λαβράκι [το] ουσιαστικό (λαβράκια)
Το λαβράκι είναι ένα στενόμακρο και μεγάλο ψάρι.
Λέμε ότι έπιασες λαβράκι, όταν έχεις μία μεγάλη επιτυχία. λα-βρά-κι
λαγός [ο], λαγουδίνα [η] ουσιαστικό (λαγοί, λαγουδίνες)
O λαγός είναι ένα τριχωτό, μικρό ζώο με μακριά αυτιά και κοντή ουρά που τρέχει πολύ γρήγορα.
Όταν τρως λαγό, τρως το κρέας του.
Όταν γίνεσαι λαγός, φοβάσαι κάτι και φεύγεις τρέχοντας.
λα-γός 'το αγρόκτημα'
λάδι [το] ουσιαστικό (λάδια)
Το λάδι είναι ένα παχύ υγρό που το βγάζουμε από τις ελιές και το χρησιμοποιούμε στο φαγητό.
Λάδι βάζουμε και στις μηχανές.
Όταν η θάλασσα είναι λάδι, δεν έχει καθόλου κύμα. Όταν βγάζεις το λάδι κάποιου, τον ταλαιπωρείς. Όταν κάτι είναι λαδί, έχει το χρώμα του λαδιού. Όταν λαδώνεις την πόρτα, της βάζεις λάδι. λά-δι
λαδώνω ρήμα (λάδωσα, θα λαδώσω) λάδι
λαθραίος, λαθραία, λαθραίο επίθετο (λαθραίοι, λαθραίες, λαθραία)
Όταν ένα εμπόρευμα είναι λαθραίο, το έχει φέρει κάποιος κρυφά στη χώρα.
«Στο αεροδρόμιο η αστυνομία έπιασε κάποιον που έφερε λαθραία ρολόγια στην Ελλάδα» είπε ο θείος Τάκης. Λαθρεπιβάτης είναι αυτός που ταξιδεύει κρυφά χωρίς να πληρώσει εισιτήριο. λα-θραί-ος
λαθρεπιβάτης [ο], λαθρεπιβάτισσα [η] ουσιαστικό (λαθρεπιβάτες, λαθρεπιβάτισσες) λαθραίος
λαϊκός, λαϊκή, λαϊκό επίθετο (λαϊκοί, λαϊκές, λαϊκά)
Όταν κάτι είναι λαϊκό, είναι του λαού, έχει σχέση με το λαό.
Oι παροιμίες είναι λόγια της λαϊκής σοφίας. Στη λαϊκή αγορά, ψωνίζεις φρούτα και λαχανικά. λαός λα-ϊ-κός Δες αγορά
λαίμαργος, λαίμαργη, λαίμαργο επίθετο (λαίμαργοι, λαίμαργες, λαίμαργα)
Όταν είσαι λαίμαργος, τρως γρήγορα πολύ φαγητό.
«Ποπό! Έφαγες δύο πιάτα πατάτες μέσα σε πέντε λεπτά! Είσαι πολύ λαίμαργη, Αθηνά!» είπε η Ελένη. Όταν είσαι λαίμαργος, έχεις λαιμαργία. λαί-μαρ-γος
λαιμός [ο] ουσιαστικό (λαιμοί)
O λαιμός ενώνει το κεφάλι με το υπόλοιπο σώμα σου.
Η κυρία Μαργαρίτα αποφεύγει τις μπλούζες με ψηλό λαιμό, γιατί τη σφίγγουν.
λαι-μός 'το σώμα μας'
λακκάκι [το] ουσιαστικό (λακκάκια) λάκκος
λάκκος [ο] ουσιαστικό (λάκκοι)
Όταν ανοίγεις ένα λάκκο, ανοίγεις μία βαθιά τρύπα στο χώμα μ' ένα φτυάρι.
Η Αθηνά και ο Κώστας ανοίγουν λάκκους στην άμμο. Το λακκάκι είναι μία βουλίτσα στο μάγουλό σου. λάκ-κος
λακκούβα [η] ουσιαστικό (λακκούβες)
Η λακκούβα είναι μία μικρή τρύπα στο χώμα.
O κύριος Γιάννης είναι καλός οδηγός και πάντα προσέχει τις λακκούβες όταν βρέχει. λακ-κού-βα
λαλώ και λαλάω ρήμα (λάλησα, θα λαλήσω)
Όταν ένας κόκορας λαλεί, κάνει «κικιρίκου». λα-λώ
λάμπα [η] ουσιαστικό (λάμπες)
Ανάβεις μία λάμπα για να έχει φως στο σκοτάδι.
«Κώστα, ξέρεις ν'αλλάζεις μία λάμπα που έχει καεί;» ρώτησε η Αθηνά.
λάμπω λά-μπα
λαμπάδα [η] ουσιαστικό (λαμπάδες)
Η λαμπάδα είναι ένα μεγάλο και χοντρό κερί.
Η Αθηνά πήρε από το νονό της μία λαμπάδα με το Φοίβο και την Αθηνά για το Πάσχα. λάμπω
λα-μπά-δα
λαμπερός, λαμπερή, λαμπερό επίθετο (λαμπεροί, λαμπερές, λαμπερά) λάμπω
λάμπω ρήμα (έλαμψα, θα λάμψω)
Όταν κάτι λάμπει, δίνει πολύ φως.
Όταν ο ήλιος λάμπει, μας φωτίζει και μας ζεσταίνει.
Όταν λάμπει το σπίτι σου, αστράφτει από καθαριότητα.
Λέμε ότι κάποιος λάμπει, όταν αστράφτει από υγεία και ομορφιά. Όταν κάτι είναι λαμπερό, λάμπει, έχει δηλαδή λάμψη. λάμπα, λαμπάδα λά-μπω
λαός [ο] ουσιαστικό (λαοί)
Λαός είναι όλοι οι κάτοικοι ενός τόπου.
O πρωθυπουργός μίλησε στον ελληνικό λαό από την τηλεόραση. λα-ός
λάρυγγας [ο] ουσιαστικό (λάρυγγες) λαρύγγι
λαρύγγι [το] ουσιαστικό (λαρύγγια)
Το λαρύγγι είναι το μέσα μέρος του λαιμού σου.
«Τραγουδούσα συνέχεια και πόνεσε το λαρύγγι μου» είπε η Αθηνά.
Όταν λες σε κάποιον «θα σου στρίψω το λαρύγγι», εννοείς πως θα τον πνίξεις.
λάρυγγας λα-ρύγ-γι
λασπώνω, λασπώνομαι ρήμα (λάσπωσα, θα λασπώσω) λάσπη
λάστιχο [το] ουσιαστικό (λάστιχα)
Ένα αυτοκίνητο, μία μηχανή ή ένα ποδήλατο έχουν στις ρόδες τους λάστιχα.
Το λάστιχο σφίγγει ένα ρούχο πάνω σου.
«Το λάστιχο στη φούστα μου έχει χαλάσει» είπε η Αθηνά.
Η Αθηνά και η Ελένη παίζουν λάστιχο στην αυλή του κυρίου Μιχάλη.
λαστιχάκι λά-στι-χο
λατρεύω, λατρεύομαι ρήμα (λάτρεψα, θα λατρέψω)
Όταν λατρεύεις κάποιον, τον αγαπάς πολύ.
O Κώστας λατρεύει τους γονείς του.
Όταν λατρεύεις το Θεό, πιστεύεις και προσεύχεσαι σ' αυτόν.
Όταν έχεις λατρεία για κάποιον, τον λατρεύεις. λα-τρεύ-ω
λαχανιάζω ρήμα (λαχάνιασα, θα λαχανιάσω)
Όταν λαχανιάζεις, αναπνέεις με δυσκολία, επειδή έχεις κουραστεί.
O Ίγκλι λαχάνιασε, επειδή ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του σχολείου.
λα-χα-νιά-ζω
λαχανικό [το] ουσιαστικό (λαχανικά)
Τα λαχανικά είναι φυτά που φυτρώνουν χαμηλά στη γη. Άλλοτε τα τρώμε ωμά και τα κάνουμε σαλάτα κι άλλοτε τα μαγειρεύουμε. Το μαρούλι, η πιπεριά και το λάχανο είναι λαχανικά. λάχανο ζαρζαβατικό λα-χα-νι-κό
λάχανο [το] ουσιαστικό (λάχανα)
Το λάχανο είναι ένα στρογγυλό λαχανικό με ανοιχτά πράσινα ή μοβ φύλλα.
O θείος Τάκης έχει λαχανόκηπο. Συχνά κόβει λαχανόφυλλα και φτιάχνει λαχανόρυζο και λαχανοντολμάδες. Είναι τα αγαπημένα του φαγητά. λά-χα-νο
λαχείο [το] ουσιαστικό (λαχεία)
Τα λαχεία είναι χαρτάκια με αριθμούς. Αν ο δικός σου αριθμός βγει πρώτος, κερδίζεις πολλά λεφτά. O κύριος Δημήτρης αγοράζει συχνά λαχεία με την ελπίδα πως θα κερδίσει. λαχνός λα-χεί-ο
λαχνός [ο] ουσιαστικό (λαχνοί)
Λαχνός είναι ο αριθμός που έχει πάνω του κάθε λαχείο.
O τυχερός λαχνός του εθνικού λαχείου τελειώνει σε μηδέν. λαχείο
λα-χνός
λαχταρώ και λαχταράω ρήμα (λαχτάρησα, θα λαχταρήσω) λαχτάρα
λεβέντης [ο], λεβέντισσα [η] ουσιαστικό (λεβέντες, λεβέντισσες)
Όταν κάποιος είναι λεβέντης, είναι πολύ γενναίος, τίμιος και δυνατός.
Oι ήρωες του 1821 ήταν λεβέντες που πολέμησαν για την πατρίδα τους.
παλικάρι Όταν κάποιος είναι λεβέντης, έχει λεβεντιά. λε-βέ-ντης
λέγω ρήμα (είπα, θα πω) λέω
λέιζερ [το] ουσιαστικό (λέιζερ)
Το λέιζερ είναι ένα μηχάνημα που στέλνει λεπτές ακτίνες φωτός. Το χρησιμοποιούμε για να κάνουμε μία εγχείριση, για να κόβουμε τα μέταλλα και για να τυπώνουν κάποια είδη εκτυπωτών. λέι-ζερ
λείος, λεία, λείο επίθετο (λείοι, λείες, λεία)
Το δέρμα του μωρού της θείας Κατερίνας είναι λείο, δηλαδή όταν το πιάνεις, είναι ίσιο και απαλό. τραχύς, ανώμαλος λεί-ος
λείπω ρήμα (έλειψα, θα λείψω)
Όταν λείπεις από κάπου, δεν είσαι εκεί.
Η Αθηνά έλειπε από την τάξη για λίγες μέρες, γιατί ήταν άρρωστη.
Όταν κάποιος σου λείπει, είναι μακριά, αλλά τον χρειάζεσαι κοντά σου.
Η Αθηνά δεν είναι καλά, γιατί της λείπει η Ροζαλία.
Όταν λείπει ένα κομμάτι από την τούρτα, δεν είναι ολόκληρη.
Όταν λες «Αυτό μου έλειπε!», σου έχει συμβεί κάτι που δεν ήθελες.
λεί-πω
λειρί [το] ουσιαστικό (λειριά)
Το λειρί του κόκορα είναι το κόκκινο λοφίο που έχει πάνω στο κεφάλι του.
λει-ρί
λειτουργώ ρήμα (λειτούργησα, θα λειτουργήσω)
Όταν κάτι λειτουργεί, δουλεύει σωστά.
«Κάθε φορά που το ασανσέρ δε λειτουργεί, ανεβαίνουμε με τα πόδια. Δυστυχώς η λειτουργία του σταματάει συχνά» είπε η Αθηνά.
Όταν τα μαγαζιά δε λειτουργούν,είναι κλειστά.
Όταν ένας παπάς λειτουργεί σε μία εκκλησία, είναι υπεύθυνος για τη Θεία Λειτουργία. λειτουργία λει-τουρ-γώ
λεκές [ο] ουσιαστικό (λεκέδες)
O λεκές είναι το σημάδι που αφήνει το μελάνι από το στιλό στη μπλούζα σου. Λεκέδες μπορεί να γίνουν από καφέ, κρασί, σοκολάτα, λάδι ή κάτι άλλο. λε-κές
λεμονάδα [η] ουσιαστικό (λεμονάδες) λεμόνι
λεμόνι [το] ουσιαστικό (λεμόνια)
Το λεμόνι είναι ένα κίτρινο φρούτο με πολύ ξινή γεύση.
Το καλοκαίρι ο κύριος Γιάννης πίνει κρύο τσάι με μία φέτα λεμόνι.
Λέμε ότι είσαι κίτρινος σαν το λεμόνι, όταν είσαι πολύ χλωμός.
Η λεμονάδα είναι ένα αναψυκτικό με ζάχαρη, λεμόνι και νερό. Το δέντρο που κάνει λεμόνια είναι η λεμονιά. λε-μό-νι
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
λέξη [η] ουσιαστικό (λέξεις)
Η λέξη «και» έχει τρία γράμματα ,ενώ η λέξη «γάτα» τέσσερα.
Όταν διηγείσαι μία ιστορία λέξη προς λέξη, τη λες με κάθε λεπτομέρεια.
Λέμε ότι δε βγάζεις λέξη από ένα κείμενο, όταν δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Επίσης λέμε ότι ακολουθείς την τελευταία λέξη της μόδας, όταν ντύνεσαι πολύ μοντέρνα.
Το λεξιλόγιό σου είναι όλες οι λέξεις που ξέρεις και χρησιμοποιείς στη γλώσσα σου. λέ-ξη
λεξικό [το] ουσιαστικό (λεξικά)
Το λεξικό εξηγεί τι σημαίνουν οι λέξεις και πώς γράφονται. Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου είναι ένα λεξικό. λέξη λε-ξι-κό
λεοπάρδαλη [η] ουσιαστικό (λεοπαρδάλεις)
Η λεοπάρδαλη είναι μία μεγάλη άγρια γάτα της Αφρικής. Η λεοπάρδαλη έχει κίτρινο τρίχωμα με μαύρες βούλες. πάνθηρας λε-ο-πάρ-δα-λη
λέπι [το] ουσιαστικό (λέπια)
Τα λέπια είναι μικρές σκληρές πλάκες που προστατεύουν το δέρμα των ψαριών.
Η κυρία Μαργαρίτα καθαρίζει τα λέπια των ψαριών προτού τα τηγανίσει. λέ-πι
λεπίδα [η] ουσιαστικό (λεπίδες)
Η λεπίδα είναι το μακρύ κοφτερό μέρος από ένα μαχαίρι ή ένα σπαθί.
«Κώστα, μη βάζεις το δάχτυλό σου στη λεπίδα του μαχαιριού, γιατί θα κοπείς!» φώναξε η Ελένη. λε-πί-δα
λεπτό [το] ουσιαστικό (λεπτά)
Μία ώρα έχει εξήντα λεπτά. Ένα ευρώ πόσα λεπτά έχει; λε-πτό
λεπτός, λεπτή, λεπτό επίθετο (λεπτοί, λεπτές, λεπτά)
Όταν είσαι λεπτός, έχεις αδύνατο σώμα. αδύνατος παχύς, χοντρός
Όταν κάτι είναι λεπτό, δεν έχει μεγάλο όγκο. O Κώστας έκοψε μία λεπτή φέτα τυρί, γιατί δεν πεινούσε πολύ. ψιλός παχύς, χοντρός
Όταν έχεις λεπτούς τρόπους, είσαι ευγενικός. λε-πτός
λέρα [η] ουσιαστικό (λέρες) λερώνω
λέσχη [η] ουσιαστικό (λέσχες)
Η λέσχη είναι μία ομάδα ανθρώπων που συναντιούνται σε συγκεκριμένο χώρο συχνά, επειδή έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα.
O Ίγκλι και ο Κώστας πηγαίνουν στην ίδια λέσχη ποδοσφαίρου.
Στη φοιτητική λέσχη τρώνε οι φοιτητές.
λέ-σχη
λευκοπλάστης [ο] ουσιαστικό (λευκοπλάστες)
Με το λευκοπλάστη σκεπάζεις ένα κόψιμο ή μία πληγή για να τα κρατήσεις καθαρά. χανζαπλάστ λευ-κο-πλά-στης
-Λέμε και το λευκοπλάστ.
λευκός, λευκή, λευκό επίθετο (λευκοί, λευκές, λευκά)
Όταν κάτι είναι λευκό, είναι άσπρο.
Το δέρμα της Χιονάτης είναι λευκό σαν χιόνι.
Τα λευκά είδη είναι κεντήματα, σεντόνια και πετσέτες. άσπρος μαύρος
λευ-κός
λεύκωμα [το] ουσιαστικό (λευκώματα)
Το λεύκωμα είναι ένα τετράδιο με σκέψεις δικές σου και των φίλων σου.
Η Αθηνά έγραψε ένα στιχάκι για την αγάπη στο λεύκωμα της Ελένης.
O θείος Τάκης χάρισε στη γυναίκα του ένα λεύκωμα των Oλυμπιακών αγώνων. Ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τους Oλυμπιακούς Αγώνες. λεύ-κω-μα
λεφτά [τα] ουσιαστικό
Λεφτά είναι τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα που πληρώνεις για ν'αγοράσεις κάτι. Αν έχεις πολλά λεφτά, είσαι πλούσιος. χρήματα λε-φτά
λέω και λέγω, λέγομαι ρήμα (είπα, θα πω)
Όταν λες κάτι, μιλάς.
Αν ξεκινήσει ο Κώστας να λέει, δεν τον σταματάει κανείς.
«Με λένε Αθηνά, το δικό σου όνομα ποιο είναι»;
-Τι θα πει η λέξη σελήνη, Αθηνά; -Σημαίνει φεγγάρι.
«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε στη θάλασσα, Κώστα; Θα σου φαινόταν ωραία;» τον ρώτησε ο Νίκος.
«Πες μας ένα τραγούδι από τον τόπο σου, Ίγκλι!» φώναξαν οι συμμαθητές του. Όταν λες το μάθημα απέξω, δεν κοιτάς καθόλου στο βιβλίο. Τα λόγια σου είναι οι κουβέντες που λες. Όταν βγάζεις λόγο, κάνεις μία ομιλία. Λέμε ότι κρατάς το λόγο σου, όταν κρατάς την υπόσχεσή σου. λέ-ω
λεωφορείο [το] ουσιαστικό (λεωφορεία)
Το λεωφορείο είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που μεταφέρει πολλούς επιβάτες.
Το σχολικό λεωφορείο μεταφέρει κάθε μέρα το Νίκο στο σχολείο.
λεωφόρος λε-ω-φο-ρεί-ο 'η πόλη'
λεωφόρος [η] ουσιαστικό (λεωφόροι)
Η λεωφόρος είναι ένας φαρδύς και μεγάλος δρόμος μέσα στην πόλη.
λεωφορείο λε-ω-φό-ρος
- Ξέρεις άλλα θηλυκά ουσιαστικά που τελειώνουν σε –ος; ........................
ληστεύω ρήμα (λήστεψα, θα ληστέψω) ληστής
ληστής [ο] ουσιαστικό (ληστές)
O ληστής κλέβει χρήματα ή άλλα αντικείμενα και τα κάνει δικά του.
«Oι ληστές επιτέθηκαν στην τράπεζα μέρα μεσημέρι» είπε ο κύριος Γιάννης στην κυρία Μαργαρίτα. κλέφτης Όταν κάποιος ληστεύει μία τράπεζα, κλέβει τα χρήματα της τράπεζας. λη-στής
λήγω ρήμα (έληξα, θα λήξω)
Όταν κάτι λήγει, φτάνει σ' ένα τέλος ή σταματά. O αγώνας έληξε ισόπαλος 0-0. O διαιτητής είχε σφυρίξει τη λήξη του παιχνιδιού. τελειώνω αρχίζω
Τα γιαούρτια έχουν ημερομηνία λήξης, δηλαδή δεν τρώγονται μετά από την ημερομηνία αυτή. λή-γω
λιακάδα [η] ουσιαστικό (λιακάδες)
Όταν έχει λιακάδα, η μέρα είναι ηλιόλουστη. λια-κά-δα
λιβάδι [το] ουσιαστικό (λιβάδια)
Το λιβάδι είναι ένα χωράφι με χόρτα και λουλούδια. Στα λιβάδια βόσκουν αγελάδες και πρόβατα. λι-βά-δι
λιγάκι επίρρημα λίγος
λίγος, λίγη, λίγο επίθετο (λίγοι, λίγες, λίγα)
Όταν κάτι είναι λίγο, είναι μικρό στον αριθμό ή την ποσότητα.
«Να βάλεις λίγη ζάχαρη στον καφέ, Μαργαρίτα» είπε ο κύριος Αλέκος. πολύς
«Σε λίγο θ' αρχίσουν και οι καλοκαιρινές διακοπές» σκέφτηκε ο θείος Αλέκος. «Πρέπει να λιγοστέψω το φαγητό και να τρώω λιγότερη ζάχαρη. Όμως πεινάω, θα ήθελα λιγάκι ψωμί ακόμη». λί-γος
λιγοστεύω ρήμα (λιγόστεψα, θα λιγοστέψω) λίγος
λιγότερος, λιγότερη, λιγότερο επίθετο (λιγότεροι, λιγότερες, λιγότερα) λίγος
λιγνός, λιγνή, λιγνό επίθετο (λιγνοί, λιγνές, λιγνά)
Όταν είσαι λιγνός, είσαι πολύ αδύνατος.
O Πινόκιο είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι με λιγνά ποδαράκια και μεγάλη μύτη.
χοντρός λι-γνός 'αντίθετα'
λίμα [η] ουσιαστικό (λίμες)
Με τη λίμα τρίβεις τα νύχια σου για να τα κάνεις πιο κοντά και λεία.
Τα λιμάρεις. λί-μα
λιμάνι [το] ουσιαστικό (λιμάνια)
Στο λιμάνι αράζουν τα πλοία για να μην κινδυνεύουν από τα κύματα και την κακοκαιρία. Λιμάνι λέμε και μία πόλη που έχει λιμάνι.
O Πειραιάς είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. λι-μά-νι
λιμάρω ρήμα (λίμαρα, θα λιμάρω) λίμα
λίμνη [η] ουσιαστικό (λίμνες)
Η λίμνη είναι ένας τόπος γεμάτος γλυκό νερό που δεν ενώνεται με τη θάλασσα. Το ασχημόπαπο ζούσε σε μία λίμνη ανάμεσα σε καλάμια. Η λιμνοθάλασσα είναι μία λίμνη με αλμυρό νερό και βρίσκεται κοντά στη θάλασσα.
λί-μνη
λιοντάρι [το], λιονταρίνα [η] ουσιαστικό (λιοντάρια, λιονταρίνες)
Το λιοντάρι είναι ένα άγριο και δυνατό ζώο. Έχει πλούσια χαίτη και φουντωτή ουρά. Όταν το λιοντάρι φωνάζει, βρυχάται.
Όταν πολεμάς σαν λιοντάρι, είσαι πολύ γενναίος.
λιο-ντά-ρι 'τα ζώα'
-Λέμε και ο λέων, η λέαινα.
λιπαρός, λιπαρή, λιπαρό επίθετο (λιπαροί, λιπαρές, λιπαρά) λίπος
- Δεν είμαι θάλασσα, αλλά έχω νερό. Τι είμαι;......................................
λίπος [το] ουσιαστικό (λίπη)
Το λίπος είναι το παχύ άσπρο μέρος του κρέατος.
Η κυρία Μαργαρίτα τρώει κρέας χωρίς λίπος, επειδή δε θέλει να παχύνει.
Λίπος είναι και το λάδι και το βούτυρο που χρησιμοποιείς για να μαγειρέψεις.
«Ν' αποφεύγεις τα λίπη στο φαγητό Αλέκο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Να κόψεις το πολύ βούτυρο». «Τα λιπαρά φαγητά να τ' αποφεύγεις». λί-πος
λίστα [η] ουσιαστικό (λίστες)
Όταν κάνεις μία λίστα, γράφειςλέξεις ή ονόματα το ένα κάτω από το άλλο.
Όταν η κυρία Μαργαρίτα πηγαίνει στην αγορά, κρατάει πάντα μία λίστα με τα ψώνια που πρέπει να κάνει. κατάλογος λί-στα
λίτρο [το] ουσιαστικό (λίτρα)
Με το λίτρο μετράμε όλα τα υγρά. O Κώστας αγόρασε από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη ένα λίτρο γάλα. λί-τρο
λιχούδης [ο], λιχούδα [η] ουσιαστικό (λιχούδηδες, λιχούδες)
Όταν είσαι λιχούδης, σου αρέσει πολύ να τρως νόστιμα φαγητά και γλυκά.
λαίμαργος Oι λιχουδιές είναι νόστιμα γλυκά και φαγητά. λι-χού-δης
λιχουδιά [η] ουσιαστικό (λιχουδιές) λιχούδης
λιώνω ρήμα (έλιωσα, θα λιώσω)
Όταν κάτι λιώνει, γίνεται υγρό επειδή ζεσταίνεται. Όταν λιώνεις κάτι, το κάνεις υγρό. «Φάε το παγωτό σου να μη λιώσει» είπε ο θείος Τάκης στον Κώστα.
Η κυρία Μαργαρίτα έλιωσε μερικές πατάτες με το πιρούνι κι έφτιαξε πουρέ. «Μμμμ!» είπε η Αθηνά «μυρίζει υπέροχα!».
Η Αλίκη περπάτησε τόσο πολύ, που τα παπούτσια της έλιωσαν από το πολύ περπάτημα, δηλαδή χάλασαν.
λιώσιμο λιώ-νω
λογαριασμός [ο] ουσιαστικό (λογαριασμοί) λογαριάζω
λόγια [τα] ουσιαστικό λέω
λογικός, λογική, λογικό επίθετο (λογικοί, λογικές, λογικά)
Όταν είσαι λογικός, σκέφτεσαι προσεκτικά και κάνεις το σωστό.
«Oι πράξεις μας πρέπει να είναι λογικές και δεν πρέπει να κάνουμε ανοησίες» είπε η δασκάλα στην Ελένη και την Αθηνά. Oι πράξεις μας πρέπει να γίνονται με το σωστό τρόπο. συνετός παράλογος, επιπόλαιος «Τι ανοησίες είναι αυτές, Νίκο; Έχεις χάσει τα λογικά σου; Έχεις τρελαθεί; Δεν έχεις λογική;» είπε η Αθηνά.
λο-γι-κός
λόγος [ο] ουσιαστικό (λόγοι) λέω
λογοτεχνία [η] ουσιαστικό (λογοτεχνίες)
Τα ποιήματα, τα παραμύθια, τα διηγήματα και τα θεατρικά έργα είναι μέρος της λογοτεχνίας ενός λαού ή μίας εποχής. Λογοτεχνία λέμε όλα τα έργα που γράφουν οι συγγραφείς. O Ευγένιος Τριβιζάς είναι ένας λογοτέχνης που γράφει παραμύθια για παιδιά. λο-γο-τε-χνί-α
λοξός, λοξή, λοξό επίθετο (λοξοί, λοξές, λοξά)
Όταν κάτι είναι λοξό, δεν είναι ίσιο.
Η Αθηνά φόρεσε ένα φόρεμα με λοξά μανίκια.
Όταν ρίχνεις ένα λοξό βλέμμα σε κάποιον, τον κοιτάς θυμωμένα ή με κακή διάθεση.
Όταν κάποιος είναι λοξός, έχει χάσει τα λογικά του.
τρελός λο-ξός
λότο [το] ουσιαστικό
Το λότο είναι ένα τυχερό παιχνίδι με αριθμούς. Αν κληρωθούν, δηλαδή διαλεχτούν κατά τύχη, οι αριθμοί που έχεις επιλέξει, κερδίζεις πολλά χρήματα.
λό-το
λούζω, λούζομαι ρήμα (έλουσα, θα λούσω)
Όταν λούζεις κάποιον, τον κάνεις|μπάνιο. Όταν λούζεσαι ή λούζεις τα μαλλιά σου, πλένεις τα μαλλιά σου με σαμπουάν και τα ξεπλένεις με νερό.
Η Αθηνά έβλεπε ένα άσχημο όνειρο και ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Ήταν μούσκεμα. Όταν στο κομμωτήριο ζητάς λούσιμο, ζητάς να σου λούσουν τα μαλλιά. λού-ζω
λουκάνικο [το] ουσιαστικό (λουκάνικα)
Το λουκάνικο είναι ένα αλλαντικό που έχει σχήμα κυλίνδρου. Είναι φτιαγμένο από κομμένο κρέας και μπαχαρικά, και συνήθως το τρώμε ζεστό. λου-κά-νι-κο
λουκέτο [το] ουσιαστικό (λουκέτα)
Το λουκέτο είναι μία κλειδαριά που τη βάζουμε σε πόρτες, συρτάρια,ντουλάπια ή σάκους. Το λουκέτο είναι συνήθως μικρό και μετακινείται εύκολα. κλειδαριά
Όταν ένα μαγαζί βάζει λουκέτο, κλείνει για πάντα. λου-κέ-το
λουκουμάς [ο] ουσιαστικό (λουκουμάδες)
O λουκουμάς είναι ένα γλυκό φτιαγμένο από ζυμάρι που το έχουμε τηγανίσει στο λάδι και το έχουμε καλύψει με μέλι. λου-κου-μάς
λουκούμι [το] ουσιαστικό (λουκούμια)
Το λουκούμι είναι ένα γλυκό από σιρόπι και ζάχαρη σε σχήμα κύβου. Έχει διάφορα χρώματα.
Όταν ένα φαγητό γίνεται λουκούμι, γίνεται νόστιμο και τρυφερό. Όταν κάτι σου έρχεται λουκούμι, σε βολεύει πολύ. Της Ροζαλίας της ήρθαν λουκούμι τα κόκαλα ψαριών από το μεσημεριανό φαγητό. λου-κού-μι
λουλούδι [το] ουσιαστικό (λουλούδια)
Λουλούδι είναι το μέρος του φυτού που έχει όμορφα και λαμπερά χρώματα και μοσχοβολάει. Το τριαντάφυλλο και η μαργαρίτα είναι λουλούδια. άνθος
Ένα λουλουδένιο στεφάνι είναι φτιαγμένο από λουλούδια. Μία λουλουδάτη φούστα έχει σχέδια με λουλούδια. λου-λού-δι 'τα λουλούδια'
λούνα παρκ [το] ουσιαστικό
Το λούνα παρκ είναι ένα μεγάλο ανοιχτό μέρος, φραγμένο γύρω γύρω που έχει πολλά μηχανικά παιχνίδια και θεάματα. Όταν πηγαίνουν στο λούνα παρκ, ο Ίγκλι και ο Νίκος ανεβαίνουν στα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια. λού-να παρκ
λουρί [το] ουσιαστικό (λουριά)
Με λουρί δένουμε ή κρατάμε κι ένα σκύλο. Λουρί έχουν και οι τσάντες. Λουρί λέμε και τη ζώνη που φορούν οι άντρες στο παντελόνι τους. ζώνη
λου-ρί
- Το λοφίο του κόκορα τι χρώμα έχει;...............................................................
λουρίδα και λωρίδα [η] ουσιαστικό (λουρίδες και λωρίδες)
Η λουρίδα είναι ένα μακρύ και στενό κομμάτι ύφασμα, χαρτί ή άλλο υλικό.
Η Χιονάτη έκοψε το σεντόνι σε λουρίδες κι έφτιαξε ένα σκοινί για να το σκάσει από το παλάτι.
Ένας μεγάλος δρόμος έχει πολλές λωρίδες κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα.
λω-ρί-δα
-Δε λέμε λουρίδα κυκλοφορίας αλλά λωρίδα κυκλοφορίας.
λουτρό [το] ουσιαστικό (λουτρά)
Το λουτρό είναι το μέρος όπου πλένεις το σώμα σου. μπάνιο
Η θεία του κυρίου Μιχάλη πήγε φέτος στα λουτρά της Αιδηψού για τα πόδια της που πονούσαν. Είχε ακούσει ότι το νερό τους κάνει καλό. λου-τρό
λοφίο [το] ουσιαστικό (λοφία)
Το λοφίο είναι μία φούντα από φτερά στο κεφάλι των πουλιών.
Λοφίο είναι και η φούντα που έχουν τα καπέλα των στρατιωτικών.
λο-φί-ο
λόφος [ο] ουσιαστικό (λόφοι)
O λόφος είναι ένα μικρό βουνό με στρογγυλή κορυφή.
Από το λόφο του Λυκαβηττού βλέπεις όλη την Αθήνα. λό-φος
λυγίζω ρήμα (λύγισα, θα λυγίσω)
Όταν λυγίζεις κάτι, το πιέζεις με δύναμη χωρίς να το σπάσεις και του δίνεις καμπύλο σχήμα. Όταν κάτι λυγίζει, παύει να είναι ίσιο και παίρνει καμπύλο σχήμα.
Στο έργο που έβλεπε η Αθηνά, ο γίγαντας προσπάθησε να λυγίσει το δέντρο με το ένα του χέρι. Το δέντρο λύγισε από τη δύναμή του. Ήταν πολύ δυνατός.
λυ-γί-ζω
λύκειο [το] ουσιαστικό (λύκεια)
Όταν πηγαίνεις στο λύκειο, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από16 μέχρι και 18 χρονών. Το λύκειο είναι μετά το γυμνάσιο και πριν το πανεπιστήμιο. Λύκειο είναι και το κτίριο όπου κάνουν μάθημα τα παιδιά 16 μέχρι και 18 χρονών. λύ-κει-ο
λύκος [ο], λύκαινα [η] ουσιαστικό (λύκοι, λύκαινες)
O λύκος είναι ένα άγριο ζώο που μοιάζει με μεγάλο γκρι σκυλί. Oι λύκοι ζουν πολλοί μαζί, σε αγέλες.
O κακός λύκος ντύθηκε γιαγιά για να ξεγελάσει την Κοκκινοσκουφίτσα.
Όταν πεινάς σαν λύκος, πεινάς πολύ. λυκόσκυλο
λύ-κος 'τα ζώα'
λυπάμαι ρήμα (λυπήθηκα, θα λυπηθώ)
Όταν λυπάσαι, νιώθεις στεναχώρια για κάτι.
Όταν χάθηκε η Ροζαλία, η Αθήνα λυπήθηκε πολύ.
Όταν λυπάσαι κάποιον, νιώθεις συμπόνια γι' αυτόν. Όταν νιώθεις λύπη, νιώθεις στενοχώρια, είσαι δηλαδή λυπημένος. λυ-πά-μαι
λύπη [η] ουσιαστικό (λύπες) λυπάμαι
λυπημένος, λυπημένη, λυπημένο μετοχή (λυπημένοι, λυπημένες, λυπημένα) λυπάμαι
λύση [η] ουσιαστικό (λύσεις) λύνω
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
λύσσα [η] ουσιαστικό (λύσσες)
Η λύσσα είναι μία αρρώστια που κάνει τα ζώα να τρελαίνονται και να γίνονται λυσσασμένα.
O κύριος Μιχάλης έκανε στο σκύλο του εμβόλιο για να μην κολλήσει λύσσα.
O λύκος χτυπούσε με λύσσα την πόρτα για ν' ανοίξουν τα τρία γουρουνάκια. Χτυπούσε την πόρτα δυνατά, με μανία.
Λέμε ότι ένα φαγητό είναι λύσσα, όταν είναι πολύ αλμυρό.
Η Αθηνά λύσσαξε ν' αγοράσει κόκκινο παλτό. Το ήθελε πάρα πολύ. λυσσασμένος λύσ-σα
λύτρα [τα] ουσιαστικό
Όταν πληρώνεις λύτρα σε κάποιον, του δίνεις χρήματα για ν' αφήσει ελεύθερο ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που το έχει αρπάξει με τη βία και το κρατάει φυλακισμένο. λύ-τρα
λυχνάρι [το] ουσιαστικό (λυχνάρια)
Το λυχνάρι είναι ένα μικρό ρηχό δοχείο με χερούλι. Έχει ένα φιτίλι που καίει μέσα σε λάδι ή πετρέλαιο για να φωτίζει όταν είναι σκοτεινά.
O Αλαντίν έτριψε το λυχνάρι του και βγήκε από μέσα ένα τζίνι. λυ-χνά-ρι
|