Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Σ
σαγήνη
σώφρων

Σ αγήνη η: γοητεία, έντονη έλξη που ασκεί κπ  ή κτ: Η ~ των εξωτικών τόπων με συναρπάζει. Η ~ της δεν οφείλεται μόνο στην ομορφιά, αλλά και στο πνεύμα της. σαγηνεύω: (μτβ.) γοητεύω κπ: Έχει σαγηνεύσει όλους τους συναδέλφους της. σαγηνευτής ο, -εύτρια η. σαγηνευτικός -ή -ό: αυτός που σαγηνεύει: ~ φωνή. σαγηνευτικά (επίρρ.).

σαθρός: 1 αυτός που έχει διαβρωθεί ή σαπίσει και δεν είναι πλέον στέρεος: Το πέτρωμα ήταν ~ κι έφευγε κάτω από τα πόδια του. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει στερεή βάση: Τα επιχειρήματά του ήταν ~, εύκολα μπορούσες να τα αντικρούσεις. σαθρότητα η.

σαλεύω αόρ. σάλεψα, μππ. σαλεμένος (μόνο στη σημ. 2): (αμτβ.) 1 κινούμαι μετατοπιζόμενος ελαφρά: Kάτω από τον βράχο φάνηκε ένα χταπόδι να ~. Ένιωθα το έδαφος να ~ κάτω από τα πόδια μου. 2 [προφ.] (μτφ.) παθαίνω έντονη διανοητική διαταραχή = τρελαίνομαι: Του σάλεψε από τη στενοχώρια του. Είναι σαλεμένος.

σάλιο το: άχρωμο υγρό που παράγεται από αδένες της στοματικής κοιλότητας και διευκολύνει την κατάποση της τροφής. μου τρέχουν τα σάλια: επιθυμώ κτ πάρα πολύ. σαλιώνω: (μτβ.) υγραίνω κτ με σάλιο: Σάλιωσε το γραμματόσημο. σαλιάρης -α -ικο: αυτός που του τρέχουν τα σάλια. σαλιάρα η: ύφασμα, ποδιά που κρεμιέται στον λαιμό των μωρών, για να μη λερωθούν όταν τρώνε.

Από το μσν. σιάλιον υποκορ. του AE σίαλος.

σάλος ο χωρίς πληθ.: 1 αντίκτυπος: Ο ~ των γεγονότων έφτασε ως τα μέρη μας. 2 έντονη αντίδραση (θετική ή αρνητική) σε σχέση με κπ γεγονός: Έγινε ~ στο γήπεδο, όταν αναγγέλθηκε η ακύρωση του ματς.

Από την ΑΕ λ. σάλος «θαλασσοταραχή», παράγωγο της οποίας είναι το ρήμα σαλεύω.

σαν1 (πρόθ.): 1 (+ πτώση του όρου που προσδιορίζει) δηλώνει παρομοίωση με κπ ή κτ άλλο: Με συμβούλεψε ~ πατέρας. Τον περιποιήθηκαν ~ αδερφό μου. 2 (+ πτώση του όρου που προσδιορίζει) δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση που αιτιολογεί αυτό που εκφράζεται στη συνέχεια της πρότασης: ~ δάσκαλός σας (= επειδή είμαι δάσκαλός σας), οφείλω να σας συμβουλεύσω. 3 σαν να (ως σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει υποθετική κατάσταση, όπως εάν ίσχυε αυτό που εκφράζει: Μιλάει ~ είναι αρχηγός (ενώ δεν είναι). Σε συμβουλεύει ~ θέλει το καλό σου.

Το σαν πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για παρομοίωση ή αιτιολογία. Γι’ αυτό, σε θέση κατηγορουμένου, το σωστό είναι να χρησιμοποιούμε το ως: π.χ. Προσλήφθηκε ως γραμματέας και όχι σαν γραμματέας.

σαν2 (σύνδ.): [λαϊκ.] 1 όταν ή αφού: ~ ήρθε ο χειμώνας, το τζιτζίκι δεν είχε τι να φάει. 2 αν: ~ θέλει η νύφη κι ο γαμπρός..

σανίδα η: μακρόστενο κομμάτι λεπτού επεξεργασμένου ξύλου που χρησιμοποιείται για κατασκευές ή διακόσμηση: δρύινη ~. Είχανε βάλει μια ~ για γεφυράκι πάνω από το ρυάκι. ~ σωτηρίας: οτιδήποτε λειτουργεί ως μέσο σωτηρίας σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις. σανίδι το: 1 [οικ.] σανίδα. 2 θεατρική σκηνή ή θέατρο: Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε τη ζωή της στο ~. σανιδώνω: (μτβ.) τοποθετώ σανίδες. σανίδωμα το: κάλυψη επιφάνειας με σανίδες.

σάπιος -α -ο: 1 (για οργανικές ουσίες) αυτός που έχει αλλοιωθεί, που έχει αποσυντεθεί = χαλασμένος: ~ φρούτα / λαχανικά / φυτά. 2 αυτός που έχει διαβρωθεί από το πέρασμα του χρόνου: Τα ~ παραθυρόφυλλα δεν έκλειναν. 3 (μτφ.) αυτός που έχει διαβρωθεί ως προς τις ηθικές, κοινωνικές αξίες: Είναι ~, ανήθικος και διεφθαρμένος. ~ θεσμός. σαπίζω: 1 α. (αμτβ.) γίνομαι σάπιος: Σάπισαν τα φρούτα. β. (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να γίνει σάπιος: Το νερό σάπισε το ξύλο. ~ κπ στο ξύλο: τον ξυλοκοπώ πάρα πολύ. 2 (αμτβ.) φθείρομαι ως προς τις ηθικές μου αξίες, παρουσιάζω δείγματα διαφθοράς: Η κοινωνία έχει σαπίσει τελείως. σαπίλα η: 1 δυσάρεστη μυρωδιά του σάπιου: Στην όχθη του βάλτου μύριζε ~. 2 (μτφ.) διάβρωση ως προς τις ηθικές αξίες = διαφθορά ηθικότητα: η ~ της πολιτικής ζωής. σάπισμα το: το να σαπίζει κτ. σήψη η: 1 σάπισμα που προκαλείται από μικρόβια: μικροβιακή ~. 2 (μτφ.) ηθική διαφθορά: κοινωνική ~.

Από τον παθ. αόρ. β΄ ἐσάπην του AE ρ. σήπομαι «σαπίζω».

σάρκα η: 1 το μυώδες μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων: τρυφερή / σκληρή / συμπαγής / χαλαρή ~. κτ παίρνει ~ και οστά: γίνεται πραγματικότητα, υλοποιείται. 2 (για φρούτα) το χυμώδες τμήμα στο εσωτερικό του οποίου βρίσκεται το κουκούτσι: Τα ροδάκινα είχαν πολύ νόστιμη και ζουμερή ~. 3 (μτφ.) η υλική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με το πνεύμα: η απόλαυση της ~. σαρκικός -ή -ό πνευματικός: αυτός που σχετίζεται με τη σάρκα (σημ. 3): ~ απόλαυση / έρωτας. σαρκικά (επίρρ.). σαρκώδης -ης -ες: αυτός που έχει άφθονη σάρκα (σημ. 1): ~ χείλιαglass σχ. αγενής.

σαρκάζω -ομαι: (μτβ.) μιλάω κοροϊδευτικά και καυστικά εναντίον προσώπου ή πράγματος = ειρωνεύομαι, χλευάζω: Σε παρακαλώ να σταματήσεις να ~ όσα λέω. σαρκασμός ο: κακεντρεχής ειρωνεία = χλευασμός. σαρκαστικός -ή -ό: ~ ύφος. σαρκαστικά (επίρρ.). σαρκαστής ο.

σαρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 παρασέρνω κτ ορμητικά ή το καταστρέφω: Ο τυφώνας «Λίντα» σάρωσε το Νότιο Bιετνάμ. 2 γνωρίζω πολύ μεγάλη επιτυχία, θρίαμβο: Σάρωσε τα Όσκαρ ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών». 3 ΠΛΗΡΟΦ περνάω από σαρωτή κείμενα, εικόνες, φωτογραφίες κτλ.: Σάρωσες το έγγραφο; σάρωση η: 1 ΠΛΗΡΟΦ η τεχνική σύμφωνα με την οποία το περιεχόμενο ενός εγγράφου, εικόνας κτλ. μετατρέπεται σε ψηφιακή εικόνα. σαρωτής ο: ΤΕΧΝΟΛ συσκευή με την οποία σαρώνουμε (μόνο στη σημ. 3) = σκάνερ. σαρωτικός -ή -ό: 1 αυτός που στο πέρασμά του καταστρέφει: ~ άνεμος. 2 αυτός που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία: ~ νίκη. σαρωτικά (επίρρ.).

σατανάς ο: (συνήθ. με κεφαλαίο Σατανάς) το πνεύμα του κακού σύμφωνα με την Αγία Γραφή = διάβολος, Εωσφόρος. σατανικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με τον Σατανά = διαβολικός αγγελικός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι εξαιρετικά έξυπνος. 3 (μτφ.) οτιδήποτε συνδυάζει χαρακτηριστικά πονηριάς και κακίας ταυτόχρονα: ~ απόφαση / σχέδιο αγγελικός. σατανικά (επίρρ.). σατανισμός ο: παραθρησκευτικό σύστημα λατρείας του διαβόλου. σατανιστής ο, -ίστρια η: οπαδός του σατανισμού.

σάτιρα η: 1 λογοτεχνικό είδος (πεζογράφημα ή ποίημα) που θίγει τα κακώς κείμενα με κωμικό τρόπο: η ~ του Αριστοφάνη. 2 (γενικ.) διακωμώδηση. σατιρίζω: (μτβ.) διακωμωδώ καταστάσεις και πρόσωπα. σατιρικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τη σάτιρα (σημ. 1): ~ ποίηση. 2 αυτός που διακωμωδεί καυστικά. σατιρικά (επίρρ.).

Προσοχή: πρέπει να διαχωρίζουμε τα επίθετα σατιρικός και σατυρικός. Το πρώτο δηλώνει αυτόν που σχετίζεται με τη σάτιρα, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στον Σάτυρο.

Σάτυρος ο: ΜΥΘΟΛ τραγοπόδαρος ακόλουθος του θεού Διονύσου. σατυρικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τους Σατύρους. ~ δράμα: είδος του αρχαίου δράματος με χορό Σατύρων.

σαφής -ής -ές: αυτός που είναι ξεκάθαρος ως προς το νόημα, που γίνεται εύκολα αντιληπτός: Η απάντησή σας ήταν ~, δε χρειαζόμαστε περαιτέρω εξηγήσεις. glass σχ. αγενής. σαφώς (επίρρ.). σαφήνεια η: απόλυτα διαυγής και κατανοητός τρόπος έκφρασης = διαύγεια, καθαρότητα ασάφεια, αοριστία: σκέψεις διατυπωμένες με ~.

σβήνω -ομαι 1 (μτβ.) κάνω κτ να σταματήσει να καίει ανάβω: Σβήσε τη φωτιά! 2 (μτβ., για μηχάνημα) διακόπτω τη λειτουργία = κλείνω ανάβω: Θα σβήσεις την κουζίνα / την τηλεόραση; 3 (μτβ.) εξαφανίζω κτ (κείμενο, σχέδιο) που ήταν γραμμένο: Σβήσε την άσκηση από τον πίνακα! 4 (αμτβ.) νιώθω ότι χάνω σιγά-σιγά τις αισθήσεις μου. 5 (μτφ., μτβ.) χάνομαι εντελώς, ολοκληρωτικά: Έσβησε και η τελευταία ελπίδα για την ανεύρεση επιζώντων στα συντρίμμια. σβήσιμο το. σβηστήρα & σβήστρα η & σβηστήρι το: γομολάστιχα. σβηστός -ή -ό.

σε & σ’ (πρόθ.): (+ αιτ.) δηλώνει 1 τον τόπο όπου βρίσκεται ή κάνει κπ κτ: Είναι / δουλεύει στο σπίτι. 2 τον τόπο προς τον οποίο κινείται κπ ή κτ: Βγήκε στον κήπο. 3 το σημείο που καταλήγει κπ ή κτ: Η μπάλα κύλησε στον διπλανό του. Έδωσε το βιβλίο στην αδελφή του. 4 το χρονικό σημείο ή το χρονικό διάστημα μετά από το οποίο γίνεται ή συμβαίνει κτ: Έφυγε στις τρεις. ~ μια ώρα θα έχει φύγει. 5 το χρονικό διάστημα που διαρκεί κτ: Απάντησε όλες τις ερωτήσεις μέσα ~ λίγα λεπτά. 6 αναφορά = ως προς: Είναι πολύ καλός στα φιλολογικά. 7 την κατάσταση που βρίσκεται κπ ή κτ: H μηχανή είναι ~ λειτουργία.

Προσοχή στην ορθογραφία! Η πρόθ. σε με το οριστικό άρθρο σχηματίζει μία λέξη: στου, στον, στην, στους, κτλ. Αντίθετα, η γεν. του β΄προσ. της προσωπ. αντωνυμίας (σου), όταν προηγείται του οριστ. άρθρου, γράφεται με απόστροφο: σ’ το είπα (σου το είπα).

σέβομαι: (μτβ.) 1 δείχνω βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό σε κπ: ~ τους δασκάλους μου. 2 υπακούω σε κτ: Ο σωστός πολίτης ~ τους νόμους. 3 αναγνωρίζω την αξία προσώπου ή πράγματος = εκτιμώ, τιμώ περιφρονώ, αψηφώ: ~ τον τόπο μου και την ιστορία του. σεβασμός ο: 1 η εκτίμηση που δείχνει κπ προς ένα πρόσωπο: Τρέφει μεγάλο ~ για τον πατέρα του. 2 υπακοή σε κτ ή η αναγνώριση της αξίας του: ο ~ προς τους θεσμούς σεβαστός -ή -ό: (για πρόσ.) αυτός που είναι άξιος σεβασμού: Η αντίρρησή σας είναι ~. σεβάσμιος -α -ο: αυτός που εμπνέει σεβασμό: ~ γέροντας. σέβας το πληθ. σέβη: τιμητική προσφώνηση ως εκδήλωση σεβασμού: Τα σέβη μου!

σειρά η: 1 ακολουθία πραγμάτων ή προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά και σε διάταξη το ένα δίπλα στο άλλο: Οι μαθητές παρατάχθηκαν σε ~ στο προαύλιο του σχολείου. = γραμμή. Θα περιμένω στη / τη σειρά μου. 2 η ακολουθία των λέξεων που περιλαμβάνονται σε μια γραμμή ενός γραπτού κειμένου: Πηγαίνετε στη σελίδα 20 και διαβάστε την τέταρτη ~. 3 σύνολο από ομοειδή πράγματα που αναφέρονται στο ίδιο θέμα: Αρχίζει αύριο ~ εκδηλώσεων για την τέχνη και τον πολιτισμό. 4 ταξινόμηση: χρονολογική / αλφαβητική ~. 5 τακτοποίηση, οργάνωση με συγκεκριμένη τάξη: Βάζω τις σκέψεις μου σε ~. 6 η κοινωνική τάξη: Δεν πρέπει να τον παντρευτείς, δεν είναι της ~ μας. 7 ΣΤΡΑΤ το σύνολο των στρατιωτών που κατατάσσονται την ίδια χρονική περίοδο.

σεισμός ο: 1 ΓΕΩΛ φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η μετακίνηση των γεωλογικών πλακών στο εσωτερικό της γης προκαλεί δόνηση που γίνεται αισθητή στην επιφάνειά της: καταστροφικός / ισχυρός ~. ~ 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. 2 (μτφ.) έντονη αντίδραση σε κπ γεγονός: Στο κόμμα έγινε ~, μόλις μαθεύτηκαν τα αποτελέσματα. σεισμικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με σεισμό: ~ δονήσεις. σεισμικά (επίρρ.). σεισμικότητα η: 1 η σεισμική δράση μιας περιοχής 2 (ειδικ.) η συχνότητα αλλά και η ένταση των σεισμικών δονήσεων: Η Ελλάδα είναι χώρα με έντονη ~. σείω: (μτβ.) 1 κάνω κτ να δονείται = τραντάζω: Ο δυνατός αέρας έσειε τα παράθυρα. 2 παθ. δονούμαι, τραντάζομαι: Σείστηκε ο τόπος από τις βροντές.

σελήνη η: (& με κεφαλαίο Σελήνη) ΑΣΤΡΟΝ ουράνιο σώμα, φυσικός δορυφόρος της Γης = φεγγάρι: έκλειψη σελήνης. σεληνιακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη σελήνη: ~ φως. σεληνιάζομαι: [λαϊκ.] (αμτβ.) παθαίνω επιληψία. σεληνιασμός ο: [λαϊκ.] κρίση επιληψίας, καθώς και η επιληψία ως ασθένεια.

σελίδα η: 1 καθεμιά από τις δυο όψεις φύλλου χαρτιού: λευκή / χρωματιστή ~. 2 (συνεκδ.) τυπωμένο κείμενο που χωράει σε μία σελίδα: Η εργασία μου είναι 250 σελίδες.

σεμνός -ή -ό: 1 αυτός που είναι μετρημένος και όχι υπερβολικός ή επιτηδευμένος: ~ άνθρωπος. 2 αυτός που είναι ηθικός ή δείχνει ηθικό άτομο άσεμνος: ~ ντύσιμο. σεμνά (επίρρ.). σεμνότητα η.

σέρνω & [επίσ.] σύρω -ομαι αόρ. έσυρα, παθ. αόρ. σύρθηκα: (μτβ.) 1 τραβώ κτ και το κάνω να κινείται: Τα άλογα έσερναν την άμαξα. ~ κπ από τη μύτη: αναγκάζω κπ να κάνει ό,τι θέλω εγώ. 2 τραβώ κτ και το μετακινώ: Θα σύρουμε μαζί τη βιβλιοθήκη, για να την πάμε στο σαλόνι. 3 τραβώ κπ ή κτ που βρίσκεται στο έδαφος χωρίς να το(ν) αφήνω να σηκωθεί: Μη ~ την πετσέτα στο πάτωμα. 4 (μτφ.) οδηγώ κπ βίαια και χωρίς τη θέλησή του κάπου: Τον έσυραν στο τμήμα χωρίς εξηγήσεις. 5 (μτφ.) ταλαιπωρώ κπ παίρνοντάς τον μαζί μου: Με έσερνε από μπαρ σε μπαρ όλο το βράδυ. 6 παθ. α. κινούμαι στο έδαφος όπως το φίδι = έρπω: Οι ληστές σύρθηκαν σιγά σιγά και κανείς δεν τους αντιλήφθηκε. β. (μτφ.) νιώθω πολύ κουρασμένος, δεν μπορώ να αποδώσω: Η ομάδα δεν έπαιξε καθόλου καλά σήμερα, όλοι οι παίκτες σέρνονταν. γ. (για ρούχο ή ύφασμα πολύ μακρύ) ακουμπώ στο έδαφος, ενώ κανονικά δεν πρέπει: Η κουρτίνα σέρνεται, θέλει κόντεμα! δ. [προφ.] για μεταδοτικές ασθένειες: έχω έξαρση: ~ επιδημία γρίπης. σύρσιμο & [προφ.] σούρσιμο το. συρτός -ή -ό. συρτά (επίρρ.).

σηκώνω -ομαι: (μτβ.) 1 υψώνω, κινώ προς τα επάνω: ~ το κεφάλι / το χέρι / τον λαιμό μου. 2 ζητώ από κπ που κάθεται να σηκωθεί: Σήκωσε το παιδί, για να καθίσει η έγκυος γυναίκα. 3 σηκώνω το ακουστικό και (κατ’ επέκτ.) απαντώ στο τηλέφωνο: Χτυπάει το τηλέφωνο, θα το σηκώσεις; 4 (για χρήματα) βγάζω από την τράπεζα. 5 ξυπνώ κπ: Θα με σηκώσεις αύριο στις επτά; 6 κρατώ κτ και συγχρόνως το μεταφέρω: Θα σηκώσεις εσύ την τσάντα μου που είναι βαριά; 7 [προφ.] ανέχομαι κτ: Άσε τις ζήλιες και τις υστερίες, δεν τα ~ εγώ αυτά. 8 αντέχω το βάρος ενός πράγματος: Αυτό το τραπέζι ~ τον υπολογιστή; 9 εξετάζω προφορικά μαθητή στο μάθημα της ημέρας: Ο δάσκαλος με σήκωσε σήμερα στα μαθηματικά. σήκωμα το. σηκωμός ο: το ξύπνημα: ~ δεν έχει σήμερα! σηκωτός -ή -ό: αυτός που μεταφέρεται με τη βοήθεια άλλων.

σήμα το: 1 μήνυμα, εικόνα ή ήχος που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα: Το ~ του τηλεοπτικού σταθμού δεν ήταν καλό / ισχυρό. 2 διακριτικό σημάδι (οπτικό ή ακουστικό): α. οργάνωσης, συλλόγου ή οργανισμού: το ~ Unicef / της Ελληνικής Προεδρίας / της Ευρωπαϊκής Ένωσης. β. συνήθ. στη στολή αξιωματικών, που δείχνει τη βαθμίδα ή το αξίωμά τους: Έραψα στη στολή σου τα ~ που μου ζήτησες. 3 πινακίδα ή επιγραφή με οδηγίες για συγκεκριμένη συμπεριφορά ειδικά σε δημόσιο χώρο: Το ~ αυτό απαγορεύει τη λήψη φωτογραφιών. 4 οτιδήποτε πιστοποιεί ή κατοχυρώνει κτ: Προμηθεύτηκα το ~ για τα τέλη κυκλοφορίας. 5 σύμβολο του κώδικα οδικής κυκλοφορίας: Μην παραβιάζετε τα ~ της Τροχαίας! 6 μήνυμα με το χέρι ή το κεφάλι = νόημα, νεύμα. Μας έκανε ~ να περάσουμε.

σημάδι το: 1 οτιδήποτε χρησιμεύει ως ένδειξη, για να διακρίνουμε ή να ξεχωρίσουμε κτ: Αυτό το ~ εκεί δείχνει το όριο του χωραφιού. 2 σημείο που προσπαθεί κπ να πετύχει σημαδεύοντας με όπλο = στόχος. 3 αλλοίωση του δέρματος που οφείλεται είτε σε φυσικά αίτια είτε σε προηγούμενο τραυματισμό ή ασθένεια: Η ανεμοβλογιά τού άφησε σημάδια. 4 (μτφ.) ένδειξη για κτ που συμβαίνει ή θα συμβεί: Έχει μέρες να φανεί, κακό ~! = οιωνός. Η υποχώρησή του είναι ~ ελπίδας και αισιοδοξίας! σημαδεύω: (μτβ.) 1 βάζω σημάδι, ώστε να διακρίνω κτ: Σημάδεψε τη σελίδα του βιβλίου που σε ενδιαφέρει! 2 σκοπεύω με όπλο: Σταμάτα να με ~ με την καραμπίνα! 3 (μτφ.) έχω ισχυρό αντίκτυπο αποφασιστικής σημασίας στην ψυχή κάποιου: Το ταξίδι της στο Παρίσι τη σημάδεψε για όλη της τη ζωή. σημαδιακός -ή -ό: 1 αυτός που προμηνύει κτ: ~ μέρα. 2 αυτός που έχει καθοριστική σημασία: ~ γεγονός. σημαδιακά (επίρρ.).

σημαία η: 1 κομμάτι υφάσματος που φέρει τα ιδιαίτερα χρώματα και τα διακριτικά σύμβολα κράτους, συλλόγου, πολιτικής παράταξης ή αθλητικής ομάδας: Η ~ της Βραζιλίας έχει πράσινο και κίτρινο χρώμα. 2 (μτφ.) σύμβολο προσπάθειας ή αγώνα: Ο πόθος για ελευθερία ήταν η ~ των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.

σημασία η: 1 το νόημα μιας λέξης: Το ρήμα «παίρνω» έχει πολλές ~. κυριολεκτική / μεταφορική ~. 2 το περιεχόμενο ή ο σκοπός μιας πράξης, κίνησης, έκφρασης κτλ.: Δεν καταλαβαίνω τη ~ της πράξης του. 3 η σπουδαιότητα, η αξία ενός πράγματος: Το έργο είναι υψίστης / ζωτικής ~. σημαίνω: (μτβ.) 1 έχω ορισμένη σημασία, δηλώνω κτ συγκεκριμένο: Δεν ξέρω τι ~ η λέξη αυτή. Η παραίτησή του ~ ότι δε συμφωνεί πλέον με τις αρχές τις εταιρείας. 2 (για ρολόι) βγάζω ήχο που αντιστοιχεί σε καθορισμένη ώρα: Το ρολόι ~ δώδεκα. σημαντικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μεγάλη σημασία = αξιόλογος, αξιοσημείωτος ασήμαντος: ~ νέα. 2 αυτός που έχει ορισμένη σημασία: ρήματα αισθήσεως σημαντικά. σημαντικά (επίρρ.).

σημείο το: 1 μια συγκεκριμένη θέση που έχουμε ορίσει στον χώρο: ~ συνάντησης / πώλησης. τα τέσσερα ~ του ορίζοντα. 2 ΓΕΩΜ το ελάχιστο στοιχείο του χώρου, που δεν έχει διαστάσεις: Οι δύο ευθείες τέμνονται στο ~ A. 3 βαθμός σε κλίμακα αξιολόγησης: Το έλλειμμα έφτασε στο ανώτατο ~ του. 4 (μτφ.) ακριβής θέση ή τμήμα συνόλου (τοπικά ή χρονικά): Σε ποιο ~ διαφωνούμε; Σε αυτό το ~ θα διακόψω την ομιλία μου. 5 σημάδι, ίχνος από κτ: Εμφανή ήταν τα ~ γήρανσης στο πρόσωπό της. ~ στίξης: σύμβολο που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, προκειμένου να δηλωθεί κτ (π.χ. ένταση ή παύση φωνής, θαυμασμός, απορία κτλ). γλωσσικό ~: ΓΛΩΣΣ η ενότητα έννοιας (σημαινόμενου) και ακουστικής εικόνας (σημαίνοντος): Το γλωσσικό σημείο (η λέξη) «μήλο» αποτελεί ενότητα της έννοιας «μήλο» και της ηχητικής ακολουθίας [milo]. 6 ΜΟΥΣ νότα. σημειακός -ή -ό.

σημειώνω -ομαι: (μτβ.) 1 γράφω σε χαρτί κτ που θέλω να μην ξεχάσω: Σημειώστε τον αριθμό μου και πείτε του να με πάρει! 2 εντοπίζω, επισημαίνω κτ: Σημειώστε όλες τις μεταφορές που βλέπετε στο κείμενο! 3 προσθέτω, επεξηγώ σε προφορική ή γραπτή ανάλυση: ~ εδώ ότι τα παραδείγματα που χρησιμοποιώ είναι ενδεικτικά. 4 κρατώ σημειώσεις από προφορικό λόγο, καταγράφω περιληπτικά όσα ακούω: Θεωρώ ότι θα ήταν καλό στο σημείο αυτό να σημειώσετε όσα λέω. 5 τονίζω με έμφαση: ~ ότι η πορεία της εταιρείας μας δεν είναι ικανοποιητική. 6 πραγματοποιώ, επιτυγχάνω: Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, οι σχέσεις των δυο χωρών σημείωσαν αισθητή βελτίωση. σημείωμα το: σύντομο γραπτό μήνυμα: Πήρες το ~ μου; σημείωση η: 1 σύντομο κείμενο στο οποίο καταγράφει ή επεξηγεί κπ κτ: Το βιβλίο σου είναι γεμάτο σημειώσεις. 2 (για βιβλίο) ειδικό κείμενο στο οποίο παρέχονται εξηγήσεις ή περαιτέρω πληροφορίες για το περιεχόμενο: Δες την τέταρτη ~ του δεύτερου κεφαλαίου. σημειωτέος -α -ον: συνήθ. στο σημειωτέον ότι: αυτό που πρέπει να σημειωθεί: Σημειωτέον ότι στον χώρο αυτό απαγορεύεται το κάπνισμα.

σήμερα (επίρρ.): 1 η ημέρα που ακολουθεί το χθες και προηγείται του αύριο: ~ έχει ωραίο καιρό. Δεν μπορώ να έρθω ~, ίσως μπορέσω αύριο. 2 ό,τι αναφέρεται στο παρόν, στην εποχή μας: Οι νέοι ~ αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. σημερινός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το σήμερα ή αναφέρεται σε αυτό: Η ~ εφημερίδα είχε πολύ ενδιαφέροντα άρθρα.

σθένος το: 1 μεγάλο θάρρος, αποφασιστικότητα και μεγάλη ψυχική δύναμη: Είστε έτοιμος να υπερασπιστείτε με ~ την άποψη σας; 2 ΧΗΜ ο αριθμός των ηλεκτρονίων που δίνει, παίρνει ή συνεισφέρει ένα άτομο, όταν συμμετέχει σε χημικό δεσμό: Τα ιόντα χλωρίου έχουν ~ –1. σθεναρός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από σθένος (στη σημ. 1) = θαρραλέος, δυνατός αδύναμος, ανίσχυρος: Οι απεργοί προέβαλαν ~ αντίσταση και εμπόδισαν την είσοδο του διευθυντή στο εργοστάσιο. σθεναρά & -ώς (επίρρ.).

σιγά (επίρρ.): 1 δυνατά (ως προς την ένταση): α. όχι έντονα ή δυνατά: Κλείστε ~ τις πόρτες, παρακαλώ! β. χαμηλόφωνα: Μιλάτε ~, δε βλέπετε ότι μελετάει; 2 (ως προς την ταχύτητα) αργά γρήγορα: Πηγαίνουμε ~, γιατί έχει κίνηση. 3 σταδιακά: Πιες το γάλα σου ~ ~. 4 για να δηλώσουμε α. δυσαρέσκεια, ειρωνεία, ενόχληση: ~, με πάτησες! Ο Πέτρος; ~ μην έρθει! β. προειδοποίηση: ~, θα πέσεις! σιγανός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει ένταση: ~ ήχος. 2 αυτός που κινείται αργά: ~ ποτάμι. σιγανά (επίρρ.): με τρόπο αργό ή σιγανό, με μικρή ένταση: Βάλε ~ τη μουσική, το μωρό κοιμάται. σιγή η: απουσία θορύβου ή ομιλίας = σιωπή.

σιγο-: α΄συνθ. που σε σχέση με το ρήμα ως β΄συνθ. δηλώνει ότι κτ γίνεται 1 με αργό ρυθμό: σιγοπίνω. 2 χωρίς ιδιαίτερη ένταση: σιγοβρέχει.


Σύνθετα με σιγο-
με αργό ρυθμό χωρίς ένταση
σιγοσβήνω σιγοβράζω
σιγοκαίω
σιγοκλαίω
σιγοκουβεντιάζω
σιγομουρμουρίζω
σιγοτραγουδώ
σιγοψήνω
σιγοψιθυρίζω

σίγουρος -η -ο: 1 αυτός που προκαλεί αίσθημα ασφάλειας: ~ δρόμος / τρόπος / λύση. 2 αυτός που είναι βέβαιος ή προκαλεί αίσθημα βεβαιότητας: ~ νίκη / επιτυχία. Είμαι ~ ότι θα τα καταφέρεις. σίγουρα (επίρρ.). σιγουριά η: 1 αίσθηση ασφάλειας ανασφάλεια: Νιώθει ~ μαζί του, αν και δεν τον ξέρει πολύ καιρό. 2 βεβαιότητα αβεβαιότητα: Σας το λέω με ~. σιγουρεύω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ σίγουρο = εξασφαλίζω: Σιγούρεψε τις καταθέσεις του και μετά εξαφανίστηκε. 2 παθ. νιώθω σίγουρος: Σιγουρεύτηκε ότι η απάτη είχε όντως γίνει, και μετά το κατήγγειλε.

σίδερο1 το: ο σίδηρος ως μέταλλο: κατασκευή από μασίφ ~. σίδερα τα: (συνεκδ.) 1 φυλακή. 2 ίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται άτομα με ψυχικές διαταραχές. κπ είναι για τα ~: είναι τελείως τρελός. σιδερένιος -α -ο: 1 αυτός που είναι φτιαγμένος από σίδερο: ~ πόρτα. 2 (μτφ.) πολύ γερός, ανθεκτικός: ~ νεύρα / αντοχή. σιδεριά η: [λαϊκ.] σιδηροκατασκευή ή κατασκευή από σιδερένια κάγκελα. σιδεράς ο: 1 πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τις σιδηροκατασκευές = σιδηρουργός. 2 άτομο που ασχολείται με την πώληση σιδερικών. σιδεράδικο το = σιδηρουργείο.

σίδερο2 το: 1 μικρή οικιακή συσκευή που χρησιμοποιείται για να λειαίνουμε τσαλακωμένα ρούχα ή υφάσματα: ~ ατμού. 2 (συνεκδ.) το να σιδερώνει κανείς = σιδέρωμα: Η φούστα σου χρειάζεται / θέλει ~. σιδερώνω -ομαι: (μτβ.) λειαίνω με το σίδερο τσαλακωμένο ρούχο ή ύφασμα. σιδέρωμα το. σιδερώστρα η: σανίδα στην οποία σιδερώνουμε. σιδερωτήριο το: 1 ειδικό μηχάνημα στο οποίο σιδερώνουμε. 2 κατάστημα που αναλαμβάνει το σιδέρωμα ρούχων.

σίδηρος ο: 1 ανθεκτικό μέταλλο που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιομηχανία ή σε διάφορες κατασκευές (οικοδομές, εργαλεία κτλ.): μεταλλεία / εξόρυξη σιδήρου. ράβδοι / ρινίσματα σιδήρου. εποχή του ~: στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου κατά τη διάρκεια του οποίου κυριαρχεί η χρήση του σιδήρου στην κατασκευή εργαλείων ή όπλων. 2 ΒΙΟΛ στοιχείο που υπάρχει στο αίμα. σιδηρουργός o: τεχνίτης που ασχολείται με την κατεργασία σιδήρου = [λαϊκ.] σιδεράς. σιδηρουργία η: το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη βιομηχανική επεξεργασία του σιδήρου. σιδηρουργείο το: εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου = [λαϊκ.] σιδεράδικο.

σιχαίνομαι: (μτβ.) 1 νιώθω έντονη αποστροφή, αηδία για κπ ή κτ: ~ τις κατσαρίδες / το ποτό / να μου λες ψέματα. 2 μππ. αυτός που προκαλεί σε κπ συναίσθημα αποστροφής = σιχαμερός: σιχαμένος άνθρωπος. σίχαμα το: καθετί που προκαλεί αποστροφή και αηδία. σιχαμερός -ή -ό. σιχαμερά (επίρρ.). σιχασιά & σιχαμάρα η: αίσθημα αηδίας: Μου προκαλεί ~.

σιωπή η: = σιγή 1 παντελής απουσία ομιλίας: Μετά την παρατήρησή του, επικράτησε ~. Παιδιά, σας παρακαλώ, ~! 2 παντελής έλλειψη οποιουδήποτε ήχου: Μέσα στη ~ της νύχτας ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. 3 (μτφ.) απουσία αντίδρασης, αδιαφορία: Ύστερα από δύο μέρες σιωπής, οι αρμόδιοι αποφάσισαν να αντιδράσουν. σωπαίνω & [επίσ.] σιωπώ: (αμτβ.) δε μιλώ. σιωπηλός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που δε μιλά: Είναι πολύ ~ σήμερα, κουβέντα δε λέει! 2 κτ που έχει αυτό το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα = σιωπηρός: ~ συμφωνία. σιωπηλά (επίρρ.). σιωπηρός -ή -ό: 1 σιωπηλός (σημ. 2). 2 αυτός που γίνεται αθόρυβα ή σιωπηλά: ~ διαμαρτυρία. σιωπηρά (επίρρ.). σιωπητήριο το: 1 ΣΤΡΑΤ νυκτερινό παράγγελμα που δίνεται με τον ήχο της σάλπιγγας και επιβάλλει παύση κάθε ομιλίας 2 (κατ’ επέκτ.) κάθε παράγγελμα τέτοιου είδους: Στην κατασκήνωση το ~ είναι στις 9:30 μ.μ.

σκάβω -ομαι μππ. σκαμμένος: (μτβ.) 1 ανοίγω τρύπα στο χώμα με ειδικό εργαλείο: Έλα να σκάψουμε, θα σπείρω φασόλια στο περιβόλι! 2 (μτφ.) αφήνω ρυτίδες ή σημάδια στο δέρμα: πρόσωπο σκαμμένο από τον χρόνο. σκάψιμο το. σκαφτιάς ο: [λαϊκ.] πρόσωπο που ασχολείται με το σκάψιμο.

Από το AE ρ. σκάπτω. Στην ίδια οικογένεια ανήκουν τα: σκάφος, σκάφη, σκάμμα, σκαπάνη.

σκάλα η: 1 ξύλινη, μαρμάρινη ή μεταλλική κατασκευή με σκαλοπάτια που χρησιμεύει για να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει κανείς αλλάζοντας επίπεδα στον χώρο: Θα φέρω τη ~ να ανέβω στο πατάρι. κυλιόμενη ~. 2 πληθ. καθεμία από τις οριζόντιες επιφάνειες που αποτελούν μια σκάλα = σκαλί, σκαλοπάτι: Ανέβηκα τις σκάλες τρέχοντας. 3 (μτφ.) κλίμακα, διαβάθμιση: Βάλε τον ανεμιστήρα στην πρώτη ~, γιατί κρυώνω. 4 τοποθεσία δίπλα στη θάλασσα, στην οποία συνηθίζεται οι ψαράδες να πουλάνε την ψαριά τους: η ~ του Πόρου. σκαλοπάτι το: 1 καθένα από τα οριζόντια και διαδοχικά τοποθετημένα τμήματα μιας σκάλας. 2 (μτφ.) στάδιο κατά τη διάρκεια της εξελικτικής πορείας ενός ατόμου: Έφτασε στο τελευταίο ~ της επιτυχίας. σκαλί το.

Η λ. σκάλα της ελνστ. περιόδου προέρχεται από τη λατ. scala.

σκαλίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ανακατεύω επιφανειακά με ειδικό εργαλείο το ήδη καλλιεργημένο χώμα: ~ τον κήπο / το περιβόλι. 2 ανακατεύω, πειράζω κτ: Μη ~ τις σημειώσεις μου / τα ρούχα μου! 3 (μτφ.) ανασύρω, φέρνω κτ από το παρελθόν = ανασκαλεύω, ξεσκαλίζω: Άσε αυτές τις ιστορίες! Τι θες και τις ~; 4 με αιχμηρό ειδικό αντικείμενο χαράσσω επιφάνεια (ξύλο, χαλκό, ασήμι κτλ.), για διακοσμητικούς λόγους: Του πήρε όλο το πρωινό να σκαλίσει το κουτί. σκάλισμα το. σκαλιστήρι το: εργαλείο με το οποίο σκαλίζουμε τον κήπο. σκαλιστός -ή -ό: αυτός που έχει χαραχτεί, που έχει σκάλισμα: ~ καθρέφτης.

Το NE ρ. σκαλίζω που έχει επικρατήσει από την ελνστ. περίοδο προέρχεται από το AE ρ. σκάλλω.

σκάνδαλο το: γεγονός, πράξη ή κατάσταση που αντιβαίνει στους καθιερωμένους ηθικούς κανόνες και προκαλεί αγανάκτηση: ~ προκάλεσε η νέα παραίτηση του γενικού διευθυντή. οικονομικό / πολιτικό ~. σκανδαλίζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ κπ ηθικά ή ερωτικά με τις πράξεις μου: Σκανδαλίστηκε βλέποντας το ζευγάρι να φιλιέται δημοσίως. σκανδαλιστικός -ή -ό: αυτός που σκανδαλίζει με τη συμπεριφορά ή τα χαρακτηριστικά του: ~ θέαμα / ντύσιμο. σκανδαλώδης -ης -ες: αυτός που έχει τον χαρακτήρα σκανδάλου, που προκαλεί το κοινό αίσθημα: ~ συμπεριφοράglass σχ. αγενής. σκανδαλωδώς (επίρρ.).

Από το ελνστ. σκάνδαλον με αρχική σημασία «παγίδα για τον εχθρό».

σκάω & σκάζω πρτ. έσκαγα & -ζα, αόρ. έσκασα, μππ. σκασμένος: (αμτβ.) 1 καταστρέφεται η εξωτερική μου επιφάνεια, το περίβλημα: Έσκασε το λάστιχο του αυτοκινήτου. 2 εκρήγνυμαι: Η βόμβα / η χειροβομβίδα έσκασε. 3 (μτφ.) νιώθω δυσφορία, πλήξη, έντονη στενοχώρια: Πάω μια βόλτα, γιατί έχω σκάσει στο σπίτι όλη την ημέρα. Αν δε μιλήσω, θα σκάσω! 4 [λαϊκ.] παύω να μιλώ: Σκάσε! Θα σκάσεις επιτέλους; 5 (μτφ., για γεγονότα) προκύπτω απρόσμενα: Όταν έσκασε το νέο, κανείς δεν πίστευε στ’ αυτιά του. 6 (μτφ., για πρόσ.) ζεσταίνομαι υπερβολικά: Έσκασα σήμερα από τη ζέστη! 7 φτάνω κάπου με ορμή: Το κύμα έσκαγε στην προκυμαία, δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. το σκάω = [επίσ.] διαφεύγω, [προφ.] την κοπανάω. σκασμός ο: κυρ. στις εκφρ. τρώω του σκασμού: τρώω υπερβολικά. βγάζω τον ~: σταματώ επιτέλους να μιλάω. σκασμός!: αγενής εντολή σε κπ να πάψει να μιλάει.

Από το AE ρ. σχάζω, σχάω «ανοίγω κτ».

σκελετός ο: 1 (για τον άνθρ. και τα σπονδυλωτά ζώα) το σύνολο των οστών που στηρίζουν τη μυϊκή μάζα. 2 το σύνολο των οστών ενός νεκρού οργανισμού: Βρέθηκε απολιθωμένος ~ φάλαινας στη Σαχάρα. Ο ~ νεαρού άνδρα βρέθηκε τυχαία από δύτες. 3 (για πργ.) το κύριο μέρος, το σκαρί: ο ~ του ποδηλάτου. 4 το πλαίσιο στο οποίο προσαρμόζονται οι φακοί στα γυαλιά όρασης: κοκάλινος / μεταλλικός ~. 5 (μτφ.) προσχέδιο οργάνωσης κειμένου: Για να γράψετε σωστά έκθεση, δώστε μεγάλη βαρύτητα στον ~ της.

σκεπάζω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω οτιδήποτε είναι γυμνό, ακάλυπτο ή εκτεθειμένο: Σκέπασε τα πόδια σου / το φαγητό / την πλάτη του μωρού. 2 (μτφ., για ήχο) καλύπτω άλλον ήχο: Η φωνή της σκέπαζε τους ψίθυρους των μαθητών. 3 (μτφ.) συγκαλύπτω, δεν αφήνω κτ να γίνει αντιληπτό: Σκέπασαν την υπόθεση / το σκάνδαλο. σκέπασμα το: 1 το να σκεπάζει κπ κτ, καθώς και το κάλυμμα που χρησιμοποιεί: Τα φρούτα θέλουν ~. Βάλε το ~ στην κατσαρόλα. 2 πληθ. τα σεντόνια, οι κουβέρτες κτλ. του κρεβατιού. σκεπαστός -ή -ό. σκέπαστρο το: κατασκευή που προστατεύει συνήθως από βροχή: Έλα κάτω από το ~ της στάσης για να μη βραχείς. σκεπή η.

σκέτος -η -ο: 1 αυτός που είναι, δίνεται ή παρουσιάζεται χωρίς να συνδυάζεται με κτ άλλο: Τον καφέ μου τον πίνω ~, χωρίς ζάχαρη. Μας έβγαλε ένα ~ γλυκό. 2 για έμφαση: Αυτά που λες είναι ~ ανοησία! σκέτα (επίρρ.): κυρ. στην έκφρ. νέτα ~: χωρίς κτ άλλο.

σκέφτομαι & σκέπτομαι: 1 συλλογίζομαι, κάνω σκέψεις. 2 αντιλαμβάνομαι, κατανοώ την πραγματικότητα με έναν συγκεκριμένο τρόπο: Αυτός ~ και αποφασίζει με γνώμονα το συμφέρον του. 3 σκοπεύω: ~ να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό. 4 πιστεύω, φαντάζομαι ή υποθέτω: ~ ότι είχε δίκιο, όταν μας μάλωνε. 5 θυμάμαι, αναπολώ: ~ πόσο ωραία ήταν παλιά στο χωριό. σκέψη η: 1 το αποτέλεσμα της πνευματικής δραστηριότητας, της ικανότητας του ανθρώπου να συνδυάζει ιδέες και νοήματα και να διατυπώνει κρίσεις ή συλλογισμούς: Θα σου πω τις ~ μου για το μέλλον της επιχείρησης. 2 σύνολο αντιλήψεων ή αρχών: η αρχαία ελληνική ~. σκεφτικός & σκεπτικός -ή . σκεφτικά & σκεπτικά (επίρρ.). σκεπτικό το: το σύνολο των επιχειρημάτων που αιτιολογούν μια κρίση ή απόφαση: Θα σας παρουσιάσουμε το ~ της απόφασης του Αρείου Πάγου.

σκηνή η: 1 κατασκευή από αδιάβροχο ύφασμα που χρησιμεύει ως προσωρινό κατάλυμα (για εκδρομείς, στρατιώτες, σεισμοπαθείς κτλ.): Στήσαμε τη ~ μας στην παραλία. 2 το μέρος του θεάτρου στο οποίο παίζουν οι ηθοποιοί: Στο τέλος του έργου όλος ο θίασος ανέβηκε στη ~. 3 (μτφ.) κάθε κοινωνικός χώρος στον οποίο εκτυλίσσονται διάφορες δραστηριότητες: Ανησυχούν για τις αλλαγές στην πολιτική ~ της Ρωσίας. 4 πράξη ή απόσπασμα θεατρικού, κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου: Μου άρεσε η ρομαντική ~ στο τέλος της ταινίας. 5 έντονο επεισόδιο ή γεγονός, έντονη διαμάχη: Ζήσαμε μια ακόμα ~ ζηλοτυπίας του Γιάννη με τη γυναίκα του. σκηνικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη σκηνή (σημ. 2). σκηνικό το: 1 η σκηνική διακόσμηση μιας θεατρικής παράστασης. 2 (μτφ.) ο χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται μια δραστηριότητα: το πολιτικό ~ της χώρας. 3 πληθ. η συνολική σκηνική διακόσμηση μιας παράστασης: Ποιος σκηνογράφος έκανε τα ~ της παράστασης;

σκιά η: 1 το σκοτεινό ή λιγότερο φωτεινό τμήμα ενός χώρου, που σχηματίζεται από ένα σώμα το οποίο δεν επιτρέπει στο φως να το διαπεράσει: Ας ξεκουραστούμε στη ~ του πλάτανου! Θέατρο Σκιών: ο Kαραγκιόζης. 2 αφάνεια: ζω στη ~ (κπ): (μτφ.) παραμένω στην αφάνεια (δίπλα σε κπ πιο διάσημο, με έντονη προσωπικότητα κτλ.): Ζούσε τόσα χρόνια στη ~ του αδελφού του, αλλά τώρα θα φανεί η αξία του. 3 καλλυντικό με το οποίο βάφουν τα μάτια. σκιάζω1 -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω σκιά σε κπ ή κτ: Το κυπαρίσσι ~ το προαύλιο της εκκλησίας. 2 (μτφ.) σκοτεινιάζω κτ: Ένας αδιόρατος φόβος ~ το βλέμμα του. σκιερός -ή -ό: αυτός που κάνει σκιά: ~ πλατάνι. σκιώδης -ης -ες: σκιερός. glass  σχ. αγενής.

σκιάζω2 -ομαι: (μτβ.) τρομάζω, φοβίζω κπ: «…γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» (Δ. Σολωμός). Σκιάχτηκε λες κι είδε φάντασμα.

Προσοχή: το σκιάζω1 προφέρεται σκι-ά-ζω, ενώ το σκιάζω2 προφέρεται σκιά-ζω.

σκίζω & σχίζω -ομαι: 1 (μτβ.) κόβω με τα χέρια κτ: Σκίσε ένα φύλλο από το τετράδιό σου! 2 (μτβ.) προκαλώ ρωγμή ή άνοιγμα σε μία επιφάνεια: Ένα καρφί έσκισε το λάστιχο του αυτοκινήτου. 3 (μτφ., μτβ.) κινούμαι πάρα πολύ γρήγορα: Ένα στρατιωτικό αεροπλάνο έσκισε τον αέρα. Ο κολυμβητής ~ τα νερά. 4 (μτφ., μτβ. & αμτβ.) νικάω, θριαμβεύω: Την Κυριακή θα σας σκίσουμε στο μπάσκετ. Έσκισα στις εξετάσεις! 5 παθ. (μτβ.) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: Μόλις με είδε, σκίστηκε να με εξυπηρετήσει. σκίσιμο & (σημ. 1) σχίσιμο το: 1 το να σχίζει κανείς κτ, καθώς και το σημείο που σχίζεται: Έχεις ένα ~ στο παντελόνι σου. 2 άνοιγμα σε φούστα ή στο κάτω μέρος φορέματος. σχιστός & σκιστός -ή -ό: οτιδήποτε έχει άνοιγμα που μοιάζει με σκίσιμο: ~ φόρεμα / μάτια.

σκλάβος ο, η: 1 αυτός που έχει χάσει την ελευθερία του = δούλος: Oι Μανιάτες ποτέ δεν έγιναν ~ των Τούρκων. 2 (μτφ.) αυτός που υποτάσσεται σε κτ: Ο σημερινός άνθρωπος έχει καταλήξει ~ του χρήματος και της κατανάλωσης. σκλαβιά η: 1 δουλεία, υποδούλωση. 2 (μτφ.) κατάσταση αβάσταχτης υποταγής: Αυτός δεν είναι γάμος, είναι πραγματική ~! σκλαβώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αφαιρώ την ελευθερία κάποιου = υποδουλώνω: Μετά τη μάχη αυτή, η Κρήτη σκλαβώθηκε στους Τούρκους. 2 (μτφ.) γοητεύω κάποιον: Με σκλάβωσαν τα μάτια της και η ομορφιά της. 3 (μτφ.) αισθάνομαι υποχρεωμένος σε κπ για κτ: Μας έχετε σκλαβώσει με την εξαιρετική φιλοξενία σας.

Από το μσν. σκλάβος, και αυτό από το Σκλάβος «Σλάβος».

σκληραγωγώ -ούμαι: (μτβ.) κάνω κπ να αντέχει στις κακουχίες: Η συμμετοχή σε ορειβατικούς συλλόγους ~ τους νέους. σκληραγώγηση η: το να σκληραγωγεί κανείς κπ. σκληραγωγία η: σκληραγώγηση και οι συνθήκες που σκληραγωγούν.

σκληρός -ή -ό: 1 αυτός που είναι τόσο συμπαγής, που δεν μπορείς να τον πιέσεις ή να τον κάμψεις μαλακός: ~ ξύλο. Αυτή η βέργα είναι πολύ ~. 2 (μτφ., για πρόσ.) α. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κατανόησης και ανθρωπιάς: Είναι πολύ ~ εργοδότης, καταπιέζει τους υπαλλήλους του. β. αυτός που δεν υποχωρεί εύκολα: Eίναι ~ αντίπαλος, δε θα τον νικήσεις εύκολα. 3 (μτφ.) αυτός που είναι δυσάρεστος ή αυστηρός: Η πολιτεία θα λάβει ~ μέτρα κατά των εμπόρων ναρκωτικών. σκληρά (επίρρ.). σκληρότητα η: η ιδιότητα του σκληρού: H ~ της έδιωξε πολλούς φίλους από κοντά της. σκληράδα η: σκληρότητα. σκληραίνω -ομαι: (μτφ.) 1 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ σκληρό: Τα βάσανα ~ την ψυχή. 2 (αμτβ.) γίνομαι σκληρός: Η κυβέρνηση ~ τη στάση της απέναντι στους απεργούς. σκλήρυνση η: [επίσ.] 1 το να γίνεται κτ σκληρό. 2 (μτφ.) η αλλαγή συμπεριφοράς προς το σκληρότερο: Η πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος απαιτεί τη ~ της στάσης του Προέδρου απέναντι στους διαφωνούντες. ~ κατά πλάκας: ΙΑΤΡ ασθένεια που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί παράλυση.

σκόνη η: χώμα ή κάθε στερεή ύλη που έχει μετατραπεί σε πολύ μικρούς κόκκους: γάλα ~. Στον χωματόδρομο το αυτοκίνητο άφηνε πίσω του σύννεφα ~. κάνω κπ ή κτ ~: (μτφ.) διαλύω, εξοντώνω κπ: Στον χθεσινό αγώνα σάς κάναμε σκόνη. σκονίζω -ομαι: (μτβ.) γεμίζω κπ ή κτ με σκόνη: Πρόσεξε πώς θα μεταφέρεις τα ρούχα, μην τα σκονίσεις!

Από το μσν. σκόνη, και αυτό από το ΑΕ κόνις.

σκοπεύω1: (μτβ.) σημαδεύω στόχο: Σκοπεύσατε προς το φυλάκιο του εχθρού. σκοπευτής ο, -εύτρια η: πρόσωπο που σκοπεύει. σκοπευτήριο το: ειδικός χώρος για εξάσκηση στη σκοποβολή: το ~ της Καισαριανής. σκοπευτικός -ή -ό.

σκοπός1 ο: το ανώτερο σημείο που θέλει και επιδιώκει να φτάσει κπ = στόχος, ζητούμενο: Βασικός ~ του σχολείου είναι η διαμόρφωση ελεύθερων πολιτών. σκοπιά1 η: (μτφ.) άποψη, οπτική γωνία από την οποία κάποιος βλέπει, κρίνει τα πράγματα: Ας δούμε το θέμα των εξετάσεων και από τη ~ των μαθητών. σκοπεύω2: (μτφ.) επιδιώκω να επιτύχω κτ = στοχεύω: ~ να πάω ταξίδι. σκόπιμος -η -ο: αυτός που γίνεται με την πρόθεση να εξυπηρετήσει κπ σκοπό: Έκανε ένα ~ φάουλ. είναι / κρίνεται σκόπιμο να…:πρέπει, επιβάλλεται, θεωρείται αναγκαίο: ~ ληφθούν άμεσα μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής. σκόπιμα & σκοπίμως (επίρρ.): Επειδή διαφωνεί, απουσίαζε ~ από τη συνάντηση. σκοπιμότητα η: συγκεκριμένος σκοπός για τον οποίο γίνεται κτ: Όλα αυτά γίνονται για λόγους οικονομικής ~.

σκοπός2 ο: στρατιώτης που φρουρεί κτ (τοποθεσία, κτίριο κτλ.) από ένα ορισμένο σημείο = φρουρός: Φυλάω ~. σκοπιά2 η: ο χώρος από τον οποίο κπ φρουρεί, προστατεύει κπ ή κτ, καθώς και το έργο της φρούρησης: Είσαι υπηρεσία το πρωί στη ~ δίπλα στο Διοικητήριο. Δεν μπορώ να τον ειδοποιήσω, γιατί φυλάει ~ στην πύλη.

σκοπός3 ο: μελωδία: Tραγουδούσε έναν χαρούμενο ~.

σκορπίζω -ομαι & σκορπώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) α. απλώνω, πετάω κτ προς διάφορες κατευθύνσεις: Ποιος σκόρπισε τα χαρτιά στο γραφείο μου; β. (μτφ.) αφήνω κτ να διαχυθεί στον χώρο: Τα λουλούδια της αυλής σκορπίζουν ένα ωραίο άρωμα. γ. (μτφ.) ξοδεύω άσκοπα χρήματα = σπαταλώ: Σκορπάει τα λεφτά του πατέρα του στα χαρτιά και στη διασκέδαση. 2 (αμτβ., για ομάδα ανθρώπων) φεύγω ή διαλύομαι: Oι μαθητές σκόρπισαν μόλις τελείωσε η διάλεξη. σκόρπισμα το. σκόρπιος -α -ο: 1 αυτός που είναι πεταμένος εδώ κι εκεί: ~ φύλλα στην αυλή. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει συνοχή: Ρίξε μερικές ~ σκέψεις στο χαρτί και έλα να τις κουβεντιάσουμε.

σκορπιός ο: 1 ζώο με ουρά που καταλήγει σε δηλητηριώδες κεντρί. 2 Σκορπιός ο: α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. β. ΑΣΤΡΟΛ το όγδοο από τα δώδεκα μέρη του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το άτομο που ανήκει στο ζώδιο αυτό.

σκοτάδι το: 1 απουσία φωτός: Ανάψτε κανένα φως, πού να βρω τα κλειδιά με τέτοιο ~! 2 (μτφ.) πλήρης άγνοια: Στα χρόνια της δικτατορίας ο λαός δεν είχε πληροφόρηση, ζούσε στο ~. σκοτεινός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει φως, που είναι στο σκοτάδι φωτεινός: Περπατήσαμε σ’ έναν ~ δρόμο. 2 αυτός που κρύβει κπ μυστήριο = αινιγματικός: Η αστυνομία ερευνά αυτή τη ~ υπόθεση. 3 (μτφ.) αυτός που προκαλεί ανησυχία ή φόβο: Tο μέλλον τους προδιαγράφεται ~. λαμπρός. σκοτεινά (επίρρ.): Στο δωμάτιο ήταν τόσο ~, που δεν έβλεπες τη μύτη σου. σκοτεινιά η: κατάσταση ή διάστημα κατά το οποίο υπάρχει σκοτάδι σε έναν χώρο: Πώς θα βρούμε το σπίτι μέσα στη ~; σκοτεινιάζω: 1 (μτβ.) κάνω κτ σκοτεινό: Τα κλειστά παντζούρια ~ πολύ το δωμάτιο. 2 (αμτβ.). γίνομαι σκοτεινός, καλύπτομαι από σκοτάδι = μαυρίζω: Ο ουρανός σκοτείνιασε, όταν μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο. 3 (μτφ.) γίνομαι σκυθρωπός, κακοδιάθετος: Μόλις είδε τον άνθρωπο που τον συκοφάντησε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. 4 απρόσ. νυχτώνει: Θα έρθουμε μόλις σκοτεινιάσει.

Από το ελνστ. σκοτάδιον, υποκορ. του ΑΕ σκότος.

σκοτώνω -ομαι: 1 (μτβ.) α. αφαιρώ τη ζωή κπ: Oι αστυνομικοί σκότωσαν δύο κακοποιούς. β. [μειωτ.] παρουσιάζω κτ (τραγούδι, ρόλο, κείμενο) με πολύ άσχημο τρόπο: Τι θέλει και τραγουδάει, αφού τα ~ κάθε φορά τα τραγούδια! ~ την ώρα μου / τον καιρό μου: ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα, απλώς για να περνάει η ώρα μου. 2 παθ. α. χάνω τη ζωή μου βίαια: Τρία άτομα σκοτώθηκαν σε τροχαίο δυστύχημα. β. (μτφ.) χτυπώ πολύ άσχημα: Έπεσα και σκοτώθηκα! γ. (+ σε) κουράζομαι πολύ: Σκοτώνεται στη δουλειά, παρότι ο μισθός του είναι μικρός. δ. (+ να) δείχνω μεγάλη προθυμία, ιδιαίτερο ζήλο: Ο πατέρας του σκοτώθηκε να μας εξυπηρετήσει. σκότωμα το: 1 πολύ σκληρή τιμωρία, θανάτωση: Οι έμποροι ναρκωτικών θέλουν ~. 2 (μτφ.) μεγάλη κούραση: Ήταν ~ τέτοιο ταξίδι πολύωρο! σκοτωμός ο: 1 αφαίρεση της ζωής με βίαιο τρόπο: Η τρομοκρατική ενέργεια προκάλεσε τον ~ δεκάδων αθώων πολιτών. 2 (μτφ.) μεγάλος συνωστισμός, μεγάλη ένταση ή έντονος καβγάς: Έγινε ~ για τα εισιτήρια του τελικού. του σκοτωμού: με πολύ μεγάλη ταχύτητα: Καλά έκανε και σου έδωσε κλήση ο τροχονόμος, αφού έτρεχες ~.

Από το μσν. σκοτώνω, αυτό από το ΑΕ ρ. σκοτῶ «σκεπάζω με σκοτάδι» < σκότος.

σκούπα η: εργαλείο του νοικοκυριού που αποτελείται συνήθως από κοντάρι με βούρτσα στην άκρη του, το οποίο χρησιμοποιείται για να απομακρύνουμε σκόνες, σκουπίδια κτλ. από το δάπεδο: Φέρε τη ~, γέμισε χώματα η αυλή! σκουπίζω -ομαι: (μτβ.) 1 καθαρίζω με τη σκούπα έναν χώρο: Να σκουπίσεις το δωμάτιό σου, γιατί είναι γεμάτο βρομιές. 2 απορροφώ την υγρασία από κάπου: Nα σκουπίσεις τα πιάτα με μια πετσέτα. Της έδωσα ένα μαντήλι να σκουπίσει τα δάκρυά της. 3 παθ. στεγνώνω το σώμα μου ή μέρος του σώματός μου: Με τι να σκουπιστώ βγαίνοντας από το μπάνιο; σκούπισμα το.

σκουπίδι το: 1 κάτι που είναι άχρηστο ή βρόμικο: Όχι σκουπίδια και πλαστικά στις παραλίες! 2 (μτφ.) για πρόσωπο ή πράγμα που είναι χαμηλής ποιότητας: Πολλά τηλεοπτικά κανάλια προβάλλουν σκουπίδια. Mου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουνα ~. κάνω κπ ~: τον προσβάλλω, τον εξευτελίζω. σκουπιδιάρης ο: υπάλληλος που ασχολείται με την καθαριότητα και τη συλλογή των σκουπιδιών. σκουπιδιάρικο το: όχημα συλλογής σκουπιδιών = [επίσ.] απορριμματοφόρο.

σκούρος -α & -η -ο: αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα: Δε σου πηγαίνει το ~ χρώμα στο ντύσιμο. τα βρίσκω σκούρα: συναντώ δυσκολίες: Στο είπα ότι θα τα βρεις σκούρα με αυτόν τον αντίπαλο. σκουραίνω: 1 (μτβ.) κάνω κάτι πιο σκούρο στο χρώμα: Για να σκουρύνεις το χρώμα της βάρκας χρησιμοποίησε πιο βαθύ μπλε! 2 (αμτβ.) γίνομαι πιο σκούρος: Σκούρυναν τα μαλλιά σου!

σκύβω: 1 (αμτβ.) γέρνω το σώμα ή το κεφάλι μου προς τα εμπρός και κάτω: Έσκυψα να μαζέψω το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα. 2 (μτφ.) ασχολούμαι με ενδιαφέρον με κπ ή κτ: Καλούμε την υπουργό Παιδείας να σκύψει πάνω στα προβλήματα των αναπληρωτών εκπαιδευτικών. ~ το κεφάλι: υποτάσσομαι: Οι Σφακιανοί δεν έσκυψαν το κεφάλι σε κανέναν κατακτητή. σκύψιμο το: το να σκύβει κπ. σκυφτός -ή -ό: αυτός που έχει κλίση προς τα εμπρός και κάτω = σκυμμένος: Άκουγε με ~ κεφάλι όσα τον συμβούλευαν οι γονείς του. σκυφτά (επίρρ.).

Από το μσν. σκύπτω, και αυτό από το AE ρ. κύπτω.

σκυλί το: 1 κατοικίδιο σαρκοφάγο ζώο, που συγγενεύει με τον λύκο = σκύλος: Tο ~ αυτό είναι πολύ καλό για το κυνήγι του λαγού. πήγε / πέθανε σαν το ~: χωρίς να τον φροντίσει κανένας. ρεζίλι των σκυλιών: μεγάλος εξευτελισμός. 2 (μτφ.) άνθρωπος ακούραστος με μεγάλη αντοχή: Είναι ~ στη δουλειά του - δεν κουράζεται, ούτε τα παρατάει. σκύλος ο, η. σκυλιάζω: [προφ.] (αμτβ.) εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ: Σκύλιασε από το κακό του, μόλις έμαθε ότι πάει καλά το μαγαζί μας. σκυλίσιος -α -ο: αυτός που έχει σχέση με τον σκύλο: ~ τροφή. ~ ζωή: ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες: Πέρασε ~ στα εργοστάσια της Γερμανίας. σκυλίσια (επίρρ.): στη σημ. 2: Δουλεύει ~, για να θρέψει επτά στόματα.

σμίκρυνση η: αναπαραγωγή (με φωτοτυπία, φωτογραφία κτλ.) κπ πράγματος σε μικρότερες διαστάσεις μεγέθυνση. σμικρύνω -ομαι (μτβ.) μεγεθύνω.

σοβαρός -ή -ό: 1 αυτός που δε μιλάει πολύ, που είναι αυστηρός και σπάνια αστειεύεται: Στην επίσκεψη που θα κάνουμε να είσαι ~! 2 αυτός που είναι υπεύθυνος, αξιόπιστος: Μιλάμε για έναν ~ νέο πολιτικό, που σέβεται τον λαό. 3 αυτός που είναι πολύ σημαντικός: Η ανεργία είναι το πιο ~ πρόβλημα της νεολαίας σήμερα. σοβαρά (επίρρ.): Δε μιλάει ποτέ ~, πάντα αστειεύεται. σοβαρότητα η: η ιδιότητα του σοβαρού: Να μην ακούσω χάχανα! Απαιτώ ~! Με όσα είπε στη Βουλή έχασε κάθε ίχνος σοβαρότητας. = αξιοπιστία. H ~ της ασθένειας απαιτεί μεγάλη προσοχή από ασθενή και γιατρούς. = κρισιμότητα. σοβαρεύω -ομαι: (αμτβ.) 1 παθ. συμπεριφέρομαι με σοβαρότητα: Έγινες τριάντα χρονών και ακόμα να σοβαρευτείς; 2 ενεργ. γίνομαι σοβαρός: Μόλις είδε τα αποτελέσματα, σοβάρεψε απότομα.

Από το ΑΕ σοβαρός «πομπώδης, επηρμένος», και αυτό από το σοβῶ «βαδίζω με πομπώδη τρόπο».

σοβαροφανής -ής -ές: αυτός που παριστάνει τον σπουδαίο και τον σοβαρό, ενώ δεν είναι. glass σχ. αγενής. σοβαροφάνεια η: πλαστή, ψεύτικη σοβαρότητα: Με το χιούμορ του αποφεύγει την ακαδημαϊκή ~.

Από τα σοβαρός + -φανής < ἐφάνην, αόρ. β΄ του φαίνομαι.

σοβινισμός ο: [κακόσ.] υπερβολικός εθνικισμός. σοβινιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από σοβινισμό. σοβινιστικός -ή -ό.

σόι το: 1 το σύνολο των συγγενών: Στις γιορτές μαζεύεται όλο το ~ στο σπίτι μας. 2 το γένος από το οποίο κατάγεται κάποιος = οικογένεια: Κατάγεται από το ~ των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη. 3 χρησιμοποιείται για να ακυρώσει το νόημα της λέξης που προσδιορίζει: Τι ~ φίλος είναι, που δε βοηθάει στη δύσκολη στιγμή; (δεν είναι φίλος).

Από την τουρκ. λέξη soy.

σορός η: [επίσ.] σώμα νεκρού: Η ~ του νεκρού ηγέτη θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.

Προσοχή στη διαφ. γραφή και σημ. των σορός και σωρός!

σοσιαλισμός ο: πολιτική, οικονομική θεωρία και κοινωνικό σύστημα, στο οποίο τα μέσα παραγωγής ελέγχονται από το κράτος και όχι από ιδιώτες. σοσιαλιστής ο, -ίστρια η: οπαδός του σοσιαλισμού ή μέλος σοσιαλιστικού κόμματος. σοσιαλιστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον σοσιαλισμό: Συμμετέχει στη σύνοδο των ~ κομμάτων.

σόφισμα το: σκόπιμα λανθασμένος συλλογισμός που μοιάζει αληθινός και είναι ικανός να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα = σοφιστεία. σοφίζομαι: (μτβ.) επινοώ κτ έξυπνο ή πονηρό = μηχανεύομαι, σκαρφίζομαι: Τι σοφίστηκες πάλι, για να δικαιολογήσεις την καθυστέρησή σου; σοφιστής ο: δάσκαλος ή φιλόσοφος στην αρχαία Eλλάδα που δίδασκε, με αμοιβή, φιλοσοφία, ρητορική και άλλες επιστήμες: Ο Πρωταγόρας ήταν ένας από τους σημαντικότερους ~.

Από το ΑΕ ρ. σοφίζομαι < σοφός.

σοφός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που συνδυάζει ευρύτητα γνώσεων, ορθή κρίση και μεγάλη εμπειρία: Θα μου το εξηγήσει ο πατέρας μου, που είναι ~ άνθρωπος! Οι παροιμίες είναι το απόσταγμα της σκέψης του ~ λαού. 2 (για πράξη, απόφαση, ιδέα κτλ.) αυτός που προκύπτει από γνώση, εξυπνάδα και συνετή κρίση: Ήταν ~ απόφαση να αγοράσουμε πριν από είκοσι χρόνια αυτά τα οικόπεδα που σήμερα έχουν μεγάλη αξία. σοφά (επίρρ.): συνετά, πολύ λογικά: ~ έπραξες και δεν έπαιξες στο χρηματιστήριο τα χρήματά σου. σοφός ο: Ο Σόλων ήταν ένας από τους επτά ~ της αρχαιότητας. σοφία η: 1 βαθιά γνώση συνδυασμένη με σωστή κρίση που μπορεί να αξιοποιηθεί με ωφέλιμο τρόπο: λαϊκή ~. 2 [ειρων.] λόγος που προβάλλεται ως σημαντικός ή πρωτότυπος, ενώ είναι ανούσιος και ασήμαντος: Να δούμε τι ~ θα μας πει πάλι!

σπαθί το: 1 όπλο με μακριά, κοφτερή λεπίδα: Τράβηξε το ~ του και όρμησε πάνω στον εχθρό. με το ~ μου: μόνο με την προσωπική μου αξία, χωρίς τη στήριξη άλλων: Πήρα τη θέση ~. 2 χαρτί της τράπουλας με σύμβολο το μαύρο τριφύλλι: Εσύ έπαιξες το δέκα ~; σπαθιά η: το χτύπημα με σπαθί. σπάθη η: σπαθί. δαμόκλειος ~: κίνδυνος που κρέμεται διαρκώς πάνω από το κεφάλι μας: Η ανθρωπότητα ζει καθημερινά κάτω από τη ~ της πυρηνικής καταστροφής.

Από το όνομα του αρχαίου αυλοκόλακα Δαμοκλή. Όταν ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος του παραχώρησε για μια μέρα τον θρόνο του, ο Δαμοκλής έντρομος αντιλήφθηκε ότι πάνω από το κεφάλι του κρεμόταν ένα σπαθί, σύμβολο των κινδύνων που συνοδεύουν την εξουσία ενός άρχοντα.

σπάνιος -α -ο: 1 αυτός που υπάρχει σε μικρό αριθμό ή ποσότητα, που δεν τον συναντάμε συχνά: ~ είδη ζώων. Θα έχουμε τη ~ ευκαιρία να δούμε αυτό το κορυφαίο ροκ συγκρότημα στην Ελλάδα. 2 αυτός που ξεχωρίζει = εξαιρετικός: Πρόκειται για ~ ταλέντο στον χώρο της κολύμβησης και δεν πρέπει να χαθεί. σπάνια & σπανίως (επίρρ.) ελάχιστες φορές συχνά: ~ μιλάει σε δημόσιες συγκεντρώσεις. σπανίζω: (αμτβ.) είμαι σπάνιος, εμφανίζομαι σε περιορισμένο αριθμό αφθονώ: Επιστήμονες με ανάλογο επίπεδο και ήθος ~ στην κοινωνία μας.

σπασμωδικός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται με γρήγορες, νευρικές κινήσεις: Μην κάνεις ~ κινήσεις, γιατί θα μας πάρουν είδηση οι φύλακες. 2 (μτφ.) αυτός που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα και χωρίς μεθοδικότητα: Με ~ αστυνομικά μέτρα δεν αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία. σπασμωδικά (επίρρ.).

σπάω & σπάζω -ομαι: 1 (μτβ.) ρίχνω, μου πέφτει ή χτυπώ με δύναμη κτ και το κάνω κομμάτια: Τους ξέφυγε η μπάλα και έσπασε το τζάμι ενός αυτοκινήτου. Έσπασα κατά λάθος ένα ποτήρι. σπάω κπ στο ξύλο: τον χτυπάω πολύ. 2 (αμτβ.) διαλύομαι σε κομμάτια: Μου έπεσε η λάμπα από τα χέρια κι έσπασε. 3 (μτφ., μτβ.) διακόπτω, σταματώ κτ: Ο πατέρας πρώτος ~ τη σιωπή. 4 (μτφ., μτβ.) καταργώ, διακόπτω κτ: Ο Έλληνας παίκτης έσπασε το συμβόλαιο με την αγγλική ομάδα. κτ μου σπάει τα νεύρα / μου τη σπάει: με εκνευρίζει πολύ. ~ τα μούτρα μου: αποτυγχάνω εντελώς. ~ το κεφάλι μου: προσπαθώ να καταλάβω ή να θυμηθώ κτ. ~ πλάκα: διασκεδάζω. σπάσιμο το: 1 το να σπάει κανείς κτ ή το να σπάει κτ: Δε φταίω εγώ για το ~ της πιατέλας. 2 κάταγμα: Δεν είναι διάστρεμμα, δυστυχώς είναι ~ του χεριού. 3 [προφ.] μεγάλος εκνευρισμός: Eίναι ~ να σε στήνει τόση ώρα στα ραντεβού.

σπέρνω -ομαι αόρ. έσπειρα, παθ. αόρ. σπάρθηκα, μππ. σπαρμένος: (μτβ.) 1 ρίχνω στην οργωμένη γη σπόρους για να φυτρώσουν φυτά: Φέτος θα σπείρουμε καλαμπόκι. 2 (μτφ.) μεταδίδω κτ, συνήθως ανησυχητικό: Η φήμη για πιθανό σεισμό έσπειρε τον πανικό στους κατοίκους. σπορά η: γεωργική εργασία κατά την οποία οι σπόροι ρίχνονται με χέρι ή μηχάνημα σε οργωμένο έδαφος, για να φυτρώσουν νέα φυτά: Ο Οκτώβρης είναι ο μήνας της ~. σπαρτά τα: χωράφια με δημητριακά και (συνεκδ.) τα ίδια τα δημητριακά. σπόρος ο: 1 ο πυρήνας του καρπού που χρησιμοποιείται στη σπορά νέων φυτών: Έφεραν ~ πατάτας από την Αμερική. 2 (μτφ.) η αφετηρία ενός γεγονότος, μιας εξέλιξης: O ~ της διχόνοιας δεν άργησε να φυτρώσει. σπόρι το: συνήθ. πληθ. 1 σπόρος: Πρόσεξε μη φας και τα σπόρια μαζί με το καρπούζι! 2 ψημένοι και αλατισμένοι σπόροι από κολοκύθι ή ηλιόσπορο: Τρώγαμε ~ βλέποντας την ταινία.

Από το μσν. σπέρνω, και αυτό από το ΑΕ ρ. σπείρω.

σπίτι το: 1 κτίσμα στο οποίο κατοικούν άνθρωποι: Μένουμε σε νοικιασμένο ~. Πότε θα βάψουμε το ~; 2 οι δουλειές του σπιτιού: Θα έρθω πιο αργά, γιατί έχω να κάνω το ~. 3 τα πρόσωπα που κατοικούν στο ίδιο σπίτι και συνήθως συνδέονται με συγγενική σχέση: Πρέπει να ενημερώσω το ~ μου ότι θα αργήσω απόψε. σπιτικός -ή & [προφ.] -ιά -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στο σπίτι: Από τότε που παντρεύτηκε του αρέσει η ~ ζωή. 2 αυτό που παρασκευάζεται στο σπίτι ή με ανάλογο τρόπο: Σερβίρουμε και ~ πίτες που φτιάχνει η μάνα μου. σπιτικό το: το σπίτι ως χώρος κατοικίας ή ως οικογένεια: Σύντομα παντρεύονται και θα ανοίξουν το δικό τους ~.

σπόνδυλος ο: καθένα από τα μικρά οστά της σπονδυλικής στήλης. σπονδυλικός -ή -ό: αυτός που αποτελείται από σπονδύλους ή σχετίζεται με αυτούς: ~ στήλη: το κεντρικό τμήμα του σκελετού του ανθρώπου και ορισμένων ζώων, το οποίο στηρίζει το σώμα τους. σπονδυλωτός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελείται από σπονδύλους. 2 (μτφ.) αυτός που αποτελείται από μέρη τα οποία ενώνονται μεταξύ τους: Πρόκειται για ένα ~ θεατρικό έργο, βασισμένο σε διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. σπονδυλωτό το: ζώο με βασικό χαρακτηριστικό του την ύπαρξη σπονδυλικής στήλης.

σποραδικός -ή -ό: αυτός που συμβαίνει σε αραιά και όχι καθορισμένα χρονικά διαστήματα: ~ βροχές. σποραδικά (επίρρ.): κάπου-κάπου: Επισκεπτόταν ~ τα μέρη των παιδικών του χρόνων.

Από το ΑΕ σποράς -άδος (για αρσ. και θηλ.) «αυτός που περιφέρεται χωρίς μόνιμη εγκατάσταση» και αυτό με τη σειρά του από το ρ. σπείρω.

σπουδάζω 1 (μτβ.) μελετώ μια επιστήμη, φοιτώντας σε ανώτερες και ανώτατες σχολές: ~ Ιστορία στην Κέρκυρα. 2 (αμτβ.) είμαι σπουδαστής ή φοιτητής. 3 (μτβ.) προσφέρω σε κπ τα οικονομικά, κυρίως, μέσα για τη μόρφωσή του: Με έναν μισθό μπορεί να σπουδάσει κανείς δύο παιδιά; σπουδή η: 1 συστηματική και σε βάθος μελέτη ενός θέματος: Aσχολείται με την ~ της προέλευσης και εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας. 2 πληθ. η συστηματική μελέτη μιας επιστήμης, κυρίως σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές: Κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Οξφόρδη. σπουδαστής ο, -άστρια η: αυτός που φοιτά σε ανώτερη σχολή. σπουδαστήριο το: κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος για μελέτη.

Από το σπουδή, και αυτό από το AE ρ. σπεύδω.

σπουδαίος -α -ο: αυτός που είναι σημαντικός, αξιόλογος σ’ έναν τομέα: Eίναι ~ καλλιτέχνης, αναγνωρισμένος στο εξωτερικό. σπουδαία (επίρρ.): πολύ καλά, τέλεια. σπουδαιότητα η: μεγάλη σημασία = βαρύτητα: Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ζήτημα μεγάλης ~ για την Τουρκία.

Από το ΑΕ σπουδαῖος < σπουδή.

σπρώχνω -ομαι: (μτβ.) 1 ωθώ, πιέζω κπ ή κτ με τα χέρια ή το σώμα: Γιατί με ~; Σπρώξε λίγο την πόρτα για να κλείσει! 2 (μτφ.) παρακινώ κπ προς κτ ή να κάνει κτ: Ο πατέρας του τον έσπρωξε να σχοληθεί με τη μουσική. Η ανεργία ~ πολλούς στις κλοπές. σπρωξιά η: το να σπρώχνει κανείς κπ ή κτ με μεγάλη δύναμη: Mε μια ~ παραμέρισε τον φύλακα και μπήκε στο γραφείο του διοικητή. σπρωξίδι το: συνεχείς σπρωξιές: Έφαγα μεγάλο ~, για να βγάλω εισιτήρια για τη συναυλία. σπρώξιμο το.

Από το μσν. σπρώχνω, και αυτό από το ΑΕ ρ. προωθῶ.

σπυρί το: 1 μικρό εξάνθημα στο δέρμα, που συνήθως είναι ερεθισμένο και μερικές φορές βγάζει πύον: Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ~. βγάζω σπυριά: (μτφ.) εκνευρίζομαι ή ενοχλούμαι ιδιαίτερα από κτ. 2 ο σπόρος των φυτών και κυρίως των δημητριακών: Μαζεύω το σιτάρι ~ ~. σπυράκι το: Το πρόσωπό της γέμισε ~. σπυριάρης -α -ικο: αυτός που είναι γεμάτος σπυριά, κυρίως στο πρόσωπο. σπυριάζω (αμτβ.): βγάζω σπυριά. σπυρωτός -ή -ό: αυτός του οποίου οι κόκκοι διακρίνονται καθαρά ο ένας από τον άλλο: ~ ρύζι.

σταγόνα η: 1 η πιο μικρή ποσότητα υγρού σε σχήμα σφαίρας, που κυλάει ή βρίσκεται σε μια επιφάνεια = στάλα: ~ νερού / βροχής / ιδρώτα. (μοιάζουν) σαν δυο ~ νερό: για ανθρώπους ή πράγματα που μοιάζουν πάρα πολύ. ~ στον ωκεανό: για κτ ασήμαντο σε σχέση με κτ άλλο πολύ σημαντικό. 2 ελάχιστη ποσότητα: Θα πιω όλο το μπουκάλι, δε θα αφήσω ~. σταγονίδιο το: μικρή σταγόνα.

Από το ΑΕ σταγών < στάζω.

στάδιο το: 1 ειδικά διαμορφωμένος χώρος για αθλητικές συναντήσεις και άλλες εκδηλώσεις: Ο αγώνας θα διεξαχθεί στο Ολυμπιακό ~ της Αθήνας. 2 χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της εξέλιξης ενός φαινομένου ή γεγονότος, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το διακρίνουν από τα προηγούμενα και τα επόμενα χρονικά διαστήματα = φάση: Το έργο της κατασκευής νέου γηπέδου βρίσκεται στο τελευταίο ~. σταδιακός -ή -ό: αυτός που γίνεται βαθμιαία και όχι απότομα: Η ~ βελτίωση του καιρού θα αρχίσει από αύριο το μεσημέρι. σταδιακά (επίρρ.).

σταθερός -ή -ό: 1 αυτός που δε μετακινείται ή δε μεταβάλλεται, που παραμένει στην ίδια θέση ή κατάσταση: Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος θα μείνει ~ για έναν χρόνο. Το σπίτι χτίστηκε σε ~ έδαφος. 2 αυτός που δεν αλλάζει εύκολα και παραμένει συνεπής στις θέσεις του άστατος: ~ φιλία. 3 αυτός που δείχνει αποφασιστικότητα: Μίλησε με αργή και ~ φωνή. σταθερά (επίρρ.): Βαδίζεις αργά, αλλά ~ προς την πρώτη θέση! σταθερότητα η: το να είναι κπ ή κτ σταθερό: Τα νέα λάστιχα παρέχουν ασφάλεια και ~ στην οδήγηση.

Από το ΑΕ επίθ. σταθερός, και αυτό από το θ. σταθ- (ἐστάθην, παθ. αόρ.) του ρ. ἵστημι.

στάθμη η: 1 το ύψος της επιφάνειας ενός υγρού όταν αυτό βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας: Λόγω των βροχών η ~ των νερών του ποταμού Έβρου ανέβηκε επικίνδυνα. 2 (μτφ.) το επίπεδο, ο βαθμός στον οποίο έχει αναπτυχθεί κτ: εκπαίδευση υψηλής ~. σταθμίζω -ομαι: (μτβ.) εξετάζω και μελετώ όλες τις παραμέτρους, πριν πάρω μια απόφαση = ζυγίζω: Στάθμισα τα υπέρ και τα κατά.

σταθμός ο: 1 ειδικός χώρος στον οποίο σταθμεύουν διάφορα μέσα συγκοινωνίας (τρένα, λεωφορεία, μετρό κτλ.) με σκοπό την αποβίβαση ή επιβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων: Πηγαίνω στον ~ των υπεραστικών λεωφορείων. 2 ο χώρος και οι εγκαταστάσεις οργανισμού, υπηρεσίας, εταιρείας κτλ: ~ Πρώτων Βοηθειών. Παρουσιάστηκε βλάβη στον υδροηλεκτρικό ~ της ΔΕΗ. 3 (μτφ.) πολύ σημαντικό γεγονός με τεράστια σημασία για την πορεία στη ζωή κπ ή σε έναν τομέα = ορόσημο: H διάσπαση του ατόμου αποτέλεσε ~ στην πορεία της σύγχρονης επιστήμης. σταθμεύω: 1 (μτβ.) αφήνω όχημα για λίγο σε συγκεκριμένο σημείο = παρκάρω: Σας αφαίρεσαν τις πινακίδες, επειδή σταθμεύσατε το φορτηγό σε στάση λεωφορείου. 2 (αμτβ.) διακόπτω για συγκεκριμένο χρόνο την πορεία μου και παραμένω κάπου: Η ομάδα των ορειβατών στάθμευσε σε ορεινό καταφύγιο. στάθμευση η = παρκάρισμα: Aπαγορεύεται η ~ σε στροφή!

σταματώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) διακόπτω, δε συνεχίζω κτ = παύω: Γιατί σταμάτησες τα μαθήματα Αγγλικών; 2 (μτβ.) εμποδίζω κπ ή κτ να συνεχίσει: Φέρε λίγο βαμβάκι, για να σταματήσουμε την αιμορραγία. 3 (αμτβ.) δε συνεχίζω: Ο διάλογος κυβέρνησης και εργαζομένων σταμάτησε λίγο μετά την έναρξή του. 4 (αμτβ.) διακόπτω για λίγο: Θα σταματήσουμε μετά τα διόδια για καφέ. 5 (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ: Το αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά στη μέση του δρόμου. σταμάτημα το. στάση1 η: 1 το να σταματήσει κπ ή κτ προσωρινά την πορεία του: Δεν κάνουμε καμιά ~ στο επόμενο χωριό για φαγητό; 2 το μέρος όπου σταματά για λίγο ένα μέσο συγκοινωνίας, για να κατέβουν ή να ανέβουν επιβάτες: Κατεβαίνει κανείς στην επόμενη ~; 3 προσωρινή διακοπή: Οι καθηγητές αύριο έχουν κηρύξει τρίωρη ~ εργασίας. 4 ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κπ, η θέση που παίρνει το σώμα του = πόζα: Φωτογραφήθηκε σε διάφορες προκλητικές ~. 5 (μτφ.) ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς κπ ή κτ: Αν της ζητήσεις συγγνώμη, θα αλλάξει ~ απέναντί σου. στατικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί ακινησία ή είναι σε ακινησία: Η κοινωνία δεν είναι ~, αντίθετα, καθημερινά αλλάζει. στατικά (επίρρ.). στάσιμος -η -ο: 1 αυτός που δεν αλλάζει, που δεν εξελίσσεται αμετάβλητος: Ο γιατρός είπε πως η κατάσταση της υγείας του είναι ~. 2 αυτός που μένει ακίνητος: Η άσχημη μυρωδιά προέρχεται από τα ~ νερά. στασιμότητα η.

Από το μσν. σταματῶ, αυτό από το στάμα -τος «κάθισμα» και αυτό με τη σειρά του από το θέμα -στα- του ΑΕ ρ. ἵσταμαι.

στάση2 η: εξέγερση ενάντια σε κπ εξουσία = ανταρσία: Το πλήρωμα έκανε ~ κατά του καπετάνιου. στασιάζω: (αμτβ.) συμμετέχω σε στάση, εξεγείρομαι κατά της εξουσίας: Μικρή ομάδα στρατιωτικών στασίασε κατά της κυβέρνησης. στασιαστικός -ή -ό.

στατιστική η: σύνολο αριθμητικών δεδομένων που συλλέγονται και αναλύονται με σκοπό την ερμηνεία κπ φαινομένου, καθώς και η επιστήμη που ασχολείται με την εργασία αυτή: Οι επίσημες στατιστικές δείχνουν μείωση του ποσοστού ανεργίας. Έχει κάνει μαθήματα ~ στο πανεπιστήμιο. στατιστικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τη στατιστική: ~ στοιχεία. Εθνική ~ Υπηρεσία. στατιστικά (επίρρ.): σύμφωνα με τη στατιστική: ~ ασήμαντο ποσοστό (που δεν μπορεί να αναλυθεί, να ερμηνευτεί στατιστικά).

σταυρός ο: 1 ξύλινη κατασκευή από δύο δοκάρια καρφωμένα κάθετα μεταξύ τους που χρησιμοποιήθηκε για θανατικές εκτελέσεις. 2 ο Σταυρός ως σύμβολο του χριστιανισμού: Σήμερα είναι η εορτή του Tιμίου Σταυρού. κάνω τον ~ μου: σχηματίζω το σημείο του σταυρού ως ένδειξη πίστης και λατρείας. 3 σύμβολο για ένδειξη συγκεκριμένης προτίμησης σε εκλογική διαδικασία: Να βάλετε δίπλα στο όνομα του υποψήφιου που θα ψηφίσετε έναν ~! 4 κάθε αντικείμενο ή κατασκεύασμα που έχει το σχήμα σταυρού: Μου έκανε δώρο έναν χρυσό ~. σταυρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 θανατώνω κπ καρφώνοντάς τον σε σταυρό. 2 κάνω το σημάδι του σταυρού πάνω σε κπ ή κτ: Σταύρωσε τη βασιλόπιτα, πριν την κόψεις! 3 δηλώνω την εκλογική μου προτίμηση: Μπορείτε να σταυρώσετε από ένα μέχρι πέντε ονόματα στο ψηφοδέλτιο. κάθομαι με σταυρωμένα χέρια: δεν κάνω απολύτως τίποτα, αδρανώ. σταύρωση η. σταυρωτής ο: αυτός που σταυρώνει ή συμμετέχει σε σταύρωση: O Xριστός συγχώρεσε τους ~ του. σταυρωτός -ή -ό: αυτός που σχηματίζει σταυρό: ~ τιράντες. σταυρωτά (επίρρ.).

στέγη η: 1 εξωτερική επιφάνεια που καλύπτει μια οικοδομή από πάνω = σκεπή: Οι δυνατοί άνεμοι ξήλωσαν τη ~ του κτιρίου. 2 (συνεκδ.) κατοικία ή χώρος για διάφορες δραστηριότητες: Το ίδρυμα αυτό δίνει ~ σε εγκαταλελειμμένα παιδιά. θεατρική / επαγγελματική ~. στεγάζω -ομαι: (μτβ.) 1 παρέχω σε κπ στέγη είτε για διαμονή είτε για άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων: Η νομαρχία στέγασε τους πρόσφυγες σε τροχόσπιτα. Η εταιρεία μας στεγάζεται στον πρώτο όροφο. 2 μππ. χώρος που καλύπτεται από στέγη: Η εκδήλωση θα γίνει σε στεγασμένο χώρο. στέγαση η. στεγαστικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη στέγαση: Το ~ πρόβλημα της περιοχής λύθηκε. ~ δάνειο.

στεγνός -ή -ό: 1 αυτός που δεν είναι βρεγμένος ή δεν περιέχει κτ υγρό βρεγμένος, μουσκεμένος, υγρός, νωπός: ~ ρούχο / μαλλιά / χώμα. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη παραστατικότητας, συναισθημάτων, ζωντάνιας: ~ κείμενο / περιγραφή / ύφος. στεγνά (επίρρ.). στεγνώνω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ στεγνό μουσκεύω, υγραίνω: Στέγνωσε τα μαλλιά σου, πριν βγεις έξω. 2 (αμτβ.) α. γίνομαι στεγνός: Φέρε μου λίγο νερό, στέγνωσε το στόμα μου! β. (μτφ.) μαραίνομαι σωματικά ή ψυχικά: Στέγνωσε η ψυχή της μετά τον χωρισμό. στέγνωμα το. στεγνότητα η. στεγνωτήριο το: ηλεκτρική συσκευή για στέγνωμα, κυρίως ρούχων.

στείρος -α -ο: 1 αυτός που δεν μπορεί να αναπαραχθεί, να τεκνοποιήσει = [λαϊκ.] στέρφος γόνιμος: ~ ζώο / γυναίκα. 2 (για γη) που δεν αποφέρει καρπούς = άγονος. 3 αυτός που δε χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα, φαντασία ή αποτελεσματικότητα: ~ αποστήθιση / διάλογος. στειρώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω έμβιο οργανισμό στείρο: Στειρώσαμε τη σκύλα μας, για να μη μας κάνει κι άλλα κουταβάκια. στείρωση η: ΙΑΤΡ χειρουργική επέμβαση για να καταστεί ένα έμβιο ον στείρο. στειρότητα η.

στέκομαι αόρ. στάθηκα: 1 (αμτβ.) είμαι όρθιος κάθομαι: Δεν κάνει έγκυος γυναίκα να στέκεσαι τόσες ώρες! ~ στα πόδια μου: (μτφ.) στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις οικονομικά, ψυχολογικά κτλ. ~ (καλά): α. η υγεία μου είναι σε καλή κατάσταση. β. τα οικονομικά μου πάνε καλά. γ. έχω τα λογικά μου. δ. (συνήθως για ρούχο) εφαρμόζω καλά στο σώμα. 2 (αμτβ.) σταματώ να κινούμαι και μένω σε ένα σημείο: Στάθηκα για λίγο να χαζέψω τη βιτρίνα. 3 (μτβ.) συμπαραστέκομαι σε κπ: Είχα φίλους που μου στάθηκαν στη δύσκολη στιγμή. 4 (μτφ., μτβ.) α. συμπεριφέρομαι ή λειτουργώ με συγκεκριμένο τρόπο: Στάθηκε πραγματική μάνα στα ορφανά ανίψια της. Στάθηκα αδύναμη να του πω την αλήθεια. β. αποδεικνύομαι επαρκής για κτ = ανταποκρίνομαι: Αν και πολύ νέα, κατάφερε να σταθεί ως διευθύντρια.

στέκω: (αμτβ.) 1 [λογοτ.] στέκομαι: ~ απολύτως ακίνητος. Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. 2 τριτοπρόσ. κτ ισχύει, είναι λογικό ή σωστό: Αυτά που γράφεις δε ~, γι’ αυτό δε θα κάνω τον κόπο ούτε να τα διαβάσω. δεν ~ καλά: δεν έχει τα λογικά του. 3 απρόσ. ταιριάζει ή είναι σωστό: Δε ~ ένας διευθυντής να φέρεται έτσι!

στέλεχος το: 1 σημαντικό μέλος μιας επαγγελματικής συνήθως ομάδας: ~ επιχείρησης / ενόπλων δυνάμεων. διευθυντικό ~. 2 βλαστός φυτού ή κορμός δέντρου. στελεχώνω -ομαι: (μτβ.) τοποθετώ νέα στελέχη (σημ. 1) σε εταιρεία ή υπηρεσία, ή γίνομαι ο ίδιος στέλεχος: Πήρα δέκα άτομα για να στελεχώσω το νέο κατάστημα. στελέχωση η.

στέλνω -ομαι αόρ. έστειλα, παθ. αόρ. στάλθηκα & [επίσ.] εστάλην, μππ. σταλμένος: (μτβ.) 1 κανονίζω να μεταφερθεί ή να παραδοθεί κτ σε κπ = [επίσ.] αποστέλλω παίρνω, λαμβάνω: Έστειλαν βοήθεια στους σεισμόπληκτους. ~ μήνυμα / γράμμα. 2 ενεργώ για να βρεθεί κπ σε ορισμένο χώρο ή κατάσταση: Στείλαμε το παιδί στην κατασκήνωση φέτος. 3 φροντίζω κτ να φτάσει κάπου: ~ χαιρετίσματα / ευχές σε κπ.

στενός -ή -ό: 1 αυτός που έχει περιορισμένη έκταση (τοπική ή χρονική) ή περιορισμένο πλάτος: ~ πέρασμα πλατύς, φαρδύς. ~ σακάκι / παπούτσι φαρδύς. 2 (μτφ., συνήθ. για αφηρ. έννοια) αυτός που δε χαρακτηρίζεται από ελευθερία ή ευρύτητα πλατύς, ευρύς: ~ σημασία / αντίληψη. ~ έννοια όρου. 3 αυτός που περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό προσώπων: Ο γάμος θα τελεστεί σε ~ κύκλο. 4 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ένταση, συστηματικότητα ή οικειότητα: ~ συνεργασία / σχέση. στενά (επίρρ.). στενό το: 1 στενό δρομάκι: Μετά τα φανάρια, στρίψε στο πρώτο ~ αριστερά! 2 συνήθ. πληθ. στενό φυσικό πέρασμα: τα στενά του Bοσπόρου / του Γιβραλτάρ. στενότητα η: η ιδιότητα του στενού: Το προσπέρασμα απαγορευόταν λόγω της ~ του δρόμου. στενεύω -ομαι: 1 φαρδαίνω α. (μτβ.) κάνω κτ στενό: Αδυνάτισε πολύ και πρέπει να της στενέψω το φόρεμα. β. (αμτβ.) γίνομαι στενός: Πρόσεχε, γιατί εκεί ~ το ποτάμι και το νερό κυλά ορμητικά! 2 (μτφ., αμτβ.) ελαττώνομαι = περιορίζομαι: Στένεψαν τα χρονικά περιθώρια για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης. στένεμα το: το να στενεύει κπ κτ. στένωμα το: 1 εκεί όπου κτ στενεύει πολύ: ~ λεωφόρου. 2 [λαϊκ.] το στενό. στένωση η: [επίσ.] μείωση του πλάτους κπ πράγματος και το σημείο όπου παρατηρείται.

στενόχωρος & [λαϊκ.] στενάχωρος -η -ο: 1 (για χώρο) αυτός που είναι περιορισμένων διαστάσεων και προκαλεί δυσφορία ευρύχωρος: ~ διαμέρισμα. 2 αυτός που προκαλεί ή κυριεύεται από στενοχώρια ευχάριστος: Δημιουργήθηκε μια ~ κατάσταση λόγω της απόλυσής του. Είναι ~ τύπος. στενόχωρα & [λαϊκ.] στενάχωρα (επίρρ.). στενοχωρώ & [λαϊκ.] στεναχωρώ -ιέμαι & -ούμαι αόρ. στενοχώρησα -εσα & στεναχώρησα -εσα, παθ. αόρ. στενοχωρήθηκα & -έθηκα & στεναχωρήθηκα & -έθηκα, μππ. στενοχωρημένος & -εμένος & στεναχωρημένος & -εμένος: 1 (μτβ.) προκαλώ σε κπ έντονη λύπη ή δυσφορία = δυσαρεστώ, πικραίνω ευχαριστώ: Στενοχωρέθηκα πολύ, όταν κατάλαβα πως μου είχε πει ψέματα. 2 (μτφ., για ρούχο) προκαλώ σε κπ δυσφορία = ενοχλώ: Mε ~ πολύ η γραβάτα και θα τη βγάλω μετά την τελετή. στενοχώρια & [λαϊκ.] στεναχώρια η: 1 έντονη λύπη = θλίψη: Έκλαιγε από τη ~ της που έχασε το σκυλάκι της. 2 συνήθ. πληθ. οτιδήποτε προκαλεί θλίψη, βάσανα ή σκοτούρες: Η χρεοκοπία της επιχείρησης του δημιούργησε μεγάλες ~.

στερεός -ή & [επίσ.] -ά -ό: 1 (για υλικά σώματα) αυτός που είναι συμπαγής, έχει σταθερή μορφή και δεν είναι ρευστός: ~ τροφή. 2 ΦΥΣ κάθε υλικό σώμα που δε βρίσκεται σε υγρή ή αέρια κατάσταση: ~ σώματα. στερεά (επίρρ.). στερεό το: ΓΕΩΜ τρισδιάστατο σχήμα: Η πυραμίδα και ο κώνος είναι στερεά. στερεώνω -ομαι: (μτβ.) 1 σταθεροποιώ: Στερέωσε καλά την τέντα, μην την πάρει ο αέρας! 2 (μτφ.) δυναμώνω ή ενισχύω = εδραιώνω, ισχυροποιώ κλονίζω: Η εκλογική αυτή νίκη στερέωσε την υπεροχή του στον πολιτικό κόσμο της χώρας. στερέωση η & στερέωμα1 το: το να στερεώνει κπ κτ: η ~ του ραφιού στον τοίχο με καρφιά. στεριώνω -ομαι: (αμτβ.) 1 [λαϊκ.] γίνομαι στερεός. 2 μένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και μόνιμα = ριζώνω: Ήταν τόσο ανήσυχο άτομο, που ποτέ δεν κατάφερε να στεριώσει ούτε σε δουλειά ούτε σε σχέση.

στέρεος -η & [επίσ.] -α -ο: 1 αυτός που έχει σταθεροποιηθεί πλήρως ή δε μετακινείται καθόλου = γερός: Το ανάχωμα στο ποτάμι δεν ήταν αρκετά ~ και υποχώρησε με τις πρώτες πλημμύρες. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα = ακλόνητος, σταθερός: ~ σχέση / αποφάσεις. στέρεα (επίρρ.).

στερέωμα2 το: 1 [λογοτ.] ο ουράνιος θόλος, συνήθως μαζί με τα αστέρια = γαλαξίας. 2 (μτφ.) το σύνολο των πιο γνωστών ή σημαντικών εκπροσώπων ενός συγκεκριμένου χώρου: Κατάφερε να διακριθεί στο καλλιτεχνικό ~.

στερώ -ούμαι: (μτβ.) 1 δεν προσφέρω ή αφαιρώ από κπ κτ απαραίτητο: Το διαζύγιο τού στέρησε τη θαλπωρή της οικογένειας. Έκανα δύο δουλειές για να μη σας στερήσω τίποτα στη ζωή. 2 παθ. δε διαθέτω ή δεν απολαμβάνω: Στην κατοχή στερούμασταν ακόμη και τα είδη πρώτης ανάγκης. Στερήθηκα για να σας σπουδάσω. στέρηση η: 1 το να στερεί κανείς κτ από κπ = αφαίρεση, απώλεια: ~ δικαιώματος ψήφου / άδειας εξόδου από τη χώρα. 2 συνήθ. πληθ. έλλειψη βασικών αγαθών: Υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε στερήσεις, προκειμένου να ομολογήσουν.

στεφάνι το: 1 κυκλική κατασκευή από άνθη ή κλαδιά: ~ ελιάς. πρωτομαγιάτικο ~. 2 μεγάλο στεφάνι (σημ. 1) από άνθη, που τοποθετείται σε τάφο προς τιμή νεκρού ή σε μνημείο ως ένδειξη σεβασμού: Κατέθεσαν ~ στο μνημείο στην εθνική επέτειο. 3 το καθένα από τα δύο στέφανα του ζευγαριού κατά την τέλεση του θρησκευτικού γάμου. βάζω ~: παντρεύομαι. 4 (συνεκδ.) ο θρησκευτικός γάμος ή ο / η σύζυγος: Τίμησα το ~ μου και δεν την απάτησα ποτέ. στεφανώνω -ομαι: 1 (μτβ.) τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου = στέφω: Ο γυμνασιάρχης στεφάνωσε τους νικητές με δάφνινα στεφάνια. 2 (σε θρησκευτικό γάμο) α. (για κουμπάρο) αλλάζω τα στέφανα: Σύμφωνα με το έθιμο, θα τους στεφανώσει ο νονός του γαμπρού. β. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου: Τους στεφάνωσε ο μητροπολίτης. 3 παθ. παντρεύομαι με θρησκευτικό γάμο: Περιμένει να στεφανωθεί πρώτα η αδερφή του και μετά να αρραβωνιαστεί κι ο ίδιος. στέφανα τα: τα στεφάνια που τοποθετεί ο κουμπάρος πάνω στα κεφάλια του γαμπρού και της νύφης κατά την τέλεση θρησκευτικού γάμου. στέφανος ο: [επίσ.] το στεφάνι: Στις εθνικές εορτές γίνεται κατάθεση στεφάνου στα μνημεία πεσόντων υπέρ πατρίδος. στεφάνη η: αντικείμενο ή περίβλημα σε σχήμα στεφανιού: H μπάλα χτύπησε τη ~ και βγήκε έξω από το καλάθι. στέφω -ομαι: (μτβ.) 1 φορώ στέμμα ή στεφάνι στο κεφάλι κάποιου σε επίσημη τελετή: Στην αρχαία Ελλάδα έστεφαν τους νικητές των αγώνων με στεφάνι ελιάς. 2 [επίσ.] στεφανώνω σε θρησκευτικό γάμο: Στέφεται ο δούλος του Θεού Νικόλαος τη δούλη του Θεού Μαργαρίτα. 3 (μτφ., για ενέργεια) ολοκληρώνομαι με επιτυχία: Η επιχείρηση διάσωσης στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. 4 (μτφ.) ανακηρύσσω: Η εθνική ποδοσφαίρου στέφθηκε Βασίλισσα της Ευρώπης. στέψη η: 1 το να στέφεται κπ, συνήθως στο πλαίσιο μιας επίσημης τελετής: η ~ του νέου αυτοκράτορα / των ολυμπιονικών. (κατ’ επέκτ.) η ~ της Μις Τουρισμός 2005. 2 η τελετή του μυστηρίου του γάμου: H ~ θα τελεστεί στην Αγ. Μαρίνα. στέμμα το: 1 κόσμημα του κεφαλιού για βασιλιάδες, σύμβολο εξουσίας. 2 (συνεκδ.) η εξουσία και το αξίωμα των βασιλιάδων. 3 ΑΣΤΡΟΝ δακτύλιος γύρω από τον ήλιο.

στήθος το πληθ. στήθη & [λαϊκ.] στήθια: 1 ΑΝΑΤ το μπροστινό τμήμα του θώρακα: Έγειρε πάνω στο ~ του πατέρα του και αποκοιμήθηκε. με διαφορά στήθους: με ελάχιστη διαφορά: Κέρδισε στα 100 μέτρα με διαφορά ~. 2 ο μαστός της γυναίκας: Το μωρό θήλαζε από το ~ της μάνας του. 3 (μτφ.) ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου, με κέντρο την καρδιά: Είχε έναν καημό στο ~, που την έτρωγε χρόνια.

στήλη η: 1 όρθια μεγάλη ορθογώνια (μαρμάρινη ή πέτρινη συνήθως) πλάκα, με χαραγμένες επιγραφές: επιτύμβια ~. 2 οτιδήποτε έχει τη μορφή στήλης: ηλεκτρική ~ (μπαταρία). (μένω) ~ άλατος: (μένω) άναυδος, συνήθως λόγω έκπληξης. 3 α. το καθένα από τα κάθετα μέρη στα οποία είναι οργανωμένη μια χειρόγραφη ή τυπωμένη σελίδα: Στην πρώτη ~ είναι οι αγγλικές λέξεις και στη δεύτερη οι ελληνικές. β. (συνεκδ.) τακτική στήλη με συγκεκριμένο θέμα σε εφημερίδα ή περιοδικό: κοσμική / αθλητική ~glass σχ. στύλος.

στήνω -ομαι αόρ. έστησα, παθ. αόρ. στήθηκα, μππ. στημένος: (μτβ.) 1 κάνω κπ ή κτ να σταθεί όρθιο(ς): Οι στρατιώτες έστησαν τα τσουβάλια δίπλα στο ποτάμι. 2 [οικ.] α. καθυστερώ να πάω κάπου, αναγκάζοντας κπ να περιμένει εκεί πολλή ώρα ή δεν πάω καθόλου: Δε φτάνει που με έστησε στο ραντεβού μας, δε ζήτησε ούτε συγγνώμη! β. παθ. παραμένω σε κπ σημείο για πολλή ώρα περιμένοντας κπ ή κτ: Κάθε απόγευμα στήνεται έξω από το γραφείο της και την περιμένει να σχολάσει. 3 α. φτιάχνω ή οργανώνω κτ: ~ ενέδρα / επιχείρηση. Πώς θα στήσετε σπιτικό, άνεργοι και οι δύο; β. αρχίζω: Μετά το φαγητό, στήσαμε χορό. 4 μππ. (μτφ.) α. αυτός που δε χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό: στημένη συμπεριφορά. β. με αθέμιτο τρόπο συμφωνημένο εκ των προτέρων αποτέλεσμα αγώνα, μάχης κτλ. = σικέ: Το παιχνίδι ήταν στημένο. στήσιμο το: το να στήνει κανείς κπ ή κτ. στητός -ή -ό: αυτός που στέκεται ίσιος ή κινείται τεντωμένος: Ο τσολιάς έστεκε ~. = ευθυτενής. ~ στήθος = σφριγηλός.

Από τον αόρ. ἔστησα του ελνστ. ρ. ἱστάνω (ΑΕ ἵστημι).

στηρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 συγκρατώ ή ακουμπώ κτ ή κπ, ώστε να μη μετακινείται καθόλου ή να είναι σε όρθια θέση: Στήριξε καλά τη στέγη με δοκάρια, για να μην υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει. 2 (μτφ.) βοηθώ = ενισχύω: Με στήριξαν οικονομικά στα πρώτα μου βήματα. 3 χρησιμοποιώ κτ για να αποδείξω ή να δικαιολογήσω κτ = θεμελιώνω: Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να στηρίξει την απολογία του σε ανυπόστατους ισχυρισμούς. 4 παθ. βασίζομαι: Παιδί μου, μόνο αν στηρίζεσαι στις δικές σου ικανότητες θα πας μπροστά στη ζωή. στήριγμα το: 1 καθετί που χρησιμεύει ως μέσο για να στηριχθεί κτ: Βάλαμε ένα ~ δίπλα από τη δαμασκηνιά για να μην τη σπάσει ο αέρας. 2 (μτφ.) κπ ή κτ που προσφέρει σε κπ προστασία και βοήθεια (κυρίως ψυχολογική): Μετά τον θάνατο των γονιών της, βρήκε ~ στην πίστη της στον Θεό. στήριξη η: το να στηρίζει κανείς κπ ή κτ: Η ~ του υπόστεγου έγινε με ξύλινες δοκούς. (μτφ.) ψυχολογική / υλική / ηθική ~ = βοήθεια, υποστήριξη. στηρικτικός -ή -ό: αυτός που χρησιμοποιείται για στήριξη ή αποτελεί στήριγμα: ~ μηχανισμός. στηρικτικά (επίρρ.).

στιβάδα η: πυκνό στρώμα από ομοειδή στοιχεία: ~ χιονιού.

Από το ΑΕ στιβάς «στρώμα». Προσοχή στην ορθογραφία: να μη συγχέεται με το στοίβα!

στίβος ο: 1 το κεντρικό επίπεδο τμήμα σταδίου, όπου διεξάγονται κυρίως αγώνες κλασικού αθλητισμού. 2 (συνεκδ.) το σύνολο των αθλημάτων του κλασικού αθλητισμού (δρόμοι, άλματα και ρίψεις). 3 (μτφ.) χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται από συναγωνισμό = [επίσ.] κονίστρα, παλαίστρα: καλλιτεχνικός / πολιτικός / ακαδημαϊκός ~.

στίγμα το: 1 α. μικρό σημάδι = κουκκίδα, βούλα. β. (ειδικ.) μικρό σημάδι στην επιφάνεια σώματος, φυσικό ή από ασθένεια, έγκαυμα κτλ.: φύλλα με κίτρινα στίγματα. 2 το ακριβές σημείο πάνω σε χάρτη, συσκευή κτλ. που δείχνει τη θέση ενός οχήματος, αεροσκάφους, πλοίου κτλ. κάθε στιγμή της πορείας του: Ξαφνικά το ~ του αεροσκάφους χάθηκε από το ραντάρ. 3 (μτφ.) αρνητική ιδιότητα ή χαρακτηρισμός που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτός και από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαλλαγεί = [λαϊκ.] ρετσινιά: Ποτέ δε θα βγάλεις από πάνω σου το ~ του προδότη / του επίορκου! 4 ΙΑΤΡ στοιχείο που φανερώνει την ύπαρξη μιας ασθένειας, η οποία δεν εκδηλώνεται: το ~ της μεσογειακής αναιμίας. στιγματίζω -ομαι: (μτβ.) 1 επικρίνω σφοδρά = καυτηριάζω, στηλιτεύω επικροτώ, επιδοκιμάζω: Η αισχροκέρδεια πρέπει να στιγματίζεται. 2 καταλογίζω σε κπ κτ ιδιαίτερα αρνητικό, το οποίο τον μειώνει ηθικά και κοινωνικά: Όταν στιγματίστηκε ως τοξικομανής, όλοι οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν.

στιγμή η: 1 α. μικρό χρονικό διάστημα: Για μια ~ σώπασε, αλλά μετά ξαναπήρε τον λόγο. β. (μτφ.) περίσταση ή κατάσταση: Στην κατοχή ο κόσμος έζησε δύσκολες ~. 2 α. ορισμένο χρονικό σημείο: Τη ~ που έβγαινα από το σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο. β. κατάλληλο χρονικό σημείο: Ήρθε η ~ να σου τα πω όλα. 3 ΓΛΩΣΣ η τελεία. στιγμιαίος -α -ο: αυτός που διαρκεί ή απαιτεί μόνο μια στιγμή: Ένιωσε έναν ~ φόβο, αλλά αμέσως βρήκε πάλι το κουράγιο του. διαρκής, συνεχής. ~ ρόφημα. ~ μέλλοντας: ΓΛΩΣΣ χρόνος που δηλώνει πράξη που θα γίνει στο μέλλον και δε χαρακτηρίζεται από επανάληψη ή διάρκεια. στιγμιαία (επίρρ.)

στιχομυθία η: 1 έντονος διάλογος μεταξύ προσώπων αρχαίου δράματος, με εναλλαγή ομιλητή ανά έναν ή δύο στίχους: Η πρώτη σκηνή του επεισοδίου περιλαμβάνει τη ~ μεταξύ Ορέστη και Ηλέκτρας. 2 ζωηρός διάλογος προσώπων με σύντομες φράσεις: Παρακολούθησα μια εύθυμη ~ μεταξύ νεαρών που σχολίαζαν τους καθηγητές τους.

στοά η: 1 πέρασμα, συνήθως στεγασμένο, σε κτιριακό συγκρότημα: εμπορική ~, με μικρά καταστήματα και εργαστήρια. 2 (στην αρχαία Ελλάδα) κτίριο με ανοιχτή τουλάχιστον τη μία πλευρά του, η οποία στηριζόταν σε κίονες: ~ του Αττάλου. 3 Στοά η: η φιλοσοφική σχολή των στωικών, από το όνομα του τόπου όπου γίνονταν οι διδασκαλίες (Ποικίλη Στοά). 4 σήραγγα ή τούνελ: μεταλλευτικές ~.

στοίβα η: πλήθος αντικειμένων, τοποθετημένων συνήθως το ένα πάνω στο άλλο: Τα βιβλία ήταν ~ στο πάτωμα! στοιβάζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω πράγματα σε στοίβα: Οι υπάλληλοι στοίβαξαν τους φακέλους. 2 α. στριμώχνω πολλά πρόσωπα ή συμπιέζω πράγματα σε χώρο μικρών διαστάσεων: Ο δουλέμπορος στοίβαξε τους λαθρομετανάστες στα αμπάρια του πλοίου. β. παθ.: Στοιβάχτηκαν κατά ομάδες σε συνοικίες-γκέτο των μεγαλουπόλεων = συνωστίζομαι.

Από το ελνστ. στοιβάζω. Προσοχή στην ορθογραφία: να μη συγχέεται με το στιβάδα!

στοιχειό το: 1 [λαϊκ.] η ψυχή σκοτωμένου ανθρώπου ή ζώου που παραμένει στον τόπο όπου σκοτώθηκε. 2 [γενικ.] κάθε υπερφυσικό ον. στοιχειώνω μππ. στοιχειωμένος: 1 (αμτβ.) α. γίνομαι στοιχειό: Στοίχειωσε η ψυχή της και περιφέρεται στο μέρος που κρεμάστηκε. β. για μέρος που κατοικείται από στοιχειό: Το σπίτι στοίχειωσε και ρήμαξε. 2 α. (μτβ.) ως στοιχειό κατοικώ κάπου: Οι ψυχές των αδικοσκοτωμένων στοίχειωσαν τον τόπο. β. (μτφ., για κτ δυσάρεστο) παραμένω έντονα στη μνήμη, στη συνείδηση ή στη σκέψη κπ: Μια ανέντιμη πράξη στοίχειωσε τη συνείδησή μου.

στοιχείο το: 1 καθετί από το οποίο αποτελείται κτ (μια κατασκευή, ένα δημιούργημα κτλ.): Στα θεατρικά έργα του κυριαρχεί το ~ της σάτιρας. περιουσιακά ~. Ο χαρακτήρας του έχει πολλά θετικά ~. 2 συνήθ. πληθ. πληροφορία που συνήθως βοηθά σε κπ συμπέρασμα, σε μια περιγραφή, στην αναγνώριση κπ κτλ.: στοιχεία ταυτότητας. Αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης επιβαρυντικών στοιχείων. = δεδομένα. 3 γράμμα αλφαβήτου ή τυπογραφικό σύμβολο = χαρακτήρας: Πληκτρολογήστε το όνομά σας με κεφαλαία ~! 4 [συνήθ. μειωτ.] άτομο που επιδεικνύει ορισμένη συμπεριφορά: αναρχικά / συντηρητικά ~ μιας κοινωνίας. 5 οικείο ή κατάλληλο (φυσικό ή νοητό) περιβάλλον για κπ ή κτ: Βάλε και μικρά φυτά στη γυάλα, για να ’ναι τα ψάρια στο ~ τους. Σε συζητήσεις για αθλητικά είναι πάντα έξω από το ~ της. 6 καθετί που βοηθά σε κτ: Η γνώση ξένης γλώσσας αποτελεί απαραίτητο ~ για την πρόσληψή σας. 7 πληθ. βασικές γνώσεις ενός αντικειμένου, επιστημονικού χώρου κτλ.: στοιχεία γεωλογίας / άλγεβρας. τα ~ της φύσης: τα (καιρικά) φυσικά φαινόμενα που δεν ελέγχονται από τον άνθρωπο: Τίποτε δε γλίτωσε από τη μανία των ~ της φύσης. ηλεκτρικό ~: ΦΥΣ κάθε συσκευή που μεταβάλλει τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική και αντίστροφα, και που συνήθως αποτελεί μέρος ηλεκτρικού κυκλώματος. χημικό ~: ΧΗΜ ουσία που δεν μπορεί να διασπαστεί χημικά σε απλούστερες ουσίες και αποτελείται από άτομα με τον ίδιο ατομικό αριθμό. στοιχειώδης -ης -ες: 1 αυτός που είναι βασικός ή πρωταρχικός: Οι περισσότεροι δε γνωρίζουν ούτε τα ~ ιστορικά γεγονότα. 2 αυτός που είναι τελείως απαραίτητος: Την προσέλαβε, αν και δεν είχε τα ~ προσόντα. Πετύχαμε να τηρούνται τα ~ μέτρα υγιεινήςglass σχ. αγενής. στοιχειωδώς (επίρρ.) στον απαραίτητο βαθμό: Προσπάθησε ~ να κρατάς τα προσχήματα. στοιχειώδη τα: τα τελείως απαραίτητα: Υπάρχουν λαοί που δεν έχουν ούτε τα ~ για την επιβίωσή τους. Μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται ούτε καν τα ~ στη συζήτηση.

στοίχημα το: 1 συμφωνία ανάμεσα σε άτομα που κάνουν διαφορετικές προβλέψεις για την εξέλιξη μιας κατάστασης, σύμφωνα με την οποία όποιος προβλέψει σωστά θα λάβει καθορισμένη αμοιβή: Χάνω / κερδίζω ένα ~. βάζω / πάω ~ ότι: α. στοιχηματίζω: Βάζεις ~ ότι θα βγω πρώτος στους αγώνες; β. (μτφ.) είμαι απόλυτα σίγουρος: ~ ότι είσαι φιλόλογος. 2 (συνεκδ.) καθετί (συνήθως χρήματα) που θα λάβει όποιος κερδίσει σε τέτοιου είδους συμφωνία: Βάζεις έναν καφέ ~ ότι θα σε κερδίσω στο μπιλιάρδο; 3 (μτφ.) σημαντική υπόθεση, η θετική εξέλιξη της οποίας είναι αβέβαιη: Οι εκλογές αυτές είναι προσωπικό ~ του Προέδρου του Κινήματος. στοιχηματίζω: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) βάζω στοίχημα κτ: Στοιχημάτισε ολόκληρο τον μισθό του ότι το κόμμα του θα κέρδιζε τις εκλογές. Στοιχημάτιζε πάντα σε μαύρο άλογο στον ιππόδρομο. 2 (μτβ.) εκφράζω απόλυτη βεβαιότητα για κτ: ~ ότι τα βάφει τα μαλλιά του.

στοιχίζω1: = κοστίζω 1 (αμτβ.) έχω ως κόστος: Πόσο ~ το αυτοκίνητο; 2 (αμτβ.) είμαι ακριβός, στοιχίζω ακριβά: Ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι πάντα ~. 3 (μτφ., μτβ.) α. αποτελώ αναγκαία θυσία ή αναπόφευκτη συνέπεια: Η απληστία τής στοίχισε την ελευθερία της: τελικά, φυλακίστηκε. β. προξενώ έντονη λύπη ή ψυχικό πόνο: Ο ξαφνικός θάνατος του παππού του τού στοίχισε πολύ.

στοιχίζω2 -ομαι αόρ. στοίχισα, παθ. αόρ. στοιχήθηκα, μππ. στοιχισμένος & -χημένος: (μτβ.) βάζω σε σειρές = παρατάσσω: Ο διοικητής στοίχισε τους άντρες του. στοίχιση η.

στολή η: 1 η συγκεκριμένη ενδυμασία που φορούν άτομα κατά την ώρα της εργασίας τους ή άτομα που ανήκουν σε αθλητικές, επαγγελματικές κτλ. ομάδες: ~ ναύτη / ιππασίας / καταδύσεων. αστυνομική ~. 2 τοπική παραδοσιακή ενδυμασία: Στο πανηγύρι χόρεψαν με θρακιώτικες στολές.

στολίδι το: 1 καθετί που τοποθετείται για να διακοσμήσει ή να ομορφύνει κτ: χριστουγεννιάτικα ~ για τα δέντρα. 2 (μτφ.) κπ ή κτ για το(ν) οποίο καυχιέται κπ λόγω των ιδιαίτερων προσόντων ή της ομορφιάς του: Αυτός ο μαθητής είναι το ~ της τάξης. Η πλατεία με τα πλατάνια είναι το ~ του χωριού. = κόσμημα. στολίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ομορφαίνω κτ με στολίδια, άνθη κτλ. = διακοσμώ: Λουλούδια ~ την είσοδο του σπιτιού. ~ χριστουγεννιάτικο δέντρο. 2 ντύνω κπ με πολύ όμορφα ρούχα και αξεσουάρ: Την έντυσαν ωραία και τη στόλισαν με κοσμήματα. 3 (μτφ.) ομορφαίνω κπ ή κτ = κοσμώ: Αμέτρητες ακρογιαλιές ~ το νησί. στόλισμα το. στολισμός ο: ο ~ του Επιταφίου.

στόλος ο: 1 το σύνολο των πλοίων μιας χώρας: ο ελληνικός ~. 2 ομάδα πλοίων: πειρατικός / νατοϊκός ~. 3 το σύνολο των οχημάτων, αεροπλάνων κτλ. οργανισμού, εταιρείας: ο ~ των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων της εταιρείας.

στόμα το: 1 ΑΝΑΤ άνοιγμα στο κάτω μέρος του προσώπου ανθρώπων και ζώων, με το οποίο λαμβάνουμε τροφή, μιλάμε και αναπνέουμε: Μη μιλάς με γεμάτο ~! πιάνω / βάζω κπ στο ~ μου: σχολιάζω κπ αρνητικά. μένω με το ~ ανοιχτό: μένω άναυδος. κρέμομαι από το ~ κάποιου: παρακολουθώ προσεκτικά ή μαγεύομαι από τον λόγο κάποιου. από το ~ σου και στου Θεού τ’ αυτί: (ως ευχή) μακάρι να γίνει αυτό που μόλις είπες. ~ έχω και μιλιά δεν έχω: είμαι λιγόλογος. 2 μέλος οικογένειας που πρέπει να συντηρήσει κπ: Με οχτώ ~ να θρέψει, πώς να μην κάνει τρεις δουλειές; 3 τρόπος που μιλά κπ: Έχει πολύ άσχημο ~, βρίζει συνέχεια. 4 [οικ.] άνοιγμα ή είσοδος = στόμιο: ~ μπουκαλιού. στοματικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το στόμα: ~ κοιλότητα.

στομάχι το & [επίσ.] στόμαχος ο: ΑΝΑΤ όργανο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου και ορισμένων ζώων, όπου γίνεται η επεξεργασία της τροφής: Έφαγα πολύ και πονάει το ~ μου. στομαχικός -ή -ό. στομαχικός ο, η: πρόσωπο που υποφέρει από (συνήθως χρόνια) στομαχική πάθηση. στομαχιάζω: (αμτβ.) αισθάνομαι βαρύ το στομάχι μου, παθαίνω δυσπεψία.

στόμιο το: 1 άνοιγμα κοιλότητας: το ~ του μπουκαλιού. 2 το άκρο πνευστού μουσικού οργάνου.

στοργή η: συναίσθημα ή εκδήλωση τρυφερής αγάπης: Έμεινε πολύ μικρός ορφανός και στερήθηκε τη ~ της μάνας. στοργικός -ή -ό: αυτός που εκφράζει ή διακατέχεται από αισθήματα στοργής άστοργος: ~ βλέμμα. ~ πατέρας = φιλόστοργος. στοργικά (επίρρ.).

στόχος ο: 1 το σημείο που σημαδεύει κπ για να χτυπήσει: βολές εναντίον σταθερού ~. 2 (μτφ.) α. καθετί που προσπαθεί να πετύχει κπ: Βάζω / πετυχαίνω υψηλούς ~. Μοναδικός ~ μας είναι η νίκη στους αγώνες. β. κπ ή κτ που γίνεται δέκτης επιθετικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς: Έγινε ~ άγριας επίθεσης. Τρένο έγινε ~ βομβιστικής ενέργειας. στοχεύω: 1 (αμτβ.) σημαδεύω με όπλο = σκοπεύω: Πρόσεχε πού ~, μην τραυματίσεις άλλον κυνηγό αντί για λαγό! 2 (+ σε / να) (μτφ.) έχω βλέψεις για κτ: Όλες οι ενέργειές του στοχεύουν στην απόκτηση της εταιρείας. = αποβλέπω, επιδιώκω. Από μικρός στόχευε ψηλά. στόχαστρο το: σταθερό μεταλλικό εξάρτημα επάνω στην κάννη πυροβόλου όπλου, που βοηθά στη σκόπευση.

στραβο- & στραβό-: α΄συνθ. που: 1 χαρακτηρίζει το β΄συνθετικό ως μη κανονικό ή μη ίσιο: στραβοκαταπίνω, στραβολαιμιάζω, στραβοπόδης. 2 (κυρίως σε ρήματα) δηλώνει ενόχληση ή εκνευρισμό: στραβομουτσουνιάζω, στραβοκοιτάζω.

στραβός -ή -ό: [οικ.] 1 αυτός που δεν έχει το σωστό σχήμα ή που δεν είναι ίσιος: ~ γραμμές. Ο τοίχος είναι ~, γι’ αυτό και το κάδρο δε στέκεται σωστά. = λοξός. 2 αυτός που δεν έχει μπει ή τοποθετηθεί σωστά: Το χαλί είναι ~, διόρθωσέ το λίγο! 3 (μτφ.) αυτός που είναι λανθασμένος ή που δεν ισχύει: Σχημάτισε ~ εντύπωση για το τι συνέβη. 4 (μτφ.) αυτός που είναι ανάποδος ή παράξενος = δύστροπος: Είναι τόσο ~ άνθρωπος, που δύσκολα κάνεις παρέα μαζί του. 5 [μειωτ.] αυτός που είναι τυφλός ή που δε βλέπει καλά: Καλά, πού πάει, ~ είναι; Δε βλέπει ότι είναι μονόδρομος; κάνω τα ~ μάτια: υποκρίνομαι πως δεν καταλαβαίνω κτ που γίνεται. στραβά (επίρρ.): 1 λοξά ή με τρόπο διαφορετικό από τον κανονικό και σωστό: Κόλλησε ~ τις αφίσες. = λοξά. Έβαλε ~ την μπλούζα της. = ανάποδα. 2 (μτφ.) λανθασμένα ή άσχημα. παίρνω κτ ~: παρεξηγώ ή δεν καταλαβαίνω σωστά κτ. κτ πάει ~: κτ δεν έρχεται ευνοϊκά: Αν κάτι πάει ~, ενημερώστε με αμέσως. στραβά τα: [υβρ.] μάτια: Άνοιξε τα ~ σου και διάβασε! στραβώνω -ομαι: [οικ.] 1 (μτβ.) α. κάνω κτ στραβό: Στράβωσε τη μεταλλική βέργα με τα χέρια του. β. τυφλώνω ή θαμπώνω κπ: Με στράβωσαν τα φώτα του αυτοκινήτου σου. 2 (μτφ., αμτβ.) α. γίνομαι στραβός: Από την πολλή πίεση στράβωσε η ζάντα του τροχού. β. εξελίσσομαι άσχημα: Στράβωσε η υπόθεση.

στρατηγός ο: 1 α. ο ανώτατος διοικητής στρατεύματος. β. ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του στρατού ξηράς. 2 ΙΣΤ καθένας από τους δέκα άρχοντες της αρχαίας Αθήνας που διοικούσαν τα στρατεύματα και τον στόλο.glass σχ. διεξάγω. στρατηγείο το: 1 η έδρα του στρατηγού και (συνεκδ.) το προσωπικό που υπηρετεί εκεί. 2 (μτφ.) το κέντρο δράσης οργανωμένης ομάδας: Η αστυνομία εντόπισε το ~ της οργάνωσης. στρατηγικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται σε στρατηγό: ~ ικανότητες. 2 αυτός που αναφέρεται στη στρατηγική: ~ κινήσεις για την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. 3 (μτφ.) αυτός που είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός στόχου = καθοριστικός: συνεργασία ~ σημασίας για τις δύο εταιρείες. στρατηγικά (επίρρ.). στρατηγική η: 1 ΣΤΡΑΤ το σύνολο των ενεργειών που αφορούν τον σχεδιασμό ή την πραγματοποίηση μιας στρατιωτικής (συνήθως πολεμικής) επιχείρησης: Καθορίστηκε η νέα αμυντική ~ της χώρας. 2 (μτφ.) ο συντονισμένος σχεδιασμός των ενεργειών που απαιτούνται για την επιτυχή εκπλήρωση ενός στόχου: περιβαλλοντική ~ για την ανακύκλωση των απόβλητων. Το σκάκι ανήκει στα παιχνίδια ~.

Από το ΑΕ στρατός + ἄγω «οδηγώ τον στρατό».

στρατόπεδο το: 1 φρουρούμενος χώρος με κατάλληλες εγκαταστάσεις για μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στρατεύματος: Απόψε φυλάει σκοπιά στην πύλη του ~. 2 φρουρούμενος χώρος που προορίζεται για τον περιορισμό ατόμων συγκεκριμένης κατηγορίας: ~ αιχμαλώτων / συγκεντρώσεως. 3 (μτφ.) ομάδα ατόμων με κοινές ιδεολογικές, πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις: Οι βουλευτές ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά ~. στρατοπεδεύω: (αμτβ., για στρατό) σταθμεύω και κατασκηνώνω κάπου: Οι δυνάμεις μας στρατοπέδευσαν κοντά στα τείχη της πόλης.

στρατός ο: 1 διοικητικά οργανωμένο σύνολο ατόμων, κατάλληλα εκπαιδευμένων για πόλεμο: αντάρτικος / μισθοφορικός ~. 2 οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας ή τμήμα αυτών: Κατατάχτηκε στον ~. 3 (συνεκδ.) το σύνολο των αξιωματικών και των στρατιωτών: Όλος ο ~ είναι σε επιφυλακή. 4 [ειρων.] (μτφ.) μεγάλος αριθμός ατόμων: Ολόκληρο ~ θα ταΐσεις και έφτιαξες τόσα φαγητά; πηγαίνω / κάνω / με παίρνουν (στον) ~: υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία. στρατιώτης ο, -ίνα η: 1 οπλίτης που υπηρετεί στον στρατό ξηράς: Τα όπλα σίγησαν και οι ~ άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματα. 2 (μτφ.) πρόσωπο που αγωνίζεται ή θυσιάζεται για κπ ιδανικό ή για μια ιδέα: Η εκλογική νίκη οφείλεται και στους απλούς ~ του κόμματος. 3 πιόνι στο σκάκι με περιορισμένη δυνατότητα κινήσεων. στρατιά η: 1 ΣΤΡΑΤ ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός με ενιαία διοίκηση. 2 μεγάλη στρατιωτική δύναμη = στράτευμα: Οι ~ του εχθρού παρατάχθηκαν στην πεδιάδα. 3 (μτφ.) πλήθος: ~ από σφήκες κατέστρεψαν τα σταφύλια. στρατιωτικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται σε στρατιώτη ή στον στρατό: ~ φυλακή / βάση / στολή / θητεία. ~ νόμος: νόμος που αναστέλλει ορισμένες συνταγματικές ελευθερίες και κηρύσσεται σε μια χώρα σε περίπτωση που κρίνεται ότι απειλείται η ασφάλειά της. 2 αυτός που ταιριάζει σε στρατιώτη ή αξιωματικό: Αποδίδω ~ τιμές. στρατιωτικά (επίρρ.). στρατιωτικό το χωρίς πληθ.: στρατιωτική θητεία: Κάνει το ~ του στα σύνορα. στρατιωτικός ο: μόνιμος (υπ)αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων. στρατιωτικά τα: στρατιωτική στολή πολιτικά. στρατώνας ο: χώρος διαμονής στρατιωτών.

στρέφω -ομαι παθ. αόρ. στράφηκα, μππ. στραμμένος: 1 (μτβ.) γυρίζω ή αλλάζω κατεύθυνση σε κτ ή κπ: Μου έστρεψε την πλάτη του, αγνοώντας με τελείως. ~ το βλέμμα / την προσοχή μου. = κατευθύνω. 2 παθ. (αμτβ.) α. έχω συγκεκριμένη κατεύθυνση ή αλλάζω κατεύθυνση: Το φυτό στράφηκε πάλι προς τον ήλιο. β. (μτφ.) απευθύνομαι σε κπ: Στράφηκε προς την οικογένειά μας για βοήθεια. γ. παθ. περιστρέφομαι: Σε πόσες ώρες στρέφεται η Γη γύρω από τον άξονά της; δ. (μτφ.) έχω ως βασικό θέμα: Ο διάλογος στράφηκε γύρω από πολιτικά θέματα.

στρίβω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ να γυρίσει γύρω από τον άξονά του = γυρίζω: ~ το τιμόνι. Στρίψε το κεφάλι από την άλλη. μου ’στριψε (η βίδα): έχασα τα λογικά μου, τρελάθηκα. 2 (αμτβ.) στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση ή προσανατολισμό: Στρίψε στα φανάρια και μετά πήγαινε ευθεία! 3 [οικ.] (αμτβ.) φεύγω γρήγορα, συχνά στα κρυφά: Στρίβε! Να μη σε βλέπω μπροστά μου! στριμμένος -η -ο (μππ. ως επίθ) = ιδιότροπος. στρίψιμο το: το να στρίβει κπ κτ: το ~ του κεφαλιού. στροφή η: 1 πλήρης περιστροφή: Κάνε μια ~ να δω αν είναι εντάξει το φόρεμά σου! παίρνω στροφές & το μυαλό μου παίρνει στροφές: έχω ταχύτατη αντίληψη. 2 αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε ~ προς τα δεξιά και έφυγε. ~ 180 μοιρών: (μτφ.) ολοκληρωτική αλλαγή απόψεων, στάσης κτλ. 3 καμπή δρόμου: Μην προσπερνάς ποτέ πάνω σε ~! 4 ΦΙΛΟΛ μικρό σύνολο στίχων με ρυθμική ενότητα: ποίημα με τρεις ~. στριφτός -ή -ό: αυτός που τον έχουν στρίψει, συνήθως με το χέρι: ~ τσιγάρο. στριφτά (επίρρ.).

Από το θ. στρέψ- (μεταπλ. σε στρίψ-) του ΑΕ ρ. στρέφω.

στριμώχνω -ομαι: (μτβ.) 1 συμπιέζω μεγάλο αριθμό πραγμάτων ή προσώπων σε περιορισμένο χώρο ή χρόνο: Μας στρίμωξαν σε μια τόσο μικρή αίθουσα, που σχεδόν δε χωρούσαμε! 2 (μτφ.) πιέζω κπ έντονα, φέρνοντάς τον σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση: Οι αστυνομικοί με στρίμωξαν για να τους πω ό,τι γνώριζα για την υπόθεση. στρίμωγμα το: το να στριμώχνει κανείς κπ ή κτ: Παραλίγο να λιποθυμήσει με τέτοιο ~ μέσα στο λεωφορείο. στριμωξίδι το: η παρουσία μεγάλου αριθμού ατόμων σε περιορισμένο χώρο και το σπρώξιμο μεταξύ τους = συνωστισμός. στριμωχτός -ή -ό. στριμωχτά (επίρρ.).

Επειδή προέρχεται από το ελνστ. ουσ. στρύμ(αξ) «ξύλο για σύνθλιψη σταφυλιών», ορθότερη ετυμολογικά είναι η γραφή στρυ-. Ωστόσο, έχει επικρατήσει η γραφή με -ι-.

στρογγυλός -ή -ό & στρόγγυλος -η -ο: 1 αυτός που έχει κυκλικό ή σφαιρικό σχήμα: ~ φόρμα κέικ / δίσκος σερβιρίσματος. ~ τραπέζι / συζήτηση στρογγυλής τραπέζης: συζήτηση ανάμεσα σε ισότιμους συνομιλητές για θέματα κοινού ενδιαφέροντος. 2 (μτφ., για αριθμό) ο ακέραιος, χωρίς κλάσματα ή δεκαδικούς: Βάλε ~ τιμή, και όχι 5,99 ευρώ! στρογγυλεύω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ στρογγυλό: Λείανε το μάρμαρο και στρογγύλεψε τις αιχμές του γλυπτού. (μτφ.) Αντί για 2,10 ας στρογγυλέψουμε το ποσό στα 2 ευρώ. = στρογγυλοποιώ. 2 (αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός: Πολύ στρογγύλεψε η κοιλιά σου - μήπως είσαι έγκυος;

στρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω μια επιφάνεια με κτ: ~ τις πατάτες στο ταψί. Χειμώνιασε, και η μαμά έστρωσε τα χαλιά. Έστρωσαν τον δρόμο με άσφαλτο. ~ το κρεβάτι: ετοιμάζω το κρεβάτι για να κοιμηθεί κπ ή τακτοποιώ τα σκεπάσματα. ~ το τραπέζι: βάζω το τραπεζομάντιλο και τα σερβίτσια για φαγητό. 2 κάνω κτ να πάρει το επιθυμητό ή κανονικό σχήμα: ~ τα μαλλιά μου. 3 (μτφ., για πρόσ.) κάνω κπ να βελτιώσει τη συμπεριφορά ή τις συνήθειές του: Αν και ζωηρά τα δίδυμα, τα έστρωσε η δασκάλα τους. 4 (αμτβ.) α. (μτφ., για πρόσ.) βελτιώνω τη συμπεριφορά μου, σταματώντας κακές συνήθειες: Αφότου έγινε οικογενειάρχης, έστρωσε και σταμάτησε τα ξενύχτια. β. (για ρούχο ή ύφασμα) ταιριάζω απόλυτα στο σώμα: Το νυφικό έστρωσε τέλεια πάνω της. = εφαρμόζω. γ. αρχίζω να βελτιώνομαι: Μετά το διήμερο, θα στρώσει πάλι ο καιρός. 5 παθ. εγκαθίσταμαι κάπου για πολύ, προκαλώντας ενόχληση: Στρώθηκε στο γραφείο μου και δεν έλεγε να φύγει. 6 παθ. (μτφ.) συγκεντρώνω την προσοχή ή τις προσπάθειές μου σε μια ασχολία = αφοσιώνομαι: Στρώσου στο διάβασμα! στρώσιμο το. στρώμα το: 1 ορθογώνια επίπεδη θήκη από μαλακό ή αφρώδες υλικό, επάνω στην οποία ξαπλώνουμε (και κοιμόμαστε): πουπουλένιο / ανατομικό ~ / ~ θαλάσσης. 2 επίπεδη επιφάνεια από ενιαίο υλικό: στρώματα υπεδάφους / ατμόσφαιρας. 3 (ειδικ.) οτιδήποτε καλύπτει μια μεγάλη συνήθως επιφάνεια: παχύ ~ χιονιού. 4 κοινωνική τάξη ή ομάδα: λαϊκά / αστικά στρώματα. στρώση η: στρώμα υλικού που καλύπτει μια επιφάνεια: Για το παστίτσιο θέλουμε δύο στρώσεις μακαρόνια. στρωσίδι το: [λαϊκ.] ό,τι στρώνεται σε κρεβάτι (κουβέρτες κτλ.) ή στο δάπεδο (χαλιά, φλοκάτες): Βάλε τα βαριά στρωσίδια, για να κοιμηθούμε ζεστά. στρωτός -ή -ό: 1 αυτός που τον έχουν στρώσει, ώστε να είναι ομαλός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι φυσικός ή ομαλός: ~ περπάτημα. 3 (για ρούχο) που εφαρμόζει καλά: ~ φόρεμα. στρωτά (επίρρ.).

στύβω -ομαι: (μτβ.) 1 αφαιρώ το υγρό ή τον χυμό από κτ πιέζοντάς το δυνατά: ~ τη σφουγγαρίστρα / τα λεμόνια. 2 (μτφ.) εξαντλώ πλήρως τις δυνατότητες κπ προσώπου ή πράγματος: Τον έστυψαν τα παιδιά του χρεώνοντας όλες τις πιστωτικές του κάρτες. = απομυζώ. ~ το μυαλό μου: (μτφ.) καταβάλλω μεγάλη πνευματική προσπάθεια: ~ να θυμηθώ πού άφησα τα κλειδιά μου! στύψιμο: η ενέργεια του στύβω.

στύλος ο: 1 όρθιο, μακρόστενο, συνήθως κυλινδρικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να στηρίζεται ή για να στερεώνεται επάνω του κτ: ~ της ΔEH = κολόνα. Oι στύλοι του Oλυμπίου Διός στην Aθήνα. 2 (μτφ.) αυτός που είναι το βασικό στήριγμα για κπ ή κτ: Ο πατέρας μου είναι ο ~ του σπιτιού μας.

Προσοχή: το σωστό είναι Στύλοι του Ολυμπίου Διός και όχι Στήλες, όπως πολύ συχνά (αλλά λανθασμένα!) λέγεται.

συγγενής ο, η: άτομο που έχει σχέση συγγένειας με κπ: Τα αδέρφια θεωρούνται συγγενείς πρώτου βαθμού. φτωχός ~: (μτφ.) οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε θεωρείται κατώτερης αξίας ή ποιότητας συγκριτικά με τα ομοειδή του: Με τέτοιο τριμμένο πουκάμισο, ήμουν πάντα ο φτωχός ~ της τάξης. συγγενής -ής -ές: 1 αυτός που συγγενεύει ή μοιάζει με κπ ή κτ = συγγενικός: ~ θεωρίες / γλώσσες. 2 ΙΑΤΡ αυτός που υπάρχει εκ γενετής = σύμφυτος. glass σχ. αγενής. συγγένεια η: 1 βιολογικός ή θεσμικός δεσμός που συνδέει άτομα μεταξύ τους: μακρινή / πνευματική ~. ~ εξ αίματος. 2 (μτφ.) σχέση έντονης ομοιότητας ή αναλογίας μεταξύ προσώπων, ιδεών, πραγμάτων κτλ.: ιδεολογική ~ πολιτικών παρατάξεων. 3 ΧΗΜ ιδιότητα των χημικών στοιχείων να έλκονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία χημικών ενώσεων. συγγενικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται σε συγγενή ή συγγένεια: ~ πρόσωπο. 2 (μτφ.) αυτός που έχει κοινά σημεία με κπ ή κτ = συγγενής: ~ απόψεις / γλώσσες / θεωρίες. συγγενικά (επίρρ.). συγγενεύω: (αμτβ.) 1 διατηρώ ή αποκτώ συγγένεια με κπ: Τελικά δε συγγενέψαμε λόγω της ματαίωσης του γάμου. 2 (μτφ.) εμφανίζω κοινά σημεία με κπ ή με κτ = μοιάζω: Οι δύο θεωρίες ~ μεταξύ τους.

συγγνώμη η: 1 αίτηση συγχώρεσης για κπ σφάλμα: Ζητώ ~. Απαιτώ τη ~ σου! 2 (ως επιφών., με παράλειψη του ρ. ζητώ) έκφραση μετάνοιας: ~, αλλά δε θα μπορέσω να έρθω! 3 σε ευγενική προσπάθεια, για να τραβήξουμε την προσοχή κπ ή να αποταθούμε σε κπ: ~, μήπως ξέρετε τι ώρα είναι;

συγγράφω -ομαι αόρ. συνέγραψα, παθ. αόρ. συγγράφηκα & [επίσ.] συνεγράφην: (μτβ.) συντάσσω πεζό κείμενο, συνήθως επιστημονικού ή λογοτεχνικού περιεχομένου: Έχει συγγράψει πολλά επιστημονικά άρθρα. συγγραφέας ο, η: πρόσωπο που συγγράφει, κατά κανόνα συστηματικά, επιστημονικά ή λογοτεχνικά έργα: πνευματικά δικαιώματα του ~. θεατρικός ~. συγγραφή η: το γράψιμο. συγγραφικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα: ~ ταλέντο / δικαιώματα. σύγγραμμα το: εκτενές πνευματικό έργο επιστημονικού, κυρίως, περιεχομένου = εγχειρίδιο.

συγκεκριμένος -η -ο: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και ξεκάθαρη διατύπωση = σαφής αόριστος: Για την τεκμηρίωση των επιστημονικών σου θέσεων χρειάζονται ~ δεδομένα. 2 αυτός που διακρίνεται από άλλους του είδους του: Τη ~ στιγμή απουσίαζα. = δεδομένος. 3 ΓΛΩΣΣ (για ουσ.) αυτός που φανερώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αφηρημένος: Η «χελώνα» είναι ~ ουσιαστικό, ενώ η «ελευθερία» αφηρημένο. συγκεκριμένα (επίρρ.).

συγκεντρώνω -ομαι: 1 (μτβ.) α. μαζεύω πρόσωπα ή πράγματα, συνήθως σε μεγάλο αριθμό: Συγκέντρωσε πλήθος υπογραφών. Ρούχα για τους σεισμόπληκτους ~ διάφορες οργανώσεις. β. επικεντρώνω (συνήθως την προσπάθεια ή την προσοχή μου) σε κτ: Αφότου γέννησε, έχει συγκεντρώσει όλη της την προσοχή στο παιδί τους. γ. ελκύω = τραβώ: ~ την εκτίμηση / το ενδιαφέρον του κοινού. 2 παθ. α. βρίσκομαι μαζί με άλλους στο ίδιο σημείο: Πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε για να υποδεχτεί τον αρχηγό του κόμματος. β. (μτφ.) αφοσιώνομαι σε κτ: Διάβαζα τόσο συγκεντρωμένος, που δεν άκουσα τίποτα απολύτως. συγκέντρωση η: 1 το να συγκεντρώνει κπ κτ (σημ. 1α), καθώς και το πλήθος των ατόμων που συγκεντρώνονται: πολιτική ~. στρατόπεδο ~ αιχμαλώτων. ~ τροφίμων για τους πρόσφυγες. 2 το να επικεντρώνει κπ τη σκέψη του ή να συγκεντρώνεται (σημ. 1β & 2β): ~ της σκέψης. 3 ΧΗΜ η ποσότητα μιας ουσίας που εμπεριέχεται σε διάλυμα. συγκεντρωτικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει δημιουργηθεί ή προέλθει από συγκέντρωση: ~ εκλογικά αποτελέσματα. 2 αυτός που αναφέρεται στον συγκεντρωτισμό ή χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση εξουσίας: ~ μοντέλο διοίκησης αποκεντρωτικός. συγκεντρωτικά (επίρρ.). συγκεντρωτισμός ο: σύστημα διοικητικής ή πολιτικής οργάνωσης στο οποίο υπάρχει μόνο ένα κέντρο άσκησης εξουσίας.

συγκίνηση η: ιδιαίτερα έντονη συναισθηματική φόρτιση και ταραχή που οφείλεται σε συγκεκριμένο γεγονός: Λιποθύμησε από τη ~ της, όταν έμαθε πως βρέθηκε μόσχευμα καρδιάς για την κόρη της. συγκινώ -ούμαι: (μτβ.) 1 προκαλώ συγκίνηση: Στην ορκωμοσία της κόρης του ήταν τόσο συγκινημένος, που συνεχώς σκούπιζε τα δάκρυά του. 2 κεντρίζω το ενδιαφέρον κάποιου: Δε με συγκινεί καθόλου το ξενύχτι. συγκινητικός -ή -ό: αυτός που συγκινεί: ~ ενδιαφέρον / λόγια. συγκινητικά (επίρρ.). συγκινησιακός -ή -ό: αυτός που οφείλεται σε συγκίνηση. συγκινησιακά (επίρρ.).

συγκλονίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ταρακουνώ κτ = τραντάζω: Η πρόσκρουση του αεροσκάφους στα βράχια συγκλόνισε την περιοχή. 2 (μτφ.) προκαλώ έντονη ταραχή ή συγκίνηση = συνταράζω: Η κοινή γνώμη ήταν συγκλονισμένη από το δράμα των ξεριζωμένων προσφύγων. συγκλονιστικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί έντονη ταραχή ή συγκίνηση = συνταρακτικός: Το θέαμα που αντίκρισαν στον τόπο του δυστυχήματος ήταν ~. συγκλονιστικά (επίρρ.).

συγκοινωνία η: 1 η σύνδεση και επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους τόπους, καθώς και η αντίστοιχη μετακίνηση οχημάτων και ανθρώπων: Λόγω ατυχήματος διακόπηκε η ~ στην εθνική οδό. 2 πληθ. (συνεκδ.) τα μέσα μεταφοράς κυρίως προσώπων ή αγαθών: αστικές / θαλάσσιες ~. συγκοινωνιακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη συγκοινωνία: ~ μελέτη / κόμβος.

συγκρατώ -ούμαι & -ιέμαι: (μτβ.) 1 κρατώ κπ ή κτ, ώστε να μη φύγει ή να μην πέσει: Τα αναχώματα ~ τα νερά του χειμάρρου. 2 (μτφ.) κρατώ κπ ή κτ σε λογικά πλαίσια ή να υπό έλεγχο: Ευτυχώς το υπουργείο συγκράτησε την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης στα περσινά επίπεδα. 3 καταπνίγω σκέψη ή συναίσθημα: Συγκράτησα τον θυμό μου και δεν του ανταπέδωσα την προσβολή. 4 παθ. κρατιέμαι να μην εκδηλωθώ: Ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ και να μη γελάσω μπροστά σε ένα τόσο γελοίο θέαμα. συγκράτηση η.

συγκρίνω -ομαι πρτ. & αόρ. συνέκρινα & σύγκρινα, παθ. αόρ. συγκρίθηκα: (μτβ.) 1 μελετώ ταυτόχρονα (συνήθως ομοειδή) πράγματα, πρόσωπα, καταστάσεις κτλ., για να καταλήξω σε ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους ή σε μια γενικότερη αξιολόγηση = παραβάλλω: Πρέπει να ~ τους βαθμούς του Α΄ και του Β΄ τριμήνου, για να καταλάβουμε αν σημείωσε πρόοδο στα μαθήματά του. Η αγάπη των φίλων δε συγκρίνεται με τίποτα! 2 χρησιμοποιώ κτ ως σημείο αναφοράς για να περιγράψω ή να εκτιμήσω κτ άλλο = παρομοιάζω: Τόσο όμορφο κορίτσι μπορεί να συγκριθεί μόνο με τριαντάφυλλο. σύγκριση η: το να συγκρίνει κανείς κπ ή κτ με κπ ή κτ άλλο: Πρέπει να κάνουμε ~ των προϊόντων πριν αγοράσουμε οτιδήποτε. σε ~ με: σε σχέση με: Οι πωλήσεις προϊόντων αυξήθηκαν φέτος ~ πέρυσι. συγκριτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή στηρίζεται σε σύγκριση: ~ μελέτη / πίνακας προϊόντων / μεγέθη. ~ βαθμός: ΓΛΩΣΣ ο γραμματικός τύπος επιθέτου ή επιρρήματος που δηλώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με κπ άλλο. συγκριτικά (επίρρ.). συγκρίσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κπ ή κτ άλλο: ~ μεγέθη / είδη.

συγκροτώ -ούμαι μππ. συγκροτημένος: (μτβ.) 1 οργανώνω σε σύνολο, συνήθως με συγκεκριμένες αρμοδιότητες = δημιουργώ, ιδρύω: Το Υπουργείο Οικονομίας συγκρότησε Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. 2 μππ. αυτός που έχει ή δείχνει ολοκληρωμένη ανάπτυξη και αρμονική λειτουργία των ψυχοπνευματικών ικανοτήτων του: συγκροτημένος νέος / άποψη. συγκρότηση η: 1 το να συγκροτεί κπ κτ και η δομή που προκύπτει: ~ τριμελούς επιτροπής = σύσταση. η πολιτική ~ ενός κράτους = οργάνωση, δομή. 2 (μτφ.) η αρμονική ανάπτυξη και λειτουργία των ψυχοπνευματικών ικανοτήτων ενός ανθρώπου: άτομο με πνευματική / επιστημονική ~. συγκρότημα το: 1 οργανωμένο σύνολο από ομοειδή στοιχεία (συνήθως σε μικρή απόσταση μεταξύ τους) που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες: ξενοδοχειακό / βιομηχανικό ~. 2 ομάδα από καλλιτέχνες: Στη συναυλία θα συμμετάσχουν διάφορα συγκροτήματα. χορευτικό ~.

συγκρούομαι χωρίς μππ.: 1 (για κινούμενο όχημα) πέφτω με ορμή επάνω σε άλλο όχημα: Τα δύο αεροπλάνα συγκρούστηκαν στον αέρα κατά τη διάρκεια αεροπορικής επίδειξης. 2 εμπλέκομαι σε μάχη = συμπλέκομαι: Τα επεισόδια ξεκίνησαν όταν ένθερμοι φίλαθλοι συγκρούστηκαν με οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. 3 (μτφ.) διαφωνώ έντονα ή είμαι αντίθετος με κπ ή κτ άλλο: Ακόμη και φιλίες ετών χαλάνε, όταν συγκρούονται προσωπικά συμφέροντα. συγκρουόμενα τα: διθέσια αυτοκινητάκια σε λούνα παρκ που συγκρούονται. σύγκρουση η: 1 το να συγκρούεται κπ ή κτ με κπ ή κτ άλλο: μετωπική ~ οχημάτων στην εθνική οδό. πολεμικές ~ = εχθροπραξία, συμπλοκή. (μτφ.) Τα δυο αδέρφια ήρθαν σε έντονη ~ για περιουσιακά θέματα. = αντιπαράθεση. 2 ΨΥΧΟΛ ψυχική αναστάτωση που δημιουργείται από την ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων, επιθυμιών κτλ.: Ο ασθενής θυμίζει διχασμένη προσωπικότητα με έντονες εσωτερικές ~.

συγχαίρω πρτ. συνέχαιρα, αόρ. συγχάρηκα & [επίσ.] συνεχάρην: (μτβ.) 1 δηλώνω σε κπ πως συμμερίζομαι τη χαρά του για κτ που του συνέβη: Μας επισκέφτηκαν για να μας συγχαρούν για τον γάμο μας. 2 εκφράζω σε κπ τον θαυμασμό μου ή τον επαινώ για κτ που έκανε: Σε ~ για την υπομονή σου / για την παρουσίασή σου. συγχαρητήριος -α -ο: αυτός με τον οποίο συγχαίρουμε κπ: ~ τηλεγράφημα / κάρτα. συγχαρητήρια τα: γραπτή ή προφορική έκφραση με την οποία συγχαίρουμε κπ για κτ: Ο προϊστάμενος του έδωσε ~ για την υψηλής ποιότητας μελέτη που έκανε. συγχαρητήρια! (επιφ.).

συγχέω -ομαι πρτ. συνέχεα, μππ. συγκεχυμένος: (μτβ.) μπερδεύω κτ, κυρίως κατά την προσπάθεια να το αντιληφθώ σωστά = μπλέκω: Για να μη ~ τους κανόνες, προσπάθησε να θυμάσαι και από ένα παράδειγμα. σύγχυση1 η: 1 μπέρδεμα: Μετά την έκρηξη, επικράτησε πλήρης ~ σχετικά με τον ακριβή αριθμό των θυμάτων. 2 ΙΑΤΡ έλλειψη πνευματικής διαύγειας ή ψυχική διαταραχή με κύριο σύμπτωμα την αδυναμία αναγνώρισης και προσανατολισμού.

σύγχρονος -η -ο: 1 αυτός που σχετίζεται με το παρόν ή ανήκει στη σημερινή εποχή = μοντέρνος παλιός: Η τεχνολογία κυριαρχεί στη ζωή του ~ ανθρώπου. 2 αυτός που ανήκει ή συμβαίνει την ίδια χρονική περίοδο ή στιγμή με κπ άλλο: Οι δύο συγγραφείς είναι ~, αλλά ανήκουν σε διαφορετικά ρεύματα. συγχρόνως (επίρρ.). σύγχρονος ο: αυτός που ζει στην ίδια εποχή με άλλον: Οι ~ του υποτίμησαν την αξία της ανακάλυψής του. συγχρονίζω -ομαι: συντονίζω απόλυτα, χρονικά ή ρυθμικά, κινήσεις, καταστάσεις, γεγονότα κτλ.: συγχρονισμένη κολύμβηση. συγχρονισμός ο.

συγχύζω -ομαι: 1 (μτβ.) προκαλώ έντονη ψυχική αναστάτωση σε κπ: Έτσι που την ~, θα πάθει κανένα εγκεφαλικό! 2 παθ. εκνευρίζομαι, αναστατώνομαι: Τώρα με την εγκυμοσύνη δεν κάνει να συγχύζεσαι με τίποτα. σύγχυση2 η: έντονη ψυχική ταραχή που οφείλεται σε ξαφνικό εκνευρισμό ή στενοχώρια: Από τη ~ της για τη ζημιά, έχασε τα λόγια της.

συγχωρώ -ούμαι αόρ. συγχώρησα & [λαϊκ.] - εσα, παθ. αόρ. συγχωρήθηκα & [λαϊκ.] -έθηκα, μππ. συγχωρημένος & [λαϊκ.] -εμένος: (μτβ.) 1 δέχομαι τη συγγνώμη κάποιου και δεν τον τιμωρώ: Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με που σου μίλησα άσχημα! με συγχωρείς / με συγχωρείτε: για να ζητήσουμε άδεια ή να ρωτήσουμε κτ με ευγενικό τρόπο = συγγνώμη: ~ που σας ενοχλώ, μήπως ξέρετε πού είναι το γραφείο του διευθυντή; 2 ΕΚΚΛ δίνω άφεση αμαρτιών: Μετανοήστε, και ο Κύριος θα σας συγχωρήσει! συ(γ)χωρεμένος -η -ο: [προφ.] πεθαμένος. 3 ανέχομαι ή δείχνω κατανόηση για κτ: Χώρισαν, γιατί δεν μπορούσε να συγχωρήσει την τεμπελιά του. συγχώρηση & [λαϊκ.] συγχώρεση η.

συζητώ & -άω -ιέμαι & -ούμαι: (μτβ.) 1 μιλώ με ένα ή περισσότερα πρόσωπα για κπ θέμα: Στις βιβλιοθήκες δεν επιτρέπεται να συζητάτε δυνατά. = κουβεντιάζω, συνομιλώ, [επίσ.] συνδιαλέγομαι. Το θέμα θα συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο. = εξετάζω, μελετώ. 2 σχολιάζω κτ ή κπ, κυρίως αρνητικά: Σε ~ όλη η γειτονιά. = κουτσομπολεύω. συζήτηση η: το να συζητά κανείς = συνομιλία, κουβέντα, διάλογος: τηλεοπτική / εποικοδομητική ~. συζητήσιμος -η -ο: 1 αυτός που μπορεί να συζητηθεί: ~ προτάσεις / εισήγηση. 2 αυτός του οποίου η αλήθεια ή η ορθότητα αμφισβητείται = αμφίβολο: Το αν τελικά θα περάσει στο πανεπιστήμιο με τόσο λίγο διάβασμα είναι ~. 3 αυτός με τον οποίο μπορεί κπ να συζητήσει και να καταλήξει σε λύσεις: Μη φοβάσαι να πας να της μιλήσεις, είναι πολύ ~! συζητητής ο, -ήτρια η.

σύζυγος ο, η: το άτομο με το οποίο κπ είναι παντρεμένος(η): Στη δεξίωση τον συνόδευε η ~ του. συζυγικός -ή -ό: αυτός που αφορά ή αναφέρεται στην έγγαμη ζωή ή σε συζύγους: ~ καβγάδες / υποχρεώσεις.

συλλαμβάνω -ομαι αόρ. συνέλαβα, παθ. αόρ. συνελήφθην: (μτβ.) 1 πιάνω κπ, για να τον φυλακίσω, ή αιχμαλωτίζω κπ: Η αστυνομία συνέλαβε τον κλέφτη. (μτφ.) Τη συνέλαβαν να αντιγράφει από το γραπτό της συμμαθήτριάς της. 2 (μτφ.) καταλαβαίνω απόλυτα = κατανοώ, αντιλαμβάνομαι: Είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει ένα παιδί τόσο αφηρημένες έννοιες. 3 επινοώ ή σχεδιάζω κτ: Ποιος συνέλαβε την ιδέα να πάμε τέτοιο ταξίδι; 4 μένω έγκυος: Η σύζυγός του δεν μπορούσε να συλλάβει και κατέφυγαν στην τεχνητή γονιμοποίηση. σύλληψη η: το να συλλάβει κανείς κπ ή κτ: ένταλμα σύλληψης. ~ πρωτοποριακού σχεδίου. ~ με τη μέθοδο της τεχνητής γονιμοποίησης.

συλλέγω -ομαι αόρ. συνέλεξα, παθ. αόρ. συλλέχτηκα: (μτβ.) 1 μαζεύω = συγκεντρώνω: Τα στοιχεία που συνέλεξε όλα αυτά τα χρόνια τον οδήγησαν στους πραγματικούς γονείς του. 2 μαζεύω συστηματικά αντικείμενα του ίδιου είδους ως χόμπι: Από παιδί ~ νομίσματα από όλο τον κόσμο. συλλογή1 η: 1 το να συλλέγει κπ κτ: ~ βιομηχανικής ντομάτας = μάζεμα. ~ πληροφοριών / βιβλιογραφικών αναφορών = συγκέντρωση. 2 βιβλίο που περιλαμβάνει ομοειδή λογοτεχνικά ή επιστημονικά έργα: ~ λατινικών ποιημάτων. 3 σύνολο προϊόντων μεγάλης ποικιλίας: Ελάτε να δοκιμάσετε τη νέα μας ~ καλοκαιρινών ενδυμάτων. συλλέκτης ο, -τρια η: 1 αυτός που κάνει συλλογή αντικειμένων ενός είδους (ιδιαίτερης συνήθως αξίας): ~ γραμματοσήμων. 2 ΤΕΧΝΟΛ μηχάνημα ή όργανο όπου συγκεντρώνεται κτ: ~ υδάτων / θερμότητας. συλλεκτικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται σε συλλέκτη ή σε συλλογή: ~ μανία / αντικείμενο. 2 αυτός που χρησιμοποιείται για συλλογή: γεωργικά ~ μηχανήματα.

συλλογίζομαι & [οικ.] συλλογιέμαι: 1 (μτβ.) σκέφτομαι, κυρίως γεγονότα του παρελθόντος: Συχνά, όταν έμενε μόνη της, συλλογιζόταν τα παιδικά της χρόνια. = αναπολώ. Έστεκε αμίλητος, συλλογισμένος. = σκεφτικός. 2 (μτβ.) υπολογίζω: Αν συλλογιστείς τα χρέη σου, θα δεις πόσο σπάταλος είσαι. = αναλογίζομαι, λογαριάζω. συλλογή2 η: το να συλλογίζεται κπ, κυρίως στις εκφράσεις πέφτω / βυθίζομαι σε ~. συλλογισμός ο: διαδικασία διατύπωσης λογικών συμπερασμάτων με βάση ορισμένα δεδομένα: αυθαίρετος / ορθός ~. συλλογιστικός -ή -ό. συλλογιστική η: 1 τρόπος συλλογισμού: εσφαλμένη / ορθή ~. 2 κλάδος της Λογικής που ασχολείται με τη θεωρία των συλλογισμών.

σύλλογος ο: σύνδεσμος ατόμων που έχει νομική υπόσταση, συγκεκριμένη διοικητική οργάνωση, ονομασία και δεδομένο σκοπό σύστασης = σωματείο, ένωση, όμιλος: πολιτιστικός / αθλητικός ~. συλλογικός -ή -ό: αυτός που αφορά κπ σύλλογο ή ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων = ομαδικός προσωπικός, ατομικός: ~ όργανο / σύμβαση εργασίας / έργο. συλλογικά (επίρρ.). συλλογικότητα η.

συμβαίνει πρτ. συνέβαινε, αόρ. συνέβη & [οικ.] συνέβηκε, συνέβησαν: 1 τριτοπρόσ. (για γεγονός) γίνεται: Τι ~ με εσάς τους δυο; Πότε συνέβη αυτό; 2 απρόσ. τυχαίνει: Πώς ~ να κάνουμε συνέχεια τα ίδια λάθη; συμβάν το συμβάντος: γεγονός, περιστατικό: τυχαίο / τραγικό /δυσάρεστο /περίεργο ~.  glass  σχ. γεγονός.

συμβάλλομαι παθ. αόρ. συμβλήθηκα & [επίσ.] συνεβλήθην, μππ. (σπάν.) συμβλημένος & [επίσ.] συμβεβλημένος: (αμτβ., + με) συνάπτω συμφωνία με κπ: Το σχολείο έχει συμβληθεί με δύο εταιρείες σίτισης. συμβεβλημένος ιατρός.

συμβάλλω πρτ. συνέβαλλα, αόρ. συνέβαλα: (αμτβ. + σε) 1 βοηθώ στην επίτευξη ενός σκοπού ή στη διαμόρφωση μιας κατάστασης = συντελώ, συντείνω: Με το έργο του συνέβαλε στην πρόοδο της επιστήμης. 2 (για ποταμούς, δρόμους κτλ.) ενώνομαι με άλλον σε κπ σημείο. συμβολή η: το να συμβάλλει κπ σε κτ (σημ. 1) ή το να συμβάλλουν δύο πρόσωπα ή πράγματα (σημ. 2) : η ~ της τεχνολογίας στην εκπαίδευση. η ~ δύο δρόμων / ποταμών.

σύμβαση η: 1 ΝΟΜ νομικά κατοχυρωμένη συμφωνία ανάμεσα σε πρόσωπα, ομάδες ή κράτη, η οποία ρυθμίζει τις εργασιακές, κοινωνικές, πολιτικές σχέσεις κτλ. των συμβαλλόμενων μερών: ατομική ~ εργασίας. Οι όροι της ~ έγιναν αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές. 2 (μτφ.) συνήθ. πληθ. το σύνολο γραπτών ή άγραφων κανόνων, οι οποίοι έχουν καθιερωθεί στο εσωτερικό μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ. και ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών τους: κοινωνικές ~. συμβατικός -ή -ό: 1 αυτός που συμπεριλαμβάνεται σε μια σύμβαση (σημ. 1): ~ υποχρεώσεις / δεσμεύσεις. 2 (μτφ.) αυτός ακολουθεί τις συμβάσεις (σημ. 2): ~ γάμος / σχέση. 3 αυτό που είναι παλιάς κατασκευής, τεχνολογίας κτλ.: ~ αυτοκίνητα / όπλα. συμβατικά (επίρρ.).

συμβιβάζω -ομαι: 1 (μτβ.) επιτυγχάνω να φέρω σε συμφωνία άτομα που διαφωνούν και (κατ’ επέκτ.) τις αντίθετες απόψεις που εκφράζουν: Κατάφερε να ~ τους αιώνιους αντιπάλους. 2 παθ. α. έρχομαι σε συμφωνία με κπ ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις: Τελικά συμβιβάστηκε να πληρώσει τη ζημιά. β. (ειδικ.) υποχωρώ, εγκαταλείπω τα πιστεύω, τις θέσεις, τις προσωπικές μου διεκδικήσεις: Δε συμβιβάστηκε ποτέ με το κατεστημένο. συμβιβασμός ο: το να συμβιβάζεται κπ με κτ: δικαστικός ~. Έρχομαι σε ~. συμβιβαστικός -ή -ό: 1 αυτός που συμβάλλει, συντελεί στον συμβιβασμό: ~ λύση / πρόταση. 2 (για πρόσ.) αυτός που είναι διαλλακτικός, υποχωρητικός ασυμβίβαστος: Εάν είσαι τόσο ~, δε θα βρεις ποτέ το δίκιο σου. συμβιβαστικά (επίρρ.).

σύμβολο το: 1 καθετί (έμψυχο ον, αντικείμενο, σχήμα, εικόνα κτλ.) που χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια αφηρημένη έννοια: Ο σταυρός είναι το ~ του χριστιανισμού. Το περιστέρι είναι το ~ της ειρήνης. 2 γράμμα, συνδυασμός γραμμάτων, συντομογραφία ή άλλο σημάδι που χρησιμοποιείται στις τέχνες ή στις επιστήμες και δηλώνει μέγεθος, μονάδα, πράξη κτλ.: μουσικά / μαθηματικά ~. Το χημικό ~ του καλίου είναι το K. συμβολίζω: (μτβ.) εκφράζω κτ με σύμβολο: Το λευκό χρώμα ~ την αγνότητα. συμβολικός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελεί, χρησιμοποιεί ή χρησιμεύει ως σύμβολο: ~ ποίημα. 2 αυτός που η υλική του αξία είναι πολύ μικρή σε σχέση με αυτό που εκφράζει: ~ δώρο / τιμή. συμβολικά (επίρρ.). συμβολισμός ο: 1 η χρήση συμβόλων: H τελετή είναι γεμάτη συμβολισμούς. 2 καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό ρεύμα που έκανε την εμφάνισή του στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον ρεαλισμό και το οποίο ερμηνεύει τον κόσμο διαισθητικά ως σύνολο συμβόλων.

συμβουλεύω -ομαι: 1 (μτβ.) λέω τη γνώμη μου σε κπ για κτ και τον προτρέπω να την ακολουθήσει = νουθετώ: Σε ~ να μη σταματήσεις το σχολείο. 2 παθ. ζητώ τη γνώμη κπ για κτ: Πρέπει αμέσως να συμβουλευτείς έναν γιατρό. συμβουλή η: το να συμβουλεύει κανείς κπ, καθώς και αυτό που λέει = νουθεσία: φιλική / ιατρική / νομική ~. Να ακούς τις συμβουλές των μεγαλυτέρων σου. σύμβουλος ο, η: 1 αυτός που δίνει συμβουλές. 2 αυτός που δίνει εξειδικευμένες συμβουλές σε κπ τομέα: καλλιτεχνικός / νομικός ~. 3 μέλος συμβουλίου (σημ. 1): δημοτικός ~. διευθύνων ~ εταιρείας. συμβουλευτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον σύμβουλο ή τη συμβουλή: ~ ύφος / γνώμη. συμβουλευτικά (επίρρ.). συμβούλιο το: 1 συγκροτημένο σώμα ατόμων που είναι επιφορτισμένα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να λαμβάνουν από κοινού αποφάσεις για λογαριασμό ενός κρατικού οργάνου, μιας εταιρείας κτλ.: υπουργικό / διοικητικό / ιατρικό ~. 2 η συνεδρίαση του συμβουλίου: Το ~ ακυρώθηκε για την ερχόμενη εβδομάδα.

σύμμαχος ο, η: 1 (για κράτος, έθνος κτλ.) αυτός που έχει συνάψει συμφωνία με άλλο ή άλλα κράτη για την υπεράσπιση κοινών στόχων και συμφερόντων: Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα ήταν ~ με την Αγγλία. 2 (για πρόσ.) αυτός που βοηθά, υποστηρίζει κπ σε κτ: Είναι πραγματική φίλη, ~ σε κάθε δύσκολη στιγμή. 3 (μτφ.) αυτός που επηρεάζει θετικά μια κατάσταση, δραστηριότητα κτλ.: Με ~ τους ισχυρούς ανέμους ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της ιστιοπλοΐας μας. συμμαχία η: σύναψη συμφωνίας για την υπεράσπιση κοινών στόχων και συμφερόντων. συμμαχώ: (αμτβ. + με) κάνω συμμαχία με άλλον ή άλλους. συμμαχικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον σύμμαχο ή τη συμμαχία: ~ στρατός / δυνάμεις.

συμμετέχω: (αμτβ. + σε) 1 παίρνω μέρος σε κτ μαζί με άλλους: Δε ~ καθόλου στο μάθημα / στα κοινά. 2 βιώνω το ίδιο ή τα ίδια συναισθήματα που νιώθει κπ άλλος: Όλοι μας ~ στη χαρά σας. συμμετοχή η: το να συμμετέχει κπ σε κτ: υποχρεωτική / προαιρετική ~. συμμέτοχος ο, η: πρόσωπο που συμμετέχει σε κτ.

συμμετρία η: ασυμμετρία 1 διάταξη των μερών ενός συνόλου σε σχέση με κπ άξονα, κέντρο, σημείο κτλ. κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτρέπεται η διαίρεσή του σε δύο μέρη ακριβώς όμοια σε μέγεθος και σχήμα: ~ των φύλλων / των γεωμετρικών σχημάτων. 2 (μτφ.) η αρμονία, οι κανονικές αναλογίες των μερών με το σύνολο αλλά και μεταξύ τους. συμμετρικός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από συμμετρία: ~ χαρακτηριστικά. συμμετρικά (επίρρ.).

συμμορφώνω -ομαι: 1 (μτβ.) α. κάνω κπ να γίνει φρόνιμος, να συνετιστεί: Προσπάθησε να συμμορφώσεις τον γιο σου! β. παθ. γίνομαι φρόνιμος: Κοίτα να συμμορφωθείς, γιατί δε σε βλέπω καλά! γ. (μτφ.) κάνω κπ ή κτ να αλλάξει εμφάνιση, να φαίνεται καλύτερο(ς): Συμμόρφωσε λίγο το κείμενο και παράδωσέ το στον καθηγητή! 2 παθ. (+ με / προς) προσαρμόζομαι σε κπ πρότυπο, κανόνες, οδηγίες κτλ.: Οι οδηγοί πρέπει να ~ προς τις διατάξεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. συμμόρφωση η: το να συμμορφώνει κανείς κπ ή κτ και το να συμμορφώνεται κπ: Η ~ των μαθητών είναι απαραίτητη.

συμπάθεια η: 1 α. θετικά συναισθήματα που τρέφουμε προς κπ: Τρέφω ~ για τον γιο σου. Είναι από τους ανθρώπους που εμπνέουν ~. β. κπ ή κτ που αποτελεί το αντικείμενο της συμπάθειας κπ: Η Ελένη είναι η ~ του. 2 συμπόνια για κπ δυσάρεστο γεγονός που πλήττει κπ: Ο υπουργός εξέφρασε τη ~ του στους σεισμοπαθείς. συμπαθώ: (μτβ.) νιώθω συμπάθεια για κπ αντιπαθώ: Δε συμπάθησε ποτέ τη νύφη της. συμπαθής -ής -ές: αυτός που προκαλεί σε κπ συμπάθεια αντιπαθής: Ήταν γλυκομίλητη, και έγινε αμέσως ~ στην παρέα. glass σχ. αγενής. συμπαθητικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) συμπαθής αντιπαθητικός, αντιπαθής: ~ νέος. 2 (για πργ.) αυτός που είναι ευχάριστος: ~ φόρεμα / μαγαζί. ~ σύστημα: ΙΑΤΡ τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος που ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων του σώματος. συμπαθητικά (επίρρ.).

σύμπαν το σύμπαντος: 1 ΑΣΤΡΟΝ όλα τα ουράνια σώματα, καθώς και η ύλη και η ενέργεια που τα περιβάλλουν: Η ηλικία του ~ υπολογίζεται ότι είναι περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια. 2 (μτφ.) όλος ο κόσμος: Νομίζεις ότι το ~ ασχολείται μαζί σου;

συμπεραίνω αόρ. συμπέρανα: (μτβ.) 1 διαμορφώνω γνώμη με βάση τα δεδομένα που έχω στη διάθεσή μου = συνάγω: Από τη στάση της ~ ότι δε θέλει να ξαναβγούμε μαζί. 2 παθ. απρόσ. συνάγεται: Από τα αρχαιολογικά ευρήματα συμπεραίνεται ότι εδώ υπήρχε αρχαίος οικισμός. συμπέρασμα το: η γνώμη στην οποία καταλήγει κπ με βάση τα δεδομένα: τα ~ του συμβουλίου / της διπλωματικής εργασίας. Βγάζω / καταλήγω σε ~. συμπερασματικός -ή -ό: ~ προτάσεις ΓΛΩΣΣ οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφέρουν κπ συμπέρασμα ή κρίση = αποτελεσματικές προτάσεις. ~ σύνδεσμοι ΓΛΩΣΣ οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται συμπερασματική πρόταση, π.χ. άρα, ώστε κτλ. συμπερασματικά (επίρρ.).

συμπεριφέρομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ενεργώ, φέρομαι (σε κπ) με ορισμένο τρόπο: Μου συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα. συμπεριφορά η: ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κπ ή κτ: φιλική / προσβλητική ~.

συμπιέζω -ομαι: (μτβ.) 1 ασκώ πίεση σε κτ, ώστε να μειώσω τον όγκο του: Ο κεραμοποιός ~ τον πηλό για να αφαιρέσει όλο τον αέρα. 2 (μτφ.) περιορίζω: ~ τις δαπάνες / τις τιμές. συμπίεση η: το να συμπιέζει κπ κτ: ~ αερίου / του χρόνου / του εισοδήματος.

συμπίπτω αόρ. συνέπεσα, απαρ. συμπέσει: (αμτβ.) 1 α. εκδηλώνομαι, συμβαίνω την ίδια χρονική στιγμή με κτ άλλο: Το ταξίδι του στο Παρίσι συνέπεσε με τη γέννηση του γιου του. β. εφαρμόζω επακριβώς με κτ άλλο: Δύο παράλληλες ευθείες του ίδιου επιπέδου δε ~ ποτέ. 2 είμαι ίδιος με κπ ή κτ άλλο: Οι απόψεις μας ~. 3 απρόσ. τυχαίνει: Συμπίπτει να κατάγονται από την ίδια πόλη. σύμπτωση η: το να συμπίπτει κτ με κτ άλλο: παράξενη / ευτυχής / μοιραία / τραγική ~. ~ απόψεων. συμπτωματικός1 -ή -ό = τυχαίος. συμπτωματικά (επίρρ.).

συμπληρώνω -ομαι: 1 α. προσθέτω κτ που λείπει από ένα σύνολο: Συμπληρώστε την παρακάτω αίτηση με τα προσωπικά σας στοιχεία! β. γεμίζω κτ τελείως: Συμπλήρωσε το νερό στο μπουκάλι. 2 ολοκληρώνω κτ που έχει αρχίσει: Ο υπουργός δήλωσε ότι θα ~ το έργο του προκατόχου του. 3 φτάνω σε ένα όριο ή σημείο: Οι γονείς μου ~ τριάντα χρόνια έγγαμου βίου. συμπλήρωση η: το να συμπληρώνει κπ κτ: ~ αίτησης. συμπλήρωμα το: καθετί που συμπληρώνει κτ: ~ διατροφής. συμπληρωματικός -ή -ό: αυτός που αποτελεί συμπλήρωμα: ~ εξέταση / οδηγίες. Έδωσε στην αστυνομία ~ κατάθεση. συμπληρωματικά (επίρρ.).

συμπονώ & -άω: (μτβ.) νιώθω, συναισθάνομαι τον πόνο του άλλου: Σε ~, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω. συμπόνια η: το να συμπονά κπ τους άλλους = λύπηση απονιά: Από ~ πρόσφερε ένα πιάτο φαγητό στον άστεγο. συμπονετικός -ή -ό: αυτός που δείχνει συμπόνια: ~ ύφος / βλέμμα.

συμπτύσσω -ομαι: αόρ. σύμπτυξα & [επίσ.] συνέπτυξα, παθ. αόρ. συμπτύχθηκα, μππ. συμπτυγμένος & [επίσ.] συνεπτυγμένος: (μτβ.) 1 συγκεντρώνω κπ ή κτ σε μικρότερο χώρο: Συμπτυχθείτε, για να χωρέσουμε όλοι! 2 κάνω κτ πιο σύντομο, περιορίζω την έκτασή του: ~ κείμενο / ομιλία. σύμπτυξη η: το να συμπτύσσει κπ κτ = περιορισμός, συντόμευση επέκταση: Οι μαθητές ζήτησαν ~ της ύλης στην ιστορία.

σύμπτωμα το: 1 σημάδι που υποδηλώνει την ύπαρξη κπ ασθένειας στον οργανισμό: βασικό / κυρίαρχο ~. 2 (μτφ., γενικ.) καθετί που υποδηλώνει προβληματική κατάσταση: Η πολιτική διαφθορά είναι της ~ βαθύτερης κρίσης του πολιτικού συστήματος. συμπτωματικός2 -ή -ό: αυτός που συνιστά ή που αφορά σύμπτωμα κπ αρρώστιας: ~ πυρετός / θεραπεία της νόσου.

συμφέρω πρτ. & αόρ. συνέφερα, απαρ. συμφέρει: συνήθ. τριτοπρόσ. ή απρόσ. ωφελώ κπ. 1 λειτουργώ υπέρ του: Δε με ~ η πρότασή σου. Με ~ να αλλάξω δουλειά. συμφέρων -ουσα -ον: αυτός που συμφέρει: συμφέρουσα τιμή / αγορά. συμφέροντες όροι. συμφέρον το: το όφελος που αποκομίζει κπ: προσωπικό / ατομικό / οικονομικό / εθνικό ~. Το ~ των δύο λαών είναι η ειρήνη. 2 πληθ. οικονομικές δραστηριότητες που αποσκοπούν σε μεγάλα κέρδη: Πίσω από την πώληση της εταιρείας κρύβονται μεγάλα συμφέροντα. συμφορά η: μεγάλη κακοτυχία, δυστυχία που προκαλείται από ένα γεγονός, κατάσταση κτλ.: Μας βρήκε μεγάλη ~. ~ μου, τι θα κάνω τώρα χωρίς δουλειά; της συμφοράς: πολύ χαμηλής ποιότητας: Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο ~.

συμφωνία1 η: ΜΟΥΣ εκτεταμένη μουσική σύνθεση για ορχήστρα: Μία από τις πιο γνωστές ~ του Μπετόβεν είναι η Ενάτη. συμφωνικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τη συμφωνία1: ~ έργο / ορχήστρα.

συμφωνώ: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) έχω την ίδια γνώμη με άλλον ή άλλους διαφωνώ: ~ απόλυτα μαζί σου. ~ ότι πρέπει να φύγεις. 2 (μτβ.) δεσμεύομαι με άλλον ή άλλους στο να γίνει κτ από κοινού: Συμφωνήσαμε να πάμε διακοπές μαζί. 3 (αμτβ. + με) παρουσιάζω συνέπεια, λογική ακολουθία με κτ: Οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου δε ~ με τα γεγονότα. συμφωνία2 η: το να συμφωνεί κανείς με κπ ή κτ: Δεν κατέληξαν σε ~ για την αντιμετώπιση της κατάστασης. προφορική / γραπτή ~. σύμφωνος -η -ο: 1 αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κπ άλλο: Η πρότασή σου με βρίσκει απόλυτα ~. 2 αυτός που είναι ταιριαστός με κπ άλλο: Oι πράξεις σου δεν είναι ~ με τα λόγια σου. σύμφωνα (επίρρ. + με): όπως αναφέρει, υποδεικνύει κτλ. κπ ή κτ: ~ με τον μάρτυρα, ο ληστής φορούσε κουκούλα. Έπραξα ~ με τις αρχές μου. συμφωνητικό το: έγγραφο στο οποίο διατυπώνονται οι όροι μιας συμφωνίας: ιδιωτικό ~. σύμφωνο το: 1 ΓΛΩΣΣ φθόγγος που από μόνος του δεν μπορεί να σχηματίσει συλλαβή, καθώς και το γράμμα που τον παριστάνει: Το πρώτο ~ του ελληνικού αλφαβήτου είναι το «β». 2 επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών, η οποία ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις = συνθήκη: Βορειοατλαντικό ~ (το NATO). Οι δύο χώρες υπέγραψαν ~ φιλίας.

συν (πρόθ.): εισάγει κτ που προσθέτουμε σε κτ άλλο = και μείον, πλην: δέκα ~ δύο ίσον δώδεκαglass πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. συν το: μείον, πλην 1 λεκτική απόδοση για το σύμβολο της πρόσθεσης και το πρόσημο των θετικών αριθμών. 2 θετικό στοιχείο σε μια κατάσταση: τα ~ και τα πλην μιας κατάστασης.

συν- συγ- συλ- συμ- συρ- συσ- συ- & σύν- σύγ- σύλ- σύμ- σύρ- σύσ- σύ-: α΄συνθ. (από τη λόγια πρόθ. σύν) που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄συνθ.: 1 γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, δημιουργείται κτλ. μαζί με κπ ή κτ άλλο: συμπρωταγωνιστώ. 2 αφορά περισσότερα του ενός πράγματα ή πρόσωπα: συνδέω. 3 αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό: συνομήλικος. 4 γίνεται στον μέγιστο βαθμό: συνταράζω.


Σύνθετα με συν-
μαζί με για περισσότερα του ενός στον μέγιστο βαθμό
συλλυπούμαι
συμβούλιο
συμπάσχω
συμψηφίζω
συνευρίσκομαι
συρρέω
συσκέπτομαι
σύσκεψη
συστεγάζομαι
συνένωση
κοινό χαρακτηριστικό
συγχωριανός
συνεργός
συνοδός
συνονόματος
συθέμελα
συνεπαίρνω

συναγερμός ο: 1 ηχητική ειδοποίηση κινδύνου, ώστε να συγκεντρωθούν οι άνθρωποι σε ειδικούς χώρους για να προστατευτούν: Σήμανε ~ και όλοι έτρεξαν στα καταφύγια. 2 κατάσταση επαγρύπνησης για την αντιμετώπιση επικείμενου κινδύνου: Όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε κατάσταση ~, καθώς το ενδεχόμενο ενός δεύτερου σεισμού είναι μεγάλο. 3 ηλεκτρονικό σύστημα ασφαλείας το οποίο ενεργοποιείται εκπέμποντας σήμα, όταν γίνεται προσπάθεια να παραβιασθεί ένας χώρος: Βάζω ~ στο αυτοκίνητο / στο σπίτι.

συνάδελφος & -ρφος ο, η & [λαϊκ.] συναδέλφισσα & -ρφισσα η: πρόσωπο που ασκεί το ίδιο επάγγελμα ή εργάζεται στον ίδιο χώρο με άλλον. συναδελφικός & -ρφικός -ή -ό. συναδελφικά & -ρφικά (επίρρ.). συναδελφικότητα η: αλληλοϋποστήριξη μεταξύ συναδέλφων: Δυστυχώς, στο γραφείο δεν υπάρχει ~!

συναινώ: (αμτβ.) συμφωνώ, δέχομαι να γίνει κτ: Δεν πρόκειται να συναινέσω σε αυτό το διαζύγιο. συναίνεση η. συναινετικός -ή -ό: αυτός που γίνεται ή χαρακτηρίζεται από συναίνεση: ~ διαζύγιο / κλίμα. συναινετικά (επίρρ.).

συναισθάνομαι: (μτβ.) 1 νιώθω το ίδιο συναίσθημα με κπ άλλο: ~ τον πόνο κπ. 2 έχω επίγνωση μιας κατάστασης, των πράξεών μου κτλ.: Ποτέ δε συναισθάνθηκε τις συνέπειες των πράξεών της. συναίσθηση η: πλήρης επίγνωση κατάστασης, πράξης κτλ.: Μην αφήνεις μόνο του το παιδί, δεν έχει ακόμα ~ των κινδύνων! συναίσθημα το: 1 ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κπ: το ~ της χαράς / της λύπης / της αγάπης. 2 η ψυχολογική κατάσταση, σε αντίθεση με τη λογική: Ένας καλλιτέχνης λειτουργεί περισσότερο με το ~ παρά με τη λογική. συναισθηματικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με το συναίσθημα: ~ φόρτιση / ανάγκες. 2 (για πρόσ.) αυτός που κυριαρχείται από το συναίσθημα = ευαίσθητος: Είναι ~ τύπος, συγκινείται εύκολα. συναισθηματικά (επίρρ.). συναισθηματισμός ο: αντιμετώπιση των καταστάσεων με βάση το συναίσθημα και όχι λογικά, ρεαλιστικά: Δεν είναι ώρα για συναισθηματισμούς, πρέπει να πάρεις μια λογική απόφαση!

συναλλαγή η: σχέση μεταξύ προσώπων, κυρίως εμπορική: εμπορική / παράνομη ~. συναλλάσσομαι: (αμτβ.) έχω συναλλαγές με κπ: ~ με εμπόρους / με επιχειρηματίες. Συναλλασσόταν με άτομα του υπόκοσμου.

συναναστρέφομαι: (αμτβ.) κάνω παρέα, έχω κοινωνικές κτλ. σχέσεις με κπ: Λόγω της δουλειάς μου ~ με πολύ κόσμο. συναναστροφή η: το να συναναστρέφεται κπ με κπ άλλο: καλές / κακές / ύποπτες ~.

συναντώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 βρίσκω κπ κάπου είτε τυχαία είτε μετά από συνεννόηση = ανταμώνω: Τις προάλλες στο μετρό ~ μια παιδική μου φίλη. Πότε θέλεις να συναντηθούμε; 2 γνωρίζω κπ: Είναι από τους πιο ευγενικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. 3 α. αντιμετωπίζω αντίπαλο: Οι δύο πρωταθλήτριες ομάδες θα ~ απόψε σε φιλικό αγώνα. β. (μτφ.) βρίσκομαι αντιμέτωπος με δυσκολίες: Στο έργο του ~ πολλές αντιδράσεις από τους πολιτικούς του αντιπάλους. συνάντηση η: το να συναντά κανείς κπ ή κτ: απρόσμενη / μυστική / αθλητική / ~.

συνάπτω -ομαι αόρ. σύναψα & [επίσ.] συνήψα, παθ. αόρ. συνάφθηκα & [επίσ.] συνήφθην, μππ. συνημμένος: (μτβ.) 1 συνδέω κτ με κτ άλλο: Μαζί με το αντίγραφο πτυχίου ~ και το απολυτήριο στρατού. Συνημμένο θα βρείτε και το σχετικό έγγραφο. 2 εκτελώ ενέργεια, κάνω κτ: ~ γάμο (παντρεύομαι). ~ δάνειο (δανείζομαι). σύναψη η: ~ ειρήνης / συμφωνίας.

συναρμολογώ -ούμαι: (μτβ.) συνδέω, ενώνω τα μέρη οργάνου, μηχανής κτλ., έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα λειτουργικό σύνολο διαλύω: ~ μηχάνημα / αυτοκίνητο / παζλ. συναρμολόγηση η.

συναρπάζω -ομαι: (μτβ.) συγκινώ, γοητεύω κπ πάρα πολύ: Η ερμηνεία του σε αυτόν τον ρόλο με συνάρπασε. συναρπαστικός -ή -ό: αυτός που συναρπάζει: ~ θέαμα / τραγούδι / ιστορία / βιβλίο / εμπειρία. συναρπαστικά (επίρρ.).

συναρτώ -ώμαι: (μτβ.) συνδέω κτ με κτ άλλο σε σχέση λογικής αλληλεξάρτησης: Στην ομιλία του συνάρτησε την αύξηση της παραγωγικότητας με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. συνάρτηση η: 1 το να συναρτάται κτ με κτ άλλο: Οι τιμές των προϊόντων έχουν άμεση ~ με το κόστος παραγωγής τους. 2 ΜΑΘ αντιστοιχία των στοιχείων συνόλου Α με τα στοιχεία συνόλου Β, έτσι ώστε κάθε στοιχείο του Α να αντιστοιχεί σε ένα και μόνο στοιχείο του Β.

συναφής -ής -ές: αυτός που έχει άμεση σχέση ή σύνδεση με κπ ή κτ άλλο = σχετικός: ~ επαγγέλματα / κλάδοι. Τα δύο βιβλία έχουν ~ θέμα. = παρόμοιος. glass σχ. αγενής. συναφώς (επίρρ.). συνάφεια η: άμεση σχέση, σύνδεση μεταξύ γεγονότων, καταστάσεων κτλ.: Το έργο του μεγάλου ζωγράφου πρέπει να το μελετήσουμε σε ~ με την εποχή στην οποία έζησε.

συνδέω -ομαι αόρ. σύνδεσα & συνέδεσα, παθ. αόρ. συνδέθηκα, μππ. συνδεμένος & [επίσ.] συνδεδεμένος: (μτβ.) 1 α. ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί: Είναι πολύ εύκολο να συνδέσετε μόνοι σας τη βιβλιοθήκη, ακολουθώντας τις οδηγίες. β. ενώνω συσκευή με το δίκτυο παροχής ενέργειας αποσυνδέω: Περιμένω τον ηλεκτρολόγο να μου συνδέσει την ηλεκτρική κουζίνα. 2 εξασφαλίζω την επικοινωνία μεταξύ χωρών, τόπων, ανθρώπων κτλ.: Η γέφυρα ~ τις δύο όχθες. Με συνδέετε με το γραφείο του υπουργού, παρακαλώ; 3 (μτφ.) δημιουργώ φιλική, ερωτική, κοινωνική κτλ. σχέση με κπ: Τους ~ μακροχρόνια φιλία. Γνωρίστηκαν πριν από έξι μήνες και συνδέθηκαν ερωτικά. 4 (μτφ.) συσχετίζω ή αλληλοεξαρτώ πρόσωπα, γεγονότα, έννοιες κτλ.: Το όνομά του συνδέθηκε με μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο. Έχει συνδέσει τη Θεσσαλονίκη με τα φοιτητικά της χρόνια. σύνδεση η: το να συνδέονται μεταξύ τους δύο ή περισσότερα πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: τηλεφωνική / τηλεοπτική / αεροπορική ~. συνδετικός -ή -ό: 1 αυτός που συνδέει ή που χρησιμεύει για σύνδεση: ~ υλικό / στοιχείο. 2 ΓΛΩΣΣ ~ ρήμα: ρήμα που συνδέει το κατηγορούμενο με το υποκείμενο: Το «είμαι» είναι ~. σύνδεσμος ο: 1 ομάδα προσώπων που έχει κοινά συμφέροντα και επιδιώκει την επίτευξη κοινών στόχων = ένωση, σωματείο: ~ Ελλήνων Βιομηχάνων. 2 άτομο που μεσολαβεί για να φέρει σε επικοινωνία τα μέλη παράνομης, συνήθως, οργάνωσης: ο ~ τους με την Αντίσταση στην Κατοχή. 3 ΓΛΩΣΣ άκλιτη λέξη η οποία συνδέει λέξεις, φράσεις ή προτάσεις: αντιθετικοί / χρονικοί / αιτιολογικοί / υποθετικοί ~. παρατακτικός ~: σύνδεσμος που συνδέει όρους που έχουν την ίδια συντακτική λειτουργία. υποτακτικός ~: σύνδεσμος που συνδέει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. 4 ΑΝΑΤ συνδετικός ιστός που στηρίζει τα οστά των αρθρώσεων: Ο γιατρός διέγνωσε ολική ρήξη ~ στο γόνατο.

συνδρομή η: 1 υλική ή ηθική βοήθεια προς κπ: Ζητώ τη ~ σου. 2 το χρηματικό ποσό που δίνει κπ σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα είτε για ενίσχυση κπ έργου είτε για την εξασφάλιση τακτικής παροχής περιοδικού κτλ.: ετήσια ~. Έστειλες τη ~ στη Διεθνή Αμνηστία; glass σχ. εκδρομή. συνδρομητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που καταβάλλει συνδρομή για κτ: Οι ~ του περιοδικού μπορούν να στείλουν το ποσό με ταχυδρομική επιταγή. συνδρομητικός -ή -ό: αυτός που λειτουργεί με συνδρομητές: ~ περιοδικό. συνδρομητικά (επίρρ.).

συνδυάζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω μαζί ή διαθέτω ταυτόχρονα δύο πράγματα, ιδιότητες κτλ.: Η ταινία ~ τη δράση με την κωμωδία. 2 ταιριάζω κτ με κτ άλλο, ώστε να επιτυγχάνεται ένα αισθητικά αρμονικό σύνολο: Ο ζωγράφος εδώ έχει συνδυάσει άψογα τα χρώματα. 3 συσχετίζω γεγονότα, καταστάσεις: Συνδύασε τη σημερινή μου απουσία με τον χθεσινό μας τσακωμό. συνδυασμός ο: 1 το να συνδυάζεται κτ με κτ άλλο: Ο ~ σωστής διατροφής και γυμναστικής εξασφαλίζει καλή φυσική κατάσταση. 2 κωδικός αριθμός με τον οποίο ανοίγει χρηματοκιβώτιο, κλειδαριά κτλ.: Ξέχασα τον ~ και δεν μπορώ να ανοίξω τη βαλίτσα μου! 3 το σύνολο των υποψήφιων βουλευτών ενός κόμματος: εκλογικός ~. συνδυαστικός -ή -ό: αυτός που συνδυάζει διάφορα στοιχεία: ~ σκέψη / διάβασμα. συνδυαστικά (επίρρ.).

συνεδριάζω: (αμτβ.) συμμετέχω σε συνάντηση των μελών συλλογικού οργάνου (επιτροπής, συμβουλίου, δικαστηρίου κτλ.) με σκοπό τη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων: Τα μέλη του δικαστηρίου αποχώρησαν για να συνεδριάσουν. συνεδρίαση η. συνέδριο το: συνάντηση σημαντικού αριθμού ατόμων επιστημονικού κλάδου, πολιτικού κόμματος κτλ. με σκοπό την παρουσίαση προβλημάτων, την ανταλλαγή απόψεων κτλ., καθώς και (συνεκδ.) το σύνολο των μελών που συμμετέχουν στη συγκεκριμένη συνάντηση: διεθνές ~ ιατρικής. Όρθιο όλο το ~ χειροκροτούσε τον ομιλητή. συνεδριακός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το συνέδριο: ~ χώρος / κέντρο. σύνεδρος ο, η: πρόσωπο που παρακολουθεί συνέδριο.

συνείδηση η: 1 α. ΨΥΧΟΛ η ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό αλλά και στον εσωτερικό του κόσμο. β. η επίγνωση που έχει κπ για κτ = συναίσθηση: Δεν έχει ~ των πράξεών του. γ. η γνώση του ατόμου για τον εαυτό του και για τον χώρο στον οποίο ανήκει: κοινωνική / πολιτική / ταξική / ιστορική / εθνική ~. 2 α. η ικανότητα του ατόμου να διακρίνει το καλό από το κακό και να ελέγχει τις πράξεις του: ήσυχη / καθαρή / ήρεμη / ένοχη ~. Σου έκανα κακό και το έχω βάρος στη ~ μου. αντιρρησίας συνείδησης: πολίτης που αρνείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία λόγω ιδεολογικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. β. η αφοσίωση κπ στο καθήκον: επαγγελματική ~. συνειδητός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται με επίγνωση: ~ ενέργεια / προσπάθεια. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει συνείδηση, επίγνωση μιας κατάστασης, ενός πράγματος κτλ.: ~ πολίτης / χριστιανός. συνειδητά (επίρρ.). συνειδησιακός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τη συνείδηση: ~ πρόβλημα. συνειδησιακά (επίρρ.).

Από το απαρ. συνειδέναι του AE ρ. σύνοιδα «γνωρίζω καλά».

συνειδητοποιώ -ούμαι: 1 (μτβ.) κατανοώ πλήρως κτ, αποκτώ σαφή γνώση μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Δεν έχει συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης της υγείας του. 2 μππ. αυτός που έχει ή δείχνει πολιτική, κοινωνική συνείδηση: συνειδητοποιημένος νέος / αγώνας. συνειδητοποίηση η.

συνειρμός ο: ΨΥΧΟΛ 1 μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο τα συναισθήματα, οι παραστάσεις, οι σκέψεις κτλ. συνδέονται με τρόπο ώστε, όταν ανακαλείται μία από αυτές, να συμπαρασύρει στη συνείδηση και τις άλλες: ~ σκέψεων / ιδεών. 2 οι σκέψεις κτλ. που οφείλονται σε συνειρμό: Όταν ξαναγύρισα στην πόλη που γεννήθηκα, χιλιάδες ~ γέμισαν το μυαλό μου. συνειρμικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον συνειρμό: ~ αφήγηση / γραφή. συνειρμικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. συνείρω «συνδέω μαζί».

συνεννοούμαι: 1 (αμτβ.) α. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι τα λεγόμενα και τη σκέψη του συνομιλητή μου, όπως επίσης και ο συνομιλητής μου τα δικά μου λεγόμενα: Τα ελληνικά του ήταν σπαστά και δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε. β. διατηρώ με κπ σχέσεις αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού: Τελικά χώρισαν, μια και δε συνεννοούνταν. 2 (μτβ.) συζητώ με κπ και καταλήγουμε σε κοινή απόφαση, συμφωνία κτλ.: Συνεννοηθήκαμε να πάμε μαζί διακοπές. συνεννόηση η: το να συνεννοείται κπ με κπ άλλον: Δεν κάναμε καλή ~ και άργησα στο ραντεβού. Η ~ μεταξύ κωφαλάλων γίνεται με νοήματα. συνεννοήσιμος -η -ο: αυτός με τον οποίο κπ μπορεί να συνεννοηθεί: Ο διευθυντής είναι δύσκολος άνθρωπος και, γενικά, καθόλου ~.

συνέντευξη η: 1 συνομιλία μεταξύ δημοσιογράφου και προσώπου (συνήθως δημόσιου), καθώς και το κείμενο που καταγράφει τη συνομιλία: Αποφεύγω να δίνω συνεντεύξεις. τρισέλιδη ~. 2 συνάντηση υποψηφίου για πρόσληψη σε κπ εργασία με τον υπεύθυνο για την επιλογή: Θα περάσω από ~ για τη θέση του λογιστή.

συνεπάγεται μόνο ενστ. & πρτ.: τριτοπρόσ. (μτβ.) 1 προκύπτει ως αποτέλεσμα: Ο καιρός χάλασε, αλλά αυτό δε ~ ότι δε θα πάμε εκδρομή. 2 ΛΟΓ ΜΑΘ αν μία πρόταση / ισότητα Β προκύπτει λογικά από την πρόταση / ισότητα Α, τότε η Α συνεπάγεται τη Β (Α => Β). συνεπαγωγή η.

συνεπής -ής -ές: ασυνεπής 1 αυτός που είναι πιστός, σταθερός σε αυτά που λέει και κάνει: Είναι υπεύθυνος και ~ στις υποχρεώσεις του. 2 αυτός που τηρεί τις υποχρεώσεις του: Είναι ~ στη δουλειά τηςglass σχ. αγενής. συνεπώς (επίρρ.): ως αποτέλεσμα, ως συνέπεια αυτών που έχουν προηγηθεί = επομένως, ώστε, άρα, κατά συνέπεια: Η λύση που δόθηκε κρίνεται ανεπαρκής, και απαιτείται ~ επανεξέταση του ζητήματος. συνέπεια η: 1 η ιδιότητα του συνεπούς ασυνέπεια: Είναι υπόδειγμα επαγγελματικής ~ και εργατικότητας. 2 συνήθ. πληθ. το αποτέλεσμα (συνήθως αρνητικό) μιας πράξης, ενός γεγονότος: βλαβερές / ολέθριες ~. Η υπερβολική έκθεση στον ήλιο έχει καταστροφικές ~ για το δέρμα μας. κατά ~ = συνεπώς.

συνέρχομαι αόρ. συνήλθα, απαρ. συνέλθει: (αμτβ.) 1 α. ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου: Έπεσε σε κώμα μετά το ατύχημα και δε συνήλθε ποτέ. β. ξαναβρίσκω τη σωματική ή ψυχική μου υγεία: Δεν έχει συνέλθει ακόμα από την αρρώστια / το σοκ. 2 [επίσ.] συγκεντρώνομαι μαζί με άλλους για κπ σκοπό: Οι εκπρόσωποι των κομμάτων συνήλθαν για να ψηφίσουν.

σύνεση η: η ιδιότητα του ανθρώπου να ενεργεί με προσοχή, μετά από σκέψη, παίρνοντας υπόψη του όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν μια κατάσταση: Η διακυβέρνηση της χώρας απαιτεί ~ και αίσθημα ευθύνης. συνετός -ή -ό: 1 αυτός που ενεργεί με σύνεση = μυαλωμένος, σώφρων, γνωστικός: ~ άνθρωπος / πολιτικός. 2 αυτός που φανερώνει σύνεση: ~ απόφαση / επιλογή / διαχείριση. συνετά (επίρρ.). συνετίζω -ομαι: (μτβ.) προσπαθώ να κάνω κπ να συμπεριφέρεται με σύνεση: Ο δάσκαλος με τη συζήτηση προσπάθησε να ~ τους ατίθασους μαθητές του.

συνέταιρος & συνεταίρος ο, η: πρόσωπο που συμμετέχει με άλλο σε επιχείρηση, εταιρεία κτλ.: Συνεργαζόμαστε περίφημα με τον συνέταιρό μου. συνεταιρίζομαι: (αμτβ.) γίνομαι συνέταιρος ή προσλαμβάνω συνέταιρο: Ο γαμπρός μου μου πρότεινε να συνεταιριστούμε. συνεταιρικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους συνεταίρους: ~ δουλειά. συνεταιρικά (επίρρ.). συνεταιρισμός ο: ένωση προσώπων που στοχεύει στη δημιουργία κοινής οικονομικής επιχείρησης και στην προστασία των κοινών συμφερόντων τους: αγροτικός / οικοδομικός ~.

συνεχής -ής -ές: 1 αυτός που πραγματοποιείται χωρίς διακοπή: ~ ωράριο καταστημάτων. 2 αυτός που επαναλαμβάνεται σε συχνά διαστήματα = αδιάκοπος, διαρκής: Οι ~ αλλαγές του καιρού επιδεινώνουν τα αρθριτικά. 3 αυτός που διαδέχεται κτ χωρίς να μεσολαβεί κτ διαφορετικό: Επί πέντε ~ μήνες βρισκόταν σε κωματώδη κατάστασηglass σχ. αγενής. συνεχώς (επίρρ.). συνέχεια η: 1 ύπαρξη φαινομένου, κατάστασης κτλ. μέσα στον χώρο ή τον χρόνο χωρίς διακοπή: Ο νέος υπουργός υποσχέθηκε να διασφαλίσει τη ~ της εξωτερικής πολιτικής. 2 ό,τι ακολουθεί μετά από κπ διακοπή: Τη ~ της σειράς θα τη δείτε στο επόμενο επεισόδιο. συνεχίζω: (μτβ.) 1 κάνω κτ χωρίς διακοπή: ~ να εργάζομαι / το διάβασμα. 2 (& με παραλ. αντικ.) κάνω κτ που είχε ξεκινήσει άλλος: Άρχισε εσύ τη διήγηση και ~ εγώ. 3 παθ. υπάρχω ή εξακολουθώ χωρίς διακοπή: Και η ζωή συνεχίζεται. συνέχιση η: το να συνεχίζει κπ κτ: Το σωματείο αποφάσισε τη ~ της απεργίας. συνεχιστής ο.

συνήγορος ο, η: δικηγόρος που εκπροσωπεί κπ στο δικαστήριο: ~ υπεράσπισης / πολιτικής αγωγής. συνηγορώ: (αμτβ.) 1 εκτελώ χρέη συνηγόρου: ~ σε μια δύσκολη υπόθεση. 2 α. υπερασπίζομαι κπ ή κτ με λόγια: Η πλειοψηφία συνηγόρησε υπέρ της συνέχισης της απεργίας. β. ενισχύω κτ: Τα γεγονότα συνηγορούν υπέρ της δικής μου γνώμης.

συνήθης -ης σύνηθες: αυτός που γίνεται πολύ συχνά ή που είναι αναμενόμενος = συνηθισμένος: συνήθεις ερωτήσεις / ύποπτοι. Η αστάθεια του καιρού είναι σύνηθες φαινόμενο τον Μάρτιο. συνήθως (επίρρ.). συνήθεια η: 1 συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο: καλές / κακές ~. Έχει τη ~ να μιλάει δυνατά. 2 έθιμο, παράδοση: τοπική ~. συνηθίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ συχνά, αποκτώ συνήθεια: Κάθε μεσημέρι ~ να κοιμάται μια ώρα. 2 αποκτώ την ικανότητα προσαρμογής σε μια κατάσταση: Έχει συνηθίσει τόσα χρόνια να ζει μόνη της. 3 παθ. επικρατώ ως συνήθεια: Το χειροφίλημα δε συνηθίζεται πια. συνηθίζεται: απρόσ. υπάρχει ως συνήθεια: Συνηθίζεται το βράδυ της Ανάστασης να πηγαίνουμε στην εκκλησία. συνηθισμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 αυτός που συμβαίνει συχνά: Το χιόνι είναι πολύ ~ φαινόμενο στα μέρη μας. 2 αυτός που έχει προσαρμοστεί σε κτ: Είμαι ~ να ξυπνάω νωρίς. = μαθημένος. 3 αυτός που δεν έχει τίποτε το ξεχωριστό ή πρωτότυπο: Η ταινία ήταν πολύ προβλέψιμη και ~. συνηθισμένα τα: κτ που συμβαίνει συνήθως, συχνά: Πάλι μαλώνουν; Ε, τα ~, τι περιμένεις; συνήθειο το: [λαϊκ.] συνήθεια.

συνθέτω συνθέτομαι & [επίσ.] συντίθεμαι: (μτβ.) 1 συνδέω επιμέρους στοιχεία μεταξύ τους για να δημιουργήσω ένα ενιαίο, λειτουργικό, οργανωμένο κτλ. σύνολο αναλύω: Το ερωτηματολόγιο συντίθεται από δέκα ερωτήσεις. 2 δημιουργώ μουσικό, λογοτεχνικό κτλ. έργο = γράφω: Σε πολύ νεαρή ηλικία συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία. glass σχ. θέτω. σύνθεση η: 1 το να συνθέτει κπ κτ: ~ της ομάδας / της κυβέρνησης/ του φαρμάκου / του πληθυσμού. ζωγραφική / χημική / μουσική ~. 2 ΓΛΩΣΣ ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων για τον σχηματισμό μιας νέας λέξης: Η παραγωγή και η ~ αποτελούν διαδικασίες εμπλουτισμού του λεξιλογίου της γλώσσας. 3 ΦΙΛΟΣ συνδυασμός επιμέρους στοιχείων ή προτάσεων σε συνεκτικό σύνολο, με αποτέλεσμα την πληρέστερη παρουσίαση της αλήθειας ανάλυση. συνθέτης ο, -τρια η: πρόσωπο που συνθέτει μουσικό έργο = μουσικοσυνθέτης: ~ κλασικής μουσικής. σύνθετος -η -ο: 1 αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη: ~ μηχανισμός / λέξη. 2 αυτός που είναι περίπλοκος, δύσκολος απλός: ~ κείμενο / πρόβλημα. σύνθετα (επίρρ. στη σημ. 2). σύνθετο το: 1 έπιπλο σαλονιού με ράφια, ντουλάπια κτλ. 2 ΓΛΩΣΣ σύνθετη λέξη: Βρες τα συνθετικά των παρακάτω συνθέτων. συνθετικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ικανός να συνθέτει ή που είναι αποτέλεσμα σύνθεσης: ~ σκέψη / ικανότητα / ασκήσεις / έργο. 2 (για προϊόν) αυτός που έχει παραχθεί με χημική σύνθεση = τεχνητός φυσικός: ~ μαλλί / ύλη /ίνες /υφάσματα. συνθετικά (επίρρ.). συνθετικό το: ΓΛΩΣΣ καθεμιά από τις λέξεις που απαρτίζουν μια σύνθετη λέξη: Γράψτε πέντε λέξεις με πρώτο ~ την πρόθεση «κατά».

συνθήκη η: 1 επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών για την επίλυση ζητημάτων ή την ανάπτυξη σχέσεων, καθώς και το αντίστοιχο κείμενο: Η ~ Σένγκεν προβλέπει την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών στην ΕΕ. Οι δύο χώρες υπέγραψαν ~ ειρήνης και ο πόλεμος τερματίστηκε. 2 πληθ. το σύνολο των στοιχείων, των παραγόντων, των όρων, των περιστάσεων κτλ. που υφίστανται σε μια δεδομένη στιγμή και διαμορφώνουν μια κατάσταση: πολιτικές / καιρικές / αντίξοες ~. ~ εργασίας / κράτησης. Οι ~ διαβίωσης των μεταναστών είναι άθλιες. 3 ό,τι απαιτείται για να υπάρξει, ισχύσει, γίνει κτλ. κτ = όρος, προϋπόθεση: Η απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου δεν είναι αναγκαία ~ για την εξεύρεση εργασίας.

συνθηκολογώ: (αμτβ.) 1 αναγνωρίζω ότι έχω ηττηθεί σε κπ πόλεμο και συνάπτω συνθήκη προκειμένου να τερματιστεί αυτός: Οι ηττημένοι ~ με τους εχθρούς τους άνευ όρων. 2 (μτφ.) συνάπτω συμφωνία για να τερματιστεί μια διαμάχη κάνοντας συμβιβασμούς: Τελικά ~ με την πρώην σύζυγό του και σταμάτησε να διεκδικεί την επιμέλεια του παιδιού τους. συνθηκολόγηση η.

σύνθημα το: 1 α. λέξη, μικρή φράση, κίνηση ή κπ άλλο σημάδι, το οποίο είναι προσυμφωνημένο μεταξύ κπ προσώπων και χρησιμοποιείται ως μέσο συνεννόησης, αναγνώρισης, προειδοποίησης, αναγγελίας κτλ.: Το ~ ήταν τρία κοφτά χτυπήματα στην πόρτα. β. σήμα για να ξεκινήσει μια ενέργεια: Η σάλπιγγα έδωσε το ~ της υποχώρησης. 2 σύντομη φράση που αποτυπώνει τις πολιτικές θέσεις μια παράταξης, τις επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας οργάνωσης κτλ.: πολιτικό / επαναστατικό ~. Μια μικρή ομάδα φώναζε συνθήματα κατά της βίας. συνθηματικός -ή -ό: αυτός που περιέχει ή εκφράζεται με συνθήματα: ~ χαιρετισμός / σφύριγμα / χτύπημα / λέξη / γλώσσα. συνθηματικά (επίρρ.).

συνίζηση η: ΓΛΩΣΣ η προφορά δύο φωνηέντων μαζί σε μία συλλαβή: Η λέξη «γιαγιά» προφέρεται με ~.

συνίσταμαι μόνο ενστ. & πρτ., κυρίως γ΄ πρόσ.: (αμτβ.) 1 (+ από) αποτελούμαι από ορισμένα μέρη: Η συσκευή αυτή ~ από τον μηχανισμό εισόδου και εξόδου και το κυρίως σύστημα επεξεργασίας. 2 (+ σε) παρουσιάζω ορισμένες ιδιότητες, χαρακτηριστικά κτλ.: O ρόλος της ~ στην υποστήριξη των υποψηφίωνglass σχ. συνιστώ, έγκειται & ενίσταμαι.

συνιστώ -ώμαι αόρ. σύστησα & συνέστησα, παθ. αόρ. συστάθηκα & συστήθηκα & [επίσ.] συνεστήθην: (μτβ.) 1 = συστήνω στις σημ. 2 - 4. 2 έχω, παρουσιάζω κπ ιδιότητα, είμαι κτ = αποτελώ: Αυτή σας η ενέργεια ~ λόγο απόλυσηςglass συστήνω.

Προσοχή στη διαφορετική σημ. των συνιστάται (παθ. του συνιστώ) και συνίσταται (από το συνίσταμαι)!

σύννεφο το: 1 συμπυκνωμένοι υδρατμοί που σχηματίζονται στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας και προξενούν διάφορα φυσικά φαινόμενα (βροχή, χιόνι, χαλάζι): Τα σύννεφα πύκνωσαν και σε λίγο άρχισε να βρέχει. πετάω / βρίσκομαι στα ~: α. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέρασε τις εξετάσεις και πετάει στα ~. β. αδυνατώ να δω την πραγματικότητα: Δεν καταλαβαίνει τα προβλήματα που υπάρχουν· πετάει στα ~. πέφτω από τα ~: αισθάνομαι έκπληξη για κτ κακό που συμβαίνει ξαφνικά: Όταν έμαθα ότι έκλεβε, έπεσα από τα ~. 2 (μτφ.) μεγάλη ποσότητα αιωρούμενων σωματιδίων ή ιπτάμενων εντόμων ή πουλιών: ~ σκόνης / από μύγες. 3 πληθ. (μτφ.) κτ που προειδοποιεί ότι υπάρχει ή θα γίνει κτ δυσάρεστο: Τα ~ του πολέμου πυκνώνουν στην περιοχή. συννεφιά η: ύπαρξη πολλών νεφών στον ουρανό: Χτες είχε λιακάδα, σήμερα έχει ~. συννεφιάζω: (αμτβ.) 1 (για τον ουρανό) σκεπάζομαι με σύννεφα: Συννέφιασε ο ουρανός και σκοτείνιασε. 2 (μτφ.) αποκτώ στενοχωρημένη ή θυμωμένη έκφραση: Συννέφιασε το πρόσωπό του όταν μιλούσαμε για την Άννα. συννεφιάζει: απρόσ. στη σημ. 1.

συνοδεύω -ομαι: (μτβ.) 1 α. πηγαίνω κάπου μαζί με κπ για να τον βοηθήσω, να τον προστατεύσω, να τον φρουρήσω, να τον ξεναγήσω ή να τον τιμήσω = ακολουθώ: Η καθηγήτρια θα συνοδεύσει τα παιδιά στην εκδρομή. β. εμφανίζομαι σε κοινωνικές εκδηλώσεις με άτομο του άλλου φύλου, συνήθως ως ζευγάρι: Ο Πέτρος θα τη συνοδεύσει στον χορό του σχολείου. 2 τραγουδώ ή εκτελώ βοηθητική μελωδία: Η χορωδία ~ τον τραγουδιστή. συνοδός ο, η: πρόσωπο που συνοδεύει κπ: Ο ~ της εκδρομής μάς μίλησε για την ιστορία του μοναστηριού. συνοδεία η: 1 άτομο ή συνήθως σύνολο ατόμων που συνοδεύουν κπ: Ο Πατριάρχης έφτασε στην Αθήνα με ~ πολλών ιερέων. 2 μουσική υπόκρουση που ενισχύει μια κύρια μελωδία: Τραγούδησε με τη ~ κιθάρας. 3 το να συνοδεύει κανείς κπ ή κτ: Η ~ ατόμων με μειωμένη όραση απαιτεί υπευθυνότητα. συνοδευτικός -ή -ό.

Από την πρόθ. σύν «μαζί» και τη λ. ὁδεύω «βαδίζω προς».

σύνολο το: 1 πρόσωπα, πράγματα ή άλλα στοιχεία που αντιμετωπίζονται ως ενιαία ολότητα: Το ~ των εργαζομένων της εταιρείας δυσαρεστήθηκε με την απόφαση. 2 ομάδα ηθοποιών, μουσικού συγκροτήματος κτλ.: Το θεατρικό ~ «Θέσπις» παρουσιάζει την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο. 3 ΜΑΘ ενότητα στοιχείων ή εννοιών με κοινά χαρακτηριστικά: Το ~ των ακεραίων αριθμών περιλαμβάνει και όλους τους φυσικούς. 4 γυναικεία ενδύματα που φοριούνται σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνήθως φούστα με ζακέτα ή/και μπλούζα: Αγόρασε ένα μπλε ~. συνολικός -ή -ό μερικός. συνολικά (επίρρ.).

σύνορο το: 1 γραμμή, συνήθως νοητή, που διαχωρίζει εκτάσεις γης = όριο: Το ποτάμι Νέδα αποτελεί το φυσικό ~ μεταξύ των νομών Μεσσηνίας και Ηλείας. 2 πληθ. (ειδικ.) νοητή γραμμή που χωρίζει επισήμως δύο γειτονικά κράτη: Ο στρατός φυλάει τα ~ της χώρας. 3 πληθ. (μτφ.) οτιδήποτε περιορίζει ή εμποδίζει κτ να εξαπλωθεί: Η αγάπη δεν έχει ~. = όρια, περιορισμοί. συνορεύω: (αμτβ.) έχω κοινά σύνορα με κτ άλλο: Ο νομός Αρκαδίας ~ στα βόρεια με τον νομό Αχαΐας. συνοριακός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στα σύνορα κρατών: ~ πόλη / μεταφορά αγαθών. 2 αυτός που σχετίζεται με τα σύνορα κρατών: ~ συνθήκη.

Από τις ΑΕ λ. σύν + ὅρος (ὁ) «αυλάκι, χαραγμένο σύνορο».

συνοχή η: 1 δύναμη που συγκρατεί κτ ενωμένο. 2 σχέση αμοιβαιότητας και αλληλοβοήθειας, που βασίζεται στις κοινές απόψεις και επιδιώξεις των μελών μίας ομάδας: Βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ενίσχυση της ~ μεταξύ των κρατών-μελών. 3 λογική σύνδεση των ιδεών ή των σκέψεων κπ = αλληλουχία: Δεν μπορούσα να καταλάβω το κείμενο, γιατί δεν υπήρχε νοηματική ~. 4 ΦΥΣ δύναμη που συγκρατεί τα μόρια της ύλης ενωμένα μεταξύ τους. συνεκτικός -ή -ό: αυτός που έχει συνοχή.

Από το AE ρ. συνέχω (σύν + ἔχω).

σύνταγμα το: 1 ΝΟΜ το σύνολο των θεμελιωδών νόμων ενός κράτους που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών: Σύμφωνα με το ~, όλοι οι Έλληνες πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα. 2 ΣΤΡΑΤ μονάδα του στρατού ξηράς που αποτελείται από τάγματα ή μεγάλες μονάδες τεθωρακισμένων ή πυροβολικού: 9ο Σύνταγμα Πεζικούglass σχ. συντάσσω. συνταγματικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με το σύνταγμα ενός κράτους: ~ νομοθέτης. ~ χάρτης: το σύνταγμα. 2 αυτός που είναι σύμφωνος με το σύνταγμα ενός κράτους αντισυνταγματικός: Ο νόμος κρίθηκε ~ από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. συνταγματικά (επίρρ.). συνταγματικότητα η: το να είναι κτ σύμφωνο με το σύνταγμα ενός κράτους: Η ~ του νόμου συζητήθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας.

σύνταξη1η: χρήματα που δίνονται κάθε μήνα σε όσους έχουν σταματήσει να εργάζονται λόγω συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου εργασίας ή για λόγους υγείας: Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται πλήρη ~ μετά από 35 χρόνια ασφάλισης στο ΙΚΑ. ~ αναπηρίας / γήρατος. παίρνω / βγαίνω στη ~: σταματώ να εργάζομαι λόγω συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου εργασίας. glass σχ. συντάσσω. συντάξιμος -η -ο: αυτός που δίνει το δικαίωμα για σύνταξη: ~ χρόνος / υπηρεσία. συνταξιούχος ο, η: πρόσωπο που παίρνει σύνταξη. glass σχ. έχω. συνταξιοδοτώ -ούμαι (μτβ.). συνταξιοδότηση η.

συντάσσω -ομαι αόρ. συνέταξα, παθ. αόρ. συντάχθηκα, μππ. συνταγμένος & [επίσ.] συντεταγμένος: (μτβ.) 1 γράφω κείμενο ή επίσημο έγγραφο: Ο μηχανικός ~ τη μελέτη της κατασκευής του κτιρίου. Η επιτροπή συνέταξε τους καταλόγους των υποψηφίων. 2 ΓΛΩΣΣ α. συνήθ. παθ. συνοδεύομαι από ορισμένη πτώση ή συγκεκριμένο συντακτικό όρο: Το ρήμα «γράφω» συντάσσεται με αιτιατική. β. χαρακτηρίζω τους όρους μιας πρότασης με βάση τη συντακτική τους θέση: Για να συντάξουμε μία πρόταση, πρώτα εντοπίζουμε τα ρήματα. 3 τοποθετώ στρατιώτες, πλοία, μαθητές κτλ. σε σειρές = παρατάσσω: Οι μαθητές συντάχθηκαν στο προαύλιο για να υποδεχτούν τον υπουργό. 4 παθ. (μτφ.) υποστηρίζω την άποψη κπ: Ολόκληρο το κόμμα συντάχθηκε στο πλευρό του πρωθυπουργού. σύνταξη2 η: 1 δημιουργία κειμένου κτλ.: Τους έδωσε οδηγίες σχετικά με τη ~ της περίληψης. 2 ΓΛΩΣΣ ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται οι λέξεις και η σειρά τους στον λόγο. 3 το σύνολο των συντακτών εφημερίδας, περιοδικού ή ραδιοτηλεοπτικού μέσου: γράμματα αναγνωστών προς τη ~. συντάκτης ο, -άκτρια η: 1 πρόσωπο που συνέταξε ένα κείμενο κτλ.: Η ~ του σχεδίου προτείνει ενδιαφέρουσες λύσεις. 2 δημοσιογράφος που γράφει άρθρα σε έντυπο ή τις ειδήσεις σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό κανάλι: Ήταν ~ του περιοδικού για πολλά χρόνια. συντακτικός -ή -ό: 1 ΓΛΩΣΣ αυτός που σχετίζεται με τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας: Η φράση «η γάτα του Νίκος» περιέχει ~ λάθος. 2 αυτός που σχετίζεται με τη σύνταξη άρθρων, ειδήσεων κτλ.: ~ ομάδα. συντακτικά (επίρρ.). συντακτικό το: ΓΛΩΣΣ 1 μέρος της γραμματικής που μελετά τους κανόνες σύνταξης (σημ. 2): το ~ της ελληνικής γλώσσας. 2 (συνεκδ.) το διδακτικό βιβλίο με τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας: Αγόρασε ένα ~ της Αρχαίας Ελληνικής.

Aπό το ρ. συντάσσω παράγονται και οι λ. σύνταγμα, σύνταξη1.

συντελώ -ούμαι αόρ. συντέλεσα & [επίσ.] συνετέλεσα, παθ. αόρ. συντελέστηκα & [επίσ.] συνετελέσθην: (αμτβ.) 1 βοηθώ με οποιονδήποτε τρόπο στην επίτευξη σκοπού ή στη διαμόρφωση κατάστασης = συμβάλλω, συντείνω: Ποιοι παράγοντες πιστεύεις ότι συντέλεσαν στο να κατακτήσεις το χρυσό μετάλλιο; 2 παθ. συνήθ. τριτοπρόσ. πραγματοποιούμαι: Στον χώρο της τεχνολογίας συντελείται τεράστια πρόοδος τα τελευταία χρόνια. 3 μππ. αυτός που έχει ολοκληρωθεί: ~ έργο / πρόοδος. συντελεσμένοι χρόνοι: ΓΛΩΣΣ ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας, επειδή δηλώνουν ότι η ενέργεια του ρήματος έχει ήδη ολοκληρωθεί = συντελικοί χρόνοι. συντελεστής ο: 1 οτιδήποτε συντελεί σε κτ, σε ένα αποτέλεσμα: οι ~ μιας παράστασης / ενός έργου. 2 ΜΑΘ κάθε σταθερός αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζονται οι μεταβλητές αλγεβρικής παράστασης.

συντηρώ -ούμαι: 1 α. φροντίζω κτ, ώστε να μη φθαρεί ή να μην αλλοιωθεί: ~ τα ρούχα μου και γι' αυτό φαίνονται σαν καινούρια. β. (για κατασκευή) επιδιορθώνω, επισκευάζω κτ που έχει φθαρεί από τον χρόνο: ~ ένα κτίριο. 2 παρέχω σε κπ όλα τα μέσα για να ζήσει: Δεν ντρέπεσαι να σε ~ ακόμα οι γονείς σου; συντήρηση η: 1 το να συντηρεί κπ κτ: η ~ του κτιρίου / των τροφίμων. 2 α. εμμονή, προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες και θεσμούς, στα καθιερωμένα, καθώς και η αντίσταση σε καθετί καινούριο, πρωτοποριακό πρόοδος. β. οι οπαδοί της συντήρησης (σημ. 2α). συντηρητικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που είναι επιφυλακτικός σε καθετί καινούριο, πρωτοποριακό προοδευτικός, μοντέρνος: ~ απόψεις / κοινωνία. 2 ΠΟΛ αυτός που υποστηρίζει τη συντήρηση (σημ. 2α): ~ κόμμα / κυβέρνηση. συντηρητικά (επίρρ.). συντηρητικά τα: χημικές ουσίες που προστίθενται στις τροφές για να διατηρηθούν περισσότερο χρόνο: Αποφεύγετε τα προϊόντα με ~! συντηρητισμός ο: οι ιδέες, οι θέσεις και γενικά η στάση ζωής συντηρητικού ατόμου.

σύντομος -η -ο: 1 αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια ή έκταση: ~ ταξίδι / δρόμος. 2 αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: ~ παρουσίαση. Θα είμαι όσο το δυνατόν πιο ~. συντομία η: η ιδιότητα του σύντομου: Πες τα με ~, δεν έχω πολύ χρόνο! Η ~ είναι αρετή. συντομεύω: 1 (μτβ.) κάνω κτ πιο σύντομο: Το ακροατήριο είχε κουραστεί, και ο ομιλητής συντόμευσε την ομιλία του. 2 (αμτβ.) ενεργώ με μεγαλύτερη ταχύτητα, ώστε να εξοικονομήσω χρόνο: Συντομεύετε, κυρία μου, το λεωφορείο αναχωρεί! σύντομα & [επίσ.] -όμως (επίρρ.).

συντονίζω: (μτβ.) 1 οργανώνω και κατευθύνω ένα σύνολο ενεργειών, δραστηριοτήτων κτλ., ώστε να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος: Η εταιρεία ~ ευρωπαϊκά προγράμματα. 2 προσαρμόζω τον ρυθμό σε κτ, ώστε να συμφωνεί με τον ρυθμό κπ άλλου: Δεν είχε μελετήσει το κομμάτι του και δεν μπορούσε να συντονιστεί με τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας. συντονισμός ο. συντονιστής ο, -ίστρια η: το πρόσωπο που συντονίζει: ~ ομάδας / έργου. συντονιστικός -ή -ό: ~ φορέας / επιτροπή. συντονιστικά (επίρρ.).

συντρίβω -ομαι αόρ. σύντριψα & [επίσ.] συνέτριψα, παθ. αόρ. συντρίφθηκα & [επίσ.] συνετρίβην, μππ. συντριμμένος & [επίσ.] συντετριμμένος: 1 (μτβ.) α. σπάω, κομματιάζω κτ μετά από πίεση, χτύπημα, πρόσκρουση κτλ.: Η πέτρα τού συνέτριψε τα δάχτυλα. β. (μτφ.) νικώ κπ ολοκληρωτικά: Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε την αντίπαλό της με σκορ 5-0. γ. καταρρακώνω, εξουθενώνω, προξενώ σε κπ πολύ μεγάλη θλίψη: Είναι συντετριμμένος από τον ξαφνικό θάνατο του γιου του. 2 παθ. γίνομαι κομμάτια: Το αυτοκίνητο συνετρίβη πάνω στα κιγκλιδώματα. συντριβή η: το να συντρίβει κανείς κπ ή κτ: ~ αεροπλάνου / ενός κόμματος στις εκλογές. Η ~ ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. συντριπτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί συντριβή: ~ κάταγμα / υπεροχή. συντριπτικά (επίρρ.). συντρίμμια τα: 1 τα κομμάτια στα οποία έχει κομματιαστεί κτ: ~ του αεροπλάνου. 2 (μτφ.): Η καρδιά του ήταν ~, έπρεπε να μάθει να ζει χωρίς εκείνη.

σύντροφος ο, η & -όφισσα η: 1 α. πρόσωπο που έχει αναπτύξει σχέση αγάπης, οικειότητας, αφοσίωσης κτλ. με κπ = φίλος: αχώριστοι ~. Ο σκύλος είναι ο καλύτερος ~ του ανθρώπου. β. πρόσωπο που συμβιώνει με κπ, με ή χωρίς γάμο: ερωτικός ~. γ. προσφώνηση μεταξύ μελών αριστερών πολιτικών οργανώσεων: Σύντροφοι και συντρόφισσες! 2 (μτφ.) κτ που ακολουθεί, βρίσκεται, υπάρχει με κπ διαρκώς: Η αισιοδοξία ήταν ο καλύτερος ~ της στις δύσκολες ώρες. συντροφιά η: 1 η συναναστροφή, η στενή κοινωνική σχέση που δημιουργείται μεταξύ των ανθρώπων: Τώρα που έχασε τον άντρα της δεν έχει καμία ~. 2 ομάδα φίλων = παρέα: Μια χαρούμενη ~ από αγόρια και κορίτσια μπήκε στο μαγαζί. συντροφεύω: (μτβ.) κρατώ συντροφιά σε κπ: Κάθε απόγευμα έρχονται οι γειτόνισσες και με συντροφεύουν. συντροφικός -ή -ό. συντροφικά (επίρρ.). συντροφικότητα η.

συνωμοτώ: (μτβ.) συμμετέχω σε μυστικές και ύπουλες ενέργειες και μηχανορραφίες μαζί με άλλους, για να βλάψω κπ ή κτ: Συνωμότησαν και κατάφεραν να με διώξουν από τη δουλειά. συνωμοσία η: το σύνολο των ενεργειών που κάνει κπ όταν συνωμοτεί: πολιτική / διεθνής ~. Αποκαλύφτηκε η ~ για τη δολοφονία του προέδρου. συνωμότης ο, -ισσα & -τρια η. συνωμοτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον συνωμότη ή τη συνωμοσία: ~ ύφος / βλέμμα / σχέδια / δράση. συνωμοτικά (επίρρ.).

συνώνυμος -η -ο: 1 ΓΛΩΣΣ (για λέξεις και φράσεις) αυτή που έχει την ίδια ή περίπου την ίδια σημασία με κπ άλλη αντώνυμος: Οι λέξεις «πόρτα» και «θύρα» είναι ~. 2 (κατ' επέκτ.) ταύτιση ενός πράγματος, μιας έννοιας, μιας κατάστασης με κτ άλλο: Η θάλασσα είναι ~ με τις διακοπές. συνώνυμο το: ΓΛΩΣΣ συνώνυμη λέξη αντώνυμο. συνωνυμία η: 1 ΓΛΩΣΣ η ιδιότητα του συνώνυμου αντωνυμία. 2 το να έχει κπ το ίδιο όνομα ή επώνυμο με κπ άλλο: Έχει το ίδιο επώνυμο με μένα, αλλά πρόκειται για απλή ~.

συσκευάζω -ομαι: (μτβ.) βάζω κτ σε πακέτο, κουτί κτλ. ή τυλίγω κτ με χαρτί, πλαστικό κτλ., για να μεταφερθεί ή να πουληθεί = [οικ.] αμπαλάρω: Το προϊόν παράγεται στη Γαλλία και συσκευάζεται στην Ελλάδα. συσκευασία η: 1 το να συσκευάζει κπ κτ. 2 το μέσο (περιτύλιγμα, κουτί κτλ.) και ο τρόπος με τον οποίο συσκευάζουμε κτ: ~ δώρου.

συσκευή η: σύνολο συναρμολογημένων οργάνων ή μηχανισμών που χρησιμοποιείται για ορισμένο σκοπό: οικιακή ~. ~ τηλεφώνου / τηλεόρασης.

συσσωρεύω -ομαι: (μτβ.) 1 μαζεύω σε κπ μέρος μεγάλες ποσότητες από πράγματα βάζοντάς τα το ένα πάνω στο άλλο: Έχει συσσωρεύσει διάφορα άχρηστα αντικείμενα μέσα στην αποθήκη. 2 (μτφ.) μαζεύω κτ σε μεγάλες ποσότητες, με συνεχείς αυξήσεις: Έχει συσσωρεύσει πολλή οργή μέσα του και κάποια στιγμή θα ξεσπάσει. συσσώρευση η. συσσωρευτής ο: ΗΛΕΚΤΡΟΛ συσκευή που συσσωρεύει ενέργεια για να καταναλωθεί αργότερα: ηλεκτρικός ~ (μπαταρία). θερμικός ~ (θερμοσυσσωρευτής). συσσωρευτικός -ή -ό. συσσωρευτικά (επίρρ.).

σύσταση η: 1 το να συστήνει ή να συνιστά κανείς κτ ή κπ: Έκανα τις συστάσεις μεταξύ των καλεσμένων που δε γνωρίζονταν. Μου έκανε ~ πώς να συμπεριφέρομαι καλύτερα. Ήρθε στο γραφείο μας με τις καλύτερες συστάσεις. ~ επιτροπής / εταιρείας. 2 το σύνολο των στοιχείων από τα οποία συνίσταται, αποτελείται κτ, καθώς και ο τρόπος που αυτά δομούνται: Ποια είναι η ~ του νερού; συστατικός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελεί μέρος της σύστασης κπ πράγματος (σημ. 2): Το υλικό αυτό αποτελείται από τρία ~ μέρη. 2 αυτός που σχετίζεται με τη σύσταση (σημ. 1): ~ έγγραφο / κείμενο. ~ επιστολή: γράμμα με το οποίο συστήνουμε κπ, για τις επαγγελματικές κυρίως ικανότητές του. συστατικό το: στοιχείο σύστασης (σημ. 2).

συστέλλω -ομαι αόρ. συνέστειλα, παθ. αόρ. συστάλθηκα: ΦΥΣ (μτβ.) κάνω κτ να μειωθεί ως προς τον όγκο ή κπ διάσταση διαστέλλω: Κάποια σώματα συστέλλονται όταν ψύχονται. συστολή η: 1 το να συστέλλεται κτ διαστολή. 2 το αίσθημα αμηχανίας και νευρικότητας που έχει κπ μπροστά σε αγνώστους ή ανώτερους = ντροπή: Μόλις είδε τους ξένους, κοκκίνισε από ~. συνεσταλμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που αισθάνεται συστολή (σημ. 2) = ντροπαλός.

σύστημα το: 1 οργανωμένο σύνολο με στοιχεία (σώματα, όργανα σώματος, μηχανισμούς, έννοιες κτλ.) που εξαρτώνται το ένα από το άλλο ή έχουν κοινή λειτουργία: ηλιακό / πλανητικό / αναπνευστικό / νευρικό ~. ~ πλοήγησης / κεντρικής θέρμανσης. 2 σύνολο μεθόδων, διαδικασιών, τεχνικών κτλ. για ορισμένο σκοπό: κοινωνικό / πολιτικό / οικονομικό ~. 3 τρόπος οργάνωσης έργου, ενέργειας ή δραστηριότητας, βάσει συγκεκριμένου συνόλου κανόνων, προγράμματος κτλ., ώστε να επιτευχθεί ορισμένος σκοπός: εκλογικό / εκπαιδευτικό ~. Έχει ~ όταν διαβάζει και δε χάνει χρόνο άσκοπα. = μέθοδος, μεθοδικότητα. 4 [οικ.] ενέργεια, δραστηριότητα, τρόπος συμπεριφοράς που επαναλαμβάνει κπ με παρόμοιο τρόπο ή σε παρόμοιες συνθήκες = συνήθεια: Το έχει ~ να αργεί στα ραντεβού του. 5 σύνολο κανόνων για την ταξινόμηση ή τον συμβολισμό στοιχείων με βάση ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά: δεκαδικό / δυαδικό ~. περιοδικό ~ στοιχείων. 6 ΦΙΛΟΣ σύνολο φιλοσοφικών ή επιστημονικών ιδεών που συνδέονται μεταξύ τους: το φιλοσοφικό ~ του Αριστοτέλη. 7 το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο: Το ~ αλλοτριώνει τον άνθρωπο. συστηματικός -ή -ό: 1 αυτός που ενεργεί ή γίνεται με σύστημα στη σημ. 3: Είναι πολύ ~ όταν διαβάζει. = μεθοδικός. ~ μελέτη / ανάλυση ενός θέματος. 2 αυτός που ενεργεί ή γίνεται με σταθερότητα, συνέχεια: Η ~ χρήση του κράνους μειώνει την πιθανότητα σοβαρού τραυματισμού. συστηματικά (επίρρ.). συστηματικότητα η.

συστήνω αόρ. σύστησα, παθ. αόρ. συστήθηκα, μππ. συστημένος: (μτβ.) 1 γνωρίζω κπ σε κπ άλλο: Να σας συστήσω τον μαθηματικό μου! = παρουσιάζω. 2 δίνω συμβουλές σε κπ για το τι να κάνει = συνιστώ, συμβουλεύω, υποδεικνύω: Σας συστήνω να διαβάζετε λογοτεχνία. 3 προτείνω κπ ή κτ ως εξαιρετικό, χρήσιμο ή κατάλληλο για κτ = συνιστώ: Μου έχουν συστήσει ένα καλό ξενοδοχείο. Ο νέος μας υπάλληλος ήρθε συστημένος από έναν φίλο μου. 4 δημιουργώ οργανωμένο σύνολο για ορισμένο σκοπό = συγκροτώ, συνιστώ: Το υπουργείο θα συστήσει επιτροπή αξιολόγησης. συστημένος -η -ο: (για γράμματα & δέματα) αυτό που πρέπει να δοθεί στον ίδιο τον παραλήπτη: Πήγα στο ταχυδρομείο για ένα ~ γράμμα.

Από το AE ρ. συνιστῶ - συνίστημι προέρχονται τόσο το συνιστώ όσο και το συστήνω (με μεταπλασμό από το θέμα συστησ-).

συσχετίζω -ομαι: ορίζω την αμοιβαία σχέση μεταξύ δύο γεγονότων, εννοιών κτλ. = συνδέω, σχετίζω: Η εξέγερση του λαού φαίνεται να συσχετίζεται με την οικονομική κρίση. Μη ~ πράγματα ανόμοια! συσχέτιση η: το να συσχετίζει κπ γεγονότα, έννοιες κτλ. συσχετισμός ο: 1 σχέση (συνήθως αιτίου - αποτελέσματος) μεταξύ γεγονότων, εννοιών κτλ.: Η έρευνα έχει ως στόχο να διευκρινίσει τον ~ ανεργίας και κατάθλιψης. 2 συσχέτιση. 3 ποσοτική σχέση μεταξύ στοιχείων του ίδιου είδους: ~ δυνάμεων. συσχετικός -ή -ό.

συχνός -ή -ό: αυτό που γίνεται ή συμβαίνει πολλές φορές σπάνιος: ~ επισκέψεις / τρένα. συχνά (επίρρ.). συχνότητα η: 1 το να συμβαίνει ή να γίνεται κτ συχνά. 2 το πόσο συχνά συμβαίνει ή γίνεται κτ: Η ~ εμφάνισης του καρκίνου του μαστού έχει αυξηθεί ανησυχητικά. 3 ΦΥΣ ο αριθμός ταλαντώσεων ενός περιοδικού φαινομένου σε ορισμένη χρονική μονάδα: ~ ραδιοκυμάτων. συχνάζω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) πηγαίνω κάπου συχνά: Στο καφέ αυτό ~ μόνο νέοι.

σφάζω -ομαι μππ. σφαγμένος: 1 (μτβ.) σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο με μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό όργανο: Έσφαξαν 15 αρνιά για το Πάσχα. Ο δολοφόνος έσφαξε την άτυχη γυναίκα. 2 (μτφ., μτβ.) προκαλώ έντονο πόνο (σωματικό ή ψυχικό) σε κπ: Με ~ το πόδι μου στο σημείο που το χτύπησα! Με ~ με αυτά που μου λες! = πληγώνω. 3 [οικ.] (μτφ., μτβ.) αδικώ κπ: Μας έσφαξε ο διαιτητής! 4 παθ. [οικ.] (μτφ., αμτβ.) τσακώνομαι έντονα με κπ: Σφάχτηκαν χθες και δε μιλιούνται! σφάξιμο το: το να σφάζει κπ άνθρωπο ή ζώο. σφαγή η: 1 σφάξιμο. 2 βίαιη μαζική θανάτωση συνήθως άμαχου πληθυσμού: η ~ των Ποντίων / Αρμενίων. 3 (μτφ.) μαζική αποτυχία σε διαγωνισμό ή αναμέτρηση: Έγινε ~ στη φυσική: πέρασαν τρεις μαθητές από τους τριάντα! σφαγέας ο: 1 πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη σφαγή ζώων. 2 πρόσωπο που προκαλεί σφαγή στη σημ. 2. σφαγείο το: συνήθ. πληθ. χώρος σφαγής ζώων που προορίζονται για κατανάλωση. σφάγιο το: ζώο που προορίζεται για σφαγή ή έχει σφαχτεί. σφαχτό & σφαχτάρι το = σφάγιο. σφάχτης ο: 1 [οικ.] έντονος πόνος: Ένιωσα ξαφνικά έναν ~ στη μέση. 2 = σφαγέας. σφαγιάζω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. σφάζω μαζικά, κυρίως ανθρώπους: 300 άμαχοι σφαγιάστηκαν στη διάρκεια της επίθεσης.

σφαίρα η: 1 ΓΕΩΜ στερεό γεωμετρικό σχήμα, του οποίου όλα τα σημεία της επιφάνειας απέχουν εξίσου από το κέντρο του. 2 κάθε αντικείμενο με σχήμα σφαίρας: μαγική κρυστάλλινη ~. γήινη / υδρόγειος ~ (η γη). 3 μικρό μεταλλικό στρογγυλό αντικείμενο, συνήθως με αιχμηρή άκρη, που εκτοξεύεται από πυροβόλο όπλο = βλήμα: Βρέθηκε νεκρός με μία ~ στο κεφάλι. 4 ΑΘΛ μεταλλική σφαίρα (σημ. 2) που χρησιμοποιείται στο άθλημα της σφαιροβολίας και (συνεκδ.) το ίδιο το άθλημα. 5 (μτφ.) ορισμένος χώρος δραστηριότητας, δικαιοδοσίας κτλ.: Νέα δεδομένα διαμορφώνονται στη ~ της διεθνούς πολιτικής. 6 (ως επίρρ.): πάρα πολύ γρήγορα: Ήρθε ~, αμέσως μόλις σχόλασε, για να προλάβει να δει την εκπομπή. σφαιρικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχήμα σφαίρας ή σχετίζεται με τη σφαίρα στη σημ. 1. 2 (μτφ., για αφηρ. ουσ.) αυτός που αναφέρεται σε όλες τις πλευρές ενός θέματος = συνολικός: Η ~ αντίληψη ενός θέματος επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόησή του. σφαιρικά (επίρρ.). σφαιρικότητα η.

σφάλμα το: 1 κτ που δε γίνεται σωστά = λάθος: Έχω κάνει σφάλματα στη ζωή μου, δεν ήταν όλες μου οι αποφάσεις σωστές, αλλά δε μετανιώνω. 2 κτ που παραβιάζει τους ηθικούς κανόνες = παράπτωμα, αμαρτία. σφάλλω πρτ. έσφαλλα, αόρ. έσφαλα: (αμτβ.) κάνω σφάλμα: Έσφαλα, και θα πληρώσω. εσφαλμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.) & σφαλερός -ή -ό = λανθασμένος. εσφαλμένα & σφαλερά (επίρρ.).

σφίγγω -ομαι: 1 (μτβ.) α. κρατώ κπ ή κτ ασκώντας μεγάλη πίεση: Έσφιξε μέσα στα χέρια του τα δικά μου. β. αγκαλιάζω κπ και τον κρατώ πιεσμένο πάνω μου: Έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. γ. δένω κτ πιο στενά χαλαρώνω: Σφίξε τα κορδόνια σου για να μη λυθούν! δ. (για ρούχα, παπούτσια κτλ.) στενεύω, πιέζω έντονα: Τα παπούτσια είναι καινούρια και με ~. ε. στερεώνω, περιστρέφω τα κινητά μέρη ενός συστήματος για να εφαρμόσουν καλά: Σφίξε καλά τη βρύση, στάζει! στ. κάνω κτ πιο σφριγηλό, δεμένο, λιγότερο χαλαρό = συσφίγγω: Η γυμναστική ~ τους μυς. ζ. πιέζω κτ πάνω σε άλλο: Έσφιξε τα δόντια από τον πόνο. 2 (αμτβ.) α. γίνομαι πιο πυκνός, στερεός = δένω αραιώνω: Ρίξε λίγο αλεύρι ακόμα για να σφίξει η ζύμη. β. γίνομαι όλο και πιο έντονος: Έσφιξε για τα καλά η ζέστη. 3 παθ. α. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: Πρέπει να σφιχτείς περισσότερο, αν θες να περάσεις στο πανεπιστήμιο. β. βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση: Έχουμε πολλά έξοδα και, για να τα βγάλουμε πέρα, πρέπει να σφιχτούμε πολύ. 4 μππ. (για πρόσ.) αυτός που δεν είναι καθόλου χαλαρός = σφιχτός άνετος: Είσαι πάντα τόσο σφιγμένος ή ντρέπεσαι εμάς; σφίξιμο το: το να σφίγγει κπ κτ και το αποτέλεσμά του: ~ του χεριού. Νιώθει ένα ~ στο στήθος. σφιχτός -ή -ό: 1 αυτός που σφίγγει ή που περιβάλλει κπ ή κτ: ~ παπούτσια. 2 αυτός που είναι στερεωμένος γερά: ~ κόμπος. 3 α. αυτός που έχει πυκνή και στερεή σύσταση: ~ αυγά / ζύμη. β. αυτός που είναι σφιχτοδεμένος πλαδαρός: ~ κορμί. 4 (μτφ., συνήθ. για οικονομικά) αυτός που, ενώ έχει χρήματα, ξοδεύει λίγα = τσιγκούνης, σφιχτοχέρης: Είναι πολύ ~, ποτέ δεν έχει κεράσει. σφιχτά (επίρρ.).

σφουγγάρι το: = σπόγγος 1 ασπόνδυλο θαλάσσιο ζώο με μαλακό πορώδες σώμα, που απορροφά νερό και βγάζει θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο: Ψαράδες βουτούν για ~ στην Κάλυμνο. 2 α. το απορροφητικό σώμα του ομώνυμου ζώου, που χρησιμοποιείται κυρίως για τον καθαρισμό του σώματος: Χρησιμοποιεί φυσικό ~ για να κάνει μπάνιο. β. συνθετική απομίμηση του σφουγγαριού, που χρησιμοποιείται κυρίως για τον καθαρισμό επιφανειών ή του σώματος: ~ για τα πιάτα / τον πίνακα. σφουγγαράς ο: 1 δύτης που αλιεύει σφουγγάρια. 2 πωλητής σφουγγαριών. σφουγγαράδικος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με την αλιεία σφουγγαριών. σφουγγαράδικο το: μικρό πλοίο για την αλιεία σφουγγαριών.

Η λ. σφογγάριον / σπογγάριον είναι υποκορ. της ΑΕ λ. σφόγγος / σπόγγος.

σφραγίδα η: 1 αντικείμενο με ανάγλυφα γράμματα, σύμβολα ή εικόνες, που μπορούν να αποτυπωθούν σε κπ επιφάνεια (συνήθως κερί ή, μετά από κάλυψη με μελάνι, σε χαρτί): ξύλινη / μεταλλική / στρογγυλή ~. ~ σχολείου / εταιρείας / συλλόγου. 2 (συνεκδ.) το σημάδι που αποτυπώνεται: Το έγγραφο αυτό δε φέρει ~ γνησιότητας / ελέγχου. 3 (μτφ.) στοιχείο που δηλώνει, δείχνει ότι κτ έχει γίνει από ορισμένο άτομο ή ταιριάζει σε κπ ή κτ χαρακτηρίζοντάς το(ν) έντονα: Η ταινία αυτή έχει τη ~ του δημιουργού της. Το έργο του έχει τη ~ του μεγάλου του ταλέντου. σφραγίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω σφραγίδα σε κτ: ~ τα έγγραφα. 2 κλείνω πάρα πολύ καλά κτ, με τρόπο που να μην μπορεί να ανοιχτεί εύκολα: Οι προσφορές θα πρέπει να δοθούν σε σφραγισμένους φακέλους. ~ το μπουκάλι / βάζο. 3 γεμίζω την κοιλότητα χαλασμένου δοντιού με ειδική ουσία: ~ δόντι. 4 (μτφ.) επιδρώ καθοριστικά στην εξέλιξη, ανάπτυξη: Τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα της εποχής μας θα σφραγίσουν το μέλλον της χώρας. 5 (μτφ.) δίνω σε κτ οριστικό χαρακτήρα, ολοκληρώνω κτ: Με το γκολ αυτό η ομάδα σφράγισε την πρόκριση. = οριστικοποιώ. σφράγισμα το: 1 το να σφραγίζει κπ κτ, στις σημ. 1 & 2: ~ εγγράφου / μπουκαλιού. 2 το να σφραγίζει κπ ένα δόντι, καθώς και το υλικό που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό: Έκανα τρία σφραγίσματα. Μου έχει φύγει ένα ~. σφραγιστός -ή -ό.

σφυγμός ο: 1 η ρυθμική κίνηση του αίματος στο σώμα μας, που οφείλεται στη συστολή και διαστολή της καρδιάς, την οποία αντιλαμβανόμαστε με τη μορφή ρυθμικών χτύπων: Παίρνω / μετρώ τον ~ κπ. Όταν κάνουμε έντονες ασκήσεις, οι ~ αυξάνονται. 2 (μτφ.) σύνολο ιδεών, προτιμήσεων, τάσεων κτλ. μιας ομάδας προσώπων: Οι επιτυχημένοι διαφημιστές είναι αυτοί που έχουν πιάσει τον ~ των καταναλωτών. ~ της εποχής / του κόσμου. σφύζω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) 1 (μτφ.) είμαι γεμάτος (ζωντάνια, ενεργητικότητα κτλ.): Αν και εξήντα χρονών, ~ από ζωή! 2 (για το αίμα) κινούμαι ρυθμικά, και, συνεπώς, ο οργανισμός λειτουργεί κανονικά.

σφυρίζω & σφυράω το σφυράω μόνο ενστ. & πρτ.: 1 (μτβ., & με παράλ. αντικ., για πρόσ.) παράγω ήχο αφήνοντας την αναπνοή μου να βγει από μια μικρή τρύπα που δημιουργώ με τα χείλη μου ή φυσώντας με σφυρίχτρα: Σφύριζε κάποιο γνωστό τραγούδι. Ο μικρός μόλις έμαθε να ~! Ο διαιτητής σφύριξε φάουλ. 2 (αμτβ.) παράγω παρόμοιο ήχο: ~ δυνατά ο αέρας. ~ το πλοίο / η χύτρα / η σφαίρα. 3 [οικ.] (μτβ.) πληροφορώ κρυφά κπ για κτ: Ποιος του σφύριξε ότι έχω φύγει; σφύριγμα το: το να σφυρίζει κπ ή κτ και ο συνοδευτικός ήχος: το ~ του διαιτητή / της λήξης του αγώνα / του αέρα. σφυρίχτρα η: μικρό όργανο που παράγει δυνατό και υψηλό ήχο όταν το φυσάμε. σφυριχτός -ή -ό. σφυριχτά (επίρρ.).

σχέδιο το: 1 αναπαράσταση πράγματος ή προσώπου με γραμμές, συνήθως χωρίς χρώματα: Πολλοί ζωγράφοι αρχικά κάνουν ~ και μετά, με βάση αυτά, φτιάχνουν το κανονικό έργο. = σκίτσο. αρχιτεκτονικό / γραμμικό ~. 2 οργανωμένος τρόπος δράσης, που βασίζεται σε ορισμένη σειρά ενεργειών που θα πρέπει να γίνουν: ~ δράσης. Όλα πήγαν σύμφωνα με το ~ που είχαμε καταστρώσει. = πρόγραμμα. 3 ό,τι θέλουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε: Τα ~ μου για φέτος περιλαμβάνουν την αγορά ενός υπολογιστή. 4 κείμενο με τα κύρια σημεία, που χρησιμοποιείται ως πρώτη προσπάθεια ή ως βασικός οδηγός συγγραφής ενός κειμένου: Καλό είναι να κάνετε ένα ~ πριν αρχίσετε να γράφετε την έκθεση. ~ ομιλίας / βιβλίου. ~ νόμου (νομοσχέδιο). σχεδιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 (& με παράλ. αντικ.) κάνω σχέδιο (σημ. 1): Της αρέσει να ~. = σκιτσάρω. ~ ρούχα / έπιπλα. 2 σκέπτομαι και αποφασίζω να κάνω κτ = σκοπεύω: Τι ~ να κάνεις τα Χριστούγεννα; 3 οργανώνω τις ενέργειες, τον τρόπο με τον οποίο θα κάνω κτ: Το έργο πέτυχε, γιατί είχε σχεδιαστεί πολύ προσεκτικά - δεν είχαμε αφήσει τίποτα στην τύχη! σχεδίαση η: το να σχεδιάζει κπ κτ, κυρ. στη σημ. 1. σχεδιασμός ο: το να σχεδιάζει κπ κτ, κυρ. στη σημ. 3. σχεδιαστής ο, -άστρια η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το σχέδιο (σημ. 1), κυρ. για βιομηχανικά ή καταναλωτικά αγαθά: ~ μόδας / επίπλων. σχεδιαστικός -ή -ό. σχεδιαστικά (επίρρ.). σχεδιαστήριο το: ειδικά διαμορφωμένο έπιπλο ή χώρος για σχεδιαστές.

σχεδόν (επίρρ.): πολύ κοντά σε κπ ποσότητα, μέγεθος ή στο να συμβεί κτ: Συγκεντρώθηκαν ~ όλα τα χρήματα που χρειαζόμαστε.

σχέση η: 1 οτιδήποτε συνδέει πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις κτλ.: ~ αιτίας και αποτελέσματος. ~ ομοιότητας / ισότητας. 2 κοινά στοιχεία μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, γεγονότων κτλ.: Τα όσα μου είπε δεν έχουν καμία ~ με την πραγματικότητα. Ο χαρακτήρας του δεν έχει ~ με αυτόν του αδελφού του. 3 συνήθ. πληθ. η επικοινωνία και ο τρόπος που συμπεριφέρονται μεταξύ τους δύο πρόσωπα, ομάδες, κράτη κτλ.: Οι διπλωματικές ~ των δύο κρατών διακόπηκαν. Έχει σοβαρή ~ (ερωτικό δεσμό) μ' ένα πολύ καλό παιδί. σχετίζομαι: (αμτβ.) 1 έχω σχέση με κτ ή κπ: Τα δύο γεγονότα δε σχετίζονται μεταξύ τους. 2 έχω σχέσεις με κπ: ~ με κάποιον εδώ και τρία χρόνια. σχετικός -ή -ό: άσχετος 1 αυτός που έχει σχέση με κπ ή κτ άλλο: Είδα μια ταινία ~ με τον πόλεμο του Ιράκ. 2 αυτός που εξαρτάται από κπ ή κτ άλλο: Η επίδοση του μαθητή είναι ~ με τη μελέτη. 3 αυτός που γνωρίζει καλά κπ θέμα: Δεν είμαι και πολύ ~ με τα αθλητικά. ανίδεος. 4 αυτός που δεν είναι απόλυτος ή δεν επαρκεί σε σχέση με κτ άλλο: Η ταινία του είχε μια ~ επιτυχία, κυρίως στο νεανικό κοινό. σχετικά (επίρρ.): 1 λίγο: Είναι ~ ψηλός. 2 (+ με) σε σχέση με = αναφορικά: ~ με το θέμα σας δεν έχω κάνει τίποτα. σχετικότητα η: η ιδιότητα του σχετικού στη σημ. 4.

σχήμα το: 1 η μορφή ενός αντικειμένου, όπως διαγράφεται από το περίγραμμά του: Η επιφάνεια του τραπεζιού έχει ~ στρογγυλό. 2 ΓΕΩΜ σύνολο σημείων, γραμμών ή επιφανειών: Το τρίγωνο και το τετράγωνο είναι επίπεδα ~, ενώ ο κύβος είναι στερεό. 3 απλή απεικόνιση, σχέδιο μόνο με γραμμές: Ζωγράφισε πρώτα το ~ του φλιτζανιού και μετά άρχισε να προσθέτει χρώματα. 4 τρόπος σύνθεσης ενός δομημένου συνόλου: Προτείνεται ένα νέο ευέλικτο κυβερνητικό ~. 5 ΕΚΚΛ το ρούχο (ράσο) και (συνεκδ.) η ιδιότητα του κληρικού ή του μοναχού. σχηματίζω -ομαι μππ. σχηματισμένος: 1 δίνω σε κτ ορισμένο σχήμα, μορφή: Οι διοργανωτές της πορείας σχημάτισαν αλυσίδα γύρω από τους συμμετέχοντες. 2 δημιουργώ, φτιάχνω κτ: ~ γνώμη / άποψη / ιδέα. Το ουσιαστικό αυτό δε ~ πληθυντικό. Να σχηματίσετε μία πρόταση με έξι λέξεις. 3 αποκτώ την τελική μου μορφή σε στάδιο εξέλιξης, διαμορφώνομαι: Είδαμε με τον υπέρηχο ότι είχαν σχηματιστεί τα χέρια και τα πόδια του μωρού. 4 δημιουργώ οργανωμένο σύνολο προσώπων = συγκροτώ: ~ ομάδα / κυβέρνηση. σχηματισμός ο: 1 το να σχηματίζει κανείς κτ ή το να σχηματίζεται κτ, καθώς και αυτό που σχηματίζεται: ~ κυβέρνησης / πετρώματος. Τα σύννεφα έκαναν εντυπωσιακούς σχηματισμούς στον ουρανό. 2 ΣΤΡΑΤ διάταξη στρατιωτών, οχημάτων κτλ. με καθορισμένο τρόπο: ~ πορείας. σχηματικός -ή -ό: 1 αυτός που απεικονίζεται με σχήμα: ~ παράσταση. 2 αυτός που παρουσιάζεται, εκφράζεται με απλό τρόπο, μόνο με τα βασικά στοιχεία: Έκανε μια ~ παρουσίαση της κατάστασης, χωρίς λεπτομέρειες. σχηματικά (επίρρ.).

σχολείο & [οικ.] σχολειό & σκολειό το: 1 ίδρυμα που έχει ως έργο τη διδασκαλία κυρίως παιδιών, το κτίριο όπου στεγάζεται, οι εργαζόμενοι σε αυτό και οι μαθητές, καθώς και το αντίστοιχο διδακτικό έργο: Οι μαθητές πάνε στο ~ πέντε μέρες την εβδομάδα. Δεν έχει βγάλει το ~. Δεν έχω ~ αύριο, είναι αργία. 2 (μτφ.) περιβάλλον που βοηθά στην απόκτηση γνώσεων και εμπειρίας: το ~ της ζωής. σχολικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το σχολείο ή τους μαθητές.

σχολή η: 1 τμήμα ανώτερου ή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή ανεξάρτητο εκπαιδευτικό ίδρυμα για τη διδασκαλία ειδικού γνωστικού αντικειμένου, καθώς και το κτίριο όπου στεγάζεται, οι εργαζόμενοι σε αυτό και οι σπουδαστές: Φιλοσοφική / Νομική ~. Ανωτάτη ~ Καλών Τεχνών. ~ δημοσιογραφίας / κολύμβησης / ξένων γλωσσών. 2 σύνολο καλλιτεχνών, συγγραφέων, φιλοσόφων ή επιστημόνων και, γενικότερα, ατόμων που έχουν τις ίδιες ιδέες, απόψεις, θεωρητικές αρχές: Επτανησιακή / Κρητική / Πλατωνική ~.

σχόλιο το: 1 προφορικά ή γραπτά διατυπωμένη άποψη, κρίση ή ερμηνεία κπ για κτ: Έκανα τις διορθώσεις στην εργασία μου με βάση τα ~ του καθηγητή μου. ουδέν σχόλιον: απάντηση που δίνει κπ όταν δε θέλει να σχολιάσει κτ. 2 συνήθ. πληθ. κριτική, συνήθως αρνητική, που γίνεται σε κπ: Η συμπεριφορά του σηκώνει πολλά ~. 3 σύντομη εξήγηση που συνοδεύει κείμενο, για να ερμηνεύσει ή να δώσει πρόσθετες πληροφορίες για κτ: ~ του μεταφραστή / συντάκτη. σχολιάζω -ομαι: (μτβ.) εκφράζω, διατυπώνω σχόλια: Δε θέλω να σχολιάσω τη στάση του! σχολιασμός ο. σχολιαστής ο, -άστρια η: πρόσωπο που σχολιάζει πολιτικά κυρίως γεγονότα (δημοσιογράφος) ή φιλολογικά κείμενα (φιλόλογος). σχολιαστικός -ή -ό. σχολιαστικά (επίρρ.).

σχολώ & -άω: (αμτβ.) τελειώνω την εργασία μου ή το μάθημά μου: Το κουδούνι χτύπησε για να σχολάσουν οι μαθητές. Πιάνω δουλειά στις οκτώ και ~ στις τέσσερις. σχόλασμα το.

σώζω & [οικ.] σώνω1 -ομαι: (μτβ.) 1 ενεργώ έτσι, ώστε να βγει κπ ή κτ από μια επικίνδυνη ή δυσάρεστη κατάσταση = γλιτώνω: Τον έσωσε από βέβαιο θάνατο. Σώθηκαν όλοι από το δυστύχημα. Με έσωσες από τη φλυαρία του! 2 φροντίζω να μην πάθει ζημιά ή να μην καταστραφεί κτ: Έσωσε τα βιβλία από την πλημμύρα. 3 παθ. συνεχίζω να υπάρχω, να είμαι σε καλή κατάσταση: Πολλά έργα από την αρχαιότητα σώζονται ακόμα. 4 ΠΛΗΡΟΦ αποθηκεύω (αρχείο): ~ το αρχείο στη δισκέτα / στον σκληρό δίσκο. σώσιμο1 το: το να σώζει κανείς κτ ή κπ: το ~ του αδερφού μου από βέβαιο θάνατο = διάσωση. ~ αρχείου στον Η / Υ = αποθήκευση. σωστικός -ή -ό. σωτήρας ο γεν. & [επίσ.] σωτήρος: 1 πρόσωπο που σώζει κπ: ο ~ του λαού = λυτρωτής. 2 Σωτήρας ο: ΕΚΚΛ ο Χριστός. σωτηρία η: 1 το να σώζει κανείς κτ ή κπ από επικίνδυνη ή δυσάρεστη κατάσταση: ~ από πνιγμό / χρέη. 2 ΕΚΚΛ λύτρωση από την αμαρτία, το κακό: η ~ του ανθρώπου από τα αμαρτήματα. σωτήριος -α -ο. σωτήρια (επίρρ.).

Από το AE ρ. σῴζω (από όπου και το μσν. σώνω), το οποίο προέρχεται από το παλαιότερο ρ. σαῶ < σῷος (glass λ.).

σωλήνας ο & [προφ.] σωλήνα η: στενόμακρο κυλινδρικό αντικείμενο μέσω του οποίου μεταφέρεται υγρό ή αέριο: Τα νερά του νεροχύτη καταλήγουν μέσω ενός ~ στον υπόνομο. σωληνοειδής -ής -ές: αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα. glass σχ. αγενής.

σώμα το: 1 η υλική κατασκευή, το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών οργάνων και μελών ενός ζωντανού οργανισμού = κορμί: ~ ανθρώπου / ζώου. αντρικό / γυναικείο ~. αθλητικό / λεπτό / παχύ ~. 2 (ειδικ.) το κύριο μέρος του σώματος, χωρίς το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια = κορμός. 3 η υλική υπόσταση του ανθρώπου πνεύμα, ψυχή: Εκτός από το ~, θα πρέπει να φροντίζετε και την ψυχή σας. 4 καθετί που έχει υλική υπόσταση: ουράνιο / στερεό / υγρό / αέριο ~. 5 το κύριο μέρος αντικειμένου: θερμαντικό / φωτιστικό ~. ~ καλοριφέρ. 6 ομάδα ατόμων με κοινό σκοπό, λειτουργία, δραστηριότητα: δικαστικό / διπλωματικό / εκλογικό ~. ~ βουλευτών. 7 ΣΤΡΑΤ αυτόνομο διοικητικό τμήμα του στρατού: έφιππο / μηχανοκίνητο ~. ~ στρατού: μεγάλη μονάδα του στρατού ξηράς. Σώματα Ασφαλείας: δημόσιες υπηρεσίες (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό) που έχουν ως σκοπό την τήρηση της τάξης. σωματικός ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το σώμα στις σημ. 1 - 3: ~ υγεία / πόνος / έρευνα. σωματικά (επίρρ.). σωματώδης -ης -ες: αυτός που έχει μεγάλο σώμα, που είναι ψηλός και γεμάτος = μεγαλόσωμος.  glass σχ. αγενής. σωματίδιο το: πολύ μικρό κομμάτι ύλης.

σώνω2 -ομαι: (μτβ.) 1 συνήθ. παθ. χρησιμοποιώ κτ μέχρι που να μην υπάρχει πια = εξαντλώ, τελειώνω: Μας σώθηκε το λάδι, πρέπει να πάρουμε καινούριο. 2 (+ να) προλαβαίνω, προφταίνω να κάνω κτ, κυρ. σε εκφρ. όπως: να μη σώσω να ..: σε όρκο: ~ χαρώ τα νιάτα μου, αν σε γελάσω! σώνει και καλά: οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο: Θέλει ~ να έρθει να μας βρει, παρόλο που χιονίζει! σώσιμο2 το.

σώος -α -ο: αυτός που είναι ακέραιος, δεν έχει πληγωθεί ή δεν έχει υποστεί βλάβη, κυρ. στο σώος και αβλαβής: Βγήκε ~ από το αυτοκίνητο που τράκαρε.

Από το ΑΕ σῷος, από το οποίο προέρχονται και τα σῴζω, σωστός «σωσμένος», σωσίας, σώφρων (από τα σῷος + φρήν φρενός, «αυτός που έχει σώας τας φρένας»).

σωρός ο: 1 σύνολο πραγμάτων που είναι τοποθετημένα συνήθως άτακτα το ένα πάνω στο άλλο: Έψαξε να βρει το παντελόνι του μέσα στον ~ από ρούχα, αλλά, φυσικά, δεν το βρήκε! ~ από βιβλία / γράμματα / πέτρες. 2 μεγάλος αριθμός ή ποσότητα, κυρ. στην έκφρ. ένα σωρό: για πλήθος πραγμάτων ή προσώπων: Είχαμε ~ καλεσμένους, αλλά τελικά ήρθαν πολύ λίγοι. σωριάζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω πράγματα το ένα πάνω στο άλλο, ώστε να σχηματίσουν σωρό. 2 παθ. πέφτω κάτω: Σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη. Το κτίριο σωριάστηκε σαν τραπουλόχαρτο μπροστά στα μάτια μας. σωρηδόν (επίρρ.): σε μεγάλο αριθμό: Λόγω των εξετάσεων, οι μαθητές γράφονται ~ στα φροντιστήρια.

Προσοχή στη διαφορετική γραφή και σημασία των λ. η σορός και ο σωρός!

σωσίας ο, η: πρόσωπο που μοιάζει πάρα πολύ, είναι σχεδόν ίδιο με κπ άλλο. glass  σχ. σώος.

σωστός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι, σύμφωνα με κπ πρότυπο, που δεν παρουσιάζει λάθη ή ατέλειες = ορθός λανθασμένος: H λύση της άσκησης δεν είναι ~. 2 αυτός που είναι κατάλληλος για τον σκοπό που τον προορίζουν: Έκανε όλους τους ~ χειρισμούς για να πετύχει αυτό που ήθελε. 3 αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική, την ηθική ή τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: Η συμπεριφορά του δεν ήταν καθόλου ~: να αντιμιλήσει στους γονείς του! με τα σωστά (μου): σύμφωνα με τη λογική: Δεν είσαι ~ σου, να μη διαβάζεις πριν από τις εξετάσεις! σωστά (επίρρ.). σωστό το.

σώφρων & [οικ.] -ονας -ων -ον: [επίσ.] αυτός που χαρακτηρίζεται από ή δείχνει σύνεση: Είναι ~ άνθρωπος, πάντα ενεργεί με βάση τη λογική. Πιστεύεις ότι είναι σώφρον αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις; σωφροσύνη η: η ιδιότητα του σώφρονα. σωφρονίζω -ομαι: (μτβ.) διορθώνω τον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά κπ με διάφορα μέσα (κυρ. ποινή). σωφρονισμός ο. σωφρονιστικός -ή -ό: αυτός που είναι κατάλληλος για ή σχετικός με τον σωφρονισμό: ~ σύστημα / ίδρυμα / υπάλληλος. σωφρονιστήριο το: δημόσιο ίδρυμα όπου κρατούνται νεαρά άτομα που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα.