Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Τ
τάδε
τώρα

Τάδε (αντων. αόρ.) άκλ.: συνήθ. εν. αναφέρεται αόριστα σε κπ ή κτ: Μένει στην ~ διεύθυνση. Δεν μπορεί ο ~ ή ο δείνα να μας ενοχλεί! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

ταινία η: 1 α. στενή και μακριά λωρίδα από χαρτί, ύφασμα, πλαστικό κτλ.: Κάλυψε το καλώδιο με ~. β. κορδέλα με αποτυπωμένες τις υποδιαιρέσεις του μέτρου, που χρησιμοποιείται για μέτρηση = μέτρο. γ. ειδική λωρίδα καλυμμένη με υλικό ευαίσθητο στο φως, πάνω στην οποία αποτυπώνονται εικόνες κινηματογραφικής λήψης: Η εγγραφή έγινε σε ~ 8 χιλιοστών. 2 κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο με πλοκή = έργο, φιλμ: ασπρόμαυρη / έγχρωμη ~. ~ τρόμου. Η ~ προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους. γυρίζω ~: συμμετέχω στη διαδικασία παραγωγής κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, κυρίως ως σκηνοθέτης: Ο γνωστός σκηνοθέτης γυρίζει ~ με θέμα τη μετανάστευση. 3 ΙΑΤΡ παράσιτο στο πεπτικό σύστημα των θηλαστικών και στο έντερο του ανθρώπου.

ταίρι το: 1 καθένα από δύο όμοια αντικείμενα που αποτελούν ένα ζευγάρι: Bλέπω μόνο το ένα παπούτσι, δε βρίσκω το ~ του. 2 α. ζώο με το οποίο ζευγαρώνει άλλο ζώο του ίδιου είδους: Το θηλυκό θρηνούσε που έχασε το ~ του. β. [οικ.] πρόσωπο με το οποίο κπ είναι ζευγάρι = σύντροφος: Είναι το ~ της στον κινηματογράφο και στη ζωή. δεν έχω (το) ~ (μου): είμαι ο καλύτερος από όλους: ταιριάζω αόρ. ταίριαξα & -σα, μππ. ταιριασμένος: 1 (μτβ.) χρησιμοποιώ μαζί πράγματα, δημιουργώντας αρμονικό σύνολο = συνδυάζω: Ταίριαξα την τσάντα με παπούτσια στο ίδιο χρώμα. 2 (αμτβ.) δημιουργώ ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με κτ άλλο = συνδυάζομαι, πηγαίνω: Το κόκκινο δεν ~ με το μοβ. 3 (αμτβ.) έχω το κατάλληλο μέγεθος ή σχήμα, ώστε να εφαρμόζω σε κπ ή κτ = εφαρμόζω: Το καπάκι είναι μικρό, δεν ~ στο μπουκάλι. 4 (αμτβ.) είμαι κατάλληλος για κπ ή κτ ή είμαι σύμφωνος με τη φύση του: Δεν μας ~ αυτός ο τρόπος ζωής. 5 (αμτβ.) παρουσιάζω λογική σύνδεση ή σχέση: Οι δύο περιγραφές δεν ταιριάζουν, υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. = συμφωνώ. 6 (αμτβ.) έχω τις ίδιες ιδέες, συνήθειες, προτιμήσεις κτλ. με κπ: Ο Γιάννης με τον Κώστα ταιριάζουν σε όλα. 7 απρόσ. είναι κατάλληλο για πρόσωπο, περίσταση κτλ. = αρμόζει: Την υποδέχτηκαν με επισημότητα όπως ~ σε μεγάλες προσωπικότητες. ταίριασμα το. ταιριαστός -ή -ό. ταιριαστά (επίρρ.).

τακτική η: συγκεκριμένος τρόπος δράσης ή τεχνική με σκοπό την επίτευξη ορισμένου στόχου: Κατά την πάγια ~ του το υπουργείο διέψευσε κάθε είδηση. τακτικός1 -ή -ό: ~ ελιγμός.

τακτοποιώ & ταχτοποιώ -ούμαι: (μτβ.) 1 βάζω κτ στη σωστή θέση ή σε τάξη: ~ τα βιβλία με αλφαβητική σειρά: Του πήρε πολλή ώρα να τακτοποιήσει το δωμάτιο μετά το πάρτι. = συγυρίζω. 2 (μτφ.) δίνω λύση σε μια υπόθεση, κατάσταση = ρυθμίζω, κανονίζω: ~ ζήτημα / υπόθεση / εκκρεμότητα. 3 (μτφ.) ενεργώ κατά τρόπο ώστε να αποκτήσει κανείς εργασία ή οικονομική ασφάλεια = βολεύω: Ο βουλευτής τακτοποίησε τον γιο του σε ένα υπουργείο. τακτοποίηση & ταχτοποίηση η.

τακτός -ή -ό: αυτός που έχει προκαθοριστεί, συνήθως ως προς τον χρόνο = καθορισμένος έκτακτος: Η απογραφή του πληθυσμού γίνεται ανά ~ χρονικά διαστήματα.

ταλαιπωρώ -ούμαι: (μτβ.) προκαλώ σε κπ κούραση ή σωματικό ή ψυχικό πόνο: Ταλαιπωρήθηκε περιμένοντας τόση ώρα στην ουρά. ταλαιπωρία η. ταλαίπωρος -η -ο. ταλαίπωρα (επίρρ.).

ταμείο το: 1 χώρος ή γραφείο όπου γίνονται πληρωμές και εισπράξεις: Περάστε στο ~ να πληρώσετε! 2 ειδικό κουτί ή συρτάρι για τις εισπράξεις: Έσπασε το ~ και πήρε όλα τα χρήματα. 3 χρήματα που συνήθως προέρχονται από εισπράξεις: Kρατάει το ~ της τάξης. ασφαλιστικό ~: δημόσιος οργανισμός, αρμόδιος για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. ταμειακός -ή -ό. ταμειακά & -ώς (επίρρ.). ταμίας ο, η.  glass σχ. τέμνω.

ταμπού το άκλ.: κτ που αποφεύγουμε να αναφέρουμε ή να κάνουμε, γιατί θεωρείται απαγορευμένο για λόγους κοινωνικής ηθικής: Οι ψυχασθένειες αποτελούν θέμα ~ σε πολλές κοινωνίες.

τάξη1 η: 1 οργάνωση και τακτοποίηση αντικειμένων σε έναν χώρο αταξία, ακαταστασία: Τα βιβλία ήταν βαλμένα με ~ πάνω σε ράφια. Όλα είναι άνω κάτω - βάλε λίγη ~ εδώ μέσα!2 κατάσταση ομαλότητας και ηρεμίας όπου επικρατεί πειθαρχία: Πώς να επαναφέρεις στην ~ τους ακροατές που φωνάζουν; αταξία. 3 η γενικότερη πολιτικο-οικονομική και κοινωνική κατάσταση: η νέα ~ πραγμάτων. τακτικός2 & ταχτικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που έχει τάξη σε ό,τι κάνει ακατάσταστος: Είναι πολύ ~, μαζεύει τα παιχνίδια του. 2 αυτός που γίνεται σε ορισμένο χρόνο και με συγκεκριμένο πρόγραμμα: Η περιοχή έχει ~ συγκοινωνία. 3 αυτός που κάνει κτ συστηματικά: ~ πελάτης. 4 (για πρόσ.) αυτός που έχει σταθερή θέση = μόνιμος έκτακτος, προσωρινός: ~ μέλος του συμβουλίου. 5 ΓΛΩΣΣ τακτικό αριθμητικό: αριθμητικό που δηλώνει τη θέση που έχει κπ ή κτ σε μια σειρά. glass Παράρτημα-Πίνακα Aριθμητικών. τακτικά &ταχτικά (επίρρ.). glass σχ. τάξη3.

τάξη2 η: 1 σύνολο ανθρώπων με την ίδια κοινωνική, οικονομική και μορφωτική θέση: αστική / εργατική / μεσαία ~. πάλη των τάξεων. 2 ΒΙΟΛ κατηγορία ταξινόμησης ζώων ή φυτών, η οποία αποτελείται από το σύνολο των οικογενειών που είναι συγγενείς μεταξύ τους: Ο σκύλος και η γάτα ανήκουν στην ~ των σαρκοφάγων. 3 πληθ. ομάδα ατόμων με ορισμένη οργάνωση και ιεραρχία: οι τάξεις του στρατού / των αγγέλων. 4 τοποθέτηση στοιχείων σε ορισμένη σειρά με βάση την αξία, την ποιότητα κτλ. πρώτος τη τάξει: ο σημαντικότερος στην ιεραρχία. πρώτης τάξεως: πολύ καλός, εκλεκτός: Μία εκδρομή είναι ~ ευκαιρία για απόδραση. της τάξης / τάξεως (+ γεν.): ύψος ποσού: Δόθηκε αύξηση ~ του 5%. ταξικός -ή -ό. ταξικά (επίρρ.). glass σχ. τάξη3.

τάξη3 η: 1 κύκλος μαθημάτων που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό έτος: Πηγαίνει στην πρώτη ~. 2 αίθουσα σχολείου όπου γίνονται μαθήματα.

Από το ΑΕ τάξις (από το ρ. τάσσω) παράγεται η λ. τάξη, ενώ, ειδικότερα, τα ουσ. τάξη2 και τάξη3 είναι σημδ. από τα γαλλ. ordre και classe, αντίστοιχα.

ταξίδι το: α. μετακίνηση με μεταφορικό μέσο από έναν τόπο σε άλλον: Το ~ με πλοίο με κουράζει. β. μετακίνηση και διαμονή σε άλλον τόπο για περιορισμένο χρονικό διάστημα: Πήγαμε επταήμερο ~ στην Τοσκάνη. γραφείο ταξιδίων: επιχείρηση που οργανώνει ταξίδια. ταξιδεύω μππ. ταξιδεμένος: 1 (αμτβ.) κάνω ταξίδι: Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. 2 (μτφ., αμτβ.) μεταφέρομαι νοερά σε άλλον κόσμο ή άλλη πραγματικότητα: Δεν προσέχεις στο μάθημα, πού ~; 3 (μτβ.) μεταφέρω κπ σε άλλον τόπο: Το καράβι μάς ~ μακριά. 4 (μτφ., μτβ.) κάνω κπ να μεταφερθεί νοερά σε άλλον κόσμο ή άλλη πραγματικότητα: Τα γραπτά του μας ~ στην παιδική μας ηλικία. ταξιδιώτης ο, -ισσα η. ταξιδιωτικός -ή -ό. ταξιδευτής ο, -εύτρια η.

ταξινομώ -ούμαι: (μτβ.) οργανώνω πράγματα ή έννοιες σε κατηγορίες με βάση τα χαρακτηριστικά τους = κατηγοριοποιώ: ~ τις λέξεις ανάλογα με τη γραμματική τους κατηγορία. ταξινόμηση η. ταξινομικός -ή -ό. ταξινομικά (επίρρ.).

ταπεινός -ή -ό: 1 αυτός που δε θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο και συμπεριφέρεται με σεμνότητα αλαζόνας: Δεν περηφανεύεται, είναι ~ και προσγειωμένος. 2 α. αυτός που ανήκει σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα: Ένας ~ εργάτης θα μιλούσε ποτέ έτσι; β. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πολυτέλειας = φτωχός: Ζούσε σε ένα ~ σπιτάκι στο χωριό. 3 αυτός που δεν έχει σπουδαία αξία ή σημασία: Κατά την ~ μου γνώμη δεν είναι σωστή αυτή η απόφαση. 4 αυτός που χαρακτηρίζεται από μικρότητα ή έλλειψη αξιοπρέπειας = ευτελής, τιποτένιος: ~ κίνητρα. ταπεινά (επίρρ.). ταπεινότητα η. ταπεινώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να νιώσει ασήμαντος, τιποτένιος, άχρηστος = εξευτελίζω. ταπείνωση η. ταπεινωτικός -ή -ό = εξευτελιστικός. ταπεινωτικά (επίρρ.).

ταρακουνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 κουνάω κπ ή κτ δυνατά = τραντάζω: Ταρακουνηθήκαμε πολύ στον σεισμό. 2 (μτφ.) προκαλώ έντονο συναίσθημα, κυρίως ανησυχία, ταραχή = συγκλονίζω, ταράζω: Η αποκάλυψη του σκανδάλου ταρακούνησε την τοπική κοινωνία. ταρακούνημα το.

ταράζω -ομαι μππ. ταραγμένος: (μτβ.) 1 προκαλώ σε κπ έντονη ανησυχία, αγωνία: Με τάραξαν πολύ αυτά που είπες. Ταράχτηκε όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της. Ήταν ταραγμένος όταν τον είδα, έτρεμε ολόκληρος. 2 προκαλώ αναστάτωση, κάνω κτ να πάψει να λειτουργεί ή να εξελίσσεται ομαλά: Η αποκάλυψη του σκανδάλου τάραξε την ηρεμία της μικρής μας κοινωνίας. 3 [οικ.] α. κάνω κτ σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα να ταλαιπωρήσω κπ: Μας τάραξε στη φλυαρία. β. καταναλώνω τροφή ή ποτό σε μεγάλες ποσότητες: Σταμάτα πια, την τάραξες την τούρτα! ταραχή η: 1 αίσθημα έντονης αναστάτωσης, αγωνίας ηρεμία. 2 α. κατάσταση όπου επικρατεί αναστάτωση, έλλειψη τάξης και ηρεμίας: Η σεισμική δόνηση προκάλεσε ~ στον κόσμο που ήταν στην αίθουσα. β. πληθ. ενέργειες που προκαλούν αναστάτωση στη δημόσια τάξη: Τη διαδήλωση ακολούθησαν ταραχές στο κέντρο της πόλης. ταραχώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

ταύρος ο: 1 βόδι που δεν ευνουχίστηκε και χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή. 2 Ταύρος ο: α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. β. ΑΣΤΡΟΛ το δεύτερο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.

ταυτίζω -ομαι: 1 (μτβ.) θεωρώ κπ ή κτ ίδιο ή όμοιο με κπ ή κτ άλλο: Mην κάνεις το λάθος να ταυτίζεις το χρήμα με την ευτυχία! 2 παθ. (αμτβ.) α. φαίνομαι όμοιος, συμφωνώ απόλυτα με κπ ή κτ: Οι απόψεις μας ταυτίζονται. β. νιώθω ότι είμαι το ίδιο πρόσωπο με κπ που συνήθως μιμούμαι: Ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον ήρωα που υποδύεται. ταύτιση η.

ταυτότητα η: 1 α. στοιχεία που χαρακτηρίζουν κπ και τον διαφοροποιούν από άλλους, όπως όνομα, εθνικότητα κτλ.: Η αστυνομία προσπαθεί να ανακαλύψει την ~ των ληστών. β. ιδιαίτερα ψυχικά και πνευματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ατόμου ή ομάδας: εθνική / πολιτιστική / συλλογική ~. 2 απόλυτη ομοιότητα = σύμπτωση: Διαπιστώθηκε ~ απόψεων. 3 επίσημο έγγραφο με τα στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου, χρήσιμο για την αναγνώρισή του: αστυνομική / φοιτητική ~. 4 α. ΜΑΘ ισότητα μεταξύ αλγεβρικών παραστάσεων που αληθεύει για οποιαδήποτε τιμή των μεταβλητών της. β. ΛΟΓ αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια είναι ίδια με τον εαυτό της.

ταυτόχρονος -η -ο: αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κτ άλλο. ταυτόχρονα &-όνως (επίρρ.).

τάφος ο: 1 άνοιγμα στο έδαφος ή κτιστός χώρος όπου τοποθετούνται οι νεκροί. 2 (μτφ.) σημείο όπου χάνει κπ τη ζωή του: Το πλοίο έγινε υγρός ~ για τους επιβάτες που πνίγηκαν. 3 (μτφ.) θάνατος: Μη με στενοχωρείς, θέλεις να με στείλεις στον ~; με το ένα πόδι στον ~: ετοιμοθάνατος. 4 (μτφ., για πρόσ.) χαρακτηρισμός για κπ που δεν αποκαλύπτει μυστικά: Δε λέει κουβέντα, είναι ~! ταφή η: το να θάβεται κπ ή κτ (σημ. 1). ταφικός -ή -ό.

τάφρος η: ΙΣΤ βαθύ χαντάκι γύρω από κάστρο.

τάχα & [λαϊκ.] τάχατε(ς) (επίρρ.): 1 για κτ που προσποιείται κανείς, που φαίνεται, αλλά δεν είναι αληθινό = δήθεν: Έκανε ~ την άρρωστη για να μην πάει σχολείο. 2 (σε ερωτ. προτ.) εκφράζει απορία = άραγε: ~ ποιος να το είπε αυτό;

ταχυδρομείο το: 1 δημόσια υπηρεσία υπεύθυνη για τη μεταφορά και διανομή κυρίως επιστολών και δεμάτων: Θα πάω στο ~ να πάρω γραμματόσημα. ηλεκτρονικό ~: σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων μέσω υπολογιστή. 2 (συνεκδ.) ό,τι αποστέλλεται μέσω ταχυδρομείου: Το ~ ήρθε νωρίς σήμερα. ταχυδρομώ -ούμαι: (μτβ.) στέλνω κτ μέσω ταχυδρομείου: Θα σου ταχυδρομήσω την πρόσκληση. ταχυδρομικός -ή -ό: ~ κατάστημα / υπάλληλος / διεύθυνση. ταχυδρομικά &-ώς (επίρρ.). ταχυδρόμος ο, η: υπάλληλος ταχυδρομείου υπεύθυνος για τη διανομή.

Η κυριολεκτική σημ. της λ. ταχυδρομώ ήταν «τρέχω γρήγορα».

ταχύρρυθμος -η -ο: αυτός που συμβαίνει ή γίνεται με γρήγορο ρυθμό: ~ εκπαίδευση / ανάπτυξη. ταχύρρυθμα (επίρρ.).

ταχύς -εία -ύ αρσ. ταχέος, ταχύ, ταχείς, ταχέων, ταχείς /θηλ. ταχείας, ταχείες, ταχειών / ουδ. ταχέος, ταχέα, ταχέων, συγκρ. ταχύτερος -η -ο, υπερθ. ταχύτατος & τάχιστος -η -ο: αυτός που κάνει κτ ή που συμβαίνει σε λίγο χρόνο ή λιγότερο από άλλους = γρήγορος αργός, βραδύς: Προχωρούσε με βήμα ~, σχεδόν έτρεχε. δρόμος / λωρίδα ~ κυκλοφορίας: δρόμος ή τμήμα δρόμου όπου επιτρέπεται στα αυτοκίνητα να κινούνται με μεγαλύτερες ταχύτητες. ταχέως (επίρρ.). ταχεία η: τρένο που κάνει λίγες στάσεις και φτάνει στον προορισμό του πιο σύντομα. ταχύτητα η.

τείνω μόνο ενστ. & πρτ: [επίσ.] (μτβ.) 1 απλώνω, τεντώνω κτ προς το μέρος άλλου: Mου έτεινε το χέρι φιλικά, για να με χαιρετήσει. 2 κλίνω προς μία κατάσταση ή άποψη, προσανατολίζομαι: ~ να πιστέψω ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. τάση η.

Από το ρ. τείνω σχηματίζονται σύνθετα όπως: ανατείνω (ανάταση), εκτείνω (έκταση, εκτενής), εντείνω (ένταση, έντονος) παρατείνω (παράταση), προτείνω (πρόταση), υπέρταση.

τείχος το τείχους, τείχη, τειχών: 1 ΙΣΤ ψηλό κτίσμα γύρω από πόλεις ή οικισμούς, που χρησίμευε για προστασία από τις επιθέσεις των εχθρών. 2 (μτφ.) οτιδήποτε εμποδίζει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων: Ένα ~ σιωπής υψώθηκε ανάμεσά μας. τειχίζω -ομαι: (μτβ.) χτίζω τείχος: Οι αρχαίοι λαοί τείχιζαν τις πόλεις τους για προστασία από τους εχθρούς. τείχιση η.

τεκμήριο το: στοιχείο που χρησιμοποιείται ως απόδειξη ότι κτ είναι αληθινό ή ισχύει = ντοκουμέντο: Το ανάκτορο της Κνωσσού αποτελεί αδιάψευστο ~ του πολιτισμού που άκμασε εκεί. κατά ~: σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα: Ο κατηγορούμενος ~ είναι αθώος, μέχρι να διαπιστωθεί η ενοχή του. τεκμηριώνω -ομαι: (μτβ.) αποδεικνύω κτ με τεκμήρια: Στη μελέτη του τεκμηρίωσε επιστημονικά τον ρόλο της διατροφής στην υγεία μας. τεκμηριωμένα (επίρρ.). τεκμηρίωση η.

τέκνο το: [επίσ.] 1 γιος ή κόρη = παιδί: Οι γονείς δικαιούνται 50 ευρώ επιπλέον για κάθε ~ κάτω των 18 ετών. 2 πρόσωπο που γεννήθηκε σε συγκεκριμένη περιοχή: Ο Βενιζέλος είναι άξιο ~ της Κρήτης. πνευματικό ~: α. κπ που καθοδηγείται πνευματικά από ιερέα, δάσκαλο κτλ.: Μετά τον θάνατο του γέροντα, ανέλαβε τη μονή ένα ~ του. β. (μτφ.) πνευματικό δημιούργημα: Το μυθιστόρημα είναι ~ της συνεργασίας των δύο συγγραφέων. τεκνοποιώ: [επίσ.] (αμτβ.) αποκτώ παιδί: Τα ζευγάρια σήμερα ~ σε μεγαλύτερες ηλικίες από ό,τι παλιά. τεκνοποίηση η.

τέλειος -α -ο: αυτός που είναι από κάθε άποψη σωστός, χωρίς λάθη ή μειονεκτήματα = άψογος: Κανένας άνθρωπος δεν είναι ~, όλοι έχουμε τα ελαττώματά μας. τέλεια (επίρρ.): πολύ ωραία, με τέλειο τρόπο. τελείως (επίρρ.) = εντελώς, παντελώς, ολότελα καθόλου. τέλειο το: η ιδιότητα του τέλειου. τελειότητα η.

Τα επιρρ. τέλεια & τελείως έχουν διαφορετική σημ. και σύνταξη: το τελείως συνοδεύει επίθετο ή επίρρημα (έγινε τελείως καλά), ενώ το τέλεια ρήμα (περάσαμε τέλεια!).

τελειώνω αόρ. τελείωσα & τέλειωσα, μππ. τελειωμένος: 1 (μτβ.) α. ολοκληρώνω και σταματώ κτ: Tέλειωσα το διάβασμα και πάω να παίξω. β. καταναλώνω κτ μέχρι το τέλος, το εξαντλώ = ξοδεύω: Τελείωσες όλο το νερό πώς θα λουστώ τώρα; 2 (αμτβ.) α. φτάνω στο τέλος, ολοκληρώνομαι = λήγω αρχίζω, ξεκινώ: Η ομιλία θα αρχίσει στις 8 και θα τελειώσει στις 9. β. παύω να υπάρχω = εξαντλούμαι: Ο καφές τελείωσε, πρέπει να αγοράσουμε άλλον. τελείωμα & (σημ. 1) τέλειωμα το: 1 ολοκλήρωση πράξης ή ενέργειας. 2 άκρη πράγματος: το ~ του μανικιού. τελειωμός ο. τελειωτικός -ή -ό. τελειωτικά (επίρρ.).

τελευταίος -α -ο: 1 αυτός που σε σειρά ακολουθεί όλους τους άλλους πρώτος: Kάθεται στο ~ θρανίο. 2 αυτός που μόλις προηγήθηκε, ο πιο πρόσφατος: Τις ~ μέρες κουράζομαι πολύ. 3 αυτός που είναι ο χειρότερος σε αξιολόγηση, διαγωνισμό κτλ. πρώτος: Στις εξετάσεις ήρθε ~! τελευταία & -ως (επίρρ.): στο χρονικό διάστημα που προηγείται της παρούσας στιγμής: Δε σε βλέπουμε ~!τελευταία τα: λίγο πριν από τον θάνατο: Είναι στα ~ του.

τέλος το τέλους, τέλη, τελών: αρχή 1 χρονικό σημείο κατά το οποίο ολοκληρώνεται ή σταματά μια ενέργεια, κατάσταση, περίοδος, έργο κτλ.: το ~ του αγώνα = πέρας. στα ~ του 19ου αι. 2 εν. το σημείο όπου τελειώνει ή σταματά κτ = τέρμα: Στο ~ του δρόμου στρίβεις αριστερά. 3 εν. θάνατος: Βρήκε τραγικό / κακό ~. 4 φόρος: ~ κυκλοφορίας. δημοτικά ~. 5 (ως επίρρ.) τελικά, καταλήγοντας: ~, θέλω να ευχαριστήσω και τους γονείς μου. ~ πάντων: δηλώνει αγανάκτηση, ανακούφιση ή υποχώρηση: Θα πεις καμιά κουβέντα, ~; ~, κάνε ό,τι θέλεις! τελικός -ή -ό. τελικός ο & τελικά τα: ΑΘΛ ο τελευταίος αγώνας που διεξάγεται στα πλαίσια μίας διοργάνωσης, το αποτέλεσμα του οποίου αναδεικνύει τον νικητή. τελικά & -ώς (επίρρ.).

τελώ -ούμαι αόρ. τέλεσα, παθ. αόρ. τελέστηκα& [επίσ.] -σθηκα: [επίσ.] 1 (μτβ.) κάνω κτ συνήθως με επισημότητα ή ακολουθώντας κπ τυπικό: ~ τη Θεία Λειτουργία. 2 (αμτβ.) βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: ~ υπό απαγόρευση / κατάληψη / την εποπτεία. τέλεση η. τελετή η: επίσημη εκδήλωση που συνήθως γίνεται με ορισμένο τυπικό: ~ γάμου / ορκωμοσίας.

τελωνείο το: δημόσια υπηρεσία υπεύθυνη για την είσπραξη των δασμών (ειδικών φόρων) για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα σε μια χώρα αγαθά, το κτίριο όπου στεγάζεται, καθώς και οι υπάλληλοι που εργάζονται στην υπηρεσία αυτή. τελωνειακός -ή -ό. τελωνειακός ο, η: υπάλληλος του τελωνείου.

τεμάχιο το: [επίσ.] 1 αντικείμενο που αποτελεί μέρος ενός συνόλου = κομμάτι: Πόσα ~ περιλαμβάνονται στο πακέτο; 2 καθένα από τα κομμάτια στα οποία έχει χωριστεί κτ: Στον Ιερό Ναό φυλάσσεται ~ από το ιερό λείψανο του Αγίου. τεμαχίζω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) χωρίζω σε τεμάχια: Τεμάχισε το κρέας σε μικρές μερίδες. τεμαχισμός ο. glass σχ. τέμνω.

τέμνω -ομαι αόρ. έτμησα, μππ. τετμημένος: [επίσ.] (μτβ.) 1 κόβω, χωρίζω κτ σε κομμάτια: Ένας δρόμος ~ την περιοχή στα δύο. 2 ΜΑΘ (για γραμμές, επιφάνειες κτλ.) συναντώ: H μία ευθεία ~ την άλλη κάθετα. 3 παθ. (μτφ.) έχω κοινά σημεία με κπ ή κτ = συμπίπτω: Οι αρμοδιότητές μου δεν τέμνονται πουθενά με εκείνες του προπονητή. τμήση η: [επίσ.] το να τέμνει κπ ή κτ κτ άλλο. τομή η: 1 [επίσ.] α. κόψιμο επιφάνειας σε κπ σημείο: Με μία οριζόντια ~ γίνεται ο διαχωρισμός των ιστών. β. το σημείο στο οποίο έχει κοπεί κτ, και ιδίως το σημάδι που μένει στο σώμα ύστερα από χειρουργική επέμβαση: καισαρική ~. 2 α. ΜΑΘ ~ συνόλων: σύνολο που αποτελείται από τα κοινά στοιχεία δύο ή περισσότερων συνόλων. β. ΓΕΩΜ το σημείο στο οποίο τέμνονται δύο γραμμές ή επιφάνειες. 3 (μτφ.) ριζική αλλαγή ή ανανέωση σε έναν τομέα της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: Η εισαγωγή του φυσικού αερίου αποτελεί σημαντική ~ στην αγορά της ενέργειας.

Από το AE ρ. τέμνω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα ταμίας, τεμαχίζω, τεμάχιο, τμήμα, τομέας, τόμος κτλ.

τεντώνω -ομαι: 1 (μτβ.) τραβάω κτ και από τις δύο άκρες, ώστε να αποκτήσει το μέγιστο μήκος ή το κανονικό σχήμα του: ~ το σχοινί / σεντόνι. 2 παθ. (αμτβ.) α. απλώνω το σώμα μου: Μόλις ξυπνούσε, τεντωνόταν. β. τραβώ το σώμα προς τα έξω ή προς τα πάνω, συνήθως στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών, ώστε να φτάσω κτ που βρίσκεται πιο μακριά ή ψηλά: Tεντωνόταν για να φτάσει το πάνω ράφι. τέντωμα το.

τέρας το: 1 φανταστικό ον με τρομακτική όψη: Ο Μινώταυρος ήταν μυθικό ~ με σώμα ανθρώπου και κεφαλή ταύρου. σημεία και τέρατα: καταστάσεις ή γεγονότα εξαιρετικά ασυνήθιστα, συνήθως με αρνητική έννοια: Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου συνέβησαν ~. 2 α. άνθρωπος ή ζώο που γεννιέται με κπ ανωμαλία στη σωματική διάπλαση: Στη Ρουμανία γεννήθηκε κοτόπουλο ~ με τέσσερα πόδια. β. (μτφ.) πρόσωπο ή αντικείμενο με άσχημη όψη και συχνά τεράστιες διαστάσεις: Χτίστηκε μια πολυκατοικία-~! 3 (μτφ.) χαρακτηρισμός για α. άνθρωπο βίαιο και επικίνδυνο: Χτυπούσε τη γυναίκα του, το ~! β. παιδί που κάνει αταξίες συνέχεια: Έσπασε το βάζο, το ~! 4 άνθρωπος που έχει κπ ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό: Είναι ~ γνώσεων. ιερό ~: γνωστή και σεβαστή προσωπικότητα, κυρίως καλλιτεχνική: η Μαρία Κάλλας, το ~ της όπερας. τερατώδης -ης -ες: 1 αυτός που μοιάζει με τέρας στην όψη: Η ~ μορφή του μυθικού Πανός τρόμαζε ακόμα και τη μητέρα του. 2 αυτός που είναι υπερβολικά μεγάλος σε μέγεθος ή ένταση = τεράστιος: Το πρόβλημα πήρε τερατώδεις διαστάσεις. 3 (μτφ.) αυτός που ξεφεύγει τελείως από τα όρια του συνηθισμένου ή του ηθικά αποδεκτού: Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα αποτελεί ~ έγκλημαglass σχ. αγενής.

τεράστιος -α -ο: αυτός που είναι πάρα πολύ μεγάλος σε διαστάσεις, σημασία, ένταση κτλ.: Το ~ κτίριο ξεχώριζε από πολύ μακριά. Η απεργία προκάλεσε ~ προβλήματα στην οικονομία.

τέρμα το: 1 σημείο όπου σταματάει ή τελειώνει κτ: = τέλος: Θα κατεβούμε στο ~ του λεωφορείου. αφετηρία 2 χρονικό σημείο κατά το οποίο σταματάει κπ να κάνει κτ ή παύει μία ενέργεια αρχή: Έφτασε στο ~ της ζωής του. 3 ΑΘΛ α. σημείο στο οποίο πρέπει να φτάσει κπ σε αγώνες δρόμου ή ταχύτητας. β. το δίχτυ και τα δοκάρια που τοποθετούνται σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του αγωνιστικού χώρου ενός γηπέδου, συνήθως ποδοσφαίρου = εστία. γ. επιτυχία που σημειώνει μια ομάδα ποδοσφαίρου κτλ., όταν ένας παίχτης κατορθώσει να ρίξει την μπάλα στο δίχτυ της αντίπαλης ομάδας = γκολ: Ο Ολυμπιακός νίκησε με 2 τέρματα. 4 (ως επίρρ.) στη μεγαλύτερη δυνατή ένταση = στο φουλ: Βάλε ~ τη μουσική! τερματίζω -ομαι (μτβ. & αμτβ.). τερματισμός ο. τερματικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στο τέρμα: ~ σταθμός.

τέτοιος -α -ο (αντων. δεικτ.): δηλώνει 1 το μέγεθος, τον βαθμό, την αξία κτλ. που έχει κπ ή κτ: ~ μεγάλος σεισμός δεν έχει ξαναγίνει. Μιλάει σε ~ βαθμό, που σε ζαλίζει. 2 (με θετική ή αρνητική σημ.) την ποιότητα προσώπου ή πράγματος: Δε βρίσκεις ~ ψάρια πουθενά! ~ που είναι, καλά να πάθει! 3 κτ που είναι όμοιο με κτ άλλο = ίδιος: Έχω κι εγώ ένα ~ παντελόνιglass  αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

τετράγωνος -η-ο: 1 αυτός που έχει τέσσερις ορθές γωνίες: ~ επιφάνεια. 2 αυτός που μοιάζει με τετράγωνο ή που δεν είναι καμπύλος ή στρογγυλός: ~ πιγούνι. ~ λογική: (μτφ.) απόλυτη λογική, σε υπέρμετρο βαθμό. τετράγωνο το: 1 ΓΕΩΜ σχήμα με τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες. 2 ΜΑΘ το γινόμενο ενός αριθμού που προκύπτει όταν τον πολλαπλασιάσουμε με τον εαυτό του: Το ~ του τρία είναι το 9. 3 τμήμα πόλης που περικλείεται από τέσσερις δρόμους: Μένει ένα ~ πιο κάτω. τετραγωνικός -ή -ό.

τετραπέρατος -η -ο: αυτός που είναι πολύ έξυπνος.

Από το ελνστ. τετραπέρατος «αυτός που έχει τέσσερα πέρατα», (δηλ. ο κόσμος), αρχικά χαρακτηρισμός για τον κοσμογυρισμένο.

τεύχος το: καθένα από τα έντυπα που εκδίδονται τακτικά και για ορισμένο χρονικό διάστημα ως μέρος μιας συγκεκριμένης σειράς εντύπων: το ~ του Νοεμβρίου.

τέχνασμα το: αποτελεσματικός και συνήθως πονηρός τρόπος για να πετύχει κπ κτ = κόλπο: Η Ρέα ξεγέλασε με ~ τον Κρόνο.

τέχνη η: 1 η καλλιτεχνική δημιουργία ως τρόπος έκφρασης, αλλά και το σύνολο των καλλιτεχνικών έργων (λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική κτλ.): Καλές Τέχνες. Αγαπώ πολύ την ~. 2 οι ειδικές γνώσεις που έχει κπ σχετικά με κπ χειρωνακτική εργασία: Έμαθε από μικρός την ~ του επιπλοποιού / ξυλουργού. 3 η ιδιαίτερη ικανότητα που έχει κπ για κτ: η ~ του να πείθεις. τεχνίτης ο, -ίτρια & [λαϊκ., στη σημ. 2] -ίτρα η: 1 πρόσωπο που ξέρει μια τέχνη (σημ. 2) = μάστορας: Θα φωνάξω έναν ~ να δει τον θερμοσίφωνα. 2 πρόσωπο πολύ επιδέξιο σε κτ: τεχνίτρα στον αργαλειό.

τεχνητός -ή -ό: 1 αυτός που έχει δημιουργηθεί ή έχει προέλθει ύστερα από κπ επεξεργασία φυσικός: ~ λίμνη / φωτισμός. 2 (μτφ., με αφηρ. ουσ.) αυτός που στερείται φυσικότητας ή που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα = ψεύτικος αληθινός: Kερδοσκοπούν με ~ ελλείψεις φαρμάκων. τεχνητά (επίρρ.).

τεχνική η: 1 μέθοδος με την οποία κανείς χρησιμοποιεί τα μέσα που διαθέτει, καθώς και τα ίδια τα μέσα: νέες τεχνικές για την παραγωγή τροφίμων. η ~ της λιθογραφικής εκτύπωσης. 2 ειδικές γνώσεις, δεξιοτεχνία: Είναι καλός παίχτης, αλλά πρέπει να βελτιώσει κι άλλο την ~ του. τεχνικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στην τεχνική: ~ υποστήριξη / έλεγχος οχημάτων. 2 αυτός που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή συγκεκριμένης τεχνικής: ~ επεξεργασία / βοήθεια / σχεδιασμός. 3 αυτός που σχετίζεται με τη διδασκαλία των τεχνικών πλευρών και εφαρμογών μιας επιστήμης, ενός επαγγέλματος ή μιας τέχνης: ~ Επαγγελματικό Ίδρυμα / Λύκειο. τεχνικός ο, η: πρόσωπο που έχει ειδικευτεί σε μια τέχνη ή στις τεχνικές επιστήμες: Έκλεισα ραντεβού μ' έναν ~ της Δ.Ε.Η.

τεχνολογία η: 1 το σύνολο των επιτευγμάτων του ανθρώπου στον τεχνικό τομέα: Ζούμε στην εποχή της υψηλής ~. 2 ο συνδυασμός τεχνικών γνώσεων και η πρακτική εφαρμογή τους, ο τρόπος που λειτουργεί κτ: ~ επικοινωνιών. τεχνολογικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από την τεχνολογία: ~ ανάπτυξη / ενημέρωση. τεχνολογικά (επίρρ.).

Από το γαλλ. technologie, από τα techno- «τεχνο» + -logie «-λογία» (τέχνη + λόγος).

τέως (επίθ.) άκλ.: [επίσ.] (συνήθ. για αξίωμα ή ιδιότητα) αυτός που υπήρχε μέχρι πρόσφατα νυν: Ο ~ υπουργός μάς επισκέφθηκε προχθές.

Η σημ. της λ. τέως διαφέρει από τη σημ. της λ. πρώην: το τέως δηλώνει τον αμέσως προηγούμενο από τον τωρινό, ενώ το πρώην αναφέρεται γενικά σε κπ προηγούμενο.

τζαμί το: χώρος λατρείας και προσευχής της μωαμεθανικής θρησκείας = τέμενος: Το ~ του Ασλάμ Πασά έκλεισε το 1922. glass σχ. τζάμι.

τζάμι το: υλικό (γυαλί) με το οποίο καλύπτουμε διάφορες επιφάνειες (παράθυρα, πόρτες, αντικείμενα), για να απομονώνεται ο χώρος από το εξωτερικό περιβάλλον, να επιτρέπεται στο φως να εισχωρεί ή και για διακοσμητικούς λόγους: Το κτίριο ήταν ολόκληρο καλυμμένο με ~. Καθάρισα το μπροστινό ~ του αυτοκινήτου, γιατί δεν έβλεπα τίποτα! τζαμαρία η: επιφάνεια ή κατασκευή καλυμμένη αποκλειστικά με τζάμι. τζαμωτός -ή -ό: αυτός που έχει τζάμι: ~ πόρτα.

Η λ. τζάμι προέρχεται από το τουρκ. cam «γυαλί», ενώ η λ. τζαμί από το τουρκ. cami «τζαμί».

τηγάνι το: στρογγυλό, ρηχό, μεταλλικό σκεύος με μακριά λαβή: Ζεσταίνουμε το λάδι στο ~ και ρίχνουμε τ' αυγά. τηγανίζω -ομαι: (μτβ.) μαγειρεύω (κτ) σε καυτό λάδι, βούτυρο ή λίπος: ~ ψάρια. τηγάνισμα το. τηγανητός -ή -ό: αυτός που έχει τηγανιστεί: Θέλεις ~ ή βραστό αυγό; τηγανιά η: 1 ποσότητα φαγητού που χωράει σε ένα τηγάνι: Θες μια ~ πατάτες; 2 φαγητό με κομμάτια χοιρινού που μαγειρεύεται στο τηγάνι.

τηλε- & τηλέ- & (πριν από ε) τηλ-: πρόθημα που: 1 προσδίδει στο β΄συνθ. την έννοια της απόστασης: τηλεπικοινωνία. 2 δηλώνει ότι το β΄συνθ. έχει σχέση με την τηλεόραση: τηλεπαρουσιαστής.


Σύνθετα με τηλε-
από απόστασησχετικός με την τηλεόραση
τηλεδιάσκεψη
τηλεδιδασκαλία
τηλεϊατρική
τηλεκατευθυνόμενο
τηλεκπαίδευση & τηλε-εκπαίδευση
τηλεπάθεια
τηλεργασία& τηλε-εργασία
τηλεσυνδιάσκεψη
τηλεχειριστήριο
τηλεψηφοφορία
ολοήμερος
ολομέτωπος
ολονύκτιος
ολοσέλιδος
ολόσωμος

τηλεγράφημα το: 1 σύντομο κείμενο που μεταφέρεται με τη βοήθεια των τηλεπικοινωνιών: συλληπητήριο ~. 2 (μτφ.) κάθε κείμενο διατυπωμένο με συντομία: Η δήλωσή του ήταν σκέτο ~. τηλεγραφώ: (μτβ.) στέλνω τηλεγράφημα. τηλεγραφείο το: υπηρεσία από την οποία στέλνουμε ή παίρνουμε τηλεγραφήματα. τηλεγραφητής ο, -ήτρια η: υπάλληλος σε τηλεγραφείο. τηλέγραφος ο: σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων από απόσταση μέσω ειδικών συσκευών συνδεδεμένων με καλώδια. τηλεγραφία η: σύστημα επικοινωνίας με τον τηλέγραφο. τηλεγραφικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την τηλεγραφία ή που έχει σύντομο χαρακτήρα: ~ προειδοποίηση / απάντηση. τηλεγραφικά (επίρρ.).

τηλεθέαση η: το σύνολο των τηλεθεατών που παρακολουθούν μια εκπομπή ή ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα: Ανέβηκε στα ύψη το ποσοστό της ~ τα τελευταία χρόνια. τηλεθεατής ο, -άτρια η: πρόσωπο που παρακολουθεί τηλεόραση.

τηλεόραση η: 1 συσκευή η οποία μεταδίδει εικόνα και ήχο μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: ανοίγω / ανάβω / κλείνω / σβήνω την ~. 2 το σύνολο των προγραμμάτων και των εκπομπών που προβάλλονται στην τηλεόραση: Πόσες ώρες την ημέρα βλέπεις ~; 3 τα τηλεοπτικά μέσα και το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε αυτά: Η κόρη μου δουλεύει στην ~. τηλεοπτικός -ή -ό. τηλεοπτικά (επίρρ.).

τηλεπικοινωνία η: 1 επικοινωνία μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ανάμεσα σε άτομα που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους: ασύρματη ~. 2 πληθ. το σύνολο των τεχνικών υπηρεσιών και των μέσων (τηλέφωνο, τηλεόραση κτλ.), με τα οποία πραγματοποιείται η τηλεπικοινωνία: Οι ~ είχαν μεγάλη εξέλιξη τελευταία. τηλεπικοινωνιακός -ή -ό. τηλεπικοινωνιακά (επίρρ.).

τηλέφωνο το: 1 συσκευή μέσω της οποίας μπορούμε να συνομιλήσουμε με κπ που βρίσκεται σε απόσταση: ασύρματο / κινητό / σταθερό ~. 2 η σχετική παροχή: Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σου, μου έκοψαν το ~. 3 επικοινωνία μέσω τηλεφώνου = τηλεφώνημα: Περιμένω ~ από τον Παύλο. παίρνω κπ (στο) ~: επικοινωνώ με κπ, κάνω τηλεφώνημα. τηλεφωνώ -ιέμαι: (αμτβ.) μιλώ με κπ ή παίρνω κπ στο τηλέφωνο: Τηλεφώνησες στη Λυδία; τηλεφώνημα το: το να παίρνει κανείς κπ στο τηλέφωνο και (συνεκδ.) η τηλεφωνική συνομιλία: Μπορώ να κάνω ένα ~; τηλεφωνία η: ο κλάδος που ασχολείται με την επικοινωνία μέσω τηλεφώνου. τηλεφωνικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται ή γίνεται με το τηλέφωνο: ~ επικοινωνία / προειδοποίηση. τηλεφωνικά & -ώς (επίρρ.). τηλεφωνητής ο, -ήτρια η.

τήξη η: ΦΥΣ μετάβαση σώματος από τη στερεά στην υγρή κατάσταση πήξη: Η ~ των παγετώνων προκαλεί ανησυχητική άνοδο της στάθμης των υδάτων.

τηρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 μένω πιστός, σταθερός σε αυτό που έχω υποσχεθεί να κάνω, δεν αθετώ τον λόγο μου αθετώ, παραβαίνω, παραβιάζω: Δε θέλω να συνεργαστώ άλλο μαζί σου, γιατί δεν τήρησες τη συμφωνία μας. 2 σώζω, διαφυλάσσω = διατηρώ, κρατώ: ~ τα ήθη και τις παραδόσεις. 3 έχω ορισμένη συμπεριφορά ή στάση: ~ ουδέτερη στάση. τήρηση η.

τι (αντων. ερωτημ.) άκλ.: 1 εισάγει ερώτηση για κτ που δεν ξέρουμε: ~ είναι αυτό; ~ κάνεις τώρα; 2 εισάγει ερώτηση για την ποιότητα, ιδιότητα ή την ποσότητα, τον βαθμό κτλ. πράγματος, προσώπου, κατάστασης κτλ.: ~ φαγητό θα φτιάξεις; ~ θερμοκρασία έχει; 3 (ως επίρρ., κυρ. σε επιφ. προτ.) δείχνει θαυμασμό, απορία, έκπληξη, αηδία κτλ. για την ποιότητα ή την ποσότητα πράγματος, προσώπου, κατάστασης κτλ.: ~ ωραία, ~ καλά! ~, δεν ήρθε μαζί σας; 4 (ως επίρρ.) εισάγει ερώτηση για την αιτία, τον σκοπό, την αναφορά κτλ. για κτ: ~ κλαις έτσι; = γιατί. ~ σε νοιάζει κι αν χαθώ; glass σχ. ποιος & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

τίμιος -α -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που σέβεται και δεν παραβαίνει τις αρχές, τις ηθικές αξίες και τους νόμους: Ήταν ένας καλός και ~ άνθρωπος. 2 αυτός που γίνεται δίκαια: ~ μοιρασιά. τίμια (επίρρ.): Μου φέρθηκε ~. τιμιότητα η.

τιμώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) 1 απονέμω τιμές (τίτλο, παράσημο, δίπλωμα κτλ.) σε κπ ως δείγμα αναγνώρισης για την προσφορά ή την επίδοσή του: Τον τίμησαν για την προσφορά του στις Τέχνες και στα Γράμματα. 2 σέβομαι κπ ή κτ και το εκδηλώνω: Τιμά το σπίτι από το οποίο βγήκε / την ομάδα του. 3 παθ. τριτοπρόσ. κοστίζει: H συσκευή τιμάται 120 ευρώ. τιμή η: 1 (για πρόσ.) η ηθική υπόσταση: Κανείς δεν μπορεί να προσβάλλει την ~ σου! θέμα / ζήτημα τιμής. λόγω τιμής / στον λόγο της τιμής μου: επικαλούμαι την αξιοπρέπειά μου για να υποσχεθώ, να επιβεβαιώσω κτ: Δε θα σε αφήσω εδώ μόνη, ~! 2 συνήθ. πληθ. συμπεριφορά ή εκδήλωση που αποδίδει σεβασμό σε κπ ή κτ: Του απένειμαν τις καθιερωμένες ~. 3 (για νεαρά κορίτσια) αγνότητα: Πρόσβαλε την ~ της και μετά την εγκατέλειψε. 4 (για πργ.) χρηματική αξία: Λυπάμαι, αλλά δε γνωρίζω την ~ του. χαμηλές / ανεβασμένες / πεσμένες / εξωφρενικές / λογικές ~. 5 ΜΑΘ κάθε δυνατός προσδιορισμός μεταβλητού μεγέθους ή ποσότητας: Η εξίσωση έχει λύση για συγκεκριμένες ~ του χ. τιμητικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που αποδίδει τιμές σε κπ: στρατιωτική ~ φρουρά. 2 (για πργ.) αυτός που δίνεται σε κπ ως ένδειξη αναγνώρισης: ~ σύνταξη αναπήρου για την προσφορά του στον πόλεμο. 3 αυτός που φανερώνει εκτίμηση, θαυμασμό: ~ έπαινος / τόμος. τιμητικά (επίρρ.).

τιμωρώ -ούμαι: (μτβ.) επιβάλλω σε κπ ποινή (ηθική ή υλική): Δε θα έρθει σήμερα μαζί μας, γιατί τον έχει τιμωρήσει η μητέρα του. Το συμβούλιο τον τιμώρησε επιβάλλοντάς του χρηματικό πρόστιμο. τιμωρία η: 1 το να τιμωρείται κπ που έχει διαπράξει αδίκημα ή έχει προβεί σε λανθασμένο χειρισμό: Η ~ σας θα είναι σκληρή / παραδειγματική. 2 (συνεκδ.) δοκιμασία ή ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλουμε κπ, ώστε να διορθωθεί: Η ~ σου θα είναι να λύσεις έξι ασκήσεις στα μαθηματικά. βάζω κπ ~: τον τιμωρώ με συγκεκριμένο τρόπο.

τινάζω -ομαι μππ. τιναγμένος: (μτβ.) 1 κουνώ κτ κάνοντας απότομες και γρήγορες κινήσεις για κπ σκοπό: Τίναξε το χαλί, γιατί είχε πολλή σκόνη. Αν τινάξεις την κερασιά, θα πέσουν τα κεράσια. 2 πετώ με ορμή = εκσφενδονίζω: Από την έκρηξη τινάχτηκαν τζάμια σε μεγάλη ακτίνα από το σημείο του ατυχήματος. τα ~: [μειωτ.] πεθαίνω. ~ στον αέρα κτ: α. ανατινάζω κτ με εκρηκτικό μηχανισμό. β. οδηγώ κτ σε αποτυχία: H επιθετική τους στάση τίναξε στον αέρα τις διαπραγματεύσεις. 3 παθ. πετάγομαι από τη θέση μου, κάνω απότομη κίνηση: Δεν κοιμήθηκε καλά απόψε, όλη τη νύχτα τιναζόταν στον ύπνο της. τίναγμα το.

τίποτε & τίποτα (αντων. αόρ.) άκλ.: 1 (κυρ. σε καταφ. & ερωτ. προτ.) αναφέρεται αόριστα σε πράγμα, γεγονός κτλ. = κάτι: Έγινε ~; Πες μας ~ καινούριο. Δεν είπε και ~ που δεν ξέραμε ήδη. 2 (σε αρνητ. προτ.) δηλώνει σύνολο πραγμάτων, γεγονότων κτλ., για τα οποία αναφέρουμε κτ που δεν ισχύει: ~ δεν του αρέσει. (δεν κάνει) ~: ως ευγενική απάντηση. 3 (σε ερωτ. προτ.) δηλώνει αόριστα ποσότητα προσώπων ή πραγμάτων = καθόλου, μερικά: Έχεις ~ λεφτά μαζί σου; glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. τίποτε & τίποτα το: (με άρθρο) κτ ελάχιστο, ασήμαντο, χωρίς αξία κτλ.: Από το ~ ξεκίνησε κι έγινε πάμπλουτος. Πιάνει καβγά για το ~.

τίτλος ο: 1 λέξη ή φράση που μπαίνει α. στην αρχή ενός κειμένου και μας πληροφορεί για το περιεχόμενό του: ο ~ του άρθρου / βιβλίου / ποιήματος. β. σε ένα καλλιτεχνικό έργο και εξηγεί το θέμα του: Ποιος είναι ο ~ αυτού του πίνακα; 2 διακριτικό στοιχείο ανώτερης κοινωνικής τάξης: Έχει ~ ευγενείας από τη μητέρα του. 3 έγγραφο που βεβαιώνει ότι κπ τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: μεταπτυχιακός ~ σπουδών. 4 ΝΟΜ έγγραφο που πιστοποιεί ότι κπ έχει νόμιμο δικαίωμα σε κτ: ~ ιδιοκτησίας. 5 πληθ. τα στοιχεία κινηματογραφικού έργου (τίτλος και συντελεστές) που προβάλλονται συνήθως στην αρχή του. τιτλοφορώ -ούμαι: (μτβ.) δίνω τίτλο σε κείμενο, τραγούδι, καλλιτεχνικό έργο κτλ.: Πώς τιτλοφορείται η νέα του ταινία;

τμήμα το: 1 καθένα από τα κομμάτια, μέρη ενός συνόλου: Το κείμενο χωρίζεται σε τρία ~. 2 τομέας, υποδιαίρεση ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης: Εργάζεται στο ~ παραγωγής φαρμάκων. 3 υποδιαίρεση των μαθητών μιας τάξης σε μικρότερες αριθμητικά ομάδες: Το σχολείο έχει τρία ~ για κάθε τάξη. 4 κλάδος σχολής εκπαιδευτικού ιδρύματος: ~ Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. τμηματικός -ή -ό: αυτός που γίνεται κατά τμήματα, σταδιακά = μερικός ολόκληρος, συνολικός: ~ αποχώρηση των στρατευμάτων. τμηματικά (επίρρ.). glass σχ. τέμνω.

τοίχος ο: 1 κατακόρυφη κατασκευή από πέτρες, τούβλα κτλ. η οποία: α. στηρίζει το οικοδόμημα ή χωρίζει το εσωτερικό του = [οικ.] ντουβάρι.: άσπρος / γερός / λεπτός / ετοιμόρροπος ~. β. χρησιμοποιείται για την περίφραξη (οικοπέδου, σπιτιού): πέτρινος / ψηλός / κοντός ~. = μαντρότοιχος. χτυπάω το κεφάλι μου στον ~: νιώθω απόγνωση ή μετανιώνω για κτ. 2 (μτφ.) εμπόδιο, κτ που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε επαφή: Ένας ~ υψώνεται ανάμεσά μας και έχουμε σταματήσει να μιλάμε.

τοίχωμα το: 1 καθεμία από τις πλευρές κοίλης επιφάνειας: τα τοιχώματα του δοχείου / της πισίνας. 2 ΒΙΟΛ περίβλημα: Το κυτταρικό ~ είναι συμπαγές και ικανό να ανθίσταται σε ισχυρές πιέσεις.

τοκετός ο: ΙΑΤΡ διαδικασία κατά την οποία το έμβρυο βγαίνει από τη μήτρα και έρχεται στη ζωή = [οικ.] γέννα.

τοκογλύφος ο, η: ιδιώτης που δανείζει χρήματα με πολύ υψηλό τόκο. τοκογλυφία η. τοκογλυφικός -ή -ό.

τόκος ο: ΟΙΚΟΝ 1 το πρόσθετο (σε σχέση με το κεφάλαιο) ποσό που πληρώνει ο οφειλέτης στο πρόσωπο ή τον οργανισμό που του δανείζει χρήματα: Στην αρχή, η δόση του δανείου περιλαμβάνει κυρίως τους τόκους και λιγότερο το κεφάλαιο. 2 το ποσό που αποφέρουν ως κέρδος χρήματα που καταθέτει κπ σε τράπεζα για ορισμένο χρονικό διάστημα: Μου έδωσαν ~ 3%. τοκίζω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω χρήματα σε κπ με τόκο. 2 παθ. (για τόκο) προστίθεμαι στο κεφάλαιο: Έβαλα τα χρήματά μου στην τράπεζα για να τοκίζονται. τοκισμός ο.

τολμώ & -άω: 1 (μτβ.) παίρνω το θάρρος να κάνω κτ: Από όλους τους ορειβάτες ήταν ο μόνος που τόλμησε ν' ανέβει στην κορυφή. 2 (μτβ.) έχω το θράσος να κάνω κτ που δεν πρέπει: Τολμάς να μου μιλάς έτσι; 3 (αμτβ.) δείχνω αποφασιστικότητα: Είναι άτομο που τολμά στη ζωή του. τόλμη η: η ικανότητα κπ να τολμά κτ: = αποφασιστικότητα, σθένος δειλία: Χρειάζεται και ~ για να πετύχεις. τόλμημα το: ενέργεια που τολμά να κάνει κπ: Την απόφασή σου να φύγεις από την εταιρεία τη θεωρώ μεγάλο ~. τολμηρός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από τόλμη: = αποφασιστικός, θαρραλέος δειλός: Ποιος είναι ο ~ που θα πάει να μιλήσει στον Διευθυντή; 2 (για πράξεις) αυτός που γίνεται με τόλμη: ~ σχέδια. 3 αυτός που προκαλεί σεξουαλικά: ~ γυναίκα /φούστα /αμφίεση. 4 αυτός που έχει χαρακτηριστικά που ξεπερνούν τα ηθικά όρια: ~ σενάριο / βιβλίο. τολμηρά (επίρρ.).

τομέας ο πληθ. τομείς, τομέων: 1 τμήμα δραστηριότητας, υπηρεσίας, εδαφικής έκτασης, εκπαιδευτικού ιδρύματος κτλ.: δημόσιος / ιδιωτικός / στρατιωτικός ~. ~ γλωσσολογίας. 2 η ειδικότητα κπ στην επιστήμη ή την τέχνη: Ο ~ μου είναι η μοριακή φυσικήglass σχ. τέμνω.

τόμος ο: 1 βιβλίο που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου έργου: Το βιβλίο που θα εκδοθεί περιλαμβάνει δύο τόμους. 2 μεγάλο και ογκώδες βιβλίο. glass σχ. τέμνω.

τόνος1 ο: 1 ΓΛΩΣΣ το διακριτικό σημάδι που διαθέτουν κάποιες γλώσσες και που μπαίνει πάνω από τη συλλαβή που προφέρεται πιο έντονα. 2 α. ένταση της φωνής: Χαμήλωσε τον ~ της φωνής σου! β. τρόπος ομιλίας που αντανακλά την ψυχική κατάσταση του ομιλητή: ειρωνικός ~. 3 (για χρώματα) οι διαφορετικές αποχρώσεις: Θέλω έναν ~ πιο σκούρο μπλε. τονίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ΓΛΩΣΣ βάζω τόνο: Να τονίσετε όλες τις λέξεις του κειμένου! 2 προφέρω κτ πιο έντονα κατά την απαγγελία: Είναι κάποιες λέξεις στο ποίημα που πρέπει να τις τονίσεις ιδιαίτερα. 3 (μτφ.) δίνω έμφαση σε κτ: Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι … τονικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που έχει σχέση με τον τόνο στη σημ. 1: ~ σύστημα μιας γλώσσας. τονισμός ο: 1 ΓΛΩΣΣ τοποθέτηση τόνου στην κατάλληλη συλλαβή μιας λέξης. 2 (μτφ.) προβολή, ανάδειξη ενός στοιχείου: Ο ~ των διαφορών οδηγεί σε διχόνοια.

τόνος2 ο: μεγάλο ψάρι του ωκεανού.

τόνος3 ο: 1 μονάδα βάρους ίση με 1.000 κιλά. 2 (μτφ.) πολύ μεγάλη ποσότητα: Αγόρασε έναν ~ πατάτες.

τονώνω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω δύναμη, ενέργεια = ενισχύω, ενδυναμώνω εξασθενίζω, αδυνατίζω: Οι βιταμίνες αυτές τονώνουν τον οργανισμό. 2 (μτφ.) ζωντανεύω, αναζωογονώ: Η γυμναστική με τόνωσε. Οι κινήσεις της κυβέρνησης έχουν στόχο να τονώσουν την οικονομία της χώρας. τόνωση η. τονωτικός -ή -ό: 1 (για ουσία, φάρμακο) αυτός που αναζωογονεί τον οργανισμό = δυναμωτικός: ~ ένεση. 2 (μτφ.) αυτός που δίνει ζωντάνια, ενδυναμώνει ψυχολογικά: ~ λόγια. τονωτικά (επίρρ.).

τοξικός -ή -ό: αυτός που έχει δηλητήριο ή προκαλείται από δηλητηριώδεις ουσίες: Τα φρούτα μολύνθηκαν από ~ ουσίες. ~ θάνατος. τοξικά (επίρρ.). τοξικότητα η: η ιδιότητα μιας ουσίας να είναι τοξική, να προκαλεί δηλητηρίαση: Το νέο φάρμακο είναι ασφαλές, γιατί η ~ του έχει μειωθεί σημαντικά.

Από το γαλλ. toxique, που με τη σειρά του προέρχεται από το ΑΕ τοξικόν (φάρμακον) «δηλητήριο για βέλη».

τοξίνη η: ουσία με δηλητηριώδη δράση που παράγεται από ζωντανούς οργανισμούς: Ανακαλύφθηκαν επικίνδυνες ζωοτροφές με ~.

τόξο το: 1 όπλο που αποτελείται από μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος με καμπύλο σχήμα και χορδή που ενώνει τα άκρα του, το οποίο ρίχνει βέλη. 2 οτιδήποτε σε σχήμα τόξου: το ~ κάτω από τα φρύδια. ουράνιο ~: καμπύλη γραμμή με τα επτά χρώματα της ίριδας, που εμφανίζεται στον ουρανό όταν βγει ο ήλιος μετά από βροχή. 3 ΓΕΩΜ τμήμα της περιφέρειας κύκλου που ορίζεται από δύο σημεία: το ~ ΑΒ είναι ημικύκλιο. τοξότης ο: 1 ΙΣΤ στρατιώτης ή κυνηγός που χρησιμοποιούσε τόξο για όπλο. 2 Τοξότης ο: α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. β. ΑΣΤΡΟΛ το ένατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό. τοξωτός -ή -ό: αυτός που έχει σχήμα τόξου: ~ γέφυρα.

τοξοβολία η: ΑΘΛ άθλημα στο οποίο οι αθλητές πετούν βέλη με τόξο σε κινητό ή ακίνητο στόχο. τοξοβόλος ο, η.

τοπίο το: 1 εξωτερικός χώρος συνήθως στο ύπαιθρο, στη φύση, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: Θα καθίσουμε να απολαύσουμε το όμορφο ~ του Πηλίου. 2 (μτφ.) συνθήκες που προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη κατάσταση: Πριν ξεκαθαρίσει το πολιτικό ~, δε σκέφτεται να συμμετάσχει στις εκλογές.

τοποθετώ -ούμαι: (μτβ.) 1 βάζω κτ ή κπ στην κατάλληλη θέση: ~ τα τετράδια στην τσάντα. ~ σκοπούς στα σημαντικά σημεία του στρατοπέδου. 2 (μτφ.) προσδιορίζω τον τόπο ή χρόνο ενός γεγονότος: Η δολοφονική απόπειρα εναντίον του τοποθετείται στην περιοχή των Τεμπών. H πρώτη παράσταση της κωμωδίας αυτής τοποθετείται στην Αθήνα το 430 π.Χ. 3 (για υπηρεσία κτλ.) ορίζω τη θέση εργασίας υπαλλήλου: Tον τοποθέτησαν στο διοικητικό τμήμα της εταιρείας. 4 επενδύω ένα χρηματικό ποσό: ~ τα χρήματά μου σε μετοχές μεγάλων εταιρειών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. 5 (μτφ.) α. (για θέμα, προβληματισμό κτλ.) θέτω: Δε νομίζω ότι τοποθέτησες το ζήτημα στη σωστή βάση. β. παθ. παίρνω θέση, εκφράζω άποψη για ένα θέμα: Θα περιμένω να τοποθετηθούν όλοι οι ομιλητές και μετά θα αποφασίσω. τοποθέτηση η: 1 το να τοποθετεί κανείς κπ ή κτ σε μια θέση: Η ~ των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών συνήθως γίνεται σε κενές οργανικές θέσεις στα σχολεία. 2 επένδυση χρημάτων: H αγορά ακινήτων είναι σίγουρη ~. 3 η στάση που έχει κπ απέναντι σε ένα ζήτημα: πολιτική / ιδεολογική ~. τοποθεσία η: θέση, περιοχή όπου βρίσκεται ένα σπίτι, ένα οικόπεδο κτλ.: Έχτισαν το εξοχικό τους σε μια ωραία ~ του Πάρνωνα.

Από το ελνστ. ρ. τοποθετῶ «εξακριβώνω τη θέση», και αυτό από τα τόπος + τίθημι.

τόπος ο: 1 περιοχή που δεν είναι προσδιορισμένη με ακρίβεια: έρημος ~. Ταξίδεψε σε μακρινούς ~. 2 συγκεκριμένη περιοχή, χώρα, πόλη κτλ.: Νοστάλγησα τον ~ που γεννήθηκα κι έζησα μικρή. Στον ~ σας τι συνηθίζετε να κάνετε τα Χριστούγεννα; Άγιοι Τόποι: τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε και έδρασε ο Χριστός. 3 ο χώρος, η θέση που καταλαμβάνει κπ ή κτ: Κάνε πιο πέρα, έπιασες όλο τον ~! δίνω ~ στην οργή: συγκρατώ την οργή μου. μένω στον ~: πεθαίνω αμέσως: Δέχτηκε δύο σφαίρες στο στήθος και έμεινε ~. γεωμετρικός ~: ΜΑΘ σύνολο σημείων με ορισμένη κοινή ιδιότητα. τοπικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με συγκεκριμένο τόπο ή περιοχή: ~ προϊόντα / βροχές / Αυτοδιοίκηση. 2 αυτός που αφορά μόνο τμήμα ενός συνόλου γενικός: ~ ζημιά / πάχος / αναισθησία ολικός. τοπικά (επίρρ.).

τόσος -η -ο (αντων. δεικτ.): 1 δείχνει το μέγεθος, την ποσότητα, τη διάρκεια, την ένταση, τον βαθμό κτλ. που έχει κπ ή κτ, κυρίως όταν είναι μεγάλο(ς): Έχω ~ πράγματα να κάνω! Είχε ~ κούραση, που αποκοιμήθηκε! Της δίνει μόνο ~ χρήματα όσα χρειάζεται. 2 εκφράζει ποσότητα, ποσό, χρονικό διάστημα κτλ. χωρίς ακριβή προσδιορισμό: Ας πούμε ότι εσύ έχεις ~ λεφτά και ο αδερφός σου ~. Κάθε τόσο έρχεται να μας δει. 3 (μετά από αριθμούς) δηλώνει λίγο μεγαλύτερη ποσότητα ενός αριθμού, χωρίς ακριβή προσδιορισμό: εκατόν τόσα σκαλιά. glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. τόσο (επίρρ.): 1 δείχνει το μέγεθος, την ποσότητα, την ένταση, τον βαθμό κτλ. που έχει κπ ή κτ, κυρίως όταν είναι μεγάλο(ς): Τον έχει βοηθήσει ~ (πολύ)! Δουλεύει ~ όσο χρειάζεται, ούτε λεπτό παραπάνω. 2 δηλώνει το όριο μέχρι το οποίο μπορεί να γίνει κτ: ~ καταλαβαίνει, δεν μπορεί να γίνει καλύτερος! 3 (με αριθμητικό και τη λ. και) αναφέρεται σε λίγο μεγαλύτερη ποσότητα, μέγεθος κτλ., χωρίς ακριβή προσδιορισμό: Θα έρθω στις τρεις και ~.

τότε & [προφ.] τότες (επίρρ.): 1 σε ορισμένη χρονική στιγμή, κυρίως στο παρελθόν: Από ~ έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Άλλοι καιροί ~! Και ~ σηκώθηκε και μας χαιρέτησε. 2 στην περίπτωση αυτή: Αν αυτό πιστεύεις, ~ λογικό είναι να μη θέλεις να έρθεις. Τι κάνουμε ~, αφού δεν έχει απαντήσει ακόμα; 3 (ως επίθ. άκλ.) αυτός που συνέβαινε στο παρελθόν: η ~ κατάσταση. τότε το άκλ.: παλαιά εποχή ή κατάσταση τώρα, σήμερα: Τα τραγούδια τού ~ ξαναγίνονται επιτυχίες σήμερα.

τουλάχιστον & [προφ.] τουλάχιστο: 1 (με αριθμητικό) το λιγότερο, ίσως και περισσότερο από: Περίμενα ~ δυο ώρες να έρθει. 2 για να δηλώσει το κατώτερο όριο, το λιγότερο που μπορεί να ισχύσει ή να γίνει αποδεκτό ως ενέργεια: Είναι ~ ανακριβή αυτά που είπε, αν όχι ψέματα! Αφού δεν μπορείς να έρθεις στη γιορτή, ~ πάρε ένα τηλέφωνο να της ευχηθείς!

Από το ΑΕ τοὐλάχιστον < τό ἐλάχιστον.

τουρισμός ο: 1 επίσκεψη σε κπ τόπο με στόχο τη γνωριμία με τα αξιοθέατα ή και τις διακοπές: Η Πελοπόννησος αποτελεί ιδανικό προορισμό για ~. 2 το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την προβολή ενός τόπου και την ικανοποίηση των αναγκών των επισκεπτών: Ο ~ αποτελεί βασικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. 3 το σύνολο των επισκεπτών ενός τόπου: Ο ~ στα νησιά είναι αυξημένος τον Αύγουστο. τουρίστας ο, -ίστρια η: πρόσωπο που κάνει τουρισμό (σημ.1): Πήγα στην Ελβετία ως ~, όχι για δουλειά. τουριστικός -ή -ό. τουριστικά (επίρρ.).

τούτος & ετούτος -η -ο (αντων. δεικτ.): δηλώνει κπ ή κτ που είναι πολύ κοντά μας τοπικά ή χρονικά = αυτός εκείνος: ~ εδώ είναι το σπίτι μουglass σχ. αυτός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

τουφέκι & ντουφέκι το: φορητό πυροβόλο όπλο με μία ή δύο μακριές κάννες και λαβή: στρατιωτικό / κυνηγετικό ~. τουφεκίζω & ντουφεκίζω -ομαι: 1 (αμτβ.) ρίχνω βολή με τουφέκι: Τουφέκισε δυο φορές στον αέρα. 2 (μτβ.) σκοτώνω κπ με τουφέκι: Τους συνέλαβαν και τους τουφέκισαν. τουφεκιά & ντουφεκιά η: βολή ή ήχος τουφεκιού: Έριξε μια ~ και το πουλί έπεσε στο έδαφος. τουφεκισμός ο: [επίσ.] θανάτωση με τουφέκι: Ο στρατηγός διέταξε τον ~ του προδότη. τουφέκισμα &ντουφέκισμα το: [προφ.] τουφεκισμός.

Εκτός από τη λ. τουφέκι και τα παράγωγά της, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις λέξεων με αρχικό (συνήθως) φθόγγο τ-, οι οποίες έχουν και δεύτερο τύπο, όπου παρατηρείται μετατροπή του φθόγγου αυτού σε ντ-: π.χ. τομάτα & ντομάτα, τρίπλα & ντρίπλα, τσατίζω & τσαντίζω.

τραβώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να μετακινηθεί προς το μέρος μου, συνήθως τεντώνοντάς το: Ο γερανός τράβηξε το χαλασμένο φορτηγό. Μην τραβάς πολύ το καλώδιο, γιατί θα βγει από την πρίζα! ~ κπ από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω. 2 (μτβ.) βγάζω ή μετακινώ κτ από εκεί που βρίσκεται: Μόλις είδε τους αστυνομικούς, τράβηξε πιστόλι. 3 (μτβ., για υγρά ή αέρια) αντλώ, πίνω, απορροφώ: ~ νερό από το δοχείο. O απορροφητήρας δεν ~ τους καπνούς. 4 (μτβ.) φωτογραφίζω ή κινηματογραφώ: Mόλις ανέλαβε ο γιος του, τραβήχτηκε από την επιχείρηση. 5 παθ. (αμτβ., για πρόσ.) αποσύρομαι: Μόλις ανέλαβε ο γιος του, τραβήχτηκε από την επιχείρηση. 6 (μτφ., μτβ.) υποφέρω, βασανίζομαι, κουράζομαι: Τράβηξε πολλά βάσανα τόσα χρόνια στην ξενιτιά. 7 (μτφ., μτβ.) γοητεύω κπ: Τον τράβηξε αμέσως η ομορφιά της. 8 (αμτβ.) προχωρώ: Τράβηξε κατά το σπίτι του. 9 (αμτβ.) διαρκώ πολύ, παρατείνομαι: Θα τραβήξει πολύ ακόμη αυτή η υπόθεση; τράβηγμα το: 1 το να τραβάει κανείς κτ (σημ. 1 - 4). 2 πληθ. (μτφ.) περιπέτειες, μπλεξίματα: Είχε για χρόνια ~ με την αστυνομία.

τραγούδι το: 1 α. στίχοι που συνοδεύονται από μουσική και ερμηνεύονται: Πες μας ένα λαϊκό / δημοτικό / ερωτικό ~. β. σύνολο τραγουδιών με κοινά χαρακτηριστικά: Τραγουδάει μόνο ελαφρό / κλασικό ~. γ. η τέχνη της φωνητικής μουσικής: Έκανε πέντε χρόνια ~ στο Ωδείο. 2 (μτφ.) κάθε μελωδικός ήχος: το ~ της θάλασσας. τραγουδώ & -άω -ιέμαι μππ. τραγουδισμένος: 1 (αμτβ.) α. λέω τραγούδι. β. ασχολούμαι με το τραγούδι επαγγελματικά: ~ σε νυχτερινά κέντρα. 2 (μτβ.) εξυμνώ με στίχους ή με τραγούδι κπ ή κτ: Με τα ποιήματά του τραγούδησε το Αιγαίο. τραγουδιστής ο, -ίστρια η. τραγουδιστός -ή -ό: 1 αυτός που είναι μελωδικός: Μια ~ φωνή μου απάντησε στο τηλέφωνο. 2 αυτός που τραγουδιέται. τραγουδιστά (επίρρ.).

τραγωδία η: 1 ΦΙΛΟΛ α. (στην αρχαιότητα) είδος δραματικής ποίησης που καλλιεργήθηκε στην κλασική Αθήνα και (συνεκδ.) θεατρικό έργο αυτού του είδους: οι ~ του Αισχύλου / του Σοφοκλή / του Ευριπίδη. β. (στα νεότερα χρόνια) θεατρικό είδος με δραματικό θέμα, καθώς και το αντίστοιχο θεατρικό έργο = δράμα: Ο Ρακίνας έγραψε σπουδαίες ~. Φέτος το Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει δύο ~. 2 (μτφ.) πολύ δυσάρεστο γεγονός ή κατάσταση = δράμα: Με συγκλόνισε η ~ των σεισμοπαθών. τραγωδός ο, η: 1 ηθοποιός που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε τραγωδία. 2 ποιητής τραγωδιών. τραγικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την τραγωδία: ~ ποιητής. Παίζει μόνο ~ ρόλους. ~ δυστύχημα / κατάληξη. 2 αυτός που οδηγεί στην καταστροφή: ~ συμπτώσεις / σφάλμα. τραγικά (επίρρ. στη σημ. 2): Δεν μπορώ τις ταινίες που τελειώνουν ~. τραγικός ο: τραγικός ποιητής: οι τρεις μεγάλοι ~ της αρχαιότητας. τραγικό το & τραγικότητα η: η ιδιότητα του τραγικού.

τράπεζα1 η γεν. & [επίσ.] τραπέζης: 1 οργανισμός ή επιχείρηση που παρέχει οικονομικές υπηρεσίες, όπως κατάθεση, φύλαξη, δανεισμό χρημάτων κτλ.: Kαταθέτω χρήματα στην ~. Έχω λογαριασμό στην ~. 2 (συνεκδ.) το κτίριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα, καθώς και το σύνολο των εργαζομένων σε αυτό: Η ~ είναι στην άλλη γωνία. Απεργούν οι ~. 3 οργανισμός που συγκεντρώνει και διατηρεί όργανα ή ουσίες του ανθρώπινου σώματος, για να χρησιμοποιηθούν σε εγχειρήσεις ή σε μεταμοσχεύσεις: ~ αίματος / μοσχευμάτων. τραπεζικός -ή -ό: ~ κατάστημα / υπάλληλος / επιταγή. τραπεζικός ο, η: τραπεζικός υπάλληλος. τραπεζίτης1 ο: ιδρυτής τράπεζας.

τράπεζα2 η: [λόγ.] τραπέζι, κυρίως σε εκφρ. όπως: συζήτηση στρογγυλής τραπέζης: συζήτηση ανάμεσα σε ισότιμους συνομιλητές. Αγία Τράπεζα: ΕΚΚΛ τραπέζι στο ιερό των χριστιανικών ναών, πάνω στο οποίο τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

τραπέζι το: 1 έπιπλο που αποτελείται από επίπεδη επιφάνεια, η οποία στηρίζεται συνήθως σε τέσσερα πόδια, και χρησιμοποιείται για να τρώμε ή για άλλες εργασίες: Ελάτε να πιούμε καφέ στο ~ της κουζίνας! το ~ των διαπραγματεύσεων. κλείνω ~: κάνω κράτηση τραπεζιού σε εστιατόριο κτλ. 2 (συνεκδ.) πρόσκληση σε φαγητό: Έχω ~ απόψε τους συγγενείς. κάνω το ~ σε κπ: τον καλώ σε γεύμα. τραπεζαρία η: 1 χώρος σπιτιού ή ξενοδοχείου όπου σερβίρεται το φαγητό: Το πρωινό σερβίρεται στην ~. 2 το τραπέζι, οι καρέκλες και γενικά τα έπιπλα της τραπεζαρίας: μοντέρνα ~ / ~ από κερασιά. τραπεζώνω -ομαι: (μτβ.) καλώ κπ σε τραπέζι (σημ. 2) = κάνω σε κπ το τραπέζι: ~ τόσους και τόσους, κι εμάς ούτε μια φορά δε μας κάλεσες! τραπέζωμα το.

τραπεζίτης2 ο: καθένα από τα τελευταία δόντια της επάνω και της κάτω γνάθου = γομφίος.

τραυλίζω: (αμτβ.) 1 δυσκολεύομαι να προφέρω ορισμένα σύμφωνα ή λέξεις: Όταν ήταν πιο μικρός, τραύλιζε, αλλά τώρα το ξεπέρασε. 2 (μτφ.) δυσκολεύομαι στην ομιλία εξαιτίας συγκίνησης ή άλλου έντονου συναισθήματος: Από το σοκ τραύλιζε τόσο, που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι έλεγε. (& μτβ.) Κατασυγκινημένος, τραύλισε ένα «ευχαριστώ» και εξαφανίστηκε. τραύλισμα το & [επίσ.] τραυλισμός ο. τραυλός -ή -ό: αυτός που πάσχει από τραυλισμό = βραδύγλωσσος.

τραύμα το: 1 βλάβη από εξωτερική αιτία στο δέρμα ή τους ιστούς του σώματος ανθρώπου ή ζώου = πληγή: βαρύ / ελαφρό / επιπόλαιο / επικίνδυνο ~. Η σύγκρουση με το φορτηγό προκάλεσε σοβαρά τραύματα στους επιβάτες του λεωφορείου. 2 ΨΥΧΟΛ ψυχική βλάβη που δημιουργείται από πολύ δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις: Ο πόλεμος και η βία προκαλούν ανεπανόρθωτα τραύματα στις ψυχές των νέων. 3πληθ. (μτφ.) καταστροφές, πλήγματα: Είναι έντονα τα ~ της χώρας από τον πόλεμο. τραυματίζω -ομαι: (μτβ.) = πληγώνω, [παρωχ.] λαβώνω 1 προκαλώ τραύμα σε κπ: Tον τραυμάτισαν στο πόδι με πυροβόλο όπλο. 2 (μτφ.) προσβάλλω την προσωπικότητα ή αξιοπρέπεια ή πληγώνω την ψυχή κπ: Η ειρωνική στάση της τραυμάτισε την αξιοπρέπειά του. Ο χωρισμός των γονέων τραυμάτισε την παιδική ψυχή του. τραυματίας ο, η: πρόσωπο που έχει τραυματιστεί: Η βομβιστική επίθεση είχε δέκα ~. τραυματισμός ο: πρόκληση τραύματος στο σώμα ή την ψυχή κάποιου: Η ανταλλαγή πυροβολισμών είχε ως αποτέλεσμα τον βαρύ ~ του φρουρού της τράπεζας. τραυματικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση ή προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό τραύμα: Δε θέλει να μιλάει για το ~ γεγονός της απώλειας της μητέρας του. τραυματικά (επίρρ.).

τράχηλος ο: ΑΝΑΤ 1 α. το μέρος του σώματος μεταξύ του κεφαλιού και του κορμού = λαιμός. β. (ειδικ.) το πίσω μέρος του λαιμού = αυχένας. 2 στενό κυλινδρικό μέρος οργάνων του σώματος: ~ της μήτρας.

τραχύς -ιά -ύ: 1 αυτός που έχει ανωμαλίες στην επιφάνειά του λείος: Το έδαφος στο βουνό ήταν ~ και άγονο. 2 (μτφ.) α. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες: Ξέρουμε ότι τα προβλήματα είναι πολλά και ο δρόμος μας ~. β. αυτός που φέρεται με σκληρότητα = άγριος: ~ άνθρωπος, βρίζει συνέχεια. γ. αυτός που έχει άγρια όψη ή ήχο = άγριος: Η ~ φωνή του τρόμαξε το παιδί. τραχιά (επίρρ.). τραχύτητα η.

τρελοκομείο το: [οικ.] 1 ίδρυμα νοσηλείας ατόμων που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα = ψυχιατρείο: Έμεινε χρόνια στο ~ της Λέρου. 2 (μτφ.) χώρος στον οποίο γίνεται μεγάλη φασαρία, όπου κάνει ο καθένας ό,τι θέλει: Αυτή η τάξη είναι πολύ ζωηρή, είναι σκέτο ~.

Από τα τρελο- + -κομείο (< AE ρ. κομῶ «φροντίζω»).

τρελός -ή -ό: 1 αυτός που είναι διανοητικά ή ψυχικά άρρωστος = μουρλός, παλαβός, [επίσ.] ψυχοπαθής: Είναι ~, έχει νοσηλευτεί και σε ψυχιατρείο. ~ για δέσιμο: τελείως τρελός. 2 αυτός που είναι παράλογος, που ταιριάζει σε τρελό = απερίσκεπτος, ανόητος λογικός, συνετός: ~ συμπεριφορά / βλέμμα. 3 αυτός που κατέχεται από έντονο, αλλά και ανεξέλεγκτο συναίσθημα για κπ ή κτ: ~ από έρωτα για τη νεαρή ηθοποιό. ~ για τη μουσική. 4 (μτφ.) αυτός που ξεπερνά το κανονικό ή το συνηθισμένο: ~ γλέντι / έρωτας / έξοδα / φαντασία / ιδέα / κούρσα. γίνεται της τρελής: για μεγάλη φασαρία = γίνεται της κακομοίρας. τρελά (επίρρ.): Είναι ~ ερωτευμένος με τη γραμματέα του. τρελός ο, η: άνθρωπος τρελός (σημ. 1): Οι ~ είναι δυστυχισμένοι άνθρωποι. τρέλα η: 1 [οικ.] σοβαρή διανοητική ή ψυχική ασθένεια = ψυχοπάθεια, παραφροσύνη. 2 απερισκεψία: Έκανε την ~ να παντρευτεί πριν τελειώσει το σχολείο και τώρα το έχει μετανιώσει. 3 (μτφ.) ενθουσιασμός, πάθος κπ για κτ: Έχει ~ με τις μηχανές. 4 (ως επίθ. ή επίρρ.) για κτ πολύ ωραίο = μούρλια: Το νέο του αυτοκίνητο είναι ~. Περάσαμε ~ στο πάρτι. τρελαίνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ τρελό (σημ. 1): Κοντεύει να τρελαθεί από τις συμφορές που τον βρήκαν. 2 (μτφ.) ταλαιπωρώ ή εκνευρίζω πολύ κπ: Ο πόνος στο δόντι με έχει τρελάνει. Mε τρέλανες με την ατέλειωτη φλυαρία σου! 3 (μτφ.) ενθουσιάζω, συγκινώ κπ: Tον τρέλανε με το χαμόγελο και τα νάζια της. 4 παθ. (μτφ.) α. συμπεριφέρομαι παράλογα: Σίγουρα τρελάθηκες, για να ζητάς παραπάνω μισθό! β. επιθυμώ, μου αρέσει κτ πολύ: Τρελαίνομαι για εκδρομές!

τρέμω μόνο ενστ. και πρτ.: 1 (αμτβ., για ανθρ. & ζώα) έχω ρίγος, ταράζεται όλο το σώμα ή κάποιο μέλος του από συνεχείς, μικρές και γρήγορες κινήσεις: ~ από το κρύο / το θυμό / την ταραχή. 2 (αμτβ.) κουνιέμαι με αλλεπάλληλες κινήσεις = δονούμαι: Το έδαφος έτρεμε από τις αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις. 3 (μτφ., μτβ.) φοβάμαι πολύ κπ ή κτ: Τρέμει τον διευθυντή της. ~ μήπως με σηκώσει στο μάθημα ο καθηγητής. τρεμούλα η & τρέμουλο το: συνεχείς, μικρές, γρήγορες και ανεξέλεγκτες κινήσεις που κάνει κπ όταν τρέμει, λόγω κρύου ή φόβου = ρίγος: Μ' έπιασε ~ από το κρύο. τρεμουλιάζω: (αμτβ.) έχω τρεμούλα: Το χέρι του τρεμούλιασε όταν την άγγιξε. τρεμούλιασμα το. τρεμουλιαστός -ή -ό: αυτός που τρεμουλιάζει: φωνή ~ και φοβισμένη. τρεμουλιαστά (επίρρ.).

τρένο το: βαγόνια συνδεδεμένα μεταξύ τους που τα σέρνει μηχανή πάνω σε σιδηροδρομικές γραμμές.

τρέπω -ομαι παθ. αόρ. τράπηκα & [επίσ.] ετράπην: (μτβ.) 1 κάνω κπ να αλλάξει στάση ή κατεύθυνση. ~ κπ σε (άτακτη) φυγή: τον αναγκάζω να υποχωρήσει τρέχοντας: Οι ελληνικές δυνάμεις έτρεψαν τους Ιταλούς σε άτακτη φυγή. 2 μετατρέπω, μεταβάλλω κτ: ~ έναν ακέραιο αριθμό σε κλάσμα. τροπή η: αλλαγή κατάστασης: Κανένας δεν περίμενε την ~ που πήραν τα πράγματα στον χώρο της δικαιοσύνης.

τρέχω: 1 (αμτβ.) βαδίζω με ταχύτητα ώστε τα πόδια να κινούνται πιο γρήγορα από ό,τι στο περπάτημα: Μην ~ τόσο γρήγορα, δε σε προλαβαίνω! 2 (αμτβ.) ΑΘΛ συμμετέχω σε αγώνα δρόμου: Όταν έτρεχε, ήταν πάντα ανάμεσα στους τρεις πρώτους. 3 (αμτβ.) πηγαίνω κάπου ή κάνω κτ με προθυμία: ~ σε όλες τις συναυλίες ροκ. ~ να αγοράσω εισιτήρια για τον αγώνα της εθνικής ομάδας. 4 (αμτβ.) ενεργώ με τρόπο ώστε να τακτοποιήσω σύντομα υπόθεση, ζήτημα, δουλειά κτλ.: ~ για να προλάβω την προθεσμία του διαγωνισμού. 5 (αμτβ.) α. (για οχήματα) κινούμαι με ορισμένη ταχύτητα: Η μηχανή που αγόρασα ~ με πολύ μεγάλη ταχύτητα. β. (για οδηγό): οδηγώ όχημα με μεγάλη ταχύτητα: Μπαμπά, μην τρέχεις! 6 (αμτβ., για υγρό) ρέω, κυλώ: Έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας όσων δούλευαν κατά τη διάρκεια του καύσωνα. 7 (αμτβ., για χρονικό διάστημα) περνώ γρήγορα: ~ τα χρόνια και εμείς δεν προλαβαίνουμε να τα ζήσουμε. 8τριτοπρόσ. (αμτβ.) συμβαίνει: Tι ~ εκεί πέρα; δεν ~ τίποτα: δεν πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα. 9 (μτβ.) μεταφέρω κπ βιαστικά: Τον έτρεχαν στους γιατρούς, χωρίς να έχει κάτι σοβαρό. 10 ΠΛΗΡΟΦ (μτβ.) θέτω σε λειτουργία κπ εφαρμογή: Για να τρέξετε το πρόγραμμα, θα πρέπει να πατήσετε το εικονίδιο. (& αμτβ.) Η εφαρμογή έτρεχε όλη τη νύχτα. 11 (μτφ., μτβ.) ταλαιπωρώ, καταπιέζω: Ο νέος διοικητής μάς ~ όλη μέρα. τρέχων -ουσα -ον: αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ισχύει αυτή την περίοδο = τωρινός: το ~ έτος. τρέξιμο το: 1 πάρα πολύ γρήγορο βάδισμα = τρεχαλητό, τρεχάλα: Μετά από πολύ ~, τους ξεφύγαμε. 2 ΑΘΛ αγώνας ταχύτητας ή αντοχής. 3 (μτφ.) κοπιαστική προσπάθεια: Ανέλαβε μια ανώτερη θέση, η οποία απαιτεί πολύ ~. τρεχάτος -η -ο: αυτός που πηγαίνει κάπου τρέχοντας: Έφθασε ~, μόλις χτύπησε το κουδούνι! τρεχάλα η: 1 γρήγορο τρέξιμο = τρεχαλητό: Βάλαμε μια ~, για να προλάβουμε το καράβι! 2 (ως επίρρ.) τρέχοντας: Πήγε ~ να πληρωθεί. τρεχαλητό το.

τρι- & τρισ- & (σημ. 2) τρί-: α΄ συνθ. που 1 προσδίδει στο β΄συνθ. την έννοια του πάρα πολύ: τρισευτυχισμένος, τρισάθλιος, τρισκότεινος. 2 δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β΄συνθ. υπάρχει τρεις φορές: τρίμηνο, τριθέσιος, τρισδιάστατος.

Το άτονο τρι- στη σημ. 1 χρησιμοποιείται μόνο όταν το β΄συνθ. αρχίζει από σίγμα (τρισκότεινος).

τρίβω -ομαι παθ. αόρ. τρίφτηκα, μππ. τριμμένος: (μτβ.) 1 κινώ συνεχώς ένα αντικείμενο πάνω σε ένα άλλο, ώστε να υπάρχει επαφή μεταξύ τους: Για να γυαλίσουν τα μάρμαρα, πρέπει να τα τρίψεις με ειδικό μηχάνημα. 2 πιέζω με τα χέρια σημείο του σώματος: Του έτριψα τα πόδια, γιατί ήταν παγωμένα. ~ τα χέρια μου: νιώθω μεγάλη ικανοποίηση. ~ τα μάτια μου: νιώθω μεγάλη έκπληξη. 3 μετατρέπω κτ σε σκόνη, κόβω κτ σε πολύ μικρά κομματάκια: ~ πιπέρι. Μπορείς να τρίψεις τυρί για τα μακαρόνια; 4 παθ. λιώνω, φθείρομαι από την τριβή ή τη συχνή χρήση: Το πουλόβερ σου έχει τριφτεί στους αγκώνες. 5 παθ. (μτφ.) αποκτώ πείρα σε κάτι, επειδή ασχολούμαι μ' αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα: Έχει τριφτεί χρόνια στη δουλειά του φαναρτζή, οπότε του εμπιστεύομαι την επισκευή του αυτοκινήτου μου. τριβή η: 1 ΦΥΣ η δύναμη που αναπτύσσεται σε ένα σώμα όταν αυτό κινείται σε επαφή με άλλο σώμα. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) έντονες διαφωνίες = προστριβές: Συνεχίζονται οι ~ στην κυβέρνηση για το θέμα των αυξήσεων στους μισθούς. 3 πείρα που αποκτά κανείς από τη συστηματική ενασχόληση με κτ. τρίφτης ο: 1 σκεύος της κουζίνας με τρύπες στην επιφάνειά του, που χρησιμοποιείται για να τρίβει κανείς τυρί, λαχανικά κτλ. 2 συσκευή που χρησιμοποιείται για να γίνονται πιο λείες μαρμάρινες ή άλλες επιφάνειες.

τρίγωνο το: 1 ΜΑΘ γεωμετρικό σχήμα που έχει τρεις πλευρές και τρεις γωνίες: ορθογώνιο / οξυγώνιο / αμβλυγώνιο / ισοσκελές / σκαληνό ~. 2 οτιδήποτε έχει σχήμα τριγώνου: Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα χτυπώντας και τα ~ τους. τρίγωνος -η -ο: αυτός που έχει σχήμα τριγώνου: Έφτιαξαν ένα ~ παρτέρι για λουλούδια. τριγωνικός -ή -ό: αυτός που έχει μορφή τριγώνου: ~ σχήμα.

τρίζω: 1 (αμτβ., για πργ.) παράγω ενοχλητικό και οξύ ήχο: ~ το κρεβάτι / η πόρτα / το πάτωμα. 2 (μτβ.) κάνω κτ να τρίζει: ~ τα δόντια μου /τις κλειδώσεις των δαχτύλων. ~ σε κπ τα δόντια: μιλάω σε κπ πολύ αυστηρά, τον φοβερίζω. 3 (μτφ., αμτβ.) είμαι έτοιμος να γκρεμιστώ: Το οικοδόμημα της φαντασίας σου ~ από τα θεμέλια. τρίξιμο το: η πράξη που κάνει κπ όταν τρίζει κτ και ο ήχος που παράγεται: το ~ των δοντιών / της πόρτας. τριγμός ο: 1 [επίσ.] ήχος που παράγεται από κτ που τρίζει: Οι ~ που ακούστηκαν από τα θεμέλια της πολυκατοικίας τρομοκράτησαν τους ενοίκους. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) προειδοποιητικά σημάδια για την κακή λειτουργία ή τη διάλυση θεσμού: Ακούστηκαν οι πρώτοι ~ του απολυταρχικού καθεστώτος.

τρικυμία η: 1 μεγάλη αναταραχή της θάλασσας, με κύματα που τα προκαλούν πολύ δυνατοί άνεμοι = [λαϊκ.] φουρτούνα, θαλασσοταραχή: Το καράβι δε θα φύγει λόγω ~. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) βάσανα, ταλαιπωρίες: Πέρασε πολλές τρικυμίες στη ζωή του. τρικυμιώδης -ης -ες: 1 (για θάλασσα) που βρίσκεται σε κατάσταση τρικυμίας = φουρτουνιασμένος: θάλασσα κυματώδης έως ~. 2 (μτφ.) περιπετειώδης, πολυτάραχος: Είχαν μια ~ σχέση, με πολλούς χωρισμούςglass σχ. αγενής.

Από το ΑΕ τρικυμία (από τα τρι- «τρεις, τρία» + κῦμα).

τριλογία η: σύνολο τριών έργων (λογοτεχνικών, θεατρικών κτλ.) με κοινό θέμα: Η ~ του Αισχύλου «Oρέστεια» αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες».

τριτοκοσμικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τις οικονομικά ασθενείς χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής: Στείλαμε τρόφιμα και ρούχα σε ~ χώρες. 2 [μειωτ.] (μτφ.) αυτός που φανερώνει χαμηλό, κυρίως κοινωνικο-οικονομικό, επίπεδο: Παραπονέθηκαν για την ~ κατάσταση που επικρατούσε στο νοσοκομείο.

τρίχα η: 1 καθένας από τους λεπτούς σαν νήμα σχηματισμούς, που φυτρώνουν και αναπτύσσονται στο δέρμα των θηλαστικών, απαρτίζοντας τα μαλλιά και τα τριχωτά μέρη του σώματος: σκληρή / μαλακή / μακριά ~. Στα μαλλιά σου είδα μια άσπρη ~. μου σηκώνεται η ~: ανατριχιάζω και (μτφ.) τρομάζω: Να σου πει τι πέρασε, να σου σηκωθεί η ~! παρά ~: παραλίγο: ~ να πέσει στη θάλασσα! τρίχες (κατσαρές)!: σαχλαμάρες. στην ~: πολύ κομψά: Είναι πάντα ντυμένη / χτενισμένη ~. 2 οτιδήποτε μοιάζει με τρίχα: Θέλω μια βούρτσα με κοντές ~. τριχωτός -ή -ό: αυτός που έχει πολλές τρίχες: ~ πόδια. τριχωτό το: το τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: το ~ της κεφαλής. τρίχωμα το: οι τρίχες που καλύπτουν το σώμα των ζώων και ορισμένα τμήματα του ανθρώπινου σώματος: κατσίκα με πυκνό και μακρύ ~. Ο αδερφός μου έχει πολύ ~ στο στέρνο.

τρομοκρατώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ να φοβάται ή να ανησυχεί πολύ = πανικοβάλλω, τρομάζω: Οι περισσότεροι φοιτητές είναι τρομοκρατημένοι από τα ποσοστά ανεργίας. 2 επιβάλλομαι με την άσκηση βίας: Ο διευθυντής της εταιρείας τρομοκρατούσε τους υπαλλήλους του. τρομοκράτης ο, -ισσα η: 1 μέλος παράνομης οργάνωσης που διαπράττει βίαιες πράξεις (βομβιστικές επιθέσεις ανατινάξεις κτλ.). 2 πρόσωπο που καταφεύγει σε βίαιες πράξεις για να επιβάλλει τη γνώμη του. τρομοκρατία η: 1 συστηματική χρήση βίας από οργανωμένες ομάδες, προκειμένου να επιτύχουν πολιτικούς σκοπούς: καταστολή / εξάπλωση της ~. 2 επιβολή τρόμου με την άσκηση βίας: η ~ του εργοδότη / αυταρχικού πατέρα. τρομοκρατικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην τρομοκρατία ή σε τρομοκράτη: ~ οργάνωση / χτύπημα. τρομοκρατικά (επίρρ.).

τρόμος ο: 1 ξαφνικός και πολύ έντονος φόβος: Την έπιασε ~ μόλις είδε τον ληστή με το όπλο. 2 (συνεκδ.) το πρόσωπο ή το πράγμα που προκαλεί τρόμο: Ο πειρατής αυτός ήταν ο φόβος και ο ~ των ναυτικών. τρομάζω μππ. τρομαγμένος: 1 (μτβ.) προκαλώ σε κπ ξαφνικό και έντονο φόβο: Με τρόμαξε όταν πρόβαλε μπροστά μου στα σκοτεινά. Με τρομάζει ο υπερβολικός εγωισμός της. = φοβίζω. 2 (αμτβ.) αισθάνομαι ξαφνικά έντονο φόβο ή αγωνία: Τρόμαξα όταν ο ληστής έβγαλε το όπλο. 3 [οικ.] (μτφ., αμτβ.) κοπιάζω, δυσκολεύομαι να καταφέρω κτ = μοχθώ: Τρόμαξα (για) να τον πείσω να έρθει μαζί μας στην εκδρομή. τρομακτικός & τρομαχτικός -ή -ό: 1 αυτός που προκαλεί τρόμο: ~ θρίλερ / σκοτάδι. 2 (μτφ.) αυτός που προξενεί κατάπληξη με το μέγεθος ή τη δύναμή του: αθλητής με ~ αντοχή. = απίστευτος. ~ ζέστη. = υπερβολικός. τρομάρα η: [προφ.] 1 = τρόμος, κυρίως στην έκφρ. πήρα μια ~!: τρόμαξα. 2 (ως επιφ.) [ειρων.] στην έκφρ. ~ σου / του!: πολύ ανόητο εκ μέρους σου / του: ~ σου, ήθελες και να μπεις στο πανεπιστήμιο χωρίς διάβασμα! τρομερός -ή -ό: = φοβερός 1 αυτός που προκαλεί τρόμο: Είδα ένα ~ ατύχημα, καθώς ερχόμουν. 2 αυτός που είναι πολύ δυσάρεστος: Ποτέ δε θα ξεχάσω τα ~ βάσανα της προσφυγιάς. 3 (μτφ.) αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση (θετική ή αρνητική) με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του: Kάνει ~ ζέστη. Η πράξη του δείχνει ~ ευφυΐα. = εξαιρετικός. Κάναμε ένα ~ ταξίδι πού να σου τα λέω! = καταπληκτικός. τρομερά (επίρρ.): Eίμαι ~ κουρασμένος. Mου αρέσει ~ ο ηθοποιός αυτός.

τροποποιώ -ούμαι: (μτβ.) κάνω αλλαγές, συνήθως μικρές, σε κτ: Τροποποίησα το κείμενο πριν το δώσω για δημοσίευση. τροποποίηση η. τροποποιητικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τροποποίηση: ~ διάταγμα. τροποποιητικά (επίρρ.).

τρόπος ο: το πώς ενεργεί, συμπεριφέρεται κπ ή λειτουργεί κτ: καλοί ~. ~ ζωής / διδασκαλίας. Δεν ήταν ~ αυτός που της μίλησες προηγουμένως! ~ λειτουργίας της μηχανής. με κάθε ~: οπωσδήποτε. κατά κάποιον ~: περίπου. με ~: διακριτικά ή με λεπτότητα. τροπικός1 -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον τρόπο: ~ επίρρημα.

τροπικός ο: καθένας από τους δύο νοητούς κύκλους της γης, που βρίσκονται από τη μια και την άλλη μεριά του Ισημερινού. τροπικός2 -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στους τροπικούς. ~ ζώνη: η πιο θερμή περιοχή της γης, που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο τροπικούς. 2 αυτός που σχετίζεται με την τροπική ζώνη ή παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά: ~ κλίμα / ζέστη.

τροφή η: 1 κάθε ουσία που παίρνει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο για να ζήσει και να αναπτυχθεί = φαγητό: Τα παιδιά πρέπει να τρώνε τροφές πλούσιες σε ασβέστιο. πνευματική ~: ό,τι καλλιεργεί το πνεύμα και την ψυχή: Ο ποιοτικός κινηματογράφος είναι η καλύτερη ~ για έναν νέο. 2 (μτφ.) οτιδήποτε δίνει την αφορμή για κτ: H προκλητική στάση του έδωσε ~ για ποικίλα σχόλια στις εφημερίδες. τρέφω -ομαι αόρ. έθρεψα, παθ. αόρ. τράφηκα, μππ. θρεμμένος: (μτβ.) 1 δίνω τροφή σε κπ: ~ το μωρό κυρίως με το μητρικό γάλα. 2 εκτρέφω ζώα: Οι γονείς του ~ μερικές αγελάδες για το γάλα τους. 3 (μτφ.) συντηρώ: Με τον μισθό που παίρνει ~ πέντε στόματα. 4 (μτφ.) διατηρώ, έχω μέσα μου κπ συναίσθημα: ~ μεγάλη συμπάθεια για όσους νέους δε συμβιβάζονται. τροφικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την τροφή: Ο στομαχικός σας πόνος οφείλεται σε ~ δηλητηρίαση. ~ αλυσίδα: αυτή που σχηματίζεται από οργανισμούς που τρέφονται από άλλους και που στη συνέχεια γίνονται τροφή για άλλους. τρόφιμο το: συνήθ. πληθ. ό,τι χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του: Αγοράσαμε πολλά ~, γιατί θα έχει κακοκαιρία την επόμενη βδομάδα.

τροφοδοτώ -ούμαι: (μτβ.) 1 παρέχω τρόφιμα σε οργανωμένη ομάδα ατόμων = σιτίζω: ~ το ελληνικό πολεμικό ναυτικό. 2 (κατ' επέκτ.) παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και λειτουργία μηχανισμού ή συστήματος: ~ το μηχάνημα με χαρτί. Το υδραγωγείο ~ μια πόλη με νερό. 3 (μτφ.) παρέχω τα απαραίτητα στοιχεία για τη στήριξη ή ενίσχυση γεγονότος, κατάστασης κτλ.: Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων ~ τους δημοσιογράφους με ειδήσεις. τροφοδοσία η. τροφοδοτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την τροφοδοσία ή ανήκει σε τροφοδότη: ~ σύστημα / εγκαταστάσεις. τροφοδοτικό το: εξάρτημα συνήθως ηλεκτρονικού υπολογιστή, που παρέχει ηλεκτρική ενέργεια. τροφοδότης ο, -τρια η: 1 πρόσωπο ή εταιρεία που έχει την ευθύνη για την τροφοδοσία μιας οργανωμένης ομάδας ατόμων: ~ της Λέσχης Αξιωματικών. 2 (γενικ.) προμηθευτής: Είναι ο βασικός ~ των τρομοκρατών σε όπλα. 3 [λογοτ.] (ως επίθ., μτφ.) αυτός που δίνει ζωή: ~ γη / ήλιος = ζωοδότης.

τροχαίος1 -α -ο: αυτός που έχει σχέση με τα τροχοφόρα οχήματα: ~ ατύχημα / παράβαση. τροχαία η. τροχαίο το. Τροχαία η: υπηρεσία της αστυνομίας που ασχολείται με την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών. τροχαίο το: ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται τροχοφόρο όχημα.

τροχαίος2 -α -ο: ΦΙΛΟΛ (στη νεότερη ποίηση) ρυθμική μονάδα που συνδυάζει δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη.

τροχιά η: 1 ΑΣΤΡΟΝ η κίνηση που κάνει ένα ουράνιο σώμα λόγω της βαρύτητας: ~ γύρω από τη γη. 2 ΦΥΣ το σύνολο των διαδοχικών σημείων που καταλαμβάνει στον χώρο ένα κινητό σώμα. 3 (μτφ.) πορεία: Διαγράφει θεαματική ~ στον χώρο του τραγουδιού.

τροχός ο: 1 δίσκος που γυρίζει γύρω από άξονα που τον διαπερνά στο κέντρο του: ~ αυτοκινήτου = ρόδα. ~ αγγειοπλαστικής / κεραμικής. 2 ΙΑΤΡ εργαλείο καθαρισμού και λείανσης δοντιών. τροχίζω -ομαι: (μτβ.) 1 οξύνω την κόψη μεταλλικού μυτερού εργαλείου = ακονίζω: ~ ψαλίδι / μαχαίρι / ξυράφι. 2 ΙΑΤΡ χρησιμοποιώ τον τροχό για να καθαρίσω ή να λειάνω ένα δόντι. 3 (μτφ.) οξύνω μια πνευματική ικανότητα = ακονίζω: ~ μνήμη / σκέψη. τροχοφόρο το: όχημα που κινείται με τροχούς: Απαγορεύεται η κίνηση των ~ στους πεζόδρομους.

τρύπα η: 1 άνοιγμα σε επιφάνεια: ~ της ζώνης / στον τοίχο. κάνω μια ~ στο νερό: κάνω κτ που δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. 2 κοιλότητα (στη γη, στο σώμα κτλ.): Ο τυφλοπόντικας τρόμαξε και κρύφτηκε στην ~ του. 3 [προφ.] (μτφ.) πολύ μικρός χώρος: Πληρώνει πολύ μεγάλο ενοίκιο, κι ας είναι μια ~ το σπίτι. 4 (μτφ.) οικονομικό έλλειμμα: ~ στον προϋπολογισμό. τρυπώ & -άω -ιέμαι: 1 α. (μτβ.) ανοίγω τρύπα σε κτ: Ο τεχνικός τρύπησε τον τοίχο, για να περάσει τα καλώδια. β. (αμτβ.) αποκτώ τρύπες: Τρύπησε το σακάκι και βάλαμε μπάλωμα να μη φαίνεται.2 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) τραυματίζω κπ ή κτ με κτ αιχμηρό: Οι τσουκνίδες μου τρύπησαν τα πόδια. Τα αγκάθια τρυπούν. 3 (μτφ., μτβ.) διαπερνώ λόγω έντασης ή οξύτητας: Ο θόρυβος από το κομπρεσέρ τρυπά τα αυτιά. τρύπημα το: 1 το άνοιγμα τρύπας: ~ ζώνης με ψαλίδι. 2 τσίμπημα: ~ από σύριγγα. τρύπιος -α -ο: αυτός που έχει τρυπήσει, συνήθως από τη χρήση: ~ σεντόνι / φανέλα / κουβάς. τρυπητός -ή -ό: αυτός που έχει τρύπες, συνήθως από την κατασκευή του: ~ κουτάλα.

τρυπώνω -ομαι μππ. τρυπωμένος: 1 [προφ.] (μτβ.) βάζω κτ σε σημείο που δύσκολα φαίνεται = χώνω, καταχωνιάζω ξετρυπώνω: Πού την τρύπωσε πάλι το σκυλί την παντόφλα μου; 2 [προφ.] (αμτβ.). κρύβομαι συνήθως σε κπ μικρό χώρο για να προφυλαχτώ = χώνομαι: Το σκυλάκι τρύπωσε στο σπιτάκι του για να μη βραχεί. 3 (μτβ.) ράβω κτ πρόχειρα με αραιές βελονιές: Πρώτα θα τρυπώσω τον ποδόγυρο και μετά θα τον γαζώσω με τη μηχανή. τρύπωμα το: 1 το να τρυπώνει κανείς κτ ή να τρυπώνει κπ κάπου = χώσιμο, κρύψιμο. 2 α. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές: ~ παντελονιού. β. (συνεκδ.) άσπρη κλωστή ειδική για τρύπωμα.

τρυφερός -ή -ό: 1 αυτός που αφήνει απαλή αίσθηση όταν τον αγγίζεις = μαλακός: ~ επιδερμίδα / κρέας. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία ή ευγενικά συναισθήματα: ~ σχέση / ηλικία / λόγια σκληρός. τρυφερά (επίρρ.). τρυφερότητα η: 1 η ιδιότητα του τρυφερού: ~ δέρματος = απαλότητα. (& μτφ.) η ~ του εσωτερικού του κόσμου / της παιδικής ηλικίας σκληρότητα, τραχύτητα. 2 συνήθ. πληθ. τρυφερές εκδηλώσεις: Το νεαρό ζευγάρι ήταν όλο τρυφερότητες στο παρκάκι. τρυφεράδα η = τρυφερότητα.

τρωκτικό το: ΖΩΟΛ μικρό ζώο με μακριά κοφτερά μπροστινά δόντια: Το ποντίκι και ο σκίουρος είναι ~.

τρωτός -ή -ό: = ευάλωτος 1 αυτός που εύκολα τραυματίζεται, αρρωσταίνει ή παθαίνει ζημιά: Είναι ~ στις αρρώστιες. 2 (μτφ.) α. αυτός που εύκολα πληγώνεται συναισθηματικά: Δείχνει ~ και αδύναμος, αλλά έχει πολύ δυνατό χαρακτήρα. β. αυτός που εύκολα παθαίνει ή υποχωρεί σε κτ δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: Είναι ~ στις επιθέσεις των πολιτικών αντιπάλων του. ~ σημείο: αδύνατο σημείο = μειονέκτημα, ελάττωμα: Γνώριζαν τα ~ του συστήματος, αλλά δεν προσπαθούσαν να το αλλάξουν.

Από το AE ρ. τιτρώσκω «πληγώνω, τραυματίζω».

τρώω & [σπάν.] τρώγω -ομαι ενστ. τρως, τρώ(γ)ει, τρώμε, τρώτε, τρών(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, πρτ. έτρωγα, αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, μππ. φαγωμένος: (μτβ.) 1 α.(& με παράλ. αντικ.) μασώ και καταπίνω κτ φαγώσιμο: Έφαγα δυο μερίδες παστίτσιο και βαρυστομάχιασα. Μην τρως λαίμαργα! ~ σαν λύκος / του σκασμού / τον άμπακα / τον άμπακο /τον αγλέουρα: τρώω πολύ. β. μου αρέσει να τρώω ορισμένο φαγητό ή τρέφομαι με ένα είδος τροφής: Από μικρός δεν ~ τα θαλασσινά. Ο ελέφαντας δεν ~ κρέας. γ. παθ. (για τροφή) είμαι κατάλληλος να φαγωθώ: Το έκαψες το φαγητό, δεν τρώγεται! δ. παθ. (συνήθ. με άρν.) είμαι υποφερτός, ανεκτός: Η αγένειά της δεν τρώγεται με τίποτα! 2 (για έντομα, ζώα) τσιμπώ ή δαγκώνω: Ξύπνησα γεμάτη τσιμπήματα, με έφαγαν τα κουνούπια. 3 (μτφ.) α. προκαλώ φθορά, συνήθως σταδιακή, σε κτ: Τα κύματα τρώνε τα βράχια. Ο σκόρος έφαγε τα μάλλινα. β. οδηγώ κπ στην καταστροφή: Τον έφαγε ο τζόγος. 4 [οικ.] α. σπαταλώ κτ.: Έφαγε όλη την κληρονομιά στον τζόγο. Έφαγε τα καλύτερά της χρόνια μ' αυτόν. β. καταναλώνω ή απαιτώ: Η δουλειά στην εταιρεία μού τρώει πολύ χρόνο. γ. σκοτώνω: Τον έφαγε ο συνεργάτης του, για να μη μοιράσουν τα κλοπιμαία. δ. υφίσταμαι κπ αρνητική συνήθως κατάσταση ή συμπεριφορά ή μου συμβαίνει κτ κακό: ~ ξύλο / κλοτσιά / βρίσιμο. ε. κάνω κτ δικό μου κυρίως με παράνομο ή ανήθικο τρόπο = κλέβω: Μου 'φαγε το δαχτυλίδι μου. στ. πιέζω κπ για κτ: Με έφαγε να την πάω διακοπές σε πολυτελές ξενοδοχείο! ζ. βασανίζω ψυχικά ή σωματικά: Με ~ η περιέργεια να μάθω τι συνέβη. Την έφαγε με την γκρίνια του! 5 προκαλώ φαγούρα σε κπ: Με ~ η πλάτη μου, με ξύνεις λιγάκι; 6 νικώ κπ: Τους φάγαμε χτες στον αγώνα! 7 παθ. τσακώνομαι συνέχεια με κπ: Από μικροί τρώγονταν (σαν τον σκύλο με τη γάτα) για τα παιχνίδια τους. 8 παθ. ζητώ επίμονα κτ: Φαγώθηκε να αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. τρώγομαι (με τα ρούχα μου): γκρινιάζω συνεχώς και χωρίς λόγο.

τσακίζω -ομαι: 1 (μτβ.) α. χτυπώ βίαια ή κομματιάζω: Μου τσάκισε το πόδι με την κλοτσιά που μου έδωσε. = τραυματίζω. β. (μτφ.) νικώ ολοκληρωτικά κπ = κατατροπώνω: Με τσάκισε στο τάβλι με 7-0. γ. διπλώνω: Τσάκισε τη φωτοτυπία στα τέσσερα και την έβαλε στην τσέπη του. δ. προκαλώ σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία σε κπ: Μου ~ τα νεύρα η αδιαφορία της. 2 παθ. α. (αμτβ.) πέφτω βίαια και κομματιάζομαι: Ο χαρταετός τσακίστηκε πάνω στα δέντρα. β. (μτφ., μτβ.) κάνω κτ με μεγάλη προθυμία, με υπερβολικό ζήλο: Ο πωλητής τσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει. 3 (μτφ., αμτβ.) γερνάω: Τσάκισε πρόωρα μετά τον θάνατο του άντρα της. τσάκισμα το: 1 [οικ.] το να τσακίζεται κτ: ~ του σκάφους στα βράχια / των νεύρων. 2 συνήθ. πληθ. κουνήματα της μέσης στο περπάτημα ή τον χορό. τσάκιση η: δίπλωμα σε ύφασμα, συνήθως από το σιδέρωμα: ~ στο παντελόνι.

τσακώνομαι: (αμτβ.) καβγαδίζω με κπ = μαλώνω μονοιάζω, συμφιλιώνομαι: Τσακώθηκε με τον γείτονά του για τα όρια του χωραφιού. τσακωμός ο: καβγάς = μάλωμα: Αιτία του διαζυγίου ήταν οι ατέλειωτοι ~ και η γκρίνια.

τσακώνω: [λαϊκ.] (μτβ.) 1 πιάνω κπ την ώρα που κάνει κτ παράνομο ή επιλήψιμο: Τον τσακώσαμε να κλέβει σταφύλια από την κληματαριά μας. 2 παίρνω: Tσάκωσε 10 ευρώ, και πολλά σου είναι! τσακωτός -ή -ό: [λαϊκ.] κυρίως στην έκφρ. κάνω κπ τσακωτό: τσακώνω κπ = πιάνω κπ στα πράσα.

τσαλαπατώ & -άω -ιέμαι [οικ.] (μτβ.) = ποδοπατώ: 1 πατάω κπ ή κτ βίαια με τα πόδια μου: Πρόσεχε πού πατάς - με τσαλαπάτησες!2 (μτφ.) μειώνω την αξία, το κύρος προσώπου, ιδέας κτλ. = εξευτελίζω: ~ τα πιστεύω μου. τσαλαπάτημα το.

τσατίζω & τσαντίζω -ομαι: [προφ.] (μτβ.) κάνω κπ να θυμώσει ή να εκνευριστεί: Τσατίστηκε και έφυγε. τσατίλα & τσαντίλα η: [προφ.] κατάσταση θυμού ή εκνευρισμού λόγω της συμπεριφοράς κπ: Πήγε μια βόλτα και του έφυγε η ~. τσατίλας & τσαντίλας ο: [προφ.] πρόσωπο που θυμώνει ή εκνευρίζεται εύκολα: Είναι λίγο ~, αλλά καλό παιδί. τσάτισμα & τσάντισμα το = τσατίλα. glass σχ. τουφέκι.

τσέπη η: 1 α. μικρή θήκη ραμμένη επάνω σε ρούχο ή τσάντα, που χρησιμοποιείται για να βάζει κανείς μικρά προσωπικά αντικείμενα: εσωτερική / κρυφή ~. Είχε τα χέρια στις ~. β. γεν. ως χαρακτηρισμός αντικειμένου που, λόγω μικρού μεγέθους, χωρά σε τσέπη: βιβλίο τσέπης. 2 η οικονομική κατάσταση ή δυνατότητες κάποιου, κυρίως στις εκφρ. (δεν) το αντέχει η ~ μου: (δεν) έχω την οικονομική άνεση. πληρώνω κτ από την ~ μου: κτ βαραίνει εμένα οικονομικά. τσεπώνω: [προφ.] (μτβ.) 1 βάζω στην τσέπη: Τσέπωσε το χαρτζιλίκι του και εξαφανίστηκε. 2 παίρνω χρήματα, συνήθως παράνομα: Τσέπωσε τις προκαταβολές των πελατών και έφυγε στο εξωτερικό.

τσιγάρο το: 1 ψιλοκομμένα φύλλα καπνού τυλιγμένα σε ειδικό λεπτό χαρτί σε σχήμα κυλίνδρου: Άναψε ένα ~ και άρχισε να καπνίζει. 2 [προφ.] κάπνισμα: Το ~ κατέστρεψε την υγεία του. τσιγαρίλα η: η μυρωδιά του αναμμένου τσιγάρου: Κάπνιζε συνέχεια και τα ρούχα του μύριζαν ~.

τσιγκούνης -α -ικο: αυτός που αποφεύγει σε υπερβολικό βαθμό να ξοδεύει χρήματα = σπαγκοραμμένος, φιλάργυρος, σφιχτός γενναιόδωρος, σπάταλος: Είναι τόσο ~, που κυκλοφορεί με τα ίδια ρούχα εδώ και δεκαπέντε χρόνια. τσιγκουνεύομαι: (μτβ.) 1 δε θέλω να ξοδέψω χρήματα για κτ σπαταλώ: Τσιγκουνεύεται να αγοράσει τσιγάρα και όλο ζητά από τους φίλους του. 2 (μτφ.) δε θέλω να προσφέρω κτ: Ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε τη βοήθεια στους φίλους της. τσιγκουνιά η: 1 η ιδιότητα του τσιγκούνη: Από την ~ του δεν πήγαινε ποτέ διακοπές. 2 συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον τσιγκούνη σπατάλη: Άσε τις ~ και αγόρασε το παλτό - είναι πολύ ωραίο!

τσιμπώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 τρυπώ ελαφρά (συνήθως το δέρμα) με αιχμηρό όργανο ή (για έντομα) με το κεντρί μου: Τσιμπήθηκε από τις τσουκνίδες. Με τσίμπησε σφήκα στο λαιμό και πρήστηκε. 2 πιέζω με τον αντίχειρα και με ένα άλλο δάχτυλο ταυτόχρονα α. το δέρμα, για να προκαλέσω πόνο: Την τσίμπησε με τόση δύναμη στο μάγουλο, που της άφησε σημάδι. β. [οικ.] ένα αντικείμενο, για να το πιάσω: Τσίμπα ένα από αυτά τα πακέτα! 3 (μτφ.) προκαλώ σύντομο, αλλά οξύ πόνο, συνήθως επαναλαμβανόμενο: Με ~ συχνά το στομάχι. 4 α. (για πρόσ.) τρώω ελαφρά: Αν δεν τσιμπήσω κάτι στο γραφείο μέχρι το μεσημέρι, πεθαίνω της πείνας. β. (για ψάρι) τρώγοντας το δόλωμα, πιάνομαι από το αγκίστρι. 4 παθ. (μτφ.) ερωτεύομαι κπ: Ο Κώστας τσιμπήθηκε με την Κατερίνα. 5 [οικ.] αυξάνω την τιμή προϊόντος, υπηρεσίας κτλ. σε υπερβολικό βαθμό: Στις τουριστικές περιοχές τις «τσιμπάνε» τις τιμές αρκετά. τσίμπημα το: το να τσιμπά κανείς κτ και αυτό που τσιμπά: ~ από καρφίτσα / κουνούπι / στο χέρι. ~ στο αυτί / μάγουλο = τσιμπιά. Ένιωσα ένα ~ στο στομάχι. Δεν επιτρέπεται το ~ ανάμεσα στα γεύματα. τσιμπιά η: 1 τσίμπημα του δέρματος με τα δάχτυλα, που συνήθως προκαλεί ελαφρύ πόνο: ~ στο μάγουλο. 2 (συνεκδ.) το σημάδι που αφήνει η τσιμπιά: Μελάνιασε η ~!

τσιρίζω: (αμτβ.) βγάζω ενοχλητικά δυνατή και ψιλή φωνή ή άλλον παρόμοιο ήχο: Το παιδί τσίριξε από τον πόνο. τσιρίδα η: [προφ.] ενοχλητικά δυνατή, ψιλή φωνή: Έβγαλε μια ~ από την τρομάρα της. τσιριχτός -ή -ό: αυτός που έχει δυνατό και διαπεραστικό ήχο. τσιριχτά (επίρρ.).

Προέρχεται από το AE ρ. συρίζω, οπότε και ορθότερη θα ήταν η γραφή με -υ- (τσυρίζω, τσυρίδα κτλ.). Ωστόσο, έχει επικρατήσει η γραφή με -ι-.

τυγχάνω αόρ. έτυχα: [επίσ.] 1 (αμτβ.) συμβαίνει τυχαία να έχω κπ ιδιότητα: Ο Διευθυντής τυγχάνει φίλος μου. 2 (μτβ. + γεν.) γίνομαι δέκτης κπ πράγματος ή μου συμβαίνει κτ: ~ περιποίησης / εκτίμησης / θερμής υποδοχής. glass σχ. τυχαίνω.

τύπος1 ο: 1 κατηγορία, είδος: ~ αυτοκινήτου. 2 α. ο χαρακτήρας κπ: χαρούμενος / ακουστικός ~. β. [λαϊκ.] άνθρωπος, άτομο: Ο ~ απέναντι με παρακολουθεί συνεχώς. 3 πρότυπο, υπόδειγμα: ο ~ της αίτησης. 4 συνήθ. πληθ. η εξωτερική μορφή ενέργειας ή συμπεριφοράς σε αντίθεση με το περιεχόμενο: Δίνει σημασία στους τύπους. 5 ΜΑΘ ΦΥΣ ΧΗΜ παράσταση που εκφράζει συμβολικά σχέσεις μεταξύ αριθμών, φυσικών μεγεθών ή χημικών στοιχείων. 6 ΓΛΩΣΣ καθεμία από τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται μια λέξη: παθητικός ~ του ρήματος. τυπικός -ή -ό: 1 αυτός που ακολουθεί τους τύπους ή τους κανόνες: ~ υπάλληλος / συμπεριφορά. 2 αυτός που διαθέτει τα βασικά γνωρίσματα της ομάδας ή της κατηγορίας του: ~ παράδειγμα πουλιού είναι το σπουργίτι. = αντιπροσωπευτικός. ~ σύμπτωμα / γνώρισμα = χαρακτηριστικός. 3 αυτός που αποτελεί συνήθεια = καθιερωμένος, συνηθισμένος: Οι επισκέψεις σε μουσεία είναι πλέον μια ~ εκπαιδευτική δραστηριότητα. 4 αυτός που είναι επιφανειακός και όχι επί της ουσίας ουσιαστικός: ~ επιθεώρηση / έλεγχος άτυπος. 5 αυτός που έχει επίσημο χαρακτήρα: ~ επιβεβαίωση. 6 αυτός που γίνεται ψυχρά, χωρίς εγκαρδιότητα: ~ χειραψία. τυπικά (επίρρ.). τυπικό το: 1 ΓΛΩΣΣ το μέρος της γραμματικής που εξετάζει τους τύπους των λέξεων. 2 το σύνολο των τύπων ή κανόνων που διέπουν μια διαδικασία = εθιμοτυπία: Σύμφωνα με το ~, ακολούθησε δεξίωση προς τιμήν των πρέσβεων. τυπικότητα η: 1 η ιδιότητα του τυπικού (σημ. 1): Στις παραδόσεις των εμπορευμάτων του τον χαρακτηρίζει πάντα ~. 2 συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) οι κοινωνικές συμβάσεις ή τύποι: Νιώστε σαν στο σπίτι σας κι αφήστε τις ~.

τύπος2 ο: το σύνολο των εφημερίδων και των περιοδικών, και (συνεκδ.) οι εργαζόμενοι σε αυτό, καθώς και το έργο που επιτελούν: αθλητικός / διεθνής / ηλεκτρονικός ~. Η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει τον ~. κίτρινος ~: εφημερίδες και περιοδικά που ασχολούνται κυρίως με σκάνδαλα και κουτσομπολιά.

τυπώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αποτυπώνω κτ (συνήθως επάνω σε χαρτί) με κατάλληλο τυπογραφικό εξοπλισμό: ~ εικόνα / φωτογραφίες = εκτυπώνω. 2 (κατ' επέκτ.) δίνω κτ για να τυπωθεί: Πότε θα τυπώσεις το νέο σου σύγγραμμα; = εκδίδω. τύπωμα το: εκτύπωση: ~ βιβλίου / φωτογραφιών. τυπωτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στο τύπωμα: ~ μηχάνημα. = εκτυπωτικός. glass σχ. εκτυπώνω.

τυραννώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) καταπιέζω ή βασανίζω: Τυραννούσε τον λαό του επί δεκαετίες. (μτφ.) Η αρρώστια αυτή τον τυραννά χρόνια. τυραννία η: 1 (στην αρχαιότητα) πολίτευμα όπου ο τύραννος καταλάμβανε με τη βία την εξουσία και κυβερνούσε απολυταρχικά = τυραννίδα. 2 (συνεκδ.) διακυβέρνηση με απολυταρχικό τρόπο. 3 (μτφ.) βάσανο = ταλαιπωρία, μαρτύριο: Ζήσαμε την ~ της προσφυγιάς. 4 (μτφ.) καταπιεστική συμπεριφορά = καταδυνάστευση: Αγωνίζονταν ενάντια στην ~ των μεγαλοτσιφλικάδων. τύραννος ο: 1 (στην αρχαιότητα) πρόσωπο που καταλάμβανε την εξουσία με βία και κυβερνούσε απολυταρχικά: οι τριάκοντα ~ της Αθήνας. 2 δικτάτορας. 3 (μτφ.) πρόσωπο που καταπιέζει τους άλλους: Η πεθερά της κατάντησε ~ μέσα στο σπίτι τους. τυραννικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στον τύραννο ή την τυραννία: ~ καθεστώς = απολυταρχικός. 2 (μτφ.) αυτός που καταπιέζει ή βασανίζει: ~ αγάπη / γονιός / διοίκηση / ασθένεια. τυραννικά (επίρρ.).

τυρί το: προϊόν που παρασκευάζεται από πήξιμο του γάλακτος: σκληρό / μαλακό / κίτρινο ~.

τυφλός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χάσει την όρασή του ή που εκ γενετής δεν έχει την ικανότητα να βλέπει: Έπεσε οξύ στα μάτια του και έμεινε ~. (ψάχνω) στα τυφλά: (αναζητώ κτ) χωρίς να έχω ορατότητα ή (μτφ.) χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες. 2 (μτφ., για ψυχική κατάσταση, συναίσθημα) αυτός που είναι ιδιαίτερα έντονος, σε σημείο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής = παράφορος: ~ δίψα για εκδίκηση / μίσος. 3 (μτφ.) αυτός που υπάρχει σε απεριόριστο βαθμό = απόλυτος: ~ υπακοή / εμπιστοσύνη. 4 αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή έξοδο: ~ τραύμα / δρόμος / τοίχος. 5 αυτός που δεν έχει συγκεκριμένο στόχο: ~ χτύπημα. τυφλά (επίρρ.): Υπακούει ~ στις διαταγές των ανωτέρων του. τυφλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 α. κάνω κπ τυφλό: Τυφλώθηκε από μια σοβαρή μόλυνση στο μάτι. β. (κατ' επέκτ.) εμποδίζω την όραση κπ: Μας τύφλωσαν τα φλας από τις φωτογραφικές μηχανές. = [λαϊκ.] στραβώνω. 2 (μτφ.) κάνω κπ να μην μπορεί να αντιληφθεί κτ ή να κρίνει σωστά: Τον τύφλωσε ο έρωτας / το πάθος για εκδίκηση. τύφλωση η: 1 απώλεια της όρασης: Η εκθαμβωτική λάμψη μετά την έκρηξη τού επέφερε ~. 2 (μτφ.) η αδυναμία κπ να αντιληφθεί κτ ή να κρίνει σωστά: Η συνεχής προπαγάνδα προκάλεσε πολιτική ~ στους πολίτες.

τύχη η: 1 απρόβλεπτη υποθετική δύναμη που συντελεί στην εξέλιξη των πραγμάτων (θετικά ή αρνητικά): Το ότι έγινε πλούσιος οφείλεται στην ~ κι όχι στην εργατικότητά του. 2 σύνολο ευνοϊκών συμπτώσεων ατυχία: Είχε την ~ να πέφτει πάντα σε πολύ καλούς εργοδότες. κάνω την ~ μου: αποκτώ περιουσία. κλοτσάω την ~ μου: δεν αξιοποιώ μια καλή ευκαιρία. κοιμάμαι και η ~ μου δουλεύει: μου έρχονται όλα βολικά χωρίς δική μου προσπάθεια. 3 το τι απέγινε κπ: Αγνοείται η ~ πολλών μεταναστών, αφότου αποβιβάστηκαν από το πλοιάριο. 4 μοίρα = [λαϊκ.] γραφτό, ριζικό: Το 'χει η ~ του να βασανίζεται. 5πληθ. η ζωή, το μέλλον κπ: οι τύχες των λαών. τυχαίνω αόρ. έτυχα: 1 (αμτβ.) βρίσκομαι κάπου κατά σύμπτωση: Έτυχα την ώρα της διαδήλωσης στο κέντρο της πόλης. 2 απρόσ. (αμτβ.) συμβαίνει τυχαία: Δεν έτυχε να συναντηθούμε, αν και μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. 3 (μτβ.) α. παρουσιάζομαι, κυρίως ξαφνικά: Του έτυχαν πολλές αναποδιές στη ζωή του και γέρασε πριν από την ώρα του. β. πέφτω σε κπ με κλήρωση: Μου έτυχε ένα ποδήλατο στη λοταρία. τυχερός -ή -ό: 1 αυτός που η τύχη είναι ευνοϊκή μαζί του άτυχος: Στη ζωή του ήταν τόσο ~, που δεν προλάβαινε να ευχηθεί κάτι, και αμέσως συνέβαινε. 2 αυτός που θεωρείται ότι φέρνει τύχη = γούρικος γρουσούζικος: Τον καλούσαν να τους κάνει ποδαρικό, γιατί τον θεωρούσαν ~. 3 αυτός που βασίζεται στην τύχη: ~ παιχνίδια. τυχερό το: α. μοίρα: Αφού δεν πνίγηκε τότε στο ναυάγιο, ήταν το ~ του να ζήσει. β. συνήθ. πληθ. [οικ.] επιπλέον κέρδος για υπηρεσίες: Το επάγγελμα του σερβιτόρου έχει και τα τυχερά του. τυχαίος -α -ο: 1 αυτός που γίνεται κατά τύχη ή εκτός προγραμματισμού: ~ ανακάλυψη / συνάντηση. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που δε χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αξία = οποιοσδήποτε, ασήμαντος αξιόλογος: Πρόσεξε πώς μου μιλάς, δεν είμαι κανένας ~ εγώ! τυχαία & [επίσ.] τυχαίως (επίρρ.).

Προσοχή: τα ρ. τυχαίνω και τυγχάνω, παρά την κοινή τους ρίζα, διαφοροποιούνται σημασιολογικά.

τυχόν (επίρρ.): 1 κατά τύχη: Αν ~ τον δεις, πες του χαιρετίσματα. 2 για να κάνουμε πιο ευγενική τη διατύπωση ερώτησης, παράκλησης κτλ. ή πιο έντονη τη διατύπωση απειλής: Μήπως ~ θυμηθήκατε πού το είχατε βάλει; Μην ~ και δεν έρθεις - χάθηκες! 3 (ως επίθ., άκλ.) αυτός που μπορεί να συμβεί = πιθανός, ενδεχόμενος: Οι ~ διαφωνίες των συνομιλητών θα ληφθούν υπόψη.

Από το ουδ. της μτχ. αορ. β΄ἔτυχον του AE ρ. τυγχάνω.

τώρα (επίρρ.): 1 στην παρούσα χρονική στιγμή πριν, μετά: Δεν είναι ~ εδώ, θα γυρίσει σε λίγο. 2 στο πολύ άμεσο παρελθόν ή μέλλον: Μόλις ~ τον είδα. ~ φεύγουμε, σταμάτα να γκρινιάζεις! 3 για ενέργεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα ή που μόλις τελείωσε: Μέρες ~ προσπαθώ να σε συναντήσω. ~ πια κανείς δεν τον θυμάται. τώρα το άκλ.: η παρούσα χρονική στιγμή. τωρινός -ή -ό: αυτός που γίνεται ή υπάρχει τώρα: Η ~ διοίκηση της εταιρείας είναι καλύτερη από την προηγούμενη. ~ κατάσταση / δεδομένα.