Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ψ
ψαλίδι
ψώρα

Ψαλίδι το: 1 εργαλείο χεριού με δύο λεπίδες για κόψιμο. 2 (μτφ.) περιορισμός, μείωση σε κτ: Νέο ~ σε μισθούς και συντάξεις ανήγγειλε η κυβέρνηση. ψαλιδιά η: κόψιμο που γίνεται με το ψαλίδι: Τι στραβή ~ που έκανες! ψαλιδίζω -ομαι: (μτβ.). ψαλίδισμα το. ψαλίδα η: 1 μεγάλο ψαλίδι. 2 (μτφ.) απόσταση, διαφορά ανάμεσα σε δύο άκρα ενός μεγέθους ή ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις: Η ~ μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων των τραπεζών μεγάλωσε. Η ~ μεταξύ πλούτου και φτώχειας ανοίγει. 3 ασθένεια των μαλλιών, κατά την οποία οι άκρες των τριχών σχίζονται στα δύο. 4 είδος εντόμου με ουρά που μοιάζει με ψαλίδι.

ψάρι το: είδος σπονδυλωτού ζώου που ζει στο νερό, έχει πτερύγια και βράγχια για να αναπνέει = [επίσ.] ιχθύς: Tο μπαρμπούνι είναι νόστιμο ~. σαν ~ έξω από τα νερά του: άβολα. ψήνω το ~ στα χείλη κπ: τον ταλαιπωρώ. ψαρεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 πιάνω ψάρια: Ψάρεψες τίποτε σήμερα; 2 (μτφ.) παίρνω πληροφορίες από κπ, χωρίς να το καταλάβει: Σε ψάρεψε, και είδηση δεν πήρες!ψαριά η: το σύνολο των ψαριών που πιάνει κανείς κάθε φορά: καλή / κακή ~. ψαράς ο: 1 πρόσωπο που ψαρεύει, ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά. 2 πρόσωπο που πουλάει ψάρια = [επίσ.] ιχθυοπώλης. ψαράδικος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με τα ψάρια, τον ψαρά και το ψάρεμα: ~ χωριό. ψαράδικο το: 1 κατάστημα που πουλάει ψάρια. 2 αλιευτικό σκάφος. ψαρίλα η: έντονη μυρωδιά ψαριού.

Η λ. ψάρι είναι μεσαιωνικής προέλευσης. Κατά την ελνστ. περίοδο συναντάται ως ὀψάριον, το οποίο θεωρείται υποκορ. του ΑΕ ὄψον «ετοιμασμένη τροφή, μεζές».

ψαχνό το: 1 α. κρέας χωρίς κόκαλα ή λίπος: Γύρω από το κόκαλο έχει πολύ ~. β. (μτφ.) σάρκα ανθρώπινου σώματος και, ειδικ., ανθρώπινος στόχος: Η αστυνομία χτύπησε στο ~, για να διαλύσει τους απεργούς. 2 (μτφ.) α. ωφέλεια ή κέρδος: Η δουλειά αυτή έχει ~! β. βασικό ή κεντρικό σημείο υπόθεσης: Άσε τις εισαγωγές και έλα στο ~! = ψητό.

Από το μσν. ψαχνόν, ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ψαχνός, σαχνός «τρυφερός», για κρέας.

ψάχνω -ομαι: 1 (μτβ. & αμτβ.) προσπαθώ να βρω κτ: ~ παντού, αλλά δε βρίσκω τα έγγραφα. Οι ληστές έψαχναν για χρήματα και κοσμήματα. 2 (μτβ., για πρόσ.) ελέγχω αποσκευές ταξιδιωτών ή κάνω σωματικό έλεγχο σε κπ: Μας έψαξαν όλους στο αεροδρόμιο. 3 (μτβ. & αμτβ.) αναζητώ τα ίχνη κπ: Ποιον ψάχνεις; Η αστυνομία ~ για τον κακοποιό σε όλη τη χώρα. 4 παθ. α. αναζητώ κτ επάνω μου: Για να βρω το πορτοφόλι μου, ψαχνόμουν μία ώρα! β. (μτφ.) έχω προβληματισμούς και ανησυχίες για τη ζωή, το μέλλον μου κτλ.: Είναι ψαγμένος τύπος. Ψάχνεται μια ζωή, γι' αυτό και σπούδασε φιλοσοφία. ψάξιμο το.

ψέγω: [επίσ.] (μτβ.) ασκώ αρνητική κριτική σε κπ ή κτ = επικρίνω, κατακρίνω επαινώ: Ψέγει, σατιρίζει, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα. ψεγάδι το: αρνητικό στοιχείο για το οποίο μπορεί κπ να κρίνει ή να κατηγορήσει κπ ή κτ = ελάττωμα, μειονέκτημα. ψόγος ο: κατηγορία, επίκριση έπαινος: Για οποιαδήποτε παράλειψη τον ~ θα εισπράξει ο συντάκτης του άρθρου.

ψεκάζω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ρίχνω υγρό ή αέριο σε πολύ λεπτές σταγόνες με τη βοήθεια ειδικής συσκευής: ~ το τζάμι / τις μύγες. ψέκασμα το. ψεκασμός ο. ψεκαστικός -ή -ό. ψεκαστήρας ο: συσκευή για ψέκασμα.

Από το AE ρ. ψακάζω «ψιχαλίζω».

ψελλίζω: (μτβ.) λέω κτ πολύ σιγά ή με δυσκολία, τραυλίζοντας ή κομπιάζοντας: Τα πόδια της λύγισαν και μετά βίας ψέλλισε «βοήθεια». Άρχισε να ~ κάποιες δικαιολογίες, αλλά δε με έπεισε! ψέλλισμα το.

ψέλνω & (στη σημ. 1) ψάλλω -ομαι αόρ. έψαλα, παθ. αόρ. ψάλθηκα: (μτβ.) 1 τραγουδώ ύμνο, εκκλησιαστικό ή πατριωτικό: Όλοι μαζί ψέλναμε το «Χριστός Ανέστη». Aς ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο! 2 (μτφ.) α. μαλώνω κπ: Όλη μέρα μ' έψελνε για την γκάφα που έκανα. β. λέω σε κπ κτ με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό: Με έψελνε όλη μέρα να τον αφήσω να πάει εκδρομή. ψαλμός ο: ΕΚΚΛ εκκλησιαστικός ύμνος. ψάλτης ο, ψάλτρια η: πρόσωπο που ψάλλει στην εκκλησία.

ψέμα το: 1 οτιδήποτε δεν ανταποκρίνεται ή απέχει πολύ από την αλήθεια = [επίσ.] ψεύδος αλήθεια: Είπες ένα μεγάλο ~ προχθές, το οποίο δεν πρόκειται να σου συγχωρήσω. Ζει μέσα στο ~. 2 (μτφ.) καθετί που είναι μάταιο: Η ζωή είναι ένα ~. ψεύτικος -η -ο: 1 αυτός που δεν είναι αληθινός: ~ πληροφορία = [επίσ.] ψευδής, ανυπόστατος [επίσ.] αληθής. 2 (μτφ.) αυτός που έχει κατασκευαστεί ως απομίμηση του πραγματικού, που δεν είναι φυσικός: ~ μαργαριτάρι = τεχνητός φυσικός. 3 αυτός που είναι κακής ποιότητας: ~ είναι αυτό το ρολόι, χάλασε σε μια εβδομάδα. = σκάρτος, ελαττωματικός. 4 (για νομίσματα) αυτός που είναι κάλπικος: Τα κέρματα αυτά είναι ~. ψεύτικα (επίρρ.). ψεύτης ο, -τρα η: πρόσωπο που λέει ψέματα: Είσαι μεγάλος ~! ψευτιά η: [οικ.] = ψέμα: Μου έχεις πει αμέτρητες ψευτιές. αλήθεια.

ψευδαίσθηση η: 1 ΙΑΤΡ διαταραχή κατά την οποία έχουμε την εντύπωση ότι αντιλαμβανόμαστε πράγματα ή γεγονότα, τα οποία δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα = παραίσθηση. 2 λανθασμένη αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα = αυταπάτη. ψευδαισθητικός -ή -ό. ψευδαισθητικά (επίρρ.).

ψευδο- & ψευδό-: α΄ συνθ. που προσδίδει στο β΄ συνθ. την έννοια του ψεύτικου: ψευδοροφή, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία.

ψευδομάρτυρας ο, η: αυτός που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση σε δικαστήριο. ψευδομαρτυρία η. ψευδομαρτυρώ (αμτβ.).

ψευδορκία η: αδίκημα που διαπράττει κπ που, ενώ έχει ορκιστεί ότι θα πει την αλήθεια, ηθελημένα δίνει ψευδή κατάθεση.

ψευδός & [λαϊκ.] τσευδός -ή -ό: (για πρόσ.) αυτός που έχει κπ πρόβλημα στην άρθρωσή του: Είναι ~ και δυσκολεύομαι να τον καταλάβω όταν μιλάει. ψευδίζω & [λαϊκ.] τσευδίζω (αμτβ.). ψεύδισμα & [λαϊκ.] τσεύδισμα το.

ψεύδος το: [επίσ.] ψέμα. ψευδής -ής -ές: [επίσ.] ψεύτικος. glass σχ. αγενής. ψευδώς (επίρρ.). ψεύδομαι: [επίσ.] (αμτβ.) λέω ψέματα.

ψηλός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μεγαλύτερο από το μέσο ύψος: ~ γυναίκα / δέντρο / πόδια κοντός. 2 (για πργ.) αυτός που βρίσκεται ψηλά: ~ ράφι χαμηλός. ψηλά (επίρρ.). ψηλώνω: 1 (αμτβ.) αποκτώ ύψος, γίνομαι ψηλότερος κονταίνω: Πώς ψήλωσες έτσι από τότε που έχω να σε δω! 2 (μτβ.) κάνω κτ να φαίνεται πιο ψηλό, του δίνω ύψος: Ψήλωσα τον φράχτη, ώστε να μη με βλέπουν οι γείτονες. = υψώνω χαμηλώνω.

ψήνω -ομαι: 1 (μτβ.) ετοιμάζω φαγητό ή ρόφημα χρησιμοποιώντας πολύ υψηλή θερμοκρασία (από φωτιά ή ειδική συσκευή): Έψησα το φαγητό στους 180 βαθμούς. ~ καφέ. 2 (μτβ.) επεξεργάζομαι ορισμένα υλικά με τη βοήθεια υψηλής θερμοκρασίας: ~ πηλό / γυαλί. 3 (μτφ., μτβ.) α. προσπαθώ να πείσω κπ να κάνει κτ: Εντάξει, την έψησα, θα έρθει μαζί μας απόψε! = πείθω, καταφέρνω. β. ταλαιπωρώ, βασανίζω κπ: Την έψησε μέχρι να πει το «ναι». 4 παθ. (αμτβ. + σε) α. ζεσταίνομαι πάρα πολύ: ~ στον πυρετό. β. αποκτώ εμπειρία σε κτ: Ψήθηκε στη δουλειά. ψήσιμο το: 1 το να ψήνει κπ κτ (σημ. 1 & 2): Το φαγητό θέλει καλό ~. 2 το να πείθει κπ κπ άλλον (σημ. 3): Εγώ δεν είμαι καλή στο ~, δοκίμασε εσύ να τον πείσεις! ψήστης ο: πρόσωπο που ψήνει (σημ. 1 & 2). ψητός -ή -ό: αυτός που έχει ψηθεί στα κάρβουνα ή στον φούρνο: ~ μπριζόλα. ψητό το: 1 φαγητό, κυρίως κρέας που έχει ψηθεί: Φέρε μουστάρδα για το ~! 2 [προφ.] (μτφ.) η ουσία κπ θέματος, το κεντρικό σημείο: Άφησε τις εισαγωγές και έλα στο ~! = ψαχνό.

ψήφος η: 1 το μέσο με το οποίο δηλώνει κπ την προτίμησή του. 2 προτίμηση σε εκλογές ή δημοψήφισμα που δηλώνει κπ σχετικά με κπ θέμα, ιδεολογία, κόμμα κτλ., ή σε διαδικασίες που στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας: λευκή / άκυρη / θετική / απαλλακτική ~. ψηφίζω -ομαι: 1 (μτβ. & αμτβ.) με την ψήφο μου εκφράζω την προτίμησή μου για πρόσωπο, κόμμα, ή σχετικά με ένα θέμα: Ποιο κόμμα θα ψηφίσεις στις εκλογές; ~ υπέρ / κατά του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. 2 (αμτβ.) ασκώ το δικαίωμα που μου αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, για να εκλέξω αντιπροσώπους που θα κυβερνήσουν τη χώρα: Πήγα να ψηφίσω νωρίς και να αποφύγω την πολυκοσμία. 3 (μτβ.) εγκρίνω κτ με την ψήφο μου: Οι ευρωβουλευτές ψήφισαν το νομοσχέδιο κατά της τρομοκρατίας. ψήφιση η: αποδοχή, κύρωση αιτήματος, πρότασης κτλ. κατόπιν ψηφοφορίας: Η συνεδρία κατέληξε στην ~ του νομοσχεδίου. = υπερψήφιση καταψήφιση. ψήφισμα το: 1 ψήφιση. 2 (συνεκδ.) το κείμενο που περιλαμβάνει τις αποφάσεις που προέκυψαν από τη διαδικασία ψήφισης: Το έχετε το ~ ή να σας το στείλω;

Προσοχή: είναι η ψήφος και όχι ο ψήφος! Προέρχεται από το ΑΕ ψῆφος: στην αρχαιότητα επρόκειτο για μικρό χαλίκι με το οποίο οι εκλογείς εξέφραζαν την άποψή τους κατά την ψηφοφορία, ρίχνοντάς το σε ειδική κάλπη.

ψηφοφορία η: διαδικασία σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη λήψη μιας απόφασης με βάση αυτό που επιλέγει η πλειοψηφία με ψήφο: Προτείνω το θέμα να τεθεί σε ~. μυστική / ανοιχτή ~. ψηφοφόρος ο, η: πρόσωπο που έχει δικαίωμα να ψηφίζει: Μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων συμμετείχε στις εκλογές.

ψίθυρος ο: 1 ήχος με πολύ χαμηλή ένταση που ακούγεται δύσκολα: Από πίσω μου ακούστηκε ένας ~, αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβω ποιος ήταν και τι έλεγε. 2 (μτφ.) ευχάριστος και χαμηλός ήχος: Ο ~ της θάλασσας με νανούριζε. 3 πληθ. (μτφ.) αόριστη φήμη για κπ θέμα: Ακούστηκαν ~ ότι ο νέος διευθυντής θα παραιτηθεί. ψιθυρίζω -ομαι: 1 (μτβ.) μιλάω σε κπ ιδιαιτέρως και χαμηλόφωνα = μουρμουρίζω φωνάζω: Μου ψιθύρισε στο αυτί ότι με αγαπάει. 2 (αμτβ.) παράγω απαλό ήχο: Ο αέρας ακούγεται σαν να ~ μέσα στο δάσος. 3 παθ. απρόσ.: λέγεται, φημολογείται: Ψιθυρίζεται ότι θα εγκαταλείψει το υπουργείο. ψιθυριστός -ή -ό: αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ψίθυρου: λόγια ~ και γλυκά. ψιθυριστά (επίρρ.): χαμηλόφωνα: Μίλα ~, μη μας ακούσουν!

ψιλή η: 1 ΓΛΩΣΣ ένα από τα δύο πνεύματα στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας. 2 μηχανή κουρέματος που κόβει το μαλλί από τη ρίζα.

ψιλο- & ψιλό-: α΄συνθ. που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄συνθ. 1 είναι πολύ λεπτό: ψιλόφλουδος. 2 υπάρχει ή γίνεται σε πολλά μικρά κομμάτια ή κόκκους: ψιλοκόβω. 3 απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια: ψιλοδουλειά. 4 συμβαίνει με αργό ρυθμό ή με μικρή ένταση ή ισχύει σε μικρό βαθμό: ψιλοβρέχει, ψιλοζηλεύω. 5 είναι μικρό ή ασήμαντο: ψιλοδιόρθωμα.


Σύνθετα με το ψιλο-
σε μικρά κομμάτια απαιτεί προσοχή αργός, μικρής έντασης ή μικρού βαθμού ασήμαντος
ψιλοκοπανισμένος
ψιλοτριμμένος
ψιλοδουλεμένος
ψιλολογώ
ψιλόβροχο
ψιλοδιαβάζω
ψιλοκρυωμένος
ψιλομουρμουρίζω
ψιλονυστάζω
ψιλοσυζητώ
ψιλοτεμπελιάζω
ψιλοτραγουδώ
ψιλοφέγγει
ψιλοζημιά
ψιλοκουβέντα
ψιλοπράγματα

ψιλός -ή -ό: 1 αυτός που έχει πολύ μικρή διάμετρο, που είναι ιδιαίτερα λεπτός = λεπτός χοντρός, παχύς: Στον λαιμό της κρεμόταν μια ~ αλυσίδα. Η ~ άμμος έμπαινε στα ρούχα μας. 2 (μτφ.) α. αυτός που δεν είναι πολύ έντονος ή δυνατός: Μια ~ βροχή δρόσιζε ευχάριστα την πόλη. β. αυτός που δεν έχει ιδιαίτερη ουσία ή σημασία: Όσο περιμέναμε, είχαμε πιάσει ~ κουβέντα με τον οδηγό. 3 (για φωνή ή ήχο) αυτός που είναι οξύς και διαπεραστικός = λεπτός χοντρός: Ακούγαμε μια ~ φωνούλα, σαν παιδική, να μας φωνάζει. ψιλά τα σπάν. στον εν. χοντρά: 1 νομίσματα μικρής αξίας, συνήθως κέρματα: Δεν έχω καθόλου ~, για να σας δώσω ρέστα. κάνω ~: ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα, μικρότερης το καθένα, αλλά ίσης αξίας στο σύνολό τους. 2 μικρό χρηματικό ποσό: Κέρδισε στο λαχείο 50 χιλιάδες ευρώ και κάτι ~. 3 δημοσίευμα σε έντυπο, με μικρά τυπογραφικά στοιχεία και περιεχόμενο όχι ιδιαίτερης σημασίας: Η είδηση πέρασε στα ~ των εφημερίδων.

ψιχάλα η: 1 σταγόνα βροχής: χοντρές ~. 2 σιγανή βροχή: Άρχισε πάλι η ~! ψιχαλίζει:απρόσ. ρίχνει ψιχάλες. ψιχάλισμα το.

ψοφώ -άω: 1 (αμτβ.) πεθαίνω α. για ζώο: Ψόψησε το καναρίνι από το κρύο. β. [μειωτ., υβρ.] για άνθρωπο. 2 (μτφ., αμτβ.) ταλαιπωρούμαι, υποφέρω από κτ μέχρι εξάντλησης: Ψόφησα στην πείνα / στην κούραση / από το κρύο. ~ για κτ / να κάνω κτ: επιθυμώ κτ πάρα πολύ: ~ να την παρακαλάς. ~ για ταξίδια. ψόφιος -α -ο: 1 (για ζώο) αυτός που έχει πεθάνει = νεκρός. 2 (μτφ.) αυτός που έχει εξαντληθεί από κτ: Γύρισε μετά τη δουλειά ~ στην κούραση. = κουρασμένος, πτώμα. 3 (μτφ.) αυτός που δεν έχει ζωντάνια, που είναι υποτονικός, άτονος ή υπερβολικά ήσυχος: Τίποτα δε συνέβη, ~ τα πράγματα! ψόφος ο: 1 θάνατος ζώου: Κακό σκυλί ~ δεν έχει. 2 (μτφ.) υπερβολικό κρύο: Ντύσου καλά, κάνει ~ έξω!

Από το AE ρ. ψοφῶ («κάνω κρότο»), εξαιτίας του κρότου που κάνει ένα ζώο καθώς πέφτει πεθαίνοντας. Η σημασία αυτή επεκτάθηκε από τον μεσαίωνα και για άνθρωπο.

ψυγείο το: 1 α. ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιείται για το πάγωμα ή τη συντήρηση τροφίμων και ποτών: Θέλεις νερό βρύσης ή ψυγείου; Βγάλε το κρέας από το ~ να ξεπαγώσει! β. ΤΕΧΝΟΛ συσκευή που εμποδίζει την ανάπτυξη υψηλής θερμοκρασίας σε μηχανές: ~ αυτοκινήτου. γ. είδος οχήματος με ψυκτικά μηχανήματα για τη μεταφορά προϊόντων όπως κρέας, λαχανικά κτλ. 2 (μτφ.) πολύ κρύος χώρος: Κάνει πολύ κρύο - ~ είναι εδώ μέσα!

ψυχαγωγία η: ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση μέσω της δημιουργικής ενασχόλησης με κτ (τέχνες, αθλητισμό, διάβασμα κτλ.): Έχω ανάγκη από ~, πάμε θέατρο; ψυχαγωγώ -ούμαι: (μτβ.) προσφέρω ψυχαγωγία = διασκεδάζω. ψυχαγωγικός -ή -ό. ψυχαγωγικά (επίρρ.). ψυχαγωγός ο, η.

Τα ρ. ψυχαγωγώ - διασκεδάζω και τα παράγωγά τους είναι σχεδόν συνώνυμα, διαφέρουν όμως ως προς την ποιότητα και το είδος της ευχαρίστησης που υποδηλώνουν. Το ρ. ψυχαγωγώ, με αρχική σημ. «δελεάζω τις ψυχές των ανθρώπων», δηλώνει τη διδακτική απόλαυση που προσφέρει η ενασχόληση με αξιόλογα έργα του πνεύματος ή με την τέχνη. Αντίθετα, το ρ. διασκεδάζω, που σήμαινε αρχικά «διασκορπίζω, σκορπίζω μακριά», κατέληξε στη σημ. «ευχαριστιέμαι, περνάω την ώρα / τον καιρό μου ευχάριστα».
Από την αρχική σημασία του ρ. ψυχαγωγώ προέρχεται και το προσωνύμιο του Ερμή ψυχαγωγός «αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στον Άδη» (ψυχοπομπός).

ψυχή η: 1 α. το άυλο τμήμα της υπόστασης των έμβιων όντων, σε αντιπαράθεση προς το σώμα που αποτελεί το υλικό τμήμα της: Ο άνθρωπος δεν είναι σώμα μόνο, αλλά και ~. βγάζω την ~ κπ: ταλαιπωρώ κπ: Δεν ήθελε να μιλήσει: μας έβγαλε την ~, μέχρι να μας πει τι έγινε. μου βγαίνει η ~: κοπιάζω, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να κάνω κτ: Τους βγήκε η ~ μέχρι να καταφέρουν να σκοράρουν. με την ~ στο στόμα: τρέχοντας με αγωνία να προλάβω κτ: Έφυγε ~ να προλάβει τα φαρμακεία ανοιχτά. πήγε η ~ μου στην Kούλουρη: τρόμαξα πολύ: ~, νόμισα ότι θα σκοτωθούμε!τι ~ έχει κτ;: (για κτ χωρίς αξία) τι αξία έχει: Tι ~ έχει ένα κατοστάρικο; β. ΘΡΗΣΚ το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης: η σωτηρία της ~. 2 το κέντρο των συναισθηματικών λειτουργιών του ανθρώπου: Δε μας λυπάσαι, δεν έχεις ~ εσύ; 3 (μτφ.) ανθρώπινη ύπαρξη = άνθρωπος: Ο δρόμος έρημος, ~ δε φαινόταν πουθενά. 4 (μτφ.) αυτός που αποτελεί την κινητήρια δύναμη και το επίκεντρο ομάδας, ενέργειας κτλ.: Ήταν η ~ της παρέας /του πάρτι. 5 (μτφ.) θάρρος, γενναιότητα: άνθρωπος με ~. ψυχικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την ψυχή: ~ σθένος. ψυχικά (επίρρ.). ψυχικό το: ευεργετική πράξη που γίνεται από συμπόνια για κπ = αγαθοεργία.

ψυχίατρος ο, η: γιατρός που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση και θεραπεία ασθενών με ψυχολογικά προβλήματα και γενικά διαταραγμένη ψυχική κατάσταση. ψυχιατρικός -ή -ό. ψυχιατρικά (επίρρ.). ψυχιατρείο το.

ψυχολογία η: 1 επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και μελέτη της ανθρώπινης αντίληψης και συμπεριφοράς, και (συνεκδ.) το σχετικό μάθημα: κλινική / ατομική / ομαδική ~. 2 το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή μίας ομάδας που ορίζονται από τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους, συχνά στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κατάστασης: Οι εταιρείες, γνωρίζοντας την ~ του καταναλωτή, την εκμεταλλεύονται για αύξηση των πωλήσεών τους. Με τα δημοσιεύματα δημιουργείται ~ πολέμου. 3 συναισθηματική κατάσταση κπ: Δεν παίζαμε με καλή ~, αλλά με την πίεση της προηγούμενης ήττας. ψυχολογικός -ή -ό. ψυχολογικά (επίρρ.). ψυχολόγος ο, η: ο επιστήμονας που ασχολείται με την επιστήμη της ψυχολογίας, καθώς και ο εκπαιδευτικός που διδάσκει το σχετικό μάθημα. ψυχολογώ -ούμαι: (μτβ.) αντιλαμβάνομαι τη συναισθηματική κατάσταση ή τις σκέψεις κπ: Παρατηρούσε τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του προσπαθώντας να τον ψυχολογήσει.

ψυχοπαθής -ής -ές: αυτός που πάσχει από κπ ψυχική ασθένεια, εξαιτίας της οποίας συχνά έχει διαταραγμένη συμπεριφορά. glass σχ. αγενής. ψυχοπάθεια η.

ψύχος το: [επίσ.] πολύ κρύο: Δριμύ ~, με ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες, επικρατεί στη βόρεια Ευρώπη. ψύχω -ομαι αόρ. έψυξα, παθ. αόρ. ψύχθηκα, μππ. ψυγμένος: [επίσ.] (μτβ.) κάνω κτ να παγώσει, χαμηλώνω τη θερμοκρασία, ώστε να γίνει κτ ψυχρό = παγώνω. ψύξη η: 1 δημιουργία χαμηλής θερμοκρασίας: συστήματα θέρμανσης και ψύξης. 2 διαταραχή της λειτουργίας οργάνων του σώματος που προκαλείται από την επίδραση έντονου και απότομου ψύχους. ψυκτικός -ή -ό. ψύκτης ο: μηχάνημα για την παροχή παγωμένου νερού.

ψύχραιμος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από αταραξία και ηρεμία, ακόμα και σε καταστάσεις που δικαιολογούν ένταση, πανικό ή θυμό: ~ άνθρωπος / συμπεριφορά / απάντηση. = νηφάλιος. ψύχραιμα (επίρρ.). ψυχραιμία η.

ψυχρός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία = κρύος, παγωμένος ζεστός, θερμός: Το κλίμα των τροπικών περιοχών είναι πιο θερμό, ενώ οι εύκρατες ζώνες πιο ψυχρές. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει ή δεν προκαλεί συγκίνηση: Τον φόνο διέπραξε ένας ~ εκτελεστής. η ~ γλώσσα των αριθμών. 3 (μτφ.) αυτός που είναι συγκρατημένος, χωρίς φιλικότητα και εγκαρδιότητα: Ήταν ~ απέναντί μας, σχεδόν θυμωμένη. εν ψυχρώ: χωρίς ηθικό ενδοιασμό: Κατηγορήθηκε για την ~ δολοφονία μικρών παιδιών. ψυχρά (επίρρ.). ψυχραίνω -ομαι αόρ. ψύχρανα, παθ. αόρ. ψυχράνθηκα, μππ. ψυχραμένος (μτβ. & αμτβ.). ψύχρα η. ψυχρότητα η.

ψωμί το: 1 βασικό είδος διατροφής, το οποίο παρασκευάζεται από αλεύρι ζυμωμένο με νερό και ψήνεται σε φούρνο = [επίσ.] άρτος: ~ άσπρο / μαύρο / ολικής αλέσεως. 2 τα βασικά για τη διαβίωση του ανθρώπου υλικά αγαθά: Η δουλειά αυτή εξασφαλίζει το ~ των παιδιών της. βγάζω / κερδίζω το ~ μου: κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου. για ένα κομμάτι ~: με ασήμαντο αντίτιμο: Από ανάγκη έδωσε κοσμήματα αξίας για ένα κομμάτι ~. λέω το ψωμί ~: στερούμαι ακόμη και τα απαραίτητα.

ψωνίζω -ομαι: 1 (μτβ.) αποκτώ αγαθό δίνοντας ως αντάλλαγμα χρήματα = αγοράζω πουλώ: Ψώνισα στην αγορά ό,τι χρειάζεται το σπίτι. την ψώνισα: τρελάθηκα ή πήραν τα μυαλά μου αέρα. 2 παθ. παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, χάνω την αίσθηση του μέτρου: Έκανε μερικές εμφανίσεις στην τηλεόραση και ψωνίστηκε. ψώνιο το: 1 [μειωτ.] χαρακτηρισμός ανθρώπου αφελούς ή χωρίς κρίση και λογική: Όλα τα ~ εμφανίζονται σε ανούσιες τηλεοπτικές εκπομπές, απλώς και μόνο για να τα δουν. 2 εν. μανιώδης ενασχόληση με κτ: Η υποκριτική είναι το ~ της. Ποτέ δεν είχα το ~ της εξουσίας. 3 εν. [οικ.] πράγμα ή κατάσταση που προκαλεί ενθουσιασμό: Το καινούριο μου αυτοκίνητο είναι ~! 4 πληθ. αγορά αγαθών και (συνεκδ.) τα αγαθά αυτά: Γύρισαν από τα ~ φορτωμένοι σακούλες. Είχα τα ~ στο καλάθι.

Από το ελνστ. ρ. ὀψωνίζομαι «προμηθεύομαι».

ψώρα η: [οικ.] παρασιτική μεταδοτική ασθένεια του δέρματος ανθρώπων και ζώων. ψωριάζω: [λαϊκ.] (αμτβ.) προσβάλλομαι από την ψώρα. ψωριάρης -α -ικο & ψωριάρικος -η -ο & ψωραλέος -α -ο: 1 αυτός που έχει προσβληθεί από ψώρα. 2 (μτφ.) αυτός που είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση, ο κακομοίρης: ~ άλογο.