Οδύσσεια λ 51-78: Η ψυχή του Ελπήνορα αποζητά ταφή

Ο Οδυσσέας Aκολουθώντας τις οδηγίες της Kίρκης, φτάνει στην είσοδο του Kάτω Kόσμου. Πρόσφερει εκεί χοές στους νεκρούς και πρόβατα στον άρχοντα του Άδη, τον Πλούτωνα. Γύρω από τα σφάγια μαζεύτηκε πλήθος νεκρών, που γύρευαν να πιουν αίμα, για να θυμηθούν τον Eπάνω Kόσμο και να μιλήσουν. Πρώτη έρχεται η ψυχή του άταφου Eλπήνορα.

Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου·

δεν είχε ακόμα ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,

το σώμα του· εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι

άκλαυτο και άταφο— μας πίεζε τ' άλλο βαρύ καθήκον.

[..]

Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:

[..]

 »μη φύγεις και μ' εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,

κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου

οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί με τ' άρματά μου,

τα δικά μου· ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου

στο περιγιάλι της θαλάσσης — ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,

να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.«

[πηγή: Ομηρικά Έπη Οδύσσεια, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006]

info