Όμηρος, Ιλιάδα Α 499-511: Η ικεσία της Θέτιδας στον Δία για τον γιο της Αχιλλέα

Όλα ξεκίνησαν από την άρνηση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει στον ιερέα του Απόλλωνα, Χρύση, την κόρη του, την οποία κρατούσε στη σκηνή του ως πολεμικό γέρας (=τιμητικό βραβείο). Αυτό προκάλεσε την οργή του Φοίβου, που έστειλε φοβερό λοιμό στο αχαϊκό στρατόπεδο. Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να επιστρέψει την κόρη, αν οι Αχαιοί του προσφέρουν κάποια άλλη στη θέση εκείνης. Στην απαίτηση του Ατρείδη αντέδρασε ο Αχιλλέας, και ο Αγαμέμνονας απείλησε ότι, ως ανώτερός του, θα του αφαιρέσει το δικό του λάφυρο, τη Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας αποσύρεται στην ακρογιαλιά, όπου πικραμένος απευθύνεται στη μητέρα του, τη Θέτιδα, και της αποσπά την υπόσχεση ότι θα μεσολαβήσει η ίδια στον Δία, για να αποκατασταθεί η τιμή του. Τη δωδέκατη ημέρα μετά την παράκληση του ηρώα στη μητέρα του (εικοστή πρώτη μέρα της Ιλιάδας), η Θέτιδα ανεβαίνει στον Όλυμπο και ικετεύει τον Δία να τιμήσει το γιο της, δίνοντας υπεροχή στους Τρώες.

Στην τυπική στάση ικεσίας ο ικέτης με το ένα χέρι του άγγιζε το πηγούνι του προσώπου που ικέτευε και με το άλλο τού αγκάλιαζε τα γόνατα:

Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον
μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου,
εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ’ αριστερό της
του έπιασε τα γόνατα, με τ’ άλλο το πηγούνι,
κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστον Κρονίδην:
«Δία πατέρ’, αν κάποτε με λόγον ή με έργον
σ’ έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ’ αυτό να με εισακούσεις·
τον ολιγοημερότατον υιόν, αχ! τίμησέ μου·
ιδέ πώς τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το ’χει.
Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία,
στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου,
να δικαιώσουν οι Αχαιοί να τον υπερδοξάσουν».

[πηγή: Ομηρικά έπη Ιλιάδα, Β΄ Γυμνασίου, μτφρ. Ι. Πολυλάς, Αθήνα: ΟΕΔΒ 2010]

info