιμη, φιλότιμο επίθετο (φιλότιμοι, φιλότιμες, φιλότιμα) 

check1 Ένας φιλότιμος άνθρωπος προσπαθεί να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του και να βοηθήσει τους άλλους.  music φι-λό-τι-μος

 

 

φίλτρο [το] ουσιαστικό (φίλτρα) 

check1 O Δρυΐδης είναι ο σοφός του χωριού που φτιάχνει το μαγικό φίλτρο. Μ' αυτό ο Oβελίξ και ο Αστερίξ γίνονται πολύ δυνατοί. Φτιάχνει ένα μαγικό ποτό από βότανα.  
check2 Βάζουμε ένα φίλτρο στην καφετιέρα για να μην περνάει η σκόνη του καφέ στο ρόφημα που πίνουμε.  music φίλ-τρο

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος βγάζει το φίδι από την τρύπα;

 

 

φιλώ και φιλάω, φιλιέμαι ρήμα (φίλησα, θα φιλήσω) velos φιλί

 

 

φιόγκος [ο] ουσιαστικό (φιόγκοι)

eikona654

check1 Τα κορδόνια των παπουτσιών μας τα δένουμε φιόγκο. Φιόγκο δένουμε και την κορδέλα που βάζουμε στα δώρα.  music φιό-γκος

 

 

 

 

φιστίκι [το] ουσιαστικό (φιστίκια) 

eikona655

check1 Το φιστίκι είναι ο καρπός της φιστικιάς. Τον τρώμε ψημένο με ή χωρίς αλάτι σαν ξηρό καρπό.  romvos φιστικιά  music φι-στί-κι

 

 

 

– Στα αρχαία ελληνικά η λέξη φιλώ σήμαινε αγαπώ. Σήμερα  φτιάχνουμε αρκετές λέξεις που  αρχίζουν με φιλο-, όπως  φιλόλογος. Φτιάξε κι άλλες τέτοιες  λέξεις.

 

 

φιτίλι [το] ουσιαστικό (φιτίλια) 

eikona656

check1 Τα κεριά έχουν στο κέντρο τους ένα φιτίλι για να μπορούμε να τ' ανάβουμε.  music φι-τί-λι

 

 

φλας [το] ουσιαστικό 

check1 Χρησιμοποιούμε φλας στις φωτογραφικές μηχανές, όταν βγάζουμε φωτογραφίες σε χώρο με λίγο φως. 
check2 Φλας έχουν και τ' αυτοκίνητα. Είναι το φως που αναβοσβήνει για να δείξει ότι το αυτοκίνητο στρίβει.  music φλας
–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

φλέβα [η] ουσιαστικό (φλέβες) 

check1 Στο σώμα μας έχουμε πολλές φλέβες που μεταφέρουν το αίμα προς την καρδιά μας. 
check2 Η θεία Μαργαρίτα έχει καλλιτεχνική φλέβα. Έχει καλλιτεχνικό ταλέντο.  music φλέ-βα

 

 

φλιτζάνι [το] ουσιαστικό (φλιτζάνια)  

check1 Χρησιμοποιούμε το φλιτζάνι για να πίνουμε το τσάι ή τον καφέ μας.  music φλι-τζά-νι

 

 

φλόγα [η] ουσιαστικό (φλόγες) 

check1φλόγες της φωτιάς βγαίνουν από κάτι που καίγεται.  music φλό-γα
Δες φωτιά, πυρκαγιά

 

 

φλογέρα [η] ουσιαστικό (φλογέρες) 

check1 Η φλογέρα είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο. Είναι σαν σωλήνας από ξύλο ή πλαστικό με τρύπες που τις ανοιγοκλείνουμε με τα δάχτυλά μας, κι όταν φυσάμε μέσα της, βγαίνει ήχος.  music φλο-γέ-ρα

 

 

φλούδα [η] ουσιαστικό (φλούδες)  

check1 Για να φάμε ένα πορτοκάλι ή μία μπανάνα, βγάζουμε τη φλούδα τους. Η φλούδα είναι το εξωτερικό μέρος των φρούτων.  music φλού-δα

 

 

φλουρί [το] ουσιαστικό (φλουριά)  

check1 Το φλουρί ήταν ένα παλιό νόμισμα. Φλουρί λέμε σήμερα το νόμισμα που βάζουμε στη βασιλόπιτα για να δούμε ποιος θα είναι ο τυχερός που θα το βρει στο κομμάτι του.  music φλου-ρί

 

 

φλύαρος, φλύαρη, φλύαρο επίθετο (φλύαροι, φλύαρες, φλύαρα) 

check1 Ένας φλύαρος άνθρωπος μιλάει συνέχεια, χωρίς να λέει κάτι σημαντικό.

circle1 πολυλογάς  circle2 λιγομίλητος  romvos φλυαρώ  music φλύ-α-ρος

 

 

φοβάμαι ρήμα (φοβήθηκα, θα φοβηθώ)

eikona657

check1 Όταν φοβάσαι, αισθάνεσαι άσχημα, επειδή πιστεύεις ότι κάτι άσχημο ή κακό μπορεί να συμβεί.  pen1 Όταν η Αθηνά ήταν πολύ μικρή, φοβόταν να κοιμηθεί μόνη της στο δωμάτιο. 

romvos Όλα τα μικρά παιδιά αισθάνονται φόβο το βράδυ, όταν είναι μόνα στο δωμάτιό τους. O Κώστας όμως δεν είναι φοβητσιάρης και δε φοβάται εύκολα.  music φο-βά-μαι

Η Αθηνά φοβήθηκε πολύ 
μόλις είδε το ποντίκι.

 

 

φοβερίζω ρήμα (φοβέρισα, θα φοβερίσω) velos φοβερός

 

 

φοβερός, φοβερή, φοβερό επίθετο (φοβεροί, φοβερές, φοβερά) 

check1 Όταν κάποιος είναι φοβερός, προκαλεί φόβο.

pen1 Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν φοβερά μπουμπουνητά και τα παιδιά ξύπνησαν. 

circle1 τρομακτικός, τρομερός  
check2 O Κώστας είναι φοβερός μαθητής. Είναι πολύ καλός.  

romvos O κύριος Μιχάλης φοβερίζει τα παιδιά της γειτονιάς ότι θα τα τιμωρήσει, αν δει τη μπάλα τους στον κήπο του.  circle1 απειλώ  music φο-βε-ρός

 

 

φοβίζω ρήμα (φόβισα, θα φοβίσω) 

check1 Όταν φοβίζεις κάποιον, τον κάνεις να φοβηθεί.

pen1 O κύριος Μιχάλης φοβίζει τα παιδιά με τις φωνές του.  circle1 τρομάζω  music φο-βί-ζω

 

 

φόβος [ο] ουσιαστικό (φόβοι) velos φοβάμαι

 

 

φοίνικας [ο] ουσιαστικό (φοίνικες) 

eikona658

check1 O φοίνικας είναι ένα δέντρο που φυτρώνει σε πολύ ζεστές περιοχές.

pen1 Στην Κρήτη, στο χωριό του θείου Τάκη, υπάρχουν πολλοί φοίνικες που στολίζουν την πλατεία.  music φοί-νι-κας

 

 

 

φοιτητής [ο], φοιτήτρια [η] ουσιαστικό (φοιτητές, φοιτήτριες)

check1 Φοιτητές και φοιτήτριες είναι τα αγόρια και τα κορίτσια που παρακολουθούν μαθήματα στο πανεπιστήμιο.  music φοι-τη-τής

 

 

φορά [η] ουσιαστικό (φορές)  

check1 Όταν κάνεις κάτι αυτή τη φορά, το κάνεις αυτή τη στιγμή κι όχι μία άλλη φορά, μία άλλη στιγμή.  pen1 «Την άλλη φορά θα έχετε όλοι μαζί σας το τετράδιο της ζωγραφικής» είπε η δασκάλα.  
check2 Όταν κάνεις κάτι πολλές φορές, το επαναλαμβάνεις συνέχεια. 

pen1 «Εκατό φορές σου έχω πει να μην αφήνεις την πόρτα ανοιχτή» είπε η Αθηνά στον Κώστα.  music φο-ρά

 

 

φόρα [η] ουσιαστικό

check1 Όταν τρέχεις με φόρα με το ποδήλατό σου, έχεις μεγάλη ταχύτητα και κινείσαι πολύ γρήγορα προς μία κατεύθυνση.  circle1 ταχύτητα  music φό-ρα

 

 

φορείο [το] ουσιαστικό (φορεία) 

check1 Oι νοσοκόμοι κουβαλούν τους αρρώστους με το φορείο για να τους πάνε στο νοσοκομείο.  music φο-ρεί-ο  Δες νοσοκομείο

 

 

φόρεμα [το] ουσιαστικό (φορέματα) 

check1 Το φόρεμα είναι ένα γυναικείο ρούχο που καλύπτει ολόκληρο το σώμα, από τους ώμους μέχρι κάποιο σημείο στα πόδια.  circle1 φουστάνι  music φό-ρε-μα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

φορητός, φορητή, φορητό επίθετο (φορητοί, φορητές, φορητά) 

check1 Όταν κάτι είναι φορητό, μπορούμε να το μεταφέρουμε εύκολα από ένα μέρος σ' ένα άλλο. Υπάρχουν φορητά τηλέφωνα και ψυγεία και φορητοί υπολογιστές.

pen1 O κύριος Γιάννης έχει ένα φορητό υπολογιστή για να μπορεί να δουλεύει παντού.  music φο-ρη-τός

 

 

φόρμα [η] ουσιαστικό (φόρμες)  

check1 Η φόρμα σου είναι τα ρούχα που φοράς για να κάνεις γυμναστική.  
check2 Όταν είσαι σε καλή φόρμα, είσαι γυμνασμένος κι έχεις μεγάλη αντοχή.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα βουτύρωσε τη φόρμα για να ρίξει μέσα τη ζύμη του κέικ. Το σκεύος του κέικ.  music φόρ-μα

 

 

φορτηγό [το] ουσιαστικό (φορτηγά)

eikona659

check1 Το φορτηγό είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Μ' αυτό μεταφέρουμε βαριά πράγματα.

music φορ-τη-γό

 

 

φορτίζω, φορτίζομαι ρήμα (φόρτισα, θα φορτίσω) 

check1 Όταν φορτίζεις μία μπαταρία, τη συνδέεις με μία συσκευή, το φορτιστή, με το ρεύμα για να γεμίσει ενέργεια και να την ξαναχρησιμοποιήσεις.  music φορ-τί-ζω

 

 

φορτώνω, φορτώνομαι ρήμα (φόρτωσα, θα φορτώσω)

check1 O πατέρας του Ίγκλι φόρτωσε τα πράγματα όλης της οικογένειας σ' ένα φορτηγό και ξεκίνησε για την Αθήνα.  
check2 O κύριος Μιχάλης φόρτωσε στη θεία του όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τη βάζει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού.  romvos φόρτωμα  music φορ-τώ-νω

 

 

φορώ και φοράω, φοριέμαι ρήμα (φόρεσα, θα φορέσω)

check1 Φοράς τα ρούχα σου και τα παπούτσια σου για να μην είσαι γυμνός και να μην κρυώνεις. 
check2 Η Αθηνά φόρεσε στην κούκλα ένα ωραίο φόρεμα. Την έντυσε, της έβαλε το φόρεμα.  romvos φόρεμα  music φο-ρώ

 

 

φουγάρο [το] ουσιαστικό (φουγάρα)  

check1 Το φουγάρο είναι ένας ψηλός σωλήνας σ' ένα εργοστάσιο ή ένα πλοίο. Απ' αυτόν βγαίνει καπνός.  music φου-γά-ρο

 

 

φούντα [η] ουσιαστικό (φούντες)  

check1 Η φούντα είναι μία μικρή μπάλα από κλωστές, ενωμένες μεταξύ τους στη μία άκρη.  pen1 Oι τσολιάδες έχουν μία μαύρη φούντα πάνω στα τσαρούχια τους.

romvos Όταν μία φωτιά φουντώνει, δυναμώνει, μεγαλώνει. Μία φουντωτή ουρά μοιάζει με φούντα κι έχει πολύ όγκο.  music φού-ντα

 

 

φουντούκι [το] ουσιαστικό (φουντούκια) 

eikona660

check1 Το φουντούκι είναι ο καρπός της φουντουκιάς. Όταν τα ψήσουμε, γίνονται ξηροί καρποί.  romvos Το δέντρο που κάνει φουντούκια είναι η φουντουκιά.  music φου-ντού-κι

 

 

φουντώνω ρήμα (φούντωσα, θα φουντώσω) velos φούντα 

 

 

φούρναρης [ο], φουρνάρισσα [η] ουσιαστικό (φουρνάρηδες, φουρνάρισσες) velos φούρνος

 

 

φούρνος [ο] ουσιαστικό (φούρνοι) 

check1 O φούρνος είναι το κατάστημα της γειτονιάς που ψήνει ψωμί κι άλλα φαγητά. 

check2 Στο φούρνο βάζουμε φαγητά για να τα ψήσουμε. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή στην κουζίνα. Στο φούρνο μικροκυμάτων βάζουμε τα φαγητά που θέλουμε να ζεστάνουμε ή να μαγειρέψουμε πολύ γρήγορα.   

romvos O φούρναρης και η φουρνάρισσα δουλεύουν στο φούρνο.  music φούρ-νος

 

 

φουρτούνα [η] ουσιαστικό (φουρτούνες) 

check1 Όταν η θάλασσα έχει φουρτούνα, έχει μεγάλα κύματα.  

circle1 θαλασσοταραχή, τρικυμία  romvos Η φουρτουνιασμένη θάλασσα έχει πολύ μεγάλα κύματα κι είναι επικίνδυνη για τα πλοία που ταξιδεύουν.  music φουρ-τού-να

 

 

φούσκα [η] ουσιαστικό (φούσκες)  

eikona661

check1 Όταν κάνεις φούσκες με την τσίχλα σου, γεμίζεις ένα κομμάτι τσίχλας με αέρα κάνοντας ένα μεγάλο μπαλόνι έξω από το στόμα σου.  circle1 τσιχλόφουσκα  romvos φουσκώνω  music φού-σκα

 

 

 

φουσκάλα [η] ουσιαστικό (φουσκάλες)

check1 Η φουσκάλα είναι μία μικρή φούσκα στο δέρμα γεμάτη με υγρό.

pen1 Από το πολύ περπάτημα ο Κώστας έβγαλε μικρές φουσκάλες στα πόδια.

romvos φουσκώνω  music φου-σκά-λα

 

 

φουσκώνω ρήμα (φούσκωσα, θα φουσκώσω)

eikona662

check1 Όταν φουσκώνεις ένα μπαλόνι ή το λάστιχο στο ποδήλατό σου, το γεμίζεις με αέρα.  
check2 Η θεία Έλλη έφαγε πολύ και φούσκωσε. Πρήστηκε.  
check2 Στην παρέλαση της τάξης της Αθηνάς η κυρία Μαργαρίτα φούσκωνε από την περηφάνια της. Καμάρωνε.  romvos φούσκα  

music φου-σκώ-νω

 

 

φούστα [η] ουσιαστικό (φούστες) 

check1 Η φούστα είναι ένα ρούχο που φορούν οι γυναίκες. Στηρίζεται στη μέση και φτάνει μέχρι κάποιο σημείο τα πόδια.  music φού-στα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

φουστάνι [το] ουσιαστικό (φουστάνια) 

check1 Το φουστάνι είναι ένα γυναικείο ρούχο που καλύπτει το σώμα από τους ώμους μέχρι κάποιο σημείο στα πόδια.  circle1 φόρεμα  music φου-στά-νι

 

 

φράγμα [το] ουσιαστικό (φράγματα) velos φράζω

 

 

φράζω ρήμα (έφραξα, θα φράξω) 

check1 Όταν φράζεις κάτι, το κλείνεις γύρω γύρω για να μην μπορεί κανείς να μπει μέσα.  pen1 O θείος Αλέκος έφραξε τον κήπο του σπιτιού του για να μην μπαίνουν μέσα τα σκυλιά.

check2 Όταν φράζεις έναν δρόμο, τον κλείνεις για να μην περνάει κανείς.

pen1 Ένα δέντρο έπεσε κι έφραξε το δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του θείου Αλέκου.  

romvos Στο ποτάμι του χωριού κατασκευάστηκε ένα φράγμα για να μην πλημμυρίζουν τα διπλανά χωριά. O θείος Αλέκος έφτιαξε ένα ξύλινο φράχτη γύρω από τον κήπο του.

music φρά-ζω

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος τα φόρτωσε όλα στον κόκορα;

 

 

φράντζα [η] ουσιαστικό (φράντζες) 

eikona663

check1 Η φράντζα είναι κοντά μαλλιά κομμένα ώστε να πέφτουν στο μέτωπο.  music φρά-ντζα

 

 

 

φραντζόλα [η] ουσιαστικό (φραντζόλες) 

check1 Η φραντζόλα είναι ένα στενόμακρο ψωμί που αγοράζουμε στο φούρνο. 

music φρα-ντζό-λα

 

 

φράουλα [η] ουσιαστικό (φράουλες)

check1 Η φράουλα είναι ένα ανοιξιάτικο μικρό κόκκινο και γευστικό φρούτο με μικρούς σπόρους στην επιφάνειά του.  music φρά-ου-λα

 

 

φράση [η] ουσιαστικό (φράσεις) 

check1 Μία φράση είναι μερικές λέξεις στη σειρά που φτιάχνουν ένα κομμάτι της πρότασης. Στην πρόταση O Κώστας θα πάει στο ζωολογικό κήπο η φράση στο ζωολογικό κήπο δείχνει τον τόπο που πήγε.  music φρά-ση

 

 

φράχτης [ο] ουσιαστικό (φράχτες) velos φράζω

 

 

φρενάρω ρήμα (φρέναρα και φρενάρισα, θα φρενάρω) velos φρένο

 

 

φρένο [το] ουσιαστικό (φρένα) 

check1 Πατάς το φρένο στο ποδήλατό σου, όταν θέλεις να μειώσεις την ταχύτητα ή να σταματήσεις.  romvos Όταν ανάψει κόκκινο φανάρι, ο κύριος Γιάννης φρενάρει. Πατάει φρένο.  music φρέ-νο

 

 

φρέσκος, φρέσκια, φρέσκο επίθετο (φρέσκοι, φρέσκες, φρέσκα) 

check1 Το ψάρι είναι φρέσκο, μόλις το ψαρέψουμε από τη θάλασσα, μετά χαλάει γρήγορα. Χάνει τη φρεσκάδα του.  circle2 μπαγιάτικος  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα αγοράζει πάντα φρέσκα λαχανικά, δεν τα θέλει τα κατεψυγμένα.  romvos φρεσκάδα  music φρέ-σκος

 

 

φρίκη [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν αισθάνεσαι φρίκη,νιώθεις μεγάλο τρόμο, γιατί είδες ή άκουσες κάτι πολύ άσχημο.  pen1 O πόλεμος προκαλεί φρίκη με τις πολλές καταστροφές που φέρνει.

romvos φριχτός  music φρί-κη

 

 

φριχτός, φριχτή, φριχτό επίθετο (φριχτοί, φριχτές, φριχτά)  

check1 Όταν κάτι είναι φριχτό, μας κάνει να αισθανόμαστε τρόμο.

pen1 Η φωτιά στο δάσος άφησε πίσω της ένα φριχτό θέαμα. Όλα τα δέντρα είχαν καεί.

circle1 φοβερός, φρικιαστικός  music φρι-χτός

 

 

φρόνιμος, φρόνιμη, φρόνιμο επίθετο (φρόνιμοι, φρόνιμες, φρόνιμα) 

check1 Ένα φρόνιμο παιδί είναι υπάκουο και ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς.  circle2 άτακτος  music φρό-νι-μος

 

 

φροντίδα [η] ουσιαστικό (φροντίδες) 

check1 Όταν δείχνεις τη φροντίδα σου για κάποιον, τότε δείχνεις το ενδιαφέρον και την προσοχή σου γι' αυτόν και ασχολείσαι μαζί του.  circle2 αδιαφορία

romvos φροντίζω  music φρο-ντί-δα

 

 

φροντίζω ρήμα (φρόντισα, θα φροντίζω) 

check1 Όταν φροντίζεις κάποιον, ενδιαφέρεσαι γι' αυτόν, ασχολείσαι μαζί του και τον προσέχεις.  pen1 Η Αθηνά φροντίζει πολύ την αγαπημένη της γάτα, τη Ροζαλία. 

circle2 αμελώ  romvos φροντίδα  music φρο-ντί-ζω

 

 

φροντιστήριο [το] ουσιαστικό (φροντιστήρια)

check1 Το φροντιστήριο είναι ένα ιδιωτικό σχολείο. Εκεί ένας δάσκαλος βοηθάει τους μαθητέςνα καταλάβουν καλύτερα τα μαθήματά τους.  romvos φροντίζω 

music φρο-ντι-στή-ρι-ο

 

 

φρούριο [το] ουσιαστικό (φρούρια)  

eikona664

check1 Το φρούριο είναι ένα πολύ μεγάλο και ψηλό κτίριο. Από εκεί οι στρατιώτες προστάτευαν τα παλιά χρόνια μία περιοχή από τους εχθρούς.  pen1 O Oβελίξ πετούσε πέτρες στους Ρωμαίους από το φρούριο των Γαλατών.  circle1 κάστρο, πύργος 

romvos φρουρός, φρουρώ  music φρού-ρι-ο

 

 

φρουρός [ο] ουσιαστικό (φρουροί) 

check1 O φρουρός είναι ο στρατιώτης που φυλάει έναν τόπο ή ένα στρατόπεδο.

circle1 σκοπός, φύλακας  romvos φρουρώ  music φρου-ρός

 

 

φρουρώ, φρουρούμαι ρήμα (φρούρησα, θα φρουρήσω)  

check1 Όταν φρουρείς κάποιον ή κάτι, είσαι εκεί και τους προστατεύεις.  

pen1 Oι Έλληνες στρατιώτες φρουρούν τα σύνορα της χώρας μας. Τα σύνορα φρουρούνται από τους στρατιώτες.  romvos φρουρός, φρούριο  music φρου-ρώ

 

 

φρουτιέρα [η] ουσιαστικό (φρουτιέρες) velos φρούτο

 

 

φρούτο [το] ουσιαστικό (φρούτα) 

check1 Το πεπόνι και το καρπούζι είναι καλοκαιρινά φρούτα. Τα φρούτα έχουν πολλές βιταμίνες.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα βάζει τα φρούτα στη φρουτιέρα.  music φρού-το

 

 

φρυγανιά [η] ουσιαστικό (φρυγανιές) 

eikona665

check1 Η φρυγανιά είναι μία λεπτή ψημένη φέτα ψωμί.

romvos Η κυρία Μαργαρίτα χρησιμοποιεί τη φρυγανιέρα για να φτιάξει φρυγανιές.  music φρυ-γα-νιά

 

 

φρυγανιέρα [η] ουσιαστικό (φρυγανιέρες) velos φρυγανιά

 

 

φρύδι [το] ουσιαστικό (φρύδια) 

check1 Τα φρύδια είναι το τρίχωμα που έχουμε πάνω από το μάτια μας και μας προστατεύει από τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπό μας. 

music φρύ-δι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

φταίχτης [ο], φταίχτρα [η] ουσιαστικό (φταίχτες, φταίχτρες) velos φταίω

 

 

φταίω ρήμα (έφταιξα, θα φταίξω) 

check1 Όταν φταις για κάτι, έχεις κάνει κάτι κακό ή κάποιο λάθος.

pen1 O Κώστας φταίει που η πόρτα του σπιτιού έμεινε ανοιχτή, κι έφυγε η Ροζαλία.

romvos «Το φταίξιμο είναι δικό σου, Κώστα» είπε η Αθηνά. O Κώστας είναι ο φταίχτης.

music φταί-ω

 

 

φτάνω και φθάνω ρήμα (έφτασα, θα φτάσω) 

check1 O Κώστας και η Αθηνά φτάνουν στο σχολείο τους πριν χτυπήσει το κουδούνι. Καταλήγουν εκεί που ήθελαν να πάνε.  
check2 Όταν φτάνει το φαγητό για όλη την οικογένεια, τότε είναι αρκετό για να φάνε όλοι.  
check2 Όταν φτάνεις κάτι που είναι ψηλά, τότε μπορείς να το πιάσεις.  
check2 «Την Αθηνά δεν μπορείς να τη φτάσεις στη ζωγραφική!» είπε η Ελένη στην Αλίκη. Δεν μπορείς να ζωγραφίσεις το ίδιο καλά ή καλύτερα.  music φτά-νω

 

 

φτέρνα [η] ουσιαστικό (φτέρνες) 

check1 Η φτέρνα είναι το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού σου.

music φτέρ-να  pen2 'το σώμα μας'

 

 

φτερνίζομαι και φταρνίζομαι ρήμα (φτερνίστηκα, θα φτερνιστώ) 

check1 Όταν φτερνίζεσαι, βγάζεις δυνατά αέρα από τη μύτη και το στόμα σου, συνήθως όταν είσαι κρυωμένος και όταν μπαίνει κάτι στη μύτη σου που σε φαγουρίζει.  

pen1 O Κώστας άρχισε να φτερνίζεται, γιατί μπήκε σκόνη στη μύτη του.  

romvos Το φτέρνισμά του ακούστηκε σ' όλη την αίθουσα.  music φτερ-νί-ζο-μαι

 

 

φτερό [το] ουσιαστικό (φτερά) 

check1 Το σώμα των πουλιών καλύπτεται με φτερά για ν'αντέχουν στο κρύο.

circle1 πούπουλο 

check2 Τα φτερά των πουλιών είναι οι φτερούγες τους που τα βοηθούν να πετάνε. 
check2 «Τα παιχνίδια μου έκαναν φτερά! Μήπως τα πείραξες εσύ, Κώστα;» ρώτησε η Αθηνά. Εξαφανίστηκαν.  music φτε-ρό  pen2 'τα ζώα'

 

 

φτερούγα [η] ουσιαστικό (φτερούγες)

check1 Τα πουλιά έχουν δύο φτερούγες για να μπορούν να πετάνε.

pen1 O αετός άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε μακριά.  circle1 φτερό

romvos Το μικρό του, το αετόπουλο, φτερούγισε μερικές φορές πριν αποφασίσει να πετάξει για πρώτη φορά. φτερωτός  music φτε-ρού-γα  pen2 'τα ζώα'

 

 

φτερουγίζω ρήμα (φτερούγισα, θα φτερουγίσω) velos φτερούγα

 

 

φτηνός, φτηνή, φτηνό και φθηνός, φθηνή, φθηνό επίθετο (φτηνοί, φτηνές, φτηνά) 

check1 Όταν κάτι είναι φτηνό, έχει χαμηλή τιμή, δεν είναι ακριβό. 

circle2 ακριβός  romvos φτήνια  music φτη-νός
-Λέμε και φθηνός.

 

 

φτιάχνω, φτιάχνομαι ρήμα (έφτιαξα,θα φτιάξω) 

check1 Όταν φτιάχνεις κάτι, το κατασκευάζεις, το κάνεις να υπάρχει.

pen1 Η Αθηνά φτιάχνει μία όμορφη κατασκευή από χαρτόνι. Είναι ένα κουκλόσπιτο. 
check2 Όταν φτιάχνεις το δωμάτιό σου, το τακτοποιείς. Όταν φτιάχνεις τα μαλλιά σου, τα χτενίζεις. Όταν φτιάχνεις το ρολόι, το διορθώνεις ή το επισκευάζεις. Όταν φτιάχνεις ένα φαγητό, το μαγειρεύεις. Όταν ο καιρός φτιάχνει, καλυτερεύει.  

romvos φτιάξιμο  music φτιά-χνω

 

 

φτυάρι [το] ουσιαστικό (φτυάρια) 

check1 Το φτυάρι είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να κουβαλάμε και ν' ανακατεύουμε διάφορα υλικά όπως χώμα και άμμο.  music φτυά-ρι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

φτύνω ρήμα (έφτυσα, θα φτύσω)  

check1 Όταν φτύνεις, βγάζεις με δύναμη έξω από το στόμα σου σάλιο.  
check2 Όταν φτύνεις κάτι που έχεις στο στόμα σου, το βγάζεις έξω με δύναμη.  

pen1 Η Αθηνά έφτυσε την τσίχλα που είχε στο στόμα της πριν μπει για μάθημα.

romvos φτύσιμο  music φτύ-νω

 

 

φτωχός, φτωχή, φτωχό επίθετο (φτωχοί, φτωχές, φτωχά)

check1 Ένας φτωχός άνθρωπος δεν έχει πολλά χρήματα.  circle1 άπορος  circle2 πλούσιος  

romvos Όταν κάποιος ζει μέσα στη φτώχια, είναι φτωχός. φτωχαίνω, φτωχικός

music φτω-χός  pen2 'αντίθετα'

 

 

φύκι [το] ουσιαστικό (φύκια) 

eikona666

check1 Το φύκι είναι ένα φυτό που ζει μέσα στη θάλασσα. 

music φύ-κι

 

 

φύλακας [ο], [η] ουσιαστικό (φύλακες) velos φυλώ

 

 

φυλακή [η] ουσιαστικό (φυλακές)

check1 Στη φυλακή βάζουμε όσους καταδικάζονται από το δικαστήριο για εγκλήματα.

pen1 Η αστυνομία βρήκε αυτούς που έκλεψαν τον κύριο Δημήτρη και τους έβαλε στη φυλακή.  romvos Τους φυλάκισε τώρα και είναι φυλακισμένοι.  music φυ-λα-κή

 

 

φυλακίζω, φυλακίζομαι ρήμα (φυλάκισα, θα φυλακίσω) velos φυλακή

 

 

φυλαχτό [το] ουσιαστικό (φυλαχτά) 

check1 Το φυλαχτό το φοράμε πάνω μας για να μας φυλάει από κάθε κακό. 

pen1 O Κώστας και η Αθηνά φορούν πάντα ένα σταυρό για φυλαχτό.  

romvos φυλάω  music φυ-λα-χτό

 

 

φυλή [η] ουσιαστικό (φυλές) 

check1 Η φυλή είναι όλοι οι άνθρωποι που το δέρμα τους έχει το ίδιο χρώμα. Oι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια φυλή μπορεί να μοιάζουν και σ' άλλα πράγματα, όπως στα μάτια ή τα χείλια.  pen1 Oι περισσότεροι κάτοικοι της Ευρώπης ανήκουν στη λευκή φυλή, ενώ οι κάτοικοι της Αφρικής ανήκουν στη μαύρη φυλή.  music φυ-λή

 

 

φύλλο [το] ουσιαστικό (φύλλα) 

eikona667

check1 Τα δέντρα και τα φυτά έχουν πολλά πράσινα φύλλα

music φύλ-λα

 

 

φύλο [το] ουσιαστικό (φύλα) 

check1 Στον άνθρωπο και στα ζώα υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Oι άντρες είναι το αρσενικό και οι γυναίκες το θηλυκό φύλο music φύ-λο

 

 

φυλώ και φυλάω/φυλάγω, φυλάγομαι ρήμα (φύλαξα, θα φυλάξω)  

check1 Όταν φυλάς κάτι, το προσέχεις και το προστατεύεις.  

pen1 Oι Έλληνες στρατιώτες φυλούν τα ελληνικά σύνορα.  circle1 φρουρώ  

romvos Oι Έλληνες στρατιώτες είναι οι φύλακες των συνόρων της πατρίδας μας.  

circle1 φρουρός  music φυ-λώ

 

 

φύση [η] ουσιαστικό (φύσεις) 

check1 Η φύση είναι όλα τα ζώα, τα φυτά, οι θάλασσες, τα βουνά, οι λίμνες και ό,τι άλλο υπάρχει γύρω μας και δεν το έχουν φτιάξει οι άνθρωποι.

pen1 O θείος Αλέκος ζει στο χωριό κοντά στη φύση.  romvos φυσικός  music φύ-ση

 

 

φυσικός, φυσική, φυσικό επίθετο (φυσικοί, φυσικές, φυσικά) 

check1 Λέμε πως κάτι είναι φυσικό, όταν προέρχεται από τη φύση χωρίς να το επηρεάζει ο άνθρωπος.  pen1 Η βροχή είναι ένα φυσικό φαινόμενο.

check2 Είναι φυσικό που η Αθηνά ήταν στεναχωρημένη. Έχασε την αγαπημένη της Ροζαλία, δεν ήταν και λίγο. Είναι λογικό.  music φυ-σι-κός

 

 

φυσιολογικός, φυσιολογική, φυσιολογικό επίθετο (φυσιολογικοί, φυσιολογικές, φυσιολογικά) 

check1 Λέμε πως κάτι είναι φυσιολογικό, όταν γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της φύσης χωρίς να κάνει κάτι ο άνθρωπος για να το αλλάξει.

pen1 Το πέσιμο των φύλλων είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο το φθινόπωρο.

circle1 φυσικός  music φυ-σι-ο-λο-γι-κός

 

 

φυσώ και φυσάω ρήμα (φύσηξα,θα φυσήξω)  

check1 Όταν φυσάς, βγάζεις αέρα από το στόμα σου προς τα έξω.  pen1 Φυσάμε το φαγητό μας, όταν είναι πάρα πολύ ζεστό και δεν μπορούμε να το φάμε.  
check2 Όταν φυσάει, τότε έχει αέρα, δηλαδή ο άνεμος κινείται πολύ γρήγορα.

pen1 Το χειμώνα φυσάει πολλές φορές παγωμένος αέρας. 

romvos Τη νύχτα μάς ξύπνησε το δυνατό φύσημα του αέρα.  music φυ-σώ

 

 

φυτεύω ρήμα (φύτεψα, θα φυτέψω) velos φυτό

 

 

φυτό [το] ουσιαστικό (φυτά)  

check1 Τα δέντρα, τα λαχανικά και τα λουλούδια είναι φυτά. Τα φυτά έχουν τις ρίζες τους μέσα στη γη κι ένα κοτσάνι, που το λέμε βλαστό, και πράσινα φύλλα έξω απ' τη γη.  romvos Στο σχολείο του Κώστα οι μαθητές φύτεψαν σπόρους φακής και φασολιού για να μελετήσουν τα φυτά, μόλις φυτρώσουν οι σπόροι. φυτικός, φυτοφάγος  

music φυ-τό

 

 

φυτρώνω ρήμα (φύτρωσα, θα φυτρώσω)  

check1 Όταν ένας σπόρος φυτρώνει, τότε γίνεται ένα μικρό φυτό που βγαίνει στην επιφάνεια της γης κι αρχίζει να μεγαλώνει.  circle1 βλασταίνω  
check2 «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά που πετάχτηκε και διέκοψε τη μαμά της. Μην μπλέκεσαι με πράγματα που δε σ' ενδιαφέρουν.  music φυ-τρώ-νω

 

 

φυτώριο [το] ουσιαστικό (φυτώρια) 

check1 Το φυτώριο είναι μία έκταση γης. Εκεί φυτεύουμε σπόρους φυτών και μόλις αυτοί φυτρώσουν, παίρνουμε τα μικρά φυτά και τα φυτεύουμε αλλού για να μεγαλώσουν.  music φυ-τώ-ρι-ο

 

 

φωλιά [η] ουσιαστικό (φωλιές) 

eikona668

check1 Η φωλιά είναι το σπίτι που φτιάχνουν τα ζώα, τα έντομα και τα πουλιά για να γεννούν τα μικρά τους.  romvos φωλιάζω  music φω-λιά

 

 

 

φωλιάζω ρήμα (φώλιασα, θα φωλιάσω) 

check1 Όταν τα ζώα φωλιάζουν, φτιάχνουν τη φωλιά τους και μένουν μέσα σ' αυτή. 

check2 Όταν η Αθηνά είναι λυπημένη, φωλιάζει στην αγκαλιά της μαμάς της. Χώνεται εκεί μέσα.  music φω-λιά-ζω

 

 

φωνάζω ρήμα (φώναξα, θα φωνάξω)

check1 Όταν κάποιος φωνάζει, μιλάει δυνατά. Μερικές φορές φωνάζουμε, επειδή είμαστε θυμωμένοι.  pen1 O κύριος Μιχάλης φώναζε, επειδή ο Ίγκλι έσπασε το τζάμι του.  circle1 ουρλιάζω  circle2 ψιθυρίζω, μουρμουρίζω 

check2 «Φώναξέ μου τη Μαργαρίτα» είπε ο διευθυντής της εφημερίδας στη γραμματέα του. Κάλεσέ την να έρθει.  romvos φωνακλάς  music φω-νά-ζω

 

 

φωνακλάς [ο], φωνακλού [η] ουσιαστικό (φωνακλάδες, φωνακλούδες)

check1 Φωνακλάς είναι αυτός που συνηθίζει να φωνάζει. 

pen1 O Κώστας δεν είναι φωνακλάς αλλά μερικές φορές ξεχνιέται και φωνάζει.

romvos φωνάζω, φωνή  music φω-να-κλάς

 

 

φωνή [η] ουσιαστικό (φωνές) 

check1 Η φωνή είναι ο ήχος που βγάζει ο άνθρωπος όταν μιλάει, τραγουδάει ή φωνάζει.  pen1 O Κώστας βράχνιασε, γιατί τραγουδούσε με δυνατή φωνή.

check2 «O κύριος Μιχάλης μάς έβαλε τις φωνές» παραπονέθηκε ο Κώστας στην κυρία Μαργαρίτα. Μας μάλωσε.  romvos φωνάζω  music φω-νή

 

 

φωνήεν [το] ουσιαστικό (φωνήεντα) 

check1 Τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι επτά, όταν τα γράφουμε: α, ε, η, ι, ο, υ, ω.  music φω-νή-εν

 

 

φως [το] ουσιαστικό (φώτα) 

check1 Το φως μάς βοηθάει να βλέπουμε γύρω μας. Φως έρχεται από τον ήλιο αλλά και από τις λάμπες που έχουμε στο σπίτι μας.  

romvos O ήλιος φωτίζει τη γη και βοηθάει τα φυτά να μεγαλώνουν. Σ' ένα φωτεινό σπίτι μπαίνει από παντού το φως του ήλιου.  music φως

 

 

φωτεινός, φωτεινή, φωτεινό επίθετο (φωτεινοί, φωτεινές, φωτεινά) velos φως

 

 

φωτιά [η] ουσιαστικό (φωτιές) 

eikona669

check1 Η φωτιά είναι η ζέστη και οι φλόγες που βγαίνουν από κάτι που καίγεται.  circle1 φλόγα 

check2 «Δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά αλλά μου φαίνεται πως είδα τη Ροζαλία έξω από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη» είπε ο Νίκος. Δεν είμαι και σίγουρος.  music φω-τιά

 

 

φωτίζω, φωτίζομαι ρήμα (φώτισα, θα φωτίσω) velos φως

 

 

φωτισμός [ο] ουσιαστικό (φωτισμοί)

check1 Όταν υπάρχει φωτισμός σε μία περιοχή, υπάρχει φως και μπορούμε να δούμε τα πράγματα γύρω μας.  pen1 «Η παιδική χαρά έχει καλό φωτισμό μέχρι αργά το βράδυ» είπε ο Κώστας.  music φω-τι-σμός

 

 

φωτογραφία [η] ουσιαστικό (φωτογραφίες)

eikona670

check1 Η φωτογραφία είναι μία εικόνα που βγαίνει από μία φωτογραφική μηχανή.  romvos Φωτογράφος είναι αυτός που βγάζει φωτογραφίες και πληρώνεται γι' αυτό, επειδή είναι η δουλειά του. Όταν φωτογραφίζεις βγάζεις φωτογραφίες με μία φωτογραφική μηχανή.  music φω-το-γρα-φί-α

O κύριος Γιάννης κρατάει
στα χέρια μία φωτογραφία του.

 

 

φωτογραφίζω, φωτογραφίζομαι ρήμα (φωτογράφισα, θα φωτογραφίσω) velos φωτογραφία

 

 

φωτογράφος [ο], [η] ουσιαστικό (φωτογράφοι) velos φωτογραφία

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

– Πότε λέμε ότι κάτι αρπάζει φωτιά;

 

 

φωτοτυπία [η] ουσιαστικό (φωτοτυπίες)  

check1 Όταν βγάζεις μία φωτοτυπία, φτιάχνεις εύκολα και γρήγορα ίδια αντίγραφα ενός κειμένου ή μίας εικόνας με τη βοήθεια του φωτοτυπικού μηχανήματος.

romvos Η δασκάλα έβγαλε μερικές φωτοτυπίες στο φωτοτυπικό μηχάνημα του σχολείου. Φωτοτύπησε μερικά ποιήματα από ένα βιβλίο και τα έδωσε στους μαθητές της.

music φω-το-τυ-πί-α

 

 

φωτοτυπώ ρήμα (φωτοτύπησα, θα φωτοτυπήσω) velos φωτοτυπία