Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Χ
χάδι
χώρος

Χάδι το: 1 άγγιγμα με απαλή κίνηση του χεριού στο σώμα, που δείχνει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη κτλ.: Ένα στοργικό ~ από τη μητέρα έδιωξε τη θλίψη του παιδιού. 2 συνήθ. πληθ. στοργική ή τρυφερή συμπεριφορά, περιποίηση: Μεγάλωσε με στοργή και χάδια. χαϊδεύω -ομαι μππ. χαϊδεμένος: (μτβ.) 1 αγγίζω κπ ή κτ κινώντας απαλά το χέρι μου επάνω του, κυρ. ως ένδειξη στοργής ή τρυφερότητας: ~ το μωρό / τα μαλλιά. 2 συνήθ. μππ. συμπεριφέρομαι σε κπ με υπερβολική στοργή και φροντίδα: Τη χάιδεψαν πολύ από μικρή, και κακόμαθε. χάιδεμα το. χαδιάρης -α -ικο: αυτός που του αρέσουν τα χάδια. χαδιάρικα (επίρρ.). χαϊδευτικός -ή -ό. χαϊδευτικά (επίρρ.). χαϊδευτικό το: υποκοριστικό ονόματος με το οποίο φωνάζουμε κπ: Τη λένε Αθανασία, αλλά το ~ της είναι Νάσια.

χάζι το μόνο ον. & αιτ. εν.: ευχαρίστηση από κτ που βλέπουμε ή κάνουμε, χωρίς να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή ουσία, κυρ. στις εκφρ. για ~ και κάνω ~ (κπ ή κτ): Κόσμος μαζευόταν κι έκανε ~ τα πουλιά στη βιτρίνα. = κάνω γούστο. χαζεύω1: 1 (μτβ.) κοιτάζω κπ ή κτ, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, για να περάσει η ώρα ευχάριστα: Από το μπαλκόνι χάζευε τον κόσμο που περνούσε. 2 (αμτβ.) περνώ την ώρα μου, χωρίς να κάνω κτ ουσιώδες ή αυτό που πρέπει = χαζολογώ: Όλη μέρα ~ στην τηλεόραση αντί να διαβάζεις!

χαζο- & χαζό-: ως α΄ συνθ. 1 προσδίδει την ιδιότητα του χαζού με τη σημ. 1: χαζοφέρνω (μοιάζω με χαζό), χαζοχαρούμενος. 2 προσδίδει την έννοια του χαζού με τη σημ. 2: χαζοκουβέντα, χαζοκούτι (τηλεόραση). 3 χαρακτηρίζει το πρόσωπο που δείχνει υπερβολική αγάπη προς ένα παιδί, με το οποίο έχει τον συγγενικό δεσμό που δηλώνει το β΄συνθ.: χαζομαμά, χαζομπαμπάς.

χαζός -ή -ό = ανόητος, ηλίθιος, κουτός έξυπνος: 1 (για πρόσ.) = βλάκας α. αυτός που ενεργεί χωρίς να έχει σκεφτεί: Μην είσαι ~ κι αφήσεις την ευκαιρία. β. αυτός που δεν καταλαβαίνει καλά όλα όσα συμβαίνουν ή γίνονται: Δεν είμαι τόσο ~ όσο νομίζεις, καταλαβαίνω τι μου κρύβεις! 2 αυτός που ταιριάζει σε ή προέρχεται από χαζό άνθρωπο = βλακώδης: ~ ερώτηση / κουβέντα / ύφος / εκπομπή. χαζά (επίρρ.). χαζομάρα η. χαζεύω2: (αμτβ.) 1 συμπεριφέρομαι σαν χαζός: Έχει χαζέψει με την κόρη του. 2 μένω άφωνος και δείχνω σαν χαζός, από μεγάλη έκπληξη, θαυμασμό κτλ.: Ήταν τόσο όμορφη, που χαζέψαμε μόλις την είδαμε!

Aπό το χάζι, με προέλευση από το τουρκ. haz «ευχαρίστηση».

χαιρετώ & -άω -ιέμαι αόρ. χαιρέτησα: (μτβ.) απευθύνομαι σε κπ με τυπικά λόγια ή ανάλογη χειρονομία, όταν τον συναντώ ή τον αποχωρίζομαι: Χαιρετηθήκαμε από μακριά. χαιρετισμός ο: 1 τυπική έκφραση ευγένειας (με λόγια ή χειρονομίες) που απευθύνουμε σε κπ, όταν τον συναντάμε ή αποχωριζόμαστε: Κούνησε το μαντίλι του σε ένδειξη ~. 2 τρόπος να αποδίδει κπ τιμές ή ή να εκφράζει τον σεβασμό του σε σημαντικό πρόσωπο, σύμβολο κτλ.: ~ των επισήμων / της σημαίας. 3 σύντομος λόγος που απευθύνει κπ σε επίσημη εκδήλωση, με σκοπό να καλωσορίσει αυτούς που συμμετέχουν ή για να εκφράσει τη συμπαράστασή του: Θα ξεκινήσουμε με ~ του συνεδρίου από τον Υπουργό Υγείας. 4 πληθ. χαιρετισμός σε κπ που δεν είναι μπροστά μέσω τρίτου προσώπου ή με γράμμα = χαιρετίσματα: Δώσε τους ~ μου στον σύζυγό σας! 5 ΕΚΚΛ Χαιρετισμοί οι: πληθ. ύμνοι προς την Παναγία, που ξεκινούν με τη λέξη «χαίρε», και η ακολουθία στην οποία ψάλλονται. χαιρετίζω -ομαι αόρ. χαιρέτισα: (μτβ.) 1 απευθύνω χαιρετισμό σε επίσημη εκδήλωση: ~ τους συμμετέχοντες στην εναρκτήρια ομιλία της ημερίδας. 2 [επίσ.] εκφράζω σύμφωνη γνώμη, αποδοχή για κτ: Η χθεσινή απόφαση χαιρετίστηκε από όλα τα κόμματα με ενθουσιασμό. χαιρέτισμα το. χαιρετούρα η: [οικ.] χαιρετισμός με ζωηρές κινήσεις.

χαίρω μόνο ενστ. & πρτ. έχαιρα: 1 [επίσ.] (αμτβ.) χαίρομαι: ~ πολύ: όταν γνωρίζουμε κπ για πρώτη φορά. 2 β΄ πληθ. (αμτβ.) ως προσφώνηση για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό: Χαίρετε, τι κάνετε; 3 [επίσ.] (μτβ., + γεν.) έχω ή απολαμβάνω κτ: ~ άκρας υγείας / του σεβασμού όλων.

χαλαρός -ή -ό: 1 αυτός που είναι τυλιγμένος γύρω από κτ χωρίς να το σφίγγει ή που δεν είναι σφιχτά δεμένος ή τεντωμένος σφιχτός: Με αυτόν τον ~ κόμπο θα λυθεί αμέσως. 2 (μτφ.) αυτός που γίνεται χωρίς πίεση ή δεν έχει ένταση ή αυστηρότητα: Ξεκινήσαμε με ~ ζέσταμα. ~ μέτρα / ήθη / παρακολούθηση αυστηρός. χαλαρά (επίρρ.). χαλαρότητα η. χαλαρώνω: 1 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ χαλαρό σφίγγω. 2 (αμτβ.) α. γίνομαι χαλαρός. β. ηρεμώ, παύω να έχω ή να νιώθω ένταση: Επιτέλους, τέλειωσα τις δουλειές μου και μπόρεσα να χαλαρώσω! χαλάρωμα το. χαλάρωση η. χαλαρωτικός -ή -ό. χαλαρωτικά (επίρρ.).

χαλάω & [σπάν.] χαλώ χαλάς, χαλάει, πρτ. χαλούσα & χάλαγα, αόρ. χάλασα, μππ. χαλασμένος: 1 (μτβ.) προξενώ σε κτ βλάβη, κάνω κτ να μη λειτουργεί καλά = καταστρέφω φτιάχνω: Η Μαρία έκλαιγε που ο αδελφός της τής χάλασε το παιχνίδι. 2 (μτβ.) αλλάζω κτ προς το χειρότερο: Κάποτε είχαν νόστιμα γλυκά, τώρα τα χάλασαν. (μτφ.) Η γκρίνια της μου χάλασε το κέφι. 3 α. (μτφ., μτβ.) κάνω κακό στον χαρακτήρα κπ δίνοντάς του κακή ανατροφή = κακομαθαίνω: Κάνοντάς του όλα τα χατίρια, τον χαλάς. β. επηρεάζω αρνητικά τον χαρακτήρα κπ = διαφθείρω: Ήταν καλό παιδί, αλλά οι κακές παρέες τον χαλάσανε. 4 (μτφ., μτβ.) δίνω πολλά χρήματα για κτ = ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Χάλασε πολλά λεφτά να φτιάξει αυτό το σπίτι. 5 (μτφ., μτβ.) δίνω ρέστα από νόμισμα μεγάλης αξίας ή ανταλλάσσω νόμισμα μεγάλης αξίας με άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας: Έχεις ψιλά, να μου χαλάσεις κατοστάρικο; 6 (μτφ., μτβ.) κάνω μια προσχεδιασμένη ενέργεια να μην πραγματοποιηθεί = ματαιώνω: Ο καιρός μάς χάλασε τα σχέδια: δεν πάμε εκδρομή! 7 (μτφ., μτβ.) διακόπτω σχέση ή διαλύω κτ: ~ φιλία / συνεργασία / τον γάμο. 8 (αμτβ.) παθαίνω βλάβη, αχρηστεύομαι ή καταστρέφομαι: Το αυτοκίνητο χάλασε, δεν παίρνει μπρος. Θα χαλάσουν τα μάτια σου με τόση τηλεόραση που βλέπεις. 9 (αμτβ.) αλλάζει η σύστασή μου από τον χρόνο, τη θερμοκρασία κτλ. = αλλοιώνομαι: Το τυρί μάλλον χάλασε, μυρίζει άσχημα. 10 (μτφ., αμτβ.) αλλάζω προς το χειρότερο ως προς τη μορφή, εμφάνιση, χαρακτήρα κτλ.: Η Μαρία με την εγκυμοσύνη έχει χαλάσει πολύ. Ο καιρός θα χαλάσει αύριο. 11(μτφ., αμτβ.) ματαιώνομαι, παύω να υπάρχω ή διαλύομαι: Μετά τη διαφωνία μας, η συνεργασία μεταξύ μας χάλασε. ο κόσμος να χαλάσει: σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: Θα κάνω αυτό που νομίζω ~. ~ χατίρι σε κπ: δεν πραγματοποιώ την επιθυμία κπ. χάλασμα το: 1 το να χαλάει κτ. 2 συνήθ. πληθ. μισογκρεμισμένο κτίριο. χαλασμός ο: μεγάλη αναταραχή ή καταστροφή, κυρ. στις εκφρ. ~ Κυρίου / κόσμου.

χαμηλο- & χαμηλό-: ως α΄ συνθ. προσδίδει στο β΄ συνθ.: 1 την ιδιότητα του χαμηλού: χαμηλοτάβανος, χαμηλοτάκουνος. 2 την έννοια του μικρού ή λίγου σε βαθμό, ποσοστό ή ένταση: χαμηλόβαθμος, χαμηλόμισθος, χαμηλότονος, χαμηλόφωνος.

χαμηλός -ή -ό: 1 α. (συνήθ. για πργ.) αυτός που έχει σχετικά μικρό ύψος ή βάθος ψηλός: Καθήσαμε στο πάτωμα γύρω από ένα ~ τραπέζι. β. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στο έδαφος: Αεροσκάφη έκαναν ~ πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. 2 ψηλός, [επίσ.] υψηλός. α. αυτός που είναι μικρός σε αριθμό, βαθμό ή ποσότητα: Ο μισθός της είναι πολύ ~, δε φτάνει για να ζήσει. β. αυτός που βρίσκεται στην αρχή βαθμολογικής κλίμακας: Θα έχουμε ~ θερμοκρασίες και χιόνια στα ορεινά. 3 αυτός που δεν είναι πολύ καλός ή είναι κάτω από τον μέσο όρο: Η πολιτεία ευθύνεται για το ~ μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων. 4 αυτός που δεν έχει μεγάλη ένταση δυνατός: ~ μουσική / φωτισμός. Μιλούσε σε ~ τόνο. 5 αυτός που δεν αναφέρεται ή δεν ανήκει στους οικονομικά και κοινωνικά δυνατούς: Η πολιτική τους έθιξε τα ~ κοινωνικά στρώματα, τους εργαζόμενους και τους αγρότες. 6 ΜΟΥΣ νότα που είναι βαθιά ή που βρίσκεται κάτω από τις μεσαίες νότες στη μουσική κλίμακα: Οι ~ νότες στο πιάνο θυμίζουν βροντή. χαμηλά (επίρρ.). χαμηλώνω αόρ. χαμήλωσα, μππ. χαμηλωμένος: 1 (μτβ.) στρέφω κτ προς τα κάτω = κατεβάζω υψώνω, σηκώνω: Χαμήλωσε το βλέμμα ντροπιασμένη. 2 (μτβ.) μειώνω την ένταση, την ποσότητα ή την τιμή πράγματος: ~ την ένταση του ραδιοφώνου. αυξάνω. 3 (μτβ.) κάνω κτ πιο κοντό ή πιο βαθύ, φέρνω κτ πιο κοντά στην επιφάνεια της γης = κατεβάζω υψώνω. 4 (αμτβ.) έρχομαι πιο κοντά στην επιφάνεια της γης. 5 (αμτβ.) γίνομαι λιγότερο έντονος: Τα φώτα σιγά-σιγά χαμηλώνουν. χαμήλωμα το.

χαμόγελο το: έκφραση του προσώπου με μισάνοιχτο και τεντωμένο στα άκρα στόμα, που δείχνει καλή διάθεση, χαρά ή ικανοποίηση: Ένα ~ ικανοποίησης φώτισε το πρόσωπό της. χαμογελώ & -άω: 1 (αμτβ.) γελώ ελαφρά, τεντώνοντας τα χείλη προς τα πλάγια: Ήταν ευχαριστημένος και χαμογελούσε. 2 (μτβ.) α. απευθύνω χαμόγελο σε κπ: Της χαμογέλασε πονηρά. β. (μτφ.) είμαι ευνοϊκός, ευνοώ κπ: Η τύχη για μια φορά τού χαμογέλασε. χαμογελαστός -ή -ό. χαμογελαστά (επίρρ.).

χάνω -ομαι: 1 α. (μτβ.) δεν καταφέρνω να βρω κτ που είχα στην κατοχή μου βρίσκω: Έχασα το κλειδί, μάλλον θα έπεσε κάπου. β. (μτβ.) δεν μπορώ να δω κπ ή κτ: Ξαφνικά, τον έχασα μέσα στο πλήθος. 2 (μτβ.) α. δεν καταφέρνω να διατηρήσω ή να εκμεταλλευτώ κτ: Της τα πήραν όλα: έχασε και σπίτι και δουλειά. Έχασε τον έλεγχο της κατάστασης. Έχασα μια καταπληκτική ευκαιρία! β. απαλλάσσομαι από κτ δυσάρεστο: Έχασα 3 κιλά με τη δίαιτα. 3 (μτβ.) στερούμαι αγαπημένο πρόσωπο λόγω θανάτου: Έχασε τον άντρα της στον πόλεμο. 4 (μτβ.) στερούμαι μέλος του σώματος, αίσθηση ή κπ ικανότητα ή ιδιότητα: Έχασε την όρασή του / το πόδι του σε τροχαίο. 5 (μτβ. & αμτβ.) δεν καταφέρνω να πετύχω τον στόχο, συνήθως σε διαγωνισμό κερδίζω, νικώ: Έχασε στον αγώνα με τον Παναθηναϊκό. Έχασε τη δίκη και καταδικάστηκε. 6 (μτβ.) δεν προλαβαίνω μεταφορικό μέσο: Αν καθυστερήσεις λίγο ακόμα, θα χάσεις το τελευταίο τρένο. 7 (μτβ.) δε συμμετέχω σε κτ: Άργησα το πρωί κι έχασα το μάθημα. 8 (αμτβ.) ζημιώνομαι υλικά ή ηθικά: Περάσαμε πολύ ωραία, έχασες που δεν ήρθες! τα ~: ξαφνιάζομαι. 9 παθ. α. ακολουθώ λανθασμένο δρόμο: Είναι εύκολο να έρθεις στο σπίτι μου, δε θα χαθείς. β. επικοινωνώ με κπ σπάνια ή καθόλου: Χαθήκαμε τελευταία! χαμένος -η -ο: 1 αυτός που έχει ηττηθεί σε αγώνα ή που έχει χάσει, συνήθως, υλικά αγαθά ή χρήματα: Ο μεγάλος ~ του αγώνα είναι ο Ολυμπιακός. 2 αυτός που δεν έχει αποτέλεσμα = μάταιος, άδικος: ~ λόγια. 3 αυτός που έχει χαμηλή ηθική ποιότητα = τιποτένιος: ~ κορμί. χάσιμο το: το να χάνει κπ κτ. χαμός ο = θάνατος.

χάος το: 1 α. η άμορφη μάζα που υπήρχε στο διάστημα, καθώς και η αταξία που επικρατούσε σε αυτό πριν από τη δημιουργία του κόσμου. β. το διάστημα μέσα στο οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. 2 (μτφ.) κατάσταση κατά την οποία επικρατεί γενική σύγχυση και απουσιάζει η οργάνωση και η τάξη: Στην πόλη επικρατούσε κυκλοφοριακό ~. 3 απότομος και αχανής γκρεμός: Στο τέλος του μονοπατιού ανοιγόταν το ~! χαοτικός -ή -ό. χαοτικά (επίρρ.). χαώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

χαρά η: έντονο συναίσθημα που προκαλείται από κτ ευχάριστο ή ικανοποιητικό λύπη, θλίψη: Η ~ της για το δώρο που πήρε ήταν μεγάλη. Είναι μεγάλη ~ να σας έχουμε εδώ απόψε. γεια ~: [οικ.] χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ που συναντάμε ή που αποχωριζόμαστε: ~, θα τα πούμε αύριο! είμαι μια ~: είμαι καλά στην υγεία μου, έχω βολευτεί καλά κάπου. ~ στο πρά(γ)μα!: για κτ ασήμαντο: ~, αυτό ο καθένας μπορεί να το κάνει! ~ σε: για να δείξουμε θαυμασμό ή αποδοκιμασία για κπ ή κτ: ~ στην υπομονή σου! ~ στον άντρα που βρήκε! μια ~ + ουσ.: για κπ ή κτ που δεν υστερεί σε κτ, που είναι αποδεκτό(ς): Είναι ~ παιδί, όμορφος αλλά και έξυπνος. ~ μου: [χαϊδ.] για να αποκαλέσουμε αγαπημένο πρόσωπο ή παιδί. χαίρομαι αόρ. χάρηκα, χωρίς μππ.: 1 (αμτβ.) αισθάνομαι χαρά: Χάρηκε που μας είδε. 2 (μτβ.) νιώθω ιδιαίτερη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από κτ = απολαμβάνω: Ωραίο το σπίτι σας, να ζήσετε να το χαρείτε! να χαίρεσαι / χαίρεστε κπ: ευχή, συνήθως σε κπ που γιορτάζει συγγενικό του πρόσωπο. να χαρείς: σε παρακαλώ: Μην κάνεις θόρυβο, ~! χαρωπός -ή -ό. χαρωπά (επίρρ.).

χαράζω & [επίσ., κυρ. στη σημ. 4] χαράσσω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω γραμμές πιέζοντας μια επιφάνεια με εργαλείο ή αιχμηρό αντικείμενο = σκαλίζω. 2 τραβώ γραμμές σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια χρησιμοποιώντας χάρακα. 3 (μτφ.) βάζω κτ βαθιά μέσα μου: Η εικόνα της δολοφονίας χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. 4 (μτφ.) σχεδιάζω τα βασικά σημεία έργου ή δραστηριότητας: Η Ελλάδα χαράσσει ενιαία εξωτερική πολιτική. χαράζει: απρόσ. = ξημερώνει, φωτίζει. χάραγμα το. χάραξη η. χάρακας ο: όργανο με το οποίο τραβάμε ευθείες γραμμές = κανόνας. χαρακιά η. χαρακτική η: η τέχνη της χάραξης σχεδίων σε καλούπι από σκληρό υλικό για την παραγωγή αντιγράφων. χαρακτικός -ή -ό. χαρακτικό το. χαράκτης ο, -τρια η.

χαρακτήρας ο: 1 το σύνολο των ιδιοτήτων και γνωρισμάτων που διαμορφώνουν την προσωπικότητα κπ και καθορίζουν τη συμπεριφορά του: Ήταν διαφορετικοί ~: εκείνος ανοιχτός, ενώ εκείνη εσωστρεφής. 2 τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που καθορίζουν το είδος, την ποιότητα ή τη μορφή πράγματος, κατάστασης, γεγονότος κ.λπ.: Η εκδήλωση είχε εορταστικό ~. 3 τύπος ανθρώπου σε λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: ιστορία με καλή αφήγηση και ενδιαφέροντες ~. 4 γράμμα του αλφαβήτου: ελληνικός / λατινικός ~. 5 ΓΛΩΣΣ το τελευταίο γράμμα του θέματος μιας λέξης. χαρακτηρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 διατυπώνω κρίση για τον χαρακτήρα προσώπου ή για την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται κτ: Τον χαρακτήρισε επαγγελματία πολιτικό. Η περιοχή χαρακτηρίστηκε δασική έκταση. 2 αποτελώ διακριτικό γνώρισμα κπ = διακρίνω: Τον ~ η συνέπεια και η αποφασιστικότητα. χαρακτηρισμός ο. χαρακτηριστικός -ή -ό. χαρακτηριστικά (επίρρ.). χαρακτηριστικό το.

χάρη1 η: 1 ομορφιά και λεπτότητα στην εμφάνιση ή στους τρόπους κπ, που προκαλεί έλξη ή ευχαρίστηση: Χαμογελούσε με ~. 2 συνήθ. πληθ. πνευματικό ή ψυχικό προσόν = χάρισμα: Η εξυπνάδα ήταν μία από τις ~ της, αλλά όχι και η μοναδική. χαριτωμένος -η -ο. χαριτωμένα (επίρρ.).

χάρη2 η: 1 α. βοήθεια που προσφέρουμε σε κπ για να τον εξυπηρετήσουμε: Κάνε μου τη ~ να έρθεις μαζί μας! ~ σε κπ ή κτ: με τη βοήθεια ή με τη συμβολή κπ προσώπου ή πράγματος: ~ σ' εσένα και την πολύτιμη βοήθειά σου μπόρεσα να σπουδάσω. β. ευγνωμοσύνη: Σου χρωστάω ~ για το καλό που έκανες. 2 ΝΟΜ μετριασμός ή άρση ποινής: Δόθηκε ~ στους πολιτικούς κρατούμενους. Θεία Χάρη: ΕΚΚΛ η βοήθεια που προσφέρει η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία της ψυχής του. η Xάρη της / του: για να εκφράσουμε σεβασμό προς την Παναγία ή προς έναν άγιο: Mεγάλη η Xάρη της!ποιος τη ~ σου: για κτ ευχάριστο που συμβαίνει σε κπ: ~, όλοι εσένα φροντίζουν! χαρίζω -ομαι: 1 (μτβ.) δίνω ή προσφέρω κτ σε κπ ως δώρο = προσφέρω = δωρίζω: Σου το ~ το βιβλίο, είναι δικό σου. Η φύση χάρισε τις ομορφιές απλόχερα σ' αυτόν τον τόπο. Η νίκη τους μας χάρισε στιγμές συγκίνησης. 2 (μτβ.) απαλλάσσω κπ από ποινή ή οφειλή: Mας χάρισε όλα μας τα χρέη. 3 παθ. φέρομαι μεροληπτικά υπέρ κπ: Κανείς δε μου χαρίστηκε ποτέ, πάντα έπρεπε να κερδίζω με την αξία μου. χαριστικός -ή -ό. χαριστικά (επίρρ.).

χάρισμα το: 1 ιδιαίτερη και έμφυτη κλίση ή ταλέντο: Έχει το ~ του λόγου. Είναι όμορφη και προικισμένη με πολλά χαρίσματα. 2 [οικ.] οτιδήποτε δίνεται σε κπ ως δώρο: Σου το δίνω το βίβλίο, ~ σου! χαρισματικός -ή -ό: αυτός που έχει πολλά χαρίσματα. χαρισματικά (επίρρ.).

χάρτης ο: 1 αποτύπωση σε μικρογραφία των χαρακτηριστικών της γης ή τμημάτων της, όπως ήπειροι, χώρες, πόλεις κτλ. πάνω σε χαρτί: πολιτικός / παγκόσμιος / οδικός ~. ~ της Ελλάδας με τα μεγαλύτερα ποτάμια της. 2 (μτφ.) κατάσταση που επικρατεί σε έναν χώρο ή τομέα: Το φυσικό αέριο θα αλλάξει τον ενεργειακό ~ της χώρας. 3 επίσημο κείμενο στο οποίο περιγράφονται βασικές διατάξεις, αρχές ή κανόνες: Χάρτης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτωνglass σχ. χαρτί.

χαρτί το: 1 υλικό από πολτοποιημένες φυτικές ίνες που χρησιμοποιείται κυρίως για να γράφουμε, να τυλίγουμε αντικείμενα κτλ.: κόλλα / ρολό / φύλλο χαρτιού. 2 [οικ.] επίσημο έγγραφο από υπηρεσία που πιστοποιεί κτ: Τα ~ της ήταν πλαστά: και το διαβατήριο και η ταυτότητα. 3 χειρόγραφο ή τυπωμένο φύλλο χαρτιού: Να δω λίγο τα στοιχεία στα ~ μου! 4 φύλλο της τράπουλας: Έχω καλό ~. 5 (μτφ.) τελική λύση σε πρόβλημα ή δύσκολη κατάσταση: Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, η ελληνική διπλωματία θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το τελευταίο της ~. 6 πληθ. παιχνίδι με τράπουλα. χάρτινος -η -ο. χαρτικά τα: είδη από χαρτί. χαρτούρα η: πληθώρα χειρόγραφων ή τυπωμένων χαρτιών.

Τα ουσ. χάρτης και χαρτί προέρχονται από το ΑΕ χάρτης «ρολό από πάπυρο».

χάσμα το: 1 μεγάλο και βαθύ άνοιγμα στο έδαφος: Εδώ το έδαφος παρουσιάζει χάσματα! 2 (μτφ.) α. λογικό κενό, διακοπή σε μια συνέχεια: Η σκέψη σου έχει ~. Η μνήμη της παρουσιάζει χάσματα. β. πολύ μεγάλη διαφορά αντιλήψεων εξαιτίας κοινωνικής, οικονομικής θέσης ή ηλικίας κτλ. προσώπων: το ~ των γενεών.

χείλος το χειλέων & στη σημ. 1α [οικ.] χείλι το χειλιών: 1 ΑΝΑΤ καθεμιά από τις μυώδεις πτυχές του προσώπου που περιβάλλουν το στόμα: σαρκώδη / λεπτά χείλη. 2 (μτφ.) το σημείο όπου καταλήγει κτ = άκρη: Σταμάτησε στο ~ του γκρεμού.

χειμώνας ο: μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, μετά το φθινόπωρο και πριν από την άνοιξη, με κρύο και κακοκαιρία. χειμωνιάτικος -η -ο. χειμωνιάτικα (επίρρ.): κατά τη διάρκεια του χειμώνα. χειμωνιάζει: απρόσ. έρχεται χειμώνας, κακοκαιρία. χειμερινός -ή -ό: θερινός 1 α. αυτός που συμβαίνει μέσα στον χειμώνα ή που ισχύει κατά τη διάρκεια του χειμώνα: Χειμερινοί Ολυμπιακοί αγώνες / ~ εκπτώσεις / ωράριο. β. αυτός που είναι κατάλληλος για τον χειμώνα: ~ ρούχα / κινηματογράφος. 2 αυτός που ασχολείται με κτ κατά τη διάρκεια του χειμώνα: ~ κολυμβητής.

χειραγωγώ -ούμαι: (μτβ., με αρνητ. σημ.) καθοδηγώ κπ, επιβάλλομαι σε κπ: Δεν έχει πια δική του άποψη, τον χειραγωγεί η κοινή γνώμη. χειραγώγηση η. glass σχ. χέρι.

Αρχική σημ. του ρ. χειραγωγώ ήταν «οδηγώ κπ από το χέρι», από τις ΑΕ λ. χείρ «χέρι» + ἄγω «οδηγώ».

χειραφετώ -ούμαι μππ. χειραφετημένος: συνήθ. παθ. απαλλάσσομαι από την εξουσία ή τον έλεγχο που ασκούσε κπ άλλος επάνω μου: Η γυναίκα χειραφετήθηκε μετά από αιώνες καταπίεσης. χειραφέτηση η. glass σχ. χέρι.

Από το ΑΕ επίθ. χειράφετος «απελεύθερος δούλος» από τις ΑΕ λ. χείρ («χέρι» + ἀφίημι «αφήνω»).

χειραψία η: χαιρετισμός με αμοιβαίο κράτημα και σφίξιμο της παλάμης: Μας χαιρέτησε δια χειραψίαςglass σχ. χέρι.

χειρίζομαι: (μτβ.) 1 (γνωρίζω να) ρυθμίζω με τα χέρια τη λειτουργία συσκευής, μηχανήματος κτλ.: Δεν ξέρω να ~ τον υπολογιστή / το πλυντήριο. 2 ενεργώ με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να λυθεί κπ πρόβλημα: Τη χειρίστηκες πολύ καλά την υπόθεση κι έτσι κατάφερες να με πείσεις. 3 (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ με άνεση, επιδεξιότητα: ~ άριστα τον λόγο. 4 φέρομαι σε κπ με ορισμένο τρόπο, έτσι ώστε να πετύχω τον σκοπό μου: Mε κόλπα και γαλιφιές προσπαθεί να με χειριστεί, αλλά δε θα τα καταφέρει. χειρισμός ο. χειριστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που χειρίζεται συσκευή, μηχάνημα κτλ.: ~ μηχανών προβολής. χειριστήριο το: όργανο για τον χειρισμό συσκευής, μηχανήματος κτλ.

Από το ελνστ. ρ. χειρίζω -ομαι «ορίζω σε αξίωμα».

χειρόγραφος -η -ο: αυτός που είναι γραμμένος με το χέρι έντυπος, τυπωμένος: ~ αίτηση. χειρόγραφα & [επίσ.] χειρογράφως (επίρρ.). χειρόγραφο το: 1 κείμενο γραμμένο με το χέρι: Έστειλε το ~ στον εκδότη. 2 χειρόγραφο βιβλίο πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. glass σχ .χέρι.

χειροκροτώ & -άω -ούμαι -είς & -άς: (μτβ. & με παράλ. αντικ.): παράγω ήχο χτυπώντας μεταξύ τους τις δυο παλάμες, για να εκφράσω την ευχαρίστησή μου, την επιδοκιμασία μου για κπ ή κτ: Χειροκρότησαν τον καλλιτέχνη μετά το τέλος της παράστασης. χειροκρότημα το: ζεστό / εγκάρδιο ~. glass  σχ. χέρι.

χειρονομία η: 1 κίνηση των χεριών, που κάνει κπ προσπαθώντας να μεταδώσει κπ μήνυμα: Προσπάθησε με χειρονομίες να μας κάνει να καταλάβουμε τι θέλει. 2 ενέργεια που δηλώνει ευγένεια, σεβασμό προς κπ ή κτ: Ήταν πολύ ευγενική η ~ σας να μας δανείσετε τα χρήματα. = κίνηση. χειρονομώ: (αμτβ.) κάνω χειρονομίες: Σε παρακαλώ, σταμάτα να χειρονομείς και πες μου τι συνέβη! glass σχ. χέρι.

χειροποίητος -η -ο: αυτός που είναι φτιαγμένος με τα χέρια: ~ χαλιά / γλυκά / κεντήματα. σχ. glass χέρι.

χειροτερεύω αόρ. χειροτέρευσα & χειροτέρεψα: 1 (αμτβ.) γίνομαι χειρότερος = επιδεινώνομαι καλυτερεύω, βελτιώνομαι: Η κατάσταση της υγείας του ~. Όσο πάει και ~, με τόσα ψέματα που λέει. 2 (μτβ.) κάνω κτ (να φαίνεται) χειρότερο από πριν καλυτερεύω, βελτιώνω: Μη συνεχίσεις άλλο, ~ τη θέση σου! χειροτέρευση η.

χειρουργώ -ούμαι μππ. χειρουργημένος: (μτβ.) κάνω τομή στο σώμα ανθρώπου ή ζώου χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία, για να θεραπεύσω, να αντικαταστήσω ή να αφαιρέσω ένα μη υγιές όργανο, όγκο κτλ. = εγχειρίζω: Τον χειρούργησαν αμέσως μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. χειρουργός & [οικ.] χειρούργος ο, η: εξειδικευμένος γιατρός που κάνει εγχειρήσεις. χειρουργικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ή αναφέρεται στις εγχειρήσεις: ~ εργαλεία / επεμβάσεις. χειρουργικά (επίρρ.). χειρουργική η: κλάδος της ιατρικής σχετικός με τις χειρουργικές επεμβάσεις. χειρουργείο το: ειδικός χώρος σε νοσοκομείο, όπου γίνονται εγχειρήσεις. glass  σχ. χέρι.

χειρώνακτας ο & η: αυτός που έχει επάγγελμα ή κάνει κπ εργασία που γίνεται με τα χέρια. χειρωνακτικός -ή -ό. χειρωνακτικά & [επίσ.] χειρωνακτικώς (επίρρ.). glass σχ. χέρι.

χέρι το: 1 ΑΝΑΤ μέλος του σώματος από τον ώμο μέχρι τα δάχτυλα: Κατεβάζω / ανεβάζω / πονάει το ~ μου. μακρύ / κοντό / λεπτό / παχύ ~. 2 (ειδικ.) το κατώτερο μέρος του χεριού, που αποτελείται από την παλάμη και τα δάχτυλα: Κράτα τη Μαρία από το ~, για να περάσετε τον δρόμο! δίνω τα χέρια με κπ: συμφιλιώνομαι ή επισφραγίζω τη συμφωνία μου με κπ. έρχομαι / πιάνομαι στα χέρια με κπ: τσακώνομαι παλεύοντας. 3 πληθ.: εργατικά ~. 4 σε διάφορες εκφρ. για να δηλώσουμε: α. ευχή: Ας βάλει ο Θεός το ~ του! β. βοήθεια: Μας έδωσε ένα ~ και τελειώσαμε πιο γρήγορα. γ. οικειότητα, συντροφικότητα: Πιάνονταν ~ ~ κι έκαναν βόλτα κάθε απόγευμα. δ. κυριότητα: Η πόλη έπεσε στα χέρια του εχθρού.

Από τον ελνστ. τύπο χέριον, υποκορ. της ΑΕ λ. χείρ, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα α. σε στερεότυπες εκφρ.: Συν Αθηνά και χείρα κίνει. ρολόι χειρός. χείρα βοηθείας. β. για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων στα ΝΕ: χειραγωγώ, χειραψία, χειρολαβή, χειροπέδες, χειρομαντεία, χειρώνακτας κτλ.

χερσόνησος η: κομμάτι στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα: η ~ του Άθω.

χέρσος -α -ο: αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καλλιεργηθεί = άγονος, ακαλλιέργητος: Τα χωράφια ήταν άχρηστα, χέρσα.

χημεία η: 1 επιστημονικός κλάδος (και το αντίστοιχο μάθημα) που εξετάζει την ατομική και μοριακή δομή της ύλης, δηλ. τις ιδιότητες και τις αντιδράσεις των ουσιών: οργανική / ανόργανη ~. 2 (μτφ.) η συμφωνία ως προς τις απόψεις, τον χαρακτήρα κτλ. μεταξύ ανθρώπων: Μεταξύ τους υπάρχει ~, είναι ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. χημείο το: εργαστήριο στο οποίο κάνουμε χημικά πειράματα. χημικός -ή -ό: ~ ανάλυση / αντίδραση / ένωση. χημικά (επίρρ.). χημικός ο, η: ερευνητής που ασχολείται με τη χημεία ή πρόσωπο που διδάσκει χημεία.

χηρεύω: (αμτβ.). χάνω τον/τη σύζυγό μου λόγω θανάτου. χήρος ο, χήρα η.

Προσοχή στη διαφ. σημ. των λ. χήρος και χοίρος.

χθες & χτες (επίρρ.): σήμερα, αύριο 1 την ημέρα πριν από τη σημερινή. 2 στο παρελθόν, κυρίως το πρόσφατο: ~ πήγε σχολείο και σήμερα είναι κιόλας στο πανεπιστήμιο! χθες &χτες το: άκλ. το παρελθόν, κυρίως το πρόσφατο σήμερα, αύριο: η χώρα του ~ και η χώρα του αύριο. χθεσινός -ή -ό & χτεσινός -ή-ό: αυτός που έγινε ή συνέβη χθες ή σχετίζεται με το χθες σημερινός, αυριανός.

χιλιόμετρο το: μονάδα μήκους ίση με χίλια μέτρα. χιλιομετρικός -ή -ό: αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα: ~ απόσταση. χιλιομετρικά (επίρρ.). χιλιομετρητής ο.

χιόνι το: 1 λευκές νιφάδες που σχηματίζονται όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας παγώνουν, καθώς και το λευκό στρώμα που δημιουργούν πέφτοντας στη γη: Ρίχνει / πέφτει ~. 2 (μτφ.) μικρές κουκκίδες στην οθόνη της τηλεόρασης, όταν δε μεταδίδεται ή δε λαμβάνεται σωστά το σήμα. χιονιάς ο: κακοκαιρία με χιόνι χιονιά η: 1 χιονιάς. 2 χιονόμπαλα. χιονίζει: απρόσ. πέφτει χιόνι.

χλευάζω -ομαι: (μτβ.) γελώ σε βάρος κπ = κοροϊδεύω, σαρκάζω. χλεύη η. χλευασμός ο. χλευαστικός -ή -ό. χλευαστικά (επίρρ.).

χλιαρός -ή -ό: 1 (για υγρά) αυτός που είναι μέτρια ζεστός: ~ τσάι / θάλασσα. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι έντονος ένθερμος: ~ ενδιαφέρον / αντίδραση / υποδοχή. χλιαρά (επίρρ.). χλιαρότητα η.

χλιδή η: υπερβολική άνεση ή πολυτέλεια. χλιδάτος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από πολυτέλεια ή πλούτο. χλιδάτα (επίρρ.).

χλωμός -ή -ό: 1 αυτός που στο πρόσωπο έχει χρώμα λιγότερο έντονο από το κανονικό ή το συνηθισμένο του = ωχρός, κίτρινος: Δεν είσαι καλά σήμερα, είσαι ~! Φοβήθηκε και αμέσως έγινε ~. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει έντονη λάμψη ή ζωντάνια = θαμπός: το ~ φως των κεριών. ~ αναμνήσεις. χλωμό το βλέπω: θεωρώ ότι κτ έχει πολύ μικρή πιθανότητα να συμβεί: ~ να μας πάει βόλτα μετά από τον καβγά που κάναμε. χλωμάδα η. χλωμιάζω (αμτβ.).

χλωρίδα η: το σύνολο των φυτών μιας περιοχής πανίδα.

χλώριο το: ΧΗΜ αέριο με έντονη και δυσάρεστη οσμή, που ανήκει στην ομάδα των αλογόνων και χρησιμοποιείται για την απολύμανση χώρων και τον καθαρισμό του νερού. χλωριώνω -ομαι (μτβ.). χλωρίωση η.

χλωρός -ή -ό: αυτός που είναι πράσινος και τρυφερός ξερός: ~ φασόλια / χόρτα.

χοίρος ο: [επίσ.] ζώο θηλαστικό με ογκώδες σώμα, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας του = γουρούνι. χοιρινός -ή -ό: αυτός που προέρχεται από το γουρούνι: ~ κρέαςglass  σχ. χήρος.

χολέρα η: μολυσματική, συχνά θανατηφόρα ασθένεια, η οποία προκαλείται κυρίως από μολυσμένα νερά.

χοντρός & [επίσ.] χονδρός -ή -ό συγκρ. -ότερος& -ύτερος: 1 (για ανθρ. και ζώα) αυτός που έχει μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό, μεγάλη μυϊκή μάζα = παχύς αδύνατος, λεπτός: Είναι ~ άντρας / γυναίκα / σκυλί. 2 (για πργ.) αυτός που έχει μεγαλύτερο πάχος από το κανονικό = παχύς λεπτός: ~ ύφασμα / τοίχος. 3 αυτός που αποτελείται από μεγάλους κόκκους ψιλός: Τι θέλεις να αγοράσω, ~ ή ψιλό αλάτι; 4 (μτφ., για ενέργεια, συμπεριφορά, χαρακτήρα) αυτός που στερείται λεπτότητας, ευγένειας: Του είπε πολύ ~ λόγια. 5 (μτφ.) αυτός που είναι υπερβολικός ή πολύ σοβαρός = σημαντικός: ~ ψέμα / λάθος. 6 (για τόνο φωνής) αυτός που είναι βαρύς ως προς τη χροιά = βαθύς λεπτός, ψιλός: Έχει ~ φωνή. χοντρά (επίρρ. στις σημ. 5 & 6): Μας κορόιδεψε ~. χοντρά τα: χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας ψιλά: Έχω μόνο ~, πάω να χαλάσω για να σας πληρώσω. χοντραίνω αόρ. χόντρυνα: 1 (αμτβ.) παίρνω βάρος = παχαίνω αδυνατίζω, λεπταίνω: Χόντρυνα πολύ, πήρα είκοσι κιλά. 2 (μτβ.) κάνω κπ πιο χοντρό ή να φαίνεται χοντρός = παχαίνω αδυνατίζω, λεπταίνω: Tα γλυκά μάς χοντραίνουν. Η φούστα αυτή με χοντραίνει. 3 [προφ.] (μτφ., αμτβ.) γίνομαι περισσότερο σοβαρός, έντονος: Χόντρυνε η κόντρα μεταξύ τους. 4 (μτφ., μτβ.) κάνω κτ να είναι πιο έντονο: Σταμάτα πια, το χόντρυνες το αστείο και γίνεσαι ενοχλητικός! 5 (μτβ. & αμτβ., για τόνο φωνής) κάνω κτ πιο βαρύ ή γίνομαι πιο βαρύς ως προς τη χροιά = βαθαίνω λεπταίνω: Χόντρυνε τη φωνή του, για να μην τον καταλάβουμε. Χόντρυνε η φωνή του με την εφηβεία. χοντρικός & [επίσ.] χονδρικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με την αγοραπωλησία εμπορευμάτων σε μεγάλες ποσότητες λιανικός: Το κατάστημά μας ειδικεύεται στη ~ πώληση. 2 αυτός που γίνεται σε γενικές γραμμές, χωρίς λεπτομέρειες λεπτομερειακός: Κάνε μου μια ~ περιγραφή, και τις λεπτομέρειες από κοντά! χοντρικά & [επίσ.] χονδρικά (επίρρ.): συνολικά, γενικά: ~, έχω καταλάβει τι θέλει να πει. χονδρικώς (επίρρ.) σε μεγάλες ποσότητες: Αγοράζει ~.

χορηγώ -ούμαι μππ. χορηγημένος: (μτβ.) παρέχω κτ σε κπ: ~ επίδομα / δάνειο / πολιτικό άσυλο / φάρμακα. χορήγηση η. χορηγός ο, η: 1 φορέας ή ιδιώτης που δίνει χρήματα για την πραγματοποίηση ενός κοινωφελούς έργου ή ενός οργανωμένου γεγονότος (αθλητικού, καλλιτεχνικού κτλ.) και με σκοπό να προβληθεί ο ίδιος = σπόνσορας: ο ~ της θεατρικής παράστασης. 2 ΙΣΤ αυτός που αναλάμβανε να καλύψει τα έξοδα του χορού για παραστάσεις δράματος στην αρχαία Αθήνα. χορηγία η: 1 οικονομική ενίσχυση κοινωφελούς έργου ή οργανωμένου γεγονότος με στόχο τη διαφήμιση αυτού που προσφέρει τα χρήματα: Αποφάσισαν να αναλάβουν τη ~ του τουρνουά τένις. Το νοσοκομείο χτίστηκε με τη ~ ιδιωτικών φορέων. 2 (συνεκδ.) το ίδιο το χρηματικό ποσό = χορήγημα. 3 ΙΣΤ χρηματικό ποσό που δινόταν ως φορολογία από τους οικονομικά ισχυρούς Αθηναίους πολίτες και κάλυπτε οικονομικά τα έξοδα του χορού για παραστάσεις δράματος στις διονυσιακές γιορτές. χορήγημα το.

χορός ο: 1 ρυθμικές κινήσεις του σώματος, των χεριών και των ποδιών, που γίνονται είτε με οργανωμένο τρόπο (ειδικά βήματα και κινήσεις) είτε αυτοσχέδια και συνήθως συνοδεύονται από μουσική: δημοτικοί ~. κλασικός / μοντέρνος ~. 2 κοινωνική εκδήλωση στην οποία οι συμμετέχοντες μπορούν να χορέψουν: ο ~ των τελειοφοίτων. 3 ΙΣΤ ΦΙΛΟΛ στο αρχαίο θέατρο, ομάδα υποκριτών που απήγγελλαν στίχους με τη συνοδεία αυλού και έκαναν χορευτικές κινήσεις συμβολικού περιεχομένου: Ο ~ στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη» αποτελείται από γέροντες. χορεύω αόρ. χόρεψα: 1 (αμτβ.) κινώ το σώμα μου ρυθμικά, συνήθως με συνοδεία μουσικής: ~ εξαιρετικά, έχει τον ρυθμό μέσα του. Όλο το βράδυ ~ με τη Μαρία. 2 (μτφ., αμτβ.) κινούμαι ρυθμικά, χωρίς έλεγχο: Δες τις βάρκες πώς ~ στη θάλασσα από τον αέρα! = κουνιέμαι, χοροπηδώ. 3 (μτβ.) α. εκτελώ συγκεκριμένο χορό: Έλα να χορέψουμε βαλς! β. παίρνω κπ ως συνοδό (ντάμα ή καβαλιέρο) και χορεύω μαζί του: Θα πάρεις να χορέψεις τη Λητώ; ~ τον χορό του Ησαΐα: παντρεύομαι. ~ κπ στο ταψί: τον ταλαιπωρώ. χορευτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον χορό με τη σημ. 1. χορευτικά (επίρρ.). χορευτής ο, χορεύτρια η. χορικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον χορό στη σημ. 3: τα ~ μέρη της τραγωδίας. χορικό το: λυρικό άσμα που τραγουδούσε ο χορός του αρχαίου δράματος = στάσιμο.

Προσοχή στη διαφορετική γραφή και σημ. των λ. χορικός και χωρικός1, χωρικός2 & χωρικός, .

χορταίνω αόρ. χόρτασα, μππ. χορτασμένος: 1 (αμτβ.) ικανοποιώ την πείνα μου πεινώ: Το φαγητό δεν είναι αρκετό, δε θα χορτάσουμε!2 (μτβ.) τρώω κτ σε μεγάλες ποσότητες: Χόρτασα κρέας αυτές τις μέρες - έφαγα τόσο, που δε θέλω ούτε να το ξαναδώ! 3 (μτβ.) δίνω σε κπ να φάει μέχρι που να μην πεινάει άλλο: Δεν τον ~ αυτόν με τίποτα, και πέντε πιάτα να του δώσεις, δεν του φτάνουν! 4 (μτφ., μτβ.) απολαμβάνω κτ ή κπ σε μεγάλο βαθμό ή νιώθω άσχημα για κτ αρνητικό που έγινε σε μεγάλο βαθμό: Δε σε αντέχω άλλο, χόρτασα ψέματα! χορτάτος -η -ο: αυτός που έχει χορτάσει: Δε θέλω να φάω, νιώθω ~. = πλήρης νηστικός. Είμαι ~ από ταξίδια. χόρταση η.

χορωδία η: ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν όλοι μαζί, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά: η ~ του σχολείου. χορωδιακός -ή -ό. χορωδιακά (επίρρ.).

Από το ΑΕ χορῳδία «χορικό άσμα», από τα χορός+ -ῳδία από το ᾠδή.

χούντα η: 1 ομάδα συνήθως στρατιωτικών που καταλαμβάνουν και ασκούν την εξουσία με τη βία: η ~ των συνταγματαρχών. 2 το καθεστώς εξουσίας που επιβάλλει μια χούντα και η χρονική περίοδος που αυτό διαρκεί = δικτατορία: Στη διάρκεια της ~ έγιναν πολλές διώξεις αριστερών. χουντικός -ή -ό. χουντικός ο, & [λαϊκ.] -ιά η: μέλος ή οπαδός της χούντας.

Από την ισπανική λ. junta.

χούφτα & φούχτα η: 1 το εσωτερικό της παλάμης, με ελαφρά λυγισμένα τα δάχτυλα προς τον καρπό: Κρατούσε το μπαλάκι μέσα στη ~ του και δεν μπορούσα να το δω. 2 (συνεκδ.) ποσότητα ίση με αυτή που μπορεί να χωρέσει στην παλάμη ή (κατ' επέκτ.) μικρή ποσότητα ή αριθμός: Μου έδωσε μια ~ καραμέλες. Μια ~ άνθρωποι, κι έκαναν τόση φασαρία! χουφτώνω &φουχτώνω: [λαϊκ.] (μτβ.) αρπάζω κτ με τη χούφτα μου, παίρνω κτ: Χούφτωσε το παραδάκι.

Ο πιο σπάνιος τ. φούχτα προέκυψε από αμοιβαία μετάθεση των συμφώνων φ και χ.

χρειάζομαι: (μτβ.) 1 έχω ανάγκη από κτ ή κπ: Για την ομιλία μου θα χρειαστώ μικρόφωνο. τα χρειάστηκα: φοβήθηκα πάρα πολύ. 2 είμαι αναγκαίος, απαραίτητος σε κπ ή κτ: Δε μου χρειάζεσαι, μπορείς να φύγεις. Xρειάζονται ριζικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας. χρειάζεται: απρόσ. είναι ανάγκη, απαραίτητο: ~ να πάρουμε δραστικά μέτρα κατά της ανεργίας. χρεία η: [επίσ.] ανάγκη: Έχω ~ άμεσης βοήθειας.

χρεοκοπώ & χρεωκοπώ μππ. -πημένος: (αμτβ) 1 δεν μπορώ να πληρώσω τα χρέη μου, καταστρέφομαι οικονομικά = πτωχεύω: Η εταιρεία χρεοκόπησε. 2 (μτφ.) αποτυγχάνω σε κτ: Η πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα της παιδείας έχει χρεοκοπήσει. χρεοκοπία & χρεωκοπία η.

χρέος το χρέους, χρέη, χρεών: 1 χρηματικό ποσό που οφείλουμε σε κπ: Το ~ σας προς το Δημόσιο ανέρχεται σε 2.000 ευρώ. 2 (μτφ.) κτ που πρέπει να κάνουμε για λόγους ηθικής = καθήκον: Είναι ~ σας να υπερασπιστείτε τα δικαιώματα της οικογένειάς σας. 3 [επίσ.] πληθ. τα καθήκοντα που έχει κπ σε ορισμένη θέση εργασίας: Ανέλαβε από χθες χρέη αντιπροέδρου. χρωστώ & -άω μόνο ενστ. & πρτ. (μτβ.) = οφείλω: 1 πρέπει να επιστρέψω χρηματικό ποσό που δανείστηκα σε αυτόν που μου το δάνεισε: ~ στην τράπεζα πολλές δόσεις για το δάνειο. Τι σας ~; ~ τα μαλλιοκέφαλά μου: χρωστώ μεγάλο χρηματικό ποσό. χρωστάει της Μιχαλούς: είναι τρελός. 2 νιώθω την υποχρέωση να ανταποδώσω σε κπ κτ καλό ή κακό που μου έκανε: ~ ένα τραπέζι / μια επίσκεψη / μια εξήγηση σε κπ. 3 θεωρώ κτ ή κπ ως την κύρια αιτία για κτ καλό που μου συνέβη: Την άμεση βελτίωση της υγείας του τη ~ στους άριστους γιατρούς που είχε. Σας ~ τη ζωή μου. 4 (για μάθημα) πρέπει να εξεταστώ σε κπ μάθημα είτε ξανά, λόγω αποτυχίας, είτε για πρώτη φορά, επειδή απουσίασα από την κανονική εξέταση: ~ μαθηματικά και φυσική. χρεώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ζητώ από κπ χρηματικό ποσό για υπηρεσία ή προϊόν που του προσφέρω: Μας χρέωσαν πολλά γι' αυτά που φάγαμε! 2 δίνω την τιμή πώλησης σε προϊόν ή υπηρεσία = κοστολογώ: Ο υπολογιστής αυτός χρεώνεται 400 ευρώ. 3 (μτφ.) θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ: Είχες άδικο να του ~ τη ζημιά. 4 παθ. βάζω χρέη: Χρεώθηκε, για να σπουδάσει τα παιδιά του. χρέωση η.

χρήμα το = λεφτά: 1 οικονομικό αγαθό (σε χαρτονομίσματα ή κέρματα) που χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγών: Το ~ σήμερα έχει αλλοτριώσει τον άνθρωπο. πλαστικό / βρόμικο / ξεπλυμένο ~. 2 πληθ. ποσότητα χρημάτων: Κερδίζω / χάνω / έχω / δανείζω χρήματα. χρηματικός -ή -ό.

χρήση η: το να μεταχειρίζομαι κτ ή να επωφελούμαι από κπ υπηρεσία για να καλύψω κπ ανάγκη μου = χρησιμοποίηση: Η ~ των κινητών έχει αυξηθεί κατακόρυφα. προϊόν για οικιακή / επαγγελματική / προσωπική ~. καλή / κακή ~ ενός προϊόντος. χρήστης ο, -ρια η: πρόσωπο που χρησιμοποιεί κπ πράγμα ή υπηρεσία. χρηστικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι κατάλληλος για να τον χρησιμοποιούν. 2 αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα = εύχρηστος. χρηστικότητα η. χρήσιμος -η -ο: αυτός που εξυπηρετεί σε κτ ή που ωφελεί κπ = ωφέλιμος άχρηστος: ~ συμβουλές / δώρο / μέλος ομάδας. χρησιμότητα η. χρησιμεύω: (μτβ.) είμαι χρήσιμος για ορισμένο σκοπό: Οι πληροφορίες χρησίμευσαν στην αστυνομία για τη σύλληψη των δραστών της επίθεσης.

χρησιμοποιώ -ούμαι: (μτβ.) 1 μεταχειρίζομαι κτ για ορισμένο σκοπό: Χρησιμοποίησε το μεγάλο μαχαίρι για να κόψει το κρέας. 2 αναθέτω σε κπ να κάνει κτ για μένα: Για τις νομικές μεταφράσεις ~ αποφοίτους της νομικής. 3 εκμεταλλεύομαι κπ ή κτ για δικό μου όφελος: Tη χρησιμοποίησε όσο την είχε ανάγκη και μετά την παράτησε. χρησιμοποίηση η: αυτό που κάνουμε όταν χρησιμοποιούμε κτ ή κπ = χρήση: Η ~ λεξικών βοηθά σημαντικά στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. χρησιμοποιήσιμος -η -ο.

χρησμός ο: ΙΣΤ προφητεία μάντη στην αρχαιότητα, αποκαλυπτική για ό,τι επρόκειτο να συμβεί.

χρίσμα το: 1 ΕΚΚΛ μυστήριο της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και κατά το οποίο το πρόσωπο που βαφτίζεται αλείφεται με άγιο μύρο. 2 (μτφ.) μεταβίβαση αξιώματος σε κπ ή επίσημη αναγνώριση: Έλαβε επισήμως το ~ του νέου προέδρου. χρίζω & χρίω -ομαι (μτβ.).

χριστιανισμός ο: θρησκεία που βασίζεται στο κήρυγμα του Χριστού, καθώς και το σύνολο των πιστών της: Η εντολή που έδωσε ο Ιησούς στους Aποστόλους ήταν η διάδοση του ~ σε όλα τα έθνη. Το Πάσχα γιορτάζει όλος ο ~. = χριστιανοσύνη. χριστιανός ο, η: 1 ο πιστός του χριστιανισμού: Βαφτίζομαι ~ Ορθόδοξος. 2 ως χαρακτηρισμός, για να εκφράσουμε έντονα συναισθήματα (συμπάθειας ή αγανάκτησης): Τον άφησαν τον ~ να ταλαιπωρείται τόσες ώρες! χριστιανικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον χριστιανισμό ή με τους χριστιανούς: ~ βιβλία / δόγματα / ναός. 2 (κατ' επέκτ.) αυτός που συμφωνεί με τις αρχές του χριστιανισμού ή αρμόζει σε χριστιανό: ~ ήθος / οικογένεια. χριστιανικά (επίρρ.). χριστιανοσύνη η.

χρονολογία η: 1 το χρονικό σημείο κατά το οποίο συνέβη κτ: ~ γέννησης / αποφοίτησης. 2 η καταγραφή σε κείμενο ή έντυπο μιας χρονολογίας, συνήθως της ημερομηνίας που αυτό συντάσσεται = χρονολόγηση: Εφόσον λείπει η ~ από το απολυτήριο στρατού, θεωρείται άκυρο. χρονολογώ -ούμαι: 1 (μτβ.) προσδιορίζω τη χρονική στιγμή ή περίοδο που έγινε ή κατασκευάστηκε κτ: Ο ερευνητής χρονολόγησε ένα παλιό χειρόγραφο. 2 παθ. αρχίζω να υπάρχω από ορισμένη χρονική στιγμή: Η συνεργασία τους χρονολογείται από το 1952. χρονολόγηση η. χρονολογικός -ή -ό: ~ σειρά γεγονότων. χρονολογικά (επίρρ.).

χρόνος ο πληθ. & χρόνια, γεν. πληθ. χρόνων& (σημ. 2γ) χρονών: 1 εν. διάρκεια ύπαρξης ή εξέλιξης γεγονότων ή καταστάσεων: Φαίνεται νεότατη, ο ~ δεν άφησε τα σημάδια του πάνω της. 2 το έτος α. ημερολογιακά: Ευτυχισμένος ο καινούριος ~! β. χρονική περίοδος δώδεκα μηνών: Παντρεύτηκαν πριν από δύο χρόνια. γ. ως μονάδα μέτρησης της ηλικίας: Πέρασε στο πανεπιστήμιο στην ηλικία των δεκαοχτώ χρόνων. Είναι τριάντα χρονών. χρόνια πολλά!: ευχή σε κπ που γιορτάζει. δ. σχολικό ή ακαδημαϊκό έτος, που συνήθως διαρκεί εννέα μήνες = χρονιά: Σε πόσα χρόνια παίρνετε πτυχίο; 3 πληθ. συγκεκριμένη χρονική περίοδος: Υπήρχαν Έλληνες στην περιοχή από τα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. = εποχή. 4 χρονικό διάστημα που αφιερώνει κπ σε κτ: Μη σπαταλάς τον ~ σου σε ανόητες ασχολίες. Πρέπει να βρω ~ να τελειώσω την πτυχιακή εργασία μου. ελεύθερος ~. 5 χρονολογία: Οι αρχαιολόγοι δε συμφωνούν για τον ~ κατασκευής του βασιλικού τάφου. 6 ΓΛΩΣΣ ρηματικός τύπος που δηλώνει τη χρονική στιγμή ή περίοδο που συμβαίνει η ενέργεια του ρήματος: Στους παρελθοντικούς ~ ανήκει και ο υπερσυντέλικος. 7 ΑΘΛ η χρονική επίδοση ενός αθλητή σε κπ αγώνισμα: Ο δρομέας βελτίωσε τον ~ του κατά πέντε δευτερόλεπτα. 8 ΜΟΥΣ μονάδα μέτρησης της διάρκειας φθόγγων και παύσεων που συμβολίζεται με κλάσμα. χρονικός -ή -ό. χρονικό το: 1 αφήγηση ιστορικών γεγονότων με τη χρονολογική τους σειρά: το ~ του Μορέως. 2 πληθ. περιοδική έκδοση συλλόγου κτλ. χρονικά (επίρρ.). χρονιά η: 1 χρονικό διάστημα που διαρκεί ένα ημερολογιακό έτος = χρόνος: Θα φύγει στο εξωτερικό για μια ~. Ο χρυσός ολυμπιονίκης ψηφίστηκε ως ο αθλητής της ~. τρώω (το ξύλο) της ~ μου: με δέρνουν άσχημα. 2 (ειδικ.) το ακαδημαϊκό ή σχολικό έτος: Θα επαναλάβει τη ~, αν δεν περάσει όλα τα μαθήματα. χρονίζω: (αμτβ.) 1 φτάνω σε ηλικία ή συμπληρώνω χρονικό διάστημα ενός έτους: Μόλις χρονίσει το μωρό, λέμε να το βαφτίσουμε. 2 (μτφ.) εξελίσσομαι με πολύ αργούς ρυθμούς, παρουσιάζω μεγάλη καθυστέρηση: Χρόνισε το βιβλίο του μέχρι να εκδοθεί. Το κυπριακό ζήτημα ~. χρόνιος -α & [επίσ.] -ία -ο: (για κτ δυσάρεστο) αυτός που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα ή εξελίσσεται αργά: ~ πρόβλημα / κρίση / πάθηση.

χρυσός ο: = χρυσάφι 1 ΧΗΜ πολύτιμο μέταλλο με κίτρινο χρώμα και εξαιρετική λάμψη, που βρίσκεται συνήθως σε πετρώματα ή κοίτες ποταμών και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων: πλάκες / ράβδοι / φύλλα ~. Νέες φλέβες ~ ανακαλύφθηκαν στην περιοχή. 2 (μτφ.) κτ που θεωρούμε πολύτιμο: Η εμπειρία και η καθοδήγησή του όλα αυτά τα χρόνια ήταν ~. μαύρος ~: το πετρέλαιο. χρυσός -ή -ό: 1 αυτός που είναι κατασκευασμένος από χρυσό: ~ βραχιόλι. 2 αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού: οι ~ ακτίνες του ήλιου. 3 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ καλός: ~ άνθρωπος / δουλειές / εποχή. χρυσίζω: (αμτβ.) έχω χρυσαφί χρώμα: Η άμμος χρύσιζε με το ηλιοβασίλεμα. χρυσώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω με επίστρωση χρυσού = επιχρυσώνω: ~ κόσμημα. ~ το χάπι (σε κπ): λέω ή κάνω σε κπ κτ που θα τον λυπήσει, τονίζοντας τα θετικά σημεία, για να απαλύνω τη στενοχώρια του. 2 χρωματίζω κπ ή κτ με χρυσό χρώμα: Ο ήλιος χάιδευε τη θάλασσα χρυσώνοντάς την με το φως του. 3 (μτφ.) προσφέρω σε κπ μεγάλη αμοιβή ή τον καλοπιάνω: Τον χρύσωσα να έρθει μαζί μας, αλλά τίποτα! Μετά το γκολ, ο πρόεδρος τον χρύσωσε. χρυσάφι το: χρυσός.

χρώμα το: 1 α. η οπτική εντύπωση που δημιουργείται από την αντανάκλαση του φωτός πάνω σε ένα σώμα: Φοράει πάντα απαλά ~. Το αγαπημένο του ~ είναι το πράσινο. γήινο / σκούρο / φωτεινό / ουδέτερο ~. β. κάθε χρώμα σε αντίθεση προς το άσπρο και το μαύρο. 2 (κατ' επέκτ.) η απόχρωση του ανθρώπινου δέρματος ή προσώπου: Το ανοιχτό ~ χαρακτηρίζει τους περισσότερους Σουηδούς. χάνω το ~ μου = χλωμιάζω. 3 ρευστή ουσία που χρησιμοποιούμε για να δώσουμε χρώμα σε κτ = βαφή, μπογιά: Έβαψε με αδιάβροχο ~ τον τοίχο. 4 συνήθ. πληθ. το χρώμα ως σύμβολο έθνους, ομάδας, ιδέας κτλ.: Φόρεσε τα χρώματα της Εθνικής. 5 (μτφ.) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομιλίας, της συμπεριφοράς κπ ή ενός τόπου, μιας εποχής κτλ.: Η πέτρα δίνει στα σπίτια ένα ιδιαίτερο τοπικό ~. 6 (μτφ.) το ύφος, η ατμόσφαιρα που έχει ή αποκτά κτ: Η νύχτα είχε ένα μελαγχολικό ~. Τα μπαλόνια έδιναν ένα χαρούμενο ~ στο πάρτι. = τόνος. χρωματικός -ή -ό. χρωματικά (επίρρ.). χρωματίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω χρώμα σε κτ, συνήθως σε επιφάνεια = βάφω: ~ τα κάγκελα / την εικόνα. 2 (μτφ.) δίνω ξεχωριστό τόνο σε κτ: ~ τη φωνή μου / μια περιγραφή. χρωματισμός ο. χρωματιστός -ή -ό: αυτός που έχει χρώμα.

χρωμόσωμα & χρωματόσωμα το: ΒΙΟΛ συστατικό του πυρήνα των κυττάρων, με νηματοειδή δομή και έντονο χρωματισμό, που είναι φορέας των κληρονομικών ιδιοτήτων: 23 ζεύγη όμοιων χρωμοσωμάτων αποτελούν το ανθρώπινο κύτταρο. χρωμοσωμικός & χρωμοσωματικός -ή -ό: ~ ανωμαλία.

χτένα & (σπάν.) κτένα η: αντικείμενο από σκληρό υλικό, συνήθως πλαστικό, με προεξοχές σε μορφή δοντιών, που χρησιμεύει για το χτένισμα των μαλλιών = τσατσάρα. χτενίζω & (σπάν.) κτενίζω -ομαι: (μτβ.) 1 α. περιποιούμαι και ξεμπερδεύω τα μαλλιά χρησιμοποιώντας χτένα: Έφυγε τόσο βιαστικά, που δεν πρόλαβε ούτε τα μαλλιά της να χτενίσει. Κάθε Σάββατο πάει στο κομμωτήριο να χτενιστεί. 2 (ειδικ.) καθαρίζω ένα ύφασμα κυρίως από τα χνούδια με ειδικό χτένι = ξαίνω. 3 (μτφ.) ερευνώ με λεπτομέρεια έναν χώρο: Χτενίσανε όλο το βουνό για να εντοπίσουν τους κλέφτες. 4 (μτφ.) κάνω την τελική επιμέλεια σε κείμενο: ~ την έκθεση για ορθογραφικά λάθη πριν τη δώσω στον καθηγητή. χτένισμα & (σπάν.) κτένισμα το: 1 το να χτενίζει κανείς κπ ή κτ: ~ της χαίτης αλόγου. Το άρθρο ήθελε κι άλλο ~ πριν από τη δημοσίευση. 2 συγκεκριμένος τρόπος χτενίσματος των μαλλιών: νυφικό / μοντέρνο ~. χτένι & (σπάν.) κτένι το: 1 [λαϊκ.] χτένα, συνήθ. στην έκφρ. έφτασε ο κόμπος στο ~: τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, κτ πρέπει πλέον να γίνει. 2 εξάρτημα του αργαλειού που διαχωρίζει τις κλωστές περνώντας μέσα από το στημόνι. 3 θαλάσσιο οστρακόδερμο με δύο άνισα κελύφη, σε σχήμα αχιβάδας.

χτίζω & κτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 α. φτιάχνω σπίτι, κτίριο κτλ. με διάφορα υλικά: Ο οικοδόμος ~ σπίτια. Τα πουλιά έχτισαν τη φωλιά τους στο μπαλκόνι μας. β. επιβλέπω κπ που χτίζει ή αναθέτω σε κπ να χτίσει κτ για μένα: Ο εργολάβος αυτός έχει χτίσει τη μισή πόλη! Θα χτίσω εξοχικό. 2 κλείνω ένα άνοιγμα με τοίχο: Αν χτίσεις το παράθυρο, από πού θα αερίζεται ο χώρος; 3 ιδρύω πόλη: Ο Mέγας Aλέξανδρος έχτισε την Αλεξάνδρεια. 4 (μτφ.) δημιουργώ κτ: ~ την καριέρα του. Το γάλα ~ γερά κόκαλα. χτίσιμο & κτίσιμο το: το να χτίζει κπ κτ. χτίστης & [επίσ., σπάν.] κτίστης ο: εργάτης που ασχολείται με το χτίσιμο. χτιστός & [επίσ., σπάν.] κτιστός -ή -ό: αυτός που έχει χτιστεί κυρίως με πέτρα.

χτυπώ & [σπάν.] κτυπώ & -άω -ιέμαι μππ. χτυπημένος: 1 (μτβ.) φέρνω το χέρι ή το πόδι ή κπ αντικείμενο που κρατώ με γρήγορη και βίαιη κίνηση πάνω σε κπ ή κτ: Μη ~ τα έπιπλα με τα παιχνίδια! ~ τα χέρια μου / το κεφάλι μου στον τοίχο. ~ την μπάλα / τα πλήκτρα. Τον χτύπησαν μεγαλύτερα παιδιά. = δέρνω. Να χτυπήσεις καλά τη ζάχαρη με το αυγό. = το αυγό. 2 α. (αμτβ.) πέφτω με δύναμη επάνω σε κτ ή κπ = προσκρούω: Το αυτοκίνητο χτύπησε πάνω στο δέντρο. β. (μτβ.) πέφτω πάνω σε κτ με δύναμη: Η βροχή ~ τα τζάμια. 3 (αμτβ.) τραυματίζομαι ως αποτέλεσμα του ότι έπεσα κάτω ή πάνω σε κτ: Όταν έπεσε από την καρέκλα, χτύπησε άσχημα. 4 (μτβ.) επιτίθεμαι και τραυματίζω ή σκοτώνω κπ με όπλο: το θύμα χτυπήθηκε πισώπλατα με μαχαίρι. 5 α. (μτβ.) κάνω κτ να παραγάγει ήχο: ~ την καμπάνα / το κουδούνι / το ταμπούρλο. β. (αμτβ.) παράγω ήχο: Χτύπησε το ξυπνητήρι / το κουδούνι. 6 (αμτβ.) κάνω ρυθμικές κινήσεις = πάλλομαι: Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από την αγωνία. 7 (μτφ., μτβ.) προκαλώ ζημιά ή δυστυχία σε κπ: Μας χτύπησε ανεπανόρθωτα η πυρκαγιά. = πλήττω. Τη χτύπησε ο καρκίνος. = προσβάλλω. 8 (μτφ., αμτβ.) κάνω εντύπωση σε κπ: Ήταν τόσο έντονο το χρώμα, που μου χτύπησε στο μάτι. 9παθ. χτυπάω με τα χέρια μου το σώμα μου, για να δείξω μεγάλη λύπη, θυμό κτλ.: Κλαίει και ~ πάνω από το μνήμα του παιδιού της. χτύπημα & (σπάν.) κτύπημα το: η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ: ~ της μπάλας / του εχθρού. ~ του τηλεφώνου = κουδούνισμα. ~ της μοίρας = πλήγμα. ~ στο κεφάλι = πληγή. χτύπος & (σπάν.) κτύπος ο: 1 δυνατός ήχος από χτύπημα, καθώς και το ίδιο το χτύπημα: Ακούσαμε έναν ~ στην πόρτα / στο παράθυρο και τρομάξαμε. 2 ρυθμικός ήχος: Ακούμπησε στο στήθος του και άκουγε τους ~ της καρδιάς του. χτυπητός & (σπάν.) κτυπητός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χτυπηθεί: ~ αυγό. 2 (μτφ.) αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση, που είναι έντονος, ζωηρός ή οξύς: ~ διαφορές / χρώμα / παράδειγμα. χτυπητήρι το: 1 εργαλείο μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα υλικών: Πιάσε το ~ και χτύπησε τους κρόκους των αυγών για το κέικ. 2 εργαλείο για το τίναγμα χαλιών, παπλωμάτων, στρωμάτων κτλ.

χυδαίος -α -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από απρέπεια ή έλλειψη σεβασμού: Τέτοια ~ συμπεριφορά δεν την περίμενα - ντροπή! Είναι ~ και αλήτης - θα έπρεπε να ντρέπεται! χυδαία (επίρρ.). χυδαιότητα η.

χύνω -ομαι μππ. χυμένος: (μτβ.) 1 αφήνω κτ να βγει έξω από μια συσκευασία ή σκεύος: Έπεσε το ποτήρι και χύθηκε όλο της το γάλα. Σκίστηκε το τσουβάλι και χύθηκε το αλεύρι. = σκορπίζω. Έχυσε τον υπόλοιπο καφέ στον νεροχύτη, γιατί δεν της άρεσε. ~ δάκρυα: κλαίω πολύ. χύνεται πολύ μελάνι (για): γράφονται πολλά για ένα θέμα. 2 λιώνω κτ και το ρίχνω μέσα σε καλούπι: ~ κερί / σίδερο. 3παθ. κινούμαι γρήγορα εναντίον κπ = ορμώ: Το λιοντάρι χύθηκε λυσσασμένο επάνω στο θήραμά του. 4 παθ. (για ποτάμι) καταλήγω, ρίχνω τα νερά μου σε ορισμένο μέρος στη θάλασσα = εκβάλλω. 5 παθ. (μτφ.) τρέχω γρήγορα και ζωηρά μαζί με άλλους: Μόλις χτύπησε το κουδούνι, οι μικροί μαθητές χύθηκαν στην αυλή. = ξεχύνομαι. χύσιμο το. χυτός -ή -ό: 1 (για μέταλλα) αυτός που έχει χυθεί σε καλούπια για να πάρει σχήμα: ~ σίδηρος σφυρήλατος. 2 (μτφ., για ρούχο) αυτός που πέφτει σωστά πάνω στο σώμα: ~ παντελόνι / φόρεμα. 3 (μτφ.) αυτός που είναι λεπτός και με ωραία γραμμή, ωραίο σχήμα: ~ κορμί.

χώμα το: 1 στρώμα λεπτών κόκκων από πέτρωμα και που καλύπτει την επιφάνεια της γης: Τα παιδιά κυλιούνται έξω στα ~. Για τα λουλούδια σου θα χρειαστείς ~ ειδικό για ανθοκομία. 2 (συνεκδ.) η επιφάνεια της γης, το έδαφος: Πέταξε το ακόντιο και έπεσε στο ~ πολλά μέτρα μακριά. 3 ο τόπος: τα άγια / ξένα χώματα. χωμάτινος -η -ο & χωματένιος -α -ο: αυτός που έχει φτιαχτεί ή είναι από χώμα: ~ δρόμος.

χωνεύω -ομαι: 1 (μτβ. & αμτβ.) αφομοιώνω τροφή με τη διαδικασία της πέψης: Δε ~ εύκολα τον μουσακά. Το φαγητό είναι ελαφρύ, σε λίγο θα έχεις χωνέψει. 2 (μτφ., μτβ.) συμπαθώ, υπομένω, υποφέρω: Δε ~ τους τεμπέληδες. 3 (μτφ., μτβ.) αποδέχομαι κτ ή το κατανοώ πλήρως: Χώνεψέ το καλά: θα κάνω αυτό που θέλω! 4 (αμτβ.) αλλάζει η σύστασή μου, απορροφώμαι: Χώνεψαν τα κάρβουνα, έγιναν στάχτη. χώνευση & χώνεψη η: πέψη. χωνευτικός -ή -ό.

χώνω -ομαι μππ. χωμένος & [λαϊκ.] χωσμένος: (μτβ.) 1 κάνω κτ ή κπ να μπει (βαθιά) μέσα σε κτ: Έχωσε το φλουρί στη ζύμη της βασιλόπιτας. = μπήγω. Το σκυλί έχωσε το κόκαλο δίπλα από τον θάμνο. = θάβω, κρύβω. Έχωσε τα λιγοστά υπάρχοντά της σε δυο κούτες και έφυγε. Δε θυμάμαι πού έχωσα πάλι την ταυτότητά μου! = καταχωνιάζω. Την έχωσαν με το ζόρι στο κελάρι και την κλείδωσαν εκεί. 2 παθ. μπαίνω συνήθως ολόκληρος μέσα σε κτ: Κρύωνε φοβερά και χώθηκε κάτω από τα παπλώματα. Χώθηκε στη θάλασσα μέχρι τον λαιμό. 3 παθ. (μτφ.) μπλέκομαι σε δυσάρεστη συνήθως κατάσταση: Μη χώνεσαι στα προσωπικά των άλλων!= επεμβαίνω, μπερδεύομαι. χώσιμο το. χωστός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χωθεί βαθιά μέσα σε κτ, συνήθως στο χώμα: ~ υποστηρίγματα για την τέντα. 2 (ειδικ. για παπούτσια) αυτός που καλύπτει όλο σχεδόν το πάνω μέρος του ποδιού. χωστά (επίρρ.).

χώρα η: 1 οριοθετημένη περιοχή της γης που αποτελεί αυτόνομο κράτος και έχει συγκεκριμένη πολιτική οργάνωση: Οι ~ που συμμετέχουν στους διεθνείς αγώνες έστειλαν τους εκπροσώπους τους. Την πονάμε τη ~ μας. = πατρίδα. 2 (συνεκδ.) το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας: Ολόκληρη η ~ συγκλονίστηκε από το φοβερό αεροπορικό δυστύχημα. 3 (κυρ. για νησιά) η πρωτεύουσα: Κατέβηκε στη ~ για να πάει στον γιατρό. 4 ΑΝΑΤ τμήμα του ανθρώπινου σώματος, στο οποίο βρίσκεται αντίστοιχο όργανο: κοιλιακή / στομαχική ~. λαμβάνω ~: πραγματοποιούμαι, συμβαίνω. χωρικός1 -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη χώρα στη σημ. 1, συνήθ. στην έκφρ. χωρικά ύδατα: η θαλάσσια ζώνη που ανήκει σε μία χώρα. glass σχ. χορικός.

χώρια (επίρρ.): [οικ.] 1 χωριστά μαζί: Τα τελευταία χρόνια ζουν ~. 2 εκτός από, χωρίς να υπολογίσουμε: ~ απ' όλα τα υπόλοιπα, είναι και απαιτητικός.

χωρίζω -ομαι: 1 α. (μτβ.) βάζω κτ ή κπ μακριά από κπ ή κτ άλλο: ~ τα ξερά από τα χλωρά ξύλα. = ξεχωρίζω, διαχωρίζω. β. (αμτβ.) βρίσκομαι σε απόσταση, διαχωρίζομαι από κτ: Τα μαλλιά μου χωρίζουν στη μέση. 2 (μτβ.) κόβω ένα σύνολο σε μέρη = διαιρώ, μοιράζω: ~ το κοτόπουλο σε μερίδες. H σχολική χρονιά χωρίζεται σε τρίμηνα. 3 (μτβ.) εμποδίζω την ένωση ή επαφή μεταξύ δύο πραγμάτων, ανθρώπων κτλ. ενώνω: Το βουνό ~ τις δυο πόλεις. Τα συμφέροντα και ο εγωισμός τούς χώριζαν πάντα. 4 (μτβ.) α. απομακρύνω κπ από κπ άλλο ενώνω: Στις εξετάσεις τούς χώρισαν, για να μην αντιγράψουν ο ένας από τον άλλον. Μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει. β. προσπαθώ να κρατήσω άτομα που μαλώνουν μακριά το ένα από το άλλο: Πήγε να τους χωρίσει κι έφαγε κι ο ίδιος ξύλο. 5 (μτβ. & αμτβ.) παύω να είμαι με κπ, για λίγο ή οριστικά, ως ζευγάρι, ως συνεργάτες, ως παρέα: Την παντρεύτηκε και μετά από λίγο τη χώρισε. Χώρισε με τον άντρα της λίγους μήνες μετά τον γάμο. Επιστρέφαμε μαζί, μέχρι που χωρίσαμε μπροστά στο σπίτι μου. χωρισμένος ο, η: πρόσωπο που έχει χωρίσει, που έχει πάρει διαζύγιο. χωρισμός ο: το να χωρίζει κπ από κπ: ~ των μαθητών σε ομάδες. Όταν αποφασίστηκε ο ~, ανέλαβαν οι δικηγόροι την έκδοση του διαζυγίου. χώρισμα το: 1 χωρισμός: ~ της περιουσίας. 2 (συνεκδ.) κατασκευή με την οποία χωρίζεται κτ (συνήθως ένας χώρος) σε μικρότερα μέρη: Μετακίνησα το ~ του ντουλαπιού πιο πάνω, ώστε να χωρέσουν και οι μεγάλοι φάκελοι. χωριστός -ή -ό: αυτός που υπάρχει, έχει δημιουργηθεί ή κατασκευαστεί για ορισμένη ομάδα ατόμων ή για ορισμένο σκοπό = ξεχωριστός κοινός: ~ τάξεις για αρχάριους και προχωρημένους μαθητές. ~ λογαριασμοί τραπεζών. χωριστά (επίρρ.): όχι μαζί: Πήγαν διακοπές ~ φέτος. = ξεχωριστά, χώρια.

χωριό το: οικισμός μικρότερος από πόλη ή κωμόπολη και (συνεκδ.) το σύνολο των κατοίκων του: παραθαλάσσιο ~. Όλο το ~ πήγε στον γάμο. χωριάτης ο, -ισσα & (στη σημ. 2) χωριάτα η: 1 πρόσωπο που γεννήθηκε και ζει στο χωριό = χωρικός, [λαϊκ.] χωριανός αστός. 2 (μτφ.) πρόσωπο που δεν ξέρει να φέρεται σωστά = άξεστος, αγενής. χωριατιά η: αγενής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια. χωριάτικος -η -ο. χωριάτικα (επίρρ.). χωρικός ο, χωρική η: κάτοικος χωριού. χωριανός ο, χωριανή η: πρόσωπο που κατάγεται από ή κατοικεί στο ίδιο χωριό με κπ = συγχωριανός. glass σχ. χορικός.

χωρίο το: [επίσ.] απόσπασμα γραπτού κειμένου.

χωρίς (πρόθ.): (+αιτ. / να) δηλώνει έλλειψη, απουσία προσώπου, πράγματος ή παράλειψη ενέργειας, κατάστασης κτλ. = δίχως με: ~ τον άντρα της νιώθει μοναξιά. ~ χρήματα, σπίτι δεν αγοράζεις. Έφυγε ~ να μιλήσει σε κανέναν.

χώρος ο: 1 έκταση που καλύπτει κπ ή κτ: Αγοράσαμε μικρό γραφείο, για να μην πιάνει πολύ ~ στο δωμάτιο. 2 τόπος για ορισμένο σκοπό: Η κουζίνα ανήκει στους βοηθητικούς ~. ~ αναμονής /στάθμευσης. σπίτι με έξι ~ = δωμάτιο. 3 έκταση όπου δεν υπάρχει τίποτε: Δε βρίσκω ~ να παρκάρω. 4 (μτφ.) επιστημονικός, επαγγελματικός ή πολιτικός κλάδος στον οποίο ανήκει κτ ή κπ: ο ~ της νομικής / της αριστεράς. 5 ΜΑΘ σύνολο σημείων ή στοιχείων που ικανοποιεί συγκεκριμένα γεωμετρικά αξιώματα: ο ~ των τεσσάρων διαστάσεων (στη μη ευκλείδεια γεωμετρία). χωρώ & -άω αόρ. χώρεσα: 1 (μτβ.) έχω τον χώρο που χρειάζεται για να βάλω κτ ή κπ μέσα μου: Το κιβώτιο αυτό ~ ακριβώς τριάντα κομμάτια. = παίρνω. Πήρε απότομα ύψος και τα περσινά του ρούχα δεν τον χωράνε. 2 (αμτβ.) μπορώ να μπω κάπου, υπάρχει αρκετός χώρος για να μπω: Φέρε κι άλλο καλάθι, δε χωράνε όλα τα σταφύλια σε αυτό! δε χωράει αμφιβολία /συζήτηση: κτ είναι σίγουρο, δε χρειάζεται συζήτηση: ~ ότι αυτός ήταν ο κλέφτης, αφού βρήκαν πάνω του τα κλοπιμαία. χωρικός2 -ή -ό: ~ καμπύλη. χωρητικότητα η: η δυνατότητα που έχει ένας κλειστός χώρος να χωρέσει συγκεκριμένη ποσότητα ύλης ή αριθμό ατόμων, καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα ή ο αριθμός: αίθουσα δεξιώσεων χωρητικότητας πεντακοσίων ατόμων. μπουκάλι χωρητικότητας ενός λίτρουglass  σχ. χορικός.