EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY
Ή (σύνδ.): 1 συνδέει εναλλακτικές εκδοχές: ~ όμορφη θα είναι ~ άσχημη, όχι και τα δύο!=είτε. Θα πιεις καφέ, τσάι ~ χαμομήλι; 2 χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση ή απειλή, σε περίπτωση που δε γίνει αυτό που εκφράζει η συνδεόμενη πρόταση: Έλα τώρα εδώ ~ θα φύγω!=διαφορετικά, αλλιώς, ειδάλλως. Όταν οι εναλλακτικές εκδοχές είναι περισσότερες από δύο, ο σύνδ. ή μπαίνει πριν από την τελευταία: Δε θυμάμαι αν ήταν ψηλός, κοντός ~ μέτριος. Μπορεί να μπει, όμως, και πριν από κάθε λέξη, για έμφαση: ~ φτωχός ~ πλούσιος. ηγεμόνας & [επίσ.] ηγεμών ο: 1 ανώτατος άρχοντας, συνήθως σε απολυταρχικά καθεστώτα. 2 ανώτατος διοικητής της ηγεμονίας με τη σημ. 2. ηγεμονία η: 1 επιβολή της ισχύος ή κυριαρχία ομάδας ή κράτους πάνω σε άλλους: η ~ των ΗΠΑ. 2 ΙΣΤ χώρα ή περιοχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία άλλης με κπ δυνατότητα αυτοδιάθεσης και διοικείται από ηγεμόνα (σημ. 2), και (συνεκδ.) το αξίωμα του ηγεμόνα: οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. ηγεμονικός -ή -ό: αυτός που ταιριάζει σε ηγεμόνα ή που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα κτλ.: ~ συμπεριφορά / δώρα. ηγεμονικά (επίρρ.). ηγούμαι: (μτβ.) ασκώ τον έλεγχο ομάδας, διαδικασίας, προσπάθειας κτλ.: Ηγείται του απεργιακού αγώνα. ηγεσία η: άσκηση ανώτατης εξουσίας και (συνεκδ.) αυτοί που την ασκούν: Του ανατέθηκε η ~ του στρατού. Η ~ της αστυνομίας ανακοίνωσε νέες συλλήψεις. ηγέτης ο, -ιδα & [επίσ.] ηγέτις η: πρόσωπο που ασκεί την ηγεσία. ηγετικός -ή -ό. ηγετικά (επίρρ.). Από το ρ. ηγούμαι παράγονται τα ηγεμόνας, άγημα κτλ. και πολλά σύνθετα, όπως αφηγούμαι, περιηγούμαι, εξηγούμαι, προηγούμαι, εισηγούμαι. ηγούμενος ο, ηγουμένη η: πρόσωπο που είναι επικεφαλής σε μοναστήρι (ανδρικό και γυναικείο, αντίστοιχα). ήδη (επίρρ.): για να δηλώσουμε 1 ότι κτ έχει ή είχε γίνει πριν από το γεγονός που αναφέρουμε: Είχε ~ φύγει, όταν πήγα να τον πάρω. 2 ότι κτ έχει γίνει πριν από τη στιγμή που μιλάμε: Έχω ~ γράψει τα μαθήματά μου. 3 τη χρονική στιγμή στην οποία έγινε ή ξεκίνησε κτ (με έμφαση): ~ από τότε είχαν αρχίσει τα προβλήματα. ηδονή η: έντονη απόλαυση, κυρίως σωματική: η ~ της σάρκας. ηδονικός -ή -ό. ηδονικά (επίρρ.). ηδονίζομαι (αμτβ.) νιώθω ηδονή. ηδονισμός ο: φιλοσοφική θεωρία που θεωρεί ότι η ηδονή είναι το ανώτατο αγαθό και απόλυτος σκοπός της ζωής. ηδονιστικός -ή -ό. ηδονιστικά (επίρρ.). ηδονιστής ο, -ίστρια η. Από το AE ρ. ἥδομαι «ευχαριστιέμαι». Ως συνώνυμες χρησιμοποιούνται οι λ. ευχαρίστηση «κατάσταση ευδιαθεσίας», ικανοποίηση «συγκρατημένη ευχαρίστηση», τέρψη «μεγάλη ευχαρίστηση» και απόλαυση «παρατεταμένη και έντονη ευχαρίστηση». ηθική η: 1 σύνολο αντιλήψεων και αρχών για το καλό και το κακό, οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά ενός προσώπου ή μιας ομάδας: Η επαγγελματική μου ~ δε μου επιτρέπει να σας το αποκαλύψω. η ~ της μεσοαστικής τάξης. 2 συμπεριφορά, ενέργειες κτλ. σύμφωνες με τις αρχές της ηθικής με τη σημ. 1. 3 η ποιότητα του χαρακτήρα κπ=ήθος: άνθρωπος υπόπτου ηθικής. 4 α. ΦΙΛΟΣ κλάδος που μελετά τη διάκριση καλού και κακού. β. διδασκαλία σχετικά με την ηθική: σωκρατική / χριστιανική ~. ηθικός -ή -ό: 1 αυτός που σέβεται και ακολουθεί τις αρχές της ηθικής με τη σημ. 1 ≠ ανήθικος: ~ άνθρωπος και με αρχές. 2 αυτός που είναι σχετικός με τις αρχές της ηθικής με τη σημ. 1: Η ανθρώπινη κλωνοποίηση θέτει τεράστια ~ διλήμματα. 3 αυτός που είναι σχετικός με τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο κπ ≠υλικός: Η εργασία πρέπει να προσφέρει υλική και ~ ικανοποίηση. ηθικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.). ηθικό το: ψυχική διάθεση, δύναμη κπ να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις: Αναπτερώθηκε το ~ του μετά τις τελευταίες του επιτυχίες. ακμαίο / υψηλό ~. ήθος το: 1 ιδιότητες του χαρακτήρα κπ, σύμφωνες προς αυτό που θεωρείται καλό ή σωστό: Κανείς δεν αμφισβητεί το ~ και την εντιμότητά του. 2 ποιότητα του χαρακτήρα κπ, ανεξάρτητα από το ηθικά σωστό: Η κοινωνία διαμορφώνει το ~ των νέων. 3 το σύνολο των αντιλήψεων και αρχών που καθορίζουν τη συμπεριφορά κπ με βάση αυτό που θεωρείται καλό και σωστό από μια κοινωνία, και η αντίστοιχη συμπεριφορά = ηθική: Διαμορφώθηκε νέο πολιτικό ~. 4πληθ. παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής διαβίωσης, συνήθειες: ~ και έθιμα. ηθικότητα η: η ιδιότητα του ηθικού. σχ. έθιμο. Οι λ. ηθική και ήθος έχουν κοινή ρίζα - το επίθ. ηθικός προέρχεται από το ΑΕ ουσ. ἦθος. Ωστόσο, η λ. ήθος χρησιμοποιείται κυρίως για τον χαρακτήρα και το σύστημα αξιών ενός ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις κοινωνικά αποδεκτές ηθικές αρχές που ορίζουν τι είναι καλό, σωστό και αποδεκτό. Η λ. ηθική χρησιμοποιείται κυρίως για το σύστημα των κοινωνικά αποδεκτών ηθικών αρχών. ηθοποιός ο, η: 1 πρόσωπο που παίζει κπ ρόλο σε θεατρικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο. 2 (μτφ.) πρόσωπο που υποκρίνεται: Τι ~ που είσαι, κλαις ψεύτικα, και θες να σε πιστέψω!ηθοποιία η: 1 η τέχνη και το επάγγελμα του ηθοποιού=υποκριτική: Τελευταία ασχολείται με την ~. 2 ερμηνεία ενός ρόλου=υποκριτική: Δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας στο έργο αυτό. 3 (μτφ.) υποκριτική συμπεριφορά. Από τα ΑΕ ἦθος + ποιῶ, με αρχική σημασία «διαπλάθω χαρακτήρα». Σταδιακά έλαβε τη σημ. «αναπαριστάνω χαρακτήρα» κι αντικατέστησε την ΑΕ λ. ὑποκριτής. ηλεκτρισμός ο: μορφή ενέργειας που οφείλεται στην κίνηση ηλεκτρονίων και χρησιμεύει για την παραγωγή φωτός, θερμότητας καθώς και η λειτουργία μηχανών. ηλεκτρικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με τον ηλεκτρισμό: ~ ρεύμα / ενέργεια. 2 αυτός που λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~ κουζίνα. ηλεκτρικό το: ηλεκτρικό ρεύμα που χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας: Πλήρωσα τον λογαριασμό του ~. ηλεκτρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 φορτίζω κτ με ηλεκτρισμό ή διοχετεύω ηλεκτρισμό σε κτ. 2 (μτφ.) δημιουργώ ένταση σε κπ ή κτ: Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, όλοι ήταν έτοιμοι για καβγά. ηλέκτριση η. ηλεκτρόλυση η: ΧΗΜ χημική μεταβολή, κυρίως διάσπαση, που παθαίνει ηλεκτρολύτης, όταν τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. ηλεκτρολύτης ο: ΧΗΜ χημική ένωση που διασπάται όταν περνά από αυτήν ηλεκτρικό ρεύμα. ηλεκτρολυτικός -ή -ό. ηλεκτρομαγνήτης ο: ΦΥΣ μαγνήτης που λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα. ηλεκτρομαγνητισμός ο: κλάδος της φυσικής που μελετά την αλληλεπίδραση ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων. ηλεκτρομαγνητικός -ή -ό. ηλεκτρονική η: κλάδος της φυσικής και της τεχνολογίας που μελετά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητες των ηλεκτρονίων και τις σχετικές εφαρμογές τους. ηλεκτρονικός1 -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με την ηλεκτρονική ή λειτουργεί με βάση τις σχετικές αρχές: ~ συσκευή / υπολογιστής. 2 αυτός που παράγεται ή λειτουργεί με ηλεκτρονικά μέσα (κυρίως με ηλεκτρονικό υπολογιστή): ~ εμπόριο / ταχυδρομείο / μουσική. ηλεκτρονικά (επίρρ., κυρ. στη σημ. 2). ηλεκτρονικός ο, η: 1 επιστήμονας που ασχολείται με την ηλεκτρονική. 2 τεχνικός που ασχολείται με την κατασκευή και επισκευή ηλεκτρονικών συσκευών. ηλεκτρόνιο το: ΦΥΣ αρνητικά φορτισμένο σωματίδιο που κινείται σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. ηλεκτρονικός2 -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τα ηλεκτρόνια. ηλεκτροπληξία η: έντονος κλονισμός, συχνά θανατηφόρος, που παθαίνει ζωντανός οργανισμός όταν τον διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα: Έπιασε ένα γυμνό καλώδιο κι έπαθε ~. ηλίθιος -α -ο:=ανόητος, χαζός ≠ έξυπνος 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξυπνάδας: Είναι ~, τίποτα δεν καταλαβαίνει! 2 αυτός που ταιριάζει σε ηλίθιο ή τον χαρακτηρίζει: ~ χαμόγελο / ιδέα. ηλίθια & [επίσ.] ηλιθίως (επίρρ.). ηλιθιότητα η: 1 η ιδιότητα του ηλίθιου. 2 ηλίθια πράξη ή λόγος: Έχω κάνει πολλές ~ στη ζωή μου και μετανιώνω γι' αυτές. ηλιθιώδης -ης -ες: αυτός που εκφράζει ηλιθιότητα. σχ. αγενής. ηλιθιωδώς (επίρρ.). ηλικία η: 1 χρόνος που υπολογίζεται από την γέννηση κπ ή από το ξεκίνημα της ύπαρξής του: Σε ~ δέκα ετών έφυγε στην Αμερική. 2 συγκεκριμένη περίοδος στη ζωή κπ: βρεφική / παιδική ~. ηλικιωμένος -η -ο: αυτός που έχει μεγάλη ηλικία. ηλικιακός -ή -ό. ηλικιακά (επίρρ.). ήλιος ο • γεν. & [λόγ.] ηλίου: 1 ΑΣΤΡΟΝ α. (&Ήλιος): αστέρας που αποτελεί το κέντρο του ηλιακού μας συστήματος. β. κάθε αστέρας που αποτελεί κέντρο ενός ηλιακού συστήματος. 2 το φως και η ζέστη που εκπέμπει ο ήλιος με τη σημ. 1α: Βγήκε στον ~ για να ζεσταθεί. 3 φυτό με κίτρινα λουλούδια που μοιάζουν με μεγάλες μαργαρίτες=ηλίανθος. ηλιακός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με τον ήλιο στις σημ. 1, 2: ~ φως. 2 αυτός που λειτουργεί με ενέργεια που προέρχεται από τον ήλιο: ~ θερμοσίφωνας. ηλίαση η: ΙΑΤΡ πάθηση που οφείλεται στην υπερβολική έκθεση στον ήλιο. ήλος ο: [επίσ.] καρφί, κυρ. στην έκφρ. θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων: (μτφ.) ασχολούμαι με το σημείο, το θέμα όπου πραγματικά υπάρχει πρόβλημα. Η λ. ήλος χρησιμοποιείται συχνά ως β΄συνθ. σε ρήματα σύνθετα (καθηλώνω, προσηλώνω, ξηλώνω κτλ.) και τα παράγωγά τους (αποκαθήλωση, προσήλωση, ξήλωμα κτλ.). ημέρα & μέρα η: 1 χρονικό διάστημα διάρκειας 24 ωρών, που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της: Η εβδομάδα έχει εφτά ~. 2 χρονικό διάστημα από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου ≠ νύχτα: Οι ~ είναι πολύ ζεστές, ενώ τη νύχτα κάνει κρύο. ημερήσιος -α -ο: 1 αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ημέρας με τη σημ. 2 ≠ νυχτερινός: ~ δρομολόγιο. 2 αυτός που γίνεται ή παράγεται κάθε μέρα ή μία φορά την ημέρα=καθημερινός: ~ εφημερίδα. 3 αυτός που διαρκεί μία ημέρα: ~ εκδρομή. 4 αυτός που αφορά συγκεκριμένη ημέρα: ~ διάταξη. ημερησίως (επίρρ.): στη διάρκεια της ημέρας ή κάθε μέρα: Διαβάζει δύο ώρες ~. ημερολόγιο το: 1 σύστημα μέτρησης του χρόνου, κατά το οποίο ο χρόνος διαιρείται σε έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες: ηλιακό / σεληνιακό / Γρηγοριανό / Ιουλιανό ~. 2 γραφική παράσταση (πίνακας συνήθως), που δείχνει με τη σειρά τις ημέρες του έτους, και το αντίστοιχο βιβλίο ή κατασκευή: ~ τοίχου / γραφείου. 3 καταγραφή, συνήθως καθημερινή, των γεγονότων που συνέβησαν, των σκέψεων ενός ατόμου, και (συνεκδ.) το βιβλίο όπου καταγράφονται: Κρατάω ~. ημερολογιακός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με το ημερολόγιο, κυρ. στη σημ. 1: ~ έτος / εγγραφή. ημερολογιακά & -ώς (επίρρ.). ημερομηνία η: προσδιορισμός σημείου στον χρόνο με αναφορά στην ημέρα, τον μήνα και το έτος: ~ γέννησης 29 Νοεμβρίου 1955. ήμερος -η -ο: ≠ άγριος 1 (για ζώα) αυτός που έχει εξημερωθεί και δεν επιτίθεται στον άνθρωπο: ~ σκύλος. 2 (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και δε φυτρώνει μόνος του: ~ ελιά / κρόκος ο ~. 3 (μτφ.) αυτός που έχει ήπιο και ήρεμο χαρακτήρα και συμπεριφορά: Είναι ένας λαός ~, αγαθός και ειρηνικός. 4 (μτφ.) αυτός που προκαλεί ψυχική ηρεμία: ένα τοπίο άλλοτε άγριο κι επιβλητικό, άλλοτε ~ και ευχάριστο. ήμερα (επίρρ.). ημερεύω (μτβ. & αμτβ.). ημερώνω -ομαι (μτβ. & αμτβ.). ημι- & ημί-: [επίσ.] πρόθημα που σημαίνει 1 το ένα από τα δύο ίσα μέρη του αντικειμένου ή της έννοιας που εκφράζει το β΄συνθ.: ημικύκλιο, ημισέληνος. 2 ότι η σύνθετη λέξη έχει σε μικρό βαθμό ή μερικώς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του β΄ συνθ.: ημίφως, ημιάγριος. 3 κατά το ήμισυ, με ή κατά τη μία πλευρά: ημικρανία, ημιπληγία. Προέρχεται από το ΑΕ ἡμι- (από το επίθ. ἥμισυς).
ημιθανής -ής -ές: [επίσ.] αυτός που είναι σχεδόν πεθαμένος=μισοπεθαμένος: Οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρονταν στο νοσοκομείο ημιθανείς από την πολυήμερη απεργία πείνας. σχ. αγενής. ημίθεος ο: ΜΥΘΟΛ πρόσωπο που έχει γεννηθεί από έναν θνητό και έναν θεό. ημικύκλιο το: 1 ΓΕΩΜ το καθένα από τα δύο ίσα τμήματα του κύκλου, στα οποία τον χωρίζει μία διάμετρός του. 2 οτιδήποτε έχει το σχήμα μισού κύκλου: Οι θεατές κάθονταν γύρω του σε ένα ~ και παρακολουθούσαν. ημικυκλικός -ή -ό. ημικυκλικά (επίρρ.). ημιμαθής -ής -ές: αυτός που έχει ελλιπή μόρφωση και γνώση: Οι πραγματικά λαμπροί νέοι χάνονται μέσα στο πλήθος των ημιμαθών ή αμαθών. σχ. αγενής. ημιμαθώς (επίρρ.). ημιμάθεια η. ημισέληνος η: [επίσ.] 1 η σελήνη, όταν έχει σχήμα δρεπανιού=μισοφέγγαρο ≠ πανσέληνος 2 (μτφ.) η τουρκική σημαία, που απεικονίζει ημισέληνο: Στο κοντάρι κυμάτιζε η ~. Ερυθρά ~: μουσουλμανική ανθρωπιστική οργάνωση, ανάλογη του Ερυθρού Σταυρού. ήμισυς ημίσεια ήμισυ • αρσ. ημίσεος, ήμισυ, ημίσεις, ημίσεων, θηλ. ημισείας, ημίσειες, ημισειών, ουδ. ημίσεος, ημίσεα & ημίση, ημίσεων: [επίσ.] αυτός που δεν είναι ολόκληρος ή αυτός που αναφέρεται σε ένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται κτ=μισός ≠ ολόκληρος: Το έργο χρονολογείται στο δεύτερο ~ του 5ου π.Χ. αιώνα. εξ ημισείας: από μισό: Την περιουσία κληρονόμησαν τα δύο αδέρφια ~. το έτερον ήμισυ: ο / η σύζυγος. Προσοχή στην ορθογραφία του β΄συνθετικού! Με -η- γράφονται τα ενάμισης (ο) και μιάμιση (η), αλλά όλα τα άλλα με -ι (ενάμισι (το), δυόμισι, τρεισήμισι, πεντέμισι). ηνίο το: 1 εξάρτημα που προσαρμόζεται στο κεφάλι ζώου που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει φορτία ή να τραβά οχήματα, για να το συγκρατεί ή να το κατευθύνει=γκέμι, χαλινάρι. 2 πληθ. (μτφ.) έλεγχος, ηγετική θέση: Μετά τις εκλογές, ανέλαβε τα ηνία του κράτους. ηνίοχος ο: οδηγός άρματος στην αρχαιότητα: ο ~ των Δελφών. Από το ΑΕ ουσ. ἡνίοχος (< ἡνίον + ἔχω) «αυτός που κρατά τα ηνία». ήπαρ το • γεν. ήπατος, πληθ. ήπατα: ΙΑΤΡ αδένας του σώματος από τον οποίο εκκρίνεται η χολή=[οικ.] συκώτι: κίρρωση του ήπατος. μου κόπηκαν τα ήπατα: τρόμαξα πολύ. ηπατικός -ή -ό. ηπατίτιδα η: ΙΑΤΡ ασθένεια του ήπατος. σχ. ωτίτιδα. Από το ΑΕ ουσ. ἧπαρ. ήπειρος η: μεγάλη σε έκταση γεωγραφική περιοχή της γης, η οποία συνήθως ορίζεται από έναν ή περισσότερους ωκεανούς. Γηραιά ~: η Ευρώπη, Μαύρη ~: η Αφρική. ηπειρωτικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχή που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα: ~ Ελλάδα / περιοχή / κλίμα. ηπειρωτικά (επίρρ.). ήπιος -α -ο: 1 αυτός που τον χαρακτηρίζει πραότητα, ηρεμία: Ο Γιάννης, ~ χαρακτήρας, ποτέ δεν καβγαδίζει. 2 αυτός που δεν είναι έντονος ή οξύς: ~ κλίμα. δρόμος ήπιας κυκλοφορίας. 3 (για καιρικά φαινόμενα) όχι έντονος: Το κλίμα είναι εύκρατο, με ~ χειμώνα. ήπια (επίρρ.). ηπιότητα η. ήρεμος -η -ο: 1 α. αυτός που δεν ταράζεται εύκολα: Είναι πάντοτε ~ κι αυτό τον βοηθά στις δυσκολίες.=γαλήνιος. β. (μτφ.) αυτός που δεν είναι ταραγμένος: Η θάλασσα ήταν ~, χωρίς κύματα. 2 αυτός που δεν έχει εντάσεις ή διακυμάνσεις: Μαζί πέρασαν μια ~ ζωή. 3 αυτός που προκαλεί συναίσθημα ψυχικής γαλήνης: ~ μουσική. ήρεμα (επίρρ.). ηρεμώ: 1 (αμτβ.) ανακτώ τη νηφαλιότητα ή την ψυχραιμία μου: Τον άφησα να ηρεμήσει, γιατί δεν μπορούσε να συζητήσει με τόσα νεύρα. 2 (μτφ., αμτβ.) δεν κινούμαι, μένω ακίνητος: Τα νερά ηρέμησαν και τίποτε δεν τάραζε την επιφάνεια της θάλασσας. 3 (μτβ.) κατευνάζω κπ: Προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε, γιατί είχε πολλά νεύρα. 4 (μτβ.) δημιουργώ σε κπ συναίσθημα ψυχικής γαλήνης: Αυτή η μουσική με ~. ηρεμία η. ηρεμιστικός -ή -ό. ηρεμιστικά (επίρρ.). ηρεμιστικό το: φάρμακο που ηρεμεί. ήρωας ο, ηρωίδα η: 1 πρόσωπο που διακρίνεται για πράξεις γενναιότητας ή ηθικού μεγαλείου, έως και αυτοθυσίας: εθνικός ~. 2 αυτός που επιδεικνύει αυταπάρνηση: Οι μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι ηρωίδες. 3 βασικός χαρακτήρας μυθοπλασίας, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου κτλ.: Το έργο είχε ~ ένα παιδί. ηρωικός -ή -ό. ηρωικά & -ώς (επίρρ.). ηρωισμός ο: συμπεριφορά ή πράξη που ταιριάζει σε ήρωα. ηρωίνη η: ναρκωτική ουσία, παράγωγο της μορφίνης. Η λ. ηρωίνη προέρχεται από το γερμανικό Heroin (από το ΑΕ ἥρως), που ήταν το εμπορικό όνομα φαρμακευτικού προϊόντος που παρασκευαζόταν στη Γερμανία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. ήσυχος -η -ο: 1 αυτός που δεν κάνει φασαρία ή δεν ενοχλεί ≠ άτακτος, ζωηρός: Είναι ~ παιδί, ποτέ δε μας δυσκόλεψε. 2 αυτός που βρίσκεται σε ηρεμία ή αυτός που δεν έχει φασαρία: Πάμε σε μία ~ γωνιά να τα πούμε; ήσυχα & [επίσ.] ησύχως (επίρρ.). ησυχία η: κατάσταση απόλυτης ηρεμίας ή σιωπής. ησυχάζω: 1 (αμτβ.) παύω να κάνω φασαρία: Τι θα γίνει, θα ησυχάσετε καμιά φορά; 2 (αμτβ.) ηρεμώ: Γύρισε το παιδί στο σπίτι και ησύχασα! 3 (μτβ.) ηρεμώ κπ: Κοίτα να την ησυχάσεις, κλαίει από το πρωί! ήττα η: αποτυχία, αρνητικό αποτέλεσμα σε πόλεμο, αγώνα ή διαγωνισμό ≠ νίκη. ηττώμαι • αόρ. ηττήθηκα, μππ. ηττημένος: (αμτβ.) υφίσταμαι ήττα=χάνω ≠ νικώ: Η Γερμανία ηττήθηκε στον πόλεμο από τους συμμάχους. ηφαίστειο το: λόφος ή βουνό που εμπερικλείει ρήγμα του στερεού φλοιού της γης, από το οποίο μερικές φορές εκτοξεύονται με εκρήξεις πυρακτωμένα υλικά (στερεά, υγρά και αέρια): ενεργό /σβηστό ~. ηφαιστειακός -ή -ό. Η λ. ηφαίστειο προέρχεται από το όνομα Ήφαιστος με την προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης -ειον (τόπος όπου δρα ο Ήφαιστος) και είναι μτφρδ. για να αποδώσει τα volcano / vulcano κτλ. που προέρχονται από το λατ. όνομα του Ήφαιστου Volcanus ή Vulcanus. Το ΑΕ Ἡφαιστεῖον σήμαινε «ναός του Ηφαίστου». ήχος ο: 1 οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό με την ακοή: Ακούστηκε ένας περίεργος ~. β. η ένταση του ήχου: Δυνάμωσε λίγο τον ~ ν' ακούω! 2 ΦΥΣ κύμα με συγκεκριμένη συχνότητα και πλάτος, το οποίο, όταν μεταδίδεται μέσω ελαστικού υλικού, ερεθίζει την αίσθηση της ακοής: η ταχύτητα του ~. ηχώ • αόρ. ήχησα: (αμτβ.) 1 παράγω ήχο: Ηχούν καμπάνες. 2 ακούγομαι: Οι λέξεις ηχούσαν περίεργα στα αυτιά μου. ηχητικός -ή -ό. ηχητικά (επίρρ.). Η λ. ήχος προέρχεται από το ΑΕ ἦχος, το οποίο ανάγεται σε αρχαιότερο τ. ἠχή (με ίδια σημασία). ηχώ η • ηχούς: επανάληψη ήχου που οφείλεται σε ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων, όταν προσκρούσουν σε εμπόδιο που βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από δεκαεφτά μέτρα = αντίλαλος. |