Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Θ
θα
θωρώ

Θ α & (πριν από α) θ' (μόρ.): 1 χρησιμοποι  είται στον σχηματισμό των μελλοντικών χρόνων: ~ γράφω / γράψω / έχω γράψει. 2 εκφράζει πιθανότητα ή ενδεχόμενο: Για να μην έχει έρθει ακόμα, ~ έχασε το τρένο! Μάλλον ~ έχει βγει, αφού δε σηκώνει το τηλέφωνο! 3 (+ ρ. σε πρτ. ή υπερσ.) δηλώνει το απραγματοποίητο στο παρελθόν: ~ αποτύγχανα χωρίς τη βοήθειά σου. Aν δε με είχες πάρει τηλέφωνο, ~ είχα φύγει. 4 (+ ρ. σε πρτ.) αποδίδει ευγενικά παράκληση, αίτηση κτλ.: ~ μπορούσες να με βοηθήσεις; ~ ήθελα… θα το: υπόσχεση ή εξαγγελία που συνήθως δεν πραγματοποιείται: τα ~ των πολιτικών.

Από το ελνστ. θέλω ἵνα + υποτ. (περιφραστική απόδοση του μέλλοντα).

θάβω -ομαι: (μτβ.) 1 τοποθετώ νεκρό σώμα μέσα στη γη ή κηδεύω: Θα τον θάψουν στο χωριό του. 2 χώνω κτ βαθιά στη γη: Πού θα θαφτούν τόσα σκουπίδια; 3 κρύβω κτ βαθιά, καλά: θαμμένος θησαυρός. 4 (μτφ.) αποκρύπτω, δεν αφήνω να γίνει γνωστό: Έθαψαν το σκάνδαλο. 5 σκεπάζω εντελώς, πλακώνω: Χιλιάδες θάφτηκαν στα ερείπια των Δίδυμων Πύργων. 6 [οικ.] κατακρίνω, κουτσομπολεύω: Πάλι με θάβετε; θάψιμο το.

Από το ΑΕ ρ. θάπτω, από το οποίο προέρχονται και τα τάφος, ταφικός, ενταφιασμός.

θάλασσα η: 1 έκταση από αλμυρό νερό που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της γης: φουρτουνιασμένη ~. 2 το νερό της θάλασσας: H ~ έφτασε μέχρι τα σπίτια. τα έκανα ~: τα μπέρδεψα ή απέτυχα=θαλασσώνω. θαλασσινός -ή -ό: αυτός που συνδέεται με τη θάλασσα: ~ αέρας. θαλασσινός ο: 1 αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από παραθαλάσσια περιοχή ή νησί. στεριανός. 2 αυτός που το επάγγελμά του σχετίζεται με τη θάλασσα (π.χ. ψαράς ή ναυτικός): Περιγράφει τις περιπέτειες των θαλασσινών. θαλασσινά τα: ό,τι φαγώσιμο, εκτός από τα ψάρια, προέρχεται από τη θάλασσα. θαλάσσιος -α -ο: [επίσ.]: ~ συγκοινωνίες / ελέφαντας.

θαμπός -ή -ό: 1 αυτός που δεν είναι καθαρός, λαμπερός=θολός: Δε βλέπω, το φως είναι ~. 2 αυτός που οι λεπτομέρειές του δε φαίνονται καθαρά: Δε σε ξεχωρίζω, γιατί η φωτογραφία είναι ~. θαμπά (επίρρ.). θαμπάδα η: έλλειψη διαύγειας. θαμπώνω -ομαι: 1 (αμτβ.) γίνομαι θαμπός, χάνω τη διαύγειά μου: Θάμπωσαν τα τζάμια του αυτοκινήτου από την υγρασία. 2 (μτβ.) μειώνω την όραση κπ ή τη διαύγεια σε κτ: Tον θάμπωσε ο ήλιος. Τα χνώτα μας θάμπωσαν το τζάμι. 3 (μτφ., μτβ.) προκαλώ θαυμασμό ή σύγχυση: Tον θάμπωσε η ομορφιά του τοπίου.

θάνατος ο: 1 η οριστική διακοπή των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού, το τέλος της ζωής γέννηση: ~ από τροχαίο ατύχημα. 2 (μτφ.) εξάλειψη, καταστροφή: Το πραξικόπημα έφερε τον ~ της δημοκρατίας. θανάσιμος -η -ο: 1 αυτός που επιφέρει θάνατο: ~ ατύχημα. 2 (μτφ.) πολύ σοβαρός, ασυγχώρητος: ~ κίνδυνος / εχθρός. ~ αμάρτημα: ασυγχώρητο αμάρτημα. θανάσιμα (επίρρ.). θανατηφόρος -α -ο: αυτός που προκαλεί θάνατο: ~ τσίμπημα. θανατικός -ή -ό. θανατικό το: [οικ.] θανατηφόρα επιδημία ή πολλοί θάνατοι μαζί: Έπεσε ~ στο χωριό. θανατώνω -ομαι (μτβ.) σκοτώνω, φονεύω: Ο αρχηγός των ανταρτών θανατώθηκε αμέσως. θανάτωση η.

θάρρος το: 1 απουσία φόβου=τόλμη δειλία: Έδειξε ~ στις δύσκολες στιγμές. 2 οικειότητα με κπ λόγω στενής σχέσης: Έχω το ~ να του ζητήσω αυτή τη χάρη. θαρραλέος -α -ο &θαρρετός -ή -ό: (για πρόσ. ή ενέργεια) αυτός που χαρακτηρίζεται από θάρρος=τολμηρός, γενναίος: ~ στρατηγός / πρωτοβουλία. θαρραλέα & θαρρετά (επίρρ.).

θαρρώ: [οικ.] (μτβ.) νομίζω, πιστεύω: ~ πως μας χρωστάς μία εξήγηση.

θαύμα το: 1 κάθε υπερφυσικό φαινόμενο, που δεν ερμηνεύεται με τη λογική και αποδίδεται σε θεϊκή επέμβαση: Η εικόνα της Παναγίας έκανε το ~ της και ο παράλυτος περπάτησε. 2 γεγονός (συνήθως θετικό) που συμβαίνει ξαφνικά, ανέλπιστα: Γλίτωσε την εγχείρηση από ~. 3 αξιόλογο επίτευγμα που γεννά τον θαυμασμό: Πρόκειται για ένα ~ της σύγχρονης τεχνολογίας.

θαυμάζω -ομαι: (μτβ.) 1 νιώθω ή παρατηρώ κπ ή κτ με θαυμασμό: ~ την ομορφιά της φύσης. 2 εκπλήσσομαι, απορώ: ~ το μέγεθος της ανοησίας του. θαυμασμός ο: εκτίμηση και σεβασμός απέναντι σε κπ ή κτ: Νιώθω ~ για τα έργα των προγόνων μου. θαυμάσιος -α -ο: αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό=αξιοθαύμαστος, υπέροχος: ~ άνθρωπος / ταξίδι. θαυμάσια (επίρρ.). θαυμαστός -ή -ό: αξιοθαύμαστος: τα ~ επιτεύγματα της ιατρικής. θαυμαστής ο, -άστρια η: πρόσωπο που θαυμάζει κπ ή κτ.

θέα η: 1 ό,τι μπορεί να δει κανείς από ένα σημείο, συνήθως από ψηλά ή μακριά: Το σπίτι έχει ~ στη θάλασσα. 2 το να αντικρίσει κανείς κπ ή κτ: Στη ~ του αστυνομικού τράπη κε σε φυγή.

Από το ΑΕ ρ. θεάομαι - ῶμαι, από το οποίο προέρχονται και τα θεός, θέαμα, θέαση, θεωρία.

θέαμα το: 1 εικόνα που βλέπει μπροστά του κπ: Tο ~ παιδιών που παίζουν με γεμίζει χαρά. 2 ό,τι παρουσιάζεται στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο κτλ. για ψυχαγωγία. γίνομαι ~: ρεζιλεύομαι δημόσια λόγω της συμπεριφοράς μου. θεαματικός -ή -ό: 1 αυτός που προσφέρει εντυπωσιακό θέαμα: Tο ποδόσφαιρο είναι ~ άθλημα. 2 εντυπωσιακός: ~ άνοδος των τιμών.glass σχ. θέα. θεαματικά (επίρρ.). θεαματικότητα η: 1 το εντυπωσιακό θέαμα που προσφέρει κπ. 2 το ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό κυρίως θέαμα: εκπομπή με μεγάλη ~. θεατής ο: 1 πρόσωπο που παρακολουθεί ένα θέαμα με τη σημ. 2: Οι ~ αποθέωσαν τους ηθοποιούς στο τέλος της παράστασης. 2 πρόσωπο που παρακολουθεί κτ να συμβαίνει=μάρτυρας: Έγιναν ~ ενός αιματηρού επεισοδίου.

θέατρο το: 1 η τέχνη της παράστασης στη σκηνή μιας δραματοποιημένης υπόθεσης. 2 α. θεατρική παράσταση: Πήγατε κανένα ~ τελευταία; β. κείμενο που προορίζεται για θεατρική παράσταση. 3 κτίριο, αίθουσα ειδική για θεατρικές παραστάσεις. 4 οι θεατές μιας θεατρικής παράστασης: Tο ~ όρθιο χειροκροτούσε τη μεγάλη ηθοποιό. 5 (μτφ.) ο χώρος στον οποίο συμβαίνει ένα σημαντικό γεγονός: Tο Ιράκ είναι ~ αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων. θεατρικός -ή -ό: 1 αυτός που συνδέεται με το θέατρο: ~ παράσταση. 2 (μτφ.) αυτός που γίνεται για επίδειξη, ψεύτικος: Με μια ~ χειρονομία μας κάλεσε κοντά του. θεατρικά (επίρρ.). θεατρικότητα η. θεατρίνος ο, η=ηθοποιός.

θείο το: ΧΗΜ χωρίς πληθ. αμέταλλο στερεό στοιχείο, με κίτρινο χρώμα=[οικ.] θειάφι: διοξείδιο του θείου. θειικός -ή -ό: αυτός που περιέχει θείο: ~ οξύ.

θείος -α -ο: 1 αυτός που έχει σχέση με τον Θεό ή τη θρησκεία: ~ Λειτουργία. 2 (μτφ.) καταπληκτικός, έξοχος: ~ χάρισμα. θεία τα: οτιδήποτε σχετίζεται με τον Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Δε σέβεται τα ~.

θείος ο, θεία η: αδερφός -ή ή εξάδελφος -η του πατέρα ή της μητέρας κπ: Θα μείνω στου θείου μου.

θέλω: πρτ. ήθελα, αόρ. θέλησα (μτβ.) 1 έχω τη διάθεση, την επιθυμία για κτ: ~ γλυκό. ~ να γνωρίσω τους φίλους σου. 2 σκοπεύω, επιδιώκω: Θέλει να πετύχει στην ιατρική. 3 απαιτώ: ~ να εκτελούνται αμέσως οι εντολές μου. 4 χρειάζομαι: Tα τζάμια θέλουν καθάρισμα. 5 αναζητώ, ψάχνω: Ποιον θέλεις τέτοια ώρα; 6 (θα + πρτ.) για έκφραση επιθυμίας ή για να ζητήσουμε ευγενικά κτ: Θα ήθελα λίγο νερό, παρακαλώ! θέλημα το: 1 αυτό που επιθυμεί κπ=επιθυμία, θέληση: Ήταν ~ Θεού. 2 μικροδουλειά για εξυπηρέτηση κπ: Τρέχει για όλα τα θελήματα του Διευθυντή. θέληση η: 1 επιθυμία για την επίτευξη ενός σκοπού: Έχει μεγάλη ~ για μάθηση. 2 ψυχική διάθεση: Αφού υπάρχει καλή ~,όλα θα πάνε καλά. θεληματικός -ή -ό: αυτός που εκφράζει θέληση.

θέμα το: 1 κτ που συζητιέται ή για το οποίο γράφει κπ: το ~ της συζήτησης ήταν ενδιαφέρον. 2 ζήτημα που απαιτεί αντιμετώπιση ή επίλυση: το φλέγον ~ της διαφθοράς. είναι ~ + γεν: εξαρτάται από, σχετίζεται με: ~ γούστου / χρόνου. 3 ερώτημα, πρόβλημα σε εξετάσεις, που χρειάζεται απάντηση ή ανάπτυξη: Τα ~ στα μαθηματικά ήταν δύσκολα. 4 ΓΛΩΣΣ το σταθερό τμήμα κάθε κλιτής λέξης:Tο «ατυχ-» είναι το ~ της λέξης «ατυχία». θεματικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ένα θέμα (σημ. 1 & 4): Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ~ ενότητες. θεματικά (επίρρ.). θεματική η = θεματολογία. θεματολογία η: το σύνολο των θεμάτων με τα οποία ασχολείται κπ: η ~ της εκπομπής. θεματολόγιο το.

θεμέλιο το: 1 συνήθ. πληθ. το κατώτερο μέρος κτίσματος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και στο οποίο στηρίζεται η όλη κατασκευή: Τα ~ της πολυκατοικίας ήταν γερά. 2 (μτφ.) αυτό στο οποίο στηρίζεται κπ ή κτ=βάση: Ο διάλογος είναι το ~ της Δημοκρατίας. θεμελιακός -ή -ό: αυτός που αποτελεί τη βάση κπ θέματος: ~ πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι οι εξετάσεις. θεμελιακά (επίρρ.). θεμελιώδης -ης -ες: θεμελιακός, βασικός: ~ νόμοςglass σχ. αγενής. θεμελιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κατασκευάζω τα θεμέλια οικοδομής: ~ ένα νοσοκομείο. 2 (μτφ.) θέτω τις βάσεις: O Φρόιντ θεμελίωσε την ψυχανάλυση. 3 στηρίζω με λογικά επιχειρήματα: ~ τις απόψεις μου. θεμελίωση η. θεμελιωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που βάζει τις βάσεις για κτ: Ο Κεμάλ είναι ο ~ του τουρκικού κράτους.

θεμιτός -ή -ό: αθέμιτος: αυτός που είναι σύμφωνος ή επιτρέπεται από τους γραπτούς και άγραφους νόμους: Είναι ~ να έχει κάποιος φιλοδοξίες. θεμιτά (επίρρ.).

θεο- & θεό-: ως α΄συνθ. σημαίνει 1 αυτό που γίνεται από ή έχει σχέση με τον Θεό: θεόσταλτος (αυτός που έχει σταλεί από τον Θεό). 2 πάρα πολύ, τελείως: θεότρελος (τελείως τρελός).


Σύνθετα με θεο-
σε σχέση με τον Θεό τελείως
θεόκλητος
θεόμορφος
θεόπεμπτος
θεοσεβής
θεοφώτιστος
θεόγυμνος
θεόκλειστος
θεόκουφος
θεόμουρλος
θεονήστικος
θεοπάλαβος
θεοσκότεινος
θεόστεγνος
θεόστραβος
θεότυφλος
θεόφτωχος

θεολογία η: επιστήμη η οποία μελετά τη φύση του Θεού στις διάφορες θρησκείες. θεολογικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη θεολογία: ~ Σχολή. θεολογικά (επίρρ.). θεολόγος ο, η: επιστήμονας που έχει σπουδάσει, διδάσκει ή ασχολείται με τη θεολογία.

θεομηνία η: μεγάλη κακοκαιρία που προκαλεί φυσικές καταστροφές: Τα θύματα της ~ ήταν οι ψαράδες.

Από το ελνστ. θεομηνία < θεός + μῆνις «οργή του θεού».

θεός ο, θεά η: 1 ον με υπερφυσικές ικανότητες και χαρακτηριστικά, που λατρεύεται από τους ανθρώπους και συχνά θεωρείται ότι δημιούργησε τον κόσμο: ο ~ Άρης. η ~ Κάλι. ~ των Μουσουλμάνων είναι ο Αλλάχ. από μηχανής ~: πρόσωπο ή γεγονός που εμφανίζεται ή συμβαίνει ξαφνικά και δίνει λύση σ' ένα αδιέξοδο, σε μία κρίσιμη κατάσταση. 2 (μτφ.) πρόσωπο πολύ ωραίο ή ικανό σ' αυτό που κάνει: Αυτή η ηθοποιός είναι ~.  glass σχ. θέα. θεότητα η: 1 το σύνολο των ιδιοτήτων του Θεού: Δύσκολο να συλλάβεις το μυστήριο της ~. 2 θεός: Οι λαοί της Μεσοποταμίας πίστευαν σε διάφορες ~.

θεραπεία η: κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας: Θα δοκιμάσουμε μια νέα ~. θεραπεύω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ καλά=γιατρεύω: Το φάρμακο αυτό ~ το έλκος. 2 (μτφ.) διορθώνω, αντιμετωπίζω: Δε θεραπεύεται η κρίση του σχολείου με ημίμετρα. θεραπευτικός -ή -ό. θεραπευτικά (επίρρ.). θεραπεύσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να θεραπευτεί αθεράπευτος. θεραπευτής ο, -εύτρια η. θεραπευτήριο το: ίδρυμα για την θεραπεία ασθενών. θεράπων ο: κυρ. στην έκφρ. ~ ιατρός: [επίσ.] αυτός που είναι υπεύθυνος για τη θεραπεία ασθενούς.

θέρετρο το: 1 περιοχή κατάλληλη για διακοπές: Έκανε διακοπές σε γνωστό ~ της Ελβετίας. 2 εξοχική κατοικία ή συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών.

θερμοκήπιο το: σκεπασμένος χώρος, με κατάλληλη θερμοκρασία, που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια και την προστασία φυτών. φαινόμενο θερμοκηπίου: το φαινόμενο κατά το οποίο η ατμόσφαιρα συγκρατεί τη θερμική ενέργεια του ήλιου, με συνέπεια την ανατροπή της θερμοκρασιακής ισορροπίας του πλανήτη.

θερμοκρασία η: μέγεθος με το οποίο προσδιορίζεται η θερμότητα: H ~ είναι 20 οC.

Από τα ΑΕ θέρμ(η) + κρᾶσ(ις) «ανάμειξη υλικών, θερμότητα του ατμοσφαιρικού αέρα».

θερμόμετρο το: 1 όργανο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. 2 (μτφ.) βαθμός έντασης κπ κατάστασης: Ανέβηκε το ~ της πολιτικής αντιπαράθεσης. θερμομετρώ -ούμαι: (μτβ.) μετρώ τη θερμοκρασία κπ. θερμομέτρηση η.

θερμός -ή -ό: 1 αυτός που έχει θερμοκρασία μεγαλύτερη από το κανονικό=ζεστός ψυχρός, κρύος: ~ αέριες μάζες θα έλθουν στη χώρα μας από την Αφρική. 2 (μτφ.) αυτός που εκδηλώνει ζωηρά τα συναισθήματα φιλίας και αγάπης που νιώθει, και η σχετική συμπεριφορά, πράξη, ευχή κτλ.: Είναι ~ και εκδηλωτικός άνθρωπος. ~ συγχαρητήρια! 3 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ έντονος: Προβλέπεται ~ καλοκαίρι στον χώρο της υγείαςglass σχ. ζεστός. θερμά & -ώς (επίρρ.): Σας ευχαριστώ ~ για τη βοήθειά σας. θερμαίνω -ομαι: (μτβ.) 1 αυξάνω τη θερμοκρασία=ζεσταίνω παγώνω, ψύχω: O ήλιος ~ τη γη. 2 (μτφ.) κάνω κτ πιο ευχάριστο ή πιο ζωηρό: Με κάτι σαχλά αστεία προσπαθούσε να θερμάνει την ατμόσφαιρα. θερμότητα η: 1 ΦΥΣ η ενέργεια που μεταδίδει ένα σώμα σε ένα άλλο ή στο περιβάλλον ως αποτέλεσμα της διαφοράς θερμοκρασίας: Όταν ιδρώνουμε, διαχέεται ~ στον αέρα. 2 υψηλή θερμοκρασία σώματος: η ~ του ηλίου. 3 (μτφ.) φιλική στάση, θετική διάθεση = θέρμη: Η ~ των λόγων του με συγκίνησε. θέρμανση η: 1 τεχνητή αύξηση της θερμοκρασίας σώματος ή χώρου. 2 σύστημα με το οποίο θερμαίνουμε έναν χώρο: κεντρική ~. θερμαντικός -ή -ό: αυτός που είναι ικανός να παράγει θερμότητα: ~ ύλη.

θέρος1 ο: ο θερισμός των σιτηρών και η εποχή του θερισμού.

θέρος2 το: [επίσ., λογοτ.] καλοκαίρι. θερινός -ή -ό: ~ σινεμά.

θέση η: 1 ο χώρος στον οποίο είναι τοποθετημένο ή ανήκει κτ: Το κατάστημα βρίσκεται σε πολύ καλή ~ στο κέντρο της πόλης. Να βάλεις τα κοσμήματα στη ~ τους. 2 χώρος, και κυρίως κάθισμα που αντιστοιχεί σε ένα άτομο: Έχουμε ~ στην πρώτη σειρά. 3 α. η εργασιακή απασχόληση (σε υπηρεσία, εταιρεία κτλ.): Οι ~ στο δημόσιο είναι λίγες. β. αξίωμα σε υπηρεσία στην οποία εργάζεται κπ: Κατέχει σημαντική ~ στο υπουργείο. 4 (μτφ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κπ ή κτ: Η ~ της γυναίκας έχει βελτιωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. 5 γνώμη, άποψη: Μας παρουσίασε τις ~ του στο ζήτημα.

θεσμός ο: 1 ομαδική ή ατομική ενέργεια, δράση ή σχέση ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, που παγιώνεται ή καθιερώνεται συνήθως ύστερα από μακροχρόνια και ομοιόμορφη επανάληψη: ο ~ της προίκας. Οι συναντήσεις της παρέας τις Τετάρτες έχουν γίνει πια ~. 2 θεμελιώδες στοιχείο (νόμος, οργανισμός, αξίωμα) της πολιτειακής οργάνωσης: ο ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας. θεσμικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους θεσμούς, κυρίως της Πολιτείας: Χρειάζονται ~ αλλαγές στην εκπαίδευση. θεσμικά (επίρρ.).

θεσπίζω -ομαι: (μτβ.) καθιερώνω με νόμο: Η κυβέρνηση θα θεσπίσει νέα μέτρα. θέσπιση η.

θετικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι βέβαιος, πραγματικός, αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία: Έχω ~ πληροφορίες ότι λείπει στο εξωτερικό. 2 (για πρόσ.) αυτός που σκέφτεται και ενεργεί πάντα με τη λογική: Έχει ~ μυαλό. 3 αυτός που δίνει καταφατική απάντηση αρνητικός. 4 ΜΑΘ αριθμός που είναι μεγαλύτερος από το μηδέν και που συνοδεύεται από το σύμβολο + αρνητικός. 5 αυτός που είναι ευνοϊκός αρνητικός: Η στάση του ήταν ~ για τα σχέδιά μας. θετικές επιστήμες: τα Μαθηματικά, η Φυσική, η Χημεία κτλ. θεωρητικές επιστήμες. θετικά (επίρρ.): Δεν μπορώ να απαντήσω ~ στην πρόσκλησή σου, έχω ήδη κανονίσει.

θετός -ή -ό: αυτός που υιοθέτησε κπ ή υιοθετήθηκε: ~ γονείς / κόρη.

θέτω τίθεμαι: [επίσ.] βάζω, τοποθετώ. Έθεσε τις βάσεις για την πρόοδο της Ψυχιατρικής. Τίθεται σοβαρό πολιτικό ζήτημα μετά τις δηλώσεις του Υπουργού.

Από τον αόρ. β΄ ἔθεσα του AE ρ. τίθημι.
Το ρ. θέτω συνδυάζεται με ορισμένα ουσιαστικά για να σχηματίσει φράσεις των οποίων η σημασία προκύπτει ως εξής: θέτω «εισάγω σε μια νέα κατάσταση, αρχίζω» + σημασία του ουσιαστικού: ~ κπ / κτ υπό απαγόρευση «απαγορεύω», ~ κτ σε κίνηση «βάζω σε λειτουργία», ~ κτ σε εφαρμογή «αρχίζω να το υλοποιώ», ~ τέρμα σε κτ «τερματίζω». Η κλίση του ρ. θέτω και των σύνθετων με αυτό ρημάτων (αναθέτω, συνθέτω κτλ.) είναι: πρτ. έθετα, αόρ. έθεσα, παθ. ενστ. τίθεμαι -εσαι, -εται, -έμεθα, -εσθε, -ενται, πρτ. γ΄ πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα & [επίσ.] ετέθην.

θεώρημα το: ΜΑΘ πρόταση που η αλήθειά της χρειάζεται απόδειξη: Πυθαγόρειο ~.

θεωρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 πιστεύω, νομίζω, έχω τη γνώμη: ~ ότι λέει αλήθεια. Tον ~ έντιμο άνθρωπο. 2 επικυρώνω: Το έγγραφο αυτό πρέπει να θεωρηθεί από την αστυνομία. θεώρηση η: 1 επικύρωση εγγράφου με υπογραφή και επίσημη σφραγίδα από το αρμόδιο όργανο: ~ διαβατηρίου. 2 προσεκτική εξέταση ενός φαινομένου: Χρειάζεται πολύπλευρη ~ του θέματος. 3 τρόπος με τον οποίο βλέπει κπ τα πράγματα: μια νέα ~ του κόσμου. θεωρία η: 1 α. σύνολο αρχών και απόψεων που είναι λογικά οργανωμένες και στοχεύουν να ερμηνεύσουν ένα φαινόμενο (φυσικό, κοινωνικό κτλ.): Μελετά τη ~ της σχετικότητας του Αϊνστάιν. β. το σύνολο των αρχών ενός τομέα της γνώσης ή της δραστηριότητας του ανθρώπου: ~ λογοτεχνίας / μαθηματικών. 2 προτάσεις ή απόψεις που δε βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα: Οι προτάσεις σου κινούνται στη σφαίρα της ~, είναι ανεφάρμοστεςglass  σχ. θέα. θεωρητικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με τη θεωρία πρακτικός: Πρόκειται για ~ προσέγγιση του προβλήματος. 2 αυτός που στηρίζεται στην αφηρημένη σκέψη και όχι στην εμπειρία θετικός: ~ επιστήμες / κατεύθυνση. θεωρητικά (επίρρ.): από θεωρητική πλευρά: ~, όλοι είναι αθώοι μέχρι να αποκαλυφθεί ο ένοχος.

Το ρ. θεωρώ αρχικά σήμαινε «είμαι θεωρός» (από το θέα + ὁρῶ), δηλ. «αντιπρόσωπος μιας πόλης, παρατηρητής σε θρησκευτική γιορτή». Αργότερα πήρε τις σημασίες «παρατηρώ» (από όπου και το θωρώ) και «διατυπώνω τη γνώμη μου», από όπου και τα θεωρία, θεωρητικός κτλ.

θηλυκός -ή & -ιά -ό: 1 (για πρόσ. ή ζώο) αυτός που ανήκει στο φύλο του οποίου χαρακτηριστικό είναι ότι γεννά νέα μέλη του είδους του αρσενικός: ~ τίγρη. 2 αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα: ~ ντύσιμο. 3 ΓΛΩΣΣ αυτός που το γραμματικό του γένος είναι θηλυκό. θηλυκά (επίρρ.). θηλυκό το: κορίτσι ή γυναίκα: τετραπέρατο ~. θηλυκότητα η: γυναικεία χάρη.

Από το ΑΕ επίθ. θῆλυς - θήλεια - θῆλυ.

θησαυρός ο: 1 συγκεντρωμένα αντικείμενα μεγάλης αξίας: Οι Σουλτάνοι είχαν αμύθητους θησαυρούς. αρχαιολογικός ~. 2 (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται πολύτιμο: Είναι εξαιρετική στη δουλειά της, πραγματικός ~! 3 λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλόγιο μιας γλώσσας ή ενός θεματικού πεδίου, καθώς και τις σχέσεις που συνδέουν τις λέξεις: ο ~ της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. θησαυρίζω: (αμτβ.) αποκτώ πολλά χρήματα: Οι κερδοσκόποι ~ από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου. θησαύριση η.

θητεία η: 1 υπηρεσία στον στρατό και η διάρκειά της: Υπηρετεί τη ~ του στα σύνορα. 2 διάρκεια άσκησης δημόσιου αξιώματος: H ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πέντε χρόνια. 3 χρόνος συστηματικής απασχόλησης σε έναν τομέα: επιτυχημένη ~ στη Διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου. θητεύω: (αμτβ.) στις σημ. 2 & 3.

θίασος ο: ομάδα ηθοποιών που συνεργάζονται για το ανέβασμα μιας παράστασης: Η παράσταση θα δοθεί από γνωστό ~. θιασώτης ο, θιασώτρια η: ενθουσιώδης υποστηρικτής = υπέρμαχος: Είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα θιασώτες της δικτατορίας;

Στην αρχαιότητα η λ. θίασος είχε τη σημ. «συντεχνία, όμιλος ανθρώπων που τελούν θρησκευτική τελετή». Ο θιασώτης ήταν το μέλος του θιάσου, ο λατρευτής, ο οπαδός. Αυτή η σημ. (του υποστηρικτή) πέρασε στη ΝΕ.

θίγω -ομαι αόρ. έθιξα, παθ. αόρ. θίχτηκα & [επίσ.] εθίγην: (μτβ.) 1 μειώνω, προσβάλλω κπ με λόγια ή πράξεις: Η ειρωνεία της τον έθιξε. 2 προκαλώ ζημιά, βλάβη: Τα νέα μέτρα ~ τα δικαιώματα των φοιτητών. 3 κάνω αναφορά σε κτ: Στην ομιλία του έθιξε όλα τα φλέγοντα ζητήματα.

Από το ΑΕ ρ. θιγγάνω «αγγίζω», με βάση το θέμα θιγ- του αορ. β΄ ἔθιγον.

θλίβω -ομαι μππ. θλιμμένος: (μτβ.) α. προκαλώ σε κπ λύπη, στενοχώρια: Mε ~ η συμπεριφορά σου. β. παθ. αισθάνομαι λύπη: Θλίβεται,όταν ακούει ρατσιστικές απόψεις. θλίψη η: μεγάλη λύπη=στενοχώρια: Εξέφρασε τη ~ της για τον θάνατο των νέων. Η ζωή εδώ είναι σκέτη ~. θλιβερός -ή -ό: αυτός που προκαλεί θλίψη, οίκτο και γενικά αρνητικά συναισθήματα: ~ επεισόδια / κατάσταση. θλιβερά (επίρρ.).

θνητός -ή -ό: αυτός που από τη φύση είναι καθορισμένο ότι θα πεθάνει αθάνατος (σημ. 1). κοινός ~: ο απλός άνθρωπος, που δεν είναι προνομιούχος: Εμείς οι κοινοί θνητοί θα περιμένουμε τη σειρά μας στην ουρά! θνητότητα η: η ιδιότητα του θνητού. θνησιμότητα η: το ποσοστό των ανθρώπων που πεθαίνουν σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο γεννητικότητα: Η πρόοδος της ιατρικής επέφερε μείωση της παιδικής ~.

Από το ΑΕ θνητός (< θνήσκω «πεθαίνω»).

θολός -ή -ό: 1 αυτός που δεν είναι διαυγής ή καθαρός: Tα τζάμια του αυτοκινήτου είναι ~. Η βρύση βγάζει ~ νερό. καθαρός. 2 (μτφ.) ασαφής, ακαθόριστος: Το πολιτικό τοπίο είναι ~,επειδή η κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει τη στάση της. θολά (επίρρ.). θολώνω: 1 (μτβ.) κάνω κτ θολό, θαμπό και αδιαφανές: Οι ανάσες μας θόλωσαν το τζάμι. 2 (μτφ., μτβ.) προκαλώ σύγχυση: Ο έρωτας ~ το μυαλό. 3 (αμτβ.) γίνομαι θολός: Το νερό της πισίνας θόλωσε. 4 (μτφ., αμτβ.) νιώθω σύγχυση ή οργή: Μόλις τον είδε, θόλωσε. θόλωμα το.

θόρυβος ο: 1 ήχος δυνατός, όχι αρμονικός, που μας ενοχλεί: ο ~ της πλατείας. 2 (μτφ.) μεγάλη συζήτηση για πρόσωπο, πράξη ή γεγονός: Η νέα του ταινία προκάλεσε ~. θορυβώ: (αμτβ.) προκαλώ θόρυβο: Ποιος θορυβεί στο μάθημα; θορυβούμαι (μτφ., μτβ.) αισθάνομαι ανησυχία ή σύγχυση: Η κυβέρνηση θορυβήθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. θορυβώδης -ης -ες: αθόρυβος 1 αυτός που προκαλεί θόρυβο: ~ κοινό. 2 αυτός στον οποίο επικρατεί θόρυβος: ~ δρόμος. glass σχ. αγενής. θορυβωδώς (επίρρ.).

θράσος το: τόλμη που αγγίζει τα όρια της προκλητικής αναίδειας: Έχει το ~ να μιλάει μετά από όσα έκανε; θρασύς -εία -ύ: αυτός που χαρακτηρίζεται από θράσος. θρασύτητα η.

θραύση η: βίαιο σπάσιμο αντικειμένου. κάνω ~: α. για κπ ή για κτ που κάνει μεγάλη εντύπωση, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία: Αυτή η ταινία έκανε ~. β. για κτ που προκαλεί μεγάλη καταστροφή: Tο ΑΙDS κάνει ~ στην Αφρική. θραύω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) σπάζω. θραύσμα το: καθένα από τα πολλά μικρά κομμάτια στα οποία διαλύθηκε αντικείμενο που έσπασε: Ένα ~ από το παρμπρίζ τον τραυμάτισε στο πρόσωπο.

θρέφω -ομαι αόρ. έθρεψα, παθ. αόρ. τράφηκα, μππ. θρεμμένος: 1 (μτβ.) δίνω τροφή, εξασφαλίζω την τροφή, την επιβίωση κπ: Έχω τρία ορφανά να θρέψω. 2 (αμτβ.) (για τραύμα) επουλώνομαι, κλείνω: Θα αργήσει να θρέψει η πληγή.  glass τρέφω. θρέμμα το: μόνο στην έκφρ. γέννημα ~:  glass γέννημα. θρεπτικός -ή -ό: αυτός που περιέχει στοιχεία αναγκαία για την καλή διατροφή και ανάπτυξη ενός οργανισμού: Τα όσπρια είναι από τις πιο ~ τροφές. θρεπτικά (επίρρ.).

θρηνώ -ούμαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) εκδηλώνω τον ψυχικό μου πόνο με κλάματα: Θρηνούσε τον χαμό της φίλης της. θρήνος ο: εκδήλωση ψυχικού πόνου με κλάματα, κραυγές: Ο ~ των γονέων για τον χαμό του παιδιού μας συγκλόνισε. θρηνητικός -ή -ό. θρηνητικά (επίρρ.).

θρησκεία η: 1 ιδέες και απόψεις που αναφέρονται στην ύπαρξη και λατρεία μιας ανώτερης δύναμης, του θεού: χριστιανική / ανατολικές ~. 2 (μτφ.) οτιδήποτε αντιμετωπίζεται από κπ με θρησκευτική πίστη ή γίνεται αντικείμενο λατρείας. Για μένα η ομάδα μου είναι ~. θρησκευτικός -ή -ό: αυτός που συνδέεται ή είναι σύμφωνος με τη θρησκεία, ή προέρχεται από αυτή: Οι πράξεις αυτές προσβάλλουν το ~ συναίσθημα του λαού μας. θρησκευτικά τα: σχολικό μάθημα για τις θρησκείες, με έμφαση στη Χριστιανική Ορθόδοξη. θρήσκος -α -ο: αυτός που είναι προσηλωμένος στους κανόνες μιας θρησκείας. θρήσκευμα το: η θρησκεία στην οποία πιστεύει κπ.

θρίαμβος ο: 1 εντυπωσιακή νίκη, επιτυχία ή επικράτηση: ο ~ της εθνικής ομάδας στη Λισαβόνα. ο ~ της λογικής. 2 στα ρωμαϊκά χρόνια και αργότερα στο Βυζάντιο, η πανηγυρική είσοδος στην πόλη του νικητή στρατηγού ή αυτοκράτορα και του στρατού του: ο ~ του Οκταβιανού. θριαμβεύω: (αμτβ.) 1 πετυχαίνω αξιοθαύμαστη νίκη ή επιτυχία: Θριάμβευσε το σχολείο στους αγώνες. 2 επικρατώ: Η δημοκρατία θα θριαμβεύσει. θριαμβευτικός -ή -ό: αυτός που έχει τον χαρακτήρα θριάμβου, που ταιριάζει σε θρίαμβο: Έδωσε ~ τόνο στην ομιλία του. θριαμβευτικά (επίρρ.). θριαμβευτής ο, -εύτρια η.

θρόνος ο: 1 πολυτελές κάθισμα για τον ανώτατο πολιτικό ή θρησκευτικό άρχοντα: βασιλικός / επισκοπικός ~. 2 το βασιλικό αξίωμα: ο διάδοχος του θρόνου της Αγγλίας. θρονιάζω -ομαι: [οικ.] (μτβ.) κάθομαι κάπου άνετα και χωρίς διάθεση να σηκωθώ: Τι θρονιάστηκες στη θέση μου;

θρύλος ο: 1 προφορική διήγηση για πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις του μυθικού παρελθόντος: ο ~ του μαρμαρωμένου βασιλιά. 2 πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση με μεγάλη φήμη και ακτινοβολία=μύθος: Ο Πελέ είναι ένας ~ του ποδοσφαίρου. θρυλικός -ή -ό: αυτός που έχει γίνει θρύλος=μυθικός, ένδοξος: τα ~ κατορθώματα του Κολοκοτρώνη.

Aπό το ελνστ. θρῦλος «φήμη», με αρχική σημασία «θόρυβος, μουρμουρητό».

θυγατέρα η: κόρη: Ο Αγαμέμνων θυσίασε τη ~ του. θυγατρικός -ή -ό: (για επιχείρηση) αυτός που έχει δημιουργηθεί και εξαρτάται από άλλον φορέα: εταιρεία ~ μεγάλης βιομηχανίας.

θύελλα η γεν. & [λόγ.] θυέλλης: 1 σφοδρός άνεμος μαζί με βροχή, ισχυρή καταιγίδα: δελτίο θυέλλης. 2 (μτφ.) μεγάλη αναταραχή, σφοδρή αντίδραση: Με τις αποφάσεις του προκάλεσε ~ διαμαρτυριών. 3 πολύ ζωηρές εκδηλώσεις: ~ χειροκροτημάτων. θυελλώδης -ης -ες: 1 αυτός που είναι τόσο σφοδρός όσο η θύελλα: ~ άνεμοι. 2 (μτφ.) έντονος: ~ συζήτηση glassσχ. αγενής. θυελλωδώς (επίρρ.).

θύμα το: 1 πρόσωπο που παθαίνει κακό από βίαιη ή εγκληματική πράξη: Έπεσε ~ της τρομοκρατίας. Έπεσε ~ παραπληροφόρησης. 2 πρόσωπο που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες ενός ατυχήματος, μιας καταστροφής κτλ.: Αυξήθηκαν τα ~ των τροχαίων ατυχημάτων στη χώρα μας. εξιλαστήριο ~.εξιλεώνω. θύτης ο: 1 πρόσωπο που διέπραξε βίαιη ή εγκληματική πράξη ή γενικά έκανε κτ κακό εναντίον κπ: Στη δίκη ήρθαν αντιμέτωποι ο ~ και το θύμα. 2 ΙΣΤ ιερέας που θυσίαζε ή πρόσφερε τη θυσία.

Και οι δύο λ. προέρχονται από το AE ρ. θύω «θυσιάζω»: θῦμα ήταν το ζώο που σφαζόταν για θυσία και θύτης αυτός που το έσφαζε. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα θυσία, θυμίαμα κτλ.

θυμάμαι & θυμούμαι: (μτβ. & αμτβ.) διατηρώ ή ξαναφέρνω στη μνήμη μου εικόνες ή γεγονότα του παρελθόντος ξεχνώ: Όποτε βλέπω τις παλιές φωτογραφίες, ~ τα παιδικά μας χρόνια. Ο παππούς γέρασε, δε ~ πια. θύμηση η: [οικ.] 1 ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί εικόνες ή παραστάσεις και να τις ανακαλεί, και (συνεκδ.) το τμήμα του εγκεφάλου όπου αυτές εντυπώνονται: Αυτή η νύχτα χαράχτηκε στη ~ μου. 2 ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος: Η ~ της κοπέλας δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

θυμίζω: (μτβ.) 1 κάνω κπ να θυμηθεί κτ που δεν πρέπει να ξεχάσει=υπενθυμίζω: Να μου θυμίσεις να επιστρέψω το βιβλίο που δανείστηκα. 2 ανακαλώ στη μνήμη κτ άλλο γνωστό: Mου ~ πολύ έναν παλιό φίλο.

θυμός ο: κατάσταση ψυχικής έντασης η οποία οφείλεται σε μεγάλη δυσαρέσκεια και εκδηλώνεται με έντονο τρόπο (φωνές, βιαιότητα κτλ.)=οργή, αγανάκτηση: Μπήκε στην τάξη έξαλλος από ~. θυμώνω: 1 (αμτβ.) κυριεύομαι από θυμό=νευριάζω, εκνευρίζομαι, οργίζομαι: Θύμωσα όταν κατάλαβα ότι με ειρωνευόταν. 2 (μτβ.) προκαλώ θυμό σε κπ = εκνευρίζω, εξοργίζω: Με θύμωσε με τις παράλογες απαιτήσεις του.

Στην αρχαιότητα, η λ. θυμός δήλωνε την καρδιά ως έδρα των συναισθημάτων.

θύρα η: 1 [επίσ.] πόρτα. κεκλεισμένων των θυρών: για δίκη, συνεδρίαση την οποία δεν επιτρέπεται να παρακολουθήσει το κοινό: Η δίκη διεξήχθη ~. 2 ΑΘΛ α. καθεμιά από τις πύλες εισόδου και εξόδου γηπέδου, σταδίου κτλ.: Θα μπείτε από τη ~ 4. β. οι θεατές ή οι οργανωμένοι οπαδοί που κάθονται στις κερκίδες της αντίστοιχης θύρας: Οι διαμαρτυρίες προήλθαν από τη ~ 13. θυρωρός ο, η & [λαϊκ.] θυρωρίνα η: πρόσωπο που βρίσκεται στην είσοδο πολυκατοικίας ή μεγάλου κτιρίου, αρμόδιο να επιτηρεί τον χώρο και να παρέχει πληροφορίες στους επισκέπτες.

Από το ΑΕ θυραωρός, σύνθετο από τα θύρα + ὁρῶ.

θυσία η: 1 λατρευτική προσφορά προς κπ θεότητα: Πριν ξεκινήσουν, πρόσφεραν ~ στον Δία. 2 (μτφ.) στέρηση αγαθών και απολαύσεων που φτάνει ακόμα και στην προσφορά της ίδιας της ζωής κπ για έναν ανώτερο σκοπό: Έκανε μεγάλες ~ για να σπουδάσει τα παιδιά του. πάση ~: οπωσδήποτε: Θα πετύχω ~. θυσιάζω -ομαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) προσφέρω κπ ή κτ ως θυσία: Ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη του. Οι αρχαίοι λαοί θυσίαζαν στους θεούς. 2 (μτφ.) στερούμαι με τη θέλησή μου ή προσφέρω κτ για έναν σκοπό: Θυσίασε την καριέρα της για να κάνει οικογένεια. glass σχ. θύμα.

θώρακας γεν. & [λόγ.] θώρακος: 1 ΑΝΑΤ α. η κοιλότητα και το άνω μέρος του κορμού του σώματος των σπονδυλωτών, που περιέχει σημαντικά όργανα όπως οι πνεύμονες και η καρδιά: ακτινογραφία θώρακος. β. το μεσαίο από τα τρία τμήματα στα οποία χωρίζεται το σώμα των εντόμων. 2 κάλυμμα από δέρμα ή μέταλλο για το στήθος και την πλάτη: Το ακόντιο τρύπησε τον ~ του ιππότη. 3 ειδικό προστατευτικό περίβλημα από μέταλλο, για προστασία πλοίων, οχημάτων, χώρων κτλ. από ισχυρά βλήματα: Τα νέα άρματα μάχης φέρουν ατσάλινο ~ προστασίας. θωρακίζω -ομαι: (μτβ.) 1 επενδύω κτ με θώρακα (σημ. 3): θωρακισμένο αυτοκίνητο. 2 (μτφ.) εξοπλίζω κτ πολύ καλά, ώστε να μην κινδυνεύει: Διαθέσαμε τεράστια ποσά, για να θωρακίσουμε την ασφάλεια των συνόρων μας. θωράκιση η. θωρακικός -ή -ό.

θωρώ: [λογοτ., λαϊκ.] (μτβ.) κοιτάζω, βλέπω: Πώς μας θωρείς ακίνητος;

Από το μσν. ρ. θωρώ και αυτό από το ΑΕ ρ. θεωρῶ (glass σχ. θεωρώ).