Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ι
ίαση
ιωνικός

Ιαση η: [επίσ.] αποκατάσταση της υγείας =  θεραπεία, γιατρειά. ιάσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να θεραπευτεί=θεραπεύσιμος ανίατος: Αν η ασθένεια αυτή διαγνωσθεί έγκαιρα, είναι ~. ιαματικός -ή -ό: αυτός που θεραπεύει: ~ νερό.

ιατρός ο, η: [επίσ.] glass γιατρός. ιατρική η: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία ασθενειών. ιατρικός -ή -ό. ιατρείο το: χώρος στον οποίο ο γιατρός δέχεται και εξετάζει ασθενείς. ιατρικά & -ώς (επίρρ.).

ιαχή η: δυνατή κραυγή χαράς, ενθουσιασμού κτλ.: Από τις ιαχές των φιλάθλων κατάλαβα ότι είχε μπει γκολ.

ιδανικός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο τελειότητας, ο πολύ καλός: ~ αναλογίες. 2 αυτός που είναι ο πλέον κατάλληλος: Είναι ο ~ άνθρωπος για τη δουλειά - δεν μπορούσε να βρεθεί καλύτερος. 3 αυτός που υπάρχει μόνο ως ιδέα: ~ έρωτας. ιδανικά (επίρρ.). ιδανικό το: ανώτερος στόχος πνευματικού ή ηθικού χαρακτήρα: Πολεμούσε για τα ~ του.

Από το ελνστ. ἰδανικός «ωραίος στην όψη» το οποίο παράγεται από το απαρ. ἰδεῖν του AE ρ. ὁράω -ῶ. Συμπίπτει σημασιολογικά με το ιδεώδης (πρότυπος, υψηλού επιπέδου).

ιδέα η: 1 σκέψη, προϊόν του νου κπ: Μου ήρθε μια πολύ καλή ~. 2 γενική άποψη ή γνώση: Δεν έχω ~ για τι μιλάς. Έχει μεγάλη ~ για τον εαυτό της. 3 αφηρημένη παράσταση ενός όντος, ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης: η ~ του ωραίου. ιδεατός -ή -ό=νοητός πραγματικός: αυτός που υπάρχει μόνο ως ιδέα: ~ κόσμος. ιδεατά (επίρρ.).

ιδεαλισμός ο: ΦΙΛΟΣ θεωρία σύμφωνα με την οποία ο εξωτερικός κόσμος έχει υπόσταση μόνο στον νου και μόνη πραγματικότητα είναι ό,τι αναγνωρίζει η νόηση ρεαλισμός. ιδεαλιστής ο, -ίστρια η. ιδεαλιστικός -ή -ό.

ιδεολογία η: το σύνολο των φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών ή αρχών ενός ατόμου ή μιας ομάδας: μαρξιστική ~. ιδεολογικός -ή -ό. ιδεολογικά & -ώς. (επίρρ.). ιδεολόγος ο, η: πρόσωπο που πιστεύει και ακολουθεί ανιδιοτελώς μια ιδεολογία.

ιδεώδης -ης -ες: αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας=ιδανικός, τέλειος: H ειρηνική συνύπαρξη θα ήταν η ~ λύση. glass σχ. αγενής. ιδεωδώς (επίρρ.). ιδεώδες το: ανώτερη και απόλυτη ιδέα, στόχος στον οποίο αποβλέπουν οι ελπίδες και οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου=ιδανικό: ευρωπαϊκό / δημοκρατικό ~. Ο Πίνδαρος υπήρξε κήρυκας του αθλητικού ιδεώδους.  glass σχ. ιδανικός.

ιδιαίτερος -η & [επίσ.] -έρα -ο: 1 αυτός που αφορά ή ανήκει αποκλειστικά ή ξεχωριστά σε κπ ή κτ: ιδιαίτερα διαμερίσματα / ιδιαιτέρα γραμματέας. Χρειάζεσαι ~ πρόσκληση για να έρθεις;=προσωπικός. 2 αυτός που γίνεται με ιδιαίτερη ένταση ή έμφαση: Παρακαλώ, να δώσετε ~ προσοχή στο σημείο αυτό! 3 αυτός που ξεχωρίζει από άλλους: Το έργο αυτό έχει μια ~ τεχνική. ιδιαιτέρως (επίρρ.): 1 χωριστά από τους άλλους: Θα ήθελα να σας μιλήσω ~. 2 πάρα πολύ ή κατεξοχήν, κυρίως: Μας αγαπούσε όλους και ~ τον πιο μικρό. ιδιαίτερα (επίρρ.): ιδιαιτέρως (σημ. 2). ιδιαίτερος ο, ιδιαιτέρα η: προσωπικός γραμματέας κπ. ιδιαιτερότητα η: σύνολο χαρακτηριστικών που καθιστούν κπ ή κτ ξεχωριστό.

Το επίθ. ἰδιαίτερος ήταν ο συγκρ. βαθμός του ΑΕ ἴδιος.
Τα επιρρ. ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα είναι εναλλακτικοί τύποι μόνο στη σημ. 2.

ιδιοκτησία η: 1 κινητή ή ακίνητη περιουσία: Αυτή η έκταση είναι ~ μας. 2 το αποκλειστικό δικαίωμα κπ για κατοχή και εκμετάλλευση της περιουσίας του. τίτλος ιδιοκτησίας: έγγραφα που πιστοποιούν σε ποιον ανήκει κτ: Ως νόμιμος κάτοχος του ακινήτου έχει όλους τους ~. ιδιοκτησιακός -ή -ό. ιδιοκτήτης ο, -ήτρια η: πρόσωπο στο οποίο ανήκει κτ. ιδιόκτητος -η -ο: αυτός που ανήκει σε κπ ως περιουσιακό στοιχείο.glass σχ. ίδιος.

ιδιόμορφος -η -ο: αυτός που έχει δικά του χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τα συνηθισμένα=ιδιότυπος: Είναι μία ~ κατάσταση, χωρίς προηγούμενο. ιδιόμορφα (επίρρ.). ιδιομορφία η. glass σχ. ίδιος.

ιδιόρρυθμος -η -ο: αυτός που έχει περίεργο χαρακτήρα, διαφορετικό από το συνηθισμένο ή κανονικό=περίεργος, παράξενος. ιδιόρρυθμα (επίρρ.). ιδιορρυθμία η. glass σχ. ίδιος.

ίδιος1 -α -ο: 1 αυτός που μοιάζει (σχεδόν) απόλυτα με κπ ή κτ άλλο διαφορετικός: ~ συμπεριφορά / προσωπικότητα / χαρακτηριστικά.=όμοιος. ~ ύψος / βάρος / ηλικία.=ίσος. πληρώνω κπ με το ~ νόμισμα: συμπεριφέρομαι σε κπ με τον τρόπο που μου φέρθηκε κι εκείνος (κυρίως για εκδίκηση). 2 αυτός που δεν έχει αλλάξει διαφορετικός: ~ είναι, όπως και πριν από δέκα χρόνια! 3 αυτός, ο ένας και μοναδικός που έχουμε ήδη αναφέρει ή εννοείται, όχι άλλος διαφορετικός: Πήγαμε στο ~ σχολείο. το ίδιο μου κάνει: δε με νοιάζει. τα ίδια και τα ίδια: για κτ που επαναλαμβάνεται μονότονα. 4 (με άρθρο σχηματίζει οριστ. αντων.) χρησιμοποιείται για να δώσουμε έμφαση σε αυτό(ν) που αναφέρουμε έναντι άλλων παρόμοιων με αυτό(ν): Ήρθε ο ~ να μας δει. Η ~ του η μητέ- ρα δεν τον πιστεύει! glass     αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. ίδια (επίρρ. στη σημ. 1): Φέρεται σε όλους ~.

ίδιος2 -ία -ο: [επίσ.] αυτός που ανήκει σε κπ, που δεν προέρχεται από άλλον: ~ έσοδα. (κρίνω) εξ ιδίων τα αλλότρια: κρίνω τους άλλους με κριτήριο τη δική μου συμπεριφορά. ιδία δαπάνη: με δικά μου έξοδα. κατ' ιδίαν: ιδιαιτέρως, χωρίς άλλους παρόντες.

Το ίδιος1 προφέρεται με συνίζηση, ως δισύλλαβο, ενώ το ίδιος2 ως τρισύλλαβο. Πολύ σπάνια χρησιμοποιείται στη γεν. του ίδιος1 ο τ. ιδίου (π.χ. στην [λόγ.] έκφρ. του ιδίου φυράματος). Το ίδιος2 χρησιμοποιείται μόνο σε στερεότυπες, κυρίως λόγιες, εκφράσεις και συχνά εμφανίζεται με λογιότερη κλίση (π.χ. προς ίδιον όφελος). Χωρίς συνίζηση προφέρονται και τα παράγωγα του ίδιος2 (όπως ιδιότητα), αλλά και τα σύνθετα ιδιοκτησία, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοποιούμαι, ιδιότυπος κτλ.
Και τα δύο προέρχονται από το ΑΕ ἴδιος «προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός».

ιδιοτελής -ής -ές: αυτός που σκέπτεται και ενεργεί σύμφωνα με το δικό του συμφέρον: Οι πράξεις του είχαν ~ κίνητρα. glass σχ. αγενής. ιδιοτελώς (επίρρ.). ιδιοτέλεια η. glass σχ. ίδιος2.

ιδιότητα η: 1 χαρακτηριστικό γνώρισμα: οι χημικές ~ των μετάλλων. 2 (για πρόσ.) αξίωμα ή θέση που κατέχει κπ: Σας μιλώ με την ~ του δασκάλουglass σχ. ίδιος2.

ιδιότροπος -η -ο: αυτός που έχει περίεργες και συχνά ενοχλητικές για τους άλλους συνήθειες, ασυνήθιστη ή δύστροπη συμπεριφορά =περίεργος, παράξενος: Είναι πολύ ~ με το φαγητό - τίποτε δεν του αρέσει. Είναι πολύ ~, τίποτε δεν τον ευχαριστεί. ιδιότροπα (επίρρ.). ιδιοτροπία η. glass σχ. ίδιος2.

ιδιότυπος -η -ο: αυτός που διαφέρει ή ξεχωρίζει από άλλους=ιδιόμορφος, ιδιαίτερος. ιδιότυπα (επίρρ.). ιδιοτυπία η. glass σχ. ίδιος2.

ιδιοφυής -ής -ές: αυτός που χαρακτηρίζεται από έμφυτη πνευματική ικανότητα ή εξαιρετική επίδοση: Ήταν μία ~ σύλληψη, ένα εξαιρετικό σχέδιοglassσχ. αγενής. ιδιοφυώς (επίρρ.). ιδιοφυΐα η: 1 έμφυτη πνευματική ικανότητα, εξαίρετη επίδοση σε κτ: Η ~ του Αϊνστάιν δεν είχε γίνει αντιληπτή στο σχολείο. 2 (συνεκδ.) ιδιοφυής άνθρωπος: Ο γιος του ήταν μαθηματική ~. glass σχ. ίδιος2.

ιδίως: (επίρρ.) κατά κύριο λόγο=προπάντων, κυρίως: Ασχολήθηκε με την αρχαία ιστορία και ~ με την περίοδο του χρυσού αιώνα. glass σχ. ίδιος2.

ιδιώτης ο: πρόσωπο που δεν κατέχει δημόσιο αξίωμα ή δεν ανήκει στον κρατικό μηχανισμό: Η εταιρεία ανήκει σε ~. ιδιωτικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη: Η ~ ζωή των πολιτικών δεν αφορά τους πολίτες.=προσωπικός. ~ εταιρεία κρατικός. ιδιωτικά (επίρρ.). ιδιωτεύω: (αμτβ.) σταματώ να ασχολούμαι με την πολιτική ή με τα κοινά. glass σχ. ίδιος2.

ίδρυμα το: οργανισμός με φιλανθρωπικό, εκπαιδευτικό ή ερευνητικό σκοπό: νοσηλευτικό / εκπαιδευτικό ~. Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: οι πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές. Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: οι σχολές του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. ιδρυματικός -ή -ό.

ιδρύω -ομαι: (μτβ.) συγκροτώ, θέτω σε λειτουργία οργανισμό ή οργάνωση: Ιδρύθηκε νέο κόμμα. ίδρυση η. ιδρυτικός -ή -ό: αυτός που συμμετέχει ή σχετίζεται με την ίδρυση: ~ στέλεχος / απόφαση. ιδρυτής ο, -ύτρια η: πρόσωπο που ιδρύει κτ.

ιδρώτας ο: 1 υγρό που βγαίνει από τους πόρους του δέρματος εξαιτίας ζέστης, υπερβολικής σωματικής προσπάθειας ή αδιαθεσίας: Ο ~ έτρεχε από το πρόσωπό του. με λούζει κρύος ~: φοβάμαι πολύ. 2 (μτφ.) κούραση, μόχθος: Με ~ βγάζει το ψωμί του. ιδρώνω μππ. ιδρωμένος (χωρίς άλλους παθ. τύπους): (αμτβ.) 1 βγάζω ιδρώτα: Έτρεξα και ίδρωσα. 2 (μτφ.) κουράζομαι πολύ για να πετύχω κτ, καταφέρνω με κόπο=μοχθώ, κοπιάζω: Ίδρωσε να τον πείσει.

ιεραρχώ -ούμαι: (μτβ.) βάζω πράγματα σε σειρά ανάλογα με τη σπουδαιότητα ή τη σημασία τους: ~ τις ανάγκες μας και ικανοποιώ τις πιο επιτακτικές. ιεράρχηση η. ιεραρχία η: 1 κατάταξη βαθμών ή θέσεων ενός οργανισμού με βάση τη σπουδαιότητά τους: Κατέχει υψηλή θέση στη στρατιωτική ~. 2 ΦΙΛΟΣ ταξινόμηση των όντων και ιδεών με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε βαθμίδα να είναι αμέσως ανώτερη από την προηγούμενη: ~ των όντων / των αξιών. ιεραρχικός -ή -ό. ιεραρχικά (επίρρ.).

ιερέας & [επίσ.] ιερεύς ο: 1 σε διάφορες θρησκείες, ο λειτουργός που έχει συγκεκριμένο ρόλο και ευθύνες στον χώρο της λατρείας. 2 [επίσ.] στη χριστιανική θρησκεία, ο κληρικός που τελεί τα μυστήρια της εκκλησίας =[προφ.] παπάς. ιέρεια η: γυναίκα λειτουργός θρησκείας ή θεού. ιερατείο το: το σύνολο των λειτουργών μίας θρησκείας.

ιερός -ή & (σπάν. σε εκφρ.) -ά -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον Θεό ή τη θρησκεία: Αφοσιώθηκε στη μελέτη των ~ βιβλίων. Στην Ινδία οι αγελάδες είναι ~ ζώα. 2 αυτός που θεωρείται πολύ σημαντικός ή σεβαστός: H δωρεά είναι για ~ σκοπό. ιερό το: ΕΚΚΛ το τμήμα του χριστιανικού ναού στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα. ιεροσύνη η.

ιερόσυλος -η -ο: αυτός που δείχνει ασέβεια σε κτ ιερό. ιεροσυλία η.

Από το ΑΕ ρ. συλῶ «λεηλατώ».

ιεροτελεστία η: 1 τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας. 2 (μτφ.) πράξη που γίνεται με ιδιαίτερη σοβαρότητα και συγκεκριμένο τυπικό: Το απογευματινό τσάι ήταν ~ που κανείς δεν τολμούσε να παραβιάσει.

ίζημα το: 1 ΧΗΜ σε διάλυμα, η αδιάλυτη ουσία που κατακάθεται στον πυθμένα του δοχείου =[οικ.] κατακάθι. 2 ΓΕΩΛ πέτρωμα που σχηματίζεται από καθίζηση ουσιών του αέρα ή των υδάτων. ιζηματώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

Από το ΑΕ ρ. ἵζω «κατακαθίζω». Ομόρριζα είναι και τα καθίζω, κάθισμα, εδώλιο, ενέδρα κτλ.

ιθαγενής -ής -ές: αυτός που κατοικεί στη χώρα από την οποία κατάγεται=αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος ξένος, αλλοδαπός: ιθαγενείς πληθυσμοί. glass σχ. αγενής. ιθαγενής ο, η: ντόπιος κάτοικος που βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία αποικιοκρατών: οι ιθαγενείς της Νότ. Αμερικής. ιθαγένεια η.

ικανοποιώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ να νιώσει ευχαρίστηση με πράξη ή λόγο μου=ευχαριστώ δυσαρεστώ: Το θετικό αποτέλεσμα τον ικανοποίησε ιδιαίτερα. 2 ανταποκρίνομαι με επιτυχία, εκπληρώνω απαίτηση ή επιθυμία: Τα παιδιά τον αγαπούσαν, γιατί ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες τους. ικανοποίηση η. ικανοποιητικός -ή -ό. ικανοποιητικά (επίρρ.).

ικανός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να κάνει κτ ανίκανος: Είναι ~ να κάνει τέτοια πράξη; Δεν είναι ~ για τίποτε καλύτερο. 2 αυτός που έχει τα προσόντα για κτ και το κάνει καλά=άξιος ανίκανος: Είναι πολύ ~ μάστορας, κάνει εξαιρετικές κατασκευές. 3 [επίσ.] αυτός που είναι επαρκής, για να πετύχει ή να γίνει κτ: Χρειάζεται ~ αριθμός συμμετοχών, για να γίνει η εκδρομή. ικανότητα η: 1 το να μπορεί κπ να κάνει κτ καλά=επιτηδειότητα, δεξιότητα ανικανότητα: άνθρωπος με πολλές ~. 2 ο βαθμός στον οποίο έχει κπ ή κτ τη δυνατότητα να κάνει κτ: Η αγοραστική ~ του μέ- σου Έλληνα έχει μειωθεί. ικανώς (επίρρ.).

ικέτης ο, ικέτιδα & -ισσα & [επίσ.] -ις η: 1 στην αρχαιότητα, αυτός που ζητούσε προστασία, συνήθως καταφεύγοντας σε ιερό. 2 (μτφ.) αυτός που παρακαλά κπ έντονα για κτ. ικετεύω: (μτβ.) παρακαλώ κπ έντονα=εκλιπαρώ: Σας ~ να με αφήσετε ελεύθερη! ικεσία η. ικετευτικός -ή -ό. ικετευτικά (επίρρ.).

ιλαρά η: ΙΑΤΡ επιδημική παιδική ασθένεια που εκδηλώνεται με εξανθήματα.

ιλαρός -ή -ό: αυτός που νιώθει, δείχνει ή προκαλεί χαρά=φαιδρός: ~ πρόσωπο. Φως ιλαρόν: ΕΚΚΛ ο Ιησούς Χριστός. ιλαρώς (επίρρ.). ιλαρότητα η.

ίλιγγος ο: 1 ΙΑΤΡ η αίσθηση που έχει κπ ότι όλα γύρω του γυρίζουν: Με πιάνει ~ όταν κοιτάζω κάτω από ψηλά. 2 (μτφ.) κτ που μας παρασύρει σε έντονη ταραχή: ο ~ της ταχύτητας. ιλιγγιώδης -ης -ες: (μτφ.) αυτός που προκαλεί ίλιγγο, επειδή είναι υπερβολικά μεγάλος ή πολύς: Δεν πρόλαβε να φρενάρει, επειδή έτρεχε με ~ ταχύτηταglass σχ. αγενής. ιλιγγιωδώς (επίρρ.).

ιμπεριαλισμός ο: πολιτική που ασκεί ένα ισχυρό κράτος (μέσω της στρατιωτικής ή οικονομικής του δύναμης), για να αποκτήσει τον έλεγχο άλλων ασθενέστερων κρατών. ιμπεριαλιστής ο, -ίστρια η: οπαδός του ιμπεριαλισμού. ιμπεριαλιστικός -ή -ό. ιμπεριαλιστικά (επίρρ.).

ίνα η: πολύ λεπτή κλωστή φυσικής ή τεχνητής ουσίας: μυϊκές ~. ~ ύφανσης. ινώδης -ης -ες: γεμάτος ίνες.glass  σχ. αγενής.

ιόν το ιόντος, ιόντα: ΦΥΣ ΧΗΜ ηλεκτρικά φορτισμένο άτομο ή μόριο. ιονίζω & ιοντίζω: (μτβ.) μεταβάλλω άτομα ή μόρια σε ιόντα. ιονισμός & ιοντισμός ο. ιονικός & ιοντικός -ή -ό. ιονιστής & ιοντιστής ο: συσκευή ιοντισμού.glass σχ. ιωνικός.

Σωστότερος είναι ο σχηματισμός των παραγώγων από το θέμα της γεν. του ουσ. (ιοντ-), αν και οι τύποι με ιον- είναι συχνότεροι λόγω της επίδρασης από τις ξένες γλώσσες. (πρβ. το αγγλ. ionise).

ιός ο: 1 ΙΑΤΡ μικροοργανισμός που παρασιτεί στον ανθρώπινο οργανισμό και προκαλεί νόσους: ο ~ της γρίπης. 2 ΠΛΗΡΟΦ πρόγραμμα που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και προκαλεί βλάβη στη λειτουργία του. ίωση η: ΙΑΤΡ νόσος που οφείλεται σε ιό.

ίππος ο: 1 [επίσ.] άλογο: δούρειος ~: το ξύλινο άλογο που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να ξεγελάσουν τους Τρώες και να μπουν στην Τροία, και (μτφ.) κάθε μέσο εξαπάτησης. 2 μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών =[προφ.] άλογο. 3 όργανο γυμναστικής για άλματα. ιππεύω: 1 (μτβ.) ανεβαίνω πάνω σε άλογο=καβαλικεύω αφιππεύω. 2 (αμτβ.) κινούμαι πάνω σε άλογο=καβαλάω. ιππασία η: το να ιππεύει κπ άλογο και (συνεκδ.) το αντίστοιχο άθλημα: Κάνει ~ από πολύ μικρός. ιππικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τους ίππους ή την ιππασία: ~ όμιλος. ιππικό το: στρατιωτικό σώμα με έφιππους άνδρες. ιππέας ο πληθ. ιππείς: 1 πρόσωπο που ιππεύει άλογο=καβαλάρης. 2 στρατιώτης του ιππικού. 3 ΙΣΤ πολίτης στην Αρχαία Αθήνα που ανήκε στη δεύτερη κοινωνική τάξη. ιππευτικός -ή -ό: ~ τέχνη.glass άλογο.

ίριδα η: 1 ουράνιο τόξο: τα χρώματα της ίρι- δας. 2 ΑΝΑΤ το στρογγυλό χρωματιστό τμήμα του ανθρώπινου ματιού.

ίσαμε (πρόθ.): (+ αιτ. / επίρρ. / να / που) [προφ.] μέχρι, ως: Tο νερό έφτασε ~ το σπίτι μας. Tον παρακολούθησε με το μάτι ~ που χάθηκε στη στροφή του δρόμου.

ισημερία η: φαινόμενο που συμβαίνει δύο φορές τον χρόνο, κατά το οποίο η ημέρα και η νύχτα έχουν ίση διάρκεια: εαρινή / φθινοπωρινή ~. ισημερινός1 -ή -ό: εαρινό ~ σημείο.

ισημερινός ο: νοητός κύκλος γύρω από τη γη, που απέχει εξίσου από τους δύο πόλους της. ισημερινός2 -ή -ό.

ισθμός ο: στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο ξηρές πορθμός.

ίσιος -α -ο: 1 αυτός που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες: Τράβηξε μια ~ γραμμή με τον χάρακα.=ευθύς στραβός. ~ μαλλιά σγουρός. 2 (για πρόσ. ή συμπεριφορά) αυτός που φέρεται ή γίνεται με ευθύτητα, ειλικρίνεια=ειλικρινής, [προφ.] ντόμπρος. ίσια: (επίρρ.) σε ευθεία γραμμή ή κατεύθυνση: Έκοψε το χαρτί ~, χωρίς να το στραβώσει καθόλου. Πήγε ~ μπροστά, χωρίς να στρίψει. ισιώνω: 1 α. (μτβ.) κάνω κτ ίσιο στη σημ. 1: ~ τα μαλλιά μου. β. (αμτβ.) γίνομαι ίσιος. 2 α. (μτβ.) φέρνω κτ σε ίσια θέση=ευθυγραμμίζω: ~ το τιμόνι / τη φούστα. β. (αμτβ.) έρχομαι σε ίσια θέση. ίσιωμα το. ισιάζω -ομαι & σιάζω -ομαι: ισιώνω στη σημ. 2α.

Προσοχή: Οι λέξεις ίσιος και ίσος έχουν διαφορετική σημασία, παρόλο που μερικοί χρησιμοποιούν το ίσος και με τις σημ. του ίσιος.

ίσκιος ο:=σκιά 1 σκοτεινό σχήμα που δημιουργείται, όταν μπαίνει κτ ανάμεσα στο φως και σε κπ αντικείμενο. 2 τόπος που είναι σκοτεινός, επειδή κτ εμποδίζει το φως να φτάσει μέχρι εκεί: Ξάπλωσε κάτω από τον ~ του δέντρου.

ισλάμ το: άκλ. 1 ΘΡΗΣΚ μονοθεϊστική θρησκεία της οποίας ιδρυτής είναι ο Μωάμεθ και θεός ο Αλλάχ=μωαμεθανισμός, μουσουλμανισμός. 2 το σύνολο των λαών και των κρατών που έχουν ως κύρια θρησκεία το ισλάμ. ισλαμισμός ο: 1 ισλάμ στη σημ. 1. 2 πολιτικοθρησκευτικό κίνημα, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική εξουσία στα ισλαμικά κράτη πρέπει να ασκείται από τους θρησκευτικούς ηγέτες με βάση το ισλαμικό δίκαιο. ισλαμικός -ή -ό. ισλαμιστής ο, -ίστρια η: οπαδός του ισλαμισμού κυρ. στη σημ. 2.

Προσοχή: η λέξη που συνήθως χρησιμοποιούμε για τον πιστό του ισλάμ είναι μουσουλμάνος.

ισόβιος -α -ο: αυτός που διαρκεί μέχρι το τέλος της ζωής κπ: ~ εισόδημα/φυλάκιση. ισόβια & [επίσ.] ισοβίως (επίρρ.). ισόβια τα: ποινή ισόβιας φυλάκισης.

ισόγειος -α -ο: (για κτίσμα κτλ.) αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης: ~ διαμέρισμα. ισόγειο το: ισόγειος χώρος.

ισοδύναμος -η -ο: αυτός που έχει ίση δύναμη, αξία ή σημασία με κπ ή κτ άλλο: Οι δυο ομάδες έφεραν ισοπαλία, γιατί ήταν ~. ισοδύναμα (επίρρ.). ισοδυναμία η: η ιδιότητα του ισοδύναμου. ισοδυναμώ: είμαι ισοδύναμος με κπ ή κτ άλλο.

ισονομία η: ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο: Οι φυλετικές διακρίσεις παραβιάζουν την ~ των πολιτών. ισόνομος -η -ο. ισόνομα (επίρρ.).

ισόπαλος -η -ο: ΑΘΛ 1 αυτός που σε αγώνα πετυχαίνει ίδια επίδοση με τον αντίπαλό του: Οι δύο ομάδες βγήκαν ~ 2-2. 2 αυτός που λήγει χωρίς νικητή: Ο αγώνας έληξε ~. ισοπαλία η: αποτέλεσμα αγώνα χωρίς νικητή.

ισόπεδος -η -ο: ανισόπεδος 1 αυτός που έχει επίπεδη επιφάνεια. 2 αυτός που είναι στο ίδιο επίπεδο με άλλον: ~ διάβαση: διασταύρωση δύο δρόμων ή δρόμου και σιδηροδρομικής γραμμής. ισοπεδώνω: (μτβ.) 1 κάνω μια επιφάνεια επίπεδη: Η μπουλντόζα ισοπέδωσε το έδαφος. 2 καταστρέφω τελείως: Τα σπίτια ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. 3 (μτφ.) αντιμετωπίζω διαφορετικά πράγματα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου τις διαφορές τους: Mην τα ~ όλα, πρέπει να παραδεχτείς ότι είχε κάνει και μερικά καλά! ισοπέδωση η. ισοπεδωτικός -ή -ό. ισοπεδωτικά (επίρρ.). glass  σχ. επίπεδος.

ισορροπία η: 1 ΦΥΣ κατάσταση όπου ένα σώμα παραμένει σταθερό, επειδή επιδρούν πάνω του ίσες αντίθετες δυνάμεις ανισορροπία. 2 το να παραμένει το σώμα σε όρθια θέση: Έχασε την ~ του κι έπεσε. 3 (μτφ.) διανοητική και ψυχική ηρεμία. 4 (μτφ.) κατάσταση σταθερότητας, αρμονίας κτλ. που οφείλεται στην επίδραση ίσων ή ισάξιων αντίθετων δυνάμεων, μεγεθών, πραγμάτων κτλ.: Η κυβέρνηση προσπαθεί να κρατήσει τις ~ μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. ισόρροπος -η -ο: αυτός που έχει ή που δημιουργεί ισορροπία: ~ δυνάμεις. ισόρροπα (επίρρ.). ισορροπώ: 1 (αμτβ.) έχω, αποκτώ ισορροπία. 2 (μτβ.) επιφέρω ισορροπία. ισορροπημένος -η -ο: (μππ. ως επίθ.) αυτός που έχει διανοητική ή ψυχική ισορροπία ανισόρροπος. ισορρόπηση η.

Η λ. ισόρροπος και τα παράγωγά της προέρχονται από τη σύνθεση των λ. ίσος και ροπή (glass ρέπω) και γράφονται με δύο «ρρ» σύμφωνα με τον κανόνα σύνθεσης της ΑΕ ελλ., ο οποίος διπλασιάζει το αρχικό ρ- των λέξεων, όταν γίνονται β΄συνθετικά.

ίσος -η -ο: 1 αυτός που είναι ίδιος με κπ ή κτ άλλο ως προς τις διαστάσεις, την ποσότητα, την αξία κτλ. άνισος: Έκοψε την πίτα σε ~ κομμάτια. Τα δύο ποσά ήταν ~. 2 (για ανθρ.) αυτός που είναι ίδιος με κπ άλλο ως προς τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, την αξία: Όλοι οι άνθρωποι είναι ~ απέναντι στον νόμο. glass σχ. ίσιος. ίσα: (επίρρ.) 1 σε ίσα μέρη άνισα. 2 (με επανάληψη) α. στο ελάχιστο όριο, μόλις: ~ ~ μας έφτασε ο καφές. β. το αντίθετο: ~ ~, αυτό δείχνει άλλο από αυτό που είπατε πριν. ~ που: α. αμέσως μετά, μόλις που: ~ είχε ξεκινήσει και χτύπησε το κουδούνι. β. ανεπαίσθητα, ελάχιστα: ~ τον άγγιξα και έβαλε τις φωνές. ισότητα η: ανισότητα 1 σχέση μεταξύ ίσων ποσών, πραγμάτων κτλ. 2 σχέση μεταξύ ίσων ανθρώπων ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους: ~ ανδρών και γυναικών. ισούται: τριτοπρ. (αμτβ., για ποσά) κτ είναι ίσο με κτ άλλο.

ισότιμος -η -ο: αυτός που έχει ίση ηθική αξία, κύρος ή δικαιώματα με κπ άλλο: Είμαστε ~ μέλη στη λέσχη, με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. ισότιμα (επίρρ.). ισοτιμία η: 1 ισότητα ως προς την αξία, τα δικαιώματα κτλ.: Αναγνωρίστηκε η ~ ορισμένων πτυχίων του εξωτερικού με αυτά των αντίστοιχων ιδρυμάτων του εσωτερικού. 2 ΟΙΚΟΝ η σχέση της αγοραστικής ή συναλλαγματικής αξίας ενός νομίσματος προς νόμισμα άλλης χώρας: ~ του ευρώ έναντι του δολαρίου.

ισοφαρίζω -ομαι: ΑΘΛ (μτβ. & με παράλ. αντικ.) πετυχαίνω ισοπαλία σε αγώνα: Η ομάδα μας ισοφάρισε (την αντίπαλη ομάδα / το σκορ) το τελευταίο λεπτό. ισοφάριση η.

ισοψηφώ: (αμτβ.) παίρνω ισάριθμες ψήφους με κπ άλλο: Ισοψήφησε με τον αντίπαλό του για τη θέση του προέδρου. ισοψηφία η.

ιστίο το: μεγάλο πανί που δένεται στα κατάρτια ενός σκάφους και το κινεί με τη δύναμη του αέρα.

ιστιοπλοΐα η: πλεύση με ιστιοφόρα σκάφη και κυρίως το σχετικό άθλημα. ιστιοπλοϊκός -ή -ό. ιστιοπλοϊκό το: σκάφος που έχει ιστία και κινείται με τη δύναμη του αέρα=ιστιοφόρο. ιστιοπλόος ο, η: αθλητής που συμμετέχει σε ιστιοπλοΐα.

ιστορία η: 1 τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν ενός λαού, έθνους, δραστηριότητας κτλ., καθώς και η καταγραφή τους: η ~ των Ελλήνων / της ζωγραφικής. 2 η επιστήμη που μελετά και αναλύει τα γεγονότα του παρελθόντος, και το σχετικό σχολικό μάθημα: Η ~ ερευνά τις πηγές, ώστε να καταγράψει τα γεγονότα. 3 η χρονική περίοδος για την οποία έχουμε γραπτές μαρτυρίες (σε αντιδιαστολή προς την προϊστορία και τη μυθολογία). 4 αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων: Διάβασα μια ωραία ~. 5 γεγονότα που μένουν στη μνήμη των ανθρώπων λόγω της σπουδαιότητάς τους: Το θάρρος του έμεινε στην ~. 6 συνήθ. πληθ. δυσάρεστο γεγονός, αναταραχή: Άνοιξα ιστορίες με γιατρούς μετά το ατύχημα. ιστορικός -ή -ό:1 αυτός που είναι σχετικός με την ιστορία: ~ έρευνα / μνημείο. 2 αυτός που είναι πολύ σημαντικός και αξίζει να μείνει στην ιστορία: γεγονότα ~ σημασίας. 3 αυτός που είναι γνωστός από την ιστορία, πραγματικός: Πρόκειται για ~ πρόσωπο και όχι μυθικό. ιστορικά & -ώς (επίρρ. στη σημ. 1). ιστορικότητα η: η ιδιότητα του ιστορικού, κυρ. στη σημ. 3: Αμφισβητείται η ~ του Ομήρου. ιστορικός ο, η: 1 επιστήμονας που ασχολείται με την ιστορία ή καθηγητής ιστορίας. 2 συγγραφέας ιστορικών γεγονότων: Ο Ηρόδοτος θεωρείται ο πρώτος ~. ιστορικό το: 1 αφήγηση γεγονότων με χρονολογική σειρά που δείχνει την εξέλιξη γεγονότος, κατάστασης κτλ.: το ~ της μάχης. 2 ΙΑΤΡ καταγραφή της εξέλιξης της κατάστασης ασθενούς: το ~ του ασθενούς.

Η ΑΕ λ. ἱστορία «γνώση» προέρχεται από τη λ. ἵστωρ «γνώστης», που ανάγεται ετυμολογικά στο AE ρ. οἶδα «γνωρίζω». Η γνώση εδώ είναι αποτέλεσμα ελέγχου, πληροφοριών και διεξοδικής έρευνας.

ιστός ο: 1 ψηλό κυλινδρικό κοντάρι: ο ~ του καραβιού=κατάρτι. ο ~ της σημαίας. 2 ΒΙΟΛ σύνολο κυττάρων που έχουν όμοια ή παρόμοια κατασκευή και επιτελούν την ίδια λειτουργία: μυϊκός ~. 3 το δίχτυ που υφαίνει η αράχνη. 4 ο αργαλειός και το ύφασμα που υφαίνεται σε αυτόν: ο ~ της Πηνελόπης. Παγκόσμιος ~: ΠΛΗΡΟΦ το σύνολο των πολυμεσικών αρχείων που βρίσκονται αποθηκευμένα σε ειδικούς υπολογιστές σε όλο τον κόσμο και στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι μέσω του διαδικτύου.

ισχνός -ή -ό: 1 αυτός που έχει λίγη σάρκα=αδύνατος, λιγνός. 2 αυτός που είναι πολύ λίγος: ~ μισθός=πενιχρός. Τα επιχειρήματά σας είναι ~ και γι' αυτό δεν μπορούν να μας πείσουν.=αδύναμος, ανεπαρκής. ισχνά (επίρρ.). ισχνότητα η.

ισχυρίζομαι: (μτβ.) υποστηρίζω άποψη, λέω κτ με επιμονή: Ισχυρίστηκε ότι δεν έφταιγε αυτός για τη ζημιά. ισχυρισμός ο: αυτό που ισχυρίζεται κπ.

ισχύς η ισχύος, ισχύ: 1 η δύναμη, το κύρος που έχει κπ: στρατιωτική / πολιτική / οικονομική ~. Ο δάσκαλός τους δεν έχει καμία ισχύ πάνω τους.=επιβολή. 2 εγκυρότητα: Ο νόμος τίθεται σε ισχύ αναδρομικά. 3 ΦΥΣ το έργο που παράγεται στη μονάδα του χρόνου: Η ~ μετριέται σε βατ. ισχύω: (αμτβ.) έχω ισχύ, στη σημ. 2. ισχυρός -ή -ό: αυτός που έχει ισχύ, στη σημ. 1=δυνατός: ~ δυνάμεις κατέλαβαν τη χώρα. Έχει ~ θέληση, γι' αυτό και πετυχαίνει πάντα. το δίκαιο του ισχυροτέρου: 1 για περιπτώσεις όπου ο πιο ισχυρός (οικονομικά, κοινωνικά κτλ.) επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους. 2 αυτός που έχει μεγάλη ένταση, που γίνεται σε μεγάλο βαθμό=δυνατός: ~ άνεμος/σεισμός. 3 αυτός που έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα: ~ φάρμακο. ισχυρά (επίρρ.).

ίσως: (επίρρ.) πιθανόν, ενδεχομένως: ~ να έρθει, ~ όχι.

ιχθύς ο ιχθύος, ιχθύ, ιχθύες, ιχθύων, ιχθύς: 1 [επίσ.] ψάρι. τηρώ σιγή(ν) ιχθύος: δε λέω τίποτα, κυρίως δεν αντιδρώ ή δεν απαντώ σε κτ. 2 πληθ. α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. β. ΑΣΤΡΟΛ το δωδέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.

Πολύ συχνά παρατηρείται ο τ. ιχθείς για την ον. και αιτ. του πληθ., που, όμως, είναι γραμματικά λανθασμένος.

ίχνος το: 1 σημάδι που αποτυπώνεται πάνω σε επιφάνεια από κτ που πέρασε πάνω της = [προφ.] χνάρι: Τα ίχνη στη λάσπη έδειχναν ότι κάποιος είχε έρθει. 2 οτιδήποτε μένει από κτ που έγινε ή πέρασε: Τα ίχνη του καταστροφικού σεισμού ήταν εμφανή. 3 ελάχιστη ποσότητα: Βρέθηκαν ίχνη δηλητηρίου στον οργανισμό του. Δεν υπάρχει ~ αλήθειας σε αυτά που λέει.

ιώδιο το: ΧΗΜ χημικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στη θάλασσα, στα φύκια κτλ. και χρησιμοποιείται ευρέως ως αντισηπτικό στην ιατρική.

ιωνικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με την Ιωνία ή τους Ίωνες.

Προσοχή στη διαφ. γραφή και σημασία των λ. ιωνικός και ιονικός!