33ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Προεισαγωγικές παρατηρήσεις για την παραγωγή
379. Είδαμε (§ 374) ότι κατά την παραγωγή παίρνεται ως βάση το θέμα της πρωτότυπης λέξης και απ' αυτό σχηματίζεται η παράγωγη.
Ειδικότερα στην παραγωγή παρατηρούμε τα ακόλουθα:
1) Το θέμα της πρωτότυπης λέξης από το οποίο σχηματίζεται η παράγωγη σπάνια μένει ακέραιο και αμετάβλητο· συνήθως παρουσιάζονται σ' αυτό διάφορες παθήσεις και μεταβολές. Π.χ.
δοῦλος (θ. δουλο-): δουλό-ω -ῶ το θέμα μένει αμετάβλητο
δοῦλος (θ. δουλο-): δουλ-εύω αποβολή του τελικού φθόγγου του θέματος
δουλόω -ῶ (θ. δουλο-): δούλω-σις έκταση του χαρακτ. ο σε ω (βλ. § 62, 7, β)
πέμπω (θ. πεμπ-): πομπ-ὸς τροπή του φων. ε σε ο (βλ. § 62, 6)
ῥήγνυμι (θ. ῥηγ-): ῥωγ-μὴ τροπή του φων. η σε ω (βλ. § 62, 6)
ἔχω (θ. σεχ-): σχ-έ-σις συγκοπή του φων. ε (βλ. § 62, 1).
2) Στο θέμα της πρωτότυπης λέξης (είτε αμετάβλητο είτε τροποποιημένο), για να σχηματιστεί μια παράγωγη λέξη, προσθέτεται κανονικά ορισμένο στοιχείο που λέγεται παραγωγικό πρόσφυμα. Π.χ.
ἀρόω -ῶ | (θ. ἀρο-): | ἄρο-τρο-ν | (παραγωγ. πρόσφυμα -τρο-) |
δοῦλος | (θ. δουλο-): | δουλ-εύ-ω | ( » » -ευ-) |
λύ-ω | (θ. λυ-): | λύ-σι-ς | ( » » -σι-) |
3) Στο παραγωγικό πρόσφυμα (-τρο-, -ευ-, -σι- κτλ.) προσθέτεται η νέα κατάληξη της παράγωγης λέξης (-ν, -ω, -ς κτλ.). Έτσι το παραγωγικό πρόσφυμα μαζί με την κατάληξη απαρτίζει ένα σύνολο που λέγεται παραγωγική κατάληξη: -τρον, -εύω, -σις κτλ.
4) Οι παράγωγες λέξεις μπορεί να είναι ουσιαστικά (γράψω - γραφεύς), επίθετα (γράφω - γραπτός), ρήματα (βασιλεύς - βασιλεύω) ή επιρρήματα (δίκαιος - δικαίως).
Α΄. Παράγωγα ουσιαστικά
380. Τα ουσιαστικά παράγονται α) από ρήματα: γράφ-ω: γραφεύς, β) από επίθετα: δίκαιος: δικαιοσύνη, γ) από άλλα ουσιαστικά: πόλις: πολίτης.
α) Ουσιαστικά παράγωγα από ρήματα
381. Τα ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα σημαίνουν:
1) το πρόσωπο που ενεργεί. Παραγωγικές καταλήξεις τους είναι οι ακόλουθες (βλ. § 379, 3):
-εὺς | γράφ-ω: γραφ-εύς, νέμ-ω: νομεύς, τίκτ-ω: τοκ-εὺς κτλ. |
-ὸς | τρέφ-ω: τροφ-ός, πέμπ-ω: πομπ-ός, ᾄδ-ω (θ. ἀειδ-): ἀοιδ-ὸς (βλ. § 62, 6), τάσσ-ω (θ. ταγ-): ταγ-ός κτλ. |
-μὼν | ἡγέομαι –οῦμαι (θ. ἡγε-): ἡγε-μών, κήδ-ομαι (θ. κηδ-, κηδε-): κηδε-μὼν κτλ. |
-ὰς | φεύγ-ω (θ. φευγ-, φυγ-): φυγ-άς, νέμ-ω: νομ-ὰς κτλ. |
-της | ποιέ-ω -ῶ: ποιη-τὴς (θηλ. ποιή-τρια), αὐλέ-ω -ῶ: αὐλη-τὴς (θηλ. αὐλη-τρίς), ἐργάζομαι: ἐργά-της (θ. ἐργά-τις) κτλ. |
-τὴρ | καλέ-ω -ῶ (θ. καλε-, κλη-): κλη-τήρ, σῴζω: σω-τήρ (θηλ. σώ-τειρα) κτλ. |
-τωρ | λέγ-ω (θ. ῥη-, ῥη-θήσομαι): ῥή-τωρ, συλ-λαμβάνω (θ. λαβ-): συλ-λήπ-τωρ (θηλ. συλ-λήπ-τρια), πράττω (θ. πραγ-): πράκ-τωρ κτλ. |
2) την ενέργεια, το πάθος ή την κατάσταση: παραγωγικές καταλήξεις:
-σις | λύ-ω: λύ-σις, παύ-ω: παῦ-σις, γεύ-ομαι: γεῦ-σις, κρού-ω: κροῦ- σις· στέφ-ω: (στέφ-σις=) στέψις, τρέφ-ω: (τρέφ-σις =) θρέψις (βλ. § 69, 1) λαμβάνω (θ.λαβ-, ληβ-): (λῆβ-σις =) λῆψις· μείγνυμι: (μεῖγ-σις =) μεῖξις, ψύχ-ω: (ψῦχ-σις =) ψῦξις· αἴρ-ω (θ. ἀρ-): ἄρ-σις, καθαίρω (θ. καθαρ-):κάθαρ-σις, ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-): ἔγερ-σις, κλίνω: κλί-σις, κρίνω: κρί-σις (πβ. § 309, α)· γεννά-ω -ῶ: γέννη-σις, δρά-ω -ῶ: δρᾶ-σις, αἰτιά-ομαι -ῶμαι: αἰτία-σις, ὁρά-ω -ῶ: ὅρα-σις· αἱρέ-ω -ῶ: αἵρε-σις, ποιέ-ω -ῶ: ποίη-σις· δηλό-ω -ῶ: δήλω-σις, ἀρό-ω -ῶ: ἄρο-σις (βλ. § 331, γ, 1)· ἁλίσκομαι (θ.ἁλω-): ἅλω-σις, χρή-ομαι -ῶμαι (θ. χρη-): χρῆ-σις· ἵ-στη-μι (θ. στη-, στᾰ-): στά-σις, τί-θη-μι (θ. θη-, θε-):θέ-σις, ἀφ-ί-η-μι (θ. ἡ-, ἑ): ἄφ-ε-σις, ἐν-ί-η-μι: ἔν-ε-σις, δί-δω-μι (θ. δω-, δο-): δό-σις κ.ά. |
-σία | δοκιμάζω: δοκιμα-σία, ἐργάζομαι: ἐργα-σία, θύ-ω: θυ-σία, ξηραίνω: ξηρα-σία, σημαίνω: σημα-σία, ὑγραίνω: ὑγρα-σία κ.ά. |
-ὴ | γράφ-ω: γραφ-ή, ἀμείβ-ω: ἀμοιβ-ή, πέμπ-ω: πομπ-ή, θάπτ-ω: ταφ-ή, στρέφ-ω: στροφ-ή, φυλάττω (θ. φυλακ-): φυλακ-ή, σφάτ- τω (θ. σφαγ-) σφαγ-ή, ταράττω (θ. ταραχ-): ταραχ-ή, ἀρήγ-ω (= βοηθῶ): ἀρωγ-ή (βλ. § 62, 6) κ.ά. |
-ὰ | (όταν προηγείται ρ): ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγορ-ά, φθείρω (θ. φθερ-): φθορ-ά, χαίρω (θ. χαρ-): χαρ-ὰ κ.ά. |
-ία | μαίνομαι (θ. μαν-): μαν-ία, ἀγγέλλω: ἀγγελ-ία, ὁμιλέ-ω: ὁμιλ-ία, μαρτυρέ-ω -ῶ: μαρτυρ-ία κ.ά. |
-εία | (ιδίο)ς από ρήματα σε -εύω): ἀριστεύω: ἀριστεία, βασιλεύω: βασιλεία, δουλεύω: δουλεία, θεραπεύω: θεραπεία, κολακεύω: κολακεία, λατρεύω: λατρεία, μαντεύω: μαντεία, παιδεύω: παιδεία κ.ά. |
Σε τέτοια παράγωγα η κύρια παραγωγική κατάληξη είναι -ία (όπως στα προηγούμενα)· αλλά η κατάληξη αυτή μαζί με το προηγούμενο φωνήεν του θέματος παρουσιάζεται σαν –εία: βασιλε-ία - βασιλεία. |
-ος | (αρσ. της β΄ κλίσης): τρέμω: τρόμ-ος, τρέπω: τρόπ-ος, ψέγω: ψόγ-ος· πλέω: πλό-ος - πλοῦς, ῥέ-ω: ῥό-ος - ῥοῦς κ.ά. |
-μὸς | ἀγείρω (θ. ἀγερ-): ἀγερ-μός, δέω – δῶ (= δένω), (θ. δεσ-): δεσμός, ὀδύρομαι: ὀδυρ-μός, σείω (θ. σεισ-): σεισ-μός |
-(ε)τός | τρυγά-ω -ῶ: τρυγη-τός, κωκύω: κωκυ-τός, κόπτω: κοπ-ετός, νείφει (= χιονίζει· από θ. νιφ-): νιφ-ετός, πήγ-νυμι (θ. πηγ-, παγ-): παγ-ετός, τίκτω (θ. τεκ-, τοκ-): τοκ-ετός, ύω (= ρίχνω βροχή, βρέχω): ὑ-ετὸς κ.ά. |
3) το αποτέλεσμα της ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
-μα | βουλεύω: βούλευ μα, ἱδρύω: ἵδρυ-μα, μηνύω: μήνυμα· πταίω (θ. πταισ-): πταῖσ-μα, χρίω (θ. χρισ-): χρῖσ-μα· τιμάω -ῶ: τίμη-μα, ποιέω -ῶ: ποίη-μα, ζημιόω -ῶ: ζημίω-μα· βλέπω: βλέμ-μα, τρίβω: τρῖμ-μα, γράφω: γράμ-μα· πλέκω: πλέγ-μα, πράττω (θ. πραγ-): πρᾶγ-μα, ὀρύττω (θ. ὀρυχ-): ὄρυγ-μα· πλάττω (θ. πλαθ-): πλάσ-μα· ἀγγέλλω: ἄγγελ-μα, σφάλλω: σφάλ-μα, καθαιρώ: κάθαρ-μα, ὑφαίνω (θ. ὑφαν-): ὕφασμα, τέμνω (θ. τεμ-, τμη-) τμῆ-μα, βαίνω (θ. βα-, βη-): βῆ-μα κ.ά. |
-μη | γράφω: γραμ-μή, ῥήγνυ-μι (θ. ῥηγ-, ῥωγ-): ῥωγ-μή· φη-μί: φή-μη, γι-γνώ-σκω: γνώ-μη κ.ά. |
-ος | (ουδ. γ΄ κλίσ.): λανθάνω (θ. λαθ-): λάθ-ος, πάσχω (θ. παθ-): πάθ-ος, ψεύδομαι: ψεῦδ-ος κ.ά. |
4) το όργανο ή το μέσο μιας ενέργειας: παραγωγικές καταλήξεις:
-τρον ή -θρον | ἀρόω -ῶ: ἄρο-τρον, πλήττω (θ. πληγ-): (πλῆγ-τρον =) πλῆκ-τρον, σείω (θ. σεισ-): σεῖσ-τρον, σημαίνω (θ. σημαν-): σήμαν-τρον, σκήπτω (= στηρίζω): σκῆπ-τρον, φοβέω -ῶ: φόβη-τρον· κλείω: κλεῖ-θρον κ.ά. |
Πολλά τέτοια παράγωγα στον πληθυντικό σημαίνουν αμοιβή για τη σχετική ενέργεια: διδάσκω: δίδακ-τρα, λύω: λύ-τρα, τρέφω: θρέπ-τρα (= αμοιβή για την τροφή) κ.ά. |
-τρα ή -θρα | ξύω (θ. ξυσ-): ξύσ-τρα, χέω (θ. χυ-, πβ. ἐ-χύ-θην): χύ-τρα· ἀποβαίνω (θ. βα-): ἀπο-βά-θρα κ.ά. |
-τήρ | ζώννυμι (θ. ζωσ-): ζωσ-τήρ, καίω (καυ-): καυ-τήρ, λάμπω: λαμπ-τήρ, λούω: λου-τήρ, νίπτω: νιπ-τήρ κ.ά. |
-τηρία | βαίνω (θ. βα-): βα-κ-τηρία κ.ά. |
-τήριον | πίνω (θ. πο-): πο-τήριον, ἐγείρω (θ. ἐγερ-): ἐγερ-τήριον, αἰσθάνομαι (θ. αἰσθε-): αἰσθη-τήριον κ ά. |
-ανον | γλύφω (= σκαλίζω): γλύφ-ανον, δρέπω: δρέπ-ανον κ.ά. |
-άνη | σκάπτω: σκαπ-άνη, χέω (= χύνω): χο-άνη κ.ά. |
-όνη | ἄγχω (= σφίγγω το λαιμό, πνίγω): ἀγχ-όνη, πείρω (= τρυπώ) (θ. περ-): περ-όνη κ.ά. |
-ίς | (γεν. -ίδος) γράφω: γραφ-ίς, γλύφω: γλυφ-ίς, προβόσκω: προβοσκ-ὶς κ.ά. |
-εὺς | σφάττω (θ. σφαγ-): σφαγ-εὺς (= ξίφος), τέμνω: τομ-εὺς (= όργανο με το οποίο κόβομε) κ.ά. |
5) τον τόπο όπου γίνεται μια ενέργεια· παραγωγικές καταλήξεις:
-τήριον | βουλεύω: βουλευ-τήριον, δικάζω: δικασ-τήριον, ἐργάζομαι: ἐργασ-τήριον, ὁρμάομαι -ῶμαι: ὁρμη-τήριον κ.ά. |
-τρα | ὀρχέομαι -οῦμαι: ὀρχήσ-τρα, παλαίω: παλαίσ-τρα κ.ά. |
-τρον | θεάομαι -ῶμαι: θέα-τρον, λέχ-ομαι (ποιητ. = κοιμοῦμαι): λέκ-τρον (= κλίνη) κ.ά. |
-θρον | βαίνω (θ. βα-): βά-θρον, ῥέω (θ. ῥεε-): (ῥέε-θρον =) ῥεῖθρον. |
β) Ουσιαστικά παράγωγα από επίθετα
382. Τα ουσιαστικά που παράγονται από επίθετα είναι (θηλυκά ή ουδέτερα) αφηρημένα ουσιαστικά και σημαίνουν ιδιότητα. Συνηθισμένες παραγωγικές καταλήξεις σ' αυτά είναι:
-ίᾱ | (παροξύτονα) 1) κυρίως από δευτερόκλιτα επίθ. σε -ος: ἄπιστος: ἀπιστία, ἀπληστος: ἀπληστία, κακός: κακία, μωρός: μωρία, σοφός: σοφία, φιλόπονος: φιλοπονία, φίλος: φιλία, ὑπερήφανος: ὑπερηφανία κ.ά. 2) από αναλογία προς αυτά παράγονται αφηρημένα ουσιαστικά και από μερικά τριτόκλιτα επίθετα: εὐδαίμων: εὐδαιμονία, ἀμαθής: ἀμαθία, ἀτυχής: ἀτυχία, δυστυχής: δυστυχία, εὐτυχής: εὐτυχία κ.ά. |
-ειᾰ (-ε-ιᾰ) | (προπαροξύτονα) κυρίως από τριτόκλιτα σιγμόληκτα επίθ. σε -ης, -ες: ἀληθὴς (θ. ἀληθεσ-): ἀλήθεσ-ια - ἀλήθε-ια - ἀλήθεια· έτσι και ἐπιμελής: ἐπιμέλεια, εὐγενής: εὐγένεια, εὐσεβής: εὐσέβεια, ὑγιής: ὑγίεια κ.ά.· από αναλογία προς αυτά και από δευτερόκλιτα επίθ. σε -ός: βοηθός: βοήθεια, ἐνεργός: ἐνέργεια κ.ά. |
-οιᾰ(-ο-ιᾰ) | (προπαροξύτονα) από συνηρημένα επίθ. της β΄ κλίσης σε -οος = ους: εὔνοος = εὔνους: εὔνο-ιᾰ = εὔνοια· έτσι και εὔρους: εὔροια, εὔπλους: εὔπλοια, ἀγχίνους: ἀγχίνοια κ.ά. |
-ος | (ουδέτ. της γ΄ κλίσης) από τριτόκλιτα επίθ. σε -ύς, -εῖα, -ύ: βαθύς: βάθος, βαρύς: βάρος, εὐρύς: εὖρος, παχύς: πάχος, πλατύς: πλάτος, ταχύς: τάχος κ.ά. |
-σύνη (οσύνη) (-ωσύνη) | από επίθ. δευτερόκλιτα και από επίθ. τριτόκλιτα σε -ων: δίκαιος: δικαιοσύνη· ἱερός: ἱερωσύνη, ἀγαθός: ἀγαθωσύνη (μτγν.), ἅγιος: ἁγιωσύνη (μτγν.)· σώφρων: σωφροσύνη, ἄφρων: ἀφροσύνη κ.ά. Έτσι και από το ουσ. κέρδος: κερδοσύνη. Ο φθόγγος ο πριν από το -σύνη εκτείνεται σε ω, αν η προηγούμενη συλλαβή είναι βραχύχρονη (πβ. § 194). |
-της (-υ-της) | (γεν. -τητος) από επίθ. τριτόκλιτα σε -ύς, -εῖα, -ύ: βαρύς: βαρύτης, βραδύς: βραδύτης (γεν. -ύτητος) ή βραδυτής (γεν. -υτῆτος), γλυκύς: γλυκύτης, δριμύς: δριμύτης, ἡδύς: ἡδύτης, ταχύς: ταχύτης (γεν. -ύτητος) ή ταχυτής (γεν. -υτῆτος) κ.α. |
(-ό-της) | από δευτερόκλ. επίθ. σε -ος: ἀρχαῖος: ἀρχαιότης, ἴσος: ἰσότης, κακός: κακότης· έτσι και από τις αόριστες αντωνυμίες ποιὸς (= κάποιας λογής): ποιότης, ποσὸς (= κάμποσος): ποσότης. |
-ὰς | (γεν. -άδος) από αριθμ. επίθετα: μόνος: μονάς, εἷς (γεν. ἑv-ός): ἑνάς, δύο: δυάς, εἴκοσιν: εἰκάς κτλ. (βλ. § 210). |
γ) Ουσιαστικά παράγωγα από άλλα ουσιαστικά
383. Τα ουσιαστικά που παράγονται από άλλα ουσιαστικά είναι: υποκοριστικά, μεγεθυντικά, τοπικά, περιεκτικά, πατρωνυμικά, γονεωνυμικά, εθνικά και παρώνυμα.
1. Υποκοριστικά
384. Υποκοριστικά λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που παριστάνουν μικρό αυτό που σημαίνει το πρωτότυπο, είτε επειδή είναι αληθινά μικρό είτε επειδή λέγεται χαϊδευτικά ή για χλευασμό ή για καταφρόνηση (πβ. τα νεοελλ. παιδί - παιδάκι· πατέρας - πατερούλης· ἄνθρωπος - ἀνθρωπάκος κτλ.).
Οι πιο συνηθισμένες υποκοριστικές καταλήξεις είναι οι ακόλουθες:
-άριον | ἄνθρωπος: ἀνθρωπ-άριον· ἵππος: ἱππ-άριον· κύων (κυν-ός): κυν-άριον· παῖς (παιδ-ός): παιδ-άριον κ.ά. |
-ιον | ἄβαζ (ἄβακ-ος): ἀβάκ-ιον· γέφυρα: γεφύρ-ιον· θυγάτηρ (θυγατρ-ός): θυγάτρ-ιον· πίναξ (πίνακ-ος): πινάκ-ιον· ῥύαξ (ρύακ-ος): ρυάκ-ιον· σῶμα (σώματ-ος): σωμάτ-ιον· αλλά μερικά τρισύλλαβα που έχουν (φύσει ή θέσει) μακρόχρονη τη συλλαβή πριν από το -ιον παροξύνονται: χῶρ-ος: χωρ-ίον, ῥάβδος: ῥαβδ-ίον, σάρξ (σαρκ-ός): σαρκ-ίον, τέκν-ον: τεκν-ίον· (από αναλογία προς αυτά και το νεοελλ. τοπίο(ν), που δεν το αισθανόμαστε πια ως υποκοριστικό). |
Κάποτε σε ονόματα γυναικών προσθέτεται η υποκοριστική κατάλ. -ιον με θηλυκό άρθρο· Γλυκερία: ἡ Γλυκέρ-ιον· Λεοντία: ἡ Λεόντ-ιον κ.ά. |
-ίδιον | ξίφος: ξιφ-ίδιον· οἰκία: οἰκ-ίδιον· τεῖχος: τειχ-ίδιον· βοῦς (βο-ός): (βο-ίδιον) βοΐδιον· γῆ: (γη-ίδιον) γῄδιον· γραῦς (γρα-ός): (γρα-ίδιον) γρᾴδιον· λαγω(ός): (λαγω-ίδιον) λαγῴδιον κ.ά. |
-ὶς | (γεν. -ίδος) θύρα: θυρ-ίς· λαβή: λαβ-ίς· πίναξ (πίνακ-ος): πινακ-ίς· πύλη: πυλ-ὶς κ.ά. (γεν. -ῖδος) κρήνη: κρην-ίς· νῆσος: νησ-ίς· ψῆφος: ψηφ-ὶς (= πετραδάκι) κ.ά. |
-ίσκος | νεανίας: νεαν-ίσκος· οἶκος: οἰκ-ίσκος· πύργος: πυργ-ίσκος· χι-τών (χιτῶν-ος): χιτων-ίσκος κ.ά. |
-ίσκη | κόρη: κορ-ίσκη· ἡ παῖς (τῆς παιδ-ός): παιδ-ίσκη κ.ά. |
-ύδριον | λόγος: λογ-ύδριον· νέφος: νεφ-ύδριον· νῆσος: νησ-ύδριον κ.ά. |
-ύλλιον | δάσος: δασ-ύλλιον· δένδρον: δενδρ-ύλλιον· εἶδος (= ποίημα): εἰδ-ύλλιον κ.ά. |
2. Μεγεθυντικά
385. Μεγεθυντικά λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που δηλώνουν εκείνον που έχει σε υπερβολικό μέγεθος αυτό που σημαίνει το πρωτότυπο. Τα μεγεθυντικά έχουν κυρίως σημασία περιγελαστική (πβ. τα νεοελλ. κεφάλας, κοιλαράς κτλ.).
Οι πιο συνηθισμένες μεγεθυντικές καταλήξεις είναι οι ακόλουθες:
-ων | (γεν. -ωνος) γαστὴρ (γαστρ-ός): γάστρ-ων (= κοιλαράς)· ἡ γνάθος (= σιαγόνι): γνάθ-ων (= αυτός που έχει μεγάλο σαγόνι ή φουσκωμένα μάγουλα)· χεῖλος: χείλ-ων (= χειλαράς) κ.ά. |
-ίας | μέτωπο: μετωπ-ίας (= αυτός που έχει μεγάλο μέτωπο)· |
3. Τοπικά
386. Τοπικά λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον τόπο όπου μένει ή δρα το πρόσωπο που δηλώνει το πρωτότυπο ή τον τόπο όπου γίνεται η ενέργεια.
Οι πιο συνηθισμένες παραγωγικές καταλήξεις των τοπικών είναι οι ακόλουθες:
-ιον | (προπαροξύτονα) στρατηγός: στρατήγ-ιον (= ο τόπος όπου μένει ο στρατηγός· σήμερα: στρατηγεῖο)· ἔμπορος: ἐμπόρ-ιον (= εμπορικός λιμένας)· γυμνασία (= γύμναση): γυμνάσ-ιον (= ο τόπος όπου γινόταν η γύμναση, γυμναστήριο)· ἱπποφορβὸς (= ιπποτρόφος): ἱπποφόρβ-ιον (= ιπποτροφείο) κ.ά. |
-(ε)ῖον | γραφεύς: γραφεῖον (από το γραφέ-ιον)· κουρεύς: κουρεῖον (από το κουρέ-ιον)· χαλκεύς: χαλκεῖον (από το χαλκέ-ιον)· και με |
-εῖον | παραγωγ. κατάλ. -εῖον: ἀρχαί: ἀρχεῖον (= ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι αρχές)· διδάσκαλος: διδασκαλ-εῖον· ἰατρός: ἰατρ-εῖον· κάπηλος: καπηλ-εῖον κ.ά. |
4. Περιεκτικά
387. Περιεκτικά λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν το μέρος που περιέχει πολλά από εκείνα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη ή πολλά όμοια που βρίσκονται στο ίδιο μέρος. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των περιεκτικών είναι οι ακόλουθες:
-ὼν | (γεν. -ῶνος) ἄνθος: ἀνθ-ών· ἐλαία: ἐλαι-ών· κρίνον: κριν-ών· ὄρνις (ὄρνιθ-ος): ὀρνιθ-ών· ῥόδον: ῥοδ-ών· πεύκη: πευκ-ών· πλάτανος: πλαταν-ὼν κ.ά. · έτσι και: ἀνὴρ (ἀνδρ-ός): ἀνδρ-ών· γυνή (γυναικ-ός): γυναικ-ών· ξένος: ξεν-ών· παρθένος: παρθενὼν κ.ά. |
-εὼν | (γεν. -εῶνος) περιστερά: περιστερ-εών· πρόμαχος: προμαχ-εὼν (μεταγεν. προμαχών)· ῥόδον: ῥοδ-εὼν (αλλά και ῥοδ-ών) κ.ά. |
-ιὰ | μύρμηξ (μύρμηκ-ος): μυρμηκ-ιά· νεοττός: νεοττ-ιά (= φωλιά μικρών πουλιών)· σφήξ (σφηκ-ός): σφηκ-ιά (= φωλιά σφηκών) κ.ά.· έτσι και στρατός: στρατ-ιά. |
5. Πατρωνυμικά
388. Πατρωνυμικά λέγονται τα ουσιαστικά που παράγονται από κύριο όνομα πατέρα ή μητέρας ή άλλου προγόνου και σημαίνουν το γιο, τη θυγατέρα ή γενικά τον απόγονο. Τα πατρωνυμικά έχουν συνήθως τις εξής καταλήξεις:
-δης | Αἰνείας: Αἰνειά-δης (θηλ. Αἰνειὰς -άδος)· Βορέας: Βορεά-δης (θηλ. Βορε-άς)· Βούτης (θ. Βουτά-): Βουτά-δης κ.ά. |
-άδης | (από αναλογία προς τα παραπάνω που λήγουν σε -ά-δης σχηματίστηκαν πατρωνυμικά με την παραγωγ. κατάλ. -άδης): Ἀσκληπιός: Ἀσκληπι-άδης, Θέστιος: Θεστι-άδης (θηλ. Θε-στιάς) κ.ά. |
-ιάδης | (από αναλογία επίσης προς τα παραπάνω που λήγουν σε -ι-άδης σχηματίστηκαν πατρωνυμικά με την παραγωγ. κατάλ. -ιάδης): Λαέρτης: Λαερτ-ιάδης· Τελαμών: Τελαμων-ιάδης (θηλ. Τελαμωνιάς)· Φέρης (γεν. Φέρητ-ος): Φερητ-ιάδης (θηλ. Φερητιάς) κ.ά. |
-ίδης | Δαναός: Δανα-ΐδης (θηλ. Δαναΐς)· Κρόνος: Κρον-ίδης1, Πέλοψ (Πέλοπ-ος): Πελοπ-ίδης1· Πρίαμος: Πριαμ-ίδης (θηλ. Πριαμίς)· Τάνταλος: Τανταλ-ίδης (θηλ. Τανταλίς) κ.ά. |
(-είδης) | Ἀτρεύς: Ἀτρείδης (από το Ἀτρε-ίδης)· Ἡρακλῆς (Ἡρακλέους): Ἡρακλείδης1 (από το Ἡρακλε-ίδης)· Πηλεύς: Πηλείδης1 (από το Πηλε-ίδης) κ.ά. |
(-οίδης) | Λητώ (γεν. Λητό-ος = -οῦς): Λητοίδης (από το Λητο-ίδης, θηλ. Λητωίς)· |
-ίων | (ποιητ. κατάλ.) Κρόνος: Κρον-ίων (ο γιος του Κρόνου, ο Δίας)· Ἀτρεύς: Ἀτρείων (από το Ἀτρε-ίων) (= ο γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας)· Πηλεύς: Πηλείων (από το Πηλε-ίων) (= ο γιος του Πηλέα, ο Αχιλλέας) κ.ά. |
6. Γονεωνυμικά
389. Γονεωνυμικά λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν νεογνό ζώου ή μικρό κατά την ηλικία ζώο κάποιου είδους. Αυτά έχουν παραγωγική κατάληξη -ιδεύς:
ἀετός: ἀετ-ιδεύς· λαγώς: λαγ-ιδεύς· λέων (λέοντ-ος): λεοντ-ιδεύς· λύκος: λυκ-ιδεὺς κ.ά.
7. Εθνικά
390. Εθνικά λέγονται τα ουσιαστικά που παράγονται από κύρια ονόματα χωρών, πόλεων και γενικά τόπων και σημαίνουν εκείνον που κατάγεται από κάποιον τόπο ή που ανήκει σ' αυτόν. Αυτά παίρνουν συνήθως τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-ιος | (συνήθως θηλ. -ία): Ζάκυνθος: Ζακύνθ-ιος (θηλ. Ζακυνθ-ία)· Κόρινθος: Κορίνθ-ιος· Κλαζομεναί: Κλαζομέν-ιος· Ῥόδος: Ῥόδ-ιος· Σαλαμίς (-ῖνος): Σαλαμίν-ιος· Δῆλος: Δήλ-ιος (θηλ. Δηλ-ιάς)· Πάρος: Πάρ-ιος· Μίλητος: Μιλήσ-ιος (από το Μιλήτ-ιος, βλ. § 70, 4)· Συρία: Σύρ-ιος (θηλ Συρ-ία) και Σῦρος (θηλ Σύρα)· Σῦρος (το νησί): Σύρ-ιος (θηλ. -ία)· Χῖος (από το Χί-ιος)· Κίος: Κῖος (από το Κί-ιος) κ.ά. |
Τα εθνικά που παράγονται από ονόματα σε -οῦς, γεν. -οῦντος λήγουν σε -ούντιος ή -ούσιος (ή -άσιος, αv εμπρός από το -ους υπάρχει φωνήεν ή ρ): Ὀποῦς (γεν. Ὀποῦντος: Ὀπούντ-ιος· Σελινοῦς: Σελινούντ-ιος· Ἀμαθοῦς: Ἀμαθούσ-ιος· Δαφνοῦς: Δαφνούσ-ιος· αλλά Φλιοῦς: Φλι-άσιος· Ἀναργυροῦς: Ἀναργυρ-άσιος κ.ά. |
(-αῖος) | Ἀθῆναι: Ἀθηναῖος (από το Ἀθηνά-ιος), θηλ. Ἀθηναί-α ἡ Ἀτθίς· Κέρκυρα: Κερκυραῖος (από το Κερκυρά-ιος)· Λάρισα: Λαρισαῖος (από το Λαρισά-ιος) κ.ά. |
(-εῖος) | Ἄργος (θ. Ἀργεσ-): Ἀργεῖος (από το Ἀργέσ-ιος, Ἀργέ-ιος), θηλ. Ἀργεία· Κέως (το νησί Κέα): Κεῖος (από το Κέ-ιος), θηλ. Κεία κ.ά. |
(-ῷος) | Κῶς: Κῶος (από το Κώ-ιος)· έτσι και Γέλα (πόλη της Σικελίας): Γελ-ῷος (πιθανώς από αναλογία) κ.ά. |
-εὺς | (θηλ. -ίς -ίδος) Μέγαρα: Μεγαρ-εύς, θηλ. Μεγαρ-ίς· Ἐρέτρια: Ἐρετρι-εύς, θηλ. Ἐρετριάς· Μαντίνεια: Μαντιν-εύς, θηλ. Μαντινίς· Πλάταια: Πλαται-εύς, θηλ. Πλαταιίς· Φώκαια: Φωκα(ι)-εύς, θηλ. Φωκα(ι)-ὶς κ.ά. |
-νὸς | (θηλ. -νή) Ἀσία: Ἀσια-νός, θηλ. Ἀσια-νή κ.ά. |
-ανὸς | Πάριον (πόλη της Μυσίας, αποικία των Παριανών): Παριανός· Σάρδεις (Ίων. Σάρδι-ες): Σαρδι-ανός κ.ά. |
-ηνὸς | Ἄβυδος: Ἀβυδ-ηνός· Κύζικος: Κυζικ-ηνός· Πέργαμος: Περγαμ-ηνὸς κ.ά. |
-ῖνος | Ἀκράγας (γεν. Ἀκράγαντ-ος): Ἀκραγαντ-ῖνος, θηλ. Ἀκραγαντ-ίνη· Ἀμοργ-ῖνος, θηλ. Ἀμοργ-ίνη κ.ά. |
-της | (θηλ. -τις, γεν. -τιδος) Τεγέα: Τεγεά-της, θηλ. Τεγεᾶ-τις -άτιδος κ.ά. |
-άτης | Γύθειον: Γυθε-άτης, θηλ. Γυθε-ᾶτις -άτιδος κ.ά. |
-ιάτης | Κρότων: Κροτων-ιάτης· Σπάρτη: Σπαρτ-ιάτης, θηλ. Σπαρτ-ιᾶτις -ιάτιδος κ.ά. |
-ήτης | Αἴγινα: Αἰγιν-ήτης, θηλ. Αἰγιν-ῆτις -ήτιδος· Ἴος: Ἰ-ήτης, θηλ. Ἰ-ῆτις κ.ά. |
-ίτης | Ἄβδηρα: Ἀβδηρ-ίτης, θηλ. -ῖτις· Στάγιρα: Σταγιρ-ίτης, θηλ. -ῖτις κ.ά. |
-ώτης | Λαύρειον: Λαυρε-ώτης, θηλ. -ῶτις, -ώτιδος· Ἰταλία: Ἰταλι-ώτης· Σικελία: Σικελι-ώτης· έτσι και: ἤπειρος: ἠπειρ-ώτης, νῆσος: νησ-ιώτης (πβ. § 391) κ.ά. |
-ήσιος | Ἰθάκη: Ἰθακ-ήσιος, θηλ. Ἰθακησία· Φίλιπποι: Φιλιππ-ήσιος κ.ά. |
8. Παρώνυμα
391. Παρώνυμα λέγονται τα παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν πρόσωπο σχετικό μ' εκείνο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη ή πρόσωπο που ανήκει σ' αυτό. Τα παρώνυμα έχουν συνήθως τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-εὺς | ἵππος: ἱππ-εύς· ἱερὸν (=ναός): ἱερ-εὺς (θηλ, ἱέρεια)· ἄνθραξ (ἄνθρακ-ος): ἀνθρακ-εύς· γράμμα (γράμματ-ος): γραμματ-εύς· κέραμος: κεραμ-εὺς κ.ά. |
-της | (θηλ. -τις -τιδος) δῆμος: δημό-της (θηλ. δημό-τις)· κώμη: κωμή-της (= αυτός που κατοικεί σε κωμόπολη· θηλ. κωμῆ-τις)· ναῦς: ναύ-της· πόλις: πολί-της (θηλ. πολῖ-τις)· πρέσβυς: πρεσβύ-της (θηλ. πρεσβῦ-τις)· τόξον: τοξό-της κ.ά. |
-έτης | οἶκος: οἰκ-έτης (θηλ. οἰκ-έτις)· φυλή: φυλ-έτης (= αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή· θηλ. φυλ-έτις) κ.ά. |
-ίτης | ὅπλον: ὁπλ-ίτης· τέχνη: τεχν-ίτης κ.ά. |
-ώτης | δεσμός: δεσμ-ώτης (θηλ. δεσμ-ῶτις)· ἤπειρος: ἠπειρ-ώτης (θηλ. ἠπειρ-ῶτις)· θίασος: θιασ-ώτης (θηλ. θιασ-ῶτις)· στρατιά: στρατι-ώτης κ.ά. |
-ιώτης | νῆσος: νησ-ιώτης κ.ά.· πβ. § 390. |
Β΄ Παράγωγα επίθετα
392. Τα παράγωγα επίθετα σχηματίζονται α) από ρήματα: θαυμάζω: θαυμαστός, β) από ονόματα (από ουσιαστικά ή σπανιότερα από επίθετα): θάλασσα: θαλάσσιος, θῆλυς: θηλυκὸς και γ) από επιρρήματα: χθές: χθεσινός.
α) Επίθετα παράγωγα από ρήματα
1. Κυρίως ρηματικά επίθετα
393. Τα επίθετα που παράγονται από ρήματα με τις παραγωγικές καταλήξεις -τος και -τέος λέγονται κυρίως ρηματικά επίθετα και είναι δευτερόκλιτα τρικατάληκτα, εκτός από τα σύνθετα σε -τος που κανονικά είναι δικατάληκτα (προπαροξύτονα): λυ-τός, λυ-τή, λυ-τόν· λυ-τέος, λυ-τέα, λυ-τέον· αλλά ὁ, ἡ ἄλυτος, τὸ ἄλυτον (βλ. § 432, 4).
I. Ρηματικά επίθετα σε -τος
394. Τα ρηματικά επίθετα σε -τος σημαίνουν: α) ό,τι και η μετοχή του παθητ. παρακειμένου, β) εκείνον που μπορεί να πάθει ή γ) εκείνον που αξίζει να πάθει αυτό που δηλώνει το ρήμα· δ) κάποτε σημαίνουν ό,τι και η μετοχή του ενεστώτα ή αορίστου (με ενεργητ. ή παθητ. σημασία):
α) λύ-ω: λυ-τὸς (λελυμένος), γράφ-ω: γραπ-τός, γλύφ-ω: γλυπ-τός, στρέφ-ω: στρεπ-τὸς (ἐστραμμένος), πλέκ-ω: πλεκ-τός, ζεύγ-νυμι: ζευκ-τός, μείγ-νυμι: μεικ-τός, πήγ-νυμι: πηκ-τός, πλάττω (θ. πλαθ-): πλασ-τός, γιγνώ-σκω (θ. γνωσ-): γνωσ-τός, καλέω -ῶ (θ. κλη-): κλη-τός (κεκλημένος = καλεσμένος) κ.ά.
β) ἁλίσκομαι (θ. ἁλω-): ἁλω-τὸς (= αυτός που μπορεί να κυριευτεί), βαίνω (θ. βα-): βα-τός, ἰάομαι -ῶμαι: ἰα-τός, ὁράω -ῶ: ὁρα-τός, τι-τρώσκ-ω: τρω-τός, ἅπτομαι (θ. ἁφ-): ἁπτὸς (= που μπορεί κανείς να τον αγγίξει), εἶμι (= θα έρθω· θ. ἰ-): ἰ-τός (= που μπορεί κανείς να τον διαβεί: πβ. προσ-ιτός, ἀ-πρόσ-ιτος, ἁμαξ-ιτὸς κτλ.) κ.ά.
γ) ἀγαπάω -ῶ: ἀγαπη-τὸς (= που αξίζει να τον αγαπούν, επιθυμητός), ἐπαινέω -ῶ: ἐπαινε-τός, σέβ-ομαι: (σεβ-τός) σεπ-τός, θαυμάζω: θαυμασ-τός, πείθ-ομαι (θ. πειθ-, πιθ-): (πιθ-τός) πισ-τός (= αξιόπιστος, γνήσιος) κ.ά.
δ) μέν-ω: μεν-ε-τὸς (ὁ μένων = αυτός που παραμένει ή περιμένει), θνῄσκω (θ. θνη-): θνη-τὸς (ὁ θνήσκων), ῥέω (θ. ρυ-): ῥυτὸς (ὁ ῥέων), πράττω (θ. πραγ-): ἄ-πρακ-τος (= αυτός που δεν έπραξε), στρατεύ-ομαι: ἀ-στράτευτος (= που δεν στρατεύτηκε) κ.ά.
II. Ρηματικά επίθετα σε -τέος
395. Τα ρηματικά επίθετα σε -τέος σημαίνουν εκείνον που πρέπει να πάθει ό,τι φανερώνει το ρήμα από το οποίο παράγονται:
λύ-ω: λυ-τέος (= που πρέπει να λυθεί)· γράφ-ω: γραπ-τέος (= που πρέπει να γραφεί)· ἐπαινέω -ῶ: ἐπαινε-τέος (= που πρέπει να επαινεθεί)· έτσι και διδάσκω (θ. διδαχ-): διδακ-τέος· λέγ-ω: λεκ-τέος· τιμά-ω -ῶ: τιμη-τέος κ.ά. (Πβ. τα προακτέος, μετεξεταστέος της νέας ελληνικής).
2. Άλλα επίθετα παράγωγα από ρήματα
396. Άλλα επίθετα παράγωγα από ρήματα, εκτός από τα κυρίως ρηματικά επίθετα σε -τος και -τέος, είναι:
1) Μερικά που σημαίνουν ό,τι η μετοχή του ενεστώτα ή του παρακειμένου του ρήματος από το οποίο παράγονται· αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-ὰς | (γεν. -άδος), τριτόκλιτα μονοκατάληκτα: φεύγω (θ. φυγ-): φυγ-ὰς (ὁ φεύγων)· μείγ-νυμαι (θ. μειγ-, μιγ-): μιγ-ὰς (ὁ μεμειγμένος)· νέμομαι: νομὰς (νεμόμενος = αυτός που γυρίζει από τόπο σε τόπο να βρει βοσκή) κ.ά. |
-ὴς | (γεν. -οῦς), τριτόκλιτα δικατάληκτα (τα περισσότερα σύνθετα ή παρασύνθετα): ψεύδομαι: ψευδ-ὴς (ὁ ψευδόμενος, ὁ μὴ ὢν ἀληθής)· τυγχάνω (θ. τυχ-): ἀτυχής, εὐτυχής, ἐπιτυχής κτλ. (ὁ ἀτυχῶν, εὐτυχῶν, ἐπιτυγχάνων κτλ.)· φαίνομαι: ἀφανὴς (ὁ μὴ φαινόμενος)· έτσι και ἐμφαίνω: ἐμφανής, ἐπιφαίνω: ἐπιφανὴς κτλ. |
-ὸς | δευτερόκλιτα τρικατάληκτα: κύπτω (θ. κυφ-): κυφ-ὸς (ὁ κύπτων = καμπούρης)· λείπ-ω: λοιπὸς (ὁ ὑπολειπόμενος) κ.ά. |
-νὸς | σέβ-ομαι: (σεβ-νὸς) σεμ-νὸς (= αυτός που προκαλεί σεβασμό, σεβαστός)· στίλβ-ω: (στιλβ-νὸς) στιλπ-νὸς (ὁ στίλβων)· στυγέ-ω -ῶ (= μισώ): στυγ-νός (= μισητός)· τέρπ-ω: τερπ-νὸς (ὁ τέρπων) κ.ά. |
-ανὸς | στέγ-ω: στεγ-ανὸς (ὁ στέγων = αυτός που σκεπάζει)· πείθ-ω (θ. πειθ-, πιθ-): πιθ-ανὸς (ὁ πείθων = πειστικός) ἱκ-νέ-ομαι -οῦμαι (ἀφικνοῦμαι = φτάνω): ἱκ-ανὸς (= αυτός που μπορεί να φτάσει [σ' ένα σκοπό]) κ.ά. |
-ρὸς | λάμπ-ω: λαμπ-ρὸς (ὁ λάμπων)· μιαίνω (θ. μιαν-): (μιαν-ρὸς) μια-ρός· χαλά-ω -ῶ (= χαλαρώνω): χαλα-ρὸς κ.ά. |
-ερὸς | θάλλω: θαλ-ερὸς (ὁ θάλλων)· φαίνομαι (θ. φαν-): φαν-ερὸς (ὁ φαινόμενος)· στυγέ-ω -ῶ: στυγ-ερὸς (= μισητός, βδελυρός). |
2) Όσα σημαίνουν εκείνον που έχει ικανότητα, κλίση ή επιτηδειότητα σ' αυτό που δηλώνει το ρήμα· αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-ῐκὸς | δευτερόκλιτα τρικατάληκτα: ἄρχ-ω: ἀρχ-ικὸς (= ικανός να άρχει) κ.ά. |
-τῐκὸς | ἀμύν-ομαι: ἀμυν-τικὸς (= επιτήδειος να αμύνεται)· ἁρπάζω (θ. ἁρπαγ-): ἁρπακ-τικὸς (= που έχει τάση να αρπάζει)· δηλό-ω -ῶ: δηλω-τικὸς (= που έχει την ικανότητα να δηλώνει, να φανερώνει)· ἐρίζω (θ. ἐριδ-): ἐρισ-τικὸς (= που έχει κλίση στο να φιλονικεί) κ.ά. |
-ῐμος | δευτερόκλιτα δικατάληκτα: μάχ-ομαι: μάχ-ῐμος (= ικανός να μάχεται)· φρονέ-ω -ῶ: φρόν-ιμος (= ικανός να φρονεί, συνετός)· ὠφελέ-ω -ῶ: ὠφέλ-ιμος κ.ά. |
-μων | (γεν. -μονος), τριτόκλιτα δικατάληκτα: αἰδέομαι -οῦμαι: αἰδή-μων (= που ντρέπεται, ντροπαλός)· ἐλεέ-ω -ῶ: ἐλεή-μων (= που ελεεί)· μι-μνή-σκομαι (θ. μνη-): μνή-μων (= που έχει την ικανότητα να θυμάται)· οἰκτίρω: οἰκτίρ-μων (= που οικτίρει, σπλαχνίζεται, σπλαχνικός) κτλ. |
-τήριος | δευτερόκλιτα δικατάληκτα ή τρικατάληκτα: δρά-ω -ῶ (θ. δρασ-): δρασ-τήριος, -ος, -ον (= ικανός, να δρα, ενεργητικός, αποτελεσματικός)· λύω: λυ-τήριος, -ος, -ον και -ία, -ον (= ικανός να λύνει, ν' ανακουφίζει)· σῴζω (θ. σω-): σω-τήριος, -ος, -ον (= ικανός να σώζει) κ.ά. |
β) Επίθετα παράγωγα από ονόματα
397. Επίθετα που παράγονται από ονόματα (ουσιαστικά ή κάποτε και από επίθετα) είναι:
1) Όσα σημαίνουν αυτόν που ανήκει σ' εκείνο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη ή αυτόν που έχει σχέση με αυτό· τα επίθετα αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
I. Κατάληξη -ιος, που (ανάλογα με τους προηγούμενους φθόγγους και τις φθογγικές παθήσεις που γίνονται) παρουσιάζεται και σαν -αιος, - ειος, -οιος, -ῷος. Π.χ.
α) -ιος | θάλασσα: θαλάσσ-ιος· οὐρανός: οὐράν-ιος· πατὴρ (γεν. πατρός): πάτρ-ιος· τιμή: τίμ-ιος· ἐνιαυτός: (ἐνιαύτ-ιος) ἐνιαύσ-ιος (βλ. § 70, 4)· πλοῦτος: (πλούτ-ιος) πλούσ-ιος· ἑκὼν (γεν. ἑκόντ-ος): (ἑκόντ-ιος) ἑκούσ-ιος (βλ. § 70, 4) κ.ά. |
β) -αιος | ἀγορά: (ἀγορά-ιος) ἀγοραῖος· ἀνάγκη (θ. ἀναγκα-): (ἀναγκά-ιος) ἀναγκαῖος· δίκη (θ. δικα-): (δίκα-ιος) δίκαιος· έτσι και: ἀγέλη: ἀγελαῖος· ἕδρα: ἑδραῖος· κρήνη: κρηναῖος· σπουδή: σπουδαῖος· ὥρα: ὡραῖος (= που γίνεται την ώρα που πρέπει, ώριμος) κ.ά. Από αναλογία προς αυτά και: κῆπος: κηπαῖος· χέρσος: χερσαῖος κ.ά. |
γ) -ειος | βασιλεύς: (βασίλε-ιος) βασίλειος (= που ανήκει στο βασιλέα, βασιλικός)· τέλος (θ. τελεσ-): (τέλεσ-ιος, τέλε-ιος) τέλειος· θεός: (θέ-ιος) θεῖος· ἄστυ (ἄστε-ως): (ἀστέ-ιος) ἀστεῖος κ.ά. Από αναλογία προς αυτά και: δοῦλος: δούλ-ειος· οἶκος: οἰκ-εῖος· ἀνὴρ (ἀνδρ-ός): ἀνδρ-εῖος· επίσης σε -ειος κανονικά λήγουν τα επίθετα που παράγονται από ονόματα προσώπων ή ζώων: Εὐκλείδης: Εὐκλείδ-ειος· Κίμων: Κιμών-ειος· Πυθαγόρας: Πυθαγόρ-ειος· αἲξ (αἰγ-ός): αἴγ-ειος· βοῦς (βο-ός): βόειος· ἵππος: ἵππ-ειος· κύκνος: κύκν-ειος κ.ά. |
δ) -οιος | γέλως (θ. γελοσ-): (γελόσ-ιος, γελό-ιος) γελοῖος· ἄλλος· (ἀλλό-ιος) ἀλλοῖος· ὁμὸς (= κοινός): (ὁμό-ιος) ὁμοῖος και ὅμοιος· ανάλογα και πᾶς (παντ-ός): παντ-οῖος κ.ά. |
ε) -ῷος | ἥρω-ς: (ἡρώ-ιος) ἡρῷος (= αυτός που ανήκει στον ήρωα)· ἠὼς (= πρωί): (ἠώ-ιος) ἠῷος (= πρωινός) και αττ. ἡ ἕως: ἑῷος· ανάλογα και: πατὴρ (πατρ-ός): πατρῷος· μήτηρ (μητρ-ός): μητρῷος· πάππος: παππ-ῷος κ.ά. |
II. Κατάληξη -κός, που (από αναλογία προς άλλα παράγωγα ή με ορισμένες φθογγικές παθήσεις) παρουσιάζεται και σαν -ακός, -ῐκός, -ῠκός, -εικός:
α) | -κὸς -ακὸς | καρδία: καρδια-κός· οἰκία: οἰκια-κός· παροιμία: παροιμια-κός κ.ά. Από αναλογία προς αυτά και: ἥλιος: ἡλι-ακός· συμπόσιον: συμποσι-ακός· Κορίνθιος: Κορινθι-ακός· Ῥόδιος: Ῥοδι-ακὸς κ.ά. |
β) | -κὸς -ι-κὸς | ἱστορία: ἱστορι-κός· μανία: μανι-κός· μάντις: μαντι-κός· πανήγυρις: πανηγυρι-κός· φύσις: φυσι-κὸς κ.ά. Από αναλογία προς αυτά και: πολίτης: πολιτ-ικός· εἰρήνη: εἰρην-ικός· βάρβαρος: βαρβαρ-ικός· δοῦλος: δουλ-ικός· πόλεμος: πολεμ-ικός· ἔθνος: ἐθν-ικός· ἦθος: ἠθ-ικός· ῥήτωρ (ῥήτορ-ος): ῥητορ-ικός· ἡγεμὼν (ἡγεμόν-ος): ἡγεμον-ικός· ἄστυ: ἀστ-ικός· Κερκυραῖος: Κερκυρα-ϊκός· Ἀχαιός: Ἀχα-ϊκός· τροχαῖος: τροχα-ϊκός· βασιλεύς: βασιλ-ικός· Εὐβοεύς: Εὐβο-ϊκὸς κ.ά. |
γ) | -κὸς -υκὸς | θῆλυς: θηλυ-κός· Λίβυ-ς, γεν. Λίβυ-ος (= αυτός που είναι από τη Λιβύη): Λιβυ-κός· από αναλογία και: ὁ ἅλς (= το αλάτι): ἁλ-υκὸς (= αρμυρός) κ.ά. |
δ) | -κός -εικός | Ἀκαδήμεια: Ἀκαδημει-κός· Δαρεῖος: δαρει-κός· Δεκέλεια: Δεκελει-κός· κεραμεύς: (κεραμε-ικὸς) κεραμεικός· ὀρεὺς (= μουλάρι): (ὀρε-ικὸς) ὀρεικὸς (ὀρεικὸν ζεῦγος = ένα ζευγάρι μουλάρια). |
2) Όσα σημαίνουν ύλη ή χρώμα· αυτά έχουν τις παραγωγικές καταλήξεις:
(-εος) -οῦς | ἄργυρος: (ἀργύρ-εος) ἀργυροῦς· σίδηρος: (σιδήρ-εος) σιδηροῦς· χαλκός: (χάλκ-εος) χαλκοῦς· χρυσός: (χρύσ-εος) χρυσοῦς· κύανος (= ύλη με γαλάζιο χρώμα): (κυάν-εος) κυανοῦς· πορφύρα (= χρωστική ουσία βαθιά κόκκινη): (πορφύρ-εος) πορφυροῦς κ.ά. (βλ. § 162, α)· |
-ινος | κριθή: κρίθινος, -ίνη, -ινον· λίθος: λίθινος, -ίνη, -ινον και -ος, - ον· ξύλον: ξύλινος, -ίνη, -ινον και -ος, -ον· πῶρος (= είδος πέτρας, πωρόλιθος): πώρινος, -ίνη, -ινον κ.ά. |
3) Όσα σημαίνουν τον κατάλληλο για εκείνο που δηλώνει το πρωτότυπο· αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-μος | (παράγωγα κυρίως από ουσιαστικά σε -σις που παράγονται από ρήματα): ἄροσις (από το ἀρόω -ῶ = καλλιεργώ): ἀρόσιμος (= κατάλληλος για καλλιέργεια): καῦσις: καύσι-μος· οἴκησις: οἰκήσι-μος· χρῆσις: χρήσι-μος κ.ά. |
-ιμος | Από αναλογία προς τα παραπάνω σχηματίζονται παράγωγα με την κατάληξη -ιμος και από άλλα ουσιαστικά: ἐδωδή: ἐδώδ-ιμος (= φαγώσιμος)· μάχη: μάχ-ιμος· νόμος: νόμ-ιμος· πένθος: πένθ-ιμος κ.ά. |
4) Όσα σημαίνουν πλησμονή, δηλ. αφθονία από εκείνο που δηλώνει το πρωτότυπο όνομα· αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-εις | (γεν. -εντός) θηλ. -εσσα, ουδ. -εν: αἴγλη: αἰγλή-εις, -εσσα, -εν (= γεμάτος αίγλη)· τόλμη: τολμή-εις (= τολμηρός)· ὕλη (= δάσος): ὑλή-εις (= δασωμένος)· χάρι-ς: χαρί-εις· ἄνεμος: ἀνεμό-εις και ἠνεμό-εις· ἄμπελος: ἀμπελό-εις κ.ά. |
-όεις | Από αναλογία προς τα τελευταία σε -οεις σχηματίστηκαν παράγωγα και απευθείας με την παραγωγική κατάλ. -όεις: ἀστὴρ (ἀστέρ-ος): ἀστερ-όεις· ἰλὺς (= λάσπη): ἰλυ-όεις· ἰχθύς: ἰχθυ-όεις κ.ά. |
-νός (-εινός) | ὄρος (θ. ὀρεσ-νός, ὀρεν-νός) ὀρεινός· σκότος (θ. σκοτεσ-): (-εινός) (σκοτεσ-νός, σκοτεν-νός) σκοτεινός· δέος (θ. δεεσ-): (δεεσ-νός, δεεν-ός) δεινός· ὑγιὴς (θ. ὑγιεσ-): (ὑγιεσ-νός, ὑγιεν-νός) ὑγιεινός· ἄλγος: (θ. ἀλγεσ-): (ἀλγεσ-νός, ἀλγεν-νός) ἀλγεινός· κλέος: (θ. κλεεσ-): (κλεεσ-νός, κλεεν-νός) κλεινὸς (πβ. § 68, 2). |
-εινὸς | Από αναλογία προς τα παραπάνω σχηματίστηκαν παράγωγα απευθείας με την παραγωγική κατάλ. -εινός: πόθος: ποθ-εινός· φῶς: φωτ-εινός κ.ά. |
-λός | παχύς: παχυ-λός· φειδώ: φειδω-λός· ἀπατη-λός· σιωπή: σιωπηλός. |
-ηλὸς | Από αναλογία προς τα τελευταία σε -η-λός σχηματίστηκαν παράγωγα απευθείας με την παραγωγική κατάληξη -ηλός: ῥῖγος: ῥιγ-ηλός· σφρίγος: σφριγ-ηλός· ὕψος: ὑψ-ηλός (έτσι και: χαμαί: χαμ-ηλός)· |
-λέος -αλέος | δίψα: διψα-λέος· λύσσα: λυσσα λέος· πείνα: πεινα-λέος· ψώρα: ψωρα-λέος κ.ά. Από αναλογία προς τα παραπάνω που λήγουν σε -α-λέος σχηματίστηκαν παράγωγα και απευθείας με την παραγωγ. κατάλ. -αλέος: θάρρος: θαρρ-αλέος· κέρδος: κερδ-αλέος· ῥώμη: ῥωμ-αλέος· ὕπνος: ὑπν-αλέος· φρίξ, γεν. φρι-κός (= φρικίαση, ανατριχίλα): φρικ-αλέος κ.ά. |
-ρὸς -αρὸς | αἶσχος: αἰσχ-ρός· ἔχθος (= έχθρα): ἐχθ-ρός· ἀνία: ἀνια-ρός· έτσι και: λίπος: λιπ-αρός· ῥύπος (= ακαθαρσία): ῥυπ-αρός· σθένος: σθεν-αρός κ.ά. |
-ρὸς -ηρὸς | λύπη: λυπη-ρός· ὀδύνη: ὀδυνη-ρός· σιωπή: σιωπη-ρός· τόλμη: τολμη-ρός· τύχη: τυχη-ρός κ.ά. Έτσι και: αἷμα (αἵματ-ος): αἱματ-ηρός· ἄνθος: ἀνθ-ηρός· μόχθος: μοχθ-ηρός· νόσος: νοσ-ηρός· ὄκνος: ὀκν-ηρός· ὄχλος (= ενόχληση): ὀχλ-ηρός κ.ά. |
-ρὸς -υρὸς | ἰσχύς: ἰσχυ-ρός· έτσι και: ἅλμη: ἁλμ-υρός· |
-ρὸς -ερὸς | κράτος (θ. κρατεσ-): κρατε-ρός· έτσι και: δρόσος: δροσ-ερός· φθόνος: φθον-ερός· σκιά: σκι-ερός· φλόξ (φλογ-ός): φλογ-ερὸς κ.ά. |
-ώδης | τριτόκλιτα δικατάληκτα: ἀφρός: ὁ, ἡ ἀφρ-ώδης, τὸ ἀφρῶδες· αἷμα (αἵματ-ος): αἱματ-ώδης· ἄκανθα: ἀκανθ-ώδης· λύσσα: λυσσ-ώδης· μανία: μανι-ώδης κ.ά. |
5) Όσα σημαίνουν χρόνο ή μέτρο· αυτά έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-αῖος | πρότερος: προτερ-αῖος· ὕστερος: ὑστερ-αῖος· δεύτερος: δευτερ-αῖος· τρίτος: τριτ-αῖος κτλ. (πβ. § 206, γ)· πῆχυ-ς: πηχυ-αῖος· στάδιον: σταδι-αῖος. |
-ιαῖος | Έτσι και: πλέθρον: πλεθρ-ιαῖος· μήν: μην-ιαῖος κ.ά. |
-ήσιος | ἔτος: ἐτ-ήσιος· ἡμέρα: ἡμερ-ήσιος· |
-ινὸς | ἔαρ: ἐαρ-ινός· φθινόπωρον: φθινοπωρ-ινός· μεσημβρία: μεσημβρ-ινός· ἡμέρα: ἡμερ-ινός· ἑσπέρα: ἑσπερ-ινός· θέρος: θερ-ινός. |
γ) Επίθετα παράγωγα από επιρρήματα
398. Επίθετα παράγωγα από επιρρήματα (ιδίως τοπικά ή χρονικά) έχουν τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις:
-ιος | ὄπισθεν: ὀπίσθ-ιος· πρόσθεν: πρόσθ-ιος |
-ιμος | ὀψέ: ὄψ-ιος και ὄψ-ιμος· πρῲ και πρωί: πρώ-ιος καιπρῷος και πρώ-ιμος· |
-νὸς | πέρυσι: περυσι-νός· |
-ινὸς | χθές: χθεσ-ινός· |
-αῖος | ῥάγδην (= βίαια, δυνατά): ῥαγδ-αῖος· χύδην (= χυτά, ανάκατα): χυδ-αῖος (= ανάμειχτος, κοινός, πρόστυχος)· |
-ικὸς | καθόλου (= γενικά): καθολ-ικός. |
Γ΄. Παράγωγα ρήματα
399. Τα παράγωγα ρήματα σχηματίζονται α) από ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα): βασιλεύ-ς: βασιλεύ-ω· ἥσυχος: ἡσυχ-άζω· β) από άλλα ρήματα: ἕρπ-ω: ἑρπ-ύζω· γ) από επιρρήματα ή επιφωνήματα: ἐγγύς: ἐγγ-ίζω · οἴμοι: οἰμ-ώζω.
α) Ρήματα παράγωγα από ονόματα
400. Τα ρήματα που παράγονται από ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα) σημαίνουν συνήθως ότι το υποκείμενο είναι ή γίνεται ή έχει ή παρέχει ή κάνει ό,τι φανερώνει η πρωτότυπη λέξη.
1) Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά την παραγωγική κατάληξη -jω (δηλ. παραγωγικό πρόσφυμα j και κατάλ. -ω· βλ. § 379, 2 και 3):
α΄) βοὴ (θ. βοα-): (βοά-jω) βοά-ω -ῶ· τόλμη (θ. τολμά-): (τολμά-jω) τολμά-ω -ῶ· έτσι και: ἧττα: ἡττά-ομαι -ῶμαι· ἀνία: ἀνιά-ω -ῶ κ.ά. (βλ. § 64, 2)
β΄) νόσος (θ. νοσε-): (νοσέ-jω) νοσέ-ω -ῶ· ὄκνος: ὀκνέ-ω -ῶ· πλοῦτος: πλουτέ-ω -ῶ· πόνος: πονέ-ω -ῶ· φίλος: φιλέ-ω -ῶ κ.ά.
γ΄) γυμνός: (γυμνό-jω) γυμνό-ω -ῶ· δῆλος: δηλό-ω -ῶ· δοῦλος: δουλό-ω -ῶ· δίκαιος: δικαιό-ω -ῶ· λύτρον: λυτρό-ω -ῶ κ.ά.
δ΄) βασιλεύς: (βασιλεύ-jω) βασιλεύ-ω· γραμματεύ-ς: γραμματεύ-ω· ἱππεύ-ς: ἱππεύ-ω· φονεύ-ς: φονεύ-ω κ.ά.
ε΄) παῖς (παιδ-ός): (παίδ-jω) παίζω· σκιὰς (σκιάδ-ος): σκιάζω· ψεκὰς (ψεκάδ-ος): ψεκάζω· έτσι και: ἅρπαξ (ἅρπαγ-ος): ἁρπάζω κ.ά. (βλ. § 67, 2)
Ϛ΄) ἐλπὶς (ἐλπίδ-ος): (ἐλπίδ-jω) ἐλπίζω· ἔρις (ἔριδ-ος): ἐρίζω· έτσι και: μάστιξ (μάστιγ-ος): μαστίζω κ.ά. βλ. § 67, 2)
ζ΄) βάσκαν-ος: (βασκάν-jω) βασκαίνω· μέλας (μέλαν-ος): (μελάν-jω) μελαίνω κ.ά (βλ. § 66)
η΄) καθαρὸς (καθάρ-jω) καθαίρω· τέκμαρ (= τεκμήριο· γεν. τέκμαρ-ος): (τεκμάρ-jομαι) τεκμαίρομαι κ.ά. (βλ. § 66)
θ΄) μάρτυς (μάρτυρ-ος): (μαρτύρ-jομαι, μαρτύρρομαι) μαρτύρομαι κ.ά. (βλ. § 68, 4, β)
ι΄) ἄγγελος: (ἀγγέλ-jω) ἀγγέλλω· ναυτίλος: (ναυτίλ-jομαι) ναυτίλλομαι· ποικίλος: (ποικίλ-jω) ποικίλλω κ.ά.
ια΄) κῆρυξ (κήρυκ-ος): (κηρύκ-jω) κηρύττω ήκηρύσσω· φύλαξ (-ακος): (φυλάκ-jω) φυλάττω ή φυλάσσω· αἷμα (αἵματ-ος): (αἱμάτ-jω) αἱμάττω ή αἱμάσσω κ.ά. (βλ. § 67, 2).
2) Από παραδείγματα όπως τα παραπάνω σχηματίστηκαν οι καταλήξεις: -άω (-ιάω), -έω, -όω, -εύω, -ζω, -άζω, -ίζω, -νω, -ύνω, -αίνω, -αίρω κτλ.
α) -άω | ἄριστον: ἀριστ-άω -ῶ· γόος: γο-άω -ῶ· σφρίγος: σφριγ-άω -ῶ· |
-ιάω | ἐρυθρός: ἐρυθρ-ιάω -ῶ κ.ά. |
Μερικά ρήματα σε -άω και σε -ιάω, παράγωγα από ονόματα, σημαίνουν έφεση (δηλ. μεγάλη επιθυμία) ή πάθηση: θάνατος, θανατ-άω -ῶ (= επιθυμώ πολύ το θάνατο), στρατηγός: στρατηγ-ιάω -ῶ (= επιθυμώ πολύ να γίνω στρατηγός)· λίθος: λιθ-άω και λιθ-ιάω -ῶ (= πάσχω από λιθίαση), ὀφθαλμός: ὀφθαλμ-ιάω -ῶ (= πάσχω από ὀφθαλμία) κ.ά. |
β΄) -έω | ἀπειλή: ἀπειλ-έω -ῶ· μάρτυς (μάρτυρ-ος): μαρτυρ-έω -ῶ κ.ά. Έτσι και πολλά παρασύνθετα: εὐδαίμων (-ονος): εὐδαιμον-έω -ῶ· εὐεργέτης: εὐεργετ-έω -ῶ· σώφρων (-ονος): σωφρον-έω -ῶ κ.ά. Πβ. § 430, α. |
γ΄) -όω | ῥίζα: ῥιζ-όω -ῶ· σκηνή: σκην-όω -ῶ· πλήρης: πληρ-όω -ῶ· ἐλάττων: ἐλαττ-όω -ῶ· μείων: μει-όω -ῶ κ.ά. |
δ΄) εύω | ταμίας: ταμι-εύω· ἱκέτης: ἱκετ-εύω· ἀγορά: ἀγορ-εύω· δοῦλος: δουλ-εύω· κόλαξ (κόλακ-ος): κολακ-εύω· παῖς (παιδ-ός): παιδεύω κ.ά. |
ε΄) -ζω | ἀγορά: ἀγορά-ζω· δίκη (θ. δικα-): δικά-ζω· δόξα: δοξά-ζω (πβ. § 292, 3) |
-άζω | ἄτιμος: ἀτιμ-άζω· ἥσυχος: ἡσυχ-άζω κ.ά. |
Ϛ΄) ίζω | ἁγνός: ἁγν-ίζω· ὁ ὅρος: ὁρ-ίζω· φενάκη: φενακ-ίζω· ὕστερος: ὑστερ-ίζω· ἁθρόος: (ἁθρο-ίζω) ἁθροίζω κ.ά. |
Ρήματα σε -ιάζω ή -ίζω, παράγωγα από ονόματα εθνικά ή κύρια ή από ονόματα ζώων, σημαίνουν συνήθως ότι το υποκείμενο τους μιμείται τα ήθη, τη γλώσσα, κτλ. ή ακολουθεί τα φρονήματα εκείνου που δηλώνει το πρωτότυπο όνομα: Βοιωτός: βοιωτ-ιάζω (= μιμούμαι τα ήθη ή τη γλώσσα των Βοιωτών)· έτσι και: Ἕλλην: ἑλλην-ίζω· βάρβαρος: βαρβαρ-ίζω· Μῆδος: μηδ-ίζω· Φίλιππος: φιλιππ-ίζω· πίθηκος: πιθηκ-ίζω κ.ά. (πβ. τα νεοελλ.: παπαγαλίζω = μιλώ σαν παπαγάλος κ.ά.). |
ζ΄) -νω | βαθύς: βαθύ-νω· βαρύς: βαρύ-νω· ἡδύς: ἡδύ-νω· ὀξύς: ὀξύ-νω κ.ά. Από αναλογία προς αυτά σχηματίστηκαν με παραγωγ. καταλ. |
-ύνω | αἶσχος: αἰσχ-ύνω· θάρρος: θαρρ-ύνω· λαμπρός: λαμπρ-ύνω· μῆκος: μηκ-ύνω· φαιδρός: φαιδρ-ύνω κ.ά. |
-αίνω | θερμός: θερμ αίνω· κοῖλος: κοιλ-αίνω· χαλεπός: χαλεπ-αίνω· δυσχερής: δυσχερ-αίνω· ὑγιής: ὑγι-αίνω κ.ά. |
η΄) -αίρω | γέρας: γερ-αίρω· ἐχθρός: ἐχθ-αίρω· μέγας: μεγ-αίρω κ.ά. |
β) Ρήματα παράγωγα από άλλα ρήματα
401. Τα ρήματα που παράγονται από άλλα ρήματα είναι:
1) εναρκτικά, δηλ. σημαίνουν ότι το υποκείμενο αρχίζει να κάνει ή να γίνεται ό,τι δηλώνει το πρωτότυπο ρήμα· αυτά έχουν παραγωγική κατάληξη -σκω:
-σκω | γηράω -ῶ: γηρά-σκω (= αρχίζω να γεράζω)· ἡβάω -ῶ: ἡβάσκω (= αρχίζω να γίνομαι έφηβος) κ.ά. |
2) εφετικά, δηλ. σημαίνουν ότι το υποκείμενο έχει έφεση (μεγάλη επιθυμία) για εκείνο που δηλώνει το πρωτότυπο ρήμα· αυτά έχουν τις παραγωγικές καταλήξεις -ιάω και -είω, που προσθέτονται στο χρονικό θέμα του μέλλοντα:
-ιάω (-ιῶ) | κλαίω (μέλλ. κλαύσομαι): κλαυσ-ιάω –ιῶ (=θέλω να κλάψω) |
-είω | πολεμ-έω -ῶ (μέλλ. πολεμήσω): πολεμησ-είω (= θέλω να πολεμήσω)· τυρανν-έω -ῶ (μέλλ. τυραννήσω): τυραννησ-είω (= θέλω να γίνω τύραννος)· δρά-ω -ῶ (μέλλ. δράσω): δρασ-είω (= θέλω να δράσω). |
3) θαμιστικά ή επιτατικά, δηλ. σημαίνουν ότι το υποκείμενο εκτελεί θαμά (= συχνά) ή σε μεγάλο βαθμό αυτό που φανερώνει το πρωτότυπο ρήμα· αυτά έχουν τις παραγωγικές καταλήξεις: -άζω, -ίζω, -ύζω:
-άζω | στένω (= στενάζω): στεν-άζω (= στενάζω συχνά)· ῥίπτω: ῥιπτ-άζω (= ρίχνω εδώ κι εκεί) |
-ίζω | αἰτέω -ῶ: αἰτ-ίζω (= ζητώ συχνά, επίμονα) |
-ύζω | ἕρπω: ἑρπ-ύζω (= σέρνομαι διαρκώς). |
γ) Ρήματα παράγωγα από επιρρήματα και επιφωνήματα
402. Τα ρήματα που παράγονται από επιρρήματα σημαίνουν ότι το υποκείμενο είναι ή κάνει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· αυτά έχουν τις παραγωγικές καταλήξεις -ζω ή -ίζω:
-ζω | δίχα: διχά-ζω (= διαιρώ σε δύο μέρη, ξεχωρίζω)· πέλας (= κοντά): πελά-ζω (= πλησιάζω) κ.ά. |
-ίζω | ἐγγύς: ἐγγ-ίζω· χωρίς: χωρ-ίζω κ.ά. |
403. Τα ρήματα που παράγονται από επιφωνήματα σημαίνουν ότι το υποκείμενο λέει εκείνο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· αυτά έχουν τις παραγωγικές καταλήξεις -ζω (-άζω, -ίζω, -ώζω):
-ζω | ἀλαλαί: ἀλαλά-ζω (= λέω ἀλαλαί, φωνάζω)· γρῦ: γρύ-ζω (= λέω γρῦ, μουρμουρίζω) |
-άζω | αἰαῖ: αἰ-άζω (= λέω αἰαῖ, θρηνώ) |
-ίζω | ἐλελεῦ: έλελ-ίζω (= φωνάζω ἐλελεῦ) |
-ώζω | οἴμοι: οἰμ-ώζω (= φωνάζω οἴμοι, θρηνώ) (πβ. § 440, γ). |
Δ΄. Παράγωγα επιρρήματα
404. Επιρρήματα παράγονται από κάθε κλιτό μέρος του λόγου και από προθέσεις ή άλλα επιρρήματα. Τα παράγωγα επιρρήματα είναι τοπικά, τροπικά, ποσοτικά και χρονικά.
α) Τοπικά
405. Τα τοπικά παράγωγα επιρρήματα σημαίνουν:
1) τη στάση σ' έναν τόπο, με τις παραγωγ. καταλήξεις -θι, -σι(ν), -οι:
-θι | ἄλλος: ἄλλο-θι (= σε άλλον τόπο, αλλού)· αὐτός: αὐτό-θι (= σ' αυτό τον τόπο, αυτού) |
-σι(ν) | Ἀθῆναι: Ἀθήνη-σι(ν)· Ὀλυμπία: Ὀλυμπία-σι(ν)· Πλαταιαί: Πλαταιᾶ-σι(ν) κτλ. θύρα: θύρα-σι (= στην πόρτα, έξω από το σπίτι) |
-οι | Ἰσθμός: Ἰσθμοῖ· Μέγαρα: Μεγαροῖ· Πυθώ (= Δελφοί): Πυθοῖ (= στους Δελφούς)· οἶκος: οἴκοι (= στο σπίτι, στην πατρίδα· πάντα για στάση, αντί για το ἐν τῇ πατρίδι). |
2) την κίνηση προς έναν τόπο, με τις παραγωγικές καταλήξεις -ω, - σε, -δε (-ζε):
-ω | ἀνά: ἄνω (= προς τα πάνω· και για στάση = πάνω) κατά: κάτω· ἐς ή εἰς: ἔσω ή εἴσω (= μέσα σε, προς τα μέσα· και για στάση = μέσα)· πρός: πρόσ-ω, με μετάθεση: πόρσω και με αφομοίωση: πόρρω (= προς τα εμπρός, μακριά) κ.ά. |
-σε | ἄλλος: ἄλλο-σε (= προς άλλο μέρος)· αὐτός: αὐτό-σε (= προς αυτό το μέρος)· ἐκεῖ: ἐκεῖ-σε (= προς τα εκεί) κ.ά. |
-δε | Μέγαρα: Μεγαρά-δε· Ἐλευσὶς (Ἐλευσῖν-ος): Ἐλευσινά-δε κτλ. |
(-ζε) | (= προς τα Μέγαρα, προς την Ελευσίνα κτλ.)· οἶκος: οἰκόν-δε και οἴκα-δε (= προς το σπίτι, προς την πατρίδα)· Ἀθῆναι: ('Αθήνασ-δε) Ἀθήναζε· |
3) την κίνηση από έναν τόπο, με τις παραγωγικές καταλήξεις -θεν (-οθεν, -ωθεν):
-θεν | ἐκεῖ: ἐκεῖ-θεν (= από εκείνον τον τόπο)· οἶκος: οἴκο-θεν (= από το σπίτι, από την πατρίδα)· ἄλλος: ἄλλο-θεν (= από άλλον τόπο) κ.ά. |
-οθεν | έτσι και: πᾶς (παντ-ός): πάντ-οθεν (= από παντού) κ.ά. |
-ωθεν | ἄνω: ἄνωθεν (= από πάνω)· ἀμφότεροι: ἀμφοτέρ-ωθεν (= και από τα δύο μέρη)· ἑκάτερος: ἑκατέρ-ωθεν. |
β) Τροπικά
406. Τα τροπικά παράγωγα επιρρήματα σχηματίζονται:
1) από επίθετα, αντωνυμίες και μετοχές με κατάληξη -ως (-ῶς):
-ως (-ῶς) | δίκαιος: δικαί-ως· σπουδαίος: σπουδαίως· βαρύς: βαρέως· οὗτος: οὕτως· ἄλλος: ἄλλως· δέον (γεν. δέοντ-ος): δεόντως· θαρρῶν (γεν. θαρροῦντ-ος): θαρρούντως· εἰκὼς (γεν. εἰκότ-ος): εἰκότως· λεληθὼς (γεν. λεληθότ-ος): λεληθότως· ὁμολογούμενος: ὁμολογουμένως· ἐσκεμμένος: ἐσκεμμένως· καλός: καλῶς· ἱκανός: ἱκανῶς· εὐγενής: εὐγενῶς· σαφής: σαφῶς κ.ά.· θορυβώδης: θορυβωδῶς κ.ά. |
2) από οποιοδήποτε κλιτό μέρος του λόγου, με τις παραγωγικές καταλήξεις -δην (-άδην, -ίνδην), -δὸν (-ηδόν), -ί, (-τί), -εί, -ς:
-δην -άδην | αἴρω (θ. ἀρ-): ἄρ-δην· κρύπτω (θ. κρυφ-): (κρύφ-δην) κρύβ-δην· μείγνυ-μι: μείγ-δην· φύρω (= ανακατώνω): φύρ-δην· βαίνω (θ. βα-): βά-δην· έτσι και: τρέχ-ω: τροχ-άδην· σπείρ-ω: σπορ-άδην κ.ά. |
-ίνδην | ἄριστος: ἀριστ-ίνδην (μ' εκλογή του αρίστου)· πλοῦτος: πλουτ-ίνδην (κατά τον πλούτο). |
-δὸν -ηδὸν | ἀναφαίνω (θ. ἀνα-φαν-): ἀνα-φαν-δὸν (= φανερά)· βότρυς: βοτρυ-δὸν (= σαν σταφύλια)· ἀγέλη: ἀγελη-δόν· έτσι και: κύων (κυν-ός): κυν-ηδόν (= σαν σκύλος)· ταύρος: ταυρ-ηδόν κ.ά. |
-ὶ | ἄμισθος: ἀμισθ-ί· αὐτόχειρ: αὐτοχειρ-ὶ (= με τα ίδια του τα χέρια)· ἐθέλων (γεν. ἐθέλοντ-ος): ἐθελοντ-ί· ἀμάχητος: ἀμαχητ-ί· ἀγέλαστος: ἀγελαστ-ί· ἄπνευστος: ἀπνευστ-i κ.ά. |
-τὶ | Από αναλογία προς τα τελευταία σχηματίζονται με παραγωγ. κατάλ. -τί: μέγας (μεγάλ-ου): επίρρ. μεγάλως και απ' αυτό μεγαλωσ-τί· νέος: επίρρ. νέως και απ' αυτό νεωσ-τί· έτσι και: ὀνομάζω: ὀνομασ-τί· ἑλληνίζω: ἑλληνισ-τί· βαρβαρίζω: βαρβαρισ-τί· |
-εὶ | ἄμαχος: ἀμαχ-εί· ἄσπονδος: ἀσπονδ-εὶ (= χωρίς σπονδές)· νήποινος (= ατιμώρητος): νηποιν-εὶ (= χωρίς τιμωρία)· πάνδημος: πανδημ-εί· |
-ς | ἀναμίσγω: (ἀναμίγ-ς) ἀναμίξ· ἐναλλάσσομαι: (ἐναλλάγ-ς) ἐναλλάξ· από θέμα πυγ- (που απ' αυτό πυγ-μή): (πύγ-ς) πὺξ (= με γροθιές)· από θ. λαγ-: (λάγ-ς) λὰξ (= με κλοτσιές, πβ. λακτίζω). |
γ) Ποσοτικά
407. Τα ποσοτικά παράγωγα επιρρήματα σχηματίζονται από κλιτές λέξεις που φανερώνουν αριθμό ή ποσό. Αυτά έχουν παραγωγικές καταλήξεις -ς, -κις, -άκις:
-ς | δύο (θ. δι-, πβ. δι-πλοῦς): δί-ς· τρεῖς, τρί-α: τρί-ς· |
-κις | ἑπτά: ἑπτά-κις· δέκα: δεκά-κις· |
-άκις | από αναλογία προς τα παραπάνω σχηματίζονται με παραγωγική κατάληξη -άκις: πέντε: πεντ άκις· ἕξ: ἑξ-άκις κτλ.· πόσος: ποσ-άκις· ὅσος: ὁσ-άκις· πολὺς (πολλοῦ): πολλ-άκις κ.ά.· πβ. § 212. |
δ) Χρονικά
408. Τα χρονικά παράγωγα επιρρήματα σχηματίζονται από αντωνυμίες και έχουν την παραγωγική κατάληξη -τε: ἄλλος: ἄλλο-τε· ἕκαστος: ἑκάστο-τε· ὅς: ὅ-τε κ.ά.