Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  νάνος   νυχτικό

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Νν

eikona371

 

 

νάνος [ο] ουσιαστικό (νάνοι)

eikona372

check1 O νάνος είναι ένας πολύ κοντός άνθρωπος.

pen1 Oι εφτά νάνοι αγαπούσαν και προστάτευαν τη Χιονάτη.  music νά-νος

 

 

 

 

νανουρίζω, νανουρίζομαι ρήμα (νανούρισα, θα νανουρίσω)

check1 Όταν νανουρίζεις ένα παιδί, του τραγουδάς σιγανά ένα τραγούδι και το κουνάς για να κοιμηθεί. 

check2 Όταν κάτι σε νανουρίζει, σε κάνει να θέλεις να κοιμηθείς.  

pen1 «Η τηλεόραση με νανουρίζει και κοιμάμαι» είπε ο κύριος Μιχάλης. 

romvos Το νανούρισμα είναι το τραγούδι που λέμε σ' ένα παιδί, καθώς το κουνάμε για να κοιμηθεί.  music να-νου-ρί-ζω

 

 

ναός [ο] ουσιαστικό (ναοί)

check1 O ναός είναι ένα κτίριο όπου λατρεύουμε το Θεό.

pen1 Η χριστιανική εκκλησία και το μουσουλμανικό τζαμί είναι ναοί. O Παρθενώνας είναι ο αρχαίος ναός της θεάς Αθηνάς.  music να-ός

 

 

ναυάγιο [το] ουσιαστικό (ναυάγια) velos ναυαγώ

 

 

ναυαγός [ο], [η] ουσιαστικό (ναυαγοί) velos ναυαγώ

 

 

ναυαγώ ρήμα (ναυάγησα, θα ναυαγήσω)  

check1 Όταν ένα πλοίο ναυαγεί, βυθίζεται στη θάλασσα.  pen1 O Τιτανικός χτύπησε πάνω σ' ένα παγόβουνο και ναυάγησε στον Ατλαντικό Ωκεανό. 

eikona373

check2 Όταν ναυαγείς σ' ένα νησί, το πλοίο σου έχει ναυαγήσει, κι εσύ καταφέρνεις να κολυμπήσεις μέχρι τη στεριά.  romvos O ναυαγός είναι κάποιος που έχει ναυαγήσει. Το ναυάγιο είναι η βύθιση ενός πλοίου. Ναυάγιο είναι και τα συντρίμμια ενός πλοίου που ναυάγησε.  music ναυ-α-γώ

 

 

ναυπηγείο [το] ουσιαστικό (ναυπηγεία) velos πλοίο

eikona374

 

 

 

 

 

ναύτης [ο] ουσιαστικό (ναύτες) 

eikona375

check1 O ναύτης είναι κάποιος που δουλεύει σ' ένα πλοίο και παίρνει διαταγές από τους ανωτέρους του, δηλαδή από τον πλοίαρχο ή τους αξιωματικούς.  romvos O ναυτικός δουλεύει στο πλοίο και μπορεί να είναι ναύτης ή αξιωματικός. Στηδουλειά του χρησιμοποιεί ναυτικούς χάρτες. Το ναυτικό μίας χώρας είναι όλα τα πλοία της μαζί.  music ναύ-της

 

 

 

ναυτικός [ο] ουσιαστικό (ναυτικοί) velos ναύτης

 

 

νεαρός, νεαρή, νεαρό επίθετο (νεαροί,νεαρές, νεαρά) velos νέος

 

 

νεκρός, νεκρή, νεκρό επίθετο (νεκροί,νεκρές, νεκρά) 

check1 Όταν ένας άνθρωπος είναι νεκρός, δε ζει πια.  pen1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Τον σκότωσε ο αστυνομικός.  
check2 (σαν ουσιαστικό) Στην Ελλάδα τους νεκρούς τους θάβουμε στο χώμα, ενώ στην Ιαπωνία τους καίνε.  circle2 ζωντανός  romvos Στο νεκροταφείο θάβουμε τους νεκρούς.

music νε-κρός

 

 

νεκροταφείο [το] ουσιαστικό (νεκροταφεία) velos νεκρός

 

 

νεογέννητος, νεογέννητη, νεογέννητο επίθετο (νεογέννητοι, νεογέννητες, νεογέννητα) velos νέος

 

 

νέος, νέα, νέο επίθετο (νέοι, νέες, νέα)

check1 Όταν κάποιος είναι νέος, είναι μικρός στην ηλικία.

pen1 «Όταν είσαι νέο παλικάρι, δεν κουράζεσαι εύκολα και κάνεις πολλά πράγματα» είπε ο θείος Τάκης στον Κώστα.  circle2 γέρος  

check2 (σαν ουσιαστικό) Νέους λέμε τους ανθρώπους μικρής ηλικίας.

pen1 νέοι της Αθήνας διαδήλωσαν για την ειρήνη στον κόσμο.  circle2 γέρος  

check2 Όταν κάτι είναι νέο, μόλις έχει φτιαχτεί ή αγοραστεί.  pen1 Στη γειτονιά της Αλίκης χτίστηκε μία νέα πολυκατοικία.  circle1 καινούριος  circle2 παλιός  romvos (σαν ουσιαστικό) Τα νέα είναι οι ειδήσεις που ακούμε ή βλέπουμε κάθε μέρα. O νεαρός είναι ο έφηβος. Νεογέννητος είναι αυτός που μόλις έχει γεννηθεί.  music νέ-ος

 

 

νεράιδα [η] ουσιαστικό (νεράιδες) 

eikona376

check1 Στα παραμύθια η νεράιδα είναι μία πολύ όμορφη γυναίκα που ζει στη φύση και κάνει μαγικά. 

music νε-ράι-δα  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

 

 

νερό [το] ουσιαστικό (νερά)

check1 Το νερό είναι το καθαρό, διάφανο υγρό που πίνεις για να ξεδιψάσεις. Oι λίμνες και τα ποτάμια έχουν μέσα τους πάρα πολύ νερό.  
check2 Λέμε ότι ξέρεις το μάθημά σου νερό, όταν το ξέρεις πολύ καλά. Ακόμη λέμε ότι πηγαίνεις με τα νερά κάποιου, όταν κάνεις ό,τι θέλει.  romvos Στο νεροχύτη πλένουμε τα πιάτα μας. Βρίσκεται στην κουζίνα του σπιτιού μας.  music νε-ρό

 

 

νεροχύτης [ο] ουσιαστικό (νεροχύτες) velos νερό

 

 

νευριάζω ρήμα (νευρίασα, θα νευριάσω) velos νεύρο

 

 

νεύρο [το] ουσιαστικό (νεύρα) 

check1 Τα νεύρα είναι σαν λεπτές κλωστές και βρίσκονται μέσα στο σώμα σου. Δίνουν μηνύματα από το μυαλό στο υπόλοιπο σώμα σου για να μπορείς να βλέπεις,ν' ακούς, να μυρίζεις, να πιάνεις ή να περπατάς.   
check2 Λέμε ότι κάποιος έχει νεύρα, όταν είναι θυμωμένος. Ακόμη λέμε ότι κάτι σου σπάει τα νεύρα, όταν σ' ενοχλεί και σε θυμώνει.  romvos Όταν νευριάζεις, έχεις νεύρα και θυμώνεις.  circle1 θυμώνω, τσατίζομαι  circle2 ηρεμώ Νευρικός είναι όποιος νευριάζει εύκολα. circle2 ήρεμος  music νεύ-ρο

 

 

νέφος [το] ουσιαστικό (νέφη)

check1 Το νέφος είναι το παχύ σύννεφο που δημιουργείται στον ουρανό των πόλεων από τα πολλά καυσαέρια.  pen1 Όταν έχει πολλή ζέστη και κίνηση, μπορείς να δεις νέφος στον ουρανό της Αθήνας.

check2 Νέφη λέμε και τα σύννεφα.  music νέ-φος

 

 

νήμα [το] ουσιαστικό (νήματα)  

check1 Το νήμα είναι μία χοντρή κλωστή για να πλέκεις ή να υφαίνεις κάτι.

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη αγόρασε πέντε κουβάρια νήμα για να του φτιάξει μία ζακέτα.  music νή-μα

 

 

νηπιαγωγείο [το] ουσιαστικό (νηπιαγωγεία) velos νήπιο

 

 

νηπιαγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (νηπιαγωγοί) velos νήπιο

 

 

νήπιο [το] ουσιαστικό (νήπια) 

check1 Το νήπιο είναι ένα παιδί δύο με πέντε χρονών.

romvos Τα νήπια πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, δηλαδή στο σχολείο για νήπια. Τη δασκάλα τους τη λέμε νηπιαγωγό  music νή-πι-ο

 

 

νησί [το] ουσιαστικό (νησιά)

check1 Το νησί είναι ένα κομμάτι γης που έχει γύρω γύρω θάλασσα.  

pen1 Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί της Ελλάδας.

romvos Νησιώτης είναι αυτός που κατάγεται από νησί.  music νη-σί

 

 

νησιώτης [ο], νησιώτισσα [η] ουσιαστικό (νησιώτες, νησιώτισσες) velos νησί

 

 

νηστεία [η] ουσιαστικό (νηστείες) velos νηστεύω

 

 

νηστεύω ρήμα (νήστεψα, θα νηστέψω)

check1 Όταν νηστεύουμε, δεν τρώμε κάποια φαγητά για λίγες μέρες. Oι χριστιανοί νηστεύουν πριν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Oι μουσουλμάνοι νηστεύουν, όταν έχουν το ραμαζάνι.  romvos O παππούς και η γιαγιά του Κώστα κρατούν νηστεία ολόκληρη τη Σαρακοστή. Τρώνε συχνά ελιές, ρύζι, φακές και φασόλια που είναι νηστίσιμα φαγητά.  music νη-στεύ-ω

 

 

νηστικός, νηστική, νηστικό επίθετο (νηστικοί, νηστικές, νηστικά)

check1 Όταν είσαι νηστικός, δεν έχεις φάει και πεινάς.

pen1 O Κώστας και η Αθηνά τρώνε κάθε μέρα πρωινό για να μην είναι νηστικοί στο σχολείο.  circle2 χορτάτος  music νη-στι-κός

 

 

νηστίσιμος, νηστίσιμη, νηστίσιμο επίθετο (νηστίσιμοι, νηστίσιμες, νηστίσιμα) velos νηστεύω

 

 

νιανιά [τα] ουσιαστικό  

check1 Η θεία Κατερίνα έκανε το κρέας νιανιά για να μπορέσει το μωρό να το φάει. Το έλιωσε.  music νια-νιά

 

 

νιάνιαρο [το] ουσιαστικό (νιάνιαρα)

check1 Νιάνιαρο λέμε κοροϊδευτικά το μικρό παιδί.  music νιά-νια-ρο

 

 

νιαουρίζω ρήμα (νιαούρισα, θα νιαουρίσω)  

check1 Όταν η Ροζαλία φωνάζει,νιαουρίζει.  romvos Βγάζει νιαουρίσματα.  music νια-ου-ρί-ζω

 

 

νιάτα [τα] ουσιαστικό

check1 O θείος Αλέκος θυμάται πώς ήταν στα νιάτα του. Όταν ήταν νέος.  
circle1 νεότητα, νιότη  circle2 γηρατειά, γεράματα  

check2 Λέει ότι τα σημερινά νιάτα διασκεδάζουν πολύ και διαβάζουν λίγο. Oι σημερινοί νέοι.  romvos νέος  music νιά-τα

 

 

νίκη [η] ουσιαστικό (νίκες) velos νικώ

 

 

νικητής [ο], νικήτρια [η] ουσιαστικό (νικητές, νικήτριες) velos νικώ

 

 

νικώ και νικάω, νικιέμαι ρήμα (νίκησα, θα νικήσω)

check1 Όταν νικάς σ' έναν πόλεμο, διώχνεις τον εχθρό.

pen1 Oι Έλληνες νίκησαν τους Ιταλούς στον πόλεμο του 1940.  circle1 επικρατώ  
check2 Όταν νικάς σ' έναν αγώνα, κερδίζεις τον αγώνα. pen1 O Κώστας ήταν χαρούμενος. Η ομάδα του σχολείου του νίκησε τις ομάδες των άλλων σχολείων και κέρδισε το κύπελλο.  circle1 κερδίζω  circle2 χάνω  romvos O Κώστας χάρηκε τη νίκη της ομάδας του. Η νίκη που πέτυχε ήταν σπουδαία. Όλοι έλεγαν ότι η ομάδα του ήταν η μεγάλη νικήτρια του αγώνα.  music νι-κώ

 

 

νιπτήρας [ο] ουσιαστικό (νιπτήρες) 

check1 Στο νιπτήρα πλένουμε τα χέρια, το πρόσωπο και τα δόντια μας. Βρίσκεται στο μπάνιο του σπιτιού μας.  music νι-πτή-ρας  pen2 'το μπάνιο'

 

 

νιφάδα [η] ουσιαστικό (νιφάδες)  

check1 Η νιφάδα είναι το καθένα από τα μικρά κομμάτια του χιονιού που πέφτει.

music νι-φά-δα

 

 

νιώθω ρήμα (ένιωσα, θα νιώσω)

check1 Η Αθηνά ένιωσε έναν πόνο στο χέρι της όταν έπιασε το τριαντάφυλλο. Ένα αγκάθι είχε τρυπήσει το δάχτυλό της. Η Αθηνά πόνεσε.  
check2 O Κώστας ένιωθε τέτοια χαρά που κέρδισε η ομάδα του, που ήθελε να το πει σε όλους τους φίλους του. Ήταν πολύ χαρούμενος.  circle1 αισθάνομαι  

music νιώ-θω  pen2 'πώς νιώθω'

-Μπορείς να βρεις πως νιώθουν στην επόμενη σελίδα οι ήρωες των παραμυθιών;

 

πώς νιώθω

eikona377

 

 

νόημα [το] ουσιαστικό (νοήματα)

check1 O Κώστας διάβασε πολλές φορές το μάθημα για να καταλάβει το νόημά του. Για να καταλάβει τι θέλει να πει το μάθημα.  circle1 σημασία  
check2 O θείος Τάκης οδηγούσε γρήγορα. O τροχονόμος του έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσει. Κούνησε το χέρι του με τρόπο για να του δείξει ότι πρέπει να σταματήσει.  music νόη-μα

 

 

νοιάζει ρήμα (ένοιαξε, θα νοιάξει)

check1 «Τι σε νοιάζει εσένα τι θα κάνουν τα κορίτσια; Ας παίξουν ό,τι θέλουν!» είπε θυμωμένα ο Κώστας στο Νίκο.Τι σ' ενδιαφέρει; Γιατί σε απασχολεί; 

romvos νοιάζομαι  music νοιά-ζει

 

 

νοιάζομαι ρήμα (νοιάστηκα, θα νοιαστώ) 

check1 O κύριος Μιχάλης έχει απότομους τρόπους και δε νοιάζεται αν στεναχωρεί τα παιδιά με τις φωνές τους. Δεν τον νοιάζει, δεν τον ενδιαφέρει.

romvos νοιάζει  music νοιά-ζο-μαι

 

 

νοίκι [το] ουσιαστικό (νοίκια) velos νοικιάζω

 

 

νοικιάζω, νοικιάζομαι/ενοικιάζομαι ρήμα (νοίκιασα, θα νοικιάσω)

check1 Όταν νοικιάζεις κάτι, πληρώνεις για να το χρησιμοποιήσεις για λίγο.  

pen1 Η οικογένεια του Ίγκλι δεν έχει ακόμα δικό της σπίτι και νοικιάζει ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Το βρήκαν επειδή είδαν στην είσοδο της πολυκατοικίας ένα άσπρο χαρτί που έγραφε με κόκκινα γράμματα: ΕΝOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ.  
romvos Αν είσαι ενοικιαστής ή νοικάρης, νοικιάζεις ένα σπίτι. Το ενοίκιο ή το νοίκι είναι τα χρήματα που πληρώνεις για να νοικιάσεις ένα σπίτι.  music νοι-κιά-ζω

 

 

νοικοκύρης [ο], νοικοκυρά [η] ουσιαστικό (νοικοκύρηδες, νοικοκυρές)

check1 O νοικοκύρης του σπιτιού είναι ο πατέρας που φροντίζει να καλύπτει τις ανάγκες του σπιτιού και βοηθάει τη μητέρα.  circle1 οικοδεσπότης
Η νοικοκυρά του σπιτιού είναι η μητέρα.  circle1 οικοδέσποινα  
check2 Νοικοκυρά λέμε τη γυναίκα που της αρέσει να ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού, δηλαδή που ασχολείται με το νοικοκυριό.  
check2 Νοικοκυρά λέμε και τη γυναίκα που δεν εργάζεται.

romvos Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης έφτιαξαν το νοικοκυριό τους πριν παντρευτούν. Αγόρασαν δηλαδή κουζίνα, ψυγείο,τηλεόραση, έπιπλα και όλα όσα χρειάζεται ένα σπίτι.  music νοι-κο-κύ-ρης

 

 

νοικοκυριό [το] ουσιαστικό (νοικοκυριά) velos νοικοκύρης

 

 

νομάρχης [ο], [η] ουσιαστικό (νομάρχες) velos νομός

 

 

νομίζω ρήμα (νόμισα, θα νομίσω)

check1 «Είδες τη Ροζαλία πουθενά;» ρώτησε η Αθηνά. «Νομίζω ότι την είδα κοντά στο περίπτερο» απάντησε ο Κώστας. Έχω αυτή τη γνώμη, αλλά δεν είμαι σίγουρος.  

circle1 μου φαίνεται  
check2 «Αν νομίζεις ότι η γάτα σου χάθηκε, τότε να ψάξω να τη βρω» είπε ο κύριος Γιάννης στην Αθηνά. Αν πιστεύεις ότι η γάτα χάθηκε, τότε θα ψάξω.  circle1 πιστεύω

music νο-μί-ζω

 

 

νόμισμα [το] ουσιαστικό (νομίσματα)

check1 Το 1 ευρώ, τα 50 λεπτά, τα 20 λεπτά, τα 10 λεπτά, τα 5 λεπτά, τα 2 λεπτά και το 1 λεπτό είναι νομίσματα. Τα νομίσματα είναι φτιαγμένα από μέταλλο.  

circle1 κέρμα  circle2 χαρτονόμισμα  

eikona378

check2 Τα χρήματα που χρησιμοποιούν σε κάθε χώρα είναι το νόμισμα της χώρας αυτής.

pen1 Το ευρώ είναι το σημερινό νόμισμα της Ελλάδας. Παλιά το νόμισμά της ήταν η δραχμή.  romvos Τα 5, τα 20 και τα 50 ευρώ είναι χαρτονομίσματα. Είναι φτιαγμένα από χαρτί.  music νό-μι-σμα

 

 

νομός [ο] ουσιαστικό (νομοί)  

check1 O νομός είναι μία μεγάλη περιοχή της Ελλάδας που έχει ένα νομάρχη για ν' αποφασίζει για καθετί που έχει σχέση με την περιοχή. Η Ελλάδα έχει 53 νομούς.

music νο-μός

 

 

νόμος [ο] ουσιαστικό (νόμοι)

check1 νόμοι είναι οι γραπτοί κανόνες που έχει κάθε χώρα για να ξέρουν οι κάτοικοι τι πρέπει να κάνουν και τι όχι.  pen1 O νόμος λέει πως όλα τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο.  romvos Κάτι είναι νόμιμο, όταν γίνεται όπως το λέει ο νόμος.  

music νό-μος

 

 

νονός [ο], νονά [η] ουσιαστικό (νονοί, νονές)

check1 O νονός και η νονά σου είναι αυτοί που σε βάφτισαν, όταν ήσουν μωρό.

music νο-νός

 

 

νοσοκομείο [το] ουσιαστικό (νοσοκομεία) velos νοσοκόμος

 

 

νοσοκόμος [ο], νοσοκόμα [η] ουσιαστικό (νοσοκόμοι, νοσοκόμες) 

check1 Η δουλειά του νοσοκόμου και της νοσοκόμας είναι να βοηθούν τους γιατρούς και να φροντίζουν τους άρρωστους ανθρώπους.  circle1 νοσηλευτής, νοσηλεύτρια  

romvos Τα νοσοκομεία είναι κτίρια όπου οι γιατροί και οι νοσοκόμοι φροντίζουν τους άρρωστους ανθρώπους να γίνουν καλά.  music νο-σο-κό-μος  pen2 'στο νοσοκομείο'

 

 

νόστιμος, νόστιμη, νόστιμο επίθετο (νόστιμοι, νόστιμες, νόστιμα) 

check1 Όταν ένα φαγητό είναι νόστιμο, έχει ωραία μυρωδιά και γεύση, είναι καλά μαγειρεμένο και μας αρέσει να το τρώμε.  pen1 Χθες η κυρία Μαργαρίτα μαγείρεψε ένα πολύ νόστιμο φαγητό με φρέσκο ψάρι.  circle1 γευστικός  circle2 άνοστος 

romvos «Μμμ, τι γεύση, τι νοστιμιά είναι αυτή!» είπε ο Κώστας. «Κοίτα, η Ροζαλία γλείφει ήδη τα μουστάκια της».  music νό-στι-μος

 

 

νότα [η] ουσιαστικό (νότες)  

eikona379

check1 Η μουσική γράφεται με νότες.νότες είναι επτά: Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ,Λα, Σι.

music νό-τα

 

 

νοτιάς [ο] ουσιαστικό (νοτιάδες) 

check1 O νοτιάς είναι ο άνεμος που φυσάει από το νότο και φέρνει συνήθως βροχές και υγρασία.  circle2 βοριάς  romvos νότος, νότιος  music νο-τιάς


στο νοσοκομείο

eikona380

 

 

νότιος, νότια, νότιο επίθετο (νότιοι, νότιες, νότια) velos νότος

 

 

νότος [ο] ουσιαστικό  

check1 O νότος είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όταν κοιτάμε προς την ανατολή, ο νότος βρίσκεται στα δεξιά μας.  circle2 βορράς  romvos Στη Νότια Ελλάδα πέφτουν πιο πολλές βροχές κάθε χρόνο. νοτιάς  music νό-τος

 

 

νούμερο [το] ουσιαστικό (νούμερα)   

check1 Τα νούμερα είναι οι αριθμοί.   

pen1 Το 5 είναι το τυχερό νούμερο του Κώστα. O θείος Τάκης δεν ήξερε το νούμερο του τηλεφώνου του κυρίου Μιχάλη. circle1 αριθμός   
check2 Το νούμερο είναι ο αριθμός που μας δείχνει πόσο μικρά ή μεγάλα είναι τα ρούχα ή τα παπούτσια που φοράμε.

pen1 Η πωλήτρια ρώτησε τη μητέρα της Αθηνάς τι νούμερο παπούτσι φοράει.   
check2 Στο τσίρκο οι ακροβάτες και οι κλόουν κάνουν νούμερα.  music νού-με-ρο

 

 

νους [ο] ουσιαστικό  

check1 O νους είναι το μυαλό μας.   pen1 «Πού τρέχει ο νους σας;» ρώτησε η δασκάλα, όταν είδε τους μαθητές της να χαζεύουν.  
check2 «Φεύγω για λίγο, να έχεις το νου σου στο μωρό» είπε η θεία Κατερίνα στο θείο Σταμάτη. Να προσέχεις να μη του συμβεί κάτι. circle1 μυαλό  music νους

 

 

νούφαρο [το] ουσιαστικό (νούφαρα) 

eikona381

check1 Το νούφαρο είναι ένα φυτό που φυτρώνει μέσα στις λίμνες. Έχει μεγάλα στρογγυλά φύλλα και λουλούδια που επιπλέουν στο νερό.  music νού-φα-ρο

 

 

νταλίκα [η] ουσιαστικό (νταλίκες) 

eikona382

check1 Η νταλίκα είναι ένα μεγάλο φορτηγό που μεταφέρει πολύ βαριά πράγματα.

music ντα-λί-κα

 

 

νταντά [η] ουσιαστικό (νταντάδες)

check1 Η δουλειά της νταντάς είναι να φροντίζει τα μικρά παιδιά μίας οικογένειας.

romvos Όταν νταντεύεις ένα μικρό παιδί, το φροντίζεις και το προσέχεις σαν να είσαι η νταντά του.  music ντα-ντά

 

 

ντεμοντέ επίθετο velos μόδα

 

 

ντεπόζιτο [το] ουσιαστικό (ντεπόζιτα)

check1 Το ντεπόζιτο είναι ένα μεγάλο δοχείο μέσα στο οποίο βάζουμε νερό ή άλλα υγρά. Στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου βάζουμε βενζίνη.  circle1 ρεζερβουάρ  music ντε-πό-ζι-το
-Λέμε και τεπόζιτο.

 

 

ντέφι [το] ουσιαστικό (ντέφια)

eikona383

check1 Το ντέφι είναι μουσικό όργανο. Μοιάζει μ' ένα ξύλινο στρογγυλό στεφάνι που γύρω του κρέμονται μικρά κομματάκια από μέταλλο. Από τη μία μεριά του είναι σκεπασμένο με λεπτό δέρμα. Το κρατάμε με το αριστερό χέρι και το χτυπάμε με το δεξί.

music ντέ-φι

 

 

ντιβάνι [το] ουσιαστικό 

check1 Το ντιβάνι είναι ένα μικρό και χαμηλό κρεβάτι που το χρησιμοποιούμε και σαν καναπέ.  music ντι-βά-νι

 

 

ντιβιντί (DVD) [το] ουσιαστικό velos σιντί (CD)

 

 

ντοκιμαντέρ [το] ουσιαστικό  

check1 Το ντοκιμαντέρ είναι μία μικρή ταινία που δείχνει πραγματικά γεγονότα και δίνει πληροφορίες για ένα θέμα.  pen1 Η τάξη του Κώστα παρακολούθησε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα «Η ελιά και το λάδι στην Ελλάδα».  music ντο-κι-μα-ντέρ
-Ξένη λέξη. Δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό.

 

 

ντομάτα [η] ουσιαστικό (ντομάτες)

eikona384

check1 Η ντομάτα είναι ο μικρός, στρογγυλός, μαλακός και κόκκινος καρπός της ντοματιάς. Με τη ντομάτα φτιάχνουμε σαλάτα ή σάλτσα που τη βάζουμε σε διάφορα φαγητά.  romvos O ντοματοχυμός είναι το ζουμί της ντομάτας. Τον βάζουμε στα φαγητά ή τον πίνουμε σαν χυμό. ντοματιά   music ντο-μά-τα

 

 

ντόμινο [το] ουσιαστικό

eikona385

check1 Το ντόμινο είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Παίζεται με μικρά άσπρα πλακάκια που έχουν πάνω τους μικρές τελίτσες.  music ντό-μι-νο
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

 

ντόπιος, ντόπια, ντόπιο επίθετο (ντόπιοι,ντόπιες, ντόπια)   

check1 Όταν κάποιος ζει στον τόπο που γεννήθηκε, είναι ντόπιος.   

pen1 Στο χωριό του θείου Αλέκου μείνανε λίγοι ντόπιοι κάτοικοι. O θείος λέει ότι οι περισσότεροι ντόπιοι φεύγουν και πηγαίνουν στις μεγάλες πόλεις.  circle2 ξένος   
check2 Τα προϊόντα που παράγονται στον τόπο που τ' αγοράζουμε και τα τρώμε είναι ντόπια προϊόντα.  circle1 εγχώριος  music ντό-πιος

 

 

ντοσιέ [το] ουσιαστικό  

eikona386

check1 Το ντοσιέ είναι ένας φάκελος με σκληρό εξώφυλλο. Μέσα στο ντοσιέ βάζουμε χαρτιά, αφού πρώτα τα τρυπήσουμε για να τα στερεώσουμε από τη μία μεριά.  pen1 Oι μαθητές στην τάξη της Αθηνάς έχουν ένα ντοσιέ ο καθένας για να βάζουν εκεί μέσα τις εργασίες τους.  music ντο-σιέ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ντουβάρι [το] ουσιαστικό (ντουβάρια)

check1 Ντουβάρι λέμε τον τοίχο.  

pen1 Το σπίτι δίπλα στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη καταστράφηκε τελείως από τη φωτιά. Έμειναν μόνο τα τέσσερα ντουβάρια.  music ντου-βά-ρι

 

 

ντουζ [το] ουσιαστικό   

check1 Όταν κάνεις ντουζ, πλένεις το σώμα σου με νερό που πέφτει από ψηλά σαν βροχή.   
check2 Στο ντουζ πλένουμε το σώμα μας με νερό που πέφτει με πίεση από ψηλά.

pen1 Στην παραλία που πήγε η οικογένεια του Ίγκλι υπήρχαν πολλά ντουζ για να ξεπλένονται οι άνθρωποι,όταν βγαίνουν από τη θάλασσα.   

music ντουζ  pen2 'το σώμα μας'
-Λέμε και ντους.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ντουλάπα [η] ουσιαστικό (ντουλάπες)  

check1 Η ντουλάπα είναι ένα ψηλό έπιπλο με ράφια που ανοίγει με πόρτα. Στη ντουλάπα φυλάμε τα καθαρά ρούχα, τα σεντόνια, τις κουβέρτες και άλλα πράγματα. Τις ντουλάπες συνήθως τις έχουμε στα υπνοδωμάτια.  music ντου-λά-πα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

ντουλάπι [το] ουσιαστικό (ντουλάπια)

check1 Στον τοίχο της κουζίνας και του μπάνιου έχουμε ντουλάπια, δηλαδή μικρά έπιπλα με πορτάκια. Μέσα τους βάζουμε τρόφιμα, πιάτα, σαμπουάν ή άλλα πράγματα.  

music ντου-λά-πι  pen2 'η κουζίνα'

 

 

ντρέπομαι ρήμα (ντράπηκα, θα ντραπώ)

check1 Όταν ντρέπεσαι, φοβάσαι να πεις ή να κάνεις κάτι που θέλεις, επειδή πιστεύεις ότι οι άλλοι άνθρωποι θα γελάσουν με αυτό που θα πεις ή θα κάνεις.

pen1 Μερικές φορές ο Ίγκλι ντρέπεται να μιλήσει στην τάξη, γιατί πιστεύει ότι δεν ξέρει καλά ελληνικά.   

check2 Όταν ντρέπεσαι, αισθάνεσαι άσχημα, γιατί έχεις κάνει κάτι που δεν ήταν σωστό κι ενόχλησε τους άλλους.  pen1Η Αθηνά ντράπηκε που μίλησε απότομα στην Ελένη και της ζήτησε συγνώμη.  romvos O Ίγκλι είναι ντροπαλό παιδί και δε μιλάει εύκολα σε ξένους. Ένιωσε όμως ντροπή που έσπασε το τζάμι του κυρίου Μιχάλη και γι' αυτό ζήτησε συγνώμη.  music ντρέ-πο-μαι

 

 

ντροπαλός, ντροπαλή, ντροπαλό επίθετο (ντροπαλοί, ντροπαλές, ντροπαλά) velos ντρέπομαι

 

 

ντροπή [η] ουσιαστικό (ντροπές) velos ντρέπομαι

 

 

ντροπιάζω, ντροπιάζομαι ρήμα (ντρόπιασα, θα ντροπιάσω)  

check1 Ντροπιάζεις κάποιον, όταν τον κάνεις να αισθανθεί άσχημα για κάτι άσχημο που έκανες εσύ.  pen1 «Η δασκάλα μού είπε ότι ήσουν πολύ άτακτος σήμερα» είπε στο Νίκο ο πατέρας του. «Κρίμα, με ντρόπιασες στη δασκάλα».  music ντρο-πιά-ζω

 

 

ντύνω, ντύνομαι ρήμα (έντυσα, θα ντυθώ)

check1 Όταν ντύνεις κάποιον, του βάζεις τα ρούχα του. Όταν ντύνεσαι φοράς τα ρούχα σου. pen1 Η θεία Κατερίνα έντυσε το μωράκι της με ζεστά ρούχα και το έβγαλε βόλτα στο πάρκο.  circle2 ξεντύνω, γδύνω  
check2 «Φέτος στις Απόκριες σκέφτομαι να ντυθώ Ινδιάνος» είπε ο Κώστας στο Νίκο. Σκέφτομαι να μασκαρευτώ.  
check2 Όταν ντύνεις ένα βιβλίο ή ένα τετράδιο, του βάζεις ένα κάλυμμα απέξω για να μη σκίζεται εύκολα.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά έντυσαν τα καινούρια τους βιβλία με μπλε πλαστικό αυτοκόλλητο.  romvos «Κατερίνα, το ντύσιμό σου είναι υπέροχο!» είπε ο θείος Σταμάτης.   music ντύ-νω

 

 

νυστάζω ρήμα (νύσταξα, θα νυστάξω) 

check1 Όταν νυστάζεις, θέλεις να πας για ύπνο.  
check2 «Με νύσταξε η τηλεόραση με τις βλακείες που δείχνει. Πάω για ύπνο» είπε η Αθηνά.  romvos «Να κλείσουμε λοιπόν την τηλεόραση και να πάμε για ύπνο» απάντησε ο Κώστας. «Κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα».  music νυ-στά-ζω

 

 

νύφη [η] ουσιαστικό (νύφες) 

check1 Νύφη λέμε τη γυναίκα που πηγαίνει στην εκκλησία για να παντρευτεί ή που έχει μόλις παντρευτεί. 
check2 Oι γονείς και τ' αδέρφια ενός παντρεμένου άνδρα έχουν τη γυναίκα του νύφη.

music νύ-φη

 

 

νύχι [το] ουσιαστικό (νύχια)

check1 Σ' όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών σου έχεις νύχια.

eikona387

pen1 Η θεία Κατερίνα έβαψε τα νύχια της πολύ προσεκτικά. Αφού ντύθηκε κοιτάχτηκε από την κορυφή ως τα νύχια.

check2 Η Αλίκη περπάτησε στα νύχια για να μην ξυπνήσει το μωρό της θείας Κατερίνας. Στις άκρες των ποδιών για να μη κάνει θόρυβο.

romvos Με το νυχοκόπτη κόβουμε τα νύχια μας.  music νύ-χι

 

 

νύχτα [η] ουσιαστικό (νύχτες)

check1 Τη νύχτα δεν υπάρχει το φως του ήλιου. Υπάρχει σκοτάδι. Πολλέςφορές αν κοιτάξουμε τη νύχτα τον ουρανό, βλέπουμε το φεγγάρι και τ'αστέρια. Τη νύχτα κοιμόμαστε.  circle1 βράδυ  circle2 μέρα  romvos Μόλις νύχτωσε, η κυρία Μαργαρίτα έβαλε το νυχτικό της και πήγε για ύπνο. «Ώρα για το νυχτερινό μας ύπνο» είπε στα παιδιά. «Άντε λοιπόν! Δεν είστε ούτε νυχτοφύλακες που φυλάνε τα εργοστάσια τη νύχτα ούτε νυχτολούλουδα που βγάζουν τα λουλούδια τους τη νύχτα και τα κλείνουν τη μέρα».  music νύ-χτα  pen2 'η διάρκεια της μέρας'

 

 

νυχτερίδα [η] ουσιαστικό (νυχτερίδες) 

eikona388

check1 Η νυχτερίδα είναι ένα μικρό μαύρο ζώο που μπορεί να πετάει. Βρίσκει την τροφή της τη νύχτα. 

romvos νύχτα  music νυ-χτε-ρί-δα

 

 

νυχτερινός, νυχτερινή, νυχτερινό επίθετο (νυχτερινοί, νυχτερινές, νυχτερινά) velos νύχτα

 

 

νυχτικό [το] ουσιαστικό (νυχτικά) velos νύχτα
-Λέμε και η νυχτικιά.

 

 

νυχτώνω ρήμα (νύχτωσα, θα νυχτώσω) velos νύχτα

 

 

νωρίς επίρρημα

check1 Όταν ξυπνάς νωρίς, ξυπνάς πολύ πρωί, μόλις αρχίζει να ξημερώνει. Όταν πηγαίνεις κάπου νωρίς, πηγαίνεις πριν από την ώρα που συνήθως πας ή πρέπει να πας τις άλλες φορές.  pen1 O κύριος Γιάννης πήγε νωρίς στη δουλειά του σήμερα. Δεν είχε έρθει κανείς ακόμα. Ήταν μόνος του στο γραφείο.  circle2 αργά

check2 «Ευτυχώς φτάσαμε νωρίς στο σταθμό και προλάβαμε το τρένο» είπε ο θείος Τάκης. Φτάσαμε στην ώρα μας.  music νω-ρίς