Οδύσσεια δ 352-571: Η ιστορία του Πρωτέα

Στην Αίγυπτο οι θεοί ακόμη με κρατούσαν, μόλο που τόσο
επιθυμούσα να γυρίσω πίσω, γιατί δεν τους επρόσφερα θυσία
λαμπρή τις εκατόμβες –αλλά οι αθάνατοι πάντοτε θέλουν
να θυμόμαστε τις εντολές τους.
Ένα νησί βρίσκεται εκεί, το βρέχει η ταραγμένη θάλασσα,
αντικριστά στην Αίγυπτο, το λένε Φάρος·
απέχει τόσο απ’ τη στεριά, που ένα καράβι βαθουλό μες σε μια μέρα
θα μπορούσε να κάνει την απόσταση, φτάνει να το συντρόφευε
με τις πνοές του ούριος άνεμος.
Έχει λιμάνι απάνεμο, όπου τα πλοία ισόρροπα,
προτού ανοιχτούν στο πέλαγος, τραβούν νερό από σκοτεινές πηγές.
Εκεί λοιπόν μ’ εμπόδιζαν είκοσι μέρες οι θεοί· κι ούτε στιγμή
δεν έλεγαν τη θάλασσα να κυματίσουν άνεμοι της στεριάς καλοί,
που όταν φυσούν, γίνονται σύντροφοι των καραβιών
στα πλάτη της θαλάσσης.
Στο μεταξύ θα τέλειωναν κι όλες μας οι τροφές, μαζί τους των συντρόφων
το κουράγιο, αν δεν με σπλαχνιζόταν μια θεά να μ’ ελεήσει·
του αδάμαστου Πρωτέα η κόρη, του ενάλιου γέροντα,
η Ειδοθέη –εκείνης την καρδιά φαίνεται πως πολύ συγκίνησα.
Κι όπως παράδερνα μονάχος στο νησί, απ’ τους συντρόφους χωρισμένος,
φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου· αυτοί περιτριγύριζαν τις όχθες
του νησιού κι όλη τη μέρα ψάρευαν με τα καμπύλα αγκίστρια,
γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
Στάθηκε τότε εκείνη πλάι μου, μιλώντας είπε:
«Ξένε μου, παραείσαι νήπιος· χαλάρωσε κι ο νους σου; ή μήπως
θεληματικά μού αφήνεσαι, απολαμβάνοντας τον πόνο των παθών σου;
Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, και δεν μπορείς να βρεις
κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή
των φίλων σου».
Στον λόγο της εγώ αποκρίθηκα με τον δικό μου λόγο:
«Θα σου μιλήσω φανερά, όποια θεά κι αν είσαι.
Όχι, δεν αποκλείστηκα από μόνος μου· μάλλον θα πρέπει
να ’χω σφάλει στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Αλλά από σένα τώρα περιμένω να μου πεις, αφού οι αθάνατοι
ξέρουν τα πάντα, το ποιος θεός δεμένο με κρατεί, ποιος έκλεισε
τον δρόμο μου, το πώς θα βρω τον νόστο μου, περνώντας
το ψαρίσιο πέλαγος».
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη, σεβαστή θεά, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Ξένε, θα σου μιλήσω ειλικρινά και τίμια:
στα μέρη αυτά κυκλοφορεί ο ενάλιος γέρος που ποτέ δεν σφάλλει,
αθάνατος ο Αιγύπτιος Πρωτέας, που ορίζει με τη γνώση του
όλης της θάλασσας τα βάθη, στον Ποσειδώνα ωστόσο υποτελής
–λένε πως είναι εκείνος που με γέννησε, ο πατέρας μου.
Αυτόν λοιπόν, αν με κάποιον τρόπο εσύ κατόρθωνες να παγιδέψεις,
να τον πιάσεις, θα ’ταν σε θέση να σου πει τον νόστο σου,
να σου μετρήσει το μακρύ ταξίδι,
το πώς θα γύριζες περνώντας το ψαρίσιο πέλαγος.
Ακόμη, ξένε ευγενικέ, ανίσως θέλεις, εκείνος θα μπορούσε να σου μαρτυρήσει
και τι κακό ή καλό έχει συντελεστεί μες στο παλάτι σου,
αφότου εσύ πήρες τον τόσο μακρινό, μαρτυρικό σου δρόμο φεύγοντας.»
Στα λόγια της εγώ μ’ αυτά τα λόγια ανταποκρίθηκα:
«Εξήγησέ μου τώρα εσύ το πώς να παγιδέψω τον θεϊκό Πρωτέα,
μήπως προλάβει να με δει, με αναγνωρίσει πρώτος και ξεφύγει·
γιατί είναι δύσκολο θεός να δαμαστεί από θνητού το χέρι».
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως μου αποκρίθηκε:
«Ό,τι ρωτάς θα το εξηγήσω εγώ, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
Όταν ο ήλιος ανεβαίνοντας φτάσει στη μέση του ουρανού,
τότε κι ο άσφαλτος, ενάλιος γέροντας βγαίνει απ’ τη θάλασσα
με του ζεφύρου τις πνοές, στο μαύρο του νερού ανατρίχιασμα
κρυμμένος, και βγαίνοντας βαθιά κοιμάται σε θολωτές σπηλιές.
Γύρω του αθρόες φώκιες άποδες, κόρες της όμορφης θαλασσινής θεάς,
κι αυτές αφήνουν το ψαρί νερό και δίπλα του πλαγιάζουν,
βαριά αναδίνοντας τη μυρωδιά του απύθμενου πελάγους.
Εκεί λοιπόν, μόλις χαράζοντας φανεί η αυγή, θα σε οδηγήσω
εγώ, να γείρεις πλάι τους· αλλά κι εσύ ξεδιάλεξε
τρεις από τους συντρόφους σου –ας είναι
των καραβιών με τις γερές κουβέρτες οι καλύτεροι.
Και τώρα θα σου πω κι όλες του γέροντα τις πονηριές·
τις φώκιες πρώτα θα μετρήσει, βήμα βήμα,
κι αφού τις δει και λογαριάζοντας στα πέντε δάχτυλα
τις βρει σωστές, θα πέσει εκεί στη μέση να πλαγιάσει,
σαν τον βοσκό με το κοπάδι του ανάμεσα στα πρόβατά του.
Κι όταν τον δείτε πια στον ύπνο βυθισμένο,
δικό σας μέλημα, με βία και δύναμη να τον κρατήσετε
γερά, όσο κι αν δέρνεται παλεύοντας να σας ξεφύγει.
Γιατί θα δοκιμάσει αλλάζοντας την όψη του μ’ ό,τι ερπετό
στο χώμα σέρνεται, θα γίνει και νερό, κι ακαταμάχητη φωτιά.
Όμως εσείς μην τον αφήσετε απ’ τα χέρια σας,
όλο και δυνατότερο το σφίξιμό σας.
Και μόνο όταν μιλώντας σάς ρωτήσει,
ίδιος στην όψη πάλι, όπως τον είδατε προτού ξαπλώσει,
τότε κι εσύ τη βία χαλάρωσε, λύσε τον γέροντα,
γενναίε, και ρώτησέ τον ποιος θεός σε κατατρέχει,
τον νόστο να σου πει, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγος.»
Τον λόγο της τελειώνοντας, βυθίστηκε στο κύμα της θαλάσσης.
Όσο για μένα, τράβηξα στα καράβια, στημένα εκεί στην άμμο,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Αλλ’ όταν, στο ακροθαλάσσι κατεβαίνοντας έφτασα το καράβι,
φροντίσαμε το δείπνο μας κι έπεσε το σκοτάδι
νύχτας αθάνατης –εμείς πλαγιάσαμε στο περιγιάλι τότε.
Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωσε ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
προχώρησα στην αμμουδιά μιας θάλασσας απέραντης
κι εκεί γονυπετής παρακαλιόμουν τους θεούς· πήρα μαζί μου
και τους τρεις συντρόφους –σ’ αυτούς που είχα την πιο μεγάλη εμπιστοσύνη
στην κάθε κίνησή μου.
Στο μεταξύ κι εκείνη, βυθισμένη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας,
από τα πελαγίσια βάθη φέρνει τέσσερα δέρματα από φώκιες
–ήσανε και τα τέσσερα μόλις γδαρμένα· γιατί το σκέφτηκε καλά
πώς να γελάσει με δόλο τον πατέρα της.
Εκεί λοιπόν στην αλμυρή αμμουδιά άνοιξε με τα χέρια της
λακκούβες να πλαγιάσουμε, και καθισμένη μας περίμενε.
Αλλά κι εμείς προφτάσαμε και πήγαμε πολύ κοντά της,
οπότε εκείνη στη σειρά μάς πλάγιασε κι έβαλε πάνω στον καθένα από ένα δέρμα.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί χειρότερο καρτέρι· φριχτά μας τυραννούσε
η καταραμένη οσμή απ’ τις θαλάσσιες φώκιες–
γιατί ποιος θα βαστούσε να κουρνιάσει στο πλάι θηρίου πελαγίσιου;
Αλλά μας έσωσε από μόνη της, σοφίστηκε μεγάλο το όφελός μας·
έφερε κι έβαλε κάτω από τα ρουθούνια μας σ’ όλους την αμβροσία,
που ευώδιασε τόσο γλυκά κι εξουδετέρωσε τη βρώμα απ’ τη δορά του τέρατος.
Έτσι με υπομονή όλο το πρωινό προσμέναμε, ώσπου
κοπάδι πρόβαλαν βγαίνοντας οι φώκιες απ’ τη θάλασσα,
που πλάγιασαν να κοιμηθούν με τη σειρά στο ακροθαλάσσι.
Πάνω στο μεσημέρι φτάνει απ’ το πέλαγος κι ο γέροντας,
βρήκε τις φώκιες του καλοθρεμμένες, πηγαινοήλθε σε όλες,
λογάριασε τον αριθμό τους, και πρώτους μέτρησε κι εμάς
με τ’ άλλα του θηρία, δίχως να βάλει ο νους του τον στημένο δόλο μας.
Ύστερα πέφτει κι αυτός να κοιμηθεί. Οπότε εμείς κραυγάζοντας
πάνω του ορμήξαμε, τυλίξαμε γερά τα χέρια μας
στο σώμα του. Αλλά κι ο γέροντας καθόλου δεν λησμόνησε
τη δολερή του τέχνη:
έγινε λιοντάρι πρώτα με περήφανο το γένι του, φίδι μετά
και λεοπάρδαλη και μέγας κάπρος· έγινε τέλος και νερό
που τρέχει, δέντρο με φύλλωμα αψηλό
–κι ωστόσο εμείς με υπομονή τον συγκρατούσαμε γερά.
Όταν αργά βαρέθηκε τις δόλιες αλλαγές του,
τότε γυρίζοντας ο γέροντας μου μίλησε ρωτώντας:
«Άραγε ποιος θεός, του Ατρέα γιε, συνταίριαξε μαζί σου
τις βουλές του, με το στανιό να με συλλάβεις, στήνοντας
καρτέρι; Τι τόσο σ’ αναγκάζει;»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
«Το ξέρεις, γέροντα, και μόνος σου· γιατί λοιπόν γυρεύεις
με τα λόγια σου να με παραπλανήσεις;
Σ’ ένα νησί εμποδίζομαι τόσον καιρό και δεν μπορώ
να βρω σωτήρια λύση –έτσι η καρδιά μου κάθε μέρα λιγοστεύει.
Αλλά ομολόγησέ μου τώρα εσύ, αφού οι θεοί τα ξέρουν όλα·
σαν ποιος θεός μ’ έχει δεμένο, ποιος έφραξε τον δρόμο μου·
πες και τον νόστο μου, πώς θα περάσω το ψαρίσιο πέλαγος.»
Στα λόγια μου εκείνος μιλώντας αποκρίθηκε:
«Όφειλες στον Δία πρώτα και στους άλλους αθανάτους
σφάγια ιερά κι ωραία να προσφέρεις, προτού ανεβείς
και το καράβι σου σε ταξιδέψει γρήγορα στην πατρίδα,
το πέλαγος περνώντας με το μπλάβο χρώμα του κρασιού.
Γιατί της μοίρας σου δεν είναι να δεις δικούς, να φτάσεις
στο καλοχτισμένο σπιτικό σου, να πιάσεις χώμα πατρικό,
αν δεν περάσεις πάλι τα νερά του Αιγύπτου, του ποταμού
που κατεβαίνει από τον ουρανό ψηλά· αν δεν προσφέρεις
εκατόμβες, θυσία μεγάλη, στους αθάνατους
όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό.
Τότε οι θεοί θα δώσουν και θ’ ανοίξουν τον δρόμο σου που λαχταράς.»
Έτσι μιλώντας, μέσα μου κλονίστηκε η καρδιά μου,
που με παρακινούσε, περνώντας πάλι τις ομίχλες του πελάγους,
στην Αίγυπτο να φτάσω –δρόμος μακρύς και τόσο δύσκολος.
Και μολοντούτο πήρα ξανά τον λόγο και του μίλησα:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντα, όπως τα λες και τα προστάζεις.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, ομολογώντας την αλήθεια·
γύρισαν ίσως σώοι κι άβλαβοι με τα καράβια τους οι Αχαιοί, όσοι
στην Τροία ξέμειναν, όταν ο Νέστορας κι εγώ κινούσαμε;
ή μήπως κάποιος χάθηκε μ’ ένα χαμό αφρόντιστο πάνω στο πλοίο του
ή και στα χέρια των δικών του, μετά τον πόλεμο
που τον κατόρθωσε;»
Κι όπως του μίλησα, εκείνος γύρισε τον λόγο κι είπε:
«Ω γιε του Ατρέα, τι γυρεύεις και με ρωτάς γι’ αυτά, ποια
η ανάγκη σου να μάθεις, ψάχνοντας την κρυφή δική μου γνώση;
Γιατί σ’ το λέω, αδάκρυτος δεν πρόκειται να μείνεις για πολύ,
μόλις τ’ ακούσεις όλα κι ακριβώς.
Λοιπόν πολλοί χαλάστηκαν, αλλά και σώθηκαν πολλοί.
Από τους αρχηγούς των Αχαιών, που χάλκινο πουκάμισο φορούν,
δύο μονάχα χάθηκαν και πάνε στου γυρισμού τον δρόμο
–στη μάχη ξέρεις, ήσουν κι εσύ παρών·
ένας ακόμη, ζωντανός, κάπου εμποδίζεται στα απέραντα πελάγη.
Ο Αίας ο Λοκρός χαλάστηκε, μαζί με τα μακρόκουπα καράβια του.
Τον έριξε ο Ποσειδώνας πρώτα στης Γύρης τους μεγάλους βράχους,
αλλά τον έσωσε προσώρας από την απειλή της θάλασσας.
Και θα μπορούσε μέχρι τέλους ν’ αποφύγει το μοιραίο,
μόλο που τον μισούσε η Αθηνά, αν δεν ξεστόμιζε τον υπερφίαλο λόγο,
αν δεν είχε τόσο ψηλώσει ο νους του·
γιατί καυχήθηκε πως μόνος του, και δίχως να το θέλουν οι θεοί,
εγλίτωσε απ’ το πελώριο κύμα.
Αλλά τον άκουσε ο Ποσειδώνας που μεγαλαυχήθηκε,
κι ευθύς την τρίαινα πιάνει στα στιβαρά του χέρια,
την κατεβάζει πάνω στον Γυραίο βράχο, τον έσχισε στα δυο.
Το ’να του μέρος έμεινε επιτόπου· το απόκομμα όμως έπεσε
στο πέλαγος, αυτό που πάνω του πιασμένος ο Αίας
παραλογίστηκε κι ο νους του ψήλωσε.
Κι εκείνο τότε τον παρέσυρε βαθιά, στα απέραντα πελάγη,
όπου και χάθηκε στα κύματα, πνίγηκε στ’ αλμυρό νερό.
Ο αδελφός σου κάπως ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου,
γλίτωσε με τα βαθουλά καράβια του, γιατί τον έσωσε η σεβάσμια Ήρα.
Αλλ’ όταν κόντευε να παρακάμψει το ψηλό βουνό,
στον κάβο του Μαλέα ξέσπασε θύελλα, τον σήκωσε και τον παρέσυρε
ξανά προς το ψαρίσιο πέλαγος· ώσπου τον έφερε,
βαριά βογγώντας, στο τελευταίο ακραίο σύνορο της χώρας,
όπου παλιά ζούσε ο Θυέστης, και τώρα του Θυέστη ο γιος, ο Αίγισθος.
Μα να που πήρε πια να φαίνεται σωτήριος ο νόστος,
γιατί οι θεοί γύρισαν σε καλόν τον άνεμο, κι έφτασαν έτσι στα δικά τους μέρη.
Όλος χαρά πάτησε τότε της πατρίδας του το χώμα,
στα χέρια του το πήρε, το φιλούσε, κι έχυνε δάκρυα θερμά
ποτάμι, βλέποντας επιτέλους με αγαλλίαση τη γη του.
Αλλά τον είδε επάνω απ’ τη σκοπιά του ο φύλακας
–τον έφερε κι εκεί τον έστησε αυτόν ο δόλιος Αίγισθος,
με την υπόσχεση να τον αμείψει, προσφέροντας δυο τάλαντα χρυσού.
Και κατασκόπευε σωστά ένα χρόνο, μήπως και του περάσει
απαρατήρητος εκείνος και θυμηθεί το ορμητικό του θάρρος.
Έτρεξε αμέσως στο παλάτι, την αγγελία να φέρει
στον βασιλιά της χώρας, κι ευθύς ο Αίγισθος σοφίστηκε
μια τέχνη δολερή.
Απ’ τον λαό ξεδιάλεξε είκοσι άντρες, τους καλύτερους,
και του έστησε καρτέρι, ενώ μες στο παλάτι, αλλού,
παράγγειλε δείπνο φιλόξενο να στρώσουν.
Μετά κίνησε ο ίδιος, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα να προσκαλέσει,
μ’ άμαξες κι άλογα, μέσα του μελετώντας πράξη ανίερη.
Κι έτσι, δίχως να ξέρει ο άλλος τι χαμός τον περιμένει,
τον πήρε μέσα και τον έσφαξε πάνω στο δείπνο,
σαν βόδι που το σφάζουν στο παχνί του.
Κανένας δεν απόμεινε στο τέλος ζωντανός, μήτε απ’ τους συνοδούς
του Ατρείδη μήτε του Αιγίσθου –όλοι τους μεταξύ τους
σκοτώθηκαν στο παλάτι».
Σταμάτησε μιλώντας, κι εμένα σπάραξε η καρδιά μου·
σωριάστηκα στην άμμο και θρηνούσα, δεν ήθελε η ψυχή μου
πια να ζει, τα μάτια μου να βλέπουνε το φως του ήλιου.
Κάποτε χόρτασα το κλάμα και το κύλισμά μου,
οπότε αλάθευτος ο ενάλιος γέροντας μου ξαναμίλησε:
«Μην κλαις, του Ατρέα γιε, ασταμάτητα,
γιατί το κλάμα δεν βγάζει πουθενά. Μόνο δοκίμασε
να φτάσεις το ταχύτερο στην πατρική σου γη.
Ή θα πετύχεις ζωντανόν ακόμη τον φονιά, ή σ’ έχει προλάβει κιόλας
και τον σκότωσε ο Ορέστης –τότε προφταίνεις
δεν προφταίνεις την ταφή του».
Μ' αυτά τα λόγια κάπως μαλάκωσε η καρδιά μου·
ζεστάθηκε η περήφανη ψυχή μου, μ’ όλη την πίκρα της.
Κι όπως βρήκα και πάλι τη φωνή μου, μιλώντας
πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Γι’ αυτούς, ξέρω το τέλος τους· τον τρίτο τώρα εσύ ονομάτισε,
ποιος είναι ακόμη ο ζωντανός, που πέρα στα ανοιχτά πελάγη
τον κρατούν εμποδισμένο –ή λογαριάζεται νεκρός;
Θέλω ν’ ακούσω, κι ας με σφάζει ο πόνος.»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος αποκρίθηκε:
«Γιος του Λαέρτη, τόπος του η Ιθάκη·
τον είδα σ’ ένα απόμακρο νησί, να χύνει μαύρο δάκρυ
στο μέγαρο της νύμφης Καλυψώς, που άθελά του τον κρατεί
δικό της· κι εκείνος δεν μπορεί να βρει πατρίδα,
του λείπουν καράβια με κουπιά, του λείπουν σύντροφοι,
για να τον ταξιδέψουν στην πλατιά ράχη της θάλασσας.
Όσο για σένα, ω θεϊκέ Μενέλαε, δεν είναι το γραφτό σου
στο ιππόβοτο Άργος τα μάτια σου να κλείσεις
κι εκεί να βρεις τη μοίρα του θανάτου.
Στα πέρατα της γης, θα σε προπέμψουν στα Ηλύσια πεδία
οι θεοί· όπου ο ξανθός Ραδάμανθης, όπου ζωή μακαρισμένη,
χαρισάμενη μέλλεται των ανθρώπων.
Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές·
αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός
σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους
–έχεις γυναίκα την Ελένη, είσαι του Δία γαμπρός».
Τον λόγο του τελειώνοντας, βυθίστηκε στα πελαγίσια κύματα.
Τότε κι εγώ κίνησα στα καράβια, μαζί με τους ισόθεους συντρόφους,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.

[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2006]

info