νάνος [ο] ουσιαστικό (νάνοι)
O νάνος είναι ένας πολύ κοντός άνθρωπος.
Oι εφτά νάνοι αγαπούσαν και προστάτευαν τη Χιονάτη. νά-νος
νανουρίζω, νανουρίζομαι ρήμα (νανούρισα, θα νανουρίσω)
Όταν νανουρίζεις ένα παιδί, του τραγουδάς σιγανά ένα τραγούδι και το κουνάς για να κοιμηθεί.
Όταν κάτι σε νανουρίζει, σε κάνει να θέλεις να κοιμηθείς.
«Η τηλεόραση με νανουρίζει και κοιμάμαι» είπε ο κύριος Μιχάλης.
Το νανούρισμα είναι το τραγούδι που λέμε σ' ένα παιδί, καθώς το κουνάμε για να κοιμηθεί. να-νου-ρί-ζω
ναός [ο] ουσιαστικό (ναοί)
O ναός είναι ένα κτίριο όπου λατρεύουμε το Θεό.
Η χριστιανική εκκλησία και το μουσουλμανικό τζαμί είναι ναοί. O Παρθενώνας είναι ο αρχαίος ναός της θεάς Αθηνάς. να-ός
ναυάγιο [το] ουσιαστικό (ναυάγια) ναυαγώ
ναυαγός [ο], [η] ουσιαστικό (ναυαγοί) ναυαγώ
ναυαγώ ρήμα (ναυάγησα, θα ναυαγήσω)
Όταν ένα πλοίο ναυαγεί, βυθίζεται στη θάλασσα. O Τιτανικός χτύπησε πάνω σ' ένα παγόβουνο και ναυάγησε στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Όταν ναυαγείς σ' ένα νησί, το πλοίο σου έχει ναυαγήσει, κι εσύ καταφέρνεις να κολυμπήσεις μέχρι τη στεριά. O ναυαγός είναι κάποιος που έχει ναυαγήσει. Το ναυάγιο είναι η βύθιση ενός πλοίου. Ναυάγιο είναι και τα συντρίμμια ενός πλοίου που ναυάγησε. ναυ-α-γώ
ναυπηγείο [το] ουσιαστικό (ναυπηγεία) πλοίο
ναύτης [ο] ουσιαστικό (ναύτες)
O ναύτης είναι κάποιος που δουλεύει σ' ένα πλοίο και παίρνει διαταγές από τους ανωτέρους του, δηλαδή από τον πλοίαρχο ή τους αξιωματικούς. O ναυτικός δουλεύει στο πλοίο και μπορεί να είναι ναύτης ή αξιωματικός. Στηδουλειά του χρησιμοποιεί ναυτικούς χάρτες. Το ναυτικό μίας χώρας είναι όλα τα πλοία της μαζί. ναύ-της
ναυτικός [ο] ουσιαστικό (ναυτικοί) ναύτης
νεαρός, νεαρή, νεαρό επίθετο (νεαροί,νεαρές, νεαρά) νέος
νεκρός, νεκρή, νεκρό επίθετο (νεκροί,νεκρές, νεκρά)
Όταν ένας άνθρωπος είναι νεκρός, δε ζει πια. Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Τον σκότωσε ο αστυνομικός.
(σαν ουσιαστικό) Στην Ελλάδα τους νεκρούς τους θάβουμε στο χώμα, ενώ στην Ιαπωνία τους καίνε. ζωντανός Στο νεκροταφείο θάβουμε τους νεκρούς.
νε-κρός
νεκροταφείο [το] ουσιαστικό (νεκροταφεία) νεκρός
νεογέννητος, νεογέννητη, νεογέννητο επίθετο (νεογέννητοι, νεογέννητες, νεογέννητα) νέος
νεράιδα [η] ουσιαστικό (νεράιδες)
Στα παραμύθια η νεράιδα είναι μία πολύ όμορφη γυναίκα που ζει στη φύση και κάνει μαγικά.
νε-ράι-δα 'τα παραμύθια'
νερό [το] ουσιαστικό (νερά)
Το νερό είναι το καθαρό, διάφανο υγρό που πίνεις για να ξεδιψάσεις. Oι λίμνες και τα ποτάμια έχουν μέσα τους πάρα πολύ νερό.
Λέμε ότι ξέρεις το μάθημά σου νερό, όταν το ξέρεις πολύ καλά. Ακόμη λέμε ότι πηγαίνεις με τα νερά κάποιου, όταν κάνεις ό,τι θέλει. Στο νεροχύτη πλένουμε τα πιάτα μας. Βρίσκεται στην κουζίνα του σπιτιού μας. νε-ρό
νεροχύτης [ο] ουσιαστικό (νεροχύτες) νερό
νευριάζω ρήμα (νευρίασα, θα νευριάσω) νεύρο
νέφος [το] ουσιαστικό (νέφη)
Το νέφος είναι το παχύ σύννεφο που δημιουργείται στον ουρανό των πόλεων από τα πολλά καυσαέρια. Όταν έχει πολλή ζέστη και κίνηση, μπορείς να δεις νέφος στον ουρανό της Αθήνας.
Νέφη λέμε και τα σύννεφα. νέ-φος
νήμα [το] ουσιαστικό (νήματα)
Το νήμα είναι μία χοντρή κλωστή για να πλέκεις ή να υφαίνεις κάτι.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη αγόρασε πέντε κουβάρια νήμα για να του φτιάξει μία ζακέτα. νή-μα
νηπιαγωγείο [το] ουσιαστικό (νηπιαγωγεία) νήπιο
νηπιαγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (νηπιαγωγοί) νήπιο
νήπιο [το] ουσιαστικό (νήπια)
Το νήπιο είναι ένα παιδί δύο με πέντε χρονών.
Τα νήπια πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, δηλαδή στο σχολείο για νήπια. Τη δασκάλα τους τη λέμε νηπιαγωγό νή-πι-ο
νησί [το] ουσιαστικό (νησιά)
Το νησί είναι ένα κομμάτι γης που έχει γύρω γύρω θάλασσα.
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί της Ελλάδας.
Νησιώτης είναι αυτός που κατάγεται από νησί. νη-σί
νησιώτης [ο], νησιώτισσα [η] ουσιαστικό (νησιώτες, νησιώτισσες) νησί
νηστεία [η] ουσιαστικό (νηστείες) νηστεύω
νηστεύω ρήμα (νήστεψα, θα νηστέψω)
Όταν νηστεύουμε, δεν τρώμε κάποια φαγητά για λίγες μέρες. Oι χριστιανοί νηστεύουν πριν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Oι μουσουλμάνοι νηστεύουν, όταν έχουν το ραμαζάνι. O παππούς και η γιαγιά του Κώστα κρατούν νηστεία ολόκληρη τη Σαρακοστή. Τρώνε συχνά ελιές, ρύζι, φακές και φασόλια που είναι νηστίσιμα φαγητά. νη-στεύ-ω
νηστικός, νηστική, νηστικό επίθετο (νηστικοί, νηστικές, νηστικά)
Όταν είσαι νηστικός, δεν έχεις φάει και πεινάς.
O Κώστας και η Αθηνά τρώνε κάθε μέρα πρωινό για να μην είναι νηστικοί στο σχολείο. χορτάτος νη-στι-κός
νηστίσιμος, νηστίσιμη, νηστίσιμο επίθετο (νηστίσιμοι, νηστίσιμες, νηστίσιμα) νηστεύω
νιανιά [τα] ουσιαστικό
Η θεία Κατερίνα έκανε το κρέας νιανιά για να μπορέσει το μωρό να το φάει. Το έλιωσε. νια-νιά
νιάνιαρο [το] ουσιαστικό (νιάνιαρα)
Νιάνιαρο λέμε κοροϊδευτικά το μικρό παιδί. νιά-νια-ρο
νιαουρίζω ρήμα (νιαούρισα, θα νιαουρίσω)
Όταν η Ροζαλία φωνάζει,νιαουρίζει. Βγάζει νιαουρίσματα. νια-ου-ρί-ζω
νιάτα [τα] ουσιαστικό
O θείος Αλέκος θυμάται πώς ήταν στα νιάτα του. Όταν ήταν νέος.
νεότητα, νιότη γηρατειά, γεράματα
Λέει ότι τα σημερινά νιάτα διασκεδάζουν πολύ και διαβάζουν λίγο. Oι σημερινοί νέοι. νέος νιά-τα
νίκη [η] ουσιαστικό (νίκες) νικώ
νικητής [ο], νικήτρια [η] ουσιαστικό (νικητές, νικήτριες) νικώ
νιπτήρας [ο] ουσιαστικό (νιπτήρες)
Στο νιπτήρα πλένουμε τα χέρια, το πρόσωπο και τα δόντια μας. Βρίσκεται στο μπάνιο του σπιτιού μας. νι-πτή-ρας 'το μπάνιο'
νιφάδα [η] ουσιαστικό (νιφάδες)
Η νιφάδα είναι το καθένα από τα μικρά κομμάτια του χιονιού που πέφτει.
νι-φά-δα
νιώθω ρήμα (ένιωσα, θα νιώσω)
Η Αθηνά ένιωσε έναν πόνο στο χέρι της όταν έπιασε το τριαντάφυλλο. Ένα αγκάθι είχε τρυπήσει το δάχτυλό της. Η Αθηνά πόνεσε.
O Κώστας ένιωθε τέτοια χαρά που κέρδισε η ομάδα του, που ήθελε να το πει σε όλους τους φίλους του. Ήταν πολύ χαρούμενος. αισθάνομαι
νιώ-θω 'πώς νιώθω'
-Μπορείς να βρεις πως νιώθουν στην επόμενη σελίδα οι ήρωες των παραμυθιών;
πώς νιώθω
νόημα [το] ουσιαστικό (νοήματα)
O Κώστας διάβασε πολλές φορές το μάθημα για να καταλάβει το νόημά του. Για να καταλάβει τι θέλει να πει το μάθημα. σημασία
O θείος Τάκης οδηγούσε γρήγορα. O τροχονόμος του έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσει. Κούνησε το χέρι του με τρόπο για να του δείξει ότι πρέπει να σταματήσει. νόη-μα
νοιάζει ρήμα (ένοιαξε, θα νοιάξει)
«Τι σε νοιάζει εσένα τι θα κάνουν τα κορίτσια; Ας παίξουν ό,τι θέλουν!» είπε θυμωμένα ο Κώστας στο Νίκο.Τι σ' ενδιαφέρει; Γιατί σε απασχολεί;
νοιάζομαι νοιά-ζει
νοιάζομαι ρήμα (νοιάστηκα, θα νοιαστώ)
O κύριος Μιχάλης έχει απότομους τρόπους και δε νοιάζεται αν στεναχωρεί τα παιδιά με τις φωνές τους. Δεν τον νοιάζει, δεν τον ενδιαφέρει.
νοιάζει νοιά-ζο-μαι
νοίκι [το] ουσιαστικό (νοίκια) νοικιάζω
νοικιάζω, νοικιάζομαι/ενοικιάζομαι ρήμα (νοίκιασα, θα νοικιάσω)
Όταν νοικιάζεις κάτι, πληρώνεις για να το χρησιμοποιήσεις για λίγο.
Η οικογένεια του Ίγκλι δεν έχει ακόμα δικό της σπίτι και νοικιάζει ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Το βρήκαν επειδή είδαν στην είσοδο της πολυκατοικίας ένα άσπρο χαρτί που έγραφε με κόκκινα γράμματα: ΕΝOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ.
Αν είσαι ενοικιαστής ή νοικάρης, νοικιάζεις ένα σπίτι. Το ενοίκιο ή το νοίκι είναι τα χρήματα που πληρώνεις για να νοικιάσεις ένα σπίτι. νοι-κιά-ζω
νοικοκυριό [το] ουσιαστικό (νοικοκυριά) νοικοκύρης
νομάρχης [ο], [η] ουσιαστικό (νομάρχες) νομός
νομίζω ρήμα (νόμισα, θα νομίσω)
«Είδες τη Ροζαλία πουθενά;» ρώτησε η Αθηνά. «Νομίζω ότι την είδα κοντά στο περίπτερο» απάντησε ο Κώστας. Έχω αυτή τη γνώμη, αλλά δεν είμαι σίγουρος.
μου φαίνεται
«Αν νομίζεις ότι η γάτα σου χάθηκε, τότε να ψάξω να τη βρω» είπε ο κύριος Γιάννης στην Αθηνά. Αν πιστεύεις ότι η γάτα χάθηκε, τότε θα ψάξω. πιστεύω
νο-μί-ζω
νόμισμα [το] ουσιαστικό (νομίσματα)
Το 1 ευρώ, τα 50 λεπτά, τα 20 λεπτά, τα 10 λεπτά, τα 5 λεπτά, τα 2 λεπτά και το 1 λεπτό είναι νομίσματα. Τα νομίσματα είναι φτιαγμένα από μέταλλο.
κέρμα χαρτονόμισμα
Τα χρήματα που χρησιμοποιούν σε κάθε χώρα είναι το νόμισμα της χώρας αυτής.
Το ευρώ είναι το σημερινό νόμισμα της Ελλάδας. Παλιά το νόμισμά της ήταν η δραχμή. Τα 5, τα 20 και τα 50 ευρώ είναι χαρτονομίσματα. Είναι φτιαγμένα από χαρτί. νό-μι-σμα
νομός [ο] ουσιαστικό (νομοί)
O νομός είναι μία μεγάλη περιοχή της Ελλάδας που έχει ένα νομάρχη για ν' αποφασίζει για καθετί που έχει σχέση με την περιοχή. Η Ελλάδα έχει 53 νομούς.
νο-μός
νόμος [ο] ουσιαστικό (νόμοι)
Oι νόμοι είναι οι γραπτοί κανόνες που έχει κάθε χώρα για να ξέρουν οι κάτοικοι τι πρέπει να κάνουν και τι όχι. O νόμος λέει πως όλα τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο. Κάτι είναι νόμιμο, όταν γίνεται όπως το λέει ο νόμος.
νό-μος
νονός [ο], νονά [η] ουσιαστικό (νονοί, νονές)
O νονός και η νονά σου είναι αυτοί που σε βάφτισαν, όταν ήσουν μωρό.
νο-νός
νοσοκομείο [το] ουσιαστικό (νοσοκομεία) νοσοκόμος
νοσοκόμος [ο], νοσοκόμα [η] ουσιαστικό (νοσοκόμοι, νοσοκόμες)
Η δουλειά του νοσοκόμου και της νοσοκόμας είναι να βοηθούν τους γιατρούς και να φροντίζουν τους άρρωστους ανθρώπους. νοσηλευτής, νοσηλεύτρια
Τα νοσοκομεία είναι κτίρια όπου οι γιατροί και οι νοσοκόμοι φροντίζουν τους άρρωστους ανθρώπους να γίνουν καλά. νο-σο-κό-μος 'στο νοσοκομείο'
νόστιμος, νόστιμη, νόστιμο επίθετο (νόστιμοι, νόστιμες, νόστιμα)
Όταν ένα φαγητό είναι νόστιμο, έχει ωραία μυρωδιά και γεύση, είναι καλά μαγειρεμένο και μας αρέσει να το τρώμε. Χθες η κυρία Μαργαρίτα μαγείρεψε ένα πολύ νόστιμο φαγητό με φρέσκο ψάρι. γευστικός άνοστος
«Μμμ, τι γεύση, τι νοστιμιά είναι αυτή!» είπε ο Κώστας. «Κοίτα, η Ροζαλία γλείφει ήδη τα μουστάκια της». νό-στι-μος
νότα [η] ουσιαστικό (νότες)
Η μουσική γράφεται με νότες. Oι νότες είναι επτά: Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ,Λα, Σι.
νό-τα
νοτιάς [ο] ουσιαστικό (νοτιάδες)
O νοτιάς είναι ο άνεμος που φυσάει από το νότο και φέρνει συνήθως βροχές και υγρασία. βοριάς νότος, νότιος νο-τιάς
στο νοσοκομείο
νότιος, νότια, νότιο επίθετο (νότιοι, νότιες, νότια) νότος
νότος [ο] ουσιαστικό
O νότος είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όταν κοιτάμε προς την ανατολή, ο νότος βρίσκεται στα δεξιά μας. βορράς Στη Νότια Ελλάδα πέφτουν πιο πολλές βροχές κάθε χρόνο. νοτιάς νό-τος
νούμερο [το] ουσιαστικό (νούμερα)
Τα νούμερα είναι οι αριθμοί.
Το 5 είναι το τυχερό νούμερο του Κώστα. O θείος Τάκης δεν ήξερε το νούμερο του τηλεφώνου του κυρίου Μιχάλη. αριθμός
Το νούμερο είναι ο αριθμός που μας δείχνει πόσο μικρά ή μεγάλα είναι τα ρούχα ή τα παπούτσια που φοράμε.
Η πωλήτρια ρώτησε τη μητέρα της Αθηνάς τι νούμερο παπούτσι φοράει.
Στο τσίρκο οι ακροβάτες και οι κλόουν κάνουν νούμερα. νού-με-ρο
νούφαρο [το] ουσιαστικό (νούφαρα)
Το νούφαρο είναι ένα φυτό που φυτρώνει μέσα στις λίμνες. Έχει μεγάλα στρογγυλά φύλλα και λουλούδια που επιπλέουν στο νερό. νού-φα-ρο
νταλίκα [η] ουσιαστικό (νταλίκες)
Η νταλίκα είναι ένα μεγάλο φορτηγό που μεταφέρει πολύ βαριά πράγματα.
ντα-λί-κα
νταντά [η] ουσιαστικό (νταντάδες)
Η δουλειά της νταντάς είναι να φροντίζει τα μικρά παιδιά μίας οικογένειας.
Όταν νταντεύεις ένα μικρό παιδί, το φροντίζεις και το προσέχεις σαν να είσαι η νταντά του. ντα-ντά
ντεμοντέ επίθετο μόδα
ντεπόζιτο [το] ουσιαστικό (ντεπόζιτα)
Το ντεπόζιτο είναι ένα μεγάλο δοχείο μέσα στο οποίο βάζουμε νερό ή άλλα υγρά. Στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου βάζουμε βενζίνη. ρεζερβουάρ ντε-πό-ζι-το
-Λέμε και τεπόζιτο.
ντέφι [το] ουσιαστικό (ντέφια)
Το ντέφι είναι μουσικό όργανο. Μοιάζει μ' ένα ξύλινο στρογγυλό στεφάνι που γύρω του κρέμονται μικρά κομματάκια από μέταλλο. Από τη μία μεριά του είναι σκεπασμένο με λεπτό δέρμα. Το κρατάμε με το αριστερό χέρι και το χτυπάμε με το δεξί.
ντέ-φι
ντιβάνι [το] ουσιαστικό
Το ντιβάνι είναι ένα μικρό και χαμηλό κρεβάτι που το χρησιμοποιούμε και σαν καναπέ. ντι-βά-νι
ντιβιντί (DVD) [το] ουσιαστικό σιντί (CD)
ντοκιμαντέρ [το] ουσιαστικό
Το ντοκιμαντέρ είναι μία μικρή ταινία που δείχνει πραγματικά γεγονότα και δίνει πληροφορίες για ένα θέμα. Η τάξη του Κώστα παρακολούθησε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα «Η ελιά και το λάδι στην Ελλάδα». ντο-κι-μα-ντέρ
-Ξένη λέξη. Δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό.
ντομάτα [η] ουσιαστικό (ντομάτες)
Η ντομάτα είναι ο μικρός, στρογγυλός, μαλακός και κόκκινος καρπός της ντοματιάς. Με τη ντομάτα φτιάχνουμε σαλάτα ή σάλτσα που τη βάζουμε σε διάφορα φαγητά. O ντοματοχυμός είναι το ζουμί της ντομάτας. Τον βάζουμε στα φαγητά ή τον πίνουμε σαν χυμό. ντοματιά ντο-μά-τα
ντόμινο [το] ουσιαστικό
Το ντόμινο είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Παίζεται με μικρά άσπρα πλακάκια που έχουν πάνω τους μικρές τελίτσες. ντό-μι-νο
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ντόπιος, ντόπια, ντόπιο επίθετο (ντόπιοι,ντόπιες, ντόπια)
Όταν κάποιος ζει στον τόπο που γεννήθηκε, είναι ντόπιος.
Στο χωριό του θείου Αλέκου μείνανε λίγοι ντόπιοι κάτοικοι. O θείος λέει ότι οι περισσότεροι ντόπιοι φεύγουν και πηγαίνουν στις μεγάλες πόλεις. ξένος
Τα προϊόντα που παράγονται στον τόπο που τ' αγοράζουμε και τα τρώμε είναι ντόπια προϊόντα. εγχώριος ντό-πιος
ντοσιέ [το] ουσιαστικό
Το ντοσιέ είναι ένας φάκελος με σκληρό εξώφυλλο. Μέσα στο ντοσιέ βάζουμε χαρτιά, αφού πρώτα τα τρυπήσουμε για να τα στερεώσουμε από τη μία μεριά. Oι μαθητές στην τάξη της Αθηνάς έχουν ένα ντοσιέ ο καθένας για να βάζουν εκεί μέσα τις εργασίες τους. ντο-σιέ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ντουβάρι [το] ουσιαστικό (ντουβάρια)
Ντουβάρι λέμε τον τοίχο.
Το σπίτι δίπλα στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη καταστράφηκε τελείως από τη φωτιά. Έμειναν μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. ντου-βά-ρι
ντουζ [το] ουσιαστικό
Όταν κάνεις ντουζ, πλένεις το σώμα σου με νερό που πέφτει από ψηλά σαν βροχή.
Στο ντουζ πλένουμε το σώμα μας με νερό που πέφτει με πίεση από ψηλά.
Στην παραλία που πήγε η οικογένεια του Ίγκλι υπήρχαν πολλά ντουζ για να ξεπλένονται οι άνθρωποι,όταν βγαίνουν από τη θάλασσα.
ντουζ 'το σώμα μας'
-Λέμε και ντους.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ντουλάπα [η] ουσιαστικό (ντουλάπες)
Η ντουλάπα είναι ένα ψηλό έπιπλο με ράφια που ανοίγει με πόρτα. Στη ντουλάπα φυλάμε τα καθαρά ρούχα, τα σεντόνια, τις κουβέρτες και άλλα πράγματα. Τις ντουλάπες συνήθως τις έχουμε στα υπνοδωμάτια. ντου-λά-πα 'τα ρούχα'
ντουλάπι [το] ουσιαστικό (ντουλάπια)
Στον τοίχο της κουζίνας και του μπάνιου έχουμε ντουλάπια, δηλαδή μικρά έπιπλα με πορτάκια. Μέσα τους βάζουμε τρόφιμα, πιάτα, σαμπουάν ή άλλα πράγματα.
ντου-λά-πι 'η κουζίνα'
ντρέπομαι ρήμα (ντράπηκα, θα ντραπώ)
Όταν ντρέπεσαι, φοβάσαι να πεις ή να κάνεις κάτι που θέλεις, επειδή πιστεύεις ότι οι άλλοι άνθρωποι θα γελάσουν με αυτό που θα πεις ή θα κάνεις.
Μερικές φορές ο Ίγκλι ντρέπεται να μιλήσει στην τάξη, γιατί πιστεύει ότι δεν ξέρει καλά ελληνικά.
Όταν ντρέπεσαι, αισθάνεσαι άσχημα, γιατί έχεις κάνει κάτι που δεν ήταν σωστό κι ενόχλησε τους άλλους. Η Αθηνά ντράπηκε που μίλησε απότομα στην Ελένη και της ζήτησε συγνώμη. O Ίγκλι είναι ντροπαλό παιδί και δε μιλάει εύκολα σε ξένους. Ένιωσε όμως ντροπή που έσπασε το τζάμι του κυρίου Μιχάλη και γι' αυτό ζήτησε συγνώμη. ντρέ-πο-μαι
ντροπαλός, ντροπαλή, ντροπαλό επίθετο (ντροπαλοί, ντροπαλές, ντροπαλά) ντρέπομαι
ντροπή [η] ουσιαστικό (ντροπές) ντρέπομαι
ντροπιάζω, ντροπιάζομαι ρήμα (ντρόπιασα, θα ντροπιάσω)
Ντροπιάζεις κάποιον, όταν τον κάνεις να αισθανθεί άσχημα για κάτι άσχημο που έκανες εσύ. «Η δασκάλα μού είπε ότι ήσουν πολύ άτακτος σήμερα» είπε στο Νίκο ο πατέρας του. «Κρίμα, με ντρόπιασες στη δασκάλα». ντρο-πιά-ζω
νυστάζω ρήμα (νύσταξα, θα νυστάξω)
Όταν νυστάζεις, θέλεις να πας για ύπνο.
«Με νύσταξε η τηλεόραση με τις βλακείες που δείχνει. Πάω για ύπνο» είπε η Αθηνά. «Να κλείσουμε λοιπόν την τηλεόραση και να πάμε για ύπνο» απάντησε ο Κώστας. «Κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα». νυ-στά-ζω
νύφη [η] ουσιαστικό (νύφες)
Νύφη λέμε τη γυναίκα που πηγαίνει στην εκκλησία για να παντρευτεί ή που έχει μόλις παντρευτεί.
Oι γονείς και τ' αδέρφια ενός παντρεμένου άνδρα έχουν τη γυναίκα του νύφη.
νύ-φη
νύχι [το] ουσιαστικό (νύχια)
Σ' όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών σου έχεις νύχια.
Η θεία Κατερίνα έβαψε τα νύχια της πολύ προσεκτικά. Αφού ντύθηκε κοιτάχτηκε από την κορυφή ως τα νύχια.
Η Αλίκη περπάτησε στα νύχια για να μην ξυπνήσει το μωρό της θείας Κατερίνας. Στις άκρες των ποδιών για να μη κάνει θόρυβο.
Με το νυχοκόπτη κόβουμε τα νύχια μας. νύ-χι
νυχτερίδα [η] ουσιαστικό (νυχτερίδες)
Η νυχτερίδα είναι ένα μικρό μαύρο ζώο που μπορεί να πετάει. Βρίσκει την τροφή της τη νύχτα.
νύχτα νυ-χτε-ρί-δα
νυχτερινός, νυχτερινή, νυχτερινό επίθετο (νυχτερινοί, νυχτερινές, νυχτερινά) νύχτα
νυχτικό [το] ουσιαστικό (νυχτικά) νύχτα
-Λέμε και η νυχτικιά.
νυχτώνω ρήμα (νύχτωσα, θα νυχτώσω) νύχτα
νωρίς επίρρημα
Όταν ξυπνάς νωρίς, ξυπνάς πολύ πρωί, μόλις αρχίζει να ξημερώνει. Όταν πηγαίνεις κάπου νωρίς, πηγαίνεις πριν από την ώρα που συνήθως πας ή πρέπει να πας τις άλλες φορές. O κύριος Γιάννης πήγε νωρίς στη δουλειά του σήμερα. Δεν είχε έρθει κανείς ακόμα. Ήταν μόνος του στο γραφείο. αργά
«Ευτυχώς φτάσαμε νωρίς στο σταθμό και προλάβαμε το τρένο» είπε ο θείος Τάκης. Φτάσαμε στην ώρα μας. νω-ρίς
|