Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

ε. Xορωδιακή ποίηση (πολυφωνική ποίηση που εκτελείται από πολυμελή χορό)

Η ποίηση των Δωριέων (δωρικὸν ή χορικὸν μέλος), οι οποίοι προκρίνουν το συλλογικό έναντι του ατομικού, την υποταγή δηλαδή του ατόμου στο σύνολο, διαφέρει από την αιολική κατά το ότι οι στροφές των «μελών» της είναι μεγάλες· είναι γραμμένη στη δωρική διάλεκτο και ψάλλεται με συνοδεία μουσικών οργάνων, στα πανηγύρια και στις γιορτές των θεών, από ομάδα ανδρών ή γυναικών (χορός).

Η χορική ποίηση αποτελεί συνδυασμό ποίησης, μουσικής και όρχησης, είναι δηλαδή ένα σύνθετο καλλιτέχνημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο ενός συνόλου προσώπων. Τα διάφορα είδη της αναφέρονται σε θεούς (ύμνοι) και σε ανθρώπους (εγκώμια). Η οργάνωση των στίχων γίνεται σε σύστημα (στροφή – αντιστροφή – επωδός). Εκφράζει τη συλλογική συνείδηση της πόλης και όχι προσωπικά συναισθήματα (πρβλ. αργότερα τα χορικά της τραγωδίας). Ψάλλει το μυθικό ή ιστορικό παρελθόν και τις συγκινήσεις που βιώνει ο λαός. Αυτό γίνεται κατανοητό, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κοινωνικός βίος που διαμορφώθηκε στην ελληνική πόλη αναζητούσε τρόπο έκφρασης και ο χορικός λυρισμός ανταποκρινόταν πλήρως στην ανάγκη αυτή.

Aλκμὰν

Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Λυδίας. Κατά τον πόλεμο με τους Κιμμέριους αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Σπάρτη, όπου πουλήθηκε ως δούλος. Η ακμή του συμπίπτει με τα έτη 670-640 π.Χ. Η περίοδος αυτή είναι πολύ ευνοϊκή για τη λυρική ποίηση, αφού τότε η Σπάρτη ήταν λογοτεχνικό κέντρο που προσείλκυε μουσικούς και ποιητές από όλες τις πόλεις. Εκεί, λοιπόν, έζησε ο Αλκμάνας, φτάνοντας σε προχωρημένη ηλικία, και έγραψε μεγάλο αριθμό ποιημάτων.

Συνέθεσε ύμνους, παιάνες και σκόλια, αλλά οι αρχαίοι του απέδιδαν και ερωτικά άσματα. Έγραψε στη δωρική διάλεκτο (τοπική λακωνική), αλλά με πολλούς αιολισμούς. Από το έργο του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Οι γνωστότερες συνθέσεις του είναι τα «Παρθέν(ε)ια», λυρικά ποιήματα που ψάλλονταν από χορό νεανίδων. Φαίνεται ότι το μουσικό κλίμα της Σπάρτης ενέπνευσε τον ποιητή να γράψει τα ποιήματά αυτά, γιατί εκεί ήταν πολύ διαδεδομένοι οι παρθενικοί χοροί. Οι γιορτές προς τιμήν της Άρτεμης και του Απόλλωνα και η γυμναστική αγωγή των νεανίδων δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη διάδοση των χορών αυτών.

Στησίχορος

Κατά την επικρατέστερη άποψη, γεννήθηκε στην Ιμέρα της Σικελίας και έζησε περίπου 80 χρόνια. Το όνομά του, που σημαίνει «ὁ στήσας χορόν», ήταν ίσως προσωνύμιο, ενώ ως πραγματικό του όνομα φέρεται το Τεισίας. Στο έργο του περιλαμβάνονται παιάνες, ερωτικά άσματα και βουκολικά (= ποιμενικά) ποιήματα. Το μεγαλύτερο όμως και σημαντικότερο μέρος της ποίησής του αποτελούν οι ύμνοι, στους οποίους μάλιστα επέφερε καινοτομίες. Συγκεκριμένα, ενώ οι ύμνοι ήταν άσματα που ψάλλονταν προς τιμήν των θεών από ακίνητο χορό υπό τους ήχους κιθάρας, με το Στησίχορο δεν εξυμνούν κάποιο θεό, αλλά αφηγούνται επικούς μύθους. Λέγεται πως ανέπτυξε την τριαδική δομή της ωδής: στροφή, αντιστροφή, επωδός («Ορέστεια», «Παλινῳδία»). H «Παλινῳδία» (= αναίρεση, ανάκληση· < πάλιν [= αντίθετα] + ᾠδή) είναι ποίημα με το οποίο ανασκευάζει όσα είχε γράψει σε βάρος της Eλένης, αποκτώντας έτσι την όρασή του που είχε χάσει εξαιτίας της απρέπειάς του.

Από τα ποιήματά του διασώθηκαν αποσπάσματα (περίπου 100) και κάποιοι τίτλοι, όπως «Κέρβερος», «Ἑλένα», «Νόστοι», «Θηβαΐς» κ.ά. Από τους τίτλους αυτούς διαπιστώνουμε ότι οι επικοί μύθοι ήταν η πηγή έμπνευσής του. Ο τρόπος όμως της διήγησής του ήταν διαφορετικός από εκείνον των επικών ποιητών. Οι διηγήσεις των επών είναι εκτεταμένες και συνεχείς, ενώ οι λυρικές διηγήσεις του Στησίχορου είναι ευκαιριακές και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις κάποιας γιορτής.

Οι Aττικοί τραγικοί ποιητές (ιδιαίτερα ο Ευριπίδης) χρησιμοποίησαν τις υποθέσεις από τη διασκευή των μύθων του.

Ἴβυκος

Γεννήθηκε στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας και η ακμή του τοποθετείται στο 640 π.Χ. Έζησε πολλά χρόνια στην αυλή του τυράννου Πολυκράτη. Mε το θάνατό του σχετίζεται ο περίφημος θρύλος των «Γεράνων τοῦ Ἰβύκου»1. Από τα ποιήματά του σώθηκαν μόλις 90 στίχοι, στους οποίους είναι εμφανείς οι επιδράσεις που δέχθηκε από την αιολική αλλά και από τη δωρική ποίηση. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στο ότι ο ύμνος, αρχικά ποίημα θρησκευτικό, που με το Στησίχορο έγινε ηρωικό, τώρα δέχεται νέα μεταβολή. Με τον Ίβυκο ο ύμνος γίνεται καθαρά ανθρώπινος, είναι αφιερωμένος σε κάποιο σύγχρονο πρόσωπο και είναι γνωστός ως «ἐγκώμιον». Στα χρόνια της ακμής του εμφανίζεται ως ένας ποιητής κατ' εξοχήν ερωτικός, απεικονίζοντας με αμεσότητα και ένταση, με τη χρήση παρομοιώσεων, το ερωτικό πάθος.

Σιμωνίδης ὁ Κεῖος

Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Κέας (Κέα ή Κέως: μικρό νησί των Κυκλάδων). Φιλοξενήθηκε στις αυλές τυράννων ελληνικών πόλεων (Κραννώνα Θεσσαλίας, Συρακούσες), όπου έγραφε ποιήματα επ' αμοιβή. Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων βρισκόταν στην Αθήνα και έγραψε ελεγείες και επιγράμματα προς τιμήν των πεσόντων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων.

Στη μακρόχρονη ζωή του συνέθεσε αρκετά έργα όλων των ειδών της λυρικής ποίησης, ιδιαίτερα θρήνους και τις επινίκιες ωδές για αθλητές. Από τα πολυάριθμα επιγράμματα και τις ελεγείες του διασώθηκαν περίπου 100 αποσπάσματα με μυθικά περιστατικά. Έγινε πασίγνωστος για τα επιγράμματά του. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του, ώστε πολλά επιγράμματα, χωρίς να είναι δικά του, αποδόθηκαν σε αυτόν. Γλώσσα των έργων του είναι η δωρική με αρκετά αιολικά στοιχεία. Χρησιμοποιεί απλές λέξεις, αλλά οι ποιητικές εικόνες του είναι πολύ ζωηρές.

Από τα αποφθέγματα και τα γνωμικά, που παρατίθενται με μεγάλη συχνότητα, διαπιστώνουμε τη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή: σκέψεις και απόψεις για τον άνθρωπο και τη μοίρα του με μια νέα αντίληψη, που εκφράζει το ιωνικό πνεύμα του 5ου αιώνα. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν πολύ. Ο Πλάτωνας (Πρωταγόρας 338e-347b) μας πληροφορεί ότι οι μορφωμένοι Αθηναίοι τα επικαλούνταν στις συνομιλίες τους.

Bακχυλίδης

Γεννήθηκε, όπως και ο θείος του ο Σιμωνίδης, στην Ιουλίδα της Κέας. Έγραψε λυρικά άσματα (επινίκια, ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, παρθένεια, σκόλια, επιγράμματα και ερωτικά), από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν. Προσκλήθηκε από τον τύραννο Ιέρωνα στις Συρακούσες και ύμνησε, με ωδή, τη νίκη του στα Ολύμπια.

Δεν έχει τη δημιουργική δύναμη του Σιμωνίδη ούτε του Πίνδαρου, τους οποίους όμως μιμείται και έχει ως πρότυπα. Διαθέτει ζωηρή φαντασία· η γλώσσα του, επηρεασμένη από τα ομηρικά έπη, χαρακτηρίζεται για το λεκτικό πλούτο και τη γλαφυρότητα, ενώ οι διηγήσεις του με μυθικά περιστατικά είναι λεπτομερείς, αναλυτικές και πλησιάζουν, ως προς τη διαλογική μορφή, τα χορικά των δραματικών ποιητών της Αθήνας (π.χ. «Διθύραμβος για το Θησέα», ο οποίος έχει τη μορφή δραματικού διαλόγου).

Πίνδαρος

Γεννήθηκε στην κώμη Κυνός Κεφαλές της Βοιωτίας και καταγόταν από την επιφανή δωρική οικογένεια των Αιγιδών. Εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία άρχισε να καλλιεργεί τη λυρική ποίηση. Κατά την περίοδο του Β' Μηδικού πολέμου διέμεινε στην Αίγινα και εκεί έγραψε αρκετές από τις ωδές του. Αργότερα, εξύμνησε με διθύραμβο τη συμβολή της Αθήνας στην απόκρουση των Περσών. Είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς ηγεμόνες του ελληνικού κόσμου. Ταξίδεψε στις κυριότερες πόλεις της Σικελίας. Φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α', γιο του Αμύντα. Η φήμη του ήταν μεγάλη. Λέγεται μάλιστα (Ἀρριανοῦ, Αλεξάνδρου Ἀνάβασις, Ι, 9, 10) ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, τον επόμενο αιώνα, όταν κατεδάφισε τη Θήβα, διέταξε να εξαιρεθούν οι ναοί και το σπίτι του ποιητή: «Πινδάρου τοῦ μουσοποιοῦ τὴν στέγην μὴ κάετε (= καίετε)» (Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι, 2. 33.10).

Tα ποιήματα του κορυφαίου αυτού δημιουργού της χορικής ποίησης καλύπτουν όλα τα λυρικά είδη (ύμνοι, παιάνες, διθύραμβοι, παρθένεια, εγκώμια, θρήνοι, προσόδια, υπορχήματα, επίνικοι). Έχουν σωθεί αποσπάσματα και 45 Επίνικοι (14 Ολυμπιόνικοι, 12 Πυθιόνικοι, 11 Νεμεόνικοι, 8 Ισθμιόνικοι), όπου εξυμνούνται οι νικητές αθλητές στους αντίστοιχους πανελλήνιους αγώνες. O ποιητής απαθανατίζει τη νίκη επενδύοντας το προσωπικό κατόρθωμα με τη λάμψη του μύθου. Η δομή του επινίκου είναι τριμερής: α) έπαινος του νικητή, β) μυθική αφήγηση και γ) προσωπικές σκέψεις και ιδέες-γνωμολογία. Στην ποίησή του διαφαίνονται η θρησκευτική φιλοσοφία του και οι απόψεις του για την ηθική. Οι θεοί, κατά τον Πίνδαρο, είναι γνώστες των πάντων, έχουν απεριόριστη δύναμη και μόνο με τη βοήθειά τους ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευτυχία.

Πρώτος Oλυμπιόνικος (στ. 1-10)

Στον Ιέρωνα τον Συρακούσιο, νικητή στην ιπποδρομία

Ἄριστον μὲν ὔδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ
....................................................................
Tο πιο πολύτιμο είναι το νερό, ύστερα
το χρυσάφι που τόσο ξεχωρίζει απ' τον περήφανο
πλούτο, καθώς μια λαμπερή φωτιά μέσα στη νύχτα·
αν λαχταράς, καρδιά μου, να τραγουδήσεις
αγώνες, μη γυρέψεις στον έρημο ουρανό
την ημέρα λαμπερότερο άστρο
απ' τον πάμφωτο ήλιο. Mήτε θα πούμε
πως απ' της Oλυμπίας τον αγώνα υπάρχει
άλλος καλύτερος· απ' αυτόν ο πολυλάλητος
ύμνος αγκαλιάζει την έμπνευση των ποιητών,
για να τραγουδήσουν τον γιο του Kρόνου...

(Mτφρ. T. Pούσσος) 

O επίνικος είναι γραμμένος για τη νίκη του Iέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, στους ιππικούς αγώνες της 76ης Oλυμπιάδας (476 π.X.). O Iέρων είναι το πιο σπουδαίο πρόσωπο που ύμνησε ο μεγάλος λυρικός· ο ποιητής είχε φιλική σχέση με το Συρακούσιο ηγεμόνα, ο οποίος φημιζόταν για την αγάπη του προς τις τέχνες και τα γράμματα, και προς τιμήν του ο Πίνδαρος συνέθεσε ακόμη τρεις ύμνους (1ος, 2ος και 3ος Πυθιόνικοι).

Η διάλεκτος στην οποία γράφει τα ποιήματά του είναι η δωρική με αιολικές αποκλίσεις και χαρακτηρίζεται για το πλούσιο λεξιλόγιο, τις εκθαμβωτικές εικόνες, τις μεταφορικές έννοιες, τις περιφράσεις και τα πολλά επίθετα. Οι φράσεις του, με πλούσια μυθολογικά στοιχεία, άλλοτε είναι σύντομες και άλλοτε εκτεταμένες, ανάλογα με τις απαιτήσεις της μουσικής.

Ο Πίνδαρος πέθανε κατά το 446 π.Χ. στο Άργος, αλλά η δόξα που είχε ήδη αποκτήσει ήταν μεγάλη. Το όνομά του αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και από τους Αθηναίους κωμικούς, ενώ ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί σκέψεις και λόγια του. Οι Ρωμαίοι τον θαύμαζαν και οι Βυζαντινοί διάβαζαν τους Επινίκους του. Εμφανής είναι η επίδρασή του στη μεταγενέστερη ποίηση, Ευρωπαίων και Ελλήνων (Γκαίτε, Ρονσάρ, Σενιέ, Κάλβος, Σολωμός, Σικελιανός, Παλαμάς, Σεφέρης, Ελύτης). Ο Πίνδαρος είναι από τους μεγαλύτερους λυρικούς του κόσμου και η πρόσληψή του από την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία εξακολουθεί μέχρι σήμερα αδιάλειπτη.

Γυναίκες ποιήτριες

Στις αρχές και τα μέσα του 5ου αι. π.X. ανήκει μια ομάδα ποιητριών, όπως η Mυρτίδα (Μυρτίς, -ίδος) από την Aνθηδόνα της βοιωτικής ακτής απέναντι στη Xαλκίδα, η Kόριννα από την Tανάγρα της Bοιωτίας, η Tελέσιλλα από το Άργος, η Πράξιλλα από τη Σικυώνα (σημ. Kιάτο), από τις οποίες έχουμε μόνο αποσπάσματα.

Aπό αυτές η πιο σημαντική είναι η Kόριννα, σύγχρονη του Πινδάρου. Aναφέρεται ως μαθήτρια της Mυρτίδας και ακόμη ότι νίκησε πέντε φορές το συμπατριώτη της ποιητή2. Έγραψε κυρίως χορική ποίηση, στη διάλεκτο της πατρίδας της, και τα θέματά της περιορίζονται σε βοιωτικούς μύθους. Σε ένα ποίημά της η Kόριννα περιγράφει ένα διαγωνισμό τραγουδιού ανάμεσα στα βουνά Kιθαιρώνα και Eλικώνα.

Έναν αιώνα αργότερα η Ήριννα, από την Τήλο της Δωδεκανήσου, έγραψε σε δωρική διάλεκτο, την «Ἠλακάτη» (= ρόκα).


1. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε σε μια περιοδεία του από Kορίνθιους ληστές. O ποιητής επικαλέστηκε τους γεράνους (στη ν.ε. γερανούς, αποδημητικά πτηνά με μακρύ λαιμό), που πετούσαν την ώρα του φόνου. Oι δολοφόνοι αποκαλύφθηκαν αργότερα στο θέατρο της Kορίνθου, όταν ένας από τους ληστές, βλέποντας γερανούς, είπε στους άλλους: ἴδε, αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (= εκδικητές). O θρύλος θυμίζει την παράδοση για τη σωτηρία του Aρίωνα από δελφίνι, καθώς και τη διάσωση του Kροίσου από την πυρά.

2. Ένα χαριτωμένο ανέκδοτο λέει ότι η Kόριννα συμβούλεψε τον Πίνδαρο να μη χρησιμοποιεί απλόχερα τους μύθους: «Tῇ χειρὶ δεῖ σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ» (= με το χέρι πρέπει να σπέρνεις και όχι με όλο το σακούλι).