Ιφιγένεια η εν Ταύροις 1089-1151:

Στο Β' Στάσιμο ο χορός (αιχμάλωτες Ελληνίδες) εκφράζει την επιθυμία απόδρασης

ΧΟΡΟΣ
Αλκυόνα!
Ω εσύ πουλί, που ένα γύρο στους βράχους της θάλασσας
λες το τραγούδι της μαύρης σου μοίρας,
ευκολονόητη λαλιά στους σοφούς, που κατέχουν
πως κελαηδάς ολοένα το ταίρι σου,
σου παραβγαίνω στους θρήνους, πουλί
άφτερο εγώ·
τα ελληνικά νοσταλγώ πανηγύρια,
την ξεγεννήτρα την Άρτεμη,
που έχει στην Κύθνο κοντά το ιερό της·
δίπλα είν’ εκεί η φοινικιά με το πλούσιό της φύλλωμα,
είν’ η ωριοβλάσταση δάφνη,
είναι η ελιά η γλαυκοπράσινη, φυτό ιερό,
μνήμες γλυκιές της Λητώς απ’ τις ώρες της γέννας της·
είναι κι η λίμνη που πάνε τροχός τα νερά της·
μελωδικός
είν’ ένας κύκνος εκεί, των Μουσών υπηρέτης.

Ω τι δάκρυα,
δάκρυα ποτάμια που μου ’βρεξαν τότε τα μάγουλα,
όταν παρθήκαν της πόλης μου οι πύργοι
κι έφυγα μες στα καράβια του εχθρού, με τις λόγχες
και τα κουπιά. Για χρυσάφι με πούλησαν,
και, αγορασμένη, σε χώρα, ήρθα δω
βαρβαρική,
όπου της θεάς, των λαφιών της σαϊτεύτρας,
υπηρετώ την ιέρεια,
του βασιλιά του Αγαμέμνονα κόρη,
και στους βωμούς που δε σφάζουνε πάνω τους πρόβατα·
κάλλιο να μου ’δινε η μοίρα
τη δυστυχία να την είχα από πάντα· βαστάς,
όταν η ζωή σου περνά αποξαρχής μες στα βάσανα.
Πραγματική συμφορά η αλλαγή ’ναι της τύχης·
είναι βαρύ
από χαρούμενες μέρες να πέφτεις σε λύπες.

Με τα πενήντα κουπιά του, κυρά μας, εσένα
τώρα στο σπίτι του αργίτικο πλοίο θα σε πάει·
του βουνοπλάνητου Πάνα καλάμι κερόδετο
με την ψιλή του λαλιά το ρυθμό
στους λαμνοκόπους θα δίνει,
και τους αχούς της εφτάχορδης λύρας
ο μαντολόγος ο Φοίβος ρυθμίζοντας
με το τραγούδι στη γη θα σε πάει μια χαρά
των Αθηναίων την περίλαμπρη.
Απαρατώντας εμένα εδώ χάμω
με των κουπιώνε θα φύγεις το χτύπο·
του καραβιού του γοργόδρομου οι σκότες
από τα στράλια, στης πλώρης την άκρη ψηλά τα πανιά
θα τ’ αμολήσουν στον άνεμο.

Στην λαμπερήν απλωσιά να πετούσα, όπου τ’ άρμα
του ήλιου κυλά τη μεγάλη φωτιά του σκορπώντας·
και στου σπιτιού μας ανάερα τους θαλάμους φτάνοντας
να σταματούσα στις πλάτες μου πια
τις γρήγορές μου φτερούγες·
στα χοροστάσιά μας, αχ, να βρισκόμουν,
όπου, κοπέλα ακριβή, πολυγύρευτη,
πλάι στη μανούλα μου εγώ σε χορούς κυκλικούς
τις συνομίληκες έσερνα·
κι ως σηκωνόμουνα, μέρος να λάβω
στης ομορφιάς τον αγώνα, σε πλούτο
κι απαλοσύνη μαλλιών, τις πλεξίδες
και το μαγνάδι τ’ ολόπλουμο γύρω κατέβαζα εγώ,
για να μου ισκιώνουν τα μάγουλα.
Στην λαμπερήν απλωσιά να πετούσα

[πηγή: Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις (μτφ. Θρ. Σταύρου) Δραματική Ποίηση Γ΄ Γυμνασίου, Αθήνα: ΟΕΔΒ 1979 ]

info