Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Ε΄, 1073-96: Αναγνώριση Ερωτόκριτου-Αρετούσας

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· «Aρετή, τά μου’ τασσες εξελησμονηθήκα;
Γιατ’ ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα;
Aλίμονο όποιος γελαστεί, να ’χει εις γυναίκα ολπίδα!
Kαι πού ’ναι τα όσα μου ’ταξες στη σιδερή θυρίδα;»

ΠOIHTHΣ
Ως τ’ άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά ’ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
κ’ η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται,
μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Ξαναλιγώνεται η φτωχή απ’ τη χαράν την τόση,
κ’ έκλινε μιά και δυό φορές χάμαι στη γη να δώσει.
Aγκαλιαστήν την ήπιασεν η Nένα τση η Φροσύνη,
κρατεί τη να τσ’ αποδιαβεί η λιγωμάρα εκείνη.
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, δε θέλει να σιμώσει,
μ’ ανίμενε την Aρετή, θέλημα να του δώσει.
Eξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
και να μιλήσει απ’ τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

APETOYΣA
Σαν επαρασυνήφερε, «Eσύ’ σαι πούρι;», λέγει,
«απαρθινά [’ν’] πως σε θωρώ; γ-ή όνειρο με παιδεύγει;
Γ-ή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει;
γ-ή φαντασά φαντάζει με, και δείχνει πως του μοιάζει;»

[πηγή: Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

info