Ο ρόλος του ονείρου στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία
Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις 42-64: Το όνειρο της Ιφιγένειας
Τ' όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ' αυτή τη χώρα,
στο Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ' τ' ακροστύλια.
Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φύτρωσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρώπινη λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ - θυσία των ξένων -
του 'ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους,
για να σφαγεί. Και να πώς το ξηγάω
τ' όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ' είναι
στύλοι σπιτιών τ' αρσενικά παιδιά·
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ' άλλους δικούς τ' όνειρο δεν ταιριάζει·
σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
από δω χάμω - αυτό μπορώ μονάχα -
να ρίξω θέλω χοές, με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου.
[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Γ' Γυμνασίου, μτφ. Θρ. Σταύρου, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 1979]
Αισχύλος, Χοηφόρες 523-551: Το όνειρο της Κλυταιμνήστρας
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω, ακριβέ μας, κι ήμουν μπρος· αλαλιασμένη
απ' όνειρα κι από τρομάρες υπνοδιώχτρες,
αυτά τα δώρα η άθεη στέλνει γυναίκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τ' όνειρο το μάθατε, να μου το πείτε;
ΧΟΡΟΣ
Πως γέννησε φαντάστηκε, λέει, ένα φίδι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έπειτα τι; ποιο τέλος είχε τ' όνειρό της;
ΧΟΡΟΣ
Στα σπάργανα το τύλιξε σα να ήταν βρέφος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και ποια να 'βρε θροφή το νεογέννητο τέρας;
ΧΟΡΟΣ
Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ' όνειρό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έμειν' απ' το θεριό απλήγωτο το στήθος;
ΧΟΡΟΣ
Με το γάλα τής τράβηξε και κόμπο γαίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θενά πάει λοιπόν τ' όνειρο αυτό του κάκου.
ΧΟΡΟΣ
Και βγάζει εκείνη μια φωνή τρόμου απ' τον ύπνο,
που αμέσως πλήθος φώτα, που 'χαν στο σκοτάδι
τυφλά τα μάτια, ανάψανε στην προσταγή της·
κι έπειτα στέλνει αυτά τα νεκρικά της δώρα
έτσι μ' ελπίδα το κακό πως θα ξορκίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τ' όνειρο να βγει για μένα·
κι αλήθεια κρίνω να ταιριάζει ένα προς ένα:
αφού με μένα βγήκε απ' τον ίδιο κόρφο
και σαν παιδί στα σπάργανα το φίδι μπήκε
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ' έχει θρέψει
και κόμπο γαίμ' ανάμιξε σε μάνας γάλα
και τρομαγμένη αυτή ξεφώνησε απ' τον πόνο,
πρέπει όπως μ' αίμα το 'θρεψε τ' άγριο το σκιάχτρο,
να πάει χυμένο το αίμα της· κι εγώ θα γίνω
ο δράκος, που είπε τ' όνειρο, να τη σκοτώσω.
ΧΟΡΟΣ
Ονειροκρίτη όσο γι' αυτά λοιπόν σε στρέγω
κι έτσι ας γενεί·
[πηγή: Οι τραγωδίες του Αισχύλου: Χοηφόρες, μτφ. Ι.Ν. Γρυπάρης, Εστία, Αθήνα 2001] \
Όμηρος, Ιλιάδα Β 1-34: Το όνειρο του Αγαμέμνονα
Οι άλλοι —θεοί, θνητοί πολέμαρχοι— κοιμόνταν όλη νύχτα,
και μοναχά το Δία δεν έπιανεν ύπνος γλυκός καθόλου,
μόν' όλο μες στο νου του ανάδευε, πώς του Αχιλλέα να δώσει
τιμή, κι Αργίτες δίπλα στ' άρμενα περίσσιους ν' αφανίσει.
Και τούτη η πιο καλή του εικάστηκε βουλή στο νου, να στείλει
στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, τον Όνειρο τον πλάνο·
γυρνάει σ' αυτόν και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Όνειρε πλάνε, ομπρός, στ' Αργίτικα γοργά καράβια δράμε,
και στο καλύβι του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, σα φτάσεις,
ό,τι σου ορίζω τώρα λέγε του και μην το παραλλάξεις.
Σπρώχ' τον γοργά τους μακρομάλληδες Αργίτες ν' αρματώσει·
ήρθε η στιγμή που το πλατύδρομο το κάστρο θα πατήσει
των Τρωών· οι αθάνατοι στον Όλυμπο πια δεν κρατούνε τώρα
δυο γνώμες, τι όλους τους ελύγισε με τα παρακλητά της
η Ήρα, κι απά στους Τρώες επλάκωσαν τρανοί καημοί και πίκρες.»
Έτσι είπε, κι ο Όνειρος, σαν άκουσε το λόγο του μισεύει,
κι ως έφτασε μεμιάς στα γρήγορα των Αχαιών καράβια,
κινάει να βρει τον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα· κι εκείνος
κοιμόταν στο καλύβι· γύρα του θεϊκός χυνόταν ύπνος.
Στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι του, και την είδη είχε πάρει
του Νέστορα, που απ' όλους πιότερο τιμούσε τους γερόντους
ο γιος του Ατρέα· με τέτοιαν ο Όνειρος ο θείος είδη του εμίλα:
«Κοιμάσαι, υγιέ του Ατρέα του αντρόκαρδου, του γαύρου αλογατάρη;
όλη τη νύχτα ένας πρωτόγερος δεν πρέπει να κοιμάται,
που τόσο ασκέρι του μπιστεύτηκαν κι έγνοιες πολλές τον ζώνουν.
Μ' άκου με τώρα· είμαι μαντάτορας από το Δία σταλμένος,
που ας είναι αλάργα, όμως σε γνοιάζεται και σε ψυχοπονιέται.
Προστάζει ευτύς τους μακρομάλληδες Αργίτες ν' αρματώσεις·
ήρθε η στιγμή που το πλατύδρομο το κάστρο θα πατήσεις
των Τρωών· οι αθάνατοι στον Όλυμπο πια δεν κρατούνε τώρα
δυο γνώμες, τι όλους τους ελύγισε με τα παρακλητά της
η Ήρα, κι απά στους Τρώες επλάκωσαν τρανοί καημοί, σταλμένοι
από το Δία. Μα εσύ τα λόγια μου κράτα στο νου, μη λάχει
κι αλησμονιά σε πιάσει, ό ολόγλυκος μόλις σ' αφήσει γύπνος.»
[Πηγή: Ομήρου Ιλιάδα, μτφ. Α. Πάλλης, Αθήνα, Εστία, 1936]
Όμηρος, Οδύσσεια ζ 15-51: Το όνειρο της Ναυσικάς
Φτάνει πηγαίνοντας στον στολισμένο θάλαμο,
όπου κοιμότανε μια κόρη, σαν τις αθάνατες στην όψη και στο ανάστημα —
η Ναυσικά, του μεγαλόκαρδου Αλκινόου η θυγατέρα.
Κοντά της, πλάι στον κάθε παραστάτη, ησύχαζαν ακόλουθες,
κοπέλες δύο σαν τις Χάριτες ωραίες.
Και τα κλειστά θυρόφυλλα να λάμπουν.
Σαν την πνοή του ανέμου η θεά περνώντας,
ρίγησε το κλινοσκέπασμα της κόρης.
Στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι της κι όπως ξενίκησε να της μιλήσει,
την όψη πήρε της θυγατέρας κάποιου Δύμαντα,
θαλασσινού με φήμη — της ήταν συνομήλικη, φίλη επιστήθα κι αγαπημένη.
Με το δικό της πρόσωπο, τα μάτια λάμποντας, της είπε η Αθηνά:
«Ω Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάννα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα,
κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει·
πρέπει και συ τα ωραία σου να τα φορέσεις,
να τα χαρίσεις όμως και στους άλλους που θα σε πάνε στου γαμπρού.
Έτσι στοχάζομαι πως ανεβαίνει ένδοξη η φήμη στους ανθρώπους,
και καμαρώνουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα.
Εμπρός λοιπόν, μόλις χαράξει,
ας πάμε να τα πλύνουμε μαζί. Σκοπεύω να σ' ακολουθήσω,
να ετοιμαστείς το γρηγορότερο, θα σου παρασταθώ κι εγώ,
αφού δεν θα 'σαι για καιρό παρθένα.
Κιόλας σε ορέγονται πολλοί για νύφη,
οι ευγενέστεροι άντρες σ' όλον τον δήμο των Φαιάκων,
απ' όπου έχει αναβλαστήσει κι η δική σου φύτρα.
Γι' αυτό σου λέω παρότρυνε τον ξακουστό πατέρα σου,
πριν καλοξημερώσει, να σου ετοιμάσει άμαξα και μούλες,
για να φορτώσουν τους ξωστούς χιτώνες,
πέπλους λυτούς κι ενδύματα χρωματιστά που λάμπουν.
Καλύτερα κι εσύ στην άμαξα ν' ανέβεις, μην πας πεζοπορώντας,
οι γούρνες βρίσκονται τόσο μακριά απ' την πόλη».
Είπε τον λόγο της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
και για τον Όλυμπο κινούσε όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδεα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη·
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει·
μόνον αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιωνία ζωή·
εκεί κατέφυγε, τα μάτια λάμποντας, κι η Αθηνά
που φανερώθηκε στην κόρη.
Και πρόβαλε στην ώρα της καλλίθρονη η Αυγή,
τη Ναυσικά ξυπνώντας που τη στόλιζαν εξαίσιοι πέπλοι.
[πηγή: Ομηρικά Έπη: Οδύσσεια, Α΄ Γυμνασίου, μτφ. Δ.Ν.Μαρωνίτης, Αθήνα, ΟΕΔΒ 2010]
Όμηρος, Οδύσσεια τ 535-553: Το όνειρο της Πηνελόπης
Μα τώρα τ' όνειρο ξεδιάλυνε που είδα στον ύπνο — γρίκα!
Μες στην αυλή μου χήνες είκοσι το μουσκεμένο στάρι
μου τρώγαν, κι η καρδιά μου εχαίρουνταν που τις θωρούσα·
ξάφνου
αϊτός απ' το βουνό κατέβηκε, γιγάντιος, γαντζομύτης,
και το λαιμό ολονών τσακίζοντας νεκρές τις ρίχνει χάμου
σωρό με στην αυλή, κι υψώθηκε μετά στον θείον αιθέρα.
Κι εγώ βογγούσα μέσα στ' όνειρο, τα κλάματα με πνίγαν
κι οι καλοπλέξουδες Αργίτισσες με ζώσαν, που θρηνούσα
γεμάτη πίκρα για τις χήνες μου, που 'χεν ο αϊτός σκοτώσει.
Κι αυτός γυρνώντας πίσω κάθεσε κατακορφής της στέγης,
και με λαλιά μιλούσε ανθρώπινη και με παρηγορούσε:
«Κόρη του Ικάριου του περίλαμπρου, κουράγιο! κι είναι αλήθεια
αυτά που βλέπεις, δεν είναι όνειρο, θα βγουν σωστά σε λίγο.
Ο αϊτός ο που 'δες ήταν ο άντρας σου, κι οι χήνες οι μνηστήρες·
είμαι ο καλό σου, που ξανάγεψα στη γη την πατρική μου
και σ' όλους τους μνηστήρες θάνατο κακό γοργά θα δώσω».
Αυτά είπε, κι ο γλυκός που μ' έδενε μεμιάς μ' αφήκεν ύπνος,
κι είδα, τα μάτια όπως κυκλόφερα, τις χήνες στην αυλή μου
να τρώνε δίπλα στο σκαφίδι τους, καθώς και πριν, το στάρι.
[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Ν. Καζαντζάκης – Ι. Θ. Κακριδής, τυπ. Μ. Ρόδη, Αθήνα, 1965]