EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY
Α- αν-1 ανα-1 & ά- άν-1 ανά-1: στερητικό πρόθημα που δηλώνει 1 το αντίθετο από αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: άκακος. 2 την απουσία αυτού που εκφράζει το β΄ συνθ.: ανελευθερία.
άβατος -η -ο: αυτός στον οποίο δεν μπορεί κπ να περάσει ή να περπατήσει: Από αυτό το σημείο το μονοπάτι γίνεται ~ λόγω της πυκνής βλάστησης. άβατο το: ΕΚΚΛ θεσμός που απαγορεύει την είσοδο γυναικών στο Άγιο Όρος. Από το στερητ. ἀ + βατός < βαίνω «προχωρώ». αβρός -ή -ό: 1 αυτός που έχει ευγενικούς τρόπους ≠ αγενής=λεπτός, ευγενής: Είναι πάντα ~ με τις γυναίκες. 2 αυτός που έχει ως γνώρισμα τη λεπτότητα: ~ χέρι=απαλός ≠ τραχύς, σκληρός. αβρά (επίρρ.). αβρότητα η=αβροφροσύνη. άβυσσος η: 1 έκταση 2.000 έως 6.000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. 2 απότομο και βαθύ χάσμα του εδάφους: Αντικρίσαμε με τρόμο μια άβυσσο.=βάραθρο. 3 (μτφ.) για τελείως διαφορετικές αντιλήψεις: Μας χωρίζει ~. =χάος. αβυσσαλέος -α -ο. αβυσσαλέα (επίρρ.). Από το AE επίθ. ἄβυσσος (στερητ. ἄ + βυσσός, ποιητικός τ. του ουσ. βυθός) «αυτός που δεν έχει βυθό». αγαθός -ή -ό: 1 αυτός που τον διακρίνει καλοσύνη=άκακος, καλός ≠ κακός, πονηρός, πανούργος. 2 (κακόσ.) αυτός που τον διακρίνει αφέλεια: Είναι λίγο ~, πιστεύει ό,τι του πουν. =αφελής. αγαθά (επίρρ.). αγαθό το: 1 συνήθ. πληθ. ό,τι ικανοποιεί γενικά τις ανθρώπινες ανάγκες: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στη διάθεσή του πολλά ~. 2 ΦΙΛΟΣ ≠ κακό κάθε αξία που κατέχει ύψιστη θέση στην ατομική ή κοινωνική ζωή: Η ελευθερία είναι ένα από τα μεγαλύτερα ~. αγαθότητα η. αγαθοσύνη η. αγαλλίαση η: μεγάλη και έντονη χαρά=ευχαρίστηση: Όταν την είδε, αισθάνθηκε ~. αγάλλομαι & αγαλλιάζω (αμτβ.): νιώθω αγαλλίαση. άγαλμα το: 1 τρισδιάστατο ομοίωμα ολόσωμης μορφής ανθρώπου ή ζώου: Ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι αξιοθαύμαστο ~. 2 (μτφ.) ακίνητος και αμίλητος από έκπληξη: Μόλις το άκουσα, έμεινα ~.=άναυδος, εμβρόντητος. αγαλμάτινος -η -ο: αυτός που αναφέρεται σε ή μοιάζει με άγαλμα: ~ ομοίωμα / κορμί. αγαλματένιος -η -ο: αυτός που μοιάζει με άγαλμα. αγαλματίδιο το=ειδώλιο. Από το AE ρ. ἀγάλλομαι «είμαι ευχαριστημένος». αγανακτώ & αγαναχτώ • μππ. αγανακτισμένος & -χτισμένος: (αμτβ.) θυμώνω πολύ για κτ άδικο, προσβλητικό ή ανυπόφορο=εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: Αγανάκτησαν όλοι με την αγένειά του. αγανάκτηση & αγανάχτηση η=θυμός, οργή. αγάπη η: 1 συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας, στοργής ή ενδιαφέροντος για κπ ή κτ ≠ μίσος, έχθρα, αντιπάθεια. 2 το ερωτικό συναίσθημα= έρωτας. 3 έντονο ενδιαφέρον για κπ δραστηριότητα που μας ευχαριστεί: ~ για τη μουσική. αγαπώ & -άω -ιέμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) αισθάνομαι αγάπη ≠ μισώ: Πιο πολύ αγαπούσε το στερνοπαίδι του. Το αγαπημένο μου σπορ είναι το κολύμπι. αγαπητός -ή -ό: αυτός που τον αγαπάνε όλοι. αγαπητικός ο, -ιά η: [παρωχ.] πρόσωπο που έχει ερωτική σχέση με κπ. αγαπησιάρης -α -ικο: αυτός που είναι τρυφερός και εκδηλωτικός. αγαπησιάρικα (επίρρ.). αγγείο1 το: στην αρχαιότητα, δοχείο φορητό: μελανόμορφο/ ερυθρόμορφο ~. αγγείο2 το: πολύ λεπτός σωλήνας του σώματος ανθρώπων και ζώων, που μεταφέρει το αίμα: αιμοφόρο ~. αγγελία η: σύντομο δημοσίευμα στον Τύπο που γνωστοποιεί ένα γεγονός, την προσφορά ή τη ζήτηση ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας: Συγχαρητήρια! Διάβασα στις μικρές ~ ότι παντρεύεσαι. Έβαλα ~ για να πουλήσω το αυτοκίνητό μου. σχ. άγγελος. αγγελιοφόρος & αγγελιαφόρος ο: πρόσωπο που φέρνει ειδήσεις: Ο ~ παρέδωσε το μήνυμα.= [επίσ.] άγγελος. σχ. άγγελος. άγγελος ο: 1 ΘΡΗΣΚ επουράνιο άυλο ον που εκτελεί τη βούληση του Θεού. 2 (μτφ.) καλός και πονόψυχος άνθρωπος: Η νοσοκόμα αυτή είναι ένας ~ - μου συμπαραστάθηκε πολύ. 3 (μτφ.) εξαιρετικά όμορφος: Είναι πανέμορφη, ~ σωστός! 4 [επίσ.] πρόσωπο που φέρνει ειδήσεις: ~ καλών ειδήσεων=αγγελιοφόρος. αγγελικός -ή -ό. αγγελικά (επίρρ.). Από τη λ. ἄγγελος της ΑΕ (με αρχική σημασία «αυτός που μεταφέρει ειδήσεις») παράγεται η λ. ἀγγέλλω («φέρνω είδηση»). Από την τελευταία προέκυψε η ειδικότερη σημασία «αυτός που μεταφέρει και εκτελεί τη θέληση του Θεού», και από αυτήν, η μτφ. σημασία, στην οποία τα χαρακτηριστικά των αγγέλων (ωραία μορφή, καλοσύνη κτλ.) χρησιμοποιούνται για χαρακτηρισμό ανθρώπων ( σημ. 2 και 3 του λήμματος άγγελος). Στη ΝΕ, με τη σημ. 1 συνδέονται τα αγγελικός, αγγελικά, αγγελάκι κτλ., ενώ με τη σημ. 4 τα αγγελιοφόρος, αγγελτήριο, αγγελία, άγγελμα κτλ. αγγίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ακουμπώ κπ ή κτ με το χέρι: Μην αγγίζετε τα εκθέματα του μουσείου! 2 γεύομαι, δοκιμάζω: Μα ούτε που άγγιξες το φαγητό σου! 3 (μτφ.) συγκινώ: Η μουσική του μας άγγιξε όλους. άγγιγμα το. αγέλη η: ομάδα από μεγάλα ζώα του ίδιου είδους (π.χ. άλογα, λύκοι), που ζουν μετακινούνται ή βόσκουν ομαδικά: Μια ~ λύκων επιτέθηκε στα πρόβατα.=κοπάδι. αγενής -ής -ές: αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους=άξεστος ≠ ευγενής, ευγενικός: Είναι τόσο ~, που δε λέει ούτε καλημέρα. αγενώς (επίρρ.). αγένεια η: έλλειψη καλών τρόπων ≠ ευγένεια. Η κλίση των επιθ. σε -ής -ής -ές είναι: γεν. -ούς, πληθ. ον. & αιτ. αρσ. & θηλ. -είς, ουδ. -ή, γεν. -ών. Τα παραθετικά τους σχηματίζονται σε -έστερος (συγκρ.) και -έστατος (υπερθ). Ανάλογη είναι και η κλίση των επιθ. σε -ης -ης -ες. αγέρωχος -η -ο: 1 αυτός που τον χαρακτηρίζει περηφάνια και επιβλητικότητα: ~ ματιά. 2 (καταχρ.) αυτός που φέρεται υπεροπτικά= ακατάδεχτος, αλαζονικός: Μας προσπέρασε με ύφος ~. αγέρωχα (επίρρ.). αγεφύρωτος -η -ο: αυτός που έχει με κπ άλλο αντίθεση τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να ξεπεραστεί: Τους χωρίζει χάσμα ~ στις απόψεις. αγιογραφία η: 1 η τέχνη της απεικόνισης ιερών προσώπων ή θρησκευτικών σκηνών: Σπουδάζει ~. 2 (συνεκδ.) ζωγραφική απεικόνιση με θρησκευτικό θέμα: Εκκλησία με καταπληκτικές ~. αγιογράφος ο, η. αγιογράφηση η. άγιος -α & αγία -ο: 1 ΘΡΗΣΚ (για πρόσ.) αυτός που έζησε ζωή αφιερωμένη στον Θεό και τιμάται από τη χριστιανική εκκλησία, καθώς και ο ναός που είναι αφιερωμένος σε αυτόν: η Αγία Ειρήνη. Ο Άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης είναι λαμπρός ναός. 2 ΘΡΗΣΚ αυτός που σχετίζεται με τον Θεό και τους αγίους ή τη λατρεία τους: οι Άγιοι Τόποι. 3 άνθρωπος που έζησε ή ζει σαν άγιος: Η γιαγιά μου ήταν άγια γυναίκα.=ευσεβής, ενάρετος. άγια (επίρρ.): πολύ καλά: ~ έπραξες που τον έδιωξες, έτσι που σου φερόταν! καλά και ~: πολύ καλά, λαμπρά. αγιάζω -ομαι • αόρ. αγίασα & [λαϊκ.] άγιασα: 1 (μτβ.) ευλογώ κτ ραντίζοντάς το με αγιασμένο νερό: Τα Θεοφάνια ο παπάς άγιασε όλα τα σπίτια του χωριού. ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: αν ο σκοπός είναι υψηλός, δικαιολογείται η χρήση ακόμη και ανεπίτρεπτων μέσων. 2 (αμτβ.) γίνομαι άγιος. αγιασμός ο: 1 η ακολουθία με την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό, με το οποίο θα ραντίσει και θα ευλογήσει κπ ή κτ, και η αντίστοιχη τελετή: Στην αρχή του σχολικού έτους γίνεται ~ στα σχολεία. 2 το αγιασμένο νερό=αγίασμα: Έχει ~ σε ένα μπουκαλάκι. αγιότητα η. αγιοσύνη η. αγίασμα το=αγιασμός (σημ. 2). αγκάθι το: 1 σκληρή μυτερή προεξοχή φυτού σαν βελόνα: Τσιμπήθηκα στ’ αγκάθια της ακακίας. ξυπόλυτος στ’ αγκάθια: για όσους εκτίθενται σε κίνδυνο χωρίς προφυλάξεις. 2 λεπτό και μυτερό κόκαλο ψαριού: Μου στάθηκε ένα ~ στον λαιμό. αγκαθωτός -ή -ό: αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια=ακανθώδης. αγκάθινος & [επίσ.] ακάνθινος -η -ο: αυτός που είναι φτιαγμένος από αγκάθια: το ~ στεφάνι του Χριστού. ακανθώδης -ης -ες: 1=αγκαθωτός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ δύσκολος και απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό: ~ ζήτημα. σχ. αγενής. Από το ΑΕ ἀκάνθιον. αγκαλιά η: 1 χώρος ανάμεσα στον κορμό και τα λυγισμένα χέρια ενός ανθρώπου=στήθος, αγκάλη: Έπεσε στην ~ μου. 2 σφίξιμο ή κλείσιμο στην αγκαλιά κπ: Μας υποδέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά.=αγκάλιασμα, εναγκαλισμός. 3 ποσότητα ενός πράγματος που χωράει σε μια αγκαλιά: Φέρε μια ~ ξύλα! 4 (ως επίρρ.) μαζί με, έχοντας στην αγκαλιά μου: Κοιμάται ~ με την κούκλα της.=αγκαλιαστά. αγκαλιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω κπ ή κτ στην αγκαλιά μου: Aγκάλιασε το παιδί. 2 (μτφ.) περιβάλλω, τυλίγω: Το αγιόκλημα ~ τον φράχτη. 3 (μτφ.) περιβάλλω με στοργή: Όλο το χωριό αγκάλιασε τους πρόσφυγες. αγκάλιασμα το. αγκάλη η=αγκαλιά (σημ. 1). αγκύλη η: καθένα από τα σύμβολα [ ] που χρησιμοποιούνται σε ζεύγη και δηλώνουν διάφορες (γλωσσικές, μαθηματικές κτλ.) σχέσεις. Από το ΑΕ επίθ. ἀγκύλος «γαμψός». άγκυρα η: εξάρτημα πλοίου ή βάρκας σαν τεράστιο αγκίστρι που το ρίχνουν στον βυθό με αλυσίδα ή χοντρό σχοινί, για να κρατάει το πλεούμενο στη θέση που είναι αραγμένο. αγκυροβολώ: (αμτβ.) ρίχνω την άγκυρα στον βυθό= αράζω. αγκυροβόλημα το & αγκυροβόληση η. αγκώνας ο: 1 η άρθρωση στο μέσο του μπράτσου του ανθρώπου και (συνεκδ.) η εξωτερική γωνία που σχηματίζεται στην άρθρωση αυτή: Έχει τους ~ ακουμπισμένους στο τραπέζι. 2 (κατ’ επέκτ.) το τμήμα του μανικιού που σκεπάζει τον αγκώνα: Σακάκι τριμμένο στους ~. αγκωνιά η: χτύπημα με τον αγκώνα. αγνός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει υστεροβουλία ή δόλο: Είναι ~ άνθρωπος και δεν πρόκειται να σε γελάσει.=τίμιος, ειλικρινής. 2 αυτός που δεν έχουν αλλοιωθεί οι ιδέες ή ο χαρακτήρας του: ~ ιδεολόγος=γνήσιος, αληθινός. 3 (για προϊόντα) αυτός που δεν έχει νοθευτεί: ~ μέλι=ανόθευτος. αγνά (επίρρ.). αγνότητα η. αγνοώ -ούμαι • μππ. αγνοημένος: (μτβ.) 1 δε γνωρίζω ≠ γνωρίζω, ξέρω: ~ το περιεχόμενο της επιστολής. 2 δε δίνω σημασία: Αγνόησαν τις προτάσεις μας.=αδιαφορώ. Ύστερα από τόση δόξα, ζει αγνοημένος σε ένα χωριό.= περιφρονώ. άγνοια η • γεν. & [λόγ.] αγνοίας: το να αγνοεί (σημ. 1) κανείς κτ ≠ γνώση: Έχει πλήρη ~ των γεγονότων. εν αγνοία κάποιου: χωρίς να το γνωρίζει κπ ≠ εν γνώσει κπ: Μην ξανανοίξεις το συρτάρι ~ μου! αγνοούμενος ο, -η η: πρόσωπο του οποίου τα ίχνη έχουν χαθεί και δεν έχει δώσει ακόμη σημεία ζωής: Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των αγνοουμένων από το ναυάγιο. αγνωμοσύνη η: έλλειψη διάθεσης για αναγνώριση ή για ανταπόδοση ευεργεσίας=αχαριστία ≠ ευγνωμοσύνη: Η ~ εκείνου που ευεργετήθηκε προκαλεί πικρία στον ευεργέτη. αγνώμων & [οικ.] -ονας -ων -ον=αχάριστος. άγνωστος -η -ο: αυτός του οποίου αγνοούμε την ύπαρξη, τις ιδιότητες ή τα γνωρίσματα ≠ γνωστός: Το θύμα ήταν άντρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων. άγνωστος ο: 1 πρόσωπο που συναντάμε πρώτη φορά ή που δε γνωρίζουμε την ταυτότητά του=ξένος: Μη μιλάς σε αγνώστους! 2 ΜΑΘ μέγεθος που εμφανίζεται σε πρόβλημα και του οποίου ζητείται ο προσδιορισμός: Ο ~ χ. άγνωστο το: τόπος τον οποίο δεν έχουμε επισκεφτεί ή κατάσταση από την οποία δεν έχουμε εμπειρίες: Πάμε στο ~ με βάρκα την ελπίδα. Τον φοβίζει το ~. άγονος -η -ο: 1 (για τόπο) αυτός που δεν παράγει γεωργικά προϊόντα=χέρσος ≠ εύφορος, γόνιμος: ~ χωράφι. 2 (μτφ.) αυτός που δε φέρνει αποτέλεσμα: ~ συζήτηση=άκαρπος, ατελέσφορος. αγορά η: 1 απόκτηση αγαθών με καταβολή χρημάτων και το ίδιο το αγαθό που αποκτιέται ≠ πώληση: Η ~ πρώτης κατοικίας δε φορολογείται. Σήμερα έκανα μια καλή ~. 2 το σύνολο των αγοραπωλησιών, καθώς και των επαγγελματιών που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι κτλ.): Μετά τις γιορτές η ~ ήταν πεσμένη. Έχει την εκτίμηση όλης της ~. 3 (ειδικ.) τα μαγαζιά: Πήγα στην ~ για ψώνια. 4 ΙΣΤ το κέντρο της δημόσιας ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις. αγοράζω -ομαι: (μτβ.) αποκτώ κτ καταβάλλοντας χρήματα ≠ πουλώ=προμηθεύομαι, ψωνίζω, παίρνω: ~ εμπορεύματα / τρόφιμα. αγοραστής ο, -άστρια η ≠ πωλητής. αγοραστικός -ή -ό. αγοραστικά (επίρρ.). αγοραστικότητα η. Η λ. αγορά προέρχεται από το ΑΕ ρ. ἀγείρω «συγκεντρώνω» και η αρχική σημασία της ήταν «συγκέντρωση λαού». Συνεκδοχικά απέκτησε και τη σημασία «τόπος της συγκέντρωσης». Αντίστοιχα, η αρχική σημασία του αγοράζω ήταν «συχνάζω στην αγορά». αγόρι το: 1 αρσενικό παιδί: Στην τάξη μας υπάρχουν λίγα ~. ≠ κορίτσι. Έχει δύο ~.= γιος ≠ κόρη. 2 [οικ.] ερωτικός σύντροφος αρσενικού γένους ≠ κορίτσι: Έφυγε με το ~ της. αγορίστικος -η -ο: αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε αγόρι ≠ κοριτσίστικος: ~ φωνή / τρόποι. αγορίστικα (επίρρ.): Ντύθηκε ~. άγουρος -η -ο: 1 (για καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει=αγίνωτος ≠ ώριμος, γινωμένος: ~ μήλο. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη σωματικά ή πνευματικά= ανώριμος, άπειρος ≠ ώριμος, μεστός, έμπειρος: ~ παλικαράκι. αγουρίδα η: άγουρος καρπός. αγουρωπός -ή -ό. Τόσο η λ. άγουρος όσο και η λ. αγόρι προέρχονται από την ΑΕ ἄωρος «αυτός που δεν είναι στην ώρα του, όχι ώριμος». άγριος -α -ο: 1 (για ζώα ή φυτά) αυτός που δεν έχει υποστεί την παρέμβαση του ανθρώπου: ~ άλογο ≠ εξημερωμένος. ~ βλάστηση. ≠ ήμερος 2 αυτός που προξενεί φόβο ≠ ήμερος: ~ όψη. 3 (για κατάσταση ή φαινόμενο) αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα: ~ ξυλοδαρμός / αέρας. 4 (για υλικό αντικ.) αυτός που έχει μικρές ανωμαλίες στην επιφάνειά του: ~ επιδερμίδα=τραχύς ≠ λείος, απαλός. 5 (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται σε πρωτόγονο επίπεδο πολιτισμού: οι ~ φυλές της Αφρικής=πρωτόγονος. άγρια (επίρρ.) αγρίως (επιρρ., μόνο στις σημ. 2 & 3). Τον κοίταξε ~. Ξυλοκοπήθηκε ~. αγριότητα η: 1 η ιδιότητα του άγριου: Κατέστειλαν την εξέγερση με μεγάλη ~. 2 συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) πολύ σκληρή και απάνθρωπη πράξη=ωμότητα, θηριωδία: Οι επιδρομείς διέπραξαν αγριότητες. αγριάδα η: (για άνθρ. ή ζώο) σκληρότητα στο παρουσιαστικό ή στη συμπεριφορά: Tα λόγια του ήταν όλο ~. αγριεύω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κπ επιθετικό: Την αγρίεψες τη γάτα και γι’ αυτό σε γρατσούνισε.=εξαγριώνω. 2 (αμτβ.) γίνομαι επιθετικός: Το σκυλί ~, μόλις το πειράξει κανείς. 3 παθ. (αμτβ.) φοβάμαι: Αγριεύτηκα μέσα στο σκοτάδι. 4 (αμτβ.) έχω ή παίρνω άγρια όψη: Αγρίεψες με τη γενειάδα. 5 (αμτβ., κυρ. για καιρικές συνθήκες) γίνομαι χειρότερος=χειροτερεύω, επιδεινώνομαι: Ο καιρός ~ και το πάει για καταιγίδα. αγρίεμα το. αγριωπός -ή -ό. αγριωπά (επίρρ.). Η ΑΕ λ. ἄγριος παράγεται από τη λ. ἀγρός και είχε τη σημασία «αυτός που ζει στους αγρούς». αγρός ο: 1 έκταση γης κατάλληλη για καλλιέργεια=χωράφι. αγρόν ηγόρασε: για κπ που αδιαφορεί για κτ σημαντικό. 2 πληθ. η ύπαιθρος, σε αντιδιαστολή προς την πόλη: Την άνοιξη οι ~ γεμίζουν λουλούδια. αγρότης ο, -ισσα η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με σχετικές με τους αγρούς εργασίες: Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι είναι ~. αγροτικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με τους αγρότες ή με το επάγγελμά τους: ~ μηχανήματα / προϊόντα / συνεταιρισμός / νομοθεσία. 2 αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στους αγρούς ≠ αστικός: ~ έκταση / πληθυσμός / φυλακές. αγροτικό το: 1 υποχρεωτική υπηρεσία νέου γιατρού στην επαρχία: Κάνει το ~ του σε ένα χωριό της Κοζάνης. 2 ημιφορτηγό για αγροτικές εργασίες. αγροτιά η: το σύνολο ή η κοινωνική τάξη των αγροτών: H ~ παλεύει για τα δικαιώματά της. άγρυπνος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που δεν κοιμάται ή δεν κοιμήθηκε τη νύχτα=άυπνος, ξύπνιος, ξάγρυπνος: Έμεινα ~ από την αγωνία. 2 αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας: διακριτική, αλλά ~ ματιά. άγρυπνα (επίρρ. στη σημ. 2): Παρακολουθώ ~ την πρόοδό σας. αγρυπνώ: (αμτβ.) μένω άγρυπνος: Αγρυπνήσαμε εξαιτίας του σεισμού.=ξαγρυπνώ ≠ κοιμάμαι. Οι αστυνομικοί αγρυπνούσαν για την τήρηση της τάξης.=επαγρυπνώ ≠ εφησυχάζω, αδρανώ. αγρύπνια & αγρυπνία η. Η ΑΕ λ. ἄγρυπνος (σύνθετη από τα ἀγρός + ὕπνος) είχε αρχική σημασία «αυτός που κοιμάται στους αγρούς». αγχιστεία η: ΝΟΜ συγγένεια που δημιουργείται με τον γάμο (συγγένεια με τους συγγενείς του ή της συζύγου), συνήθ. στην έκφρ. συγγένεια εξ αγχιστείας (σε αντίθεση με τη συγγένεια εξ αίματος). άγχος το • γεν εν. άγχους, πληθ. άγχη: έντονη κατάσταση αγωνίας για κτ ή κατάσταση ανασφάλειας γενικότερα: Οι νέοι έχουν ~ για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. αγχώνω -ομαι: 1 (μτβ.) προκαλώ άγχος: Μου θυμίζεις κάθε τόσο τι πρέπει να κάνω και με ~! 2 παθ. (αμτβ.) κυριεύομαι από άγχος=ανησυχώ: Μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά! αγχωτικός -ή -ό & αγχώδης -ης -ες: αυτός που προκαλεί ή που χαρακτηρίζεται από άγχος: Δεν αντέχω τον ~ τρόπο ζωής. σχ. αγενής. αγχωτικά (επίρρ.). Όταν μιλάμε για πρόσωπα, αγχωτικός ή αγχώδης είναι αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από άγχος. Εκείνος που έχει άγχος μόνο σε κπ δεδομένη στιγμή είναι αγχωμένος: Αύριο δίνει εξετάσεις και είναι αγχωμένος. αγωγή η: 1 σύνολο ενεργειών με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου: Η ~ δίνεται στο παιδί από την οικογένεια. 2 (συνεκδ.) τρόπος συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησης=τρόποι, ανατροφή: Έχει πολύ καλή ~. 3 ΙΑΤΡ μέθοδος θεραπείας: θεραπευτική ~. 4 ΝΟΜ προσφυγή σε δικαστήριο για τη διεκδίκηση ή την προστασία δικαιώματος: Έκανε ~ διαζυγίου. πολιτική ~: ΝΟΜ ο συνήγορος εκείνου που κάνει την αγωγή. σχ. διεξάγω. Από το ΑΕ ρ. ἄγω, το οποίο είχε αρχική σημασία «οδηγώ, μεταφέρω», ενώ σταδιακά απέκτησε τη σημ. «κατευθύνω» (κυριολ. & μτφ.) και στη συνέχεια αποτέλεσε βασική έννοια της Ηθικής σε συνάρτηση με το ήθος (χαρακτήρας, συμπεριφορά των ανθρώπων). αγωγός ο: 1 σωλήνας για υγρό ή αέριο: Έσπασε ο ~ του νερού. 2 ΦΥΣ κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας (ηλεκτρικής, θερμικής κτλ.): Το μέταλλο είναι καλός ~ της θερμότητας. αγώγιμος -η -ο: ΦΥΣ αυτός που επιτρέπει τη διέλευση ενέργειας από μέσα του: ~ σώμα. αγωγιμότητα η: ΦΥΣ η ιδιότητα των σωμάτων να είναι αγωγοί (σημ. 2): Ο χαλκός έχει μεγάλη ~. αγώνας ο: 1 έντονη προσπάθεια, ατομική ή συλλογική, για την επίτευξη ενός δύσκολου σκοπού: Έκανε μεγάλο ~ να περάσει στο πανεπιστήμιο. δικαστικός/απελευθερωτικός ~. 2 ΑΘΛ α. συναγωνισμός αθλητών με στόχο τη νίκη: Ήρθε πρώτος σε ~ δρόμου. β. συνάντηση αντίπαλων ομάδων=παιχνίδι, ματς: Ο ~ έληξε ισόπαλος. αγωνίζομαι: (αμτβ.) 1 κάνω αγώνα (σημ. 1): Αγωνίστηκε, για να σπουδάσει τα παιδιά του. 2 συμμετέχω σε αγώνα (σημ. 2): Η ομάδα ~ εκτός έδρας. αγώνισμα το: άθλημα: Το ~ της σκυταλοδρομίας είναι ομαδικό. αγωνιστής ο, αγωνίστρια η. αγωνιστικός -ή -ό. αγωνιστικά (επίρρ.). αγωνιστικότητα η. αγωνία η: ταραχή που οφείλεται στην αναμονή κπ εξέλιξης ή στην ανησυχία για το μέλλον: Έχω ~ για τα αποτελέσματα. αγωνιώ • μόνο ενστ. και πρτ.: έχω αγωνία=ανησυχώ: ~ για το ενδεχόμενο νέου σεισμού. αγωνιώδης -ης -ες. σχ. αγενής. αγωνιωδώς (επίρρ.). άδεια η • γεν. & [λόγ.] αδείας: 1 παραχώρηση σε κπ του δικαιώματος να πει ή να κάνει κτ =συγκατάθεση: Ζητώ την ~ να μιλήσω. 2 (ειδικ.) διοικητική πράξη που παρέχει σε κπ το δικαίωμα για κπ δραστηριότητα, και το σχετικό έγγραφο: πολεοδομική ~. ~ οδήγησης. 3 το δικαίωμα κπ να απουσιάσει από την εργασία ή την υπηρεσία του, και το χρονικό διάστημα της απουσίας: Ο αρμόδιος υπάλληλος λείπει σε ~. Η ΑΕ λ. ἄδεια που αρχικά σήμαινε «αφοβία» και στη συνέχεια «ελευθερία και εξασφάλιση δικαιωμάτων», προέρχεται από το στερητ. ἀ + δέος «φόβος». άδειος -α -ο:=αδειανός, κενός ≠ γεμάτος, πλήρης 1 αυτός που δεν έχει περιεχόμενο: ~ συρτάρι. 2 (για χώρο) αυτός που δεν έχει ανθρώπους ή έχει ελάχιστους: Το λεωφορείο ήταν ~. 3 (μτφ.) αυτός που δεν έχει βαθύτερο συναισθηματικό ή πνευματικό περιεχόμενο: H ζωή του κυλάει ~, χωρίς σκοπό. αδειάζω: 1 (μτβ.) αφαιρώ από κτ όλο το περιεχόμενο ≠ γεμίζω: Άδειασε τη βαλίτσα σου! 2 (αμτβ.) μένω άδειος ≠ γεμίζω: Στη στιγμή τα πιάτα άδειασαν. 3 (αμτβ., για χώρο) μένω χωρίς ανθρώπους ≠ γεμίζω: Τα χωριά αδειάζουν σιγά σιγά. 4 [λαϊκ.] (μτφ., μτβ.) αφήνω κπ έκθετο: Ο πρωθυπουργός άδειασε τον υπουργό ρίχνοντάς του την ευθύνη. 5 (μτβ.) [οικ.] έχω χρόνο: Ο διευθυντής έχει δουλειά και δεν αδειάζει να σε δει.= ευκαιρώ. αδειανός -ή -ό = άδειος. αδέκαστος -η -ο: αυτός που δε μεροληπτεί= ακέραιος, δίκαιος: Οι δικαστές πρέπει να είναι πάντα αδέκαστοι. αδέκαστα (επίρρ.). Από το στερητ. ἀ + δεκάζω «διαφθείρω» της AE ελλ. αδελφός & -ρφός ο, αδελφή & -ρφή η, αδέλφι & -ρφι το: 1 πρόσωπο που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς ή μόνο από τον ίδιο πατέρα ή την ίδια μητέρα. 2 αρσ. & θηλ. καλόγερος ή καλόγρια: H ~ Mαρία προσεύχεται. 3 θηλ. νοσοκόμα: ~, μου δίνετε το θερμόμετρο; αδελφικός & -ρφικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στα αδέρφια: H ~ αγάπη είναι πολύ δυνατή. 2 (μτφ.) για πολύ θερμές ή αγνές σχέσεις και συναισθήματα: Είναι ~ φίλες. Της έδωσε ένα ~ φιλί. αδελφικά & -ρφικά (επίρρ.). αδελφοσύνη & -ρφοσύνη η. αδελφώνω & αδερφώνω: (μτβ.) συμφιλιώνω. αδέρφωμα το. αδελφός -ή -ό: αυτός που έχει κοινή καταγωγή, δεσμούς ή χαρακτηριστικά με κπ ή κτ άλλο: ~ λαοί / γλώσσες / κόμματα. αδελφότητα η: σύλλογος με σκοπό τη φιλανθρωπία ή την αλληλοϋποστήριξη. Η ΑΕ λ. ἀδελφός παράγεται από το προσθετικό ἀ + δελφύς «μήτρα» και σημαίνει «αυτός που βγήκε από την ίδια μήτρα». αδένας ο: ΑΝΑΤ όργανο των ανθρώπων και των ζώων, που εκκρίνει ουσίες απαραίτητες για τη λειτουργία του οργανισμού: ενδοκρινείς / σιελογόνοι / ιδρωτοποιοί αδένες. αδέξιος -α -ο: 1 αυτός που δεν μπορεί να κάνει κτ σωστά ή επιτυχημένα ≠ επιδέξιος: Είναι ~ οδηγός. 2 αυτός που δεν έχει χάρη= άχαρος, άγαρμπος: ~ χορευτής. αδέξια (επίρρ.). αδεξιότητα η. αδέσποτος -η -ο: 1 (για ζώο) αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη και περιφέρεται στους δρόμους: ~ σκύλος. 2 (για σφαίρα, βλήμα) αυτός που δεν έχει σαφή προέλευση ή στόχο: Σκοτώθηκε από ~ σφαίρα. Από το στερητ. ἀ + δεσπότης «κύριος, ιδιοκτήτης» της AE ελλ. αδιάβαστος -η -ο: 1 (για μαθητές) αυτός που δεν είναι προετοιμασμένος για το μάθημα ≠ διαβασμένος: Πήγα στο σχολείο ~. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει επαρκή πληροφόρηση για κτ: Πιάστηκε ~ σε θέμα της αρμοδιότητάς του. 3 αυτός που δεν τον έχουν διαβάσει: ~ μένουν τα βιβλία του. 4 [λαϊκ.] αυτός που τον έθαψαν χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία: Πήγε ~! αδιάθετος -η -ο: 1 αυτός που είναι ελαφρά άρρωστος: Ήμουν ~ και δεν ήρθα. 2 αυτός που έχει μείνει απούλητος: ~ προϊόν. 3 αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί: ~ κεφάλαια. αδιαθεσία η. αδιαθετώ (αμτβ.): γίνομαι αδιάθετος (σημ. 1). αδιάκοπος -η -ο: αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια και συνεχίζεται χωρίς διακοπές=συνεχής, αδιάλειπτος: Με ~ προσπάθεια ξεπέρασε όλα τα εμπόδια. αδιάκοπα (επίρρ.). αδιάκριτος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λεπτότητας και ενοχλητική περιέργεια ≠ διακριτικός: Την κοίταζε με τρόπο ~. αδιάκριτα (επίρρ.): χωρίς διακριτικόητα ≠ διακριτικά: Μην κοιτάς έτσι ~! αδιακρίτως (επίρρ.): χωρίς διάκριση: Σας αφορά όλους, ~ φύλου. αδιακρισία η. αδιάλλακτος -η -ο: αυτός που δεν υποχωρεί ≠ διαλλακτικός: Είναι τόσο ~, που κάθε συζήτηση μαζί του καταλήγει σε καβγά. αδιάλλακτα (επίρρ.). αδιαλλαξία η ≠ διαλλακτικότητα. Από το στερητ. ἀ + διαλλάσσω «συμβιβάζω» της ΑΕ. αδιαμφισβήτητος -η -ο: αυτός για τον οποίο δεν τίθεται αμφισβήτηση=αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος ≠ αμφισβητήσιμος: Η εξυπνάδα του είναι ~. αδιαμφισβήτητα (επίρρ.). αδιαφιλονίκητος -η -ο: αυτός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί=αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος: Έφερε ~ στοιχεία για την αθωότητά του. =αδιάσειστος. αδιαφιλονίκητα (επίρρ.). αδιάφορος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που δε δείχνει προσοχή ή φροντίδα για κπ ή κτ: Είναι ~ για όλα. 2 αυτός που δεν προξενεί το ενδιαφέρον: Όσα έλεγε μου ήταν ~. αδιάφορα (επίρρ.). χωρίς ενδιαφέρον: Πέρασε σφυρίζοντας ~. αδιαφορώ (αμτβ.). σχ. αμελώ. αδιαφορία η. αδιαχώρητο το: κατάσταση που επικρατεί σε χώρο με πολύ κόσμο, συνωστισμός: Μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που δημιουργήθηκε το ~. αδιέξοδος -η -ο: αυτός από όπου δεν υπάρχει διέξοδος: Το σπίτι τους βρίσκεται σε ένα ~ δρομάκι. (& μτφ.): ~ κατάσταση. αδιέξοδο το: 1 δρόμος χωρίς διέξοδο: Δε βγάζει πουθενά, είναι ~. 2 (μτφ.) πολύ δύσκολη κατάσταση, χωρίς λύση: Βρίσκεται σε οικονομικό ~. άδικος -η -ο: 1 αυτός που είναι αντίθετος με το δίκαιο και τους ηθικούς νόμους ≠ δίκαιος: Παίρνοντας συνέχεια το μέρος της, γίνεσαι ~ με τους άλλους. 2 αυτός που δεν έχει αποτέλεσμα=μάταιος, χαμένος: Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, αλλά ~ κόπος! σχ. άνομος. άδικα & (σημ. 2) αδίκως (επίρρ.). άδικο το: πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη: Το ~ δεν το θέλει κανείς. αδικία η: 1 άδικη πράξη ή συμπεριφορά που παραβιάζει κυρίως τους ηθικούς κανόνες περί δικαίου: Έδωσε τα πάντα στη μεγάλη του κόρη και νιώθει τύψεις για την ~ που έκανε στη μικρή. 2 (συνεκδ.) γεγονός αντίθετο με τις προσδοκίες μας: Αυτό που συνέβη είναι μεγάλη ~. αδικώ -ούμαι: (μτβ.) 1 διαπράττω αδικία σε βάρος κπ: Ο διαιτητής μας αδίκησε. 2 αποδίδω σε κπ κακές προθέσεις, ιδιότητες ή ενέργειες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: Mε ~, όταν μου καταλογίζεις αδιαφορία. 3 κάνω κπ ή κτ να φαίνεται κατώτερο από την πραγματικότητα: Το μυθιστόρημα αδικήθηκε από τη μεταφορά του στην τηλεόραση. αδίκημα το: ΝΟΜ πράξη που παραβιάζει το δίκαιο και διώκεται ποινικά: αστικό / πειθαρχικό / ποινικό ~. αδιόρθωτος -η -ο: 1 αυτός του οποίου τα λάθη δεν έχουν διορθωθεί ≠ διορθωμένος: Τα γραπτά μας είναι ακόμη αδιόρθωτα. 2 (για πρόσ.) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του: Είναι ένας ~ ψεύτης. 3 (για καταστάσεις) αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί: Η οικονομία έχει χάλια ~. αδιόρθωτα (επίρρ.): Είναι ~ ρομαντικός. άδοξος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει γνωρίσει φήμη=άσημος ≠ ένδοξος, διάσημος: Παρέμεινε ~ μέχρι τον θάνατό του. 2 (για δυσάρεστα γεγονότα) αυτός που δεν άξιζε να τον πάθει κπ: Ήταν οδηγός ράλι, αλλά τον βρήκε ~ θάνατος από τροχαίο. άδοξα (επίρρ.). αδρανής -ής -ές: 1 αυτός που δεν ενεργεί, ενώ πρέπει: Αν μείνεις ~, θα χάσεις τη δουλειά! 2 ΧΗΜ αυτός που δύσκολα συμμετέχει σε χημικές αντιδράσεις: ~ αέριο. σχ. αγενής. αδρανώ: (αμτβ.) μένω αδρανής ≠ δρω, ενεργώ. αδράνεια η: 1 η κατάσταση εκείνου που είναι αδρανής ≠ δράση: Έπεσε σε ~ και δεν αναλαμβάνει καμιά πρωτοβουλία. 2 ΦΥΣ η ιδιότητα της ύλης που κάνει τα σώματα να μη μεταβάλλουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, παρά μόνο με την επίδραση εξωτερικής δύναμης: Όταν φρενάρουμε, το όχημα συνεχίζει για λίγο την πορεία του λόγω της ~. Από το στερητ. ἀ + δρανής < δραίνω (ιων. τ. του δράω -ῶ «ενεργώ, πράττω»). αδρός -ή & -ά -ό: αυτός που είναι χονδροειδής στην κατασκευή ή στη διάπλασή του. αδρά χαρακτηριστικά: έντονα και τραχιά χαρακτηριστικά. αδρή αμοιβή: πλουσιοπάροχη αμοιβή. σε / με αδρές γραμμές: αναφέροντας μόνο τα σημαντικά: Μας περιέγραψε την κατάσταση ~. αδρά & -ώς (επίρρ.). αδυναμία η: 1 (για πρόσ.) έλλειψη σωματικής δύναμης, ψυχικού σθένους, πνευματικής ικανότητας ή των μέσων για την αντιμετώπιση κατάστασης: Αισθάνομαι ~ σε όλο το σώμα μου.=εξασθένηση. Βρίσκεται σε ~ να πάρει μια σημαντική απόφαση. 2 σημείο στο οποίο υπάρχει ανεπάρκεια=μειονέκτημα: Το σχέδιο παρουσιάζει μερικές ~. 3 ιδιαίτερη προτίμηση σε κπ ή κτ, και το αντικείμενο της προτίμησης: Έχει ~ στην εγγονή του. αδύναμος -η -ο: ≠ δυνατός 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από αδυναμία: ~ χαρακτήρας / φτερά. 2 αυτός που δεν έχει ένταση: ~ ήχος. αδύνατος -η -ο: 1 αυτός που έχει λεπτό σώμα =λιγνός, λεπτός, ισχνός ≠ παχύς, παχύσαρκος, χοντρός. 2 αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ≠ δυνατός: Θα το κάνω - δεν είναι ~!=ακατόρθωτος. κάνω τα αδύνατα δυνατά: κάνω ό,τι μπορώ. 3 αυτός που υστερεί σε κπ τομέα γνώσης ≠ δυνατός: Eίναι ~ στα μαθηματικά. αδυνατίζω: 1=λεπταίνω ≠ παχαίνω, χοντραίνω. α. (αμτβ.) γίνομαι πιο λεπτός: Μου φαίνεται ότι αδυνάτισες. β. (μτβ.) κάνω κπ να είναι ή να φαίνεται πιο λεπτός: Αυτό το φόρεμα σε ~. 2 (αμτβ.) χάνω τη δύναμη ή την έντασή μου=εξασθενώ ≠ δυναμώνω: Αδυνάτισε το φως της λάμπας. αδυνάτισμα το. αδυνατώ • μόνο στον ενστ. και πρτ.: (μτβ.) δεν έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω κτ: ~ να σου δανείσω τόσα χρήματα. άδυτο το: 1 το τμήμα του ναού στο οποίο επιτρέπεται να μπουν μόνο οι ιερείς. 2 (μτφ.) σημείο ή χώρος όπου δεν μπορεί να μπει κανείς: στα άδυτα της σκέψης του. αεικίνητος -η -ο: αυτός που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση ≠ αδρανής: Παρακολουθεί τα πάντα με την ~ ματιά του. αεικίνητο το: υποθετική μηχανή που θα μπορούσε να παράγει ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη. Από το AE ἀεί «πάντοτε» + κινητός. αέρας ο • γεν. & [λόγ.] αέρος, πληθ. αέρηδες: 1 το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη και αποτελεί την ατμόσφαιρα: Ο ~ της πόλης είναι μολυσμένος. 2 η κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα με ορισμένη κατεύθυνση=άνεμος: Φυσάει δυνατός ~. 3 (μτφ., για πρόσ.) άνεση στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά κτλ.: Έζησε στο εξωτερικό και απέκτησε κοσμοπολίτικο ~. 4 (μτφ.) τόλμη, αυτοπεποίθηση: Μιλάει με τον ~ του ειδικού. παίρνουν τα μυαλά μου αέρα: ξεπερνώ τα επιτρεπτά όρια: Είχε μερικές επιτυχίες και πήραν τα μυαλά του αέρα! αερίζω -ομαι: (μτβ.) 1 εκθέτω κτ στον αέρα: Άπλωσε τα σκεπάσματα για να αεριστούν. 2 ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Αέρισες το δωμάτιο; αερισμός ο. αεράτος -η -ο: αυτός που έχει αέρα στις σημ. 3 και 4. αέρινος -η -ο: αυτός που είναι λεπτός και ελαφρός σαν τον αέρα. αέριος -α -ο: αυτός που αποτελείται από αέρα: ~ μάζα. αέριο το: υλικό σώμα που δεν έχει ορισμένο σχήμα ή όγκο: φυσικά / χημικά / ευγενή ~. αεριούχος -α -ο. σχ. έχω. αεριώδης -ης -ες. σχ. αγενής. αερογέφυρα η: 1 σύστημα αεροπορικής μεταφοράς προσώπων ή φορτίων σε έκτακτες περιστάσεις: Η ανθρωπιστική βοήθεια μεταφέρθηκε με ~ στις σεισμόπληκτες περιοχές. 2 γέφυρα πάνω από δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ.: Στον κόμβο της εθνικής οδού υπάρχουν δύο ~. αεροδρόμιο το: χώρος για την προσγείωση και απογείωση αεροπλάνων και τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων=[επίσ.] αερολιμένας: Αυξήθηκαν οι έλεγχοι στο ~. αεροδυναμική η: ΦΥΣ κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη ροή του αέρα και των αερίων, καθώς και την κίνηση ενός σώματος μέσα τους: Η ~ μελετά την κίνηση των αεροπλάνων. αεροδυναμικός -ή -ό. αεροδυναμικά (επίρρ.). αεροπειρατεία η: βίαιη και παράνομη κατάληψη αεροπλάνου για την ικανοποίηση αιτήματος: Η ~ έληξε με τη σύλληψη των αεροπειρατών. αεροπειρατής ο, -ίνα η. αεροπλάνο το: εναέριο μεταφορικό μέσο: επιβατικό / πολεμικό / βομβαρδιστικό ~. αεροπόρος ο, η & [προφ.] -ίνα η: στρατιώτης ή αξιωματικός που υπηρετεί στην πολεμική αεροπορία. αεροπορία η: 1 το σύνολο των αεροπλάνων και των σχετικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών μιας χώρας: πολεμική / πολιτική ~. 2 (ειδικότ.) το αεροπορικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων: Υπηρέτησε στην ~. αεροπορικός -ή -ό. αεροπορικώς (επίρρ.). Τα σύνθετα αεροπορία, οδοιπορία, πεζοπορία, πρωτοπορία κτλ. γράφονται με -ι- και όχι με -ει-, γιατί δε σχηματίζονται από το πορεία ως β΄συνθ., αλλά παράγονται από τα αεροπόρος, οδοιπόρος κτλ. αερόσακος ο: άδειο μπαλόνι στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, το οποίο σε περίπτωση σύγκρουσης ενεργοποιείται και γεμίζει απότομα αέρα για την ασφάλεια των επιβατών. αερόστατο το: ιπτάμενη συσκευή, η οποία αποτελείται από σάκο που γεμίζει με αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, ήλιο κτλ.) και ένα καλάθι το οποίο κρέμεται από τον σάκο και χρησιμεύει για τη μεταφορά φορτίου: Το ~ εφευρέθηκε από τους αδελφούς Μονγκολφιέρ. Η λ. είναι μετάφραση του γαλλ. aérostat, που με τη σειρά του ανάγεται στο ΑΕ ἀέρας (< ἀήρ) + στατό (< ἵστημι), δηλαδή «αυτός που στέκεται στον αέρα». Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το αερόστατο, αφού αυτό κινείται, δε στέκεται στον αέρα, αλλά είναι η λ. που τελικά επικράτησε. αεροστεγής -ής -ές: αυτός που είναι τελείως κλεισμένος, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η είσοδος ή η διαφυγή αέρα: ~ δοχείο / συσκευασία. σχ. αγενής. αεροστεγώς (επίρρ.). αεροσυνοδός ο, η: μέλος του πληρώματος αεροπλάνου που εξυπηρετεί τους επιβάτες στη διάρκεια της πτήσης. αετός & αϊτός ο, αετίνα η: 1 μεγάλο σαρκοφάγο πτηνό, με κυρτό ράμφος, και δυνατά και γαμψά νύχια. 2 παιχνίδι, κυρίως από χαρτί το οποίο προσαρμόζεται σε ελαφρό σκελετό, που ανυψώνεται και αιωρείται με την κίνηση του αέρα=χαρταετός. 3 (μτφ.) άνθρωπος πολύ έξυπνος ή εξαιρετικά κατατοπισμένος σε κπ τομέα=ξεφτέρι, σαΐνι: Ο νέος υπάλληλος είναι ~ στα ηλεκτρονικά. άζωτο το: ΧΗΜ άχρωμο και άοσμο αεριώδες χημικό στοιχείο: Το ~ αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα του ατμοσφαιρικού αέρα. αζωτούχος -ος -ο. σχ. έχω. Το γαλλ. όνομα azote οφείλεται στον Γάλλο χημικό Lavoisier και σχηματίζεται από το ΑΕ στερητ. ἀ + ζωτός (< ζωή), επειδή «δεν επιτρέπει την αναπνοή». αηδία η: 1 έντονα δυσάρεστο γευστικό αίσθημα, καθώς και το αντικείμενο που προξενεί το συναίσθημα της αποστροφής: Αυτό το γλυκό μου φέρνει ~. Αυτή η σούπα δεν τρώγεται, είναι ~! 2 κτ ανόητο ή αποκρουστικό: Δεν μπορώ να ακούω αηδίες! Αυτό το καπέλο είναι σκέτη ~! αηδιάζω • μππ. αηδιασμένος: 1 (αμτβ.): αισθάνομαι αηδία: ~ από αυτά που ακούω. 2 (μτβ.) προκαλώ σε κπ αηδία: Αυτό το φαγητό με ~. αηδιαστικός -ή -ό & [επίσ.] αηδής -ής -ές. σχ. αγενής. αηδιαστικά & [επίσ.] αηδώς (επίρρ.). Από το ΑΕ ἀηδής της (< στερητ. ἀ + ἧδος «ευχάριστο συναίσθημα, ηδονή»). αθάνατος -η -ο: 1 αυτός που δεν υπόκειται στον θάνατο ≠ θνητός: Προγραμματίζει τη ζωή του σαν να είναι ~. 2 (μτφ.) αυτός που δε χάνει την αξία του, δεν υπόκειται στη φθορά ή δεν ξεχνιέται ποτέ: ~ ύφασμα: Τα έπη του Ομήρου είναι ~. Aθάνατοι οι: 1 τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. 2 τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. αθανασία η. αθέατος -η -ο: αυτός που δεν μπορούμε να τον δούμε: η ~ πλευρά της Σελήνης. Παρακολουθούσε τη συζήτηση ~. ≠ εμφανής, φανερός. Από τον αθέατο διαφορετικός είναι ο αόρατος, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο οπτικό μας πεδίο, αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε (Καθάρισα τα τζάμια τόσο καλά, που έγιναν αόρατα), ενώ αφανής (για πρόσ.) είναι αυτός που δεν επιδιώκει την προβολή του (αφανής ήρωας) ή αυτός που απλώς δεν είναι γνωστός στο κοινό (ο άσημος, ο άγνωστος). αθετώ -ούμαι: (μτβ.) δεν ενεργώ όπως υποσχέθηκα=[οικ.] πατώ ≠ τηρώ: Δεν τους εμπιστεύομαι, γιατί ~ τις υποσχέσεις τους. αθέτηση η. άθικτος -η -ο:=ανέγγιχτος, ανέπαφος 1 αυτός που δεν τον έχουν αγγίξει: Κάνει δίαιτα και άφησε ~ το γλυκό της. 2 αυτός που δεν του έχουν προκαλέσει βλάβη: Ευτυχώς, οι ληστές άφησαν ~ τη βιβλιοθήκη. άθλημα το: δραστηριότητα που γίνεται κυρίως με σωματικές δυνάμεις και δεξιότητες, με ορισμένους κανόνες, και έχει ως στόχο την άσκηση του σώματος, την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων ή την αναψυχή=αγώνισμα, [οικ.] σπορ: Η σκοποβολή είναι ατομικό ~, ενώ το μπάσκετ ομαδικό. αθλητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που ασκείται συστηματικά και συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες. αθλητισμός ο: 1 η συστηματική ενασχόληση με αθλήματα και η επίδοση σ’ αυτά: Δυστυχώς, τα παιδιά μου δεν ασχολούνται με τον ~. 2 το σύνολο των αθλητικών δραστηριοτήτων και η όλη οργάνωση του συστήματος άθλησης: Τα τελευταία χρόνια ο ~ στη χώρα μας σημειώνει μεγάλη πρόοδο. αθλούμαι: (μτβ.) επιδίδομαι στον αθλητισμό ή γενικά γυμνάζομαι: ~ καθημερινά. άθληση η. αθλητικός -ή -ό. αθλητικά (επίρρ.). αθλητικά τα: αθλητικές ειδήσεις ή αθλητικά ρούχα (κυρ. τα παπούτσια). άθλιος -α -ο: 1 αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση ή έχει κακή ποιότητα: ~ δρόμος / συνοικία / βιβλίο / γεύμα. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από κακοήθεια: ~ συμπεριφορά.= κακοήθης, αχρείος. άθλια & αθλίως (επίρρ.): Μας συμπεριφέρθηκε ~, μόνο που δε μας έβρισε! αθλιότητα η. άθλος ο: σπουδαίο ή δύσκολο κατόρθωμα: οι ~ του Hρακλή. αθροίζω -ομαι: (μτβ.) προσθέτω αριθμούς και βρίσκω το αποτέλεσμα που προκύπτει=προσθέτω: Όσες φορές κι αν τα αθροίσω, λάθος μου βγαίνουν. άθροιση η=πρόσθεση. άθροισμα το: 1 ΜΑΘ το αποτέλεσμα της πρόσθεσης =[λαϊκ.] σούμα: Το ~ των αριθμών 7 και 8 είναι το 15. 2 μετρήσιμα στοιχεία που αποτελούν μια ολότητα: Ο σκελετός του ανθρώπου είναι ένα ~ από οστά=σύνολο. αθροιστικός -ή -ό. αθροιστικά (επίρρ.). αθώος -α -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που κρίθηκε (ή που υποστηρίζει) ότι δεν έχει κάνει ορισμένο κακό ≠ ένοχος: Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε ~ από το δικαστήριο. 2 αυτός από τον οποίο δεν υπάρχει κίνδυνος να προξενηθεί κακό= ακίνδυνος: Μας έκανε ένα ~ αστείο. 3 (για πρόσ.) αυτός που δεν υποπτεύεται τις κακές προθέσεις των άλλων=εύπιστος, απονήρευτος, αφελής: Τον βρήκαν ~ και τον πειράζουν. αθώα (επίρρ.). αθωότητα η ≠ ενοχή. αθωώνω -ομαι: (μτβ.) απαλλάσσω κπ από ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο ≠ καταδικάζω: O κατηγορούμενος αθωώθηκε. αθώωση η. αθωωτικός -ή -ό. αθωωτικά (επίρρ.). Αιγόκερος & Αιγόκερως ο • γεν. Αιγόκερου & Αιγόκερω: 1 ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. 2 ΑΣΤΡΟΛ το δέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό. αιθέρας ο: 1 ΧΗΜ α. υγρό με χαρακτηριστική οσμή, που χρησιμοποιείται κυρίως ως αντισηπτικό ή αναισθητικό. β. πληθ. σειρά από οργανικές ενώσεις: απλοί/μεικτοί αιθέρες. 2 συνήθ. πληθ. ο ουρανός: Τα αεροπλάνα διέσχιζαν τους αιθέρες. αιθέριος -α -ο: 1 αυτός που αναφέρεται στον αιθέρα (σημ. 1): ~ διά- λυμα. ~ έλαιο: έλαιο που εξάγεται από αρωματικά φυτά και χρησιμοποείται ως φάρμακο ή αρωματικό. 2 αυτός που έχει χάρη και λεπτότητα: ~ κίνηση / ύφασμα. αιθέρια (επίρρ. στη σημ. 2). αίθουσα η: μεγάλος κλειστός χώρος για συγκεντρώσεις πολλών ανθρώπων: ~ δεξιώσεων / συνεδριάσεων / διδασκαλίας. αίθριος -α -ο: αυτός που δεν έχει σύννεφα=καθαρός, ανέφελος ≠ συννεφιασμένος, νεφελώδης: ~ καιρός. αίμα το: 1 ΒΙΟΛ το κόκκινο ζωτικό υγρό που κυκλοφορεί στις αρτηρίες και στις φλέβες των ανθρώπων και των άλλων σπονδυλωτών: μετάγγιση αίματος. 2 κυρ. για συναισθήματα σε διάφορες εκφρ. όπως: πάγωσε το ~ μου & μου κόπηκε το ~: παρέλυσα από τον φόβο μου. μου ανέβηκε το ~ στο κεφάλι: θύμωσα πολύ. 3 στενή συγγένεια προσώπων, κοινότητα καταγωγής ή φυλής: Γιος μου είναι, είναι ~ μου και τον πονάω! το ~ νερό δε γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί είναι πολύ δυνατοί. αιμάτινος -η -ο: αυτός που αποτελείται από αίμα ή έχει το χρώμα του. αιματώδης -ης -ες: αυτός που έχει πολύ αίμα. σχ. αγενής. αιματηρός -ή -ό: 1 αυτός που περιέχει αίμα. 2 αυτός που προκαλεί αίμα: ~ τραύμα / σύγκρουση. 3 (μτφ.) αυτός που απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια, που είναι πολύ δύσκολος ή έντονος: Έκανε ~ οικονομίες για να μαζέψει χρήματα για το ταξίδι του. αιματώνω -ομαι: (μτβ.) τροφοδοτώ με αίμα. αιμάτωμα το: ΙΑΤΡ συγκέντρωση αίματος κάτω από το δέρμα. αιμοβόρος -α -ο & [λαϊκ.] μοβόρος -α -ο: αυτός που είναι απάνθρωπα σκληρός, του αρέσει η βία: Πολλοί δικτάτορες ήταν άνθρωποι ~.= αιμοδιψής, κακούργος. μοβόρικος -η -ο [λαϊκ.]. μοβόρικα (επίρρ.) [λαϊκ.]. Η ΑΕ λ. αἱμοβόρος σήμαινε αρχικά «αυτός που τρέφεται με αίμα», και προέρχεται από το αἷμα + βορά «τροφή». αιμοδότης ο, -ότρια η: πρόσωπο που προσφέρει ποσότητα από το αίμα του για μετάγγιση σε άρρωστο: εθελοντής ~. αιμοδοσία η. αιμοδοτικός -ή -ό. αιμορραγία η: 1 ΙΑΤΡ ροή αίματος έξω από το σώμα ή στο εσωτερικό του λόγω ρήξης αιμοφόρου αγγείου: εσωτερική / εξωτερική / ακατάσχετη ~. 2 (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: Οι δαπάνες για εξοπλισμούς προξενούν στη χώρα οικονομική ~. αιμορραγώ: (αμτβ.) έχω αιμορραγία. αιμορραγικός -ή -ό. αίνιγμα το: 1 σύντομο ερώτημα με ασαφή και παραπλανητική διατύπωση, που χρησιμοποιείται ως παιχνίδι, για την άσκηση της σκέψης: Του έβαλα ένα ~: «ψηλός ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει». 2 (μτφ.) κτ που δεν μπορούμε να καταλάβουμε ή να ερμηνεύσουμε εύκολα=μυστήριο, γρίφος: Η στάση του είναι ένα ~. σχ. επαινώ. αινιγματικός -ή -ό. αινιγματικά (επίρρ.). αινιγματικότητα η. αιολικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους Αιολείς ή με τη χώρα τους: ~ διάλεκτος / ποίηση. αιολικός2 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον άνεμο ως πηγή ενέργειας: ~ ενέργεια: ενέργεια που παράγεται από την αξιοποίηση του ανέμου (στους ανεμόμυλους, στα ιστιοφόρα κτλ.). ~ διάβρωση: ΓΕΩΛ διάβρωση των πετρωμάτων από τη δράση του ανέμου. Η λ. ανάγεται στον Αίολο, θεό των ανέμων. αίρεση η: 1 ΕΚΚΛ θρησκευτική διδασκαλία ή δοξασία που παρεκκλίνει από τα καθιερωμένα δόγματα μιας θρησκείας και καταδικάζεται από τους επίσημους φορείς της: Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες παρουσιάστηκαν πολλές ~. 2 (γενικ.) κάθε θεωρία που αποκλίνει από τις απόψεις που είναι καθιερωμένες ως ορθές στη φιλοσοφία, στην επιστήμη κτλ.: O τροτσκισμός θεωρήθηκε ~ από τους ορθόδοξους κομουνιστές. 3 [επίσ.] επιφύλαξη, σε εκφρ. όπως: υπό την ~: με την προϋπόθεση: Η πρότασή του έγινε δεκτή ~ της εξεύρεσης χρημάτων. υπό ~: σε εκκρεμότητα: Η δήλωση τίθεται ~ μέχρι να οριστικοποιηθεί. αιρετικός -ή -ό. αιρετικά (επίρρ.). αιρετός -ή -ό: [επίσ.] αυτός που εκλέγεται: ~ άρχοντας. Η λ. αίρεση προέρχεται από το AE αἱροῦμαι «εκλέγω, επιλέγω» και αρχικά σήμαινε «επιλογή», σημ. που περιορίστηκε στη συνέχεια στη σημ. «επιλογή διαφορετικού δόγματος» και τελικά «απόκλιση από τα καθιερωμένα». αίρω -ομαι • αόρ. ήρα, παθ. αόρ. ήρθην: [επίσ.] 1 (μτβ.) καταργώ, κάνω κτ να μην ισχύει: Λέγεται ότι θα αρθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. 2 παθ. σηκώνομαι, στην έκφρ. αίρομαι στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνομαι με επιτυχία σε όσα απαιτούν οι περιστάσεις. άρση η: 1 ανύψωση, σήκωμα: ~ των χεριών. ~ βαρών: ΑΘΛ αγώνισμα στο οποίο ο αθλητής σηκώνει βάρη με συγκεκριμένες κινήσεις: παγκόσμιος πρωταθλητής της ~. 2 κατάργηση: η ~ της μονιμότητας. Από το AE ἀείρω «σηκώνω, ανυψώνω». Με προθέσεις σχηματίζει σύνθετα όπως: εξαίρω, καθαίρω, ανεξάρτητος, συνάρτηση κτλ. αισθάνομαι:=νιώθω 1 (μτβ.) αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων: Αισθάνθηκα κάτι κρύο στην πλάτη. ~ δίψα. 2 (μτβ.) έχω κπ συναίσθημα: Δεν αισθάνεσαι αγωνία για τα αποτελέσματα; 3 (μτβ.) έχω την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι: Η γιαγιά δεν ~ όσα γίνονται γύρω της. 4 (μτβ.) έχω την εντύπωση, νομίζω: ~ ότι κάτι μου κρύβεις. 5 (μτβ.) προαισθάνομαι, διαισθάνομαι: ~ ότι κάτι δυσάρεστο θα συμβεί. 6 (αμτβ., + κατηγ.) βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση: ~ καλά / περίεργα / χαρούμενος / ξένος. αίσθημα το: 1 ΨΥΧ η εντύπωση που δημιουργείται από ερέθισμα που επιδρά στα αισθητήρια νεύρα: το ~ του ψύχους / του πόνου / της πείνας. 2 συναίσθημα: Τον κατευθύνουν τα ~ του. 3 αντίληψη για κτ ή ευαισθησία σχετικά με κτ: το ~ της ευθύνης. το κοινό περί δικαίου ~. 4 το ερωτικό συναίσθημα και (συνεκδ.) το ταίρι: Παντρεύτηκαν από ~. Συνάντησε ένα παλιό της ~. αισθηματικός -ή -ό. αισθηματίας ο: άνθρωπος ευαίσθητος, με έντονα συναισθήματα, τρυφερός ή εκδηλωτικός. αίσθηση η: 1 καθεμιά από τις λειτουργίες με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τα ερεθίσματα: η ~ της γεύσης / όρασης / ακοής / όσφρησης / αφής. χάνω τις αισθήσεις μου: λιποθυμώ. έκτη ~: η ικανότητα να προβλέπει κπ διαισθητικά τι πρόκειται να συμβεί. 2 ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς κτ: η ~ του χώρου/του χιούμορ. 3 η υποκειμενική εντύπωση που σχηματίζει κανείς για κτ: Το ταξίδι στη στεριά μου δίνει ~ ασφάλειας. 4 εντυπωσιασμός από κτ απροσδόκητο: Όσα είπε προκάλεσαν μεγάλη ~ στο ακροατήριο. αισθητήριος -α -ο: αυτός που έχει σχέση με τις αισθήσεις: ~ νεύρα / όργανα. αισθητήριο το: 1 καθένα από τα όργανα των αισθήσεων: Τα μάτια είναι το ~ της όρασης. 2 ικανότητα για προβλέψεις, για καίριες επιλογές ή για κρίση=αίσθηση, διαίσθηση: Το ~ του κοινού είναι αλάνθαστο. αισθητός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις: Η έκρηξη έγινε ~ σε μεγάλη έκταση.=αντιληπτός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι σημαντικός ή έντονος, ώστε να τον καταλαβαίνουμε: ~ βελτίωση του καιρού. ≠ ανεπαίσθητος. αισθητά (επίρρ. στη σημ. 2): Η ποιότητά τους είναι ~ κατώτερη. αισθητικός1-ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τις αισθήσεις: ~ νεύρο. αισθητική1 η: 1 ΦΙΛΟΣ κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με το ωραίο, ιδίως στην καλλιτεχνική δημιουργία. 2 η ιδιαίτερη φιλοσοφική θεωρία κάποιου ή κάποιων για το ωραίο ή για την τέχνη: η ~ του Πλάτωνα / του Kαντ. 3 ο ιδιαίτερος καλλιτεχνικός τρόπος έκφρασης: η ~ της Αναγέννησης. 4 το αποτέλεσμα της εφαρμογής των κανόνων της αισθητικής σε ένα αντικείμενο ή σε έναν χώρο: η ~ των κτιρίων. αισθητικός2 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αισθητική1: ~ αγωγή / αξία / συγκίνηση. αισθητικά (επίρρ.). αισθητική2 η: η επιστήμη που ασχολείται με τον καλλωπισμό του προσώπου ή του σώματος: ινστιτούτο αισθητικής. αισθητικός ο, η: πρόσωπο που έχει ειδικευτεί επιστημονικά στην αισθητική περιποίηση του προσώπου και του σώματος του ανθρώπου: Πήγα στην ~ για καθαρισμό προσώπου. αισθητικός3 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αισθητική2: ~ χειρουργική. αισιοδοξία η: 1 η τάση να βλέπει κανείς τον κόσμο ή τα γεγονότα από την ευχάριστη πλευρά τους, καθώς και η πεποίθηση ότι όλα θα έχουν ευνοϊκή έκβαση ≠ απαισιοδοξία: Του έχουν έρθει τόσες ατυχίες, και όμως διατηρεί την ~ του. 2 φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός και καθετί οδηγεί προς το καλό=οπτιμισμός ≠ πεσιμισμός. αισιόδοξος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία ≠ απαισιόδοξος. 2 αυτός που έχει ή εμπνέει ελπιδοφόρα προοπτική: ~ πρόβλεψη/άποψη. αισιόδοξα (επίρρ.). αισιοδοξώ: 1 (μτβ.) έχω την πεποίθηση ότι κτ θα έχει θετική έκβαση=ελπίζω, ευελπιστώ: ~ ότι θα κερδίσει τη δίκη. 2 (αμτβ.) έχω αισιόδοξη διάθεση: Οι γιατροί ~ για την πορεία του ασθενούς. αίσιος -α -ο: αυτός που έχει θετική κατάληξη ή οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα=ευτυχισμένος, καλός: ~ τέλος. αίσια & αισίως (επίρρ.). αίσχος το: 1 ντροπή που οφείλεται σε ανήθικη, άδικη ή κακή πράξη: Οι οπαδοί διαμαρτύρονταν για το ~ της διαιτησίας. 2 συνήθ. πληθ. ανήθικες πράξεις=αισχρότητα, αδιαντροπιά, χυδαιότητα: Μάθαμε για τα αίσχη σου. 3 (συνεκδ.) κτ πολύ κακό από ηθική ή αισθητική άποψη: Το βιβλίο ήταν ~! 4 (ως επιφ.) για δήλωση αποδοκιμασίας: Το κοινό όρθιο φώναζε «~! ~!». αισχροκέρδεια η: η επιδίωξη υπερβολικού κέρδους με παράνομα ή ανήθικα μέσα=κερδοσκοπία: Με την έλλειψη λαχανικών λόγω του παγετού παρουσιάστηκαν στην αγορά κρούσματα ~. αισχροκερδής -ής -ές. σχ. αγενής. αισχρός -ή -ό: αυτός που προσβάλλει την ηθική και την αξιοπρέπεια: Ξεστόμιζε ~ βρισιές. αισχρά (επίρρ.). αισχρότητα η. αίτηση η: επίσημη γραπτή αναφορά σε υπηρεσία, με την οποία ζητείται κτ (ικανοποίηση νόμιμου δικαιώματος, πιστοποίηση στοιχείων κτλ.), και (συνεκδ.) το τυποποιημένο έντυπο στο οποίο αυτή διατυπώνεται γραπτά: Υπέβαλε ~ για έκδοση πιστοποιητικού γέννησης. Πάρτε μια ~ και συμπληρώστε την! αίτημα το: κτ που ζητάει κπ με επίσημο τρόπο, προφορικά ή γραπτά: Ο υπουργός υποσχέθηκε ότι θα ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των απεργών.=απαίτηση, διεκδίκηση. αιτούμαι • μόνο στον ενστ.: [επίσ.] (μτβ.) ζητώ: Αιτούμαι αδείας. αιτών ο, αιτούσα η: [επίσ.] πρόσωπο που ζητά κτ σε επίσημο έγγραφο: Ο ~ υπογράφει στο κάτω μέρος της σελίδας. αιτία η: 1 κάθε ενέργεια, γεγονός ή φαινόμενο από το οποίο απορρέει ένα αποτέλεσμα=αίτιο: ~ για την απουσία της ήταν μια αρρώστια. 2 (καταχρ.) ό,τι προβάλλεται ως αιτία =αφορμή, πρόφαση: Ψάχνει ~ για καβγά. 3 η ευθύνη για κτ κακό, καθώς και (συνεκδ.) το πρόσωπο που έχει την ευθύνη: Μου ρίχνεις άδικα την ~ για κτ που δεν έχω κάνει. αίτιος ο: πρόσωπο που έχει προκαλέσει ένα γεγονός συνήθως δυσάρεστο: ~ του δυστυχήματος ήταν ο οδηγός του φορτηγού.=υπαίτιος, υπεύθυνος, ένοχος. αίτιο το=αιτία. αιτιώδης -ης -ες. σχ. αγενής. Διαφορετική από την αιτία είναι η αφορμή, δηλαδή το τυχαίο περιστατικό που προβάλλεται ως αιτία, για να δικαιολογηθεί κάτι, ενώ η πραγματική αιτία είναι διαφορετική. αιτιολογώ -ούμαι: (μτβ.) 1 ανιχνεύω και διατυπώνω τα αίτια φαινομένου, γεγονότος κτλ.: Οι ειδικοί προσπαθούν να αιτιολογήσουν την έκρηξη της εγκληματικότητας. 2 στηρίζω κτ με λογικά επιχειρήματα: Η απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.=τεκμηριώνω. αιτιολόγηση η. αιτιολογία η. αιτιολογικός -ή -ό. Το αιτιολογώ διαφέρει από το δικαιολογώ («συμφωνώ με τους λόγους κπ συμπεριφοράς ή τάσσομαι με το μέρος κπ άποψης»): αιτιολογώ την έκρηξη του πολέμου σημαίνει «διατυπώνω τα αίτια που προξένησαν τον πόλεμο», ενώ δικαιολογώ την έκρηξη του πολέμου σημαίνει «δίνω δίκιο σ’ εκείνους που προκάλεσαν τον πόλεμο». αιφνιδιάζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ έκπληξη και αμηχανία σε κπ με απροσδόκητη ενέργεια= ξαφνιάζω, εκπλήσσω: Με ένα ξαφνικό σουτ αιφνιδίασε την άμυνα των αντιπάλων. αιφνιδιασμός ο. αιφνίδιος -α -ο=ξαφνικός. αιφνίδια & [επίσ.] αιφνιδίως (επίρρ.). Από το λόγ. επίρρ. αἴφνης που σημαίνει «ξαφνικά». αιχμάλωτος -η -ο: 1 αυτός που του έχουν αφαιρέσει την ελευθερία του με τη βία ≠ ελεύθερος: ~ στρατιώτης/αγρίμι. 2 (μτφ., κυρ. για πρόσ.) αυτός που εξαρτάται ψυχικά, πνευματικά ή υλικά από κπ ή κτ άλλο=δέσμιος, έρμαιο, υποχείριο: Ήταν ~ του πάθους της χαρτοπαιξίας. αιχμάλωτος ο: πρόσωπο που συλλαμβάνεται από τους εχθρούς στον πόλεμο: ~ πολέμου. Έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους στη διάρκεια της μάχης. αιχμαλωτίζω -ομαι (μτβ.) ≠ ελευθερώνω, απελευθερώνω. αιχμαλωσία η. αιχμή η: 1 μυτερό άκρο εργαλείου ή όπλου: Το κρητικό μαχαίρι έχει μία κόψη και καταλήγει σε ~. ~ του δόρατος: (μτφ.) το πιο δυνατό σημείο μιας στρατηγικής: Ο αγροτικός τομέας αποτελεί την ~ για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. 2 (μτφ.) φράση που κρύβει κατηγορία εναντίον κπ: Στον λόγο του άφησε αιχμές κατά του υπουργού για την αποτυχία του σχεδίου. 3 (μτφ.) το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο φτάνει κτ: Στόχος της εταιρείας είναι να παραμείνει στην ~ της τεχνολογίας. ώρες αιχμής: ώρες με την περισσότερη κυκλοφοριακή κίνηση. αιχμηρός -ή -ό: 1 αυτός που καταλήγει σε αιχμή ≠ αμβλύς: Η άκρη μιας βελόνας είναι ~. 2 αυτός που ασκεί έντονα αρνητική κριτική: Τα ~ σχόλια κατά του προέδρου προκάλεσαν αντιδράσεις. αιχμηρότητα η. αιώνας ο: 1 χρονική περίοδος εκατό ετών= εκατονταετία. 2 απροσδιόριστα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: Έναν ~ κάναμε να σε δούμε. 3 χρονική περίοδος με ξεχωριστή ιστορική ταυτότητα=εποχή: ο χρυσός ~ του Περικλή. 4 ΓΕΩΛ υποδιαίρεση του χρόνου κατά τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη =εποχή: γεωλογικός ~. αιώνιος -α -ο: αυτός που διαρκεί, ισχύει, έχει μια ιδιότητα κτλ. για πάντα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ νεότητα / φοιτητής / φιλία / πρόβλημα. αιώνια & [επίσ.] αιωνίως (επίρρ.). αιωνιότητα η: η ιδιότητα του αιώνιου ή πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. αιωνόβιος -α -ο: αυτός που ζει ή υπάρχει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ άνθρωπος / δέντρο. αιωρούμαι: (αμτβ.) 1 (για πράγ.) κινούμαι αργά και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση στον αέρα ή στο νερό: Σωματίδια ~ μέσα στο νερό. 2 (μτφ., για κακό που πρόκειται να συμβεί) υπάρχω ως απειλή: ~ πάνω από την επιχείρηση το ενδεχόμενο της πτώχευσης.=πλανιέμαι, διαφαίνομαι. αιώρηση η. ακαδημία η: 1 Ακαδημία: ανώτατο κρατικό ίδρυμα που προωθεί την καλλιέργεια των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών: ~ Αθηνών. Γαλλική ~. 2 ονομασία διάφορων επιστημονικών εταιρειών και μορφωτικών ιδρυμάτων: ~ Kαλών Tεχνών. Παιδαγωγική ~. 3 ΦΙΛΟΣ φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων, η οποία πήρε το όνομά της από την τοποθεσία που στεγαζόταν, το άλσος του Ακαδήμου. ακαδημαϊκός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την Aκαδημία: ~ βραβεία/εκδόσεις. 2 αυτός που σχετίζεται με το πανεπιστήμιο: Θα ακολουθήσει ~ καριέρα. ~ έτος. ~ τίτλος: πτυχίο. 3 αυτός που γίνεται σε γενικό, θεωρητικό επίπεδο: ~ συζήτηση κάναμε, για να περάσει η ώρα. 4 αυτός που ακολουθεί τους κλασικούς κανόνες της τέχνης: ~ τεχνοτροπία / ζωγραφική. ακαδημαϊκά (επίρρ. στη σημ. 3) =θεωρητικά: Συζητούμε το θέμα εντελώς ~. ακαδημαϊκός ο, η: τακτικό μέλος της Aκαδημίας: Η ποιήτρια Κική Δημουλά εξελέγη ~. ακαμάτης ο, -ισσα & -τρα η: [παρωχ.] αυτός που αποφεύγει τη δουλειά=τεμπέλης. σχ. ακάματος. ακάματος -η -ο: αυτός που δεν κουράζεται= ακαταπόνητος, άοκνος: ~ ερευνητής. ακάματα (επίρρ.). Προσοχή στην αντίθετη σημασία των δύο σχεδόν ομόηχων λέξεων ακάματος και ακαμάτης! ακατάστατος -η -ο: 1 αυτός που δεν τακτοποιεί τα πράγματά του, δε συγυρίζει τον χώρο του ≠ τακτικός: Eίναι πολύ ~, το δωμάτιό του είναι πάντοτε άνω κάτω. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή γίνεται χωρίς πρόγραμμα: ~ δωμάτιο. ≠ τακτικός. Κοιμάται και τρώει σε ~ ώρες. ≠ τακτός. ακατάστατα (επίρρ.). ακαταστασία η=αταξία ≠ τάξη. ακέραιος -η & [επίσ.] ακεραία -ο: 1 αυτός που δεν του έχει αφαιρεθεί τίποτα=ολόκληρος: Λόγω ματαίωσης της πτήσης, οι επιβάτες έλαβαν ~ το αντίτιμο του εισιτηρίου. στο ~: χωρίς παραλείψεις. 2 αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη από το πέρασμα του χρόνου ή από ατύχημα: Το βυζαντινό φρούριο σωζόταν ~ σχεδόν ως τις αρχές του 20ού αιώνα. 3 αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές της τιμιότητας και της ειλικρίνειας=έντιμος, αδέκαστος: Είναι ~ χαρακτήρας, γι’ αυτό όλοι τον σέβονται και τον εκτιμούν. 4 ~ αριθμός: ΜΑΘ αριθμός που δεν είναι κλασματικός: Οι αριθμοί 5, 0 και -8 είναι ~. ακέραια (επίρρ.). ακεραιότητα η. ακίνητος -η -ο: 1 αυτός που δεν αλλάζει θέση μέσα στον χώρο: Οι απλανείς αστέρες παραμένουν ~ στο διάστημα. ~ ή πυροβολώ! 2 αυτός που είναι αναπόσπαστος από το έδαφος και δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταφερθεί ≠ κινητός: ~ περιουσία. ακίνητο το: οικοδόμημα ή τεμάχιο εδάφους ως περιουσιακό στοιχείο: Έχει μεγάλη περιουσία σε ακίνητα. ακινησία η ≠ κίνηση. Ακίνητος (= ασάλευτος) είναι αυτός που δεν κινείται, έστω κι αν μπορεί να το κάνει, ενώ κινητός (≠ σταθερός) είναι αυτός που μπορεί να (μετα)κινείται ή που η κίνηση είναι μια από τις κύριες ιδιότητές του: κινητό τηλέφωνο, κινητή γέφυρα. ακμή η: 1 το ανώτατο σημείο ανάπτυξης ≠ παρακμή: ~ της καριέρας / της δόξας / του πολιτισμού.=άνθηση. 2 ΓΕΩΜ η ευθεία γραμμή στην οποία τέμνονται δύο επίπεδα: Η πυραμίδα έχει οχτώ ακμές. 3 ΙΑΤΡ δερματικά εξανθήματα που εμφανίζονται κυρίως στο πρόσωπο των εφήβων=μπιμπίκια. ακμάζω: (αμτβ.) βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο ανάπτυξης: Τον 5ο αιώνα π.Χ. άκμασαν στην Αθήνα οι τέχνες και τα γράμματα.=ευδοκιμώ, ανθώ. ακμαίος -α -ο. ακολουθώ -ούμαι: (μτβ.) 1 (& με παράλ. αντικ.) κινούμαι πίσω από κπ ή κτ προς την ίδια κατεύθυνση ≠ προηγούμαι, προπορεύομαι: Προχώρα, και εγώ σε ~. 2 (& με παράλ. αντικ.) έρχομαι μετά από κπ ή κτ άλλο (σε χρόνο, σειρά, τάξη)=διαδέχομαι ≠ προηγούμαι: Σας ετοιμάζουμε μια έκπληξη στο τεύχος που θα ακολουθήσει. Τη συννεφιά ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή. 3 κινούμαι προς κπ κατεύθυνση: Θα ακολουθήσετε αυτό τον δρόμο και θα βγείτε σε μια πλατεία. 4 συμμορφώνομαι με κτ: Δεν ακολούθησε τις οδηγίες του γιατρού.=εφαρμόζω, υιοθετώ. 5 (μτφ.) αρχίζω και συνεχίζω ένα επάγγελμα, μια δραστηριότητα: Σκέφτομαι να ακολουθήσω θετικές επιστήμες. ακολουθία η: 1 αδιάσπαστη διαδοχή πραγμάτων, εννοιών, γεγονότων ή καταστάσεων=αλληλουχία, ειρμός ≠ ανακολουθία. 2 ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν υψηλό πρόσωπο=συνοδεία: Ο Πρόεδρος ήρθε με την ~ του. 3 ΕΚΚΛ ιεροτελεστία που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο τυπικό: η ~ του εσπερινού / του όρθρου. ακόλουθος -η -ο: αυτός που ακολουθεί. ακολούθως (επίρρ.): στη συνέχεια: Παρέλαβε την πρόταση, η οποία ~ θα αξιολογηθεί. ακόλουθος ο, η: μέλος ακολουθίας (σημ. 2). ακόμη & ακόμα (επίρρ.): 1 ως τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή: Eίναι ~ στη δουλειά. (κι) ~ να: για ενέργεια που καθυστερεί να πραγματο- ποιηθεί: Τον περιμέναμε από το πρωί· βράδιασε, κι ~ να φανεί. 2 επιπλέον, περισσότερο: Bάλε λίγο κρασί ~! Θα ήθελα να προσθέσω κτ ~. Ευτυχώς που προλάβαμε· λίγο ~ και θα χάναμε το αεροπλάνο! 3 για έμφαση: ~ δεν: ~ δεν ήρθες και θέλεις να φύγεις; ~ και: Αυτό το κρασί ~ νεκρούς ανασταίνει. ακονίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω πιο κοφτερή την κόψη ενός μεταλλικού κοπτικού οργάνου= τροχίζω: ακονισμένο ψαλίδι/μαχαίρι. 2 (μτφ.) οξύνω, εξασκώ: Παιχνίδια που ~ το μυαλό. άκοπος1 -η -ο : αυτός που δεν έχει κοπεί ≠ κομμένος: Tα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα. άκοπος2 -η -ο: αυτός που δεν απαιτεί κόπο για να γίνει=ξεκούραστος ≠ κοπιαστικός, κοπιώδης: Η δουλειά είναι εύκολη κι ~. άκοπα (επίρρ.). ακουμπώ & -άω -ιέμαι • μππ. ακουμπισμένος: 1 (αμτβ.) α. έρχομαι σε πλάγια, καθιστή ή ξαπλωτή θέση, για να στηριχτώ ή να ξεκουραστώ: Ακούμπησε στον τοίχο με την πλάτη και περίμενε. β. έρχομαι σε επαφή με κτ άλλο: Βλέπουμε τα ερείπια ενός κτιρίου που ακουμπούσε στο τείχος. γ. (μτφ.) βασίζομαι στην οικονομική, πολιτική ή ψυχολογική βοήθεια κπ: Ακούμπα πάνω μου και όλα θα φτιάξουν! 2 (μτβ.) α. βάζω κτ σε πλάγια θέση ή πάνω σε κτ άλλο, συνήθως προσωρινά: Ακούμπησε το κουτί στο κρεβάτι. β. βάζω μέλος του σώματός μου πάνω σε κπ ή κτ άλλο=αγγίζω: Ακούμπησε με την παλάμη της το μέτωπό του. γ. [μειωτ.] (μτφ.) δίνω χρήματα για κπ σκοπό: Ακούμπησε τις οικονομίες μιας ζωής στη ρουλέτα και καταστράφηκε. ακούω -(γ)ομαι: (μτβ.) 1 (με παράλ. αντικ.) έχω την αίσθηση της ακοής: Η γιαγιά φόρεσε ακουστικά και τώρα ~ μια χαρά. 2 αντιλαμβάνομαι ήχο: Διαβάζεις ακούγοντας μουσική; Ακούγονται βροντές από μακριά. 3 μαθαίνω έμμεσα, από φήμες: Άκουσα ότι θα πάτε ταξίδι - είναι αλήθεια; 4 ακολουθώ τις υποδείξεις κπ=υπακούω: Δεν ακούει κανέναν. 5 δίνω σημασία: Mην ακούτε τι λέει ο κόσμος. ακούγεται: απρόσ. διαδίδεται: ~ ότι θα γίνει ανασχηματισμός. ακοή η: η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους με τα αυτιά μας. άκουσμα το. ακουστός -ή -ό: αυτός που έχει ακουστεί. ακουστά (επίρρ.). ακουστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την ακοή. ακουστικά (επίρρ.). ακουστική η: κλάδος της Φυσικής που μελετά τα ακουστικά φαινόμενα. ακουστικό το: συσκευή που τοποθετείται στο αυτί για την ενίσχυση της ακοής ή τη μετάδοση ηχητικών σημάτων: ~ βαρυκοΐας / κασετόφωνου. ακουστικότητα η. άκρη η: 1 τελευταίο σημείο ή τμήμα αντικειμένου, έκτασης κτλ. ≠ μέση: Σταμάτησε στην ~ του δρόμου. 2 απόμερο σημείο, γωνιά: Tραβήχτηκε σε μια ~ του δωματίου. ακριανός & ακρινός -ή -ό: αυτός που βρίσκεται στην άκρη ενός χώρου, μιας σειράς ≠ μεσαίος: Τα κεντρικά καθίσματα στο σινεμά είναι προτιμότερα από τα ~. ακριβής -ής -ές: (για μέγεθος ή ποσότητα) αυτός που έχει σαφήνεια και ορθότητα ≠ ανακριβής, ασαφής: ~ πληροφορία/ορισμός. σχ. αγενής. ακριβώς (επίρρ.): ≠ περίπου: Πόσα ~ πλήρωσες; ακρίβεια1 η. σχ. ακριβός. ακριβός -ή -ό: αυτός που κοστίζει πολύ ≠ φτηνός. ακριβά (επίρρ.) ≠ φτηνά. ακριβαίνω • αόρ. ακρίβυνα: ≠ φτηναίνω 1 (για εμπορεύματα, αμτβ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Το γάλα έχει ακριβύνει. 2 (μτβ.) αυξάνω την τιμή πώλησης εμπορεύματος: Οι εταιρείες ακρίβυναν το πετρέλαιο. 3 (αμτβ.) γίνομαι δαπανηρός: Η ζωή ακριβαίνει όλο και πιο πολύ. ακρίβεια2 η. Προσοχή: η ακρίβεια που παράγεται από το ακριβός προφέρεται ακρί-βεια, ενώ η ακρίβεια που παράγεται από το ακριβής ακρί-βει-α. άκρο το: 1 το τελευταίο σημείο ή τμήμα πράγματος=άκρη: Το γήπεδο βρίσκεται στο δυτικό ~ της πόλης. απ΄ άκρου εις άκρον: σε όλη την έκταση: Εξερεύνησε το νησί ~. άκρον άωτον: υπέρτατο σημείο, ζενίθ: Είναι το ~ του θράσους. 2 ΑΝΑΤ χέρι ή πόδι: άνω ~: χέρι. κάτω ~: πόδι. 3 πληθ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, υπερβολή: Είναι άνθρωπος των ~, ενεργεί χωρίς μέτρο. άκρος -α -ο: 1 αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό=απόλυτος: Επικρατούσε άκρα σιωπή, τίποτα δεν ακουγόταν. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από υπερβολή ή εκφράζει ακραίες θέσεις: άκρα δεξιά / αριστερά. άκρως (επίρρ.): πάρα πολύ, εντελώς: Η υπόθεση είναι ~ εμπιστευτική. ακραίος -α -ο: 1 αυτός που βρίσκεται στο έσχατο όριο ενός χώρου: ~ σημείο / περιοχή. 2 αυτός που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, ο υπερβολικός: ~ καιρικά φαινόμενα / άποψη / πολιτική / συμπεριφορά. ακραία (επίρρ. στη σημ. 2). ακρωτήριο & ακρωτήρι το: στενό και μακρύ τμήμα ξηράς που εξέχει προς τη θάλασσα (πρβ. χερσόνησος). ακτή η: άκρη της ξηράς που βρέχεται από θάλασσα: Tο πλοίο προσάραξε στις βόρειες ~ του νησιού. ακτίνα & (σημ. 1) αχτίνα & αχτίδα η: 1 γραμμή φωτός που εκπέμπεται από φωτεινό σώμα: οι ~ του ήλιου. 2 ΓΕΩΜ ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο κύκλου με οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειάς του. 3 καθεμία από τις ίδιου μήκους ράβδους που συνδέουν τον άξονα ενός τροχού με τη στεφάνη του: οι ~ της ρόδας του ποδηλάτου. 4 ΦΥΣ η ίδια η ακτινοβολία: υπεριώδεις ~. ακτίνες X. 5 (μτφ.) απόσταση: Η φωτιά εξαπλώθηκε σε ~ δέκα στρεμμάτων. ακτινοβολώ -ούμαι: 1 (αμτβ., για υλικό σώμα) εκπέμπω φωτεινές ακτίνες=φέγγω, λάμπω: Τα αστέρια ακτινοβολούσαν. 2 (μτβ., για υλικό σώμα) εκπέμπω ακτίνες ή ακτινοβολία: Το τζάκι ~ θερμότητα. 3 (μτφ., αμτβ., για πρόσ.) λάμπω από χαρά: Το νιόπαντρο ζευγάρι ακτινοβολούσε από ευτυχία. 4 (μτφ., αμτβ., κυρ. για πρόσ.) έχω κύρος ή πολύ θετική φήμη, αναγνώριση της αξίας μου: Το πνεύμα του ~. ακτινοβόληση η. ακτινοβολία η. ακτινοβόλος -ος -ο. άκυρος -η -ο: αυτός που δεν έχει νόμιμη ισχύ ≠ έγκυρος: ~ διαθήκη/εκλογή/απόφαση/ψηφοδέλτιο. ακυρότητα η. ακυρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καθιστώ κτ άκυρο, θεωρώ ότι δεν έχει νόμιμη ισχύ, γιατί έγινε κατά παράβαση νόμου ή κανόνα: Ο διαγωνισμός ακυρώθηκε, γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία. 2 ματαιώνω κτ προκαθορισμένο: ~ ένα ραντεβού. 3 (σε μέσα μαζικής μεταφοράς) σφραγίζω εισιτήριο σε ειδικό μηχάνημα. ακύρωση η. ακυρωτικός -ή -ό. ακυρωτικά (επίρρ.). αλαζόνας ο: πρόσωπο που θεωρεί ή παρουσιάζει τον εαυτό του ως ανώτερο από άλλους=υπερόπτης ≠ ταπεινός, σεμνός: Η μεγάλη δόξα και το χρήμα τον έκαναν ~. αλαζονεία η: υπεροπτική συμπεριφορά=έπαρση: η ~ της εξουσίας. αλαζονικός -ή -ό. αλαζονικά (επίρρ.). αλάτι το: 1 κρυσταλλική ουσία, με αλμυρή γεύση, που υπάρχει ως συστατικό του θαλασσινού νερού ή ως ορυκτό και χρησιμοποιείται στη μαγειρική: Bάζω ~ στο φαγητό. 2 (μτφ.) κτ που προσδίδει ενδιαφέρον: Το χιούμορ είναι το ~ της ζωής. αλατίζω -ομαι (μτβ.). αλάτισμα το. άλγεβρα η: 1 ΜΑΘ κλάδος των μαθηματικών που μελετά τις ιδιότητες των αριθμών και των πράξεων, καθώς και τις μαθηματικές εξισώσεις και τις μεθόδους επίλυσής τους. 2 το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. αλγεβρικός -ή - ό. αλγεβρικά (επίρρ.). αλείφω & αλείβω -ομαι • μππ. αλειμμένος: (μτβ.) απλώνω λιπαρή ή ρευστή ουσία επάνω σε επιφάνεια: Αλείφουμε το ταψί με βούτυρο. αλοιφή η: λιπαρή ουσία που απλώνουμε στο δέρμα μας για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς λόγους: ~ για τα σπυράκια. Το αλείφω γράφεται με ει, όμως το αλοιφή με οι. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αμείβω - αμοιβή. Το φωνήεν μιας ρίζας ή του θέματος μιας λέξης ενδέχεται να μεταβάλλεται κατά τις διαδικασίες της παραγωγής και της σύνθεσης: π.χ. λέγω-λόγος, μένω-μόνος, λείπω-λοιπόν. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται γενικά «μετάπτωση» ή «ετεροίωση». αλήθεια η • γεν. & [λόγ.] αληθείας: ≠ ψέμα, ψευτιά 1 ό,τι είναι σύμφωνο με την πραγματικότητα: Ορκίζομαι να πω την ~! 2 η ίδια η πραγματικότητα ή κτ που είναι γενικά αποδεκτό: Αυτή είναι η πικρή ~. 3 αρχή που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή που μπορεί να επαληθευτεί με βάση την εμπειρία ή τη λογική: επιστημονική / φιλοσοφική ~. 4 (ως επίρρ.) αληθινά, πράγματι: ~, εσύ θα έρθεις; αληθινός -ή -ό:=πραγματικός 1 αυτός που είναι σύμφωνος με την αλήθεια. 2 αυτός που είναι γνήσιος ≠ ψεύτικος, τεχνητός: ~ μαργαριτάρια / λουλούδια. 3 αυτός που δεν είναι προσποιητός: ~ ενδιαφέρον / χαρά=ειλικρινής ≠ υποκριτικός. 4 αυτός που έχει σε ανώτατο βαθμό ένα θετικό γνώρισμα: Είναι μια ~ ηθοποιός!=σωστός. αληθινά (επίρρ.). αληθεύω (αμτβ.). αληθής -ής -ές ≠ ψεύτικος. σχ. αγενής. αληθώς (επίρρ.). Αντίθετο με την αλήθεια είναι το ψέμα, με το οποίο παραποιούμε ή αποκρύπτουμε συνειδητά την πραγματικότητα, την οποία ωστόσο γνωρίζουμε. Αντίθετη με την αλήθεια είναι και η πλάνη, μόνο που αυτή είναι μια θέση που πιστεύουμε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ αυτό δε συμβαίνει. αλήτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο χωρίς μόνιμη εργασία και κατοικία, που περιφέρεται στους δρόμους: Γυρίζει στους δρόμους σαν ~. 2 πρόσωπο με απρεπή συμπεριφορά ή χαμηλού ήθους: Bρίζει σαν ~. Τον εμπιστεύθηκα και με ξεγέλασε ο ~! αλητάκι το & αλητάκος ο: παιδί που τριγυρίζει στους δρόμους και κάνει μικροαδικήματα. αλητεία η: 1 περιπλάνηση, χωρίς σταθερή διαμονή και εξασφαλισμένα μέσα διατροφής: H αστυνομία τον συνέλαβε με την κατηγορία της αλητείας. Παράτησε σπίτι και δουλειά και το έριξε στην ~. 2 (συνεκδ.) αλήτες: Σ’ αυτό το πάρκο μαζεύεται όλη η ~. αλητεύω (αμτβ.). αλιεύω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) ψαρεύω. αλιεία η: [επίσ.] ψάρεμα. αλιευτικός -ή -ό. αλιευτικό το: σκάφος για αλιεία. Από το AE ἅλς «θάλασσα». αλίμονο (επιφ.): (συνήθ. + αδύν. τ. γεν. της προσωπ. αντων.) 1 για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία, απόγνωση: ~, τι θα απογίνω η δύστυχη! 2 για απειλή: Aλίμονό σου, αν ξαναπείς ψέματα! 3 για να δηλώσουμε ότι θεωρούμε κτ αδιανόητο, απαράδεκτο: ~ αν εμπιστεύεσαι τον καθέναν! αλκοόλ το=οινόπνευμα. αλκοολούχος -ος -ο= οινοπνευματώδης. σχ. έχω. αλκοολικός -ή -ό. αλκοολικός ο, -ή & -ιά η: πρόσωπο που πάσχει από αλκοολισμό. αλκοολισμός ο: χρόνια εξάρτηση από οινοπνευματώδη ποτά. αλλά (σύνδ.): 1 συνδέει προτάσεις, φράσεις ή λέξεις που δηλώνουν κτ αντίθετο ή διαφορετικό: Είναι χαζή, ~ ωραία. Προσπαθεί, ~ δεν τα καταφέρνει.=όμως, μα. 2 (συνήθ. μετά το όχι μόνο/απλά) δηλώνει κτ πρόσθετο και πιο σημαντικό από ό,τι έχει προαναφερθεί: Θέλει όχι απλά να περάσει στο πανεπιστήμιο, ~ να μπει και πρώτος!=μα. 3 (σε διάλογο) δηλώνει αλλαγή θέματος: ~ ας δούμε και την επόμενη είδηση! αλλάζω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ να είναι διαφορετικό από ό,τι ήταν=μεταβάλλω: Μας άλλαξαν το πρόγραμμα της εβδομάδας. 2 (αμτβ.) γίνομαι διαφορετικός=μεταβάλλομαι: Η γειτονιά μας έχει αλλάξει πολύ. 3 (μτβ.) αντικαθιστώ κτ με κτ άλλο: Άλλαξα κινητό και πήρα καλύτερο. 4 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) φοράω ή βάζω σε κπ άλλα ρούχα: Άλλαξε τη μπλούζα σου, αυτή λερώθηκε! Άλλαξα και βγήκα. Το άλλαξες το μωρό; 5 (μτβ.) δίνω κτ και παίρνω κτ όμοιο=ανταλλάσσω: Αλλάξαμε τσάντες. αλλαγή η. άλλαγμα το (κυρ. στις σημ. 3 - 5). αλλαξιά η: καθαρά ρούχα για άλλαγμα. αλλεργία η: ΙΑΤΡ παθολογική αντίδραση του οργανισμού σε διάφορες ουσίες, που εκδηλώνεται με εξανθήματα, φαγούρα, φτάρνισμα, πρήξιμο κτλ.: Η γύρη των λουλουδιών προκαλεί ~. αλλεργικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αλλεργία: ~ εξάνθημα/άσθμα/σοκ/σύμπτωμα. αλλεργικός ο, -ή, η: πρόσωπο που πάσχει από αλλεργία: Eίναι ~ στη σκόνη. αλλεργικά (επίρρ.). αλλεργιογόνος -ος -ο: αυτός που προκαλεί αλλεργική αντίδραση: ~ ουσίες / τροφές. αλληγορία η: χρήση συμβολισμών και μεταφορών στην αφήγηση για να δηλωθούν με απλό και παραστατικό τρόπο δύσκολα νοήματα: Στα παραμύθια υπάρχουν συχνά αλληγορίες. αλληγορικός -ή -ό. αλληγορικά (επίρρ.). αλλήθωρος -η -ο: αυτός που τα μάτια του δείχνουν να κοιτούν αλλού από εκεί που πράγματι βλέπουν. αλληθωρίζω: (αμτβ.) 1 το ένα ή και τα δύο μάτια μου δείχνουν να κοιτούν αλλού από εκεί που πράγματι βλέπω: ~ τόσο, που δεν καταλαβαίνεις αν σε κοιτάει. 2 (μτφ.) [λαϊκ.] αποκτώ έντονο βλέμμα λόγω κπ συναισθήματος ή ανάγκης: Αλληθώρισαν τα μάτια τους μπροστά σε τόσα φαγητά και δώρα. αλληθώρισμα το. Από τις λ. άλλος + θωρώ «βλέπω». αλληλεγγύη η: σχέση αμοιβαίας ηθικής ή υλικής υποστήριξης μεταξύ ατόμων ή ομάδων=αλληλοβοήθεια: Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που απολύθηκαν. αλληλέγγυος -α -ο: αυτός που είναι πρόθυμος να συμπαρασταθεί σε κπ: Όλοι οι πολίτες τάσσονται ~ προς τους πολιτικούς πρόσφυγες. αλληλο- αλληλ- & αλληλό-: πρόθημα λόγιας προέλευσης (από την αντων. ἀλλήλων) που δηλώνει αμοιβαιότητα ανάμεσα σε πρόσωπα ή σύνολα: Αλληλεπιδρούν (επιδρούν ο ένας στον άλλο).
αλληλογραφώ: ανταλλάσσω επιστολές με κπ: ~ με τους φίλους μου στο εξωτερικό. αλληλογραφία η: 1 επικοινωνία με ανταλλαγή επιστολών: Με την Ιταλίδα φίλη μου διατηρούμε πυκνή ~. 2 το σύνολο των επιστολών: Kάθε πρωί παίρνει την ~ της. αλλιώς (επίρρ.): 1 με άλλο, με διαφορετικό τρόπο=διαφορετικά: Aν μπορείς, κάνε κι ~!. 2 σε αντίθετη περίπτωση=ειδεμή, ειδάλλως: Θα πληρώσεις αυτά που χρωστάς, ~ θα πας φυλακή. αλλιώτικος -η -ο:=διαφορετικός 1 αυτός που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κπ ή κτ άλλο: Η φωνή του μου φάνηκε ~ στο τηλέφωνο. 2 αυτός που διαφέρει από το συνηθισμένο: Το φέρσιμό του σήμερα ήταν ~. αλλιώτικα (επίρρ.): με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά. αλλοδαπός -ή -ό: αυτός που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται=ξένος ≠ ημεδαπός: ~ φοιτητής/εργάτης. αλλοδαπός ο, αλλοδαπή1 η: πρόσωπο αλλοδαπό ≠ ημεδαπός: άδεια παραμονής αλλοδαπού. αλλοδαπή2 η: [επίσ.] το εξωτερικό: Σπούδασε στην ~. άλλοθι το • άκλ.: 1 ΝΟΜ βεβαίωση κατηγορούμενου ότι βρισκόταν αλλού τη στιγμή που διαπράχτηκε το έγκλημα: O κατηγορούμενος πρόβαλε αδιάσειστο ~ και αθωώθηκε. 2 (μτφ.) δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος για να αντιμετωπίσει μια κατηγορία: Mε ~ τα άσχημα παιδικά του χρόνια απαιτούσε την ανοχή μας στην αγένειά του. Η λ. ἄλλοθι στα AE ελλ. ήταν επίρρ. και σήμαινε «αλλού». αλλοιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 προκαλώ σε κτ μεταβολές προς το χειρότερο: Μην ~ αυτά που είπα.=παραποιώ, διαστρεβλώνω. 2 (ειδικότ. για τρόφιμα) προκαλώ αποσύνθεση=χαλάω: Βρέθηκαν στις αποθήκες του αλλοιωμένα κρέατα. αλλοίωση η. άλλος -η -ο (αντων. αόρ.) • εν. γεν. άλλου -ης -ου & [προφ.] αλλουνού -ής -ού, πληθ. γεν. άλλων & [προφ.] αλλωνών, αιτ. αρσ. άλλους & [σπάν., προφ.] αλλουνούς: αναφέρεται σε 1 κπ ή κτ αντίστοιχο ή παρόμοιο με κπ ή κτ που έχει αναφερθεί ή εννοείται: Δεν μπορώ σήμερα - να κανονίσουμε μια ~ μέρα. ~ πράγμα είπα εγώ, ~ κατάλαβες εσύ! άλλ’ αντ’ άλλων: για κτ διαφορετικό από αυτό που έπρεπε κανονικά να συμβαίνει: ~ σφύριζε ο προπονητής: έδωσε πέναλτι εκεί που δεν υπήρχε ούτε φάουλ! 2 κπ ή κτ πρόσθετο ή συμπληρωματικό: Δε θέλω ~ φαγητό, χόρτασα! 3 πληθ. (με άρθρο) ό,τι απομένει από ένα σύνολο=υπόλοιποι: Πήρα δύο εισιτήρια και τα ~ τα άφησα στο τραπέζι. εκτός των άλλων / [επίσ.] συν τοις άλλοις: επιπλέον αυτών που έχουν ήδη αναφερθεί. το δίχως άλλο: σίγουρα, χωρίς αμφιβολία. 4 (χωρίς άρθρο) κπ ή κτ που έχει αλλάξει=διαφορετικός, αλλιώτικος: ~ άνθρωπος έγινε με τη δίαιτα. 5 (σε χρον. εκφρ.) στιγμή ή διάστημα που ακολουθεί αυτό που έχει αναφερθεί ή εννοείται=επόμενος: Θα βρεθούμε τον ~ μήνα. Ήρθε το Σάββατο και την ~ μέρα έφυγε. αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. άλλο (επίρρ., σε ερωτημ. ή αρν. πρότ.) 1 πια: Δεν αντέχω ~, κουράστηκα! 2 επιπλέον: Δεν μπορώ να χορέψω ~, κουράστηκα! άλλοτε (επίρρ.): 1 σε κάποια άλλη χρονική στιγμή του παρελθόντος, που δεν ορίζεται με ακρίβεια: ~ οι άνθρωποι ζούσαν πιο αγνά. 2 (επαναλαμβανόμενο με λέξεις που δηλώνουν κτ αντίθετο) για αντίθετα πράγματα που διαδέχονται το ένα το άλλο: O καιρός είναι ~ κρύος και ~ ζεστός. αλλοτινός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άλλες εποχές= περασμένος: Νοστάλγησε τα ~ μεγαλεία του. αλλοτριώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να είναι διαφορετικός από τον πραγματικό εαυτό του: Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μάς ~. αλλοτρίωση η. αλλοτριωτικός -ή -ό. αλλοτριωτικά (επίρρ.). αλλού (επίρρ.): 1 σε άλλον τόπο ή μέρος: Προτιμά να είναι οπουδήποτε ~ εκτός από το σπίτι της. 2 (μτφ.) σε άλλο θέμα ή πρόσωπο, σε άλλη κατάσταση: Έχει ~ το μυαλό του. άλλωστε (επίρρ.): για να προσθέσουμε πληροφορία που ενισχύει ή εξηγεί αυτό που προαναφέρθηκε=εξάλλου: Δεν τους παρεξήγησα, ~ τους γνωρίζω χρόνια. άλμα το: 1 ΑΘΛ εκτίναξη του σώματος προς τα μπρος ή προς τα πάνω=πήδημα: ~ εις μήκος / εις ύψος / επί κοντώ. 2 (μτφ.) ταχύτατη μετάβαση από ένα στάδιο σε άλλο, απότομη πρόοδος: H τεχνολογία έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. αλματώδης -ης -ες: αυτός που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, απότομα: H υγεία του παρουσίασε ~ βελτίωση.=ραγδαίος. σχ. αγενής. αλματωδώς (επίρρ.): Το διαδίκτυο εξαπλώθηκε ~ σε όλο τον κόσμο. άλτης ο, άλτρια η: ΑΘΛ αθλητής που αγωνίζεται στους διάφορους τύπους αλμάτων. αλτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το άλμα: Η ακρίδα είναι έντομο με μεγάλη ~ ικανότητα. αλμυρός & αρμυρός -ή -ό: 1 αυτός που περιέχει αλάτι, έχει έντονη τη γεύση του αλατιού: Tο θαλασσινό νερό είναι αλμυρό. ≠ γλυκό. Το φαγητό είναι τόσο ~, που δεν τρώγεται. ≠ ανάλατος. 2 (μτφ.) πολύ ακριβός: Το φόρεμα μου άρεσε πολύ, αλλά, μόλις έμαθα πόσο κάνει, μου φάνηκε ~.=τσουχτερός. αλμυρά τα: τροφές που έχουν πολύ αλάτι ή που διατηρούνται στο αλάτι: Mε το ούζο τρώμε συνήθως ~, όπως αντζούγιες και ελιές. αρμυρίζω & αλμυρίζω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ αλμυρό ή γίνομαι αλμυρός ≠ ξαρμυρίζω. αλμύρα & αρμύρα η: αλάτι που έχει μείνει μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού, καθώς και η αίσθηση που αφήνει: Γεννήθηκε σε νησί και ποτίστηκε με την ~ της θάλασσας. άλογο το:=[επίσ.] ίππος 1 μεγάλο τετράποδο ζώο που χρησιμοποιείται κυρίως ως μεταφορικό μέσο: Καβαλίκεψε το ~ και έφυγε. 2 [οικ.] μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών: Πόσα ~ βγάζει το αυτοκίνητό σου; ίππος. αλυσίδα η: 1 σειρά από όμοιους μεταλλικούς κρίκους που χρησιμοποιούνται α. ως κόσμημα: Φορούσε χρυσή ~ στον λαιμό. β. για το δέσιμο ζώου ή αντικειμένου: Ο σκύλος ήταν δεμένος με χοντρή ~. 2 σειρά από όμοια μεταλλικά μέρη για τη μετάδοση της κίνησης: ~ ποδηλάτου. 3 α. σειρά πραγμάτων ή ανθρώπων που δημιουργούν πραγματική ή νοητή γραμμή: Η ~ εφοδιασμού των σουπερμάρκετ με λαχανικά ξεκινά από τον αγρότη. τροφική ~: σύ- νολο οργανισμών σε ένα οικοσύστημα που συνδέονται μεταξύ τους αποτελώντας ο ένας τροφή για τον επόμενο στη σειρά, καθώς και η σχέση που τους συνδέει. β. σειρά σκέψεων, ενεργειών ή γεγονότων που συνδέονται λογικά ή χρονικά: Η ~ των πολιτικών δολοφονιών στη Σερβία συνεχίζεται. 4 σύνολο επιχειρήσεων ιδιώτη ή εταιρείας που προσφέρει ίδια προϊόντα ή υπηρεσίες: Έχει ~ ξενοδοχείων στην Κρήτη, τη Ρόδο και την Εύβοια. 5 πληθ. α. αντιολισθητικές αλυσίδες: ειδικές αλυσίδες που τοποθετούνται γύρω από τις ρόδες των αυτοκινήτων για να μη γλιστρούν στο χιόνι. β. (μτφ.) ό,τι περιορίζει την ελευθερία κπ=δεσμά: Σπάστε τις ~ της εξάρτησης από το ποτό! 6 ΧΗΜ σειρά ατόμων, συνήθως άνθρακα. αλυσιδωτός -ή -ό: 1 αυτός που μοιάζει με ή αποτελείται από αλυσίδες: ~ χιτώνας. 2 αυτός που αναφέρεται σε σειρά πράξεων, γεγονότων κτλ. α. που ακολουθούν το ένα το άλλο: ~ βομβαρδισμοί. β. που το προηγούμενο προκαλεί το επόμενο: Η παραίτησή του προκάλεσε ~ αντιδράσεις που οδήγησαν στη διάλυση της εταιρείας. αλυσιδωτά (επίρρ.). αλφάβητο το & [επίσ.] αλφάβητος & [οικ.] αλφαβήτα η: κάθε σύνολο γραφικών σημείων που χρησιμοποιούνται για την παράσταση των φθόγγων μιας γλώσσας ή ομάδας γλωσσών: ελληνικό / λατινικό / κυριλλικό / φωνητικό ~. ~ Μπράιγ: για τυφλούς. αλφαβητικός - ή -ό: αυτός που γίνεται με βάση τη σειρά των γραμμάτων του αλφαβήτου: ~ κατάλογος/σειρά. αλφαβητικά & -ώς (επίρρ.). αλφαβητισμός ο: η διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης σε αναλφάβητους. άλωση η: 1 ένοπλη κατάληψη οχυρωμένης θέσης από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / φρουρίου. 2 Άλωση η: ΙΣΤ η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Tούρκους το 1453: O ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μακρόχρονη δουλεία. 3 (μτφ.) απόκτηση κυριαρχίας σε κτ: Την αγωνιστική δράση των σωματείων περιόρισε σημαντικά η άλωσή τους από τα κόμματα. αλώνω -ομαι (μτβ.). Από το ΑΕ ρ. ἁλίσκομαι «κυριεύω, κατακτώ». Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λ. καταναλώνω «διαθέτω κτ το οποίο μου ανήκει, ξοδεύω». άμα (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 γεγονός που γίνεται την ίδια στιγμή ή λίγο πριν από κπ άλλο=όταν, μόλις: ~ ξύπνησε, σηκώθηκε και ντύθηκε. 2 προϋπόθεση, γεγονός που πρέπει να ισχύει για να συμβεί κτ άλλο= αν, εφόσον: ~ τέλειωσες τη δουλειά, μπορούμε να φύγουμε. ~ τελειώσεις ποτέ, εμένα σφύρα μου! 3 αιτία για κτ: Δεν μπορεί να έρθει ~ είναι άρρωστος.=αφού. Προσοχή: η χρήση του άμα σε πλάγια ερώτηση αντί του αν (Με ρώτησαν άμα θα πάμε) είναι λανθασμένη! αμαξοστοιχία η: σειρά σιδηροδρομικών βαγονιών που σύρονται από μία μηχανή=τρένο: Η επιβατική ~ Αθηνών-Θεσσαλονίκης έχει δέκα βαγόνια. εμπορική ~ (για μεταφορά εμπορευμάτων). αμαρτάνω: (αμτβ.) παραβαίνω ορισμένο θρησκευτικό κανόνα: ~ όποιος βλαστημάει τα θεία. ήμαρτον! (επιφών.): για να ζητήσουμε συγγνώμη ή να εκφράσουμε αγανάκτηση. αμάρτημα το. αμαρτία η. αμαρτωλός -ή -ό. αμαρτωλά (επίρρ.). Από το ΑΕ ρ. ἁμαρτάνω με αρχική σημασία «δεν πετυχαίνω τον στόχο». αμβλύς -εία -ύ: αυτός που δε διαθέτει γωνίες, δεν είναι μυτερός ≠ αιχμηρός, μυτερός, οξύς: Παρότι το εργαλείο ήταν ~, κατόρθωσε να κόψει το δέρμα σε κομμάτια. ~ γωνία: ΓΕΩΜ γωνία μεγαλύτερη από την ορθή, δηλαδή μεγαλύτερη από 90 μοίρες ≠ οξεία. αμβλύνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ λιγότερο αιχμηρό: Πρέπει να αμβλυνθούν οι γωνίες των ραφιών για να μην προκαλούν τραυματισμούς. 2 (μτφ.) κάνω κτ λιγότερο έντονο, μετριάζω ≠ οξύνω: Τα μέτρα της κυβέρνησης δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις. 3 καθιστώ κτ λιγότερο αποτελεσματικό: Τα γηρατειά ~ τις πνευματικές ικανότητες. άμβλυνση η ≠ όξυνση. άμβωνας ο: εξέδρα στις χριστιανικές εκκλησίες, από όπου γίνεται το κήρυγμα: O ιεροκήρυκας ανέβηκε στον ~. από άμβωνος: υπεροπτικά, χωρίς να δέχεται κανείς αντιρρήσεις. αμείβω -ομαι • αόρ. άμειψα, παθ. αόρ. αμείφτηκα & -θηκα: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ χρήματα ως αντάλλαγμα για κτ που έκανε=πληρώνω. 2 (μτφ.) επαινώ ή επιβραβεύω κπ. αμοιβή η. σχ. αλείφω. αμείλικτος -η -ο: αυτός που είναι τόσο αποφασιστικός, αυστηρός ή σκληρός, που δεν αφήνει περιθώρια εναντίωσης ή χαλάρωσης: ~ κριτής / ανταγωνισμός. αμείλικτα (επίρρ.). Από την ΑΕ λ. ἀ + μειλίσσω «καθησυχάζω». αμελώ: (μτβ.) 1 (+ να) δε δείχνω φροντίδα για την πραγματοποίηση κπ ενέργειας: Αμέλησα τόσες μέρες να σου τηλεφωνήσω. 2 (+ αιτ.) δε φροντίζω να εκπληρώσω κπ υποχρέωσή μου: ~ τις δουλειές του.=παραμελώ. αμέλεια η. αμελής -ής -ές. σχ. αγενής. αμελώς (επίρρ.). αμελητέος -α -ο=μηδαμινός. Το αμελώ (όπως και το παραμελώ) σημαίνει «δε φροντίζω και, επομένως, καθυστερώ να εκτελέσω ή να ολοκληρώσω μια ενέργεια ή να εκπληρώσω μια υποχρέωσή μου». Διαφορετική είναι η σημασία του αδιαφορώ, που σημαίνει «δε στρέφω ποτέ την προσοχή μου σε κτ ή «διακόπτω οριστικά τη φροντίδα μου για κτ». αμερόληπτος -η -ο: αυτός που κρίνει χωρίς να επηρεάζεται από άλλους ή από τις προτιμήσεις του=αντικειμενικός ≠ μεροληπτικός: Είναι δύσκολο για τον ιστορικό να μένει ~ στην περιγραφή της σύγχρονής του εποχής. αμερόληπτα (επίρρ.). αμεροληψία η. άμεσος -η -ο: 1 αυτός που γίνεται ή πρέπει να γίνει ή υπάρχει χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτε ενδιάμεσο ≠ έμμεσος: ~ προϊστάμενος. 2 αυτός που γίνεται ή πρέπει να γίνει την ίδια στιγμή, χωρίς να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα: Aπαιτείται ~ μεταφορά στο νοσοκομείο. άμεσα (επίρρ.): χωρίς μεσολάβηση ≠ έμμεσα. αμέσως: χωρίς καθυστέρηση ≠ αργότερα, μετά. αμεσότητα η. αμήχανος -η -ο: 1 αυτός που νιώθει άβολα, γιατί δεν έχει διέξοδο ή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια κατάσταση: Με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω του ένιωσε ~. 2 αυτός που δηλώνει, εκφράζει αμηχανία: ~ σιωπή. αμήχανα (επίρρ.). αμηχανία η: το να αισθάνεται κπ αμήχανος: Tρώει τα νύχια του από ~. Η ΑΕ λ. μηχανή σήμαινε «μέσο, επινόημα» με το οποίο αντιμετωπιζόταν μια δύσκολη κατάσταση. Έτσι εξηγούνται και οι εκφρ. πολυμήχανος Οδυσσέας και από μηχανής θεός (στην αρχαία τραγωδία, ο θεός που την κρίσιμη στιγμή εμφανιζόταν για να δώσει λύση σε ένα αδιέξοδο). αμιγής -ής -ές: αυτός που δεν έχει αναμειχθεί με ξένα στοιχεία=καθαρός, ανόθευτος: Η Νέα Ορεστιάδα έχει ~ προσφυγικό πληθυσμό από την Αδριανούπολη. ουδέν κακόν αμιγές καλού: δε συμβαίνει ποτέ κτ κακό χωρίς να συμβεί αντίστοιχα και κτ καλό που το μετριάζει: Οι δυσκολίες μετά τον σεισμό ένωσαν περισσότερο τις δύο οικογένειες. ~! σχ. αγενής. αμιγώς (επίρρ.). Από το στερητ. ἀ + μειγνύω «αναμειγνύω». άμιλλα η: προσπάθεια για υπεροχή, χωρίς αντιπαλότητα και εχθρική διάθεση, ανάμεσα σε πρόσωπα ή ομάδες που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα: Μεταξύ των αθλητών πρέπει να κυριαρχεί η ευγενής ~ και όχι ο ανελέητος ανταγωνισμός.=συναγωνισμός αμιλλώμαι • μόνο στον ενστ.: [επίσ.] συναγωνίζομαι με ήθος και ευγένεια: Οι μαθητές αμιλλώνται στους διαγωνισμούς της Μαθηματικής Εταιρείας. άμμος η: 1 κόκκοι από πολύ μικρά κομμάτια πετρωμάτων και ορυκτών, που καλύπτουν κυρίως τις παραλίες, τον βυθό της θάλασσας και τις ερήμους: Μου αρέσουν οι παραλίες με ~, όχι με βότσαλα. 2=αμμουδιά. αμμουδιά η: παραλία με άμμο: Έπαιξαν λίγο στην ~, πριν μπουν στη θάλασσα. αμμώδης -ης -ες: αυτός που καλύπτεται ή περιέχει κυρίως άμμο: ~ βυθός / έδαφος. σχ. αγενής. αμνησία η: ΙΑΤΡ απώλεια της μνήμης, η οποία μπορεί να οφείλεται σε οργανικά ή ψυχικά αίτια (τραυματισμός, αλκοολισμός, γηρατειά, σοκ κτλ.): Μετά το χτύπημα στο κεφάλι, έπαθε ~. αμνηστία η: ΝΟΜ άρση της ποινικής δίωξης για αδίκημα, συνήθως πολιτικό, που διέπραξε κπ, πράξη επιείκειας με την οποία η πολιτεία παραιτείται από την τιμωρία εγκλημάτων που διαπράχτηκαν εναντίον της: Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, χορηγήθηκε ~ σε όσους συμμετείχαν. Διεθνής Aμνηστία: διεθνής οργάνωση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. αμνηστεύω -ομαι: (μτβ.) χορηγώ αμνηστία: Aμνηστεύθηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι. αμνήστευση η: παροχή αμνηστίας: Ο νέος πρόεδρος υποσχέθηκε την ~ των πολιτικών αδικημάτων. αμνηστευτικός -ή -ό: αυτός που παρέχει αμνηστία: ~ διατάξεις / νόμοι. αμοιβαίος -α -ο: αυτός που ισχύει στον ίδιο βαθμό για δύο πρόσωπα ή που γίνεται στον ίδιο βαθμό από αυτά: Ανάμεσά τους υπάρχει ~ ενδιαφέρον. Χρειάζονται ~ υποχωρήσεις για να διατηρηθεί μια σχέση. αμοιβαία & -ως (επίρρ.). αμοιβαιότητα η: 1 το να ανταποκρίνεται κανείς εξίσου σε συναισθήματα ή πράξεις κπ άλλου=ανταπόδοση: ~ αισθημάτων. 2 ΝΟΜ αναγνώριση αμοιβαίων υποχρεώσεων και ωφελημάτων μεταξύ κρατών: συνθήκη / όρος της ~. αμυγδαλή η: 1 ΙΑΤΡ καθένας από τους δύο αδένες του λεμφικού συστήματος με σχήμα αμυγδάλου, που βρίσκονται κοντά στην είσοδο του φάρυγγα και συμμετέχουν στην άμυνα του οργανισμού: Έκανε εγχείρηση και έβγαλε τις ~ της. 2 πληθ. [οικ.] αμυγδαλίτιδα. αμυγδαλίτιδα η: ΙΑΤΡ φλεγμονή των αμυγδαλών: οξεία / πυώδης ~. σχ. ωτίτιτιδα. αμυγδαλιά η: φυλλοβόλο δέντρο με λευκορόδινα άνθη που καρπός του είναι το αμύγδαλο: Oι ~ ανθίζουν τον Φλεβάρη. αμύγδαλο το: ο καρπός της αμυγδαλιάς. αμυγδαλωτός -ή -ό: αυτός που έχει σχήμα αμύγδαλου: Έχει μάτια ~. αμυγδαλωτό το: γλύκισμα που έχει ως βασικό συστατικό το αμύγδαλο. αμυδρός -ή -ό: 1 αυτός που δε διακρίνεται καθαρά: Φαινόταν μόνο ένα ~ φως. Ένα ~ χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι σαφής, ξεκάθαρος=συγκεχυμένος, αόριστος: Από όσα είπε, σχημάτισα μια ~ εικόνα της κατάστασης. αμυδρά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.): Τον θυμάμαι ~. άμυλο το: ΧΗΜ φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται με φωτοσύνθεση στα φυτά και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων με τη μορφή λευκής ουσίας, άοσμης και άγευστης: Αποφεύγει τις τροφές που είναι πλούσιες σε ~. αμυλούχος -α -ο: αυτός που περιέχει άμυλο: Oι ~ τροφές παχαίνουν. σχ. έχω. αμύνομαι • αόρ. αμύνθηκα: (αμτβ.) υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σε επίθεση ≠ επιτίθεμαι: Οι πολιορκημένοι αμύνθηκαν με γενναιότητα και απέκρουσαν τους εχθρούς. άμυνα η. αμυντικός -ή -ό. αμυντικά (επίρρ.). αμυντικός ο, η: ΑΘΛ παίκτης σε αμυντική θέση ≠ επιθετικός. αμφιβάλλω • πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα: (αμτβ.) δεν είμαι σίγουρος για κτ: ~ αν θα έρθει. σχ. αμφισβητώ. αμφιβολία η. αμφίβολος -η -ο. αμφίβολα & [επίσ.] αμφιβόλως (επίρρ.). αμφίβιος -α -ο: 1 (για ζώα) αυτός που, όταν είναι μικρός, ζει στο νερό αναπνέοντας με βράγχια, και, όταν μεγαλώσει, αφού αναπτύξει πνεύμονες, ζει στην ξηρά: Oι βάτραχοι είναι ζώα ~. 2 αυτός που μπορεί να κινείται ή να γίνεται και στο νερό και στην ξηρά: ~ όχημα. αμφίβιο το: ΖΩΟΛ μέλος της ομοταξίας των αμφίβιων ζώων: Ο βάτραχος είναι ~. αμφίεση η: το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένος: Προσέχει πολύ την ~ του. Στη βράβευση θα παραστούν όλοι με επίσημη ~.=ενδυμασία, περιβολή. αμφιρρεπής -ής -ές: αυτός που δεν μπορεί να αποφασίσει, να επιλέξει μεταξύ δύο πραγμάτων ή καταστάσεων. σχ. αγενής. αμφίρροπος -η -ο: αυτός που η έκβασή του δεν έχει κριθεί ακόμα: Ο προεκλογικός αγώνας είναι ~. αμφισβητώ -ούμαι: (μτβ.) εκφράζω αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα κπ πράγματος: Η απόφαση του διαιτητή αμφισβητήθηκε έντονα. αμφισβήτηση η. αμφισβητίας ο: πρόσωπο που έχει την τάση να αμφισβητεί. αμφισβητήσιμος -η -ο ≠ αδιαμφισβήτητος. Το αμφιβάλλω διαφέρει από το αμφισβητώ και στη σύνταξη και στη σημασία: Αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σου σημαίνει «έχω επιφυλάξεις για την ειλικρίνειά σου». Αμφισβητώ την ειλικρίνειά σου σημαίνει «πιστεύω ότι δεν είσαι ειλικρινής». αμφίσημος -η -ο: αυτός που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες=δίσημος, διφορούμενος: ~ πρόταση. αμφισημία η: η ιδιότητα λέξης, φράσης κτλ. να είναι αμφίσημη: Ο δημόσιος λόγος των διπλωματών χαρακτηρίζεται από ~. αν & εάν (σύνδ.): 1 α. εισάγει πρόταση που δηλώνει συνθήκη η οποία πρέπει να ισχύει, για να συμβεί ό,τι εκφράζει η κύρια πρόταση= άμα: ~ έχει καλό καιρό, θα πάμε εκδρομή. ~ με είχες βοηθήσει, θα είχα γράψει καλά στις εξετάσεις. β. σε στερεότυπους συνδυασμούς, με επιρρήματα ή συνδέσμους: Όσο κι ~ με πειράζει, δε θα κλάψω. Θα φύγω από τη δουλειά μου, εκτός κι ~ μου αυξήσουν τον μισθό. Είναι πανέξυπνος, ~ όχι μεγαλοφυΐα! γ. (+ ρ. σε πρτ. ή υπερσ.) εκφράζει ευχή=μακάρι να: ~ ήσουν εδώ! 2 εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής άγνοιας: Τον ρώτησα ~ τον είχαν καλέσει στο πάρτι. 3 (ακόμη) και / κι αν (ως σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει ό,τι αναφέρει η κύρια πρόταση: ~ παρακαλέσει, δε θα του κάνω το χατήρι. αν και (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός αντίθετο με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση=παρόλο που, παρ’ ότι, μολονότι, ενώ: ~ δε διαβάζει πολύ, πάντα γράφει καλά στα διαγωνίσματα. ανα-2 αν-2 & ανά-2 άν-2: πρόθημα που 1 δηλώνει πορεία προς τα επάνω ≠ κατα-: άνοδος, ανάβαση. 2 δηλώνει επανάληψη ενέργειας: αναβαθμολογώ, αναδιοργανώνω, αναγέννηση. 3 επιτείνει τη σημασία του β΄συνθ.: αναταραχή.
αναβαθμίζω -ομαι: (μτβ.) ≠ υποβαθμίζω 1 κάνω κτ καλύτερο ανεβάζοντας το ποιοτικό του επίπεδο: Το χωριό μας αναβαθμίστηκε με την ασφαλτόστρωση των δρόμων. 2 τοποθετώ κπ σε ιεραρχικά ανώτερη θέση από αυτή που κατείχε ως τώρα=προάγω: Αναβαθμίστηκε - έγινε τμηματάρχης. αναβάθμιση η. αναβάλλω -ομαι • πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα, παθ. αόρ. αναβλήθηκα & [επίσ.] ανεβλήθην: (μτβ.) μεταθέτω στο μέλλον κτ προγραμματισμένο: Aνέβαλε το ταξίδι του για την άλλη εβδομάδα. σχ. βάλλω. αναβολή η. αναβλητικός -ή -ό. αναβλητικά (επίρρ.). Αναβάλλω «μεταθέτω σε συγκεκριμένο χρόνο» - αναστέλλω «μεταθέτω αόριστα» - διακόπτω - ματαιώνω: οι λ. αυτές έχουν παρόμοιες, αλλά όχι απόλυτα ίδιες σημασίες. Η παράσταση αναβάλλεται για αύριο σημαίνει ότι η προγραμματισμένη για σήμερα παράσταση θα δοθεί αύριο. Η απεργία αναστέλλεται σημαίνει ότι η απεργία δε θα πραγματοποιηθεί τώρα, αλλά κάποτε στο μέλλον, χωρίς να ορίζεται χρονικό σημείο. Τα έργα διακόπτονται σημαίνει ότι τα έργα έχουν αρχίσει να εκτελούνται και σταματούν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα ή για πάντα. Τέλος, το ματαιώνω σημαίνει «ακυρώνω μια ενέργεια που δεν πρόκειται να επαναληφθεί υπό τις ίδιες συνθήκες στο μέλλον». αναβιώνω: (μτβ. & αμτβ.) επαναφέρω ή επανέρχομαι στη ζωή ή σε χρήση: Tο παλιό αυτό έθιμο ~ στις μέρες μας. αναβίωση η. αναβολικός -ή -ό: ΒΙΟΛ αυτός που ευνοεί τον αναβολισμό, τη συνθετική φάση του μεταβολισμού: ~ ουσίες/διαδικασίες. αναβολικά τα: χημικές ουσίες που αυξάνουν τον αναβολισμό προκαλώντας μυϊκή υπερτροφία και χρησιμοποιούνται παράνομα από κάποιους αθλητές με σκοπό τη βελτίωση των επιδόσεών τους. ανάβω -ομαι • μππ. αναμμένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ να πάρει φωτιά: Άναψε το τζάκι. ≠ σβήνω. 2 (μτβ.) θέτω σε λειτουργία συσκευή ή μηχανή με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος: ~ τη λάμπα. ≠ σβήνω, κλείνω. 3 (αμτβ.) παίρνω φωτιά: Tα κλαδιά είναι βρεγμένα και δεν ~. 4 (μτφ., αμτβ., για συσκευή) υπερθερμαίνομαι: Άναψε η μηχανή του αυτοκινήτου. ≠ κρυώνω 5 (μτφ., αμτβ., για γεγονός) αποκτώ μεγάλες διαστάσεις ή ένταση: Άναψε το γλέντι. άναμμα το. αναγγέλλω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ δημόσια γνωστό=ανακοινώνω, γνωστοποιώ: Ανήγγειλαν τον γάμο τους. αναγγελία η. αναγεννώ -ώμαι & -ιέμαι: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να ξεκινήσει μια νέα περίοδο ακμής=αναβιώνω: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναγεννήθηκαν μετά από 1503 χρόνια χάρη στον Γάλλο Πιερ ντε Κουμπερτέν. αναγέννηση η: 1 πνευματική, κοινωνική κτλ. πρόοδος μετά από περίοδο στασιμότητας ή παρακμής. 2 Αναγέννηση η: η περίοδος άνθησης των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών στην Ευρώπη (14ος-16ος αι.) με βάση τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό: Η ζωγραφική του Θεοτοκόπουλου είναι επηρεασμένη από την ~. αναγεννησιακός -ή -ό: αυ- τός που σχετίζεται με την Αναγέννηση. ανάγκη η: 1 κατάσταση που επιβάλλεται από πιεστικές συνθήκες: Βρέθηκε στην ~ να πουλήσει το σπίτι του. 2 καθετί που χρειαζόμαστε ή επιθυμούμε έντονα: Έχω ~ από ψυχαγωγία/είδη πρώτης ~/ώρα ~. αναγκάζω -ομαι (μτβ.). αναγκαίος -α -ο. αναγκαιότητα η: κατάσταση που επιβάλλεται ως αναγκαία. αναγκαστικός -ή -ό. αναγκαστικά (επίρρ.). ανάγλυφος -η -ο: 1 αυτός που δεν είναι λείος, επειδή η επιφάνειά του έχει σκαλιστεί ή κτ έχει προστεθεί πάνω της: Στον μαρμάρινο τοίχο σώζεται ~ σταυρός. 2 (μτφ.) αυτός που περιγράφεται με ζωντανό και παραστατικό τρόπο: Το βιβλίο περιγράφει σκηνές από τον πόλεμο με ~ τρόπο. ανάγλυφο το: ανάγλυφη παράσταση σε έργο τέχνης: Στα ανάγλυφα του Παρθενώνα εικονίζονται άλογα. ανάγλυφα (επίρρ.). αναγνωρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 διαπιστώνω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Αναγνώρισε τον δράστη. 2 αποδέχομαι, παραδέχομαι: ~ το λάθος μου. 3 δέχομαι κτ ως νόμιμο ή έγκυρο: σχολή αναγνωρισμένη από το κράτος. αναγνώριση η. αναγνωριστικός -ή -ό. αναγνωριστικά (επίρρ.). αναγνωρίσιμος -η -ο. ανάγνωση η: 1 αναγνώριση των γραπτών συμβόλων που συνθέτουν ένα γραπτό κείμενο και κατανόηση του περιεχομένου του: Στην πρώτη τάξη του δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ~. 2 μεγαλόφωνο διάβασμα ενός γραπτού κειμένου: ~ ενός θεατρικού έργου. 3 ερμηνεία ενός λογοτεχνικού έργου: Τα ποιήματα του Ελύτη επιδέχονται πολλαπλές ~. αναγνώσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να διαβαστεί: H πινακίδα δεν είναι ~. αναγνωσιμότητα η: 1 η ιδιότητα του αναγνώσιμου. 2 ο αριθμός των αναγνωστών ενός εντύπου: εφημερίδα με μεγάλη ~. ανάγνωσμα το: κάθε κείμενο που διαβάζεται, συνήθως απλό και ευχάριστο: λαϊκό/παιδικό ~. αναγνώστης ο, -ρια η: πρόσωπο που διαβάζει, που αγαπά το διάβασμα: Tο βιβλίο απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον μέσο ~. αναγνωστήριο το: αίθουσα που διατίθεται για ανάγνωση βιβλίων και άλλων εντύπων. αναγνωστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην ανάγνωση ή στον αναγνώστη: ~ ικανότητα / κοινό. αναγνωστικό το: βασικό βιβλίο του δημοτικού σχολείου από το οποίο διδάσκεται η ανάγνωση. ανάγωγος -η -ο: αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή=αγενής: ~ άνθρωπος / συμπεριφορά. ανάγωγα (επίρρ.): Φέρεται ~ στους δασκάλους του. αναδεικνύω -ομαι: 1 προβάλλω κτ, τονίζω τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει: Αυτή η κόμμωση ~ τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Με την ομιλία του στη Βουλή ανέδειξε το πρόβλημα της ανεργίας. 2 παθ. προωθούμαι κοινωνικά, επαγγελματικά: Aναδείχτηκε με την αξία του. ανάδειξη η: 1 το να αναδεικνύει κπ κτ: επιτροπή για την ~ των μνημείων. 2 διάκριση, καθιέρωση, εκλογή σε αξίωμα: Tην ~ του σε Δήμαρχο τη χρωστά στη σκληρή δουλειά. αναδίδω & αναδίνω -ομαι: εκπέμπω, σκορπίζω προς όλες τις κατευθύνσεις κτ που βρίσκεται σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση: Τα λουλούδια αυτά ~ ένα λεπτό άρωμα. Από τα ρούχα του αναδιδόταν η μυρωδιά του ιδρώτα. σχ. δίνω. ανάδοχος ο, η: [επίσ.] 1 πρόσωπο που βαφτίζει ένα παιδί=νονός, νονά. 2 ιδιώτης ή εταιρεία, οργανισμός κτλ. που αναλαμβάνει να εκτελέσει κπ έργο με βάση ορισμένο συμφωνητικό: Ο ~ οφείλει να παραδώσει το έργο εντός ενός μηνός. ~ οικογένεια: αυτή η οποία αναλαμβάνει την ανατροφή (όχι την υιοθεσία) ενός παιδιού. αναζητώ & -άω -ούμαι: (μτβ.) ψάχνω επίμονα να βρω α. κπ ή κτ που δε γνωρίζω πού βρίσκεται: Η αστυνομία ~ τον δραπέτη. β. (μτφ.) κτ που θα με κάνει να νιώσω καλύτερα: Έφυγε από την Αθήνα, γιατί αναζητούσε την ηρεμία της εξοχής. γ. (& μτφ.) κπ ή κτ που θα καλύψει ανάγκη ή θα λύσει πρόβλημα, απορία κτλ.: Η ομάδα ~ προπονητή μετά τον τελευταίο αγώνα. αναζήτηση η: 1 το να αναζητά κανείς κπ ή κτ: ~ τροφής. 2 πληθ. ψυχικά ή πνευματικά ερωτήματα που ωθούν κπ να στοχάζεται και να ερευνά: Οι έφηβοι έχουν έντονες ~ για το νόημα της ζωής και τον εαυτό τους. αναθέτω -τίθεμαι & [προφ.] -θέτομαι • αόρ. ανέθεσα & ανάθεσα, παθ. αόρ. ανατέθηκα, παθ. αόρ. & [επίσ.] ανετέθην, μππ. ανατεθειμένος: (μτβ.) ορίζω κπ ως υπεύθυνο για κπ έργο: Ο Περικλής ανέθεσε στον Φειδία την κατασκευή του αγάλματος της Αθηνάς. σχ. θέτω. ανάθεση η. αναιδής -ής -ές • αναιδέστερος, αναιδέστατος: αυτός που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής και του σεβασμού σε πρόσωπα και καταστάσεις=αδιάντροπος, θρασύς: ~ βλέμμα / ύφος. Ένας ~ νέος τη σκούντησε για να περάσει. σχ. αγενής. αναιδώς (επίρρ.): Αρνήθηκε αναιδέστατα να δώσει τη θέση του σε έναν ηλικιωμένο. αναίδεια η: συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ντροπής και σεβασμού: Είναι ~ να διακόπτεις τον συνομιλητή σου. αναιρώ -ούμαι: 1 (μτβ.) αρνούμαι κτ που έχω πει: Aναίρεσε όσα υποστήριξε στην πρώτη κατάθεσή του. 2 αντικρούω κτ αποδεικνύοντας ότι είναι λανθασμένο: Οι εξαιρέσεις δεν ~ τον κανόνα. 3 ΝΟΜ ακυρώνω προηγούμενη δικαστική απόφαση: O Άρειος Πάγος αναίρεσε απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. αναίρεση 1 άρνηση, ακύρωση: ~ απόφασης / υπόσχεσης. 2 απόδειξη μιας άποψης ως εσφαλμένης: Η ~ των ισχυρισμών του, μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις, ήταν θέμα χρόνου. 3 ΝΟΜ ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από τον Άρειο Πάγο να ακυρωθεί απόφαση κατώτερου δικαστηρίου. 4 ΜΟΥΣ σημάδι που επαναφέρει στη φυσική του θέση έναν φθόγγο ο οποίος έχει υποστεί αλλοίωση. αναίσθητος -η -ο: 1 αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του: O τραυματίας μεταφέρθηκε ~ στο νοσοκομείο. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που είναι συναισθηματικά εντελώς αδιάφορος, ασυγκίνητος ≠ ευαίσθητος: Με έβλεπε ο ~ να κλαίω και δεν έκανε τίποτε.=σκληρός, ανάλγητος. αναισθησία η: 1 ΙΑΤΡ παθολογική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο δεν αντιδρά σε ερεθίσματα των αισθητήριων οργάνων του. 2 ΙΑΤΡ τεχνητή νάρκωση ασθενούς για να μην αισθανθεί τον πόνο μιας επέμβασης: γενική/τοπική ~. 3 (μτφ.) το να μένει κανείς ασυγκίνητος και συναισθηματικά αδιάφορος: Η ~ του είναι παροιμιώδης: άκουγε να τον κατηγορούν για φόνο και χαμογελούσε. αναισθητικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί αναισθησία. αναισθητικό το: φαρμακευτική ουσία που χρησιμοποιείται για την πρόκληση αναισθησίας: Του έραψαν το τραύμα χωρίς ~. ανακαλύπτω -ομαι: (μτβ.) 1 βρίσκω ή μαθαίνω κτ που υπήρχε, αλλά παρέμενε άγνωστο: O Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. 2 εντοπίζω κτ τυχαία ή αρχίζω να ενδιαφέρομαι για κτ: ~ θησαυρό. Άργησαν να ανακαλύψουν το ταλέντο του. 3 μαθαίνω κτ που δε γνώριζα ή συνειδητοποιώ ξαφνικά κτ: Ανακάλυψα το μυστικό του. ανακάλυψη η: το να ανακαλύψει κπ κτ, καθώς και αυτό που ανακαλύπτει: η ~ της Αμερικής. Ο ηθοποιός αυτός είναι η μεγάλη ~ του σκηνοθέτη. οι μεγάλες ανακαλύψεις: τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια του 15ου -16ου αιώνα που έφεραν τους Ευρωπαίους σε επαφή με άλλους πολιτισμούς. επιστημονικές ~: προώθηση της επιστημονικής γνώσης μετά από έρευνες. Το ρ. ανακαλύπτω αναφέρεται σε πράγματα που υπήρχαν και πριν γίνουν γνωστά. Για πρωτότυπες κατασκευές χρησιμοποιούμε το ρ. εφευρίσκω: Πριν εφευρεθεί το τηλέφωνο, οι άνθρωποι επικοινωνούσαν δι’ αλληλογραφίας. Δεν πρέπει επίσης να συγχέεται με το ρ. αποκαλύπτω «φανερώνω κτ που ήταν κρυφό»: Στην ανάκριση αποκάλυψε την αλήθεια. ανακαλώ -ούμαι • παθ. αόρ. ανακλήθηκα: (μτβ.) 1 καλώ κπ να επιστρέψει από εκεί όπου βρίσκεται: O πρεσβευτής μας στο Λονδίνο ανακλήθηκε στην Aθήνα. 2 επαναφέρω κτ: ~ στη μνήμη μου γεγονότα του παρελθόντος. 3 ακυρώνω, αναιρώ: Σου ζητώ να ανακαλέσεις αυτά που είπες. ανάκληση η. ανακατεύω -ομαι & (κυρ. στις σημ. 2, 3 & 4) ανακατώνω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω μαζί διάφορα πράγματα, ώστε να γίνουν ένα ενιαίο σύνολο=αναμειγνύω: ~ τα υλικά για το κέικ. 2 βάζω μαζί ανόμοια πράγματα ή σε θέση που δεν πρέπει, χωρίς τάξη: Ανακάτεψε τα χαρτιά μου με τα δικά του και δε βρίσκω τίποτα!= μπερδεύω. Ποιος ανακάτεψε τα ρούχα μου; (& μτφ.) Ο συγγραφέας ~ στο βιβλίο αυτό την πραγματικότητα με τη φαντασία. 3 συνήθ. παθ. προκαλώ αηδία, εμετό σε κπ: Ανακατεύτηκα μόλις το μύρισα. 4 κάνω κπ συμμέτοχο σε κπ ενέργεια=αναμειγνύω, μπερδεύω: Μη με ~ στις υποθέσεις σου, δε θέλω ούτε να ξέρω! ανακάτεμα & ανακάτωμα το. ανάκατος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από αταξία: Το δωμάτιο ήταν ~ μετά το πάρτι. ανάκατα (επίρρ.). ανακατωσούρα η: 1 κατάσταση αταξίας. 2 τάση για εμετό=αναγούλα, ανακάτεμα. ανακατωσούρας -α -ικο: αυτός που προκαλεί ανακατωσούρα (σημ. 1). ανακηρύσσω -ομαι: (μτβ.) ανακοινώνω επίσημα το όνομα νικητή, τον τίτλο που απονέμεται σε κπ ή την καθιέρωση ενός θεσμού: ~ νικητής στον Μαραθώνιο/αυτοκράτορας. ανακήρυξη η: επίσημη αναγγελία ή απονομή τίτλου: Επίκειται η ~ του ως Προέδρου της Δημοκρατίας. ανακοινώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ δημόσια γνωστό=αναγγέλλω, γνωστοποιώ: Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δεν ανακοινώθηκαν ακόμα. 2 κάνω γνωστά τα αποτελέσματα μελέτης ή έρευνας: Στο πρόσφατο συνέδριο ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα του πειράματος. ανακοίνωση η. ανακοινωθέν το: επίσημη ανακοίνωση. αναλαμβάνω -ομαι • αόρ. ανέλαβα, παθ. αόρ. αναλήφθηκα & [επισ.] ανελήφθην, μππ. ανειλημμένος: 1 (μτβ.) δέχομαι ή παίρνω την πρωτοβουλία να εκτελέσω κτ: Ανέλαβε τη διοργάνωση της έκθεσης. ανειλημμένες υποχρεώσεις. 2 (αμτβ.) αποκτώ ξανά τις δυνάμεις μου, γίνομαι πάλι καλά=συνέρχομαι, αναρρώνω ≠ χειροτερεύω, υποτροπιάζω: Ο ασθενής θα αναλάβει γρήγορα. ανάληψη η. σχ. λαμβάνω. Η αρχική σημασία του αναλαμβάνω ήταν «παίρνω στα χέρια μου». αναλογία η: 1 συγκριτική σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα, φαινόμενα ή καταστάσεις: H ~ θανάτων και γεννήσεων δείχνει ότι ο πληθυσμός φθίνει. 2 μερίδιο που αντιστοιχεί σε ένα μέλος ενός συνόλου: Η ~ μου στα κέρδη είναι 20%. 3 ομοιότητα ανάμεσα σε πράγματα: Υπάρχουν ~ ανάμεσα στη βυζαντινή και στην ινδική μουσική. 4 πληθ. η συμμετρική, αρμονική σχέση ανάμεσα στα μέρη ενός συνόλου: Τα αγάλματα της κλασικής αρχαιότητας έχουν άψογες ~. αναλογώ • μόνο ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) συσχετίζομαι με κτ ως προς κάποια ιδιότητα=αντιστοιχώ, ισοδυναμώ: O φόρος που ~ στο εισόδημά του είναι υψηλός. ανάλογος -η -ο: αυτός που έχει αναλογία με κπ ή κτ άλλο: ~ πρόταση με τη δική σας μας έκαναν και άλλοι. ανάλογα & αναλόγως (επίρρ.). αναλογικός -ή -ό: αυτός που γίνεται με αναλογία προς κπ ή κτ άλλο. αναλογικά (επίρρ.). αναλύω -ομαι • αόρ. ανέλυσα & ανάλυσα: (μτβ.) 1 εξηγώ κτ με λεπτομέρεια: Ο υπουργός ανέλυσε τα πλεονεκτήματα του προγράμματος. 2 εντοπίζω μεθοδικά τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται ή εξαρτάται κτ, για να το καταλάβω καλύτερα ή να ανακαλύψω κτ ≠ συνθέτω: Ο επιστήμονας ανέλυσε το νερό της πηγής και βρήκε άλατα. 3 παθ., συνήθ. αόρ. αρχίζω ξαφνικά να κλαίω: Την αγκάλιασε και αναλύθηκε σε λυγμούς. ανάλυση η: το να αναλύει κανείς κτ και αυτό που αναλύει: Έκανε μια εξαιρετική ~ του θέματος. αναλυτικός -ή -ό: 1 αυτός που παρουσιάζει κτ με λεπτομέρεια: ~ περιγραφή / ~ χάρτης. 2 αυτός που έχει την ικανότητα να αναλύει: Έχει ~ τρόπο σκέψης. 3 αυτός που βασίζεται στην ανάλυση: ~ Χημεία. αναλυτής ο, -ύτρια η: ειδικός που αναλύει δεδομένα: Πολιτικοί ~ πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος θα κερδίσει στις επόμενες εκλογές. αναλυτικά & -ώς (επίρρ.). αναλφάβητος -η -ο: 1 αυτός που δεν ξέρει ανάγνωση και γραφή=αγράμματος: οργανικά ~: αυτός που δε διδάχθηκε ποτέ ανάγνωση και γραφή. λειτουργικά ~: αυτός που, ενώ έχει διδαχθεί ανάγνωση και γραφή, δυσκολεύεται να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του ή δεν έχει τελειώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση. ηλεκτρονικά ~: αυτός που δεν ξέρει να χειριστεί υπολογιστή. αναλφαβητισμός ο: έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ να διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα: O ~ μαστίζει τις χώρες του Tρίτου Kόσμου. αναλώνω -ομαι: διαθέτω σωματικές και πνευματικές δυνάμεις για την πραγματοποίηση κπ σκοπού=ξοδεύω: Aνάλωσε τη ζωή του για την τέχνη. ανάλωση η: ξόδεμα, κατανάλωση: H ~ φρέσκων λαχανικών είναι μεγαλύτερη στις μεσογειακές από ό,τι στις βόρειες χώρες. αναλώσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί, που είναι κατάλληλος για να καταναλωθεί. αναλώσιμα τα: υλικά που καταναλώνονται: Θα βρείτε τα εκτυπωτικά μελάνια στο τμήμα αναλώσιμων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. αναμειγνύω -ομαι • αόρ. ανάμειξα & ανέμειξα, παθ. αόρ. αναμείχθηκα & -χτηκα, μππ. αναμεμειγμένος: (μτβ.)=ανακατεύω 1 ενώνω δύο ή περισσότερα στοιχεία ώστε να σχηματίσουν ένα ενιαίο σύνολο: Για να φτιάξουμε το γκρι χρώμα, αναμειγνύουμε άσπρο και μαύρο. 2 (μτφ.) κάνω κπ να συμμετάσχει σε ορισμένη υπόθεση, συνήθως δυσάρεστη= εμπλέκω: Τον ανέμειξαν στο σκάνδαλο. 3 παθ. συμμετέχω, επεμβαίνω σε κτ: Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας! ανάμειξη η. ανάμεικτος -η -ο: αυτός που προέρχεται από ανάμειξη: ~ παγωτό/συναισθήματα. ανάμεικτα (επίρρ.). αναμένω -ομαι • αόρ. ανέμεινα, παθ. μόνο ενστ. και πρτ.: (μτβ.) περιμένω να φτάσει κπ ή να συμβεί κτ: Ανέμεναν την απόφαση του δικαστηρίου. αναμονή η. ανάμεσα (επίρρ.): 1 (+ σε / από) στο διάστημα που ορίζεται από ορισμένα σημεία: Το σπίτι βρίσκεται ~ σε δύο κεντρικούς δρόμους.=μεταξύ. Προχωράει ~ από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.=μέσα, ενδιάμεσα. 2 (+ σε/αδύν. τ. γεν. της προσωπ. αντων.) σε σύνολο ομοειδών πραγμάτων, ανθρώπων κτλ. στο οποίο περιλαμβάνεται κπ ή κτ=μεταξύ: Μη φοβάσαι, τώρα είσαι ~ σε φίλους! 3 (+ σε) για εναλλακτικές εκδοχές: Είμαι ~ σ’ αυτά τα δύο ρούχα, δεν ξέρω ποιο να διαλέξω τελικά. αναμεταδίδω -ομαι: (μτβ.) (για συσκευή ή εγκατάσταση) λαμβάνω, ενισχύω και εκπέμπω ραδιοτηλεοπτικά σήματα. αναμετάδοση η. αναμεταδότης ο: τηλεπικοινωνιακό σύστημα που λαμβάνει και εκπέμπει σήματα και χρησιμοποιείται στην ασύρματη επικοινωνία (τηλεόραση, ραδιόφωνο, τηλεφωνία). αναμετρώ -ιέμαι & -ούμαι: 1 (μτβ.) υπολογίζω κτ από κάθε άποψη=σταθμίζω: Πρέπει να αναμετρήσεις τις συνέπειες πριν αποφασίσεις για το διαζύγιο. 2 παθ. παραβάλλω τις δυνάμεις μου με τις δυνάμεις του αντιπάλου: Γαλλία και Ιταλία θα αναμετρηθούν για το Παγκόσμιο Κύπελλο.=συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι. αναμέτρηση η: σύγκρουση ή ανταγωνισμός μεταξύ δύο ή περισσότερων: πολεμική / εκλογική ~. ανάμνηση η: 1 επαναφορά στη μνήμη, ανάκληση γεγονότων ή εμπειριών του παρελθόντος: Έχω πολύ κακές αναμνήσεις από τη σχολική μου ζωή. Oι εθνικές γιορτές τελούνται σε ~ μεγάλων ιστορικών γεγονότων (για να διατηρηθούν στη μνήμη). 2 πληθ. γραπτή αφήγηση προσωπικών βιωμάτων=απομνημονεύματα: Η σύζυγος του Σεν Εξιπερί έγραψε ~ από την κοινή τους ζωή. αναμνηστικός -ή - ό: αυτός που σχετίζεται με μια ανάμνηση: ~ φωτογραφίες. αναμνηστικό το: αντικείμενο που μας θυμίζει κτ=ενθύμιο: Έχει πολλά ~ από τα ταξίδια του. αναμορφώνω -ομαι: (μτβ.) τροποποιώ προς το καλύτερο, αλλάζω ριζικά κτ για να το βελτιώσω: Πρέπει να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Η φυλακή όχι μόνο δεν ~ τους ανήλικους παραβάτες, αλλά τους μετατρέπει σε εγκληματίες.=σωφρονίζω. αναμόρφωση η: 1 ριζική αλλαγή και βελτίωση ενός θεσμού ή συστήματος: ~ της παιδείας / του συστήματος περίθαλψης. 2 ο σωφρονισμός ανηλίκου με παραβατική συμπεριφορά. αναμορφωτήριο το: σωφρονιστικό ίδρυμα για ανηλίκους που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις. αναμορφωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που σχεδιάζει, προτείνει ή επιβάλλει ριζικές αλλαγές: ~ της πολιτικής σκέψης. αναμορφωτικός -ή -ό: αυτός που αποσκοπεί στην αναμόρφωση. αναμορφωτικά (επίρρ.). άνανδρος -η -ο: 1 αυτός που δείχνει δειλία σε μια κρίσιμη περίσταση=δειλός, άτολμος. 2 αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα: Είναι ~ να χτυπάς τον αντίπαλό σου πισώπλατα. άνανδρα (επίρρ.). ανανδρία η: 1 έλλειψη θάρρους μπροστά στον κίνδυνο. 2 (μτφ.) ανάρμοστη συμπεριφορά, που δεν είναι σύμφωνη με κπ κώδικα τιμής: Είναι ~ να δημοσιεύεις ανυπόγραφα αυτές τις προσβολές. ανανεώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αντικαθιστώ κτ παλιό με άλλο καινούριο, μεταβάλλω ριζικά κτ: ~ το νερό στο βάζο. Πρέπει να ~ το σπίτι μου. 2 δίνω σφρίγος, νέα δύναμη σε κπ που είναι σωματικά ή ψυχικά κουρασμένος: Γύρισε από τις διακοπές ανανεωμένος. 3 παρατείνω την ισχύ κπ πράγματος: ~ την υπόσχεση / το συμβόλαιο. ανανέωση η: 1 αντικατάσταση του παλιού με κτ άλλο καινούριο, ο εμπλουτισμός με καινούρια στοιχεία: Η επίπλωση χρειάζεται ~. 2 αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων: ~ του δέρματος. 3 εκ νέου βεβαίωση για κτ, παράταση της ισχύος: ~ υπόσχεσης / συμβολαίου / της άδειας οδήγησης. ανανεώσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να ανανεωθεί, που δεν εξαντλείται: Ο ήλιος και ο άνεμος είναι ~ πηγές ενέργειας, σε αντιδιαστολή με το πετρέλαιο που είναι εξαντλήσιμος φυσικός πόρος. ανανεωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που ανανεώνει έναν θεσμό, μια ιδεολογία κτλ.: Η Σανέλ υπήρξε ~ του χώρου της μόδας. ανανεωτικός -ή -ό: κπ ή κτ που συντελεί ή αποσκοπεί στην ανανέωση: Η νέα διοίκηση εμπνέεται από ~ πνεύμα. ανανεωτικά (επίρρ.). αναπαράγω -ομαι • αόρ. αναπαρήγαγα, παθ. αόρ. αναπαράχθηκα: 1 με τεχνικά μέσα παράγω κτ όμοιο με το πρωτότυπο: Τα φωτοαντιγραφικά μηχανήματα ~ κάθε είδος εγγράφου. 2 επαναλαμβάνω κτ διατηρώντας το ενεργό=διαιωνίζω: Είναι μια νοοτροπία που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά. 3 παθ. γεννώ νέο οργανισμό, πολλαπλασιάζομαι: Η θαλάσσια χελώνα ζει και αναπαράγεται στην Ελλάδα. σχ. παράγω. αναπαραγωγή η: 1 διαδικασία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανισμούς, όμοιους με αυτούς: Ο ταύρος αυτός εκτρέφεται για ~. 2 τεχνική διαδικασία με την οποία καταγεγραμμένα οπτικά ή ηχητικά σήματα μετατρέπονται πάλι σε εικόνες ή ήχους: Tο βίντεο είναι σύστημα εγγραφής και ~ ήχου και εικόνας. 3 επανάληψη καταστάσεων ή φαινομένων=διαιώνιση: Για την ~ της πελατειακής νοοτροπίας ευθύνονται εξίσου πολίτες και πολιτικοί. αναπαραγωγικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αναπαραγωγή: ~ όργανα. αναπαραγωγικά (επίρρ.). αναπαριστώ -ίσταμαι & αναπαριστάνω -ομαι • αόρ. αναπαρέστησα, παθ. αόρ. αναπαραστάθηκα: (μτβ.) μιμούμαι, αποδίδω πιστά κτ: Ο πίνακας ~ τη μάχη της Ισσού. αναπαράσταση η: 1 μιμητική πράξη που αναβιώνει γεγονός του παρελθόντος: ~ του εγκλήματος. 2 απεικόνιση πράγματος: Στόχος του ζωγράφου είναι η πιστή ~ του φυσικού χώρου. αναπαύω -ομαι: 1 παθ. (αμτβ.) είμαι στην κατάλληλη θέση (συνήθως ξαπλωμένος) για να ξεκουραστώ=ξεκουράζομαι: Τα μεσημέρια θέλω να αναπαύομαι. 2 (μτφ., μτβ.) βρίσκω ψυχική γαλήνη: Η μουσική με ~. 3 παθ. (αμτβ.) πεθαίνω, ξεκουράζεται η ψυχή μου: Αναπαύθηκε η γιαγιά! ανάπαυση η: 1 ξεκούραση: Kαλύτερη ~ είναι ο ύπνος. 2 ψυχική γαλήνη: Ήταν ταραγμένος, αλλά τα λόγια της του έφεραν ~. 3 η κατάσταση της ψυχής του πιστού μετά θάνατον: τόπος αναπαύσεως. 4 ΑΘΛ παράγγελμα και στάση της γυμναστικής, κατά την οποία το σώμα χαλαρώνει. αναπαυτικός -ή -ό: αυτός που είναι κατάλληλος για ξεκούραση: ~ καναπές / παπούτσια.=άνετος. αναπαυτικά (επίρρ.). ανάπηρος -η -ο: 1 αυτός που πάσχει από σοβαρή βλάβη των σωματικών ή πνευματικών λειτουργιών του οργανισμού του: Μετά το τροχαίο έμεινε ~. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδράνεια: Xωρίς τη γυναίκα του αισθάνεται ~. αναπηρία η: σωματική ή διανοητική ανικανότητα που οφείλεται σε τραυματισμό ή ασθένεια: Παίρνει σύνταξη λόγω ~. μερική / ολική ~. αναπηρικός -ή -ό: ~ καροτσάκι. αναπληρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αντικαθιστώ κπ στα καθήκοντά του λόγω απουσίας του: Ο υποδιευθυντής ~ τον διευθυντή που λείπει. 2 συμπληρώνω κτ που λείπει, καλύπτω κενό: ~ τη μόρφωση που του λείπει με την εξυπνάδα του. αναπλήρωση η. αναπληρωτής ο, -ώτρια η: 1 πρόσωπο που αντικαθιστά κπ στα καθήκοντά του: Ανακοινώθηκαν οι τοποθετήσεις των ~ υπαλλήλων της Τράπεζας. 2 βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας: ~ καθηγητής. αναπληρωματικός -ή -ό: αυτός που αναπληρώνει κπ ή κτ: ~ παίχτης. αναπνέω: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) με τη βοήθεια των κατάλληλων οργάνων εισάγω στον οργανισμό μου αέρα, τον οποίο εξάγω, αφού έχω συγκρατήσει το οξυγόνο: Όταν τρέχεις, να ~ μόνο από τη μύτη. ~ καθαρό αέρα.=ανασαίνω. 2 (μτφ., αμτβ.) ξεκουράζομαι, διακόπτω κτ δυσάρεστο ή κουραστικό: Πήρα μία βδομάδα άδεια για να ~ λιγάκι. 3 (αμτβ.) αισθάνομαι την κυκλοφορία του αέρα: Με αυτά τα παπούτσια τα πόδια ~. αναπνοή η: 1 η λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παίρνουν οξυγόνο και αποβάλλουν διοξείδιο του άνθρακα: τεχνητή ~: ενέργειες για να ξαναρχίσει αναπνοή που έχει διακοπεί. 2 εισπνοή και εκπνοή=ανάσα: Aφουγκράζεται την ~ του. Μου κόπηκε η ~ (τρόμαξα). σε απόσταση αναπνοής :πολύ κοντά. αναπνευστικός -ή -ό. αναπνευστήρας ο: συσκευή που υποβοηθά την αναπνοή. ανάποδος -η -ο: 1 αυτός που είναι αντίθετος από το κανονικό ή το συνηθισμένο και παρουσιάζει δυσκολίες: ~ άνθρωπος=δύστροπος ≠ βολικός. 2 αντίστροφος: ~ ψαλίδι/σουτ. ανάποδη η: 1 η πλευρά που είναι αντίθετη από την κανονική ή από αυτή που φαίνεται ≠ καλή: Γύρνα το παντελόνι από την ~ πριν το πλύνεις! 2 χτύπημα με την εξωτερική μεριά της παλάμης: Έφαγε μια ~ κι είδε τον ουρανό σφοντύλι. ανάποδο το=αντίστροφο: Ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά το ~ δεν ισχύει! ανάποδα (επίρρ.): 1 διαφορετικά ή αντίθετα από το κανονικό: Φόρεσε τη μπλούζα του ~. 2 αντίθετα από το επιθυμητό: Του ήρθε ~ η μετάθεση στη μέση της χρονιάς. 3 αντίθετα από την πραγματικότητα: Δε φταίω εγώ που εσύ τα παίρνεις όλα ~ (καταλαβαίνεις λανθασμένα τα πράγματα). αναποδιά η: 1 δυσάρεστο και αναπάντεχο γεγονός= κακοτυχία: Αν δεν είναι ~ να αρρωστήσεις τη μέρα της γιορτής σου, τότε τι είναι; 2 ιδιοτροπία, ο δύστροπος χαράκτηρας κάποιου: Δε θα υπομένω μια ζωή τις αναποδιές σου! αναπόφευκτος -η -ο: αυτός που δεν μπορούμε να αποφύγουμε ή να αποτρέψουμε=αναπότρεπτος, μοιραίος: Η σύγκρουση ήταν ~. αναπόφευκτα (επίρρ.). αναπτύσσω -ομαι: (μτβ.) 1 αυξάνω ή βελτιώνω κτ σταδιακά: Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Η πόλη μας αναπτύχθηκε γρήγορα οικονομικώς. 2 εκθέτω ένα θέμα διεξοδικά: Ο ομιλητής ανέπτυξε τις απόψεις του. ανάπτυξη η. αναπτυξιακός -ή -ό. αναπτυξιακά (επίρρ.). Από το ΑΕ ρ. ἀναπτύσσω που σήμαινε «ξεδιπλώνω». άναρθρος -η -ο: 1 αυτός που δεν αποτελείται από αναγνωρίσιμους φθόγγους ή λέξεις: ~ κραυγές. 2 ΓΡΑΜΜ λέξη που δε συνοδεύεται από οριστικό άρθρο ≠ έναρθρος: ~ ουσιαστικό / επίθετο. άναρθρα (επίρρ.): Από το σοκ κραύγαζε ~. ανάρπαστος -η -ο: (για εμπόρευμα) αυτός που έχει μεγάλη ζήτηση και πουλιέται αμέσως: Μόλις κυκλοφόρησε στην αγορά η συσκευή αυτή, έγινε ~. αναρριχώμαι: (αμτβ.) 1 σκαρφαλώνω σε επιφάνεια με απότομη κλίση. 2 (μτφ.) ανέρχομαι σε αξιώματα με κάθε τρόπο: ~ στην εξουσία εκμεταλλευόμενος την ευπιστία του λαού. αναρριχώμενος -η -ο (μπε. ως επίθ.): αυτός που αναρριχάται: ~ τριανταφυλλιά. αναρριχώμενο το: φυτό που αναπτύσσεται κάθετα, πάνω σε τεχνητά ή φυσικά στηρίγματα. αναρρίχηση η. αναρριχητικός -ή -ό. αναρρώνω • αόρ. ανάρρωσα & ανέρρωσα: αποκτώ ξανά τις δυνάμεις μου μετά από ασθένεια=αναλαμβάνω: Ο ασθενής ~. ανάρρωση η: Καλή ~!: ευχή σε άρρωστο. αναρρωτικός - ή -ό. αναρρωτήριο το: κτίριο ή χώρος που προορίζεται για την ανάρρωση ασθενών. αναρτώ -ώμαι • μππ. ανηρτημένος: (μτβ.) κρεμώ κτ από κάπου, το τοποθετώ σταθερά σε υψηλό σημείο: Τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν στον πίνακα ανακοινώσεων. ανάρτηση η: 1 κρέμασμα σε υψηλό σημείο: Η ~ της βαθμολογίας θα γίνει μία εβδομάδα μετά τις εξετάσεις. 2 ΜΗΧΑΝ μηχανικό σύστημα με το οποίο ελέγχεται η μεταφορά του βάρους του οχήματος στον άξονα των τροχών και μειώνονται οι κραδασμοί. αναρχία η: 1 ΠΟΛ πολιτική ιδεολογία και κοινωνική θεωρία που αρνείται κάθε καταναγκασμό του ατόμου από οποιαδήποτε αρχή, εξουσία: Η ~ επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και κάθε άλλης εξουσίας. Ο Μπακούνιν είναι από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της ~. 2 πλήρης αταξία από την κατάργηση κανόνων=ασυδοσία, αυθαιρεσία: Στο σπίτι επικρατεί ~, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. αναρχισμός ο: αναρχία (σημ. 1). αναρχικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον αναρχισμό: ~ ιδεολογία / κίνημα. αναρχικός ο: οπαδός του αναρχισμού: πορεία αναρχικών. άναρχος1 -η -ο: αυτός που δε γίνεται με βάση κανόνες=αυθαίρετος: ~ οικονομική ανάπτυξη / δόμηση. άναρχα (επίρρ.). αναρωτιέμαι: (αμτβ.) προσπαθώ να απαντήσω κτ που δε γνωρίζω ή που δυσκολεύομαι να καταλάβω=διερωτώμαι: Αφού δεν ήξερε τη διεύθυνσή της, ~ πώς βρήκε το σπίτι της! ανασταίνω -ομαι: (μτβ.) 1 επαναφέρω νεκρό στη ζωή: O Xριστός ανάστησε τον Λάζαρο. Χριστός ανέστη! 2 ανατρέφω κπ: Έμεινε ορφανή και την ανάστησε η γιαγιά της. 3 γιορτάζω την Aνάσταση: Θα αναστήσουμε στο χωριό. ανάσταση η: 1 επαναφορά ενός νεκρού στη ζωή: ~ νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. 2 Aνάσταση η: τελετή που γίνεται σε ανάμνηση της ανάστασης του Xριστού: ακολουθία της Aναστάσεως. 3 (μτφ.) αναζωογόνηση, αναγέννηση: η ~ της φύσης την άνοιξη. αναστάσιμος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με την Ανάσταση: ~ λειτουργία. αναστάσιμα (επίρρ.): Οι καμπάνες χτυπούν ~. αναστέλλω -ομαι: (μτβ.) διακόπτω προσωρινά ενέργεια ή λειτουργία: Η απεργία αναστέλλεται. σχ. αναβάλλω. αναστολή η: 1 προσωρινή διακοπή: Αποφασίστηκε η ~ των εργασιών του συμβουλίου. 2 ΝΟΜ μη εκτέλεση ποινής για ορισμένο χρονικό διάστημα, με την προϋπόθεση ότι στο διάστημα αυτό ο καταδικασμένος δεν θα υποπέσει σε άλλο αδίκημα: Kαταδικάστηκε σε πέντε μήνες φυλάκιση με τριετή ~. 3 πληθ. ηθικός δισταγμός: άνθρωπος χωρίς ~. ανασταλτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί αναστολή: μέτρα ~ της φοροδιαφυγής. ανασταλτικά (επίρρ.): Η βία λειτουργεί ~ για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. αναστενάζω: (αμτβ.) αναπνέω βαθιά και ηχηρά, εκφράζοντας έντονη συναισθηματική κατάσταση: ~ από πόνο/ανακούφιση. αναστεναγμός ο. ανάστημα το: 1 το ύψος του σώματος ανθρώπου=[λαϊκ.] μπόι: μέτριο / κανονικό / ψηλό ~. 2 (μτφ.) ψυχικό ή πνευματικό σθένος, αξία: Όρθωσε το ~ του ενάντια στη δικτατορία. Ποιητές του αναστήματος ενός Σεφέρη είναι σπάνιοι. ανασχηματίζω -ομαι: (μτβ.) δημιουργώ κτ εκ νέου, από την αρχή=αναδιαμορφώνω: Ανασχηματίζεται η κυβέρνηση. ανασχηματισμός ο: ανασύνθεση, εκ νέου διάταξη πραγμάτων ή προσώπων με στόχο τη βελτίωση: Ο πρωθυπουργός προχώρησε σε ~ της κυβέρνησης. αναταράσσω & αναταράζω -ομαι: (μτβ.) κινώ κτ με ακανόνιστο τρόπο: Ο δυνατός άνεμος ~ το αεροσκάφος. ανατάραξη η. αναταραχή η: κατάσταση γενικευμένης αναστάτωσης και σύγχυσης: Επικρατεί ~ στα πανεπιστήμια λόγω του νέου νόμου για την παιδεία. ανάταση η: 1 ανύψωση: Ανάταση!: παράγγελμα της γυμναστικής για άσκηση κατά την οποία τα χέρια υψώνονται κατακόρυφα. 2 (μτφ.) ψυχική εξύψωση, έξαρση του πνεύματος: Διαβάζοντας αυτό το σπουδαίο έργο ένιωσα πνευματική ~. ανατέλλω • αόρ. ανέτειλα και ανάτειλα: (αμτβ.) 1 (για ουράνιο σώμα) ανεβαίνω πάνω από τον ορίζοντα, εμφανίζομαι στον ουράνιο θόλο=βγαίνω ≠ δύω: Ο ήλιος / η σελήνη ~. 2 (μτφ.) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι: Ένα χαμόγελο ~ στο πρόσωπό του. Μια νέα εποχή ~ για τη χώρα μας. ανατολή η: ≠ δύση 1 εμφάνιση ουράνιου σώματος στον ουράνιο θόλο: Θαύμασε την ~ από την κορυφή του βουνού. 2 σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται προς την ανατολή του ήλιου: Συμβουλεύτηκε την πυξίδα για να βρει την ~. 3 Aνατολή η: οι χώρες που βρίσκονται ανατολικά της Eυρώπης: Mέση / Eγγύς / Άπω ~. 4 το ανατολικό τμήμα γεωγραφικής περιοχής. Ανατολίτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο που κατάγεται από χώρα της Ανατολής. 2 πρόσωπο που υιοθετεί πατριαρχικά πρότυπα: Είναι πραγματικός ~, γι’ αυτό δε βοηθά καθόλου στις δουλειές του σπιτιού. ανατολικός -ή -ό: ≠ δυτικός 1 αυτός που βρίσκεται, είναι προσανατολισμένος προς ή προέρχεται από την ανατολή: ~ συνοικίες / δωμάτιο / άνεμος. 2 αυτός που σχετίζεται με την Aνατολή: ~ λαοί / φιλοσοφία. 3 αυτός που σχετίζεται με τα σοσιαλιστικά κράτη κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου: ~ μπλοκ. ανατολικά & -ώς (επίρρ.): Η Eλλάδα ~ συνορεύει με την Τουρκία. ανατολικά τα: το ανατολικό μέρος μιας περιοχής. ανατολίτικος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με την Aνατολή ή τους Aνατολίτες: ~ μουσική / χαλιά. ανατολίτικα (επίρρ.). ανατίμηση η: διαμόρφωση της τιμής αγαθού ή νομίσματος σε νέα υψηλότερα επίπεδα ≠ υποτίμηση: Η ~ των ειδών πρώτης ανάγκης έφερε σε δύσκολη θέση τους μισθωτούς. ~ του ευρώ. ανατιμώ -ώμαι (μτβ.) ≠ υποτιμώ. ανατινάζω -ομαι: (μτβ.) καταστρέφω κτ προκαλώντας έκρηξη: ~ το κτίριο με δυναμίτη. ανατίναξη η. ανατομία η: 1 επιστημονικός κλάδος της βιολογίας και της ιατρικής που μελετά τη μορφή, τη δομή και τη λειτουργία των ζωντανών οργανισμών. 2 η δομή του σώματος. ανατομικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την ανατομία. 2 αυτός που ακολουθεί τις αρχές της ανατομίας: ~ παπούτσια. ανατομικά (επίρρ.). ανατρέπω -ομαι • αόρ. ανέτρεψα & ανάτρεψα, παθ. αόρ. ανατράπηκα & [επίσ.] ανετράπην: (μτβ.) 1 στρέφω κτ ανάποδα=αναποδογυρίζω: Το αυτοκίνητο ανατράπηκε. 2 (μτφ.) ενεργώ έτσι, ώστε κτ να μην υπάρχει ή να μην ισχύει: ~ το αποτέλεσμα / το καθεστώς. Ανατράπηκε η κυβέρνηση/η ισορροπία δυνάμεων / το σχέδιό μου. 3 αποδεικνύω ότι κτ είναι λανθασμένο: ~ όλα του τα επιχειρήματα. ανατροπή η. ανατρεπτικός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να προκαλέσει κοινωνική ή πολιτική ανατροπή: ~ ιδέες/κίνημα. 2 αυτός που είναι έξω από τα όρια=αντισυμβατικός: ~ σάτιρα / περιοδικό. ανατρεπτικά (επίρρ.). ανατρέφω & αναθρέφω -ομαι • αόρ. ανέθρεψα & ανάθρεψα, μππ. αναθρεμμένος: (μτβ.) μεγαλώνω παιδί, φροντίζω για τη σωματική και πνευματική του ανάπτυξη: Eίναι δύσκολο να αναθρέψεις σωστά ένα παιδί. ανατροφή η: 1 φροντίδα για την ανάπτυξη ενός παιδιού: Είχαν εμπιστευθεί την ~ του σε νταντάδες και δασκάλους. 2 η αγωγή που έχει δεχθεί κπ: άνθρωπος χωρίς / με καλή ~. ανατριχιάζω: (αμτβ. & μτβ.) αισθάνομαι να ορθώνονται οι τρίχες του σώματός μου (συνήθως εξαιτίας έντονου αισθήματος ή συναισθήματος): ~ από κρύο / αηδία / συγκίνηση. Ο ήχος του πριονιού με ~. ανατριχίλα η: συναίσθημα φρίκης και τρόμου, που προκαλεί ανόρθωση των τριχών του σώματος: Ένιωσε ~ στη θέα του πτώματος. ανατριχιαστικός -ή -ό: αυτός που κάνει κπ να ανατριχιάζει: ~ θέαμα / έγκλημα. οι ~ λεπτομέρειες ενός εγκλήματος. ανατριχιαστικά (επίρρ.). άναυδος -η -ο: αυτός που μένει προσωρινά άφωνος εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος: Το θράσος του με άφησε ~. αναφέρω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω λόγο: Μην ~ ξανά αυτό το όνομα. 2 κάνω κτ γνωστό=ανακοινώνω, γνωστοποιώ: Τα πρακτορεία ειδήσεων ~ ότι είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των θυμάτων. 3 κάνω κτ γνωστό σε ανώτερο, σε αρχή ή υπηρεσία: Αν δείτε τίποτα ύποπτο, να το ~ στο Τμήμα. 4 καταγγέλλω κπ για αξιόποινη πράξη: Θα σε ~ στον διοικητή. αναφορά η. αναφορικά & -ώς (επίρρ.). αναχαιτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 σταματώ κτ ή κπ που κινείται ορμητικά εναντίον μου, ανακόπτω την ορμή=αποκρούω: ~ εχθρικά αεροσκάφη. 2 (μτφ.) σταματώ, εμποδίζω ανοδική πορεία: ~ τον πληθωρισμό. αναχαίτιση η. αναχαιτιστικός -ή -ό. αναχωρώ: [επίσ.] (αμτβ.) φεύγω=ξεκινώ ≠ φτάνω: ~ αύριο για Λονδίνο. Η αμαξοστοιχία ~ σε πέντε λεπτά. αναχώρηση η: [επίσ.] το ξεκίνημα από έναν τόπο για άλλον ≠ άφιξη, [οικ.] ερχομός: πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων. Η ~ του υπουργού για το Παρίσι αναβλήθηκε. αναψυχή η: ψυχική και σωματική ευχαρίστηση που οφείλεται σε ανάπαυση ή ψυχαγωγία: ταξίδι / αίθουσα / σκάφος αναψυχής. άνδρας & άντρας ο: 1 άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την παιδική ηλικία: Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρος ~! 2 ο σύζυγος: Χώρισε με τον ~ της. 3 πρόσωπο που επιδεικνύει θάρρος και υπευθυνότητα, ιδιότητες που αποδίδονται συνήθως στους άνδρες: Aν είσαι ~, έλα να λογαριαστούμε! Όταν χάσαμε τον πατέρα μας, η μάνα μας έγινε ο ~ του σπιτιού. ανδρικός & αντρικός -ή -ό. αντρικά (επίρρ.): Της αρέσει να ντύνεται ~. ανδρικά & (σπάν.) αντρικά τα: τμήμα καταστήματος που πουλάει ανδρικά ρούχα. ανδρισμός ο: 1 το σύνολο των φυσικών και σεξουαλικών χαρακτηριστικών του άντρα. 2 γενναία και αξιοπρεπής συμπεριφορά: Όταν έπρεπε, είχε τον ~ να παραιτηθεί. ανδρώνομαι & αντρώνομαι: 1 ενηλικιώνομαι, γίνομαι άνδρας: Ο γιος του ανδρώθηκε πια. 2 ωριμάζω μέσα από δύσκολες καταστάσεις: Ανδρώθηκε απότομα με τον θάνατο των γονιών του. ανεβάζω: (μτβ.) ≠ κατεβάζω 1 μετακινώ κπ ή κτ προς τα επάνω: ~ τα πράγματα στο φορτηγό / το φερμουάρ. 2 μεταφέρω κπ ή κτ από τα νότια προς τα βόρεια: Θα σε ανεβάσω από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο. 3 αυξάνω κτ: ~ τις τιμές / τους μισθούς / την ένταση της μουσικής/τον τόνο της φωνής μου. 4 παρουσιάζω ένα θεατρικό έργο στη σκηνή: Ο θίασος θα ~ Άμλετ. 5 προκαλώ ευδιαθεσία: Ένα κοπλιμέντο με ~. 6 αποκαλώ κπ με αρνητικούς χαρακτηρισμούς: Ηλίθιο τον ανέβαζε, ηλίθιο τον κατέβαζε. ανέβασμα1 το. ανεβαίνω • αόρ. ανέβηκα, προστ. ανέβα: (μτβ. & αμτβ.) 1 κινούμαι από ένα χαμηλότερο προς ένα υψηλότερο σημείο: ~ στην κορυφή του βουνού / τον ανήφορο / στα δέντρα. ~ τα σκαλιά / με το ασανσέρ. Ο θόρυβος του δρόμου ~ στον τρίτο όροφο. 2 επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: ~ στο ποδήλατο / τρένο / αεροπλάνο. 3 πηγαίνω από τα νότια προς τα βόρεια: ~ συχνά από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη. 4 αποκτώ υψηλότερο βαθμό, αξίωμα, κύρος: Kουράστηκε πολύ στη ζωή του για ν΄ ανέβει. 5 γίνομαι ευδιάθετος, αποκτώ αυτοπεποίθηση: Έχει ανέβει ψυχολογικά από τότε που απέκτησε δεσμό. 6 αυξάνομαι σε τιμή, ποσότητα ή ένταση: ~ η θερμοκρασία / ο πυρετός / η πίεση. Με τη βροχή η στάθμη του ποταμού ανέβηκε επικίνδυνα. 7 (για θεατρικό έργο) παρουσιάζομαι στη σκηνή ≠ κατεβαίνω: Aύριο ~ μια κωμωδία του Αριστοφάνη. ανέβασμα2 το. ανάβαση η: πορεία προς τα επάνω ≠ κατάβαση: H ~ στην κορυφή του Oλύμπου είναι επικίνδυνη. ανέκαθεν (επίρρ.): εξαρχής, από πάντα: Το σιτάρι ήταν ~ το κύριο διατροφικό στοιχείο στη Μεσόγειο. Η έκφρ. από ανέκαθεν είναι λανθασμένη, επειδή η ΑΕ κατάληξη -θεν δηλώνει προέλευση, και συνεπώς η πρόθεση από πλεονάζει. ανελλιπής -ής -ές: αυτός που γίνεται χωρίς διακοπές=συνεχής ≠ ελλιπής: ~ παρακολούθηση των μαθημάτων σχ. αγενής. ανελλιπώς (επίρρ.): Κάθε Σάββατο ~ βγαίνουν έξω για φαγητό. άνεμος ο: 1 κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέρα, που οφείλεται στις μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες και έχει ορισμένη κατεύθυνση και δύναμη: ~ ασθενής / μέτριος / ισχυρός / ούριος / βόρειος ~. περί ανέμων και υδάτων: για συζήτηση που γίνεται αόριστα για διάφορα θέματα. όπου φυσάει ο ~: για άνθρωπο που αλλάζει στάση και άποψη, ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά. στους πέντε ~: εδώ κι εκεί: Σκόρπισε την πατρική κληρονομιά ~. 2 (μτφ.) έντονη τάση: Πνέει ~ αισιοδοξίας. ανεμίζω: 1 (μτβ.) κουνώ κτ στον αέρα: Mε χαιρετούσε ανεμίζοντας το μαντίλι της. 2 (αμτβ.) κινούμαι από τον άνεμο: Tα μαλλιά της ανέμιζαν στον άνεμο. ανέμισμα το. ανεξάρτητος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που δεν επηρεάζεται ούτε καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες ≠ εξαρτημένος: Είναι ~ γυναίκα και κάνει ό,τι θέλει. 2 αυτός που λειτουργεί χωρίς να υπακούει σε εξωτερικές παρεμβάσεις: Η Δικαιοσύνη είναι ~. 3 αυτός που δε σχετίζεται με κτ άλλο: Απουσίαζα για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου. σχ. αίρω. ανεξάρτητα & [επίσ., μόνο στη σημ. 3] ανεξαρτήτως (επίρρ.). ανεξαρτησία η. ανεξίτηλος -η -ο: 1 αυτός που δεν ξεβάφει, δεν ξεθωριάζει το χρώμα του: ~ μελάνι / ύφασμα. 2 (μτφ.) αυτός που η ζωηρότητα της ανάμνησής του δεν εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου: Άφησε ~ τη σφραγίδα της στην πολιτική ζωή του τόπου. ανεξίτηλα (επίρρ.). ανεργία η: αδυναμία επαγγελματικής απασχόλησης κπ: H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας. ταμείο/επίδομα ~. άνεργος -η -ο: αυτός που δεν έχει εργασιακή απασχόληση: Είναι δύο χρόνια ~ και ψάχνει μια οποιαδήποτε δουλειά. άνεργος ο: άνεργο άτομο. Άνεργος είναι αυτός που δεν εργάζεται, επειδή δεν μπορεί να βρει δουλειά, ενώ άεργος είναι αυτός που δε θέλει να εργαστεί. άνεση η: 1 έλλειψη περιορισμών στη χρήση του χώρου ή του χρόνου: H ~ χώρου επιτρέπει ελευθερία κινήσεων. 2 εξοικείωση με κτ, δεξιότητα που δίνει την αίσθηση ότι κτ γίνεται εύκολα=ευκολία: Έχει μεγάλη ~ στο γράψιμο. Κινείται με ~ στους διπλωματικούς κύκλους. 3 οικονομική δυνατότητα: Έχει οικονομική ~. 4 ελευθερία στη συμπεριφορά, φυσικότητα: Μίλα με ~, μη διστάζεις! 5 πληθ. τα τεχνικά μέσα που εξασφαλίζουν εύκολη διαβίωση: Στο σπίτι μου έχω όλες τις ~. άνετος -η -ο: 1 αυτός που προσφέρει άνεση, ελευθερία κινήσεων: ~ σπίτι/ρούχο. 2 αυτός που γίνεται με άνεση, με ευκολία: ~ δουλειά / νίκη / ζωή. 3 αυτός που συμπεριφέρεται με φυσικότητα ≠ σφιγμένος: Eίναι ~ τύπος. άνετα & (σημ. 1) ανέτως (επίρρ.): 1 με εύκολο τρόπο: Η ομάδα μας κέρδισε ~. 2 χωρίς περιορισμούς ή καταπόνηση: Κάθησε ~ για να δει τηλεόραση. ανεύθυνος -η -ο: 1 αυτός που ενεργεί και συμπεριφέρεται επιπόλαια, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των πράξεών του ≠ υπεύθυνος: Μόνο ένας ~ θα μπορούσε να φύγει έτσι, χωρίς να ειδοποιήσει! 2 αυτός που δεν έχει ευθύνη ή δεν μπορεί να του αποδώσει κανείς ευθύνη για κτ: Τελικά αποδείχτηκε ότι ο μηχανικός ήταν ~ για την κατάρρευση του κτιρίου. ανεύθυνα (επίρρ.): χωρίς αίσθηση ευθύνης: Eνεργεί ~ και χωρίς σοβαρότητα. =επιπόλαια, απερίσκεπτα. ανευθυνότητα η: το να ενεργεί κπ επιπόλαια, χωρίς αίσθηση ευθύνης: Ήταν ~ εκ μέρους σου να διαδώσεις τις φήμες πριν τις επιβεβαιώσεις. ανέφικτος -η -ο: αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί=ακατόρθωτος ≠ εφικτός: ~ στόχοι. Τα ταξίδια στον χρόνο είναι για το άμεσο μέλλον ~. ανεφοδιάζω -ομαι: (μτβ.) προμηθεύω κπ εκ νέου με τα απαραίτητα: Το αεροπλάνο ανεφοδιάστηκε με καύσιμα και συνέχισε την πτήση του. ανεφοδιασμός ο: η εκ νέου προμήθεια με απαραίτητα αγαθά: ~ του στρατού. ανέχεια η: έλλειψη των απαραίτητων πόρων για να μπορεί κανείς να ζήσει, στέρηση των αναγκαίων=ένδεια, φτώχεια ≠ ευμάρεια, ευπορία: Μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις χώρες της Αφρικής βασανίζεται από ~. ανέχομαι: (μτβ.) 1 δεν αντιδρώ σε κπ ή σε κτ που μου προκαλεί ενόχληση=υπομένω: Δεν ~ να την προσβάλλουν. 2 παραβλέπω ηθελημένα κτ, δέχομαι κτ όπως είναι: Aνέχτηκα για πολύ καιρό τα σφάλματά του. ανοχή η. ανεκτός -ή -ό: αυτός που μπορεί κπ να τον ανεχτεί, να τον υπομείνει=υποφερτός: ~ πόνος / ζέστη. ανεκτικός -ή -ό: αυτός που δείχνει μεγάλη ανοχή, υπομονή: Η κοινωνία μας δεν είναι ~ με τους μετανάστες. ανεκτικότητα η. ανήκω: (μτβ.) 1 είμαι κτήμα κάποιου: Αυτή η έκταση ~ στον Δήμο. 2 αποτελώ τμήμα, μέρος ή μέλος ευρύτερου συνόλου: Η Ρόδος ~ στα Δωδεκάνησα.=υπάγομαι. 3 αρμόζω, ταιριάζω: Σας ~ ένα μεγάλο μπράβο / ένα μερίδιο της επιτυχίας. ανησυχώ: 1 (αμτβ.) είμαι αναστατωμένος, αγωνιώ: ~ για την υγεία της συζύγου μου. 2 (μτβ.) προκαλώ αναστάτωση ή ενόχληση: Παρακαλώ, μη με ανησυχήσεις για τίποτε και για κανέναν! ανησυχία η: 1 κατάσταση στην οποία κπ είναι αναστατωμένος ή προβληματισμένος εξαιτίας προβλήματος ή απειλής: Η υγεία του δεν εμπνέει ~. H κυβέρνηση έχει εκφράσει την ~ της για τις τουρκικές προκλήσεις στο Aιγαίο. 2 πληθ. έντονο ενδιαφέρον, τάση για αναζητήσεις: Έχει καλλιτεχνικές ~. ανήσυχος -η -ο: 1 αυτός που είναι ταραγμένος, αναστατωμένος: Είναι ~ για την υγεία του. 2 αυτός που δεν επαναπαύεται: ~ πνεύμα. 3 αυτός που δε γίνεται με ησυχία: ~ ύπνος. ανήσυχα (επίρρ.). ανησυχητικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί ανησυχία: H κατάσταση της υγείας του είναι ~. ανησυχητικά (επίρρ.): Ο καιρός επιδεινώνεται ~. ανηφόρα & ανηφοριά η: δρόμος με κλίση προς τα πάνω ≠ κατηφόρα. ανήφορος ο: ≠ κατήφορος 1 δρόμος ή έδαφος με κλίση προς τα πάνω: Kουράζομαι στον ~. 2 (μτφ.) δύσκολη περίσταση στη ζωή: Την κούρασε ο ~ της ζωής. ανηφορικός -ή -ό: αυτός που έχει κλίση προς τα πάνω ≠ κατηφορικός: ~ δρόμος. ανηφορικά (επίρρ.) ≠ κατηφορικά. ανηφορίζω: ≠ κατηφορίζω 1 (αμτβ. & μτβ.) προχωρώ σε ανήφορο ή μετακινούμαι από ένα χαμηλότερο προς ένα υψηλότερο σημείο: ~ προς την κορυφή του βουνού. ~ το μονοπάτι για το σπίτι. 2 (αμτβ., για δρόμο) γίνομαι ανηφορικός: Aπό δω και πέρα το μονοπάτι ~. ανηφόρισμα το ≠ κατηφόρισμα. ανθός ο: 1 το σύνολο των ανθέων ενός φυτού: Tο κρύο πάγωσε τους ανθούς της λεμονιάς. 2 το εκλεκτότερο μέρος κπ πράγματος: Διαλέγει πάντα τον ~. άνθος το • γεν. πληθ. ανθέων: 1 [επίσ.] το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα αναπαραγωγής και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός=[οικ.] λουλούδι: ~ αμυγδαλιάς. πλαστικά ~. 2 (μτφ.) το εκλεκτότερο μέρος ενός πράγματος ή συνόλου: ~ ορύζης / αραβοσίτου. το ~ της νεολαίας. Βρίσκεται στο ~ της ηλικίας της (στη νεότητα). ανθίζω: (αμτβ.) γεμίζω λουλούδια: Άνθισε η κερασιά. ανθώ: (αμτβ.) ακμάζω: Τα οικονομικά του / τα γράμματα / οι επιστήμες ~. άνθηση η. άνθρακας ο: 1 ΧΗΜ αμέταλλο χημικό στοιχείο που βρίσκεται στη φύση σε μορφές ενώσεων (γραφίτης, διαμάντι) και αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ζωικής ύλης: διοξείδιο του ~. ενώσεις / ισότοπα του ~. 2 στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα= κάρβουνο: O ~ ήταν για αιώνες η καύσιμη ύλη της βιομηχανίας. άνθρακες ο θησαυρός: για ασήμαντο αποτέλεσμα μετά από πολλές προσπάθειες ή ελπίδες. ανθρακικός -ή -ό: αυτός που περιέχει άνθρακα: ~ ασβέστιο/νάτριο. ανθρακικό το: ανθρακικό οξύ: αναψυκτικό με ~. ανθρωπισμός ο: 1 πνευματικό κίνημα της Aναγέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού και λατινικού πολιτισμού, της λογοτεχνίας και της τέχνης=ουμανισμός. 2 φιλοσοφική θεωρία ή πνευματική στάση που εμπνέεται από σεβασμό και αγάπη για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ζωή: Λόγοι ~ επιβάλλουν την υποστήριξη των αδυνάτων. ανθρωπιστής ο, -ίστρια η: 1 λόγιος της Aναγέννησης, υποστηρικτής του ανθρωπισμού=ουμανιστής: O Έρασμος υπήρξε ~. 2 κάθε γνώστης των κλασικών γραμμάτων που πιστεύει στην παιδευτική τους αξία. 3 πρόσωπο που δείχνει έμπρακτη αγάπη και ευαισθησία για τον συνάνθρωπό του: O Σβάιτσερ ήταν ένας μεγάλος ~. ανθρωπιστικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον αναγεννησιακό ανθρωπισμό και το μορφωτικό ιδεώδες που θέτει την κλασική παιδεία στο επίκεντρο: ~ επιστήμες (φιλολογία, ιστορία, ψυχολογία κτλ.). 2 αυτός που συμπαρίσταται στον συνάνθρωπο: ~ οργάνωση / βοήθεια. ανθρωπιστικά (επίρρ. στη σημ. 2). άνθρωπος ο: 1 ον που ανήκει στα θηλαστικά και που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο. 2 κάθε άνθρωπος ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους: Οι ~ είναι θνητοί. 3 κάθε άτομο του είδους, με ιδιαίτερες σωματικές και πνευματικές ιδιότητες: κοντός / έξυπνος / ευαίσθητος ~. 4 ο άνθρωπος ως απόλυτη ηθική αξία: Δεν αρκεί να είσαι καλός επιστήμονας, πρέπει να είσαι και ~. 5 ο άνθρωπος ως ατελές ον, με αδυναμίες: ~ είμαστε, λάθη κάνουμε. ανθρώπινος -η -ο: 1 αυτός που σχετίζεται με τον άνθρωπο (κατ' αντιδιαστολή προς τα ζώα ή τις μηχανές): ~ σώμα / αξιοπρέπεια / δικαιώματα. 2 αυτός που έχει τις αδυναμίες και τις ατέλειες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: Tα λάθη είναι ~. 3 αυτός που είναι ευαίσθητος, ευγενής: Προσεγγίζει τους άλλους με έναν πολύ ~ τρόπο, προσπαθώντας να τους καταλάβει και να τους στηρίξει. 4 αυτός που αρμόζει στον άνθρωπο ή ικανοποιεί τις ανάγκες του: Θέλω να βρω μια πιο ~ δουλειά. ανθρώπινα (επίρρ. στη σημ. 3): Μου συμπεριφέρθηκε ~. ανθρωπίνως (επίρρ.): [επίσ.] με βάση τα ανθρώπινα μέτρα και τις φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου: Είναι ~ αδύνατο να προλάβουμε να τελειώσουμε τόσο σύντομα. ανθρωπινός -ή -ό: 1 ανθρώπινος (σημ. 4): Δεν είναι ζωή ~ αυτή που ζουν οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα! ανθρωπινά (επίρρ.). ανθρωπιά η: η θεωρούμενη ιδανικά ως κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα, η αλληλεγγύη και η συμπάθεια απέναντι στον συνάνθρωπο ≠ απανθρωπιά: Δείξε λίγη ~, μην είσαι τόσο σκληρός! ανθρωπότητα η: το σύνολο των ανθρώπων επάνω στη γη: H ~ κινδυνεύει να αφανιστεί από έναν πυρηνικό πόλεμο. εγκλήματα κατά της ~. ανία η: δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργείται από την έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει=πλήξη, βαρεμάρα: Η γραφειοκρατική δουλειά τής προκαλεί ~. ανιαρός -ή -ό: αυτός που προξενεί ανία=βαρετός, πληκτικός: ~ συζήτηση / μυθιστόρημα / μάθημα. ανιαρά (επίρρ.). ανιχνεύω -ομαι: (μτβ.) 1 αναζητώ κπ ή κτ ερευνώντας συστηματικά οποιοδήποτε σχετικό ίχνος και στοιχείο: ~ τοξικές ουσίες σε συσκευασμένα τρόφιμα. 2 (μτφ.) προσπαθώ να εξακριβώσω κτ χρησιμοποιώντας τη λογική ή το συναίσθημα: Προσπάθησε να ανιχνεύσεις τις προθέσεις του. ανιχνεύσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να ανιχνευθεί: Τα αναβολικά είναι ~ στο αίμα. ανιχνευτής ο: 1 αυτός που έχει εκ- παιδευτεί να ανιχνεύει μια εδαφική περιοχή: Μια διμοιρία ανιχνευτών προηγούνταν του στρατεύματος. 2 συσκευή με την οποία γίνεται ανίχνευση: ~ ραδιενέργειας / μετάλλων. ανιχνευτικός -ή -ό. ανιχνευτικά (επίρρ.). ανιψιός & ανεψιός ο, ανιψιά & ανεψιά η, ανίψι το: 1 το παιδί του αδερφού / της αδερφής κπ ή του / της συζύγου. 2 το παιδί του / της εξαδέλφου κπ ή του / της συζύγου. άνοδος η: 1 κίνηση από χαμηλότερο σε υψηλότερο επίπεδο, από τα νότια προς τα βόρεια ή από τα παράλια προς τα μεσόγεια ≠ κάθοδος: Η ~ στην κορυφή γίνεται με δυσκολία. 2 αύξηση σε κλίμακα ≠ πτώση: ~ της θερμοκρασίας / των τιμών / της στάθμης του ποταμού. 3 δρόμος με ανηφορική κλίση ή που οδηγεί προς τα βόρεια: H συγκεκριμένη οδός είναι η μόνη ~ για την Ακρόπολη. 4 (μτφ.) πρόοδος, κατάκτηση ενός αξιώματος: ~ ενός κόμματος στην εξουσία.=ανάρρηση ≠ πτώση. 5 ΦΥΣ ο θετικός πόλος πηγής ηλεκτρικού ρεύματος και το αντίστοιχο ηλεκτρόδιο ≠ κάθοδος. ανοδικός -ή -ό: αυτός που παρουσιάζει άνοδο, αύξηση: Τα ποσοστά του κόμματός μας κινούνται σε ~ πορεία. ανοδικά (επίρρ.): ~ κινήθηκαν οι τιμές των μετοχών στη σημερινή συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου. ανόητος -η -ο: αυτός που δείχνει έλλειψη σκέψης ή νοημοσύνης=βλάκας, ηλίθιος, χαζός: ~ άνθρωπος / πράξη / απόφαση. ανόητα (επίρρ.). ανοησία η: 1 η ιδιότητα του ανόητου=βλακεία: Eίναι μεγάλη ~ να μη θέλεις το συμφέρον σου. 2 συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) λόγος ή πράξη που φανερώνει ανοησία: Πάψε να λες / να κάνεις ~. ανοίγω -ομαι • αόρ. άνοιξα, παθ. αόρ. ανοίχτηκα, μππ. ανοιγμένος: (μτβ. & αμτβ.) 1 αφαιρώ, σηκώνω κτλ. ό,τι κρατάει κλειστό έναν χώρο, ώστε να επιτρέψω την πρόσβαση σε αυτόν ≠ κλείνω: Μόλις ανοίξεις το συρτάρι, θα το δεις. 2 αφαιρώ το σκέπασμα, το πώμα κτλ. ενός πράγματος ≠ κλείνω: Άνοιξαν δύο μπουκάλια κρασί. Άνοιξε το δώρο σου! 3 κάνω ρούχο φαρδύτερο ή αποκαλυπτικότερο: Nα ανοίξετε λίγο τα μανίκια, γιατί μου είναι στενά. 4 ξεκουμπώνω ή κατεβάζω το φερμουάρ ≠ κλείνω: Άνοιξε το πουκάμισο! 5 [προφ.] χτυπώ και τραυματίζω, προκαλώντας αιμορραγία: Tου άνοιξε τη μύτη με μια γροθιά. 6 (μτφ.) εγκαινιάζω, ξεκινώ κτ ≠ κλείνω: Άνοιξε καινούριο μαγαζί. 7 απλώνω κτ σε μεγαλύτερη έκταση, όγκο κτλ. ≠ κλείνω: Άνοιξε την ομπρέλα σου! 8 θέτω σε λειτουργία συσκευή ≠ κλείνω: Άνοιξε την τηλεόραση. 9 κάνω διάρρηξη: Άνοιξαν το διπλανό σπίτι. 10 Σε πολλές από τις παραπάνω σημ. το ρ. χρησιμοποιείται και ως αμτβ.: Η πόρτα ανοίγει δύσκολα. Πώς ανοίγει το βίντεο; άνοιγμα το. ανοιχτήρι το. ανοιχτός -ή -ό. ανοιχτά (επίρρ.). άνοιξη η: 1 μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, μετά τον χειμώνα και πριν από το καλοκαίρι, που χαρακτηρίζεται από άνοδο της θερμοκρασίας και άνθηση των φυτών. 2 (μτφ.) περίοδος ακμής: Η γενιά αυτή έφερε την ~ στα ελληνικά γράμματα. ανοιξιάτικος -η -ο=εαρινός. ανοιξιάτικα (επίρρ.): κατά τη διάρκεια της άνοιξης: Πώς σου 'ρθε να βάλεις παλτό ~; άνομος -η -ο: αυτός που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους: Διέπραξε πολλές ~ πράξεις. άνομα (επίρρ.). ανομία η: παράνομη και ανήθικη πράξη: O Θεός τον τιμώρησε για τις ~ του. Το επίθ. άνομος δεν ταυτίζεται σημασιολογικά με το επίθ. άδικος: με το πρώτο τονίζεται η σοβαρό τητα της παράβασης ηθικών νόμων και η αδιαφορία για αυτούς, ενώ με το δεύτερο δηλώνεται η παράβαση κανόνων δικαίου και η απόκλιση από το αίσθημα περί δικαίου. ανοσία η: 1 ΙΑΤΡ φυσική ή επίκτητη ιδιότητα ενός οργανισμού να μην προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες: Με το εμβόλιο απέκτησε ~ στην ασθένεια αυτή. 2 (μτφ.) ιδιότητα αυτού που δεν αντιδρά σε μια δυσάρεστη κατάσταση, επειδή την έχει συνηθίσει: Μετά τους συνεχείς καβγάδες έπαθα ~ στις φωνές. άνοσος -η -ο. ανταγωνίζομαι: (μτβ.) 1 αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ, να επικρατήσω σε μια αναμέτρηση: ~ τρεις άλλους υποψηφίους για τη διευθυντική θέση. 2 προσπαθώ να ξεπεράσω κτ ή κπ, να φανώ ισοδύναμος, ισάξιος: Tα ελληνικά ρούχα ~ τα ευρωπαϊκά. ανταγωνισμός ο: σκληρός/οικονομικός/πολιτικός/αθέμιτος ~. ανταγωνιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ανταγωνίζεται κπ: Tον συκοφαντούν οι ~ του. ανταγωνιστικός -ή -ό. ανταγωνιστικά (επίρρ.). ανταλλάσσω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω κτ και παίρνω κτ άλλο αντ' αυτού: Aνταλλάσσουμε γραμματόσημα / επιστολές / δώρα. 2 (μτφ.) λέω σε κπ κτ και αυτός μου λέει κτ ανάλογο: ~ απόψεις / βαριές κουβέντες. ανταλλαγή η: Με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923) αποφασίστηκε η ~ πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. ~ απόψεων/ύβρεων. ανταλλακτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την ανταλλαγή: ~ εμπόριο: αυτό που γίνεται με ανταλλαγή προϊόντων, όχι με χρήματα. ανταλλακτικό το: εξάρτημα μηχανής που προορίζεται να αντικαταστήσει άλλο σε περίπτωση φθοράς: ~ αυτοκινήτων. ανταμείβω -ομαι: (μτβ.) προσφέρω σε κπ κτ ανάλογο με το καλό που έκανε: O Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου! ανταμοιβή η: ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για να ανταμειφθεί κπ για τις πράξεις του: δίκαιη / ηθική / υλική ~. σχ. αλείφω. αντανάκλαση η: 1 αλλαγή της πορείας φωτεινών, ηχητικών κτλ. κυμάτων που προσκρούουν σε μια επιφάνεια: ~ του φωτός / του ήχου. 2 (μτφ.) έμμεση επίδραση ή απήχηση: Η τέχνη του αποτελεί ~ της εποχής του. αντανακλώ -ώμαι: 1 (μτβ., για επιφάνεια) προκαλώ αντανάκλαση: Το κάτοπτρο ~ το φως. 2 (μτφ., αμτβ.) έχω έμμεση επίδραση, απηχώ: H συμπεριφορά του ~ σ' όλη την οικογένειά του. αντανακλαστικός -ή -ό. αντανακλαστικά (επίρρ.). ανταποδίδω: (μτβ.) κάνω σε κπ κτ αντίστοιχο με ό,τι μου έκανε: ~ τις φιλοφρονήσεις / την επίσκεψη / τον χαιρετισμό. ~ τα ίσα: κάνω σε κπ το ίδιο κακό με αυτό που μου έκανε. ανταπόδοση η: ενέργεια ή πράξη που προκαλείται από αντίστοιχη προηγούμενη: ~ φιλοφρονήσεων. ανταποδοτικός -ή -ό: αυτός που ανταποδίδει κτ: ~ τέλη: αυτά που πληρώνονται από τον πολίτη σε ανταπόδοση κρατικών παροχών. ανταποδοτικά (επίρρ.). ανταποκρίνομαι: (αμτβ. + σε) 1 βρίσκομαι σε αντιστοιχία με κτ: H περιγραφή δεν ~ στην πραγματικότητα. 2 αποδεικνύομαι αντάξιος, ικανοποιητικός: Εάν δεν μπορείς να ανταποκριθείς στα καθήκοντά σου, πρέπει να παραιτηθείς. 3 αντιδρώ θετικά σε μια ενέργεια άλλου: Δεν ~ στα αισθήματά του. ανταπόκριση η: 1 θετική αντίδραση σε ενέργεια άλλου: Oι εκκλήσεις για βοήθεια έμειναν χωρίς ~. 2 το ειδησεογραφικό κείμενο που στέλνει ο απεσταλμένος ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης: ~ από τη Γαλλία. 3 προγραμματισμένη συνάντηση δύο συγκοινωνιακών μέσων σε ενδιάμεσο σταθμό για τη μετεπιβίβαση ταξιδιωτών: Αν καθυστερήσει το τοπικό τρένο, θα χάσει την ~ με την ταχεία. ανταποκριτής ο, -ίτρια η: δημοσιογράφος που έχει αποσταλεί σε τόπο απομακρυσμένο από την έδρα της εργασίας του, προκειμένου να στέλνει ειδήσεις: πολεμικός ~: δημοσιογράφος που στέλνεται στο μέτωπο του πολέμου. ανταρσία η: εξέγερση μιας ομάδας και άρνηση να υπακούσει σε ανώτερη αρχή: ~ πληρώματος πλοίου/στρατεύματος. αντάρτης ο, -ισσα η: 1 εθελοντής πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για κπ ιδέα, ιδεολογία κτλ.: ~ πόλεων. 2 (μτφ.) ατίθασος, απείθαρχος: Αδύνατο να του επιβληθείς: είναι ~! αντάρτικος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με τους αντάρτες: ~ κινήματα / σώματα. αντάρτικο το: ένοπλη εξέγερση ατάκτων πολεμιστών: Βγήκε στο ~. άντε & άιντε (επιφ.): εκφράζει 1 παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~ στο καλό! ~ χάσου! ~ από δω! 2 έκπληξη ή δυσπιστία: Τα 'μαθες; Χώρισα! ~! 3 (επαναλαμβανόμενο) έντονη αντίθεση: ~-~, ό,τι θέλεις λες! 4 συγκατάθεση, παραχώρηση: Κάνει εκατό ευρώ! ~, για σένα ογδόντα! 5 ανώτατο όριο: Θα ήταν πενήντα, ~ εξήντα άνθρωποι, όχι παραπάνω! αντεπεξέρχομαι • αόρ. αντεπεξήλθα: (αμτβ.) αντιμετωπίζω κτ με επιτυχία: Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στην κρίσιμη περίσταση. σχ. έρχομαι. Προσοχή: ο τ. ανταπεξέρχομαι είναι λανθασμένος, καθώς το ρ. είναι σύνθετο από τις προθέσεις αντί + επί + εξ και το ρ. έρχομαι. αντεπιτίθεμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) επιτίθεμαι σε κπ ως αντίδραση στην επίθεσή του: Ο στρατός αντεπιτέθηκε στην πρώτη επίθεση του εχθρού. Μου αντεπιτέθηκε με νέα επιχειρήματα. αντεπίθεση η. αντέχω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 έχω τις απαραίτητες για κτ σωματικές δυνάμεις: Δεν αντέχω να ανέβω τόσες σκάλες. 2 μπορώ να αντιμετωπίσω κπ ή κτ δυσάρεστο= υπομένω: Δεν αντέχω τη φλυαρία του! Είσαι φίλη μου, αλλά ώρες ώρες δεν αντέχεσαι! 3 καταφέρνω να επιβιώσω ή να διατηρηθώ, δε φθείρομαι: Πώς άντεξαν τρεις μέρες χωρίς νερό; Τα μεγάλα έργα τέχνης ~ στον χρόνο. αντοχή η: 1 το να αντέχει κπ κτ: σωματική / ψυχική ~. Έχω ~ στις στερήσεις / στην πείνα / στο κρύο. 2 (για υλικά σώματα) αντίσταση στη φθορά, αλλοίωση: ~ στη διάβρωση / στη θερμότητα. ανθεκτικός -ή -ό: 1 αυτός που δεν παθαίνει εύκολα κτ από το πέρασμα του χρόνου: Η τέντα είναι φτιαγμένη από ~ ύφασμα. 2 αυτός που δε χάνει εύκολα τη σωματική ή ψυχική του δύναμη: Άλλος θα τα είχε παρατήσει, αλλά αυτός ήταν ~ στις δυσκολίες. ανθεκτικά (επίρρ.). ανθεκτικότητα η. αντηχώ: (αμτβ.) 1 παράγω δυνατό και παρατεταμένο ήχο: Οι καμπάνες αντήχησαν σε όλο το χωριό. 2 (για κλειστό χώρο) δονούμαι από δυνατούς ήχους, φωνές κτλ.: Το θέατρο αντήχησε από θερμά χειροκροτήματα και επευφημίες. αντήχηση η: ΦΥΣ φαινόμενο κατά το οποίο ένας ήχος μπορεί να ενισχυθεί ή να παραταθεί όταν προσκρούει σε κπ κοντινό εμπόδιο. αντί & [λογοτ., λαϊκ.] αντίς & (πριν από φωνή- εν) αντ' & ανθ' (πρόθ.): (+ γεν. / αιτ. / για / να) δηλώνει αντικατάσταση πράγματος, προσώπου, ενέργειας κτλ. από κπ ή κτ άλλο: ~ να ζητήσει συγγνώμη, έβαλε και τις φωνές! Τους έδωσε παξιμάδι ~ (για) ψωμί. ~ του Γιάννη ήρθε ο αδερφός του. Η λ. αντί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ελλειπτικό λόγο, ακολουθούμενη και από άλλα συμπληρώματα, π.χ. προθετική φράση: Ήρθε από εδώ ~ (να έρθει) από εκεί. ~ (να είμαι) πλούσιος, προτιμώ να είμαι ευτυχής. αντι- αντ- ανθ- & αντί-: α΄ συνθ. που δηλώνει 1 το αντίθετο από αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.: ανθυγιεινός, αντιεπιστημονικός. 2 εναντίωση σε αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.: αντιαγροτικός, αντιδημοκρατικός. 3 ενέργεια ή πράξη που έρχεται ως απάντηση ή αντίδραση στην πράξη που σημαίνει το β΄ συνθ.: αντιπροτείνω. 4 τίτλο α. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία αντί του νομίμου: αντιβασιλέας. β. πρόσωπο (ή ομάδα προσώπων) που είναι δεύτερο σε κπ ιεραρχία: αντιδήμαρχος, αντιεισαγγελέας. 5 αντικείμενο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού: αντικλείδι. 6 (σε πολυσύνθετα) χρονική στιγμή που προηγείται ή έπεται αυτής που δηλώνουν μαζί το β΄ και γ΄ συνθ.: αντιπροχθές, αντιμεθαύριο.
αντιβίωση η: ΙΑΤΡ θεραπευτική αγωγή που βασίζεται στη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. αντιβιοτικό το: φάρμακο που εξουδετερώνει τα μικρόβια ή εμποδίζει την ανάπτυξή τους: Η πενικιλίνη ήταν το πρώτο ~. αντιβιοτικός -ή -ό. αντιγράφω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 ξαναγράφω με ακρίβεια το περιεχόμενο ενός κειμένου: Δώσ' μου τις σημειώσεις σου να τις αντιγράψω στο τετράδιό μου! Μηδενίστηκε το γραπτό του, γιατί ο καθηγητής τον έπιασε να αντιγράφει. 2 (κυρ. για έργα τέχνης) δημιουργώ κτ που αποτελεί απομίμηση του πρωτότυπου. 3 μιμούμαι κπ ή κτ: Τον θαυμάζει τόσο πολύ, που έχει αντιγράψει το στιλ του. αντιγραφή η. αντίγραφο το: 1 έγγραφο, κείμενο κτλ. που προέρχεται από αντιγραφή ≠ πρωτότυπο: Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο ~ πτυχίου. 2 απομίμηση ενός πρωτότυπου: ρωμαϊκά ~. αντίδραση η: 1 ενέργεια που προκαλείται από άλλη ενέργεια ή κατάσταση: Έντονη ήταν η ~ στα οικονομικά μέτρα. 2 ΦΥΣ η ίση και αντίρροπη δύναμη που κάθε σώμα αναπτύσσει όταν δέχεται την επίδραση μιας άλλης δύναμης. 3 ΧΗΜ χημική ~: η αλληλεπίδραση μεταξύ χημικών στοιχείων ή ενώσεων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άλλης χημικής ένωσης. σχ. δράμα. αντιδρώ (αμτβ.). αντιδραστήρας ο. αντιδραστικός -ή -ό. αντιδραστικά (επίρρ.). αντικαθιστώ -ίσταμαι: (μτβ.) τοποθετώ προσωρινά ή μόνιμα κπ ή κτ στη θέση άλλου=αλλάζω: Τα παλιά έπιπλα του σαλονιού αντικαταστάθηκαν με καινούρια. αντικατάσταση η. αντικαταστάτης ο, -άτρια η. αντικείμενο το: 1 καθετί που υπάρχει και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις=πράγμα: Δε θέλω να μου πειράζει κανένας τα προσωπικά μου ~. 2 (+ γεν. ουσ. που παράγεται από ρ.) σχηματίζει εκφράσεις που παίρνουν τη σημασία τους από το ουσ.: ~ συζήτησης (συζητείται). ~ έρευνας (ερευνάται). ~ πόθου (ποθείται). 4 ΓΛΩΣΣ λέξη ή φράση της πρότασης που δέχεται την ενέργεια του υποκειμένου: άμεσο /έμμεσο ~. αντικειμενικός -ή -ό: 1 αυτός που βασίζεται στην πραγματικότητα και δεν επηρεάζεται από προσωπικά συμφέροντα ή προτιμήσεις=αμερόληπτος ≠ υποκειμενικός, μεροληπτικός: ~ κριτής / διαιτητής / απόφαση / αξία. Ο καθηγητής πρέπει να είναι πάντα ~, όταν βαθμολογεί τους μαθητές του. 2 αυτός που είναι ο πιο σημαντικός=κύριος, βασικός, τελικός: Ο ~ στόχος μας είναι η εταιρεία να μπει στο χρηματιστήριο. αντικειμενικά (επίρρ.). αντικειμενικότητα η: η ιδιότητα του αντικειμενικού ≠ υποκειμενικότητα. αντίκρυ (επίρρ.): απέναντι=αντικριστά: Στάθηκε ~ του και του ζήτησε να φύγει. αντικρίζω: (μτβ.) 1 βλέπω κπ ή κτ που βρίσκεται απέναντί μου: Το θέαμα που αντίκρισε ήταν αποκρουστικό. 2 (μτφ.) αντιμετωπίζω κπ ή κτ: ~ το μέλλον με αισιοδοξία. αντικριστός -ή -ό. αντικριστά (επίρρ.). αντιλαμβάνομαι • αόρ. αντιλήφθηκα & [επίσ.] αντελήφθην: (μτβ.) 1 καταλαβαίνω κτ μέσω των αισθήσεών μου: Ο κλέφτης μπήκε στο διαμέρισμα χωρίς να τον αντιληφθούμε. 2 καταλαβαίνω, κατανοώ κτ με τον νου, με τη λογική: Προσπαθώ να αντιληφθώ τα σχέδιά της, αλλά δεν το έχω καταφέρει ακόμα. αντίληψη η: 1 α. ΨΥΧΟΛ νοητική λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται. β. η ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει εύκολα, να καταλαβαίνει=νοημοσύνη, ευφυΐα: οξεία / μειωμένη ~. 2 α. η γνώμη που έχει κπ για ένα ζήτημα=πεποίθηση, άποψη: Έχω την ~ ότι τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως τα λες. β. πληθ. οι πεποιθήσεις που διακρίνουν ένα άτομο ή μια ομάδα=νοοτροπία: προοδευτικές / συντηρητικές / θρησκευτικές / πολιτικές ~. αντιληπτός -ή -ό: αυτός που (μπορεί να) τον αντιλαμβάνεται κανείς: Ο κλέφτης έγινε ~. Το μήνυμα που έστειλε ο πρωθυπουργός δεν έγινε ~ από όλους τους υπουργούς του. αντιληπτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τις λειτουργίες της αντίληψης: ~ ικανότητα. αντιληπτικά (επίρρ.). αντιλέγω • αόρ. αντείπα: (αμτβ.) εκφράζω αντίθετη άποψη, διαφωνώ: Δεν ~, η άποψή σου είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. αντίλογος ο: το να αντιλέγει κπ: πολιτικός/τεκμηριωμένος ~. Οι δύο πλευρές γρήγορα κατέληξαν σε συμφωνία, καθώς δεν υπήρχε ουσιαστικός ~. αντιμετωπίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βρίσκομαι μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση και προσπαθώ να την ξεπεράσω: Αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. 2 συμπεριφέρομαι σε κπ ή σε κτ σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του ή με ορισμένο τρόπο=μεταχειρίζομαι: Μας αντιμετώπιζε ως ίσους. αντιμετώπιση η. αντίξοος -η -ο: αυτός που δημιουργεί προβλήματα, που δεν είναι ευνοϊκός: Εργάζεται σε εξαιρετικά ~ συνθήκες. αντιξοότητα η. αντιπαθώ: (μτβ.) έχω αρνητικά συναισθήματα ή διάθεση για κπ ή κτ ≠ συμπαθώ: Τον αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. αντιπαθής -ής -ές: αυτός που προκαλεί σε κπ αντιπάθεια=αντιπαθητικός ≠ συμπαθής, συμπαθητικός: Με τους άκομψους τρόπους του γίνεται αντιπαθής στην παρέα. σχ. αγενής. αντιπαθητικός -ή -ό. αντιπαθητικά (επίρρ.). αντιπάθεια η. αντίπαλος -η -ο: αυτός που έρχεται αντιμέτωπος με κπ ή κτ με στόχο να το(ν) νικήσει: Οι ~ ομάδες μπήκαν στο γήπεδο. αντίπαλος ο: Έχουμε επικίνδυνους αντιπάλους. αντιπαλότητα η. αντιστέκομαι: (αμτβ. + σε) 1 αγωνίζομαι για την εξουδετέρωση εχθρικής ενέργειας, απειλής, κινδύνου κτλ.: Ο λαός αντιστάθηκε σθεναρά στον ξένο κατακτητή. 2 εκδηλώνω την εναντίωσή μου σε κπ ή κτ: Οι εργαζόμενοι θα αντισταθούν στο νέο νομοσχέδιο με απεργιακές κινητοποιήσεις. αντίσταση η: 1 το να αντιστέκεται κανείς σε κτ ή κπ: ηρωική / ένοπλη ~. (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των κατοχικών δυνάμεων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο: Έλαβε ενεργό δράση στην ~. 2 ΦΥΣ α. δύναμη που αναπτύσσει κπ σώμα ενάντια σε κπ άλλη που ασκείται πάνω του: η ~ του αέρα. β. η τάση ενός αντικειμένου να εμποδίζει τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος από μέσα του, καθώς και (συνεκδ.) ο αγωγός που παρέχει τη συ- γκεκριμένη αντίσταση: Η μονάδα μέτρησης της ~ είναι το Ωμ. Όταν έπεσε το ρεύμα, κάηκε η ~. αντιστασιακός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με την αντίσταση ενάντια σε ξένο κατακτητή ή δικτάτορα: ~ οργανώσεις / αγώνας / τραγούδια. αντιστασιακός ο, -ή η: πρόσωπο που παίρνει ή πήρε μέρος στην Αντίσταση. αντιστοιχία η: σχέση αναλογίας, ομοιότητας ή συμφωνίας: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στα λόγια και στα έργα του. αντιστοιχώ: (αμτβ.) βρίσκομαι σε αντιστοιχία: Δε μου δίνεις αυτά που ~ στη δουλειά μου. αντίστοιχος -η -ο. αντίστοιχα & αντιστοίχως (επίρρ.). αντιστοιχίζω. αντιστοίχιση η. Η σημ. του ΑΕ ἀντίστοιχος ήταν «αυτός που στέκεται ακριβώς απέναντι σε κπ.» Ενώ το αντιστοιχώ (αόρ. αντιστοίχησα) είναι αμτβ., το αντιστοιχίζω (αόρ. αντιστοίχισα) είναι μτβ. και σημαίνει «θέτω κτ σε αντιστοιχία με κτ άλλο». Το ουσιαστικό που παράγεται από το αντιστοιχίζω είναι το αντιστοίχιση. αντιτίθεμαι • πρτ. αντετιθέμην: [επίσ.] (αμτβ.) έχω αντίρρηση για κτ, διαφωνώ με κτ=αντιτάσσομαι: Η αντιπολίτευση αντιτίθεται στην ψήφιση του νομοσχεδίου. σχ. θέτω. αντίθεση η: 1 το να έχει κπ ή κτ τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά ή απόκλιση με κπ ή κτ άλλο: Τα λόγια του έρχονται σε ~ με τις πράξεις του. 2 το να υπάρχει έντονη σύγκρουση, διαφωνία ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις=ασυμφωνία: ριζικές/κοινωνικές/ιδεολογικές ~. Στο εσωτερικό του κόμματος αυξήθηκαν οι πολιτικές ~. αντίθετος -η -ο: 1 αυτός που αντιτίθεται σε κτ ή κπ, που βρίσκεται σε αντίθεση με κτ ή κπ άλλο: Οι γονείς της ήταν ~ στην απόφασή της να παντρευτεί. 2 αυτός που έχει διαφορετική φορά: Το λεωφορείο μπήκε στο ~ ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με Ι.Χ. αντίθετα (επίρρ.). αντίθετο το: ΓΛΩΣΣ λέξη με αντίθετη σημασία από κπ άλλη=αντώνυμο ≠ συνώνυμο: Το «κακός» είναι το ~ του «καλός». αντιθετικός -ή -ό: αυτός που φανερώνει αντίθεση: ~ σύνδεσμος: ΓΛΩΣΣ σύνδεσμος που συνδέει προτάσεις, φράσεις ή λέξεις που βρίσκονται σε σχέση αντίθεσης. αντιθετικά (επίρρ.). αντωνυμία η: 1 ΓΛΩΣΣ κλιτή λέξη που χρησιμοποιούμε στη θέση ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων. Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. 2 ΓΛΩΣΣ σημασιολογική σχέση που συνδέει λέξεις με αντίθετη σημασία: Οι λέξεις «καλός» και «κακός» έχουν σχέση αντωνυμίας. αντώνυμο το: ΓΛΩΣΣ=αντίθετο ≠ συνώνυμο. Λόγιες (ή απαρχαιωμένες) αντωνυμίες Χρησιμοποιούνται ακόμα, κυρ. σε στερεότυπες εκφρ. ή σε επίσημο λόγο, ορισμένες αντωνυμίες από την αρχαία και λόγια παράδοση:αλλήλων • μόνο γεν. & αιτ. -ους: ο ένας τον άλλο: Αγαπάτε αλλήλους. αμφότεροι -ες -α: και οι δύο: ~ υποστήριξαν την άποψή μου. έκαστος -η -ο: καθένας: Πήραν από τριάντα ευρώ ~. έτερος -έρα -ο: άλλος: Αφίχθη ο ~ προσκεκλημένος. το έτερον ήμισυ: ο ένας από τους δύο συζύγους. ουδείς ουδεμία ουδέν: κανένας: ~ σχόλιο. ~ αμφιβολία. πας πάσα παν: 1 όλος ή ολόκληρος: Διαμαρτυρήθηκαν οι πάντες. 2 κάθε: πάσα προσφορά δεκτή. κατά πάσα πιθανότητα: για κτ που είναι πολύ πιθανό.
άνω1 (επίρρ.): [επίσ.] (+ γεν.) σε υψηλότερο επίπεδο από ≠ κάτω: Η θερμοκρασία είναι ~ του μηδενός. ~ κάτω: για χώρο ή κατάσταση όπου επικρατεί αταξία, αναστάτωση: Άφησαν ένα σπίτι ~ μετά το πάρτι. Μας έκανε ~ με τα νέα που μας έφερε. άνω2 (επίθ.) • άκλ., ανώτερος, ανώτατος: ≠ κάτω 1 αυτός που είναι στο επάνω ή σε υψηλότερο μέρος: ~ τελεία. ~ κοιλία / άκρα. ~ Γλυφάδα. ~ ποταμών: εξωφρενικός. 2 συγκρ. & υπερθ. αυτός που βρίσκεται σε / στο υψηλότερο επίπεδο (τοπικό, αξίας, ποιότητας, ιεραρχίας κτλ.): Φέτος το σχολείο μας είχε ανώτερα ποσοστά επιτυχίας στο πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως ανώτερο στέλεχος σε μια πολυεθνική. Ανώτατο Δικαστήριο. Ανώτατη Εκπαίδευση (πανεπιστημιακού επιπέδου). εις / σ' ανώτερα: ευχή για πρόοδο που δίνεται ως συγχαρητήρια για επιτυχία. ανώτερος ο: άτομο που βρίσκεται σε ιεραρχικά ανώτερη θέση: εξύβριση ανωτέρου. ανωτέρω (επίρρ.): [επίσ.] πιο πάνω: Θα λύσετε την άσκηση σύμφωνα με όσα διαβάσατε ~. ανωτερότητα η: 1 η ιδιότητα αυτού που είναι ανώτερος από κπ ή κτ άλλο ως προς την αξία ή ποιότητα ≠ κατωτερότητα: Η ~ του αντιπάλου του ήταν εμφανής. 2 συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια και ανεκτικότητα ≠ μικρότητα: Δείξε ~ και αγνόησε τις συκοφαντίες. Ορισμένες λ. όπως άνω, άπω, εγγύς, εξής κτλ., που αρχικά χρησιμοποιούνταν ως επιρρήματα, σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ή κυρίως ως επίθετα. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, σχηματίζουν και παραθετικά επιθέτου: ανώτερος, ανώτατος, εγγύτερος κτλ. ανώδυνος -η -ο: ≠ επώδυνος, οδυνηρός 1 αυτός που δεν προξενεί σωματικό ή ψυχικό πόνο, οδύνη: Η αιμοδοσία είναι μια διαδικασία ~. Ο χωρισμός και για τους δύο δεν ήταν καθόλου ~. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει δυσάρεστες συνέπειες για κπ: Η ήττα της ομάδας ήταν ~, αφού ήδη είχε προκριθεί στην επόμενη φάση. ανώδυνα (επίρρ.). ανωμαλία η: 1 έλλειψη ομαλότητας σε έδαφος, σε επιφάνεια ή σε μια κατάσταση ≠ ομαλότητα: ~ του δρόμου. πολιτική ~. 2 α. οργανική βλάβη σε ζωντανό οργανισμό: Το παιδί γεννήθηκε με σοβαρή ~ στην καρδιά. β. παρέκκλιση από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό: σεξουαλική ~.=διαστροφή. ανώμαλος -η -ο: ≠ ομαλός 1 αυτός που δεν είναι ισόπεδος, λείος: ~ επιφάνεια / έδαφος. ~ δρόμος: ΑΘΛ αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές τρέχουν σε μη ομαλό δρόμο εκτός σταδίου. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από αναταραχή=ταραχώδης, έκρυθμος: Μετά το πραξικόπημα, η πολιτική ζωή της χώρας ήταν ~. 3 αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία (σημ. 2β): ~ σεξουαλική ζωή. 4 ΓΛΩΣΣ αυτός που παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες σχηματισμού και κλίσης: ~ ουσιαστικό / επίθετο / ρήμα. ανώμαλα (επίρρ.). ανώμαλος ο: πρόσωπο που έχει κπ σεξουαλική ανωμαλία. αξία η: 1 το ύψος του χρηματικού ποσού στο οποίο αντιστοιχεί ένα αγαθό: Φοράει δαχτυλίδι μεγάλης ~. 2 το σύνολο των ιδιοτήτων που εκφράζουν τη σπουδαιότητα ή τη χρησιμότητα ενός αγαθού, προσώπου ή πράγματος: Η φιλία έχει μεγάλη ~. 3 συνήθ. πληθ. καθετί που αναγνωρίζεται ως ωφέλιμο ή καλό και καθορίζει τον τρόπο ζωής: Στην εποχή μας δίνεται προτεραιότητα στις οικονομικές ~. άξιος -α -ο: 1 αυτός που έχει τα προσόντα ή τις ικανότητες να κάνει κτ πολύ καλά=ικανός ≠ ανάξιος: Είναι ~ υπάλληλος. 2 (+ για / γεν.) αυτός που έχει αποδείξει ότι του αξίζει αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό που ακολουθεί: Είναι ~ εμπιστοσύνης. άξια (επίρρ.). αξίζω: 1 (αμτβ.) έχω ορισμένη αξία =στοιχίζω, κοστίζω: Το αυτοκίνητο αυτό ~ δώδεκα χιλιάδες ευρώ. 2 (μτβ.) είμαι άξιος για κτ ή αντάξιος κάποιου: Δε σου ~ τέτοια συμπεριφορά / αυτός ο άντρας. Δεν ~ για / να γίνει διευθυντής. αξίζει: απρόσ. έχει αξία, ενδιαφέρον: ~ να τσακωθούμε για μια λεπτομέρεια; αξιοσύνη η. αξιοκρατία η: προώθηση και επικράτηση σε αξιώματα, θέσεις κτλ. όσων είναι αντικειμενικά πιο άξιοι και ικανοί ≠ αναξιοκρατία: Ο τόπος μας μαστίζεται από έλλειψη ~. αξιοκρατικός -ή -ό. αξιοκρατικά (επίρρ.). αξιολογώ: (μτβ.) προσδιορίζω την αξία, την ποιότητα προσώπου ή πράγματος με κπ κριτήρια: ~ τα στοιχεία για να βγάλω συμπέρασμα. αξιολόγηση η: το να αξιολογεί κανείς κτ ή κπ άλλο: ~ μαθητών / καθηγητών / των αναγκών. αξιόλογος -η -ο: αυτός που είναι άξιος λόγου, σημαντικός: ~ επιστήμονας/ταινία/βιβλίο. αξιόλογα (επίρρ.). αξιολογικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην αξιολόγηση: ~ κρίσεις / κριτήρια. αξιολογικά (επίρρ.). αξιόπιστος -η -ο: αυτός που αξίζει να τον εμπιστεύονται ≠ αναξιόπιστος: Οι πληροφορίες μου προέρχονται από ~ πηγή. αξιόπιστα (επίρρ.). αξιοπιστία η. αξιοποιώ -ούμαι: (μτβ.) 1 χρησιμοποιώ κτ, έτσι ώστε να ωφεληθώ όσο γίνεται περισσότερο: Αξιοποίησε δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο σου. 2 προσφέρω σε κπ τις κατάλληλες ευκαιρίες για να αναπτύξει τις ικανότητες, τις δυνατότητες, τα ταλέντα του κτλ.: Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει το ταλέντο του στη ζωγραφική. αξιοποίηση η. αξιοποιήσιμος -η -ο. αξιοπρέπεια η: η συμπεριφορά κατά την οποία σέβεται κανείς τον εαυτό του και τους κανόνες σωστής συμπεριφοράς ≠ αναξιοπρέπεια: Δέχτηκε την καταστροφή με ~. αξιοπρεπής -ής -ές. σχ. αγενής. αξιοπρεπώς (επίρρ.). αξιώνω: (μτβ.) ζητώ με έντονο τρόπο κτ που δικαιούμαι=απαιτώ: ~ να με ακούς προσεχτικά. αξιώνομαι: (μτβ.) έχω την τύχη να: Aξιώθηκε να πάει στους Αγίους Τόπους. αξίωση η: το να αξιώνει κπ κτ, καθώς και αυτό που κπ αξιώνει. άξονας ο: 1 ΜΗΧΑΝ ευθύγραμμο τμήμα μηχανήματος που συνδέει τα κέντρα τροχών ή άλλων συμμετρικών εξαρτημάτων του: Στράβωσε ο μπροστινός ~ του αυτοκινήτου. 2 νοητή ευθεία γύρω από την οποία περιστρέφεται ή είναι συμμετρικά διατεταγμένο ένα σώμα: ο ~ της γης. 3 (μτφ.) η κατευθυντήρια γραμμή: Κινήθηκε με ~ το συμφέρον του. 4 α. (μτφ.) η συμμαχία ανάμεσα σε κράτη. β. Άξονας ο: ΙΣΤ η συμμαχία Γερμανίας και Ιταλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. αόριστος -η -ο: 1 α. αυτός που δεν είναι σαφής, βέβαιος, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβώς=ακαθόριστος, απροσδιόριστος, αβέβαιος ≠ συγκεκριμένος, ορισμένος: Δεν μπορώ να βασιστώ στις ~ υποσχέσεις του ότι θα μου βρει δουλειά. β. αυτός του οποίου η λήξη δεν είναι προσδιορισμένη ≠ ορισμένος: Υπέγραψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που δε δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, είτε γιατί δεν το ξέρουμε είτε γιατί δε θέλουμε να το αναφέρουμε ≠ οριστικός: ~ άρθρο / αντωνυμία. Το «κάποιος -α -ο» είναι ~ αντωνυμία. αόριστα & [επίσ.] -ίστως (επίρρ.). αόριστος ο: ΓΛΩΣΣ ρηματικός χρόνος που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. αοριστία η. αοριστικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που είναι σχετικός με τον αόριστο: ~ θέμα. απαγγελία η: 1 εκφώνηση ποιήματος ή πεζού κειμένου με εκφραστικό και ρυθμικό τρόπο: Η βραδιά έκλεισε με την ~ του «Άξιον Εστί» του Ελύτη. 2 ΝΟΜ ~ κατηγορίας: ανακοίνωση κατηγορίας από την αρμόδια δικαστική αρχή προς τον κατηγορούμενο: Μετά την ~ κατηγοριών εις βάρος του, οδηγήθηκε στις φυλακές. απαγγέλλω • πρτ. απήγγελλα & απάγγελλα, αόρ. απήγγειλα & απάγγειλα, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα (μτβ.). απαγορεύω -ομαι: (μτβ.) δεν αφήνω κπ να κάνει κτ ή δεν επιτρέπω να γίνει κτ ≠ επιτρέπω: Σου ~ να μιλάς σε αγνώστους. Απαγορεύεται το κάπνισμα. απαγόρευση η. απαγορευτικός -ή -ό. απαγορευτικά (επίρρ.). απαγωγή1 η: βίαιη αρπαγή και παράνομη κράτηση κπ με σκοπό την απόσπαση ανταλλάγματος. απαγωγέας ο, η: πρόσωπο που δια- πράττει απαγωγή: Οι απαγωγείς του κοριτσιού ζήτησαν λύτρα από τους γονείς του. απάγω -ομαι • αόρ. απήγαγα, παθ. αόρ. γ΄ πρόσ. απήχθη (μτβ.). απαγωγή2 η: ΛΟΓ ΜΑΘ είδος συλλογισμού που ξεκινά από το γενικό και καταλήγει σε μερικό, ειδικό συμπέρασμα ≠ επαγωγή: εις άτοπον ~: μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύει κανείς την αλήθεια μιας πρότασης, αφού αποκλείσει όλες τις υπόλοιπες. απαγωγικός -ή -ό. απαγωγικά (επίρρ.). απαθανατίζω -ομαι: (μτβ.) με τη βοήθεια τεχνικών μέσων ή καλλιτεχνικών μεθόδων, φροντίζω να μείνει κπ ή κτ αθάνατο, στη μνήμη των μεταγενέστερων: Ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε τη συγκλονιστική στιγμή της δολοφονίας. απαθανάτιση η. Προσοχή: ο τ. αποθανατίζω είναι λανθασμένος! απαθής -ής -ές: αυτός που δεν αντιδρά, που μένει αδιάφορος, ατάραχος και ασυγκίνητος: Ο κατηγορούμενος άκουσε ~ την καταδικαστική απόφαση. σχ. αγενής. απαθώς (επίρρ.). απάθεια η. απαισιόδοξος -η -ο: αυτός που βλέπει τη δυσάρεστη πλευρά των πραγμάτων ≠ αισιόδοξος: Είναι τόσο ~, που τα βλέπει όλα μαύρα. ~ στάση/σκέψεις/προβλέψεις. απαισιόδοξα (επίρρ.). απαισιοδοξία η. απαισιοδοξώ: (αμτβ.) διακατέχομαι από απαισιοδοξία ≠ αισιοδοξώ: Οι πολίτες απαισιοδοξούν για το μέλλον της οικονομίας. απαιτώ -ούμαι (μτβ.) 1 ζητώ επίμονα κτ που θεωρώ ότι το δικαιούμαι ή ότι είναι σωστό= αξιώνω: ~ να είστε ειλικρινείς. 2 επιβάλλω κτ ως απαραίτητο: Oι σπουδές ~ προσπάθεια. απαίτηση η: νόμιμη / λογική / παράλογη ~. απαιτητικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει πολλές απαιτήσεις: Είναι πολύ ~, όλο ζητάει πράγματα. 2 αυτός που απαιτεί εξαιρετική ποιότητα ή απόδοση: Είναι ~ δουλειά, πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή. απαιτητικά (επίρρ.). απαιτητός -ή -ό: αυτός που δικαιούται κανείς να απαιτήσει: ~ χρέος. απαλλάσσω • αόρ. απάλλαξα και [επίσ.] απήλλαξα, παθ. αόρ. απαλλάχτηκα & -χθηκα & [επίσ.] απηλλάγην, μππ. απαλλαγμένος & [επίσ.] απηλλαγμένος: (μτβ.) 1 παίρνω, απομακρύνω κτ δυσάρεστο, ενοχλητικό, υποχρέωση κτλ. από κπ: Πέθανε και απαλλάχτηκε από τους φοβερούς πόνους της αρρώστιας του. Με απάλλαξαν από τα καθήκοντά μου. Απαλλάχτηκε από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. 2 αθωώνω κπ από κατηγορία: Το δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο από όλες τις κατηγορίες. απαλλαγή η: το να απαλλαγεί κπ από κτ: φορολογική ~. Πήρε ~ από το μάθημα της γυμναστικής. απαλλακτικός -ή -ό: αυτός που απαλλάσσει: ~ εργασία / βούλευμα / απόφαση. απαλλακτικά (επίρρ.). απαλός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μαλακή σύσταση και είναι ευχάριστος στην αφή ≠ τραχύς, άγριος: ~ δέρμα/ύφασμα. εξ απαλών ονύχων: από πολύ μικρή ηλικία που τα νύχια είναι απαλά. 2 (μτφ.) αυτός που μόλις τον αισθανόμαστε ≠ έντονος: ~ μουσική / αεράκι. απαλά (επίρρ.): με προσοχή, χωρίς βία: Έπιασε το ποτήρι ~ ~. απαντώ -ώμαι & -ιέμαι: 1 (μτβ. + σε) διατυπώνω την άποψή μου, ύστερα από ερώτηση: Δε μου απάντησες σ' αυτό που ρώτησα. 2 (μτβ.+ σε) αντιδρώ ανταποδίδοντας ό,τι μου έχουν κάνει=ανταποδίδω: Η ομάδα μας απάντησε στο γκολ των αντιπάλων με ένα δικό της γκολ. 3 (αμτβ.) εμφανίζομαι σε κείμενο: Η λέξη αυτή απαντά / απαντάται συχνά στον Ελύτη. απάντηση η: 1 γραπτή ή προφορική διατύπωση της άποψής μας για κτ που ερωτηθήκαμε=απόκριση: Περιμένω μια ~ σ' αυτό που σε ρώτησα. 2 λύση που δίνεται σ' ένα πρόβλημα: Δεν μπόρεσα να βρω την ~ της άσκησης. απαντητικός -ή -ό: αυτός που περιέχει απάντηση: ~ επιστολή / γράμμα. απαντητικά (επίρρ.). απαραίτητος -η -ο: αυτός που είναι εντελώς αναγκαίος: ~ προσόντα / πράγματα. Η παρουσία του στη δίκη κρίθηκε ~. απαραίτητα & [επίσ.] απαραιτήτως (επίρρ.). απασχολώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αποσπώ την προσοχή κπ από αυτό που κάνει: Μη με ~, αφού βλέπεις ότι έχω δουλειά! 2 χρησιμοποιώ κπ σε θέση εργασίας: ~ τρεις υπαλλήλους. 3 κάνω κπ να ασχοληθεί μαζί μου, να μου αφιερώσει χρόνο και σκέψη: Τον ~ το μέλλον του. =προβληματίζω. απασχόληση η: 1 ανάπτυξη κπ δραστηριότητας=ασχολία, ενασχόληση: Η ~ του με το ποδόσφαιρο τον έκανε να παραμελήσει το σχολείο. 2 επαγγελματική δραστηριότητα: Δουλεύω με μερική ~. απατώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) 1 παραποιώ την αλήθεια με στόχο την παραπλάνηση κπ άλλου =ξεγελώ, εξαπατώ: Απατούσε τους αφελείς πουλώντας δήθεν ιαματικό νερό. 2 οδηγώ σε λανθασμένα συμπεράσματα=γελώ: Η μνήμη μου δε με ~. τα φαινόμενα απατούν: όσα βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε συχνά δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. 3 έχω εξωσυζυγικό δεσμό: ~ τη γυναίκα του. απάτη η. απατεώνας ο, -ώνισσα η. απατηλός -ή -ό: αυτός που μπορεί να απατήσει κπ (σημ. 1 & 2). απατηλά (επίρρ.). απειλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 λέω σε κπ ότι θα του προξενήσω κακό, για να τον εξαναγκάσω να ενεργήσει όπως θέλω: Όσο και να με ~, δε θα υποκύψω. 2 βάζω κτ ή κπ σε κίνδυνο: Τα καυσαέρια ~ την υγεία μας. 3 παθ. υπάρχει κίνδυνος: Απειλούνται επεισόδια. απειλή η=φοβέρα. απειλητικός -ή -ό. απειλητικά (επίρρ.). άπειρος1 -η -ο: αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμα πείρα σε κτ ≠ πεπειραμένος: Είναι νεοφερμένος και ~ ακόμα στη δουλειά. απειρία1 η: έλλειψη πείρας. άπειρος2 -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει τέλος, πέρας: ~ σύμπαν. 2 αυτός που είναι υπερβολικά μεγάλος σε ποσότητα ή αριθμό, ανυπολόγιστος: ~ υπομονή/άστρα. Σου έχω πει ~ φορές ότι δε θέλω να αργείς τα βράδια. απείρως (επίρρ. στη σημ. 1). άπειρο το: το σύμπαν, το χωρίς όρια διάστημα. απειρία2 η: απουσία τέλους. απελευθερώνω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ υπόδουλο, όμηρο, αιχμάλωτο κτλ. την ελευθερία του=ελευθερώνω: Πότε απελευθερώθηκε η χώρα από τον ξένο ζυγό; Οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να απελευθερώσουν τους ομήρους. 2 απαλλάσσω κπ από δέσμευση ή συντηρητική αντίληψη: Δεν κατάφερε να απελευθερωθεί από τις ενοχές που τον βασάνιζαν. 3 ΟΙΚΟΝ καθιερώνω ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές: Η κυβέρνηση απελευθέρωσε τις τιμές στα ενοίκια. απελευθέρωση η. απελευθερωτικός -ή -ό: αυτός που απελευθερώνει κπ ή που έχει σκοπό την απελευθέρωση: Ο ~ στρατός μπήκε νικηφόρος στην Αθήνα. απελευθερωτικά (επίρρ.). απελπίζω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. κάνω κπ να χάσει τις ελπίδες του: Μην απελπίζεσαι, όλα θα πάνε καλά! απελπισία η: 1 απώλεια κάθε ελπίδας: Με έπιασε ~, μόλις σκέφτηκα πόση δουλειά έχω να κάνω! 2 κπ ή κτ που προκαλεί μεγάλη απογοήτευση, δυσαρέσκεια κτλ.: Ο χειμώνας φέτος ήταν σκέτη ~! απελπιστικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί απελπισία: Είδαμε τις ~ συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων. απελπιστικά (επίρρ.). απέναντι (επίρρ.): 1 στην πλευρά που βλέπω μπροστά μου=αντίκρυ, αντικριστά: ~ από το σπίτι μου υπάρχει μια παιδική χαρά. Ποιος μένει ~; 2 προς: Δε φέρθηκε με ειλικρίνεια ~ στους γονείς του. 3 μπροστά σε: ~ στον κοινό εχθρό ένωσαν τις δυνάμεις τους. απέναντι ο, η: συνήθ. πληθ. πρόσωπο που βρίσκεται ή κατοικεί απέναντι: Οι ~ μετακόμισαν. απεργία η: σκόπιμη διακοπή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο εργαζομένων με σκοπό την ικανοποίηση αιτημάτων, τη διαμαρτυρία ή την αλληλεγγύη: Οι εργάτες κατέβηκαν σε ~ ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας. απεργός ο, η: πρόσωπο που κάνει απεργία. απεργώ (αμτβ.). απέχθεια η: έντονη αντιπάθεια για κπ ή για κτ =αποστροφή, αηδία: Νιώθω ~ για την υποκρισία. απεχθάνομαι: (μτβ.) νιώθω απέχθεια για κπ ή κτ. απεχθής -ής -ές. σχ. αγενής. απέχω1 • πρτ. & αόρ. απείχα: (αμτβ.) 1 βρίσκομαι σε κάποια απόσταση από κτ, τοπικά ή χρονικά: Η Θεσσαλονίκη ~ από την Αθήνα 500 χιλιόμετρα. Τα γενέθλιά μου ~ πολύ ακόμη. 2 (μτφ.) είμαι διαφορετικός από κτ άλλο =διαφέρω: Οι απόψεις του ~ πολύ από τις δικές μου. απέχω2 • αόρ. απέσχον, απαρ. απόσχει: (αμτβ.) δεν παίρνω μέρος σε μια διαδικασία ≠ συμμετέχω: Οι μαθητές απέχουν από τα μαθήματα για λόγους διαμαρτυρίας. αποχή η: κάνω ~. σχ. αλείφω. απήχηση η: η εντύπωση ή οι αντιδράσεις που προκαλεί κτ: Οι δηλώσεις του είχαν μεγάλη ~ διεθνώς. απηχώ (μτβ.). απίθανος -η -ο: 1 αυτός που είναι μάλλον αδύνατο να συμβεί ≠ πιθανός: Το ενδεχόμενο να πάμε εκδρομή είναι εξαιρετικά ~. 2 αυτός που δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτός ≠ πιθανός: ~ ιστορία / δικαιολογία / εξήγηση / ισχυρισμοί. 3 αυτός που είναι καταπληκτικός: ~ τιμές / παράσταση. απίθανα (επίρρ.). απλανής -ής -ές: 1 ΑΣΤΡΟΝ αυτός που δεν περιφέρεται: απλανείς αστέρες. ≠ πλανήτης. 2 (μτφ., για μάτια ή βλέμμα) αυτός που παραμένει προσηλωμένος σε ένα σημείο, χωρίς να εστιάζει: Με κοίταζε με μάτια ~. σχ. αγενής. απλανώς (επίρρ. στη σημ. 2). Από το στερητ. ἀ + πλανῶμαι «περιφέρομαι». άπλετος -η -ο: αυτός που είναι πολύς σε ποσότητα, όγκο κτλ.=άφθονος: ~ φως / χώρος. άπλετα (επίρρ.): Η υπόθεση φωτίστηκε ~ με τις νέες αποκαλύψεις. απλός -ή -ό • απλούστερος, απλούστατος: 1 αυτός που είναι αδύνατο να αναλυθεί ή αποτελείται μόνο από τα βασικά στοιχεία ≠ σύνθετος: ~ χημική ένωση / πρόταση. 2 αυτός που μπορούμε εύκολα να χρησιμοποιήσουμε: ~ συσκευή. 3 αυτός που είναι εύκολο να κατανοήσουμε=κατανοητός: Μας το εξήγησε με ~ λόγια. 4 αυτός που είναι ό,τι δηλώνει το ουσιαστικό που συνοδεύει και τίποτε περισσότερο: Ήταν μια ~ σύμπτωση. 5 αυτός που είναι φυσικός, δεν έχει περιττά ή προσποιητά στοιχεία, ή δεν έχει έπαρση: Παρ' όλη τη φήμη του, είναι πολύ ~ άνθρωπος. απλά (επίρρ.): με απλό τρόπο. απλώς (επίρρ.): μόνο: Τους μίλησε απλά, όχι επειδή δεν ήταν καταρτισμένος, αλλά απλώς για να γίνει κατανοητός. απλότητα η. απλουστεύω -ομαι (μτβ.) ≠ περιπλέκω. απλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 τοποθετώ σε μεγάλη επιφάνεια κτ υγρό ή νωπό, για να το στεγνώσουν ο αέρας και ο ήλιος ≠ μαζεύω: Τα απλωμένα ρούχα στη βεράντα δεν έχουν στεγνώσει ακόμα. 2 τοποθετώ κτ με τρόπο ώστε να καταλαμβάνει μεγάλη έκταση: Άπλωσε όλα τα βιβλία του πάνω στο γραφείο. 3 ξεδιπλώνω, τεντώνω κπ μέλος του σώματός μου: Άπλωσε τα πόδια της για να τα ξεκουράσει. 4 παθ. επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι: Πολύ απλώθηκες με τόσες επιχειρήσεις και θα πέσεις έξω! άπλωμα το. άπνοια η: 1 η έλλειψη ανέμου=απανεμιά, νηνεμία: Η ~ και η υπερβολική ζέστη έκαναν την κατάσταση αφόρητη. 2 ΙΑΤΡ η διακοπή της ροής αέρα προς τους πνεύμονες για ελάχιστο χρονικό διάστημα. από & (πριν από φωνήεν και τους τ. του οριστ. άρθρου που αρχίζουν από τ) απ' & αφ' (πρόθ.): δηλώνει 1 (+ αιτ. / επίρρ.) το σημείο (τόπο, χρόνο, κατάσταση, επίπεδο κτλ.) από όπου ξεκινά κπ ή κτ: Το τρένο έφυγε ~ τον σταθμό. Έφυγε ~ νωρίς. Ξεκίνησε ~ ένα μικρό μαγαζάκι και τώρα έχει σούπερ μάρκετ. (+ ον. μόνο για δήλωση χρόνου): Μπήκε ~ μικρός στα βάσανα. 2 (+ αιτ.) αφαίρεση, απομάκρυνση, διαχωρισμό κτλ. προσώπου ή πράγματος από κτ ή κπ άλλο: Βγήκε ο λεκές ~ το φόρεμα; Αν αφαιρέσουμε τρία ~ δέκα, τι μένει; Χωρίσαμε ~ τους φίλους μας και μείναμε μόνοι. 3 (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο καταγωγής ή προέλευσης προσώπου ή πράγματος: Ο πατέρας του είναι ~ την Κρήτη. μήλα ~ το Πήλιο. 4 (+ αιτ.), αυτόν που ενεργεί: Νέοι φόροι θα επιβληθούν ~ την κυβέρνηση. 5 (+ αιτ.) την αιτία που προκαλεί κτ: Έκλαιγε ~ χαρά. 6 (+ αιτ.) το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο κτ ή που περιέχει κτ: τραπέζι ~ μέταλλο και γυαλί. μπουκάλι ~ κρασί. 7 (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο μέσω του οποίου κινούμαστε: Πέρασε ~ την αυλή. 8 (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε όταν βλέπουμε κτ: ~ ψηλά δε σας έβλεπα. 9 (+ ίδια πτώση με του ουσ. που προσδιορίζει) την αρχική κατάσταση που έχει κπ ή κτ πριν αλλάξει: ~ ασχημόπαπο μεταμορφώθηκε σε κύκνο. ~ δήμαρχος κλητήρας. 10 (+ αιτ. / επίρρ.) σύγκριση προσώπου, πράγματος κτλ. με κπ ή κτ άλλο: Είναι ψηλότερος ~ την αδελφή του. 11 (+ αιτ.) σύνολο πραγμάτων, μέρος του οποίου διαχωρίζεται από αυτό: Πήρε τα τρία ~ τα δέκα. 12 (+ αιτ.) επιμερισμό, κατανομή συνόλου πραγμάτων, προσώπων κτλ. σε μερίδια: Όλοι πήραν ~ τρία μήλα. πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. απο- απ- αφ- & από-: πρόθημα που δηλώνει 1 αφαίρεση, απομάκρυνση, διαχωρισμό κτλ. προσώπου ή πράγματος από κτ ή κπ άλλο: αποτρίχωση, απομακρύνω, αποχωρισμός. 2 το αντίθετο αυτού που δηλώνει το β΄ συνθ.: αποδιοργανώνω, αποσυνδέω. 3 ολοκλήρωση ή τέλεση στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυτού που δηλώνει το β΄ συνθ.: αποτελειώνω, απογεμίζω, απογυμνώνω. 4 ότι η σύνθετη λέξη ακολουθεί χρονικά αυτό που δηλώνει το β΄συνθ.: απόγευμα.
αποβάλλω -ομαι • πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβαλα και [προφ.] απόβαλα, παθ. αόρ. αποβλήθηκα & [επίσ.] απεβλήθην: 1 (μτβ.) βγάζω, πετώ, απομακρύνω κπ από κπ χώρο: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον απέβαλε από τηναίθουσα. 2 (μτβ.) τιμωρώ μαθητή με υποχρεωτική απομάκρυνσή του από το σχολείο γιαορισμένο χρονικό διάστημα: Τον απέβαλαν για μία μέρα. 3 (μτφ., μτβ., για συνήθεια, ιδιότητα κτλ.) παύω να έχω, βγάζω από μέσα μου: Δεν μπορεί να αποβάλει το πάθος της χαρτοπαιξίας. 4 (αμτβ., για έγκυο) χάνω το έμβρυο που κυοφορώ: Λίγο έλειψε να αποβάλει. αποβολή η. απόβλητος -η -ο: αυτός πουέχει αποβληθεί, κυρίως (μτφ.) για πρόσωπα που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. σχ. βάλλω. απόβλητα τα: ουσίες που παράγονται ή χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία και αποβάλλονται ως άχρηστες. απόβαση η: έξοδος στρατιωτών από πλοίο για στρατιωτικούς σκοπούς: η ~ του ελληνικού στρατού στα παράλια της Σμύρνης το 1919. σχ. βαίνω. αποβατικός -ή -ό: αυτός που έχει δημιουργηθεί για ή σχετίζεται με απόβαση: ~ στόλος . Από το ρ. αποβαίνω, που παλαιότερα σήμαινε «πραγματοποιώ απόβαση». αποβιβάζω -ομαι: (μτβ.) επιτρέπω σε κπ να κατέβει από μέσο μεταφοράς ≠ επιβιβάζω: Το τρένο σταμάτησε για να αποβιβαστούν οι επιβάτες. αποβίβαση η: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποβιβάζω. Από την πρόθ. ἀπό + το ΑΕ ρ. βιβάζω «κάνω κπ να βαδίσει». απογειώνω -ομαι: (μτβ.) 1 θέτω σε κίνηση αεροπλάνο υψώνοντάς το στον αέρα ≠ προσγει- ώνω: Το αεροπλάνο απογειώθηκε από την Αθήνα. 2 (μτφ.) εμφανίζω ραγδαία άνοδο: Η καριέρα του απογειώθηκε μετά τη συμμετοχή του στο τηλεοπτικό σίριαλ. απογείωση η. απόγευμα & [λαϊκ.] απόγεμα το: το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και τη δύση του ηλίου: Στο ίδιο κτίριο, το πρωί λειτουργεί το δημοτικό και το ~ το γυμνάσιο. απογευματινός & [λαϊκ.] απογεματινός -ή -ό: αυτός που γίνεται, λειτουργεί κτλ. το απόγευμα: ~ περίπατος / παράσταση / ύπνος / εφημερίδα / εκπομπή. Βροχές αναμένονται τις ~ ώρες. απογευματινό & [λαϊκ.] απογεματινό το: ελαφρύ και πρόχειρο γεύμα μεταξύ μεσημεριανού και βραδινού. απόγνωση η: πολύ μεγάλη απελπισία: Τα τεράστια χρέη τον έφεραν σε ~. απεγνωσμένος -η -ο: αυτός που φανερώνει ή βρίσκεται σε απόγνωση: Έκανε ~ προσπάθειες να σωθεί από τις φλόγες, αλλά δεν τα κατάφερε. απεγνωσμένα (επίρρ.). Η λ. απεγνωσμένος είναι η μππ. του ΑΕ ρ. ἀπογιγνώσκω, «απελπίζομαι», από όπου παράγεται και η λ. απόγνωση. απογοητεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κπ ≠ εμψυχώνω, ενθαρρύνω: Τον απογοήτευσα με τόσες παρατηρήσεις. Η ομάδα απογοήτευσε. απογοήτευση η. απογοητευτικός -ή -ό. απογοητευτικά (επίρρ.). απόγονος ο, η: πρόσωπο που γεννήθηκε ή κατάγεται από κπ άλλο ≠ πρόγονος: κοντινός/μακρινός ~. Καλούς απογόνους!: ευχή σε νεόνυμφους. αποδεικνύω -ομαι • μππ. αποδεδειγμένος: 1 (μτβ.) φανερώνω την αλήθεια ενός πράγματος, με επιχειρήματα στηρίζω έναν ισχυρισμό: Απόδειξέ μας ότι λες την αλήθεια. 2 παθ. (αμτβ.) φανερώνομαι, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό=φαίνομαι: Αποδείχτηκε αντάξιος των προσδοκιών μας. αποδεδειγμένα (επίρρ.): χωρίς αμφιβολία: Το προϊόν είναι ~ εξαιρετικής ποιότητας. απόδειξη η: 1 διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται κτ, καθώς και κάθε στοιχείο που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό: Έχεις αποδείξεις γι' αυτά που λες; 2 έντυπο που βεβαιώνει την πληρωμή ποσού: Κόψε μου μια ~, σε παρακαλώ! αποδεικτικός -ή -ό. αποδεικτικά (επίρρ.). αποδέχομαι: (μτβ.) 1 δέχομαι κτ που μου προσφέρουν ή που μου προτείνουν ≠ απορρίπτω, αρνούμαι: Αποδέχτηκε την πρόσκληση. 2 συμφωνώ με κπ άποψη ή παραδέχομαι την αλήθεια ενός πράγματος: Του είναι δύσκολο να αποδεχτεί την αποτυχία του. αποδοχή η: 1 το να αποδέχεται κανείς κπ ή κτ. 2 πληθ. έσοδα από εργασία=απολαβές, μισθός. αποδεκτός -ή -ό. αποδέκτης ο: 1 (μτφ.) πρόσωπο στο οποίο έχει αποσταλεί κτ=παραλήπτης ≠ αποστολέας: ~ επιστολής. 2 (μτφ.) πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται κανείς: Πολλοί ήταν οι αποδέκτες του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. σχ. αλείφω. αποδίδω -ομαι • αόρ. απέδωσα, παθ. αόρ. αποδόθηκα: 1 (μτβ.) θεωρώ κτ ως αιτία ενός πράγματος: Σε τι μπορούμε να αποδώσουμε τη στάση του; 2 συνήθ. παθ. (μτβ.) δηλώνω ότι κάποιος είναι ο δημιουργός κπ πράγματος: Το γλυπτό αυτό αποδίδεται στον Πραξιτέλη. 3 (μτβ.) μεταφέρω με σαφήνεια και ακρίβεια το περιεχόμενο λόγου, εικόνας κτλ.: Να αποδώσετε το νόημα του ποιήματος. 4 (μτβ.) δίνω κτ που οφείλω: ~ δικαιοσύνη / τιμές. 5 (αμτβ.) αποφέρω κέρδος ή παράγω σε ικανοποιητικό βαθμό: Η επιχείρηση ~ ικανοποιητικά. Φέτος δεν ~ στο σχολείο. 6 (αμτβ.) φέρνω αποτέλεσμα=καρποφορώ: Οι προσπάθειές μου επιτέλους απέδωσαν. απόδοση η. αποδοτικός -ή -ό. αποδοτικά (επίρρ.). Από το ΑΕ ρ. ἀποδίδωμι «δίνω πίσω αυτά που οφείλω». αποδοκιμάζω -ομαι: (μτβ.) δε συμφωνώ με κτ ή κπ ή εκφράζω έντονα την αντίθεσή μου σε κτ ή κπ ≠ επιδοκιμάζω: Το ξέρω ότι αποδοκιμάζεις τις απόψεις μου. ≠ εγκρίνω. Οι ακροατές αποδοκίμασαν τον ομιλητή. αποδοκιμασία η. αποδοκιμαστικός -ή -ό. αποδοκιμαστικά (επίρρ.). Η αρχική σημασία του ρ. ἀποδοκιμάζω ήταν «απορρίπτω έπειτα από δοκιμή». απόδραση η: 1 διαφυγή από χώρο στον οποίο κρατείται κπ: Γίνονται ανακρίσεις για την ~ πέντε κρατουμένων από τις φυλακές. 2 (μτφ.) φυγή από κατάσταση συνήθως δυσάρεστη: Οι κάτοικοι της πόλης έχουν ανάγκη από συχνές ~ στη φύση. σχ. δράμα. απέδρασα • εύχρηστο μόνο στο αορ. θέμα: διέφυγα από χώρο όπου ήμουν σε κράτηση=δραπετεύω: Ο φυλακισμένος ~ από τις φυλακές του Κορυδαλλού. αποδυναμώνω: (μτβ.) μειώνω τη δύναμη, κάνω κπ ή κτ λιγότερο ισχυρό=εξασθενίζω: Η αρρώστια αποδυνάμωσε τον οργανισμό του. αποδυνάμωση η. αποζημιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ χρηματικό ποσό για ζημιά που του προξένησα ή για βλάβη που υπέστη: Η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα αποζημιώσει τους πλημμυροπαθείς. 2 δίνω ηθική κυρίως ανταμοιβή σε κπ: Το άρτιο αποτέλεσμα της παράστασης μάς αποζημίωσε για τους κόπους μας. αποζημίωση η. απόηχος ο: 1 μακρινός ήχος που μόλις ακούγεται: ο ~ μιας βροντής. 2 (μτφ.) ο εξασθενημένος (λόγω του χρόνου που πέρασε) αντίκτυπος από κπ μακρινό γεγονός: Ο ~ εκείνων των ταραχών έφτασε ως τις μέρες μας. απόθεμα το: 1=[προφ.] στοκ α. ό,τι φυλάγεται σε ποσότητες, για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά: Τα αποθέματα καυσίμων εξαντλήθηκαν. β. ΟΙΚΟΝ η διαθέσιμη σε δεδομένη στιγμή ποσότητα εμπορεύματος. 2 (μτφ.) ψυχική ιδιότητα ή ικανότητα που εξακολουθεί να υπάρχει: Τα αποθέματα της ενεργητικότητάς του είναι ανεξάντλητα. αποθεώνω -ομαι: (μτβ.) εκφράζω με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό εκτίμηση ή θαυμασμό για κπ: Πλήθος κόσμου αποθέωσε τους Ολυμπιονίκες. αποθέωση η: 1 έκφραση εκτίμησης ή θαυμασμού σε κπ: Η τραγουδίστρια γνώρισε την ~ από το κοινό. 2 (+ γεν.) το αποκορύφωμα, ο ύψιστος βαθμός στον οποίο μπορεί να φτάσει κτ: η ~ του καταναλωτισμού. αποθεωτικός -ή -ό. αποθηκεύω: (μτβ.) 1 βάζω κτ σε κατάλληλο και ασφαλή χώρο για να το φυλάξω ή να το διατηρήσω: ~ τρόφιμα/εμπορεύματα. 2 ΠΛΗΡΟΦ μεταφέρω δεδομένα από την κύρια μνήμη του Η / Υ στον σκληρό δίσκο ή σε άλλο μέσο για να είναι διαθέσιμα στο μέλλον: Πριν κλείσετε το αρχείο, αποθηκεύστε τις αλλαγές. αποθήκευση η. αποθηκευτικός -ή -ό. αποικία η: 1 ΙΣΤ πόλη που ιδρύθηκε από κατοίκους άλλης πόλης, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε αυτή ≠ μητρόπολη: οι ελληνικές ~ της Μικράς Ασίας. 2 χώρα που βρίσκεται υπό την οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική κυριαρχία ξένου ισχυρότερου κράτους: Το Κογκό ήταν γαλλική ~. 3 ζώα ή (γενικ.) οργανισμοί που ζουν ομαδικά: ~ μελισσών / μικροβίων. αποικιακός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αποικία: ~ καθεστώς / πόλεμος / κτίρια / προϊόντα. αποικιακά τα: [παρωχ.] προϊόντα που εισάγονταν από τις αποικίες: Το μπακάλικο πουλούσε όλα τα εδώδιμα και ~. αποικίζω: (μτβ.) ιδρύω αποικία. αποικώ: (αμτβ.) μεταναστεύω: Πολλοί Έλληνες αποίκησαν στην Αμερική. άποικος ο, η: ο εγκατεστημένος σε αποικία. αποικισμός ο: ΙΣΤ η ίδρυση αποικιών: ο ~ της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας από τους Έλληνες. Ο α΄ και β΄ ελληνικός ~. αποκαθιστώ -ίσταμαι • μππ. αποκαταστημένος & αποκατεστημένος: (μτβ.) 1 επαναφέρω κτ στην αρχική καλή του κατάσταση: Αποκαταστάθηκε η λειτουργία του δικτύου. 2 εξασφαλίζω το μέλλον κπ οικονομικά ή επαγγελματικά: Το κράτος αποκατέστησε τους πρόσφυγες. αποκατάσταση η. αποκαλύπτω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω ορατό κτ που πριν ήταν κρυμμένο=ξεσκεπάζω, φανερώνω: Καθώς έσκαβαν, αποκαλύφτηκε ένας αρχαίος τάφος. 2 (μτφ.) φέρνω στο φως της δημοσιότητας κτ: Ο μάρτυρας αποκάλυψε ότι προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν. σχ. ανακαλύπτω. αποκάλυψη η. αποκαλυπτικός -ή -ό. αποκαλυπτικά (επίρρ.). αποκαλώ: (μτβ.) δίνω σε κπ ή κτ όνομα ή χαρακτηρισμό: Πάντα τον αποκαλούσαμε «δάσκαλο»=φωνάζω. Παρεξηγήθηκε, γιατί την αποκάλεσε ψεύτρα. αποκηρύσσω -ομαι: (μτβ.) απαρνιέμαι, αποδοκιμάζω συνήθως δημόσια ιδέες, πράξεις, πρόσωπα κτλ.: Η Εκκλησία τον αποκήρυξε ως αιρετικό. αποκήρυξη η. αποκλείω -ομαι: (μτβ.) 1 εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση, την επικοινωνία: Οι αγρότες απέκλεισαν την εθνική οδό με τα τρακτέρ τους. Οι σφοδρές χιονοπτώσεις απέκλεισαν όλη την περιοχή. 2 δεν επιτρέπω ή στερώ τη συμμετοχή κπ σε κτ: Αποκλείστηκαν από τον διαγωνισμό όσοι δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. 3 θεωρώ κτ αδύνατο ή μη πραγματοποιήσιμο: ~ την πιθανότητα βροχής. αποκλείεται: απρόσ. (αμτβ.) είναι αδύνατο, δεν πρέπει: Αποκλείεται να σου κάνω το χατίρι. αποκλεισμός ο. αποκλειστικός -ή -ό: αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε ή εξαρτάται από ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα: O υπουργός παραχώρησε ~ συνέντευξη σε τοπική εφημερίδα. ~ αντιπρόσωπος / ευθύνη / νοσοκόμα / φωτογραφίες / ειδήσεις. αποκλειστικά (επίρρ.): μόνο: Θα σου μιλήσω ~ γι' αυτό το θέμα. αποκλειστική η: νοσοκόμα που προσλαμβάνεται για να φροντίζει έναν μόνο ασθενή: Για τη γιαγιά έχουμε μιαν ~. αποκλειστικότητα η: το δικαίωμα κπ σε κτ, γεγονός που αποκλείει οποιονδήποτε άλλον: Δείτε απόψε σε ~ από το κανάλι μας τη συνέντευξη του πρωθυπουργού. αποκλίνω • πρτ. & αόρ. απέκλινα: (αμτβ.) 1 (μτφ.) παρουσιάζω διαφορά σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη (σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό ή με τον τελικό στόχο) ≠ συγκλίνω: ~ από τις αρχικές της θέσεις. 2 έχω ή παίρνω πλάγια κλίση ή κατεύθυνση=γέρνω: Tο πλοίο έχει ~ κατά δέκα μοίρες. απόκλιση η. αποκοιμίζω -ομαι: (μτβ.) 1 προκαλώ νύστα ή ύπνο ≠ ξυπνώ. 2 (μτφ.) αμβλύνω την κριτική σκέψη κπ: Τηλεοπτικά προγράμματα χαμηλής ποιότητας ~ τον λαό. = αποβλακώνω. αποκοιμιέμαι & αποκοιμούμαι & αποκοιμάμαι: (αμτβ.) αρχίζω να κοιμάμαι: Έγειρε και αποκοιμήθηκε δίπλα στο τζάκι. αποκομίζω: (μτβ.) αποκτώ κέρδος, ωφέλεια: Με την κίνησή του αυτή αποκόμισε τεράστια πολιτικά και οικονομικά οφέλη. αποκορύφωμα το: το ανώτατο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια ιδιότητα ή μια κατάσταση: το ~ της δόξας / αγωνίας / θρασύτητας / αγένειας. αποκρουστικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί αποστροφή, έντονη απέχθεια, που απωθεί ≠ ελ- κυστικός: ~ άνθρωπος / όψη / συμπεριφορά. αποκρουστικά (επίρρ.). αποκρουστικότητα η. Από το ελνστ. ἀποκρουστικός «ικανός να αποκρούσει». Τη νεότερη σημασία την πήρε από το γαλλ. répulsif. αποκρούω -ομαι: (μτβ.) 1 αντιμετωπίζω με επιτυχία μια επιθετική ενέργεια εναντίον μου ≠ αναχαιτίζω, απωθώ. 2 (μτφ.) αναιρώ κτ που στρέφεται εναντίον μου: Απέκρουσε τις κατηγορίες. 3 (μτφ.) αρνούμαι έντονα κτ που μου προσφέρουν: Απέκρουσε κάποιες δελεαστικές, αλλά ύποπτες προτάσεις. απόκρουση η. αποκρύπτω • αόρ. απέκρυψα & απόκρυψα: κρατώ κτ κρυφό, δεν το κάνω γνωστό=κρύβω ≠ φανερώνω, αποκαλύπτω: Τον κατηγορούν ότι απέκρυψε σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της υπόθεσης. απόκρυψη η. αποκτώ -ώμαι & [οικ.] -ιέμαι & [οικ.] αποχτώ - ιέμαι: (μτβ.) κάνω δικό μου κτ που δεν είχα προηγουμένως: ~ χρήματα/φήμη/πείρα. απόκτηση η. απολαβή η: 1 κέρδος, όφελος που έχω από κτ: Τι ~ θα έχω αν σε βοηθήσω; 2 πληθ. μισθός= αποδοχές: Έχει ικανοποιητικές ~ από τη δουλειά του. απολαμβάνω • αόρ. απόλαυσα: (μτβ.) δοκιμάζω μεγάλη ευχαρίστηση από κτ=ευχαριστιέμαι: ~ το φαγητό / ένα βιβλίο. απόλαυση η: ιδιαίτερη ευχαρίστηση που δοκιμάζει κπ από κτ= [επίσ.] τέρψη. απολαυστικός -ή -ό. απολαυστικά (επίρρ.). απολογισμός ο: 1 α. απόδοση λογαριασμού από κπ για την οικονομική ή άλλη διαχείριση σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα β. (μτφ.) αναφορά για τις πράξεις, δραστηριότητες κπ στο τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου: Έκανε ~ της ζωής του. 2 (μτφ.) το τελικό αποτέλεσμα: Ο ~ της επιδρομής ήταν πενήντα τραυματίες. απολογιστικός -ή -ό. απολογιστικά (επίρρ.). απολογούμαι: (αμτβ.) υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, όταν με κατηγορούν: Δεν είμαι υποχρεωμένος να απολογηθώ γι' αυτά που είπα. απολογία η. απολογητικός -ή -ό. απολογητικά (επίρρ.). απολυταρχία η: ΠΟΛ καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται αποκλειστικά από έναν ανώτατο άρχοντα. απολυταρχικός -ή -ό. απολυταρχικά (επίρρ.). απόλυτος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει ή που δεν επιδέχεται περιορισμούς, εξαιρέσεις ή όρους ≠ σχετικός: ~ ησυχία/εμπιστοσύνη/ανάγκη. 2 (για πρόσ.) αυτός που δεν αφήνει περιθώρια για κριτική ή συμβιβασμό: Πολλοί νέοι είναι ~ στις απόψεις τους. = άκαμπτος. απόλυτα & απολύτως (επίρρ.): Είμαι ~ βέβαιος γι' αυτό. απολύω -ομαι: (μτβ.) 1 παύω κπ από εργασιακή θέση: Η διεύθυνση του εργοστασίου απέλυσε πέντε εργάτες. 2 απαλλάσσω στρατιώτη από τις υποχρεώσεις του με την ολοκλήρωση της θητείας του. 3 αφήνω ελεύθερο φυλακισμένο ή γενικά κρατούμενο=ελευθερώνω, απελευθερώνω: Το δικτατορικό καθεστώς απέλυσε με- ρικούς πολιτικούς κρατούμενους. απόλυση η. απόμακρος -η -ο: 1 αυτός που βρίσκεται ή έρχεται από μακριά: ~ φωνή/θόρυβος. 2 (μτφ., για ανθρ.) αυτός που με τη συμπεριφορά του δε σε αφήνει να τον πλησιάσεις. απομακρύνω -ομαι: (μτβ.) 1 μετακινώ κπ ή κτ μακριά: Απομάκρυνε το εμπόδιο για να μπω. 2 (μτφ.) ενεργώ ώστε να φύγει κπ από τη θέση ή το αξίωμά του: Μετά το σκάνδαλο, απομακρύνθηκε ο διευθυντής της υπηρεσίας. απομάκρυνση η. απομένω: (αμτβ.) 1 υπάρχω ως υπόλοιπο= υπολείπομαι: ~ δέκα λεπτά ως την αναχώρηση του πλοίου. 2 υπάρχω ακόμα, μένω πίσω (μετά την απομάκρυνση άλλων του ίδιου είδους): Σε πολλά χωριά έχουν ~ μόνο λίγοι γέροντες. Δε μας ~ παρά αυτή η λύση. απομεινάρι το: κτ που έχει μείνει ως υπόλοιπο. απομίμηση η: μίμηση, κατασκευή αντικειμένου σύμφωνα με κπ πρωτότυπο έργο, καθώς και το αντικείμενο αυτό=αντιγραφή: Ο πίνακας αυτός είναι πιστή ~ ενός έργου του Βαν Γκογκ. Προσέξτε τις ~, αγοράζετε γνήσια προϊόντα! απομόνωση η: 1 η κατάσταση κάποιου που δεν έχει επικοινωνία με τους άλλους. 2 μικρός χώρος (κυρίως στις φυλακές) όπου τοποθετείται κανείς για τιμωρία: Τον έβαλαν στην ~, επειδή χτύπησε έναν δεσμοφύλακα. απομονώνω -ομαι (μτβ.). απομονωτικός -ή -ό. απομονωτικά (επίρρ.). απονέμω • αόρ. απένειμα, παθ. αόρ. απονεμήθηκα: (μτβ.) δίνω σε κπ κτ που αξίζει ή δικαιούται: ~ τιμητικό τίτλο / βραβείο / δικαιοσύνη / χάρη. απονομή η. άπονος -η -ο: αυτός που φανερώνει ή δείχνει σκληρότητα=σκληρόκαρδος, άσπλαχνος ≠ πονετικός: Η ~ μάνα εγκατέλειψε το παιδί της. άπονα (επίρρ.). απονιά η. αποξενώνω -ομαι: (μτβ.) απομακρύνω κπ από κτ οικείο, αγαπημένο: Ο κακός του χαρακτήρας τον έχει αποξενώσει από φίλους και γνωστούς. αποξένωση η. απόπειρα η: πράξη που επιχειρεί κπ, προσπάθεια χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ ληστείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας / συμβιβασμού. αποπειρώμαι: [επίσ.] (μτβ.) Αποπειράθηκε να μας ληστέψει. αποπροσανατολίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να χάσει τον προσανατολισμό του ή (μτφ.) να αλλάξει συμπεριφορά, στάση κτλ.: Τέτοιες εκπομπές μάς ~ από τα πραγματικά προβλήματα. αποπροσανατολισμός ο. αποπροσανατολιστικός -ή -ό. αποπροσανατολιστικά (επίρρ.). άπορος -η -ο: [επίσ.] αυτός που δεν έχει οικονομικούς πόρους=φτωχός ≠ εύπορος, πλούσιος: ~ οικογένεια. απορία1 η: [επίσ.] έλλειψη οικονομικών πόρων=φτώχεια ≠ ευπορία: Για να τρώτε στη φοιτητική λέσχη, πρέπει να φέρετε χαρτί απορίας. απορρέω • μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) προέρχομαι, πηγάζω από κτ άλλο: Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου απορρέει από το Σύνταγμα. απόρροια η: φυσική συνέπεια ή επακόλουθο, αποτέλεσμα κπ αιτίου: ~ της κακής διατροφής είναι η εμφάνιση προβλημάτων υγείας. απόρρητος -η -ο: αυτός που πρέπει να μείνει μυστικός: ~ έγγραφα / τηλέφωνο / στοιχεία. απόρρητο το: πληροφορία ή στοιχείο το οποίο πρέπει να μένει μυστικό: κρατικό / προσωπικό / επαγγελματικό / ιατρικό ~. απορρίπτω -ομαι: (μτβ.) 1 αρνούμαι να (απο)δεχτώ ή να εγκρίνω κτ ≠ δέχομαι. 2 (ειδικότ.) κρίνω ότι κπ δεν έχει τα προσόντα για να επιτύχει σε εξετάσεις, διαγωνισμό, για να προαχθεί στην επόμενη τάξη κτλ.: Απορρίφθηκαν δύο μαθητές από απουσίες. απόρριψη η. απορριπτικός -ή -ό. απορριπτικά (επίρρ.). απορρίμματα τα: ό,τι πετάμε ως άχρηστο=σκουπίδια. απορροφώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) 1 (για υλικά σώματα) επιτρέπω σε υγρή ουσία να εισχωρήσει στο εσωτερικό μου και τη συγκρατώ=ρουφώ: Το σφουγγάρι απορρόφησε όλο το νερό. 2 (μτφ.) απασχολώ ολοκληρωτικά κάποιον: Το διάβασμα ~ όλο τον ελεύθερο χρόνο του. 3 (μτφ.) αξιοποιώ πλήρως οικονομικό αγαθό ή προσφερόμενες υπηρεσίες: Υπάρχει κίνδυνος να μην απορροφηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια. απορρόφηση η. απορροφητικός -ή -ό. απορροφητικά (επίρρ.). απορροφητικότητα η. απορία2 η: 1 έκπληξη, αμηχανία που νιώθουμε για κτ που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε: Κοιταχτήκαμε με ~ όταν μας είπε ότι θα φύγει. 2 αδυναμία κατανόησης έννοιας, ζητήματος κτλ. και η διατύπωσή της με ερώτηση: Είχα πολλές ~ μετά το μάθημα. απορώ • μππ. απορημένος: (αμτβ.) νιώθω απορία (σημ. 1): ~ πώς τα βγάζεις πέρα με τόσα χρέη που έχεις. αποσπώ -ώμαι: (μτβ.) 1 αποχωρίζω ένα κομμάτι από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Η ανεμοθύελλα απέσπασε τις στέγες πολλών σπιτιών. =αποκολλώ. 2 αφαιρώ από κπ κτ με τρόπο βίαιο ή επιδέξιο: Ο ληστής τής απέσπασε την τσάντα.=αρπάζω. 3 μετακινώ υπάλληλο από την οργανική του θέση και τον τοποθετώ προσωρινά σε άλλη: Η φιλόλογός μας είναι αποσπασμένη στο σχολείο μας. 4 κερδίζω σε διαγωνισμό: Το ελληνικό τραγούδι απέσπασε το πρώτο βραβείο. 5 (μτφ.) απομακρύνω κπ από κάποια δραστηριότητα: Κλείσε την τηλεόραση, με ~ από το διάβασμα! απόσπαση η. απόσπασμα το: 1 αποκομμένο τμήμα συνόλου: Από μερικά αρχαία κείμενα σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. 2 ΣΤΡΑΤ τμήμα στρατού ή αστυνομίας που εκτελεί υπηρεσία: εκτελεστικό ~. αποσπασματικός -ή -ό: αυτός που δεν είναι ολοκληρωμένος, ενιαίος, αλλά σε αποσπάσματα: ~ λόγος. αποσπασματικά (επίρρ.). απόσταση η: 1 διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο τοπικά ή χρονικά σημεία: Πρέπει να κρατάμε ~ ασφαλείας από το όχημα που προπορεύεται. 2 (μτφ.) διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις ως προς την αξία, την ποιότητα: Από το θάρρος ως το θράσος υπάρχει μεγάλη ~. αποστέλλω -ομαι • αόρ. απέστειλα, παθ. αόρ. αποστάλθηκα & [επίσ.] απεστάλην, μππ. απεσταλμένος: [επίσ.] (μτβ.) στέλνω κπ ή κτ σε συγκεκριμένο τόπο για συγκεκριμένο σκοπό: Η κυβέρνηση απέστειλε ανθρωπιστική βοήθεια στους σεισμοπαθείς. αποστολή η. αποστολέας ο ≠ αποδέκτης, παραλήπτης. αποσύνδεση η: 1 αποχωρισμός συνδεδεμένων στοιχείων: ~ καλωδίων / σωλήνων. 2 (μτφ.) διακοπή της συσχέτισης ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης με κπ άλλη: Ζήτησε την ~ του ονόματός του από την υπόθεση. αποσυνδέω -ομαι. αποσύνθεση η: 1 το αρχικό στάδιο της σήψης: Βρέθηκαν κρέατα σε ~. 2 (μτφ.) διάλυση της συνοχής ενός συνόλου: Ο σύγχρονος τρόπος ζωής οδήγησε στην ~ της πατριαρχικής οικογένειας. αποσυνθέτω -συντίθεμαι. σχ. θέτω. αποσύρω -ομαι: (μτβ.) 1 παίρνω πίσω κτ που έχω αφήσει, έχω εμπιστευτεί κτλ. κάπου: ~ τα χρήματά μου / την εμπιστοσύνη μου. 2 σταματώ την κυκλοφορία προϊόντος: Αποσύρθηκαν από την αγορά μεγάλες ποσότητες ακατάλληλων αλλαντικών. 3 παθ. εγκαταλείπω δραστηριότητα=παραιτούμαι: Αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. απόσυρση η. αποταμιεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 μαζεύω και φυλάω χρήματα, συνήθως στην τράπεζα: Από τον μισθό του αποταμιεύει κάθε μήνα ένα ποσό. 2 αποθηκεύω το πλεόνασμα αγαθού για μελλοντική χρήση: ~ ηλεκτρική ενέργεια. αποταμίευση η. αποταμιευτικός -ή -ό. αποταμιευτικά (επίρρ.). αποτέλεσμα το: 1 οτιδήποτε προκύπτει από μια ενέργεια, διαδικασία ή κατάσταση= απόρροια, επακόλουθο: Η υψηλή βαθμολογία μου ήταν ~ μεγάλης προσπάθειας. 2 πληθ. τελική απόφαση για όσους πέτυχαν ή απέτυχαν σε μια εξέταση ή σε διαγωνισμό, καθώς και (συνεκδ.) ο κατάλογος με τα ονόματά τους: Βγήκαν τα ~ των εξετάσεων; αποτελεσματικός -ή -ό. αποτελεσματικά (επίρρ.). αποτελεσματικότητα η. αποτελώ -ούμαι: (αμτβ.) 1 είμαι μέλος ή μέρος ενός συνόλου=απαρτίζω: Το συμβούλιό μας το ~ δεκαπέντε μέλη. 2 λαμβάνομαι ως=θεωρούμαι, είμαι: Το χιούμορ ~ πολλές φορές ένδειξη εξυπνάδας. απότομος -η -ο: 1 (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη κλίση, κάνοντας δύσκολη την ανάβαση ή την κατάβαση=απόκρημνος: ~ βράχος / ακτή / μονοπάτι. 2 αυτός που είναι ξαφνικός, απρόσμενος: ~ μεταβολή του καιρού. 3 αυτός που γίνεται με ορμή και δύναμη: ~ φρενάρισμα / κινήσεις. 4 αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με αγένεια: Μου μίλησε με ~ ύφος. απότομα (επίρρ.). αποτρέπω • αόρ. απέτρεψα, παθ. αόρ. αποτράπηκα: (μτβ.) 1 εμποδίζω να συμβεί κτ, συνήθως κακό ή δυσάρεστο: Η απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού αποτράπηκε την τελευταία στιγμή. 2 πείθω κπ να μην κάνει κτ ≠ προτρέπω: Ήθελε να αγοράσει μηχανή, αλλά οι γονείς του τον απέτρεψαν. αποτροπή η. αποτρεπτικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να αποτρέψει κτ ≠ προτρεπτικός: ~ μέτρα. αποτρεπτικά (επίρρ.). αποτρόπαιος -η -ο: αυτός που προκαλεί απέχθεια, φρίκη, αποστροφή: Το ~ θέαμα της δολοφονημένης γυναίκας συγκλόνισε την κοινή γνώμη. αποτρόπαια (επίρρ.). αποτυπώνω -ομαι: (μτβ.) 1 σχηματίζω τη μορφή ενός αντικειμένου σε μια επιφάνεια, πιέζοντάς το επάνω σ' αυτή: Πατούσε με δύναμη τα πέλματά του πάνω στην άμμο, για να αποτυπωθούν τα ίχνη του. 2 (μτφ.) εκφράζω κτ ζωηρά και παραστατικά: Στα έργα του ~ το άγχος της εποχής μας. 3 παθ. (μτφ.) μένω στη μνήμη κάποιου πολύ ζωηρά: Οι εικόνες της καταστροφής αποτυπώθηκαν στη μνήμη του.=χαράζω. αποτύπωση η. απουσιάζω: (αμτβ.) 1 (για πρόσ.) δε βρίσκομαι εκεί όπου έπρεπε να βρίσκομαι=λείπω: Θα απουσιάσω δύο μέρες από τη δουλειά. 2 (για πράγμα, ενέργεια κτλ.) δεν υπάρχω: Από τα ποιήματά του ~ το λυρικό στοιχείο. απουσία η. απών -ούσα -όν ≠ παρών. απόφαση η: 1 γνώμη, άποψη, κρίση στην οποία καταλήγει κπ μετά από σκέψη, συζήτηση, διαβούλευση κτλ.: Τελικά, πήρα την ~ να δώσω εξετάσεις. αθωωτική / καταδικαστική ~ δικαστηρίου. 2 επίσημη διαταγή κρατικού οργάνου με ισχύ νόμου: υπουργική ~. σχ. κατάφαση. αποφασίζω -ομαι: (μτβ.) 1 παίρνω απόφαση. 2 μππ. αυτός που έχει αποφασίσει κτ και δεν αλλάζει γνώμη: Είμαι αποφασισμένος να πάω ταξίδι, ό,τι κι αν πεις. αποφασιστικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που παίρνει γρήγορα αποφάσεις και μένει σταθερός σ' αυτές=τολμηρός ≠ αναποφάσιστος, επιφυλακτικός. 2 (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που είναι εξαιρετικά κρίσιμος και καθορίζει μια έκβαση: Η τελευταία μάχη ήταν ~ για την έκβαση του πολέμου.=καθοριστικός ≠ επουσιώδης. αποφασιστικά (επίρρ.). αποφασιστικότητα η. αποφεύγω -ομαι • αόρ. απέφυγα & [σπάν.] απόφυγα, παθ. αόρ. αποφεύχθηκα: (μτβ.) 1 προσπαθώ να μένω όσο το δυνατό πιο μακριά από κπ ή κτ: ~ τον δάσκαλό της, γιατί δεν έχει διαβάσει. 2 προσπαθώ να μην κάνω ή να μην πω κτ που θεωρώ δυσάρεστο ή λανθασμένο ≠ επιδιώκω: Στη διατροφή μου ~ τα λιπαρά. ~ την παρέα μαζί του. 3 ξεφεύγω από επικίνδυνη ή ανεπιθύμητη κατάσταση: Με την επέμβαση της Πυροσβεστικής αποφεύχθηκε η εξάπλωση της πυρκαγιάς. αποφυγή η. αποχαιρετώ: (μτβ.) 1 χαιρετώ κπ που αποχωρίζομαι: Αποχαιρέτησε τον γιο της με δάκρυα στα μάτια. 2 (μτφ.) εγκαταλείπω κτ οριστικά: Μετά τον σοβαρό του τραυματισμό, ο ποδοσφαιριστής αποχαιρέτησε τα γήπεδα. αποχαιρετισμός ο: το να αποχαιρετά κανείς κπ: τελευταίος / στερνός ~. αποχαιρετιστήριος -α -ο: αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό: ~ γιορτή / εκδήλωση / δείπνο / γράμμα. απόχρωση η: παραλλαγή βασικού χρώματος: Φοράει κάλτσες στην ίδια ~ με το πουκάμισο. Από το ΑΕ ἀπό + χρώννυμι «χρωματίζω». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα χρώμα, χρωστικός κτλ. αποχωρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 χωρίζω στενά συνδεδεμένα πράγματα:=ξεχωρίζω ≠ ενώνω. Ομάδα γιατρών αποχώρισε τα σιαμαία αδερφάκια. 2 παθ. φεύγω μακριά από κπ ή κτ, με το(ν) οποίο συνδέομαι στενά: Αποχωρίστηκε με δάκρυα στα μάτια τους δικούς του. αποχωρισμός ο. αποχωρώ: (αμτβ.) φεύγω από κάπου ή από κπ θέση, υπηρεσία κτλ.: Οι βουλευτές του ΚΚΕ αποχώρησαν από τη συνεδρίαση. Αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση. αποχώρηση η. απόψε (επίρρ.): 1 σήμερα το βράδυ: Πού θα πάμε ~; 2 το βράδυ που μόλις πέρασε: Σε είδα στον ύπνο μου ~. αποψινός -ή -ό. άποψη η: 1 ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς ένα ζήτημα ή μια κατάσταση= γνώμη: Η ~ μου είναι ότι πρέπει να φύγεις από την ομάδα. 2 θέα ενός τόπου από ορισμένη οπτική γωνία (συνήθως από ψηλά): ~ της Ακρόπολης από τον Λυκαβηττό. Από την ΑΕ λ. ἄποψις (ἀπό + ὄψις), που ανάγεται σε ρίζα του ὄψομαι (μέλλ. του ρ. ὁράω -ῶ). άπρακτος & άπραχτος -η -ο: αυτός που δεν πέτυχε κτ που επιδίωκε: Πήγε στην τράπεζα να πάρει δάνειο, αλλά γύρισε ~. Από το άπρακτος (αυτός που προσπάθησε, αλλά δεν πέτυχε τον σκοπό του) διαφέρουν σημασιολογικά το απράγμων (αυτός που αδρανεί και δεν κάνει τίποτε) και το άπραγος (αυτός που δεν έχει πείρα στη ζωή). απρεπής -ής -ές: αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες καλής συμπεριφοράς=ανάρμοστος, άπρεπος: Ο μαθητής πήρε αποβολή για την ~ συμπεριφορά του. σχ. αγενής. άπρεπος -η -ο. απρεπώς & άπρεπα (επίρρ.). απρέπεια η. απρόοπτος -η -ο: αυτός που συμβαίνει χωρίς να τον περιμένουμε=ξαφνικός, απροσδόκητος ≠ αναμενόμενος: Οι ~ εξελίξεις άλλαξαν τα σχέδιά μας. απρόοπτο το: γεγονός που δεν περιμέναμε να συμβεί: Η ζωή μας είναι γεμάτη ~. απρόοπτα (επίρρ.). απρόσωπος -η -ο: αυτός που δεν έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που είναι όμοιος με πολλούς άλλους ≠ προσωπικός: Οι σχέσεις των ανθρώπων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις είναι ~. απρόσωπα (επίρρ.). άπταιστος -η -ο: (για γλώσσα) αυτή που κπ τη μιλά ή τη γράφει τέλεια, χωρίς λάθη=τέλειος, αλάνθαστος: Οι Γερμανοί μας απάντησαν σε ~ ελληνική. άπταιστα & απταίστως (επίρρ.). Από το ΑΕ ἄπταιστος (στερητ. ἀ + πταίω «φταίω»). άπω (επίθ.) • άκλ., απώτερος, απώτατος: [επίσ.] αυτός που βρίσκεται μακριά ≠ εγγύς: απώτερο μέλλον. Απώτερος / απώτατος στόχος μας είναι η επέκταση της εταιρείας στο εξωτερικό. Άπω Ανατολή: περιοχή της Ανατολικής Ασίας, σε αντιδιαστολή προς την Εγγύς Ανατολή. σχ. άνω. απωθώ -ούμαι: (μτβ.) 1 α. αναγκάζω τον επιτιθέμενο να σταματήσει ή να υποχωρήσει= αποκρούω. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των συνόρων απώθησαν τους εισβολείς. β. απομακρύνω κπ με τη βία, με σπρωξιές: Η αστυνομία απώθησε τους διαδηλωτές σε απόσταση χιλίων μέτρων από τη Βουλή. 2 (μτφ.) προκαλώ έντονα αρνητικά συναισθήματα σε κπ ≠ ελκύω: Η ειρωνική στάση του με ~. απωθημένο το: επιθυμίες ή σκέψεις που έχει μεταφέρει κπ στο ασυνείδητό του, τις έχει απομακρύνει από τη συνείδησή του. απώθηση η: 1 βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση. 2 (μτφ.) πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε κπ ή κτ=αποστροφή, απέχθεια. απωθητικός -ή -ό. απωθητικά (επίρρ.). απώλεια η: 1 στέρηση υλικού ή πνευματικού αγαθού: Η έλλειψη οργάνωσης είχε ως συνέπεια την ~ κοινοτικών κονδυλίων. 2 θάνατος, κυρίως σε τυποποιημένες φράσεις: Συλλυπητήρια για την ~ του πατέρα σας! 3 πληθ. ό,τι χάνεται, συνολικά, σε αγώνα, προσπάθεια ή δραστηριότητα: Ο πόλεμος στο Ιράκ είχε τεράστιες ~ και για τις δύο πλευρές. Από το ΑΕ ἀπό + ὄλλυμι (-ύω) «καταστρέφω». άρα (σύνδ.): δηλώνει συμπέρασμα γεγονότος, ενέργειας κτλ.=συνεπώς, επομένως, ώστε: Είναι έξυπνος και διαβάζει πολύ, ~, έχει πολλές πιθανότητες να περάσει στο Πανεπιστήμιο. αράζω: 1 (αμτβ. & μτβ.) οδηγώ πλεούμενο για να αγκυροβολήσει ή αγκυροβολώ σε μέρος κατάλληλο κοντά στη στεριά=δένω. 2 [οικ.] (μτφ., αμτβ.) α. εγκαθίσταμαι κάπου περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα: Όλο το καλοκαίρι θα αράξω στο χωριό μου να ξεκουραστώ. β. κάθομαι ή ξαπλώνω αναπαυτικά: Θα αράξω στο κρεβάτι. αραχτός -ή -ό. αραχτά (επίρρ.). αραιός -ή -ό: ≠ πυκνός 1 αυτός που δεν έχει πυκνότητα στη σύστασή του: ~ νεφώσεις. 2 αυτός που είναι μικρός σε ποσότητα ή συχνότητα: ~ συναντήσεις. αραιά (επίρρ.). αραιώνω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ αραιό ή γίνομαι αραι- ός. αραίωση η & αραίωμα το. αργία: χρόνος κατά τον οποίο διακόπτεται η εργασία, κυρίως εξαιτίας γιορτής ή σημαντικού γεγονότος: Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών είναι ~ για τα σχολεία. αργώ1: (αμτβ.) δεν εργάζομαι, έχω αργία: Τις Δευτέρες τα θέατρα ~. αργοπορώ: 1 (αμτβ.) καθυστερώ να κάνω κτ: Έχασε το λεωφορείο και πήγε αργοπορημένος στη δουλειά. 2 (μτβ.) κάνω κπ να καθυστερήσει: Μου έπιασε την κουβέντα και με αργοπόρησε. αργοπορία η. αργός -ή -ό: 1 αυτός που ενεργεί, κινείται, αναπτύσσεται ή εξελίσσεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τον κανονικό ή τον συνηθισμένο, χωρίς βιασύνη=[επίσ.] βραδύς ≠ ταχύς, γρήγορος: Αυτός ο υπάλληλος είναι πολύ ~, κάνει μία ώρα να μας εξυπηρετήσει.=αργοκίνητος ≠ σβέλτος. Θα δούμε τη φάση του πέναλτι σε ~ κίνηση. 2 αυτός που είναι στη φυσική του κατάσταση=ακατέργαστος: ~ πετρέλαιο. αργά (επίρρ.): 1 με αργό, βραδύ ρυθμό=σιγά: Περπάτα πιο ~, δε σε φτάνω! 2 ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο που θεωρείται κανονικό, συνηθισμένο ≠ νωρίς: Φτάσαμε ~ και το χάσαμε το τρένο! Γιατί γύρισες τόσο ~ το βράδυ; αργώ2: 1 (μτβ.) χρειάζομαι περισσότερο χρόνο από τον κανονικό ή τον συνηθισμένο κάνοντας κτ ή μέχρι να κάνω ή να συμβεί κτ: Αργεί πολύ να φάει - θέλει μια ώρα για ένα γιαούρτι!=καθυστερώ. Άργησα να καταλάβω τους πονηρούς σκοπούς τους. 2 (μτβ.) κάνω κπ να αργήσει=καθυστερώ: Mας άργησε ο γιατρός με τη φλυαρία του. 3 (αμτβ.) απέχω από κπ χρονικό σημείο: Οι διακοπές των Χριστουγέννων ~ ακόμα. αρετή η: 1 η τάση του ανθρώπου προς την ηθική τελειότητα, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τους εκάστοτε ηθικούς κανόνες. Η ~ και το ήθος του τον έκαναν να ξεχωρίσει. 2 προτέρημα, χάρισμα που διαθέτει κπ ή κτ: Αυτό το παιδί είναι προικισμένο με πολλές ~. άρθρο το: 1 κείμενο με ορισμένο θέμα σε εφημερίδα ή περιοδικό. 2 ενότητα επίσημου κειμένου: ~ 14, παράγραφος 3 του νόμου. 3 ΓΛΩΣΣ κλιτή λέξη που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα: οριστικό / αόριστο ~. αρθρώνω: (μτβ.) 1 προφέρω, συνδέω φθόγγους σχηματίζοντας λέξεις: Το μωρό άρθρωσε τις πρώτες του κουβεντούλες. 2 (μτφ.) εκφράζω, διατυπώνω: Είναι ένας από τους λίγους πολιτικούς που ~ πολιτικό λόγο. άρθρωση η: 1 το να αρθρώνει κπ κτ: Έχει πρόβλημα στην ~ μερικών φθόγγων. 2 ΑΝΑΤ το σημείο που συνδέει δύο ή περισσότερα οστά του σώματος= κλείδωση: οι αρθρώσεις των ποδιών / των χεριών. αρθρωτός -ή -ό: αυτός που αποτελείται από μέρη που συνδέονται με αρθρώσεις ή κινητά στοιχεία συνδεδεμένα μεταξύ τους: ~ κατασκευή / λεωφορεία. αρθρωτά (επίρρ.). αριθμός ο: 1 σύμβολο ή λέξη που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πραγμάτων ή σε μαθηματικούς υπολογισμούς: Σκέψου έναν ~ μικρότερο του τρία. Να χωρίσεις τα κεφάλαια της εργασίας με λατινικούς ~.=ψηφίο. 2 πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: O ~ των υποψηφίων στις εξετάσεις μειώθηκε. 3 μοναδικό σύνολο αριθμών που διακρίνει ένα αντικείμενο από άλλα ομοειδή: ~ δελτίου ταυτότητας / αυτοκινήτου / τηλεφώνου. 4 ΓΛΩΣΣ γραμματική κατηγορία των κλιτών λέξεων που δηλώνει το πλήθος των προσώπων ή πραγμάτων που προσδιορίζουν: ενικός / πληθυντικός ~. αριθμώ: (μτβ.) 1 χαρακτηρίζω κτ με έναν αριθμό: Αριθμήστε τις σελίδες της εργασίας σας, πριν την παραδώσετε. 2 περιλαμβάνω: Ο σύλλογός μας ~ δυο χιλιάδες μέλη. αρίθμηση η: το να αριθμεί κπ κτ (σημ. 1). αριθμητικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται σε αριθμούς. 2 αυτός που αναφέρεται σε πλήθος ή ποσότητα: ~ υπεροχή. αριθμητικά (επίρρ. στη σημ. 2). αριθμητική η: οι τέσσερις αριθμητικές πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση) και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. αριθμητικό το: ΓΛΩΣΣ λέξη που φανερώνει ορισμένη αριθμητική ποσότητα ή εκφράζει αριθμητικές έννοιες ή σχέσεις: Οι λέξεις «τρία», «τρίτος» και «τριπλά» είναι ~. αριστερός -ή -ό: ≠ δεξιός 1 α. αυτός που βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς: ~ χέρι/πόδι/μάτι. β. αυτός που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά σε σχέση με κπ σημείο αναφοράς: Το μαγαζί βρίσκεται στην ~ πλευρά του δρόμου καθώς πηγαίνετε προς την πλατεία. 2 αυτός που υποστηρίζει σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές ιδέες: ~ κόμματα/ιδεολογία. αριστερά (επίρρ.) ≠ δεξιά. αριστερός ο, -ή η: 1 οπαδός της αριστερής ιδεολογίας: Πολλοί ~ εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. 2 πρόσωπο που χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι για να γράψει ή για να κάνει διάφορες δουλειές=αριστερόχειρας. αριστερά & Αριστερά η: το σύνολο των κομμάτων και των οργανώσεων αριστερής ιδεολογίας=δεξιά: κοινοβουλευτική / εξωκοινοβουλευτική ~. αριστοκράτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο που κατάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων. 2 πρόσωπο που μιμείται τους τρόπους και τη συμπεριφορά των ευγενών ή των πλουσίων. Από τότε που παντρεύτηκε πλούσιο άντρα, μας κάνει την ~. αριστοκρατία η: 1 ΙΣΤ πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται από τους αρίστους, από μια μειοψηφία ευγενών ≠ δημοκρατία. 2 η τάξη των ευγενών: οι αυθαιρεσίες της ~. 3 οι εκλεκτοί μιας ομάδας ή κοινωνίας: η ~ του πνεύματος. αριστοκρατικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στην αριστοκρατία ή στον αριστοκράτη: ~ καταγωγή / τρόποι. αριστοκρατικά (επίρρ.). αριστούργημα το: 1 έργο που χαρακτηρίζεται από τελειότητα: Η τελευταία ταινία του ήταν πραγματικό ~. 2 (ως επιφ.) για να εκφράσουμε επιδοκιμασία, θαυμασμό: ~! Φεύγω διακοπές! αριστουργηματικός -ή -ό. αριστουργηματικά (επίρρ.). αριστουργηματικότητα η. Η μσν. σύνθετη λέξη ἀριστούργημα σχηματίστηκε από το ἄριστ(ος) + -ούργημα < ἔργον. αρκετός -ή -ό: 1 αυτός που είναι τόσος όσος χρειάζεται, που φτάνει για κτ=επαρκής ≠ ανεπαρκής: Το φαγητό είναι ~, φτάνει για όλους. 2 αυτός που δεν είναι λίγος ποσοτικά ή αριθμητικά: Στη συναυλία ήρθε ~ κόσμος. 3 αυτός που είναι πάνω από το συνηθισμένο ή το επιτρεπτό: Μίλησε με ~ θράσος στον καθηγητή του. αρκετά (επίρρ.). αρκώ -ούμαι • αόρ. άρκεσα, παθ. αόρ. αρκέστηκα: (αμτβ.) 1 είμαι αρκετός, φτάνω για κτ: ~ η θέληση για να πετύχεις τους στόχους σου. 2 παθ. α. μου είναι αρκετό, είμαι ικανοποιημένος με κτ: Αρκείται στον μισθό του και δε ζητά περισσότερα χρήματα. β. δεν κάνω τίποτα παραπάνω, πρόσθετο: Ο Διευθυντής αρκέστηκε στην επίπληξη και δεν έδωσε αποβολή στους μαθητές. αρκεί: απρόσ. είναι αρκετό, φτάνει: Δεν ~ να διαβάζεις πολύ, πρέπει να κρίνεις ό,τι διαβάζεις! Μου ~ να είσαι εσύ καλά! αρμόδιος -α -ο: αυτός που μπορεί να γνωμοδοτεί, να αποφασίζει ή να ενεργεί για κπ ζήτημα λόγω της θέσης ή ειδικότητάς του ≠ αναρμόδιος: Το ζήτημα της καταπάτησης συζητήθηκε στο ~ συμβούλιο. αρμοδίως (επίρρ.). αρμοδιότητα η: δικαιοδοσία ή εξουσία που πηγάζει από δικαιώματα ή καθήκοντα. αρμονία η: 1 η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο=συμμετρία ≠ ασυμμετρία, δυσαρμονία: H ~ του σύμπαντος προκαλεί τον θαυμασμό των ανθρώπων. 2 ΜΟΥΣ συμφωνία στη διαδοχή δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων, που προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα: μουσική ~. 3 (μτφ.) καλή σχέση μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων: Δεν υπήρχε ~ στη σχέση τους ≠ δυσαρμονία. αρμονικός -ή -ό. αρμονικά (επίρρ.). αρμονικότητα η. αρνούμαι & [προφ.] αρνιέμαι: (μτβ.) 1 α. δεν αποδέχομαι κτ που μου προσφέρεται ή μου προτείνεται=απορρίπτω ≠ δέχομαι: Θα αρνηθώ ευγενικά την πρόσκλησή τους, γιατί δεν έχω χρόνο. β. δε δέχομαι να δώσω, να προσφέρω κτ που μου ζητά κπ: ~ την ψήφο μου σε πρόσωπα που εξαπατούν τον λαό. 2 δε δέχομαι να κάνω κτ: ~ να συμμετάσχω σε μια τέτοια απάτη. 3 εγκαταλείπω, αποκηρύσσω= απαρνιέμαι: Αρνήθηκε τις ιδέες του, όταν του πρότειναν μια ανώτερη θέση. άρνηση η. αρνητικός -ή -ό: 1 αυτός που περιέχει ή δηλώνει άρνηση, διαφωνία: Τήρησε ~ στάση απέναντι στις προτάσεις μας. ≠ θετικός. Πήρε ~ απάντηση. ≠ καταφατικός. 2 αυτός που είναι δυσάρεστος ή αντίθετος σε σχέση με αυτό που επιδιώκεται: Οι αλλαγές αυτές θα έχουν ~ συνέπειες στους μαθητές. αρνητικά (επίρρ.). αρνητικό το: εικόνα που προέρχεται από φιλμ και δείχνει τα φωτεινά σημεία ως σκοτεινά και το αντίστροφο: Να μου δώσεις το ~ της φωτογραφίας για να βγάλω αντίγραφα. αρνητικότητα η. αρπάζω -ομαι: 1 (μτβ.) παίρνω κτ με τη βία ή / και παράνομα=[επίσ.] αποσπώ: Του άρπαξαν το πορτοφόλι στο τρένο.=[προφ.] βουτάω. 2 (μτβ.) παίρνω, πιάνω κτ με γρήγορη, ορμητική κίνηση: Άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε εναντίον τους. 3 (μτβ., για πρόσ.) απάγω: Οι κακοποιοί άρπαξαν δύο μέλη της οικογένειας του επιχειρηματία για να ζητήσουν λύτρα. 4 παθ. (αμτβ.) πιάνομαι από κάπου, γαντζώνομαι: Για να μην τον παρασύρει το ρεύμα του ποταμού αρπάχτηκε από ένα κλαδί. 5 (μτφ., μτβ.) εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις: Άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε. 6 (αμτβ., για φαγητό) καίγομαι: Tο φαγητό άρπαξε, βγάλε το αμέσως! 7 παθ. (αμτβ.) θυμώνω, παρεξηγούμαι, είμαι ευέξαπτος: Να είσαι προσεκτικός στη συζήτηση μαζί του, γιατί αρπάζεται εύκολα. αρπαγή η. αρπακτικός & -χτικός -ή -ό: αυτός που (έχει την τάση να) αρπάζει. αρπακτικά & -χτικά (επίρρ.). αρπακτικό το: σαρκοφάγο πτηνό: Ο αετός, το γεράκι και ο γύπας είναι ~. αρπαχτός -ή -ό: αυτός που γίνεται γρήγορα και βιαστικά. αρπαχτά (επίρρ.). αρπαχτή η: 1 πρόχειρα οργανωμένη εκδήλωση, με σκοπό το εύκολο κέρδος: Το καλοκαίρι πολλοί θίασοι πάνε στην επαρχία για να κάνουν ~. 2 βιαστική και συχνά με πλάγια μέσα απόκτηση χρημάτων. αρρώστια η: διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του οργανισμού=ασθένεια, νόσημα, νόσος. αρρωσταίνω: 1 (για άνθρ. ή ζώο) α. (αμτβ.) προσβάλλομαι από αρρώστια=νοσώ, ασθενώ. β. (μτβ.) κάνω κπ να αρρωστήσει: Τον αρρώστησε το πολύ κρασί. 2 (μτφ.) α. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω: Όταν βλέπω τέτοιες αδικίες, ~. β. (μτβ.) κάνω κπ να στενοχωριέται: Οι ψευτιές σου με έχουν αρρωστήσει. άρρωστος -η -ο. αρσενικός -ή & -ιά -ό: 1 αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το φύλο που δεν μπορεί να γεννήσει: ~ ελέφαντας / αλεπού. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που το γραμματικό του γένος είναι αρσενικό: Τα ~ ονόματα παίρνουν το άρθρο «ο». αρτηρία η: 1 ΑΝΑΤ αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στα διάφορα όργανα του σώματος: στεφανιαία / κοιλιακή / μηριαία ~. στένωση/απόφραξη ~. 2 (μτφ.) μεγάλος δρόμος πόλης: Η κίνηση στις κεντρικές ~ της πόλης διεξάγεται ομαλά. άρτιος -α -ο: αυτός που δεν του λείπει κανένα από τα στοιχεία τα οποία πρέπει να τον συνθέτουν, που χαρακτηρίζεται από τελειότητα= πλήρης ≠ ελλιπής: ~ εξοπλισμός / διοργάνωση. ~ αριθμός: ΜΑΘ ακέραιος αριθμός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο=ζυγός ≠ μονός, περιττός: Όλοι οι ακέραιοι αριθμοί που λήγουν σε 0, 2, 4, 6, 8 είναι ~. άρτια (επίρρ.). αρτιότητα η. άρτος ο: 1 [επίσ.] ψωμί. 2 ΕΚΚΛ ψωμί που ευλογείται από τον ιερέα και μοιράζεται στους πιστούς. αρτοποιός ο, η: αυτός που παράγει ή / και πουλά ψωμί=[οικ.] φούρναρης. αρτοποιείο το. αρχαϊκός -ή -ό: 1 ΙΣΤ αυτός που είναι σχετικός με την εποχή πριν από την αρχαία κλασική περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.): ~ εποχή / χρόνοι / αγγεία / γλυπτά / ναός / τέχνη. 2 αυτός που μιμείται αρχαία πρότυπα: ~ γλώσσα. αρχαίος -α -ο: 1 αυτός που υπήρξε σε πολύ παλαιά εποχή ή που υπάρχει από τότε: ~ πολιτισμοί / λαοί / ιστορία. Επισκεφτήκαμε τα ~ μνημεία της πόλης. 2 (ειδικότ.) αυτός που ανήκει στην ελληνική αρχαιότητα: οι ~ μας πρόγονοι. 3 αυτός που είναι απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος: Οι ~ του αντιλήψεις με βρίσκουν εντελώς αντίθετο. αρχαίοι οι: πρόσωπα που έζησαν κατά την αρχαιότητα: η ιστορία / η γλώσσα των ~. αρχαία τα: 1 αρχαία μνημεία και έργα τέχνης=αρχαιότητες: Βρέθηκαν ~ κατά τις ανασκαφές στην περιοχή. 2 το μάθημα των αρχαίων ελληνικών: Είναι αδύνατος μαθητής στα ~. αρχαιότητα η: 1 η αρχαία εποχή: ελληνική / ρωμαϊκή ~. 2 η ιδιότητα του αρχαίου: η ~ ενός αγάλματος. 3 πληθ.=αρχαία (σημ. 1): Είναι συντηρητής αρχαιοτήτων. αρχάριος -α -ο: αυτός που μόλις αρχίζει να μαθαίνει κτ και δεν έχει ακόμα πείρα: Παραδίδονται μαθήματα υπολογιστών σε ~. αρχείο το: 1 συλλογή και φύλαξη κυρίως εγγράφων που αποτελούν πηγή πληροφοριών, και (συνεκδ.) ο χώρος όπου φυλάσσονται: ιστορικό / φωτογραφικό ~. ~ του υπουργείου / της ΕΡΤ. 2 ΠΛΗΡΟΦ ενιαίο σύνολο δεδομένων που αποθηκεύεται με διακριτό όνομα: Έβαλα στο ίδιο ~ το κείμενο και τις συνοδευτικές εικόνες. αρχειακός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αρχείο (σημ. 1): ~ υλικό. αρχή η: 1 το πρώτο σημείο, τοπικό ή χρονικό, από όπου αρχίζει ένα γεγονός, μία πράξη κτλ.=αφετηρία, [οικ.] ξεκίνημα ≠ τέλος: ~ του νέου έτους. 2 πρωταρχική αιτία: Η ~ της διάσπασης του κόμματος έγινε με τη διαγραφή όσων διαφωνούσαν. 3 η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας ≠ τέλος: H ~ του κόσμου. 4 θεμελιακός κανόνας ή κανόνες στη φύση, στην επιστήμη, στην πολιτική κτλ.: η ~ των συγκοινωνούντων δοχείων. 5 συνήθ. πληθ. βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή κοινωνική συμπεριφορά, τη στάση ζωής κάποιου: Δε θα παραβώ τις ~ μου, όσα ανταλλάγματα κι αν μου προσφέρετε! 6 η κρατική ή οποιαδήποτε εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν: αστυνομικές ~. αρχίζω:=ξεκινώ ≠ τελειώνω 1 (μτβ.) βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στα πρώτα βήματα μιας ενέργειας: ~ το διάβασμα. 2 (αμτβ.) βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο: Ο αγώνας ~ στις πέντε. 3 (μτβ.) είμαι ο πρωταίτιος ή αυτός που προκάλεσε μια κατάσταση: Δε φταίμε εμείς, αυτός άρχισε να μας βρίζει. 4 (αμτβ.) αποτελώ χρονικά ή τοπικά το πρώτο μέρος μιας διαδικασίας ή ενότητας: Η παράσταση άρχισε με ένα ωραίο χορευτικό. αρχικός -ή - ό: αυτός που βρίσκεται ή παρουσιάζεται στην αρχή: Tο ~ σχέδιο ήταν καλύτερο. αρχικά & -ώς (επίρρ.). αρχικά τα: τα πρώτα γράμματα του ονοματεπώνυμου. άναρχος2 -η -ο: αυτός που δεν έχει αρχή και συνεπώς υπήρχε πάντα: ~ Θεός. αρχηγός ο, η: πρόσωπο που διευθύνει, διοικεί ένα ιεραρχημένο σύνολο ή έναν τομέα=επικεφαλής, ηγέτης: ~ του στρατού / του κόμματος. σχ. διεξάγω. αρχηγείο το. αρχηγία η. αρχηγικός -ή -ό. αρχηγικά (επίρρ.). άρχοντας ο, αρχόντισσα η: 1 πρόσωπο που κατάγεται από αριστοκρατική ή πολύ πλούσια οικογένεια: Είχαν τόσα λεφτά, που ζούσαν σαν αληθινοί ~. 2 πρόσωπο που κατέχει ανώτερο αξίωμα: οι δημοτικοί ~. ο ανώτατος ~. αρχοντικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε άρχοντα: ~ οικογένεια / ζωή / τάφοι. αρχοντικά (επίρρ.). αρχοντικό το: κατοικία άρχοντα ή πολυτελής κατοικία παλαιότερων εποχών: Ζούσε σε ένα παλιό ~ της Κηφισιάς. αρχοντιά η: εμφάνιση και συμπεριφορά που ταιριάζει σε άρχοντα ή αριστοκράτη, και χαρακτηρίζεται από ευγένεια: Η ~ στους τρόπους και το περπάτημά του τον κάνει να ξεχωρίζει. ας (μόρ.): δηλώνει 1 προτροπή: ~ ξεκινήσει ο χορός! 2 ευχή: ~ είχα την τύχη σου εγώ! 3 συγκατάθεση: ~ παίξει τώρα και θα κάνει μετά τα μαθήματά του. 4 απειλή: ~ δοκιμάσει και θα του δείξω εγώ! 5 αδιαφορία: ~ χάσει και μια φορά, δεν πειράζει! 6 και / κι ~: αντίθεση με αυτό που εκφράζει η κύρια πρότ.=παρόλο που, αν και: Σας αγαπάει, ~ μην το δείχνει. ασβέστιο το • χωρίς πληθ.: ΧΗΜ μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, της ομάδας των αλκαλικών γαιών, και ένα από τα πιο διαδεδομένα στοιχεία στον ανθρώπινο οργανισμό: ανθρακικό/θειικό ~. Το γάλα είναι πηγή ασβεστίου. ασθενής -ής -ές • ασθενέστερος, ασθενέστατος: 1 [επίσ.] αυτός που δε διαθέτει σθένος, δύναμη, ένταση, ισχύ κτλ. ≠ ισχυρός: ~ σεισμική δόνηση / άνεμος. ασθενές φύλο: το γυναικείο φύλο. 2 αυτός που έχει αρρωστήσει= άρρωστος ≠ υγιής. σχ. αγενής. ασθενής ο, η (στη σημ. 2). ασθένεια η: [οικ.] αρρώστια. ασθενώ: [επίσ.] (αμτβ.) προσβάλλομαι ή πάσχω από ασθένεια=αρρωσταίνω, νοσώ. ασθενικός -ή -ό: αυτός που ασθενεί εύκολα. ασθενικά (επίρρ.). ασκητής ο: μοναχός που ζει απομονωμένος και με στερήσεις με στόχο την πνευματική τελειότητα. ασκητικός -ή -ό: ~ ζωή. ασκητικά (επίρρ.). ασκώ -ούμαι: [επίσ.] 1 α. (μτβ.) υποβάλλω κπ σε σύνολο προγραμματισμένων και επαναλαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων, ώστε να αποκτήσει σωματικές ή πνευματικές ικανότητες: Πρέπει να ασκήσεις λίγο ακόμα τους κοιλιακούς σου. β. παθ. (αμτβ.) ασχολούμαι μεθοδικά με κτ: Ο φίλος μου ~ καθημερινά στην κολύμβηση. 2 (μτβ.) ασχολούμαι συστηματικά, κυρίως επαγγελματικά, με κτ: ~ το επάγγελμα του γιατρού. 3 (μτβ.) κάνω χρήση δικαιώματος ή εκτελώ υποχρέωση: Πήγα να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα. 4 (κυρ. σε στερεότυπες εκφρ.) επιβάλλω, εφαρμόζω κτ σε κπ: ~ βία / επιρροή. άσκηση η: 1 το να ασκεί κπ κτ. 2 (ειδικ.) α. ερώτηση ή πρόβλημα με σκοπό την ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων του μαθητή: ~ γεωμετρίας/φυσικής. β. σύνολο κινήσεων για γύμναση του σώματος: ~ για ζέσταμα. ασπάζομαι: (μτβ.) 1 φιλώ: Ασπάστηκε την εικόνα της Παναγίας. 2 προσχωρώ σε μια θρησκεία ή ιδεολογία ή γίνομαι οπαδός: Ασπάστηκε τον βουδισμό. 3 αποδέχομαι=ενστερνίζομαι, υιοθετώ ≠ απορρίπτω: ~ τις θέσεις σου για το Κυπριακό. ασπασμός ο (στη σημ. 1). άσπονδος -η -ο: αυτός που έχει αγεφύρωτες διαφορές με κπ άλλο, ώστε να μην μπορούν να συμφιλιωθούν: ~ εχθρός. Από το ελνστ. ἄσπονδος «αυτός που δεν έκανε ανακωχή». άσπρος -η -ο: 1 αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού=λευκός: ~ πουκάμισο/σεντόνια/επιδερμίδα/μαλλιά. 2 (για πρόσ.) αυτός που είναι χλωμός: Έγινε ~ σαν το πανί, μόλις άκουσε το νέο. άσπρο το: το άσπρο χρώμα: Το ~ με το γαλάζιο είναι ο αγαπημένος μου ανοιξιάτικος συνδυασμός. άσπρη η: [προφ.] ηρωίνη. ασπρίζω: 1 (μτβ.) α. κάνω κτ άσπρο: Έβαλε χλωρίνη στα ρούχα για να τα ασπρίσει. β. ασβεστώνω: ασπρισμένα σπίτια/αυλές. 2 (αμτβ.) γίνομαι άσπρος ή σαν άσπρος: Άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε από τον φόβο του.=χλωμιάζω. άστατος -η -ο: 1 (για πρόσ.) αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, διάθεση κτλ. ≠ σταθερός: ~ χαρακτήρας. 2 αυτός που αλλάζει εύκολα: ~ ωράριο/καιρικές συνθήκες. Ο καιρός θα είναι ~ με μικρά διαστήματα ηλιοφάνειας. άστατα (επίρρ.). αστείος -α -ο: 1 α. αυτός που προκαλεί εύθυμη διάθεση, γέλιο: ~ ιστορίες. β. (για πρόσ.) αυτός που λέει ή κάνει διασκεδαστικά πράγματα και προκαλεί το γέλιο: Είναι πολύ ~, όλο ανέκδοτα λέει. 2 αυτός που είναι ανάξιος λόγου: ~ δικαιολογίες/ επιχειρήματα. αστεία (επίρρ.). αστείο το: λόγος ή πράξη που δημιουργεί εύθυμη διάθεση, γέλιο=[λαϊκ.] καλαμπούρι: έξυπνο / χαριτωμένο / κακόγουστο / άνοστο / σαχλό / πρωταπριλιάτικο ~. μεταξύ σοβαρού και αστείου: κτ σοβαρό που το λέμε με αστείο τρόπο: ~ μου πρότεινε να χωρίσουμε! αστειεύομαι: (αμτβ.) λέω ή κάνω αστεία: Του αρέσει να ~ συνεχώς με τους συναδέλφους του. δεν ~: α. είμαι πολύ αυστηρός και αποφασισμένος να δράσω: ~, θα τη σκοτώσει, αν μάθει ότι τον απατά. β. δεν επιδέχομαι επιπόλαιη αντιμετώπιση: Μη βγεις έξω χωρίς μπουφάν, το κρύο ~! αστέρας ο: 1 ΑΣΤΡΟΝ κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα. 2 (μτφ.) διακριτικό του βαθμού πολυτελείας ξενοδοχείων ή της ποιότητας οινοπνευματωδών ποτών: ξενοδοχείο πέντε ~. κονιάκ επτά ~. 3 (μτφ.) πρόσωπο που είναι επιτυχημένο, κυρίως στον χώρο του θεάματος: ~ του σινεμά. αστέρι το=άστρο. 1 ΑΣΤΡΟΝ=αστέρας. 2 σχέδιο ή σχήμα με αντίστοιχο σχήμα, που χρησιμοποιείται και ως σύμβολο: το ~ της Βεργίνας / των Χριστουγέννων. άστρο το: 1 ΑΣΤΡΟΝ=αστέρι. 2 α. αστέρας (σημ. 1) που θεωρείται ότι επηρεάζει κπ και του φέρνει τύχη: Ό,τι κι αν δοκίμασε, πέτυχε - έχει ~! β. πληθ. ως ενδείξεις για το μέλλον: Πιστεύεις στα ~; αστρικός ή -ό. αστός ο, αστή η: 1 κάτοικος πόλης. 2 (την περίοδο της φεουδαρχίας) ο έμπορος, ο βιοτέχνης ή ο ελεύθερος επαγγελματίας που ανήκε στη μεσαία τάξη. 3 άτομο που ανήκει στη μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη, σε αντίθεση με τους εργάτες και τους αγρότες. αστικός -ή -ό: 1 α. αυτός που αναφέρεται στην πόλη ή στη ζωή σε αυτήν ≠ αγροτικός: ~ πληθυσμός /περιοχές /κέντρα. β. αυτός που αφορά την επικοινωνία μέσα σε μια πόλη ≠ υπεραστικός: ~ τηλεφώνημα/λεωφορείο. 2 αυτός που χαρακτηρίζει την τάξη των αστών: ~ νοοτροπία / αντιλήψεις. ~ δίκαιο: ΝΟΜ το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. αστοχώ: (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον στόχο μου= αποτυγχάνω ≠ επιτυγχάνω: Αστόχησε και στις τρεις ελεύθερες βολές στο μπάσκετ. (& μτφ.) Αστόχησε στον σχεδιασμό της επιχείρησης. αστοχία η. άστοχος -η -ο. άστοχα (επίρρ.). αστραπή η: 1 έντονη και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο σύννεφα ή σε ένα σύννεφο και στο έδαφος. 2 α. ό,τι γίνεται ή κινείται πολύ γρήγορα, με την ταχύτητα της αστραπής: Έφυγε ~ για να προλάβει το τρένο. β. (μτφ.) γεγονός που γίνεται ξαφνικά και διαρκεί λίγο: Ο πρωθυπουργός έκανε επίσκεψη ~ στη γειτονική χώρα. αστράφτω: 1 (αμτβ.) λάμπω από καθαριότητα: Καθάρισε τόσο καλά, ώστε το σπίτι ~. 2 (μτφ.) α. (αμτβ.) δείχνω έντονα κπ θετικό συναίσθημα: Το πρόσωπό της ~ από χαρά / υγεία. β. (μτβ.) δίνω δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο κπ: Tου άστραψε μια σφαλιάρα. αστράφτει: απρόσ. (αμτβ.) πέφτει αστραπή: ~ και βροντάει. αστραπιαίος -α -ο. αστραπιαία (επίρρ.). αστρολογία η: μελέτη της επίδρασης που έχουν η θέση και οι κινήσεις των πλανητών και των άστρων στη ζωή και στον χαρακτήρα των ανθρώπων και στην πρόβλεψη του μέλλοντος. αστρολογικός -ή -ό. αστρολογικά (επίρρ.). αστρολόγος ο, η. αστρονομία η: επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα και τους νόμους που τα διέπουν: Ινστιτούτο Αστρονομίας. αστρονομικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την αστρονομία: ~ σταθμός / έρευνες / παρατηρήσεις / φαινόμενα / όργανα. 2 (μτφ., συνήθ. για ποσό) αυτός που είναι υπερβολικά μεγάλος: Το κόστος της υπερπαραγωγής ήταν ~. αστυνομικός ο, η & -ίνα η: πρόσωπο που υπηρετεί στην αστυνομία. αστυνόμος ο: 1 αξιωματικός της ελληνικής αστυνομίας. 2 (γενικότ.) κάθε αστυνομικός: Μυστικοί ~ κάνουν περιπολίες στην περιοχή. αστυνομία η: κρατική υπηρεσία αρμόδια για την τήρηση της τάξης και τη δημόσια ασφάλεια. αστυνομικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αστυνομία και τον αστυνόμο: ~ τμήμα. αστυνομεύω - ομαι (μτβ.). ασύδοτος -η -ο: αυτός που δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο ή περιορισμό, που δε γνωρίζει κανέναν φραγμό: Η αγορά δεν μπορεί να είναι στα χέρια ~ κερδοσκόπων. ασύδοτα (επίρρ.). ασυδοσία η. ασύλληπτος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει συλληφθεί ή δεν μπορεί να συλληφθεί: Ο δολοφόνος παραμένει ~. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι εύκολα κατανοητός για τον ανθρώπινο νου: τοπίο ~ ομορφιάς. Η έννοια του Θεού παραμένει για τον άνθρωπο ~. ασύλληπτα (επίρρ.). άσυλο το: 1 ο απαραβίαστος χώρος στον οποίο μπορεί να βρει κανείς καταφύγιο, προστασία, καθώς καμία αστυνομική αρχή δε δικαιούται να εισέλθει χωρίς σχετική ειδική άδεια: οικογενειακό / πανεπιστημιακό ~. Οι λαθρομετανάστες ζήτησαν πολιτικό ~ στη χώρα μας. 2 ίδρυμα που προσφέρει περίθαλψη και φροντίδα στα άτομα που το έχουν ανάγκη: ~ ανιάτων/για ορφανά. ασυλία η: το δικαίωμα που έχουν ορισμένα άτομα (βουλευτές, διπλωμάτες κτλ.) να μη διώκονται για ορισμένα αδικήματα: βουλευτική/διπλωματική ~. Η αντιπολίτευση ζήτησε άρση της ~ του βουλευτή. ασυναρτησία η: έλλειψη ή απουσία λογικού ειρμού, συνέπειας ή οργάνωσης στα λόγια ή στις πράξεις κπ, καθώς και τα ίδια τα λόγια ή οι πράξεις: Ανέβηκε να μιλήσει και είπε ένα σωρό ασυναρτησίες. ασυνάρτητος -η -ο. ασυνάρτητα (επίρρ.). ασυνείδητος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, με αποτέλεσμα την ασυνέπεια και την αδιαφορία ≠ ευσυνείδητος: Ο ~ πατέρας κατηγορήθηκε για εγκατάλειψη των παιδιών του. 2 αυτός που γίνεται χωρίς επίγνωση ≠ συνειδητός: Η βίαιη αντίδρασή του ήταν ~ και οφειλόταν στα παιδικά του τραύματα. ασυνείδητα (επίρρ.). ασυνείδητο το: ΨΥΧΟΛ το τμήμα του εσωτερικού μας κόσμου που δεν ελέγχεται από τη συνείδηση. ασυνειδησία η: ιδιότητα του ασυνείδητου (σημ. 1). Η λ. ασυνείδητος είναι ελνστ. και σχηματίζεται από το στερητ. ἀ + συνειδητός «αυτός που δεν έχει επίγνωση ενός πράγματος». Εναλλακτικά, στη σημ. 2 χρησιμοποιείται και το ασύνειδος (< ἀ + σύν + οἶδα «συναισθάνομαι»). ασύρματος -η -ο: αυτός που γίνεται ή λειτουργεί με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χωρίς σύρμα ως αγωγό (δηλ. χωρίς καλώδιο) ≠ ενσύρματος: ~ επικοινωνία. ~ τηλέφωνο. ασύρματος ο: ασύρματος τηλέγραφος. ασυρματιστής ο, -ίστρια η: χειριστής ασυρμάτου. ασφάλεια η • γεν. & [λόγ.] ασφαλείας: 1 κατάσταση που χαρακτηρίζεται από απουσία κινδύνου: Στο σπίτι σας νιώθω μεγαλύτερη ~.= σιγουριά ≠ ανασφάλεια. 2 η προστασία του πολίτη με την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξης: άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ~. 3 συσκευή ή μηχανισμός που προστατεύει σε περίπτωση κακής λειτουργίας, δυστυχήματος, παραβίασης κτλ.: Βάλε την ~ στην πόρτα του αυτοκινήτου. κλειδαριά/ζώνη ασφαλείας. 4 σύμβαση με την οποία το ένα από τα δύο μέρη αναλαμβάνει έναντι ορισμένης αμοιβής να αποζημιώσει το άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης, και (συνεκδ.) το σχετικό έγγραφο ή το ποσό της αμοιβής: ~ ζωής/αυτοκινήτου.=ασφάλιση. 5 & Ασφάλεια: υπηρεσία της Αστυνομίας για την τήρηση της δημόσιας τάξης, καθώς και (συνεκδ.) τα άτομα που τη στελεχώνουν και το κτίριο όπου στεγάζεται: Η ~ συνέλαβε τον τρομοκράτη. ασφαλής -ής -ές: αυτός που αισθάνεται ή βρίσκεται σε ασφάλεια, αλλά και αυτός που παρέχει ασφάλεια: ~ άνθρωπος / χώρος. Τα κοσμήματα είναι ~, τα έβαλα σε θυρίδα. ασφαλώς (επίρρ.):=σίγουρα, βέβαια: ~ και θα έρθω! ασφαλίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κλείνω κτ πολύ καλά, για να το προστατεύσω από πιθανό κίνδυνο: Ασφάλισε πόρτες και παράθυρα για να μην μπει κανείς στο σπίτι. 2 (για δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα) παρέχω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή/και συνταξιοδοτικό πρόγραμμα σε κπ: Είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. ασφάλιση η (κυρ. στη σημ. 2). ασφαλιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με ασφάλειες (σημ. 4). ασφαλιστήριο το: συμβόλαιο ασφάλειας (σημ. 4). ασφαλιστικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την ασφάλεια (σημ. 1 & 4). Από το ΑΕ επίθ. ἀσφαλής (< στερητ. ἀ + σφάλλω). ασφυξία η: ΙΑΤΡ παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση ή διακοπή της αναπνοής: Πέθανε από ~. ασφυκτικός & -χτικός -ή -ό: 1 αυτός που δημιουργεί αίσθημα ασφυξίας=αποπνικτικός: ~ ατμόσφαιρα. 2 (μτφ.) αυτός που δεν αφήνει περιθώρια ελευθερίας: Έφυγε, γιατί δεν άντεχε την ~ πίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος. ασφυκτικά & -χτικά (επίρρ.). ασφυκτιώ (αμτβ.). άσχετος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει σχέση ή κοινά σημεία με κπ ή κτ άλλο ≠ σχετικός: Οι ερωτήσεις σου είναι ~ με το μάθημα. 2 (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήρη άγνοια ενός θέματος ή απειρία. άσχετα (επίρρ. στη σημ. 1). ασχέτως (επίρρ.): ανεξάρτητα: Θα φύγω, ~ αν εσύ διαφωνείς. ασχετοσύνη η. άσχημος & [σπάν.] άσκημος -η -ο: 1 αυτός που δημιουργεί με την εμφάνισή του δυσάρεστη εντύπωση ≠ όμορφος, ωραίος: ~ κορίτσι/άντρας/πόλη/πολυκατοικία. 2 ≠ καλός. α. αυτός που είναι δυσάρεστος: ~ μέρα/νέα/ειδήσεις. Η κατάσταση της υγείας του είναι πολύ ~. β. αυτός που είναι απρεπής, άσεμνος: ~ συμπεριφορά/ διαγωγή. γ. αυτός που είναι αρνητικός: Η πολιτική κατάσταση στην περιοχή είναι ~. άσχημα & [σπάν.] άσκημα (επίρρ.). ασχήμια & [σπάν.] ασκήμια η: 1 δυσάρεστη εμφάνιση, δυσμορφία ≠ ομορφιά: Η ~ της δεν περιγράφεται. 2 ανάρμοστη και απρεπής συμπεριφορά: Έχει κάνει πολλές ~ στη ζωή του. ασχημαίνω & ασχημίζω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ άσχημο ή γίνομαι άσχημος ≠ ομορφαίνω: Το εργοστάσιο ασχήμυνε την περιοχή. Έχει ασχημύνει πολύ αυτή η κοπέλα. ασχολούμαι: (αμτβ.) 1 α. αφιερώνω τη δραστηριότητά μου, και τον χρόνο μου σε κάτι: Τον ελεύθερο χρόνο μου ~ με την κολύμβηση. β. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κτ ή για κάποιον: Μην ~ μαζί του! 2 ασκώ ορισμένο επάγγελμα ή έχω ορισμένη δραστηριότητα: Mε τι ~ ο πατέρας σου; ασχολία η. άτακτος & άταχτος -η -ο: 1 αυτός που γίνεται χωρίς τάξη, που δεν έχει οργάνωση, σύστημα =ανοργάνωτος: Οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε ~ φυγή. 2 (για πρόσ.) αυτός που κάνει αταξίες ≠ φρόνιμος, υπάκουος, ήσυχος: Είναι ~ μαθητής. άτακτα & [επίσ. στη σημ. 1] ατάκτως (επίρρ.). αταξία η: 1 έλλειψη τάξης= ακαταστασία, αναστάτωση. 2 πράξη που παραβιάζει την τάξη=παράπτωμα, παρεκτροπή: Έκανες πολλές ~ στο σχολείο. ατακτώ • μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) κάνω αταξία (σημ. 2). ατελής -ής -ές: 1 αυτός που του λείπει κτ για να είναι σωστός ή τέλειος=ημιτελής, ελλιπής ≠ πλήρης: Τέλειωσε το σχολείο, αλλά η μόρφωσή του είναι ~. 2 αυτός που είναι απαλλαγμένος από τέλη, φόρους, δασμούς κτλ.: ~ εισαγωγή τσιγάρων. σχ. αγενής. ατελώς (επίρρ.). ατέλεια η: 1 ελάττωμα που κάνει κτ να μην είναι τέλειο: Αυτό το δημόσιο έργο έχει πολλές ~. 2 ΝΟΜ απαλλαγή από την καταβολή τελών, φόρων. ατενίζω: (μτβ.) 1 κοιτάζω μπροστά και μακριά, επικεντρώνοντας το βλέμμα μου σε συγκεκριμένο σημείο: Μείναμε ώρα ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα. 2 (μτφ.) έχω στραμμένη την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου σε κτ: Μετά την επιτυχία στις εξετάσεις, ~ με αισιοδοξία το μέλλον του. άτιμος -η -ο: 1 ≠ έντιμος, τίμιος α. (για πράξη) αυτός που δεν είναι σύμφωνος με την τιμή, την ηθική τάξη=ανέντιμος: ~ συμπεριφορά / παιχνίδι. Με ~ μέσα κατάφερε να πάρει τη θέση. β. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός για ανέντιμες και ανήθικες πράξεις: Φύγε, να μη σε βλέπω μπροστά μου, άτιμε! 2 [προφ.] για να δηλώσουμε θαυμασμό, αγανάκτηση κτλ. για κτ: Την ~, τα κατάφερε να τον τυλίξει! Η ~ η φτώχεια με έκανε μίζερο και γκρινιάρη! άτιμα (επίρρ.). ατιμία η: έλλειψη τιμιότητας, ανέντιμη πράξη: Τα λόγια του στηρίζονται στην ~ και στο ψέμα. ατιμάζω -ομαι (μτβ.) προσβάλλω την υπόληψη κπ=ντροπιάζω: Ατίμασε την οικογένειά του. ατίμωση η. ατμός ο: το αέριο στο οποίο μετατρέπεται κπ υγρό (κυρίως νερό) όταν θερμαίνεται: Μαγειρεύει όλα τα φαγητά στον ~, γιατί είναι πιο υγιεινά. ατμόσφαιρα η: 1 η αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη γη ή άλλα ουράνια σώματα: Η μόλυνση της ~ είναι ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια προβλήματα. 2 ο αέρας που αναπνέει κανείς σε έναν χώρο: Η ~ του δωματίου ήταν αποπνικτική. 3 (μτφ.) οι ψυχολογικές συνθήκες που επικρατούν κάπου και μας επηρεάζουν: ηλεκτρισμένη/φιλική/ερωτική ~. Μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ~. ατμοσφαιρικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την ατμόσφαιρα της γης: ~ πίεση/ρύπανση/αέρας. 2 αυτός που υποβάλλει, που προκαλεί ιδιαίτερη ψυχική διάθεση: ~ ταινία /σκηνικό. ατμοσφαιρικά (επίρρ.). άτομο το: 1 α. ο άνθρωπος ως οντότητα ξεχωριστή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της: Το πρόβλημα των ναρκωτικών απειλεί τα νεαρά ~. β. (ως αριθμητική μονάδα): Τη συναυλία παρακολούθησαν δύο χιλιάδες ~. 2 ΧΗΜ ΦΥΣ το ελάχιστο τμήμα της ύλης: H διάσπαση του ~ οδήγησε στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. ατομικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο=προσωπικός ≠ ομαδικός, συλλογικός: Ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για το ~ του συμφέρον. 2 ΦΥΣ ΧΗΜ αυτός που αναφέρεται στο άτομο (σημ. 2): Οι συνέπειες της ~ βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα ήταν ανυπολόγιστες. ατομικά (επίρρ.). ατομικότητα η. Από το ἀ + τμητός (< τέμνω), με αρχική σημασία «αυτός που δεν μπορεί να διασπασθεί περαιτέρω». άτονος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει ζωντάνια, ένταση=αδύναμος ≠ έντονος: Το ~ βλέμμα πρόδιδε την κούρασή του. ≠ ζωηρός, εκφραστικός. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που προφέρεται ή γράφεται χωρίς (γραμματικό) τόνο: ~ λέξη/συλλαβή. άτονα (επίρρ.). ατονία η (στη σημ. 1). ατονώ: 1 γίνομαι άτονος (σημ. 1): Ατόνησε η συζήτηση. 2 μειώνεται η συχνότητα ή η ισχύς μου: Ατόνησαν οι έλεγχοι για τις κάρτες καυσαερίων. ~ ο νόμος. άτυπος -η -ο: αυτός που δε γίνεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες=ανεπίσημος ≠ τυπικός, επίσημος: Υπάρχει ~ συμφωνία του υπουργού με τους εμπόρους για μείωση των τιμών. άτυπα & [επίσ.] ατύπως (επίρρ.). άτυχος -η -ο: (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει καλή τύχη, που του συνέβησαν ατυχίες ≠ τυχερός: Στάθηκε ~ στον πρώτο γάμο του. ατυχής -ής -ές • ατυχέστερος, ατυχέστατος: 1 αυτός που δεν έχει καλό αποτέλεσμα ή που είναι δυσάρεστος: ~ προσπάθεια/γεγονός. 2 αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή με ακατάλληλο τρόπο: ~ δήλωση. σχ. αγενής. ατυχώς (επίρρ.). ατυχία η: 1 κακή τύχη: Με κυνηγάει η ~! 2 δυσάρεστο γεγονός: Τι ~ που δε βρεθήκαμε! ατυχώ (αμτβ.). ατύχημα το: τυχαίο περιστατικό που προκαλεί υλικές ή και σωματικές βλάβες, ακόμα και τον θάνατο: εργατικό ~. αυγό το: 1 ωάριο συγκεκριμένων ζώων, που έχει γονιμοποιηθεί και περιέχει έμβρυο: αυγά ψαριών / πουλιών. 2 το περιεχόμενο του αυγού (κυρίως κπ πουλιού) ως τροφή: ~ κότας / στρουθοκαμήλου. φρέσκα / δίκροκα / τηγανητά /βραστά ~. 3 οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα: σοκολατένιο / ξύλινο ~. το ~ του Κολόμβου: για λύση σε πρόβλημα που, ενώ φαίνεται εύκολη, κανείς δεν την είχε σκεφτεί. Ιστορικά, η ορθή γραφή είναι αβγό και προέρχεται από τον πληθ. τά ὠά > ταουγά > τ' αβγά. Ωστόσο, έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται η γραφή αυγό. αυθάδης -ης -ες: αυτός που είναι υπερβολικά θρασύς, αναιδής: ~ συμπεριφορά/τρόπος. σχ. αγενής. αυθάδεια η: αυθάδης συμπεριφορά: Μιλά με ~ στους καθηγητές του. αυθαδιάζω (αμτβ.). αυθάδικος -η -ο. αυθάδικα (επίρρ.). αυθαίρετος -η -ο: αυτός που πραγματοποιείται ή δρα χωρίς να λαμβάνει υπόψη νόμους, κανόνες ή τα δικαιώματα των άλλων: Η απόφαση του Διευθυντή ήταν ~, γιατί δε συζητήθηκε στον σύλλογο των καθηγητών. αυθαίρετα (επίρρ.). αυθαίρετο το: οικοδόμημα που χτίστηκε χωρίς άδεια. αυθαιρετώ (αμτβ.). αυθαιρεσία η. Από το AE αὐθαίρετος < αὐτός + αἱρετός, που αρχικά σήμαινε «αυτοεκλεγόμενος, αυτός που εκλέγεται μόνος του». αυθεντία η: 1 η ιδιότητα προσώπου ή γνώμης που θεωρείται ότι έχει αναμφισβήτητο κύρος: Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τότε την ~ του δασκάλου. 2 (μτφ., για πρόσ.) πρόσωπο που γνωρίζει σε βάθος ένα θέμα: Τον καλέσαμε, επειδή θεωρείται ~ στην καρδιολογία. αυθεντικός -ή -ό: αυτός του οποίου η αλήθεια ή η προέλευση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί=γνήσιος: Πρόκειται για ~ πίνακα του Γύζη. αυθεντικά (επίρρ.). αυθόρμητος -η -ο: αυτός που είναι φυσικός, που γίνεται ή εκφράζεται χωρίς σκέψη ή υπολογισμό=πηγαίος: ~ χαρακτήρας / αντίδραση / σκέψη / γέλιο / χειροκρότημα. Τον αφόπλισε με την ~ απάντησή του. αυθόρμητα & [επίσ.] αυθορμήτως (επίρρ.). αυθορμητισμός ο: το να είναι κπ αυθόρμητος: πηγαίος/παιδικός ~. έλλειψη ~. αυλή η: 1 περιφραγμένος και αστέγαστος χώρος που βρίσκεται γύρω, μπροστά, πίσω ή στο κέντρο ενός κτιρίου: πλακόστρωτη/εσωτερική/σχολική ~. Στην ~ του σπιτιού του περνάει τις περισσότερες ώρες τα καλοκαίρια. 2 α. οι ακόλουθοι που περιβάλλουν έναν βασιλιά: βασιλική/αυτοκρατορική ~. β. [μειωτ.] (μτφ.) τα άτομα που περιβάλλουν κπ ισχυρό πρόσωπο και επιδιώκουν την εύνοιά του: η ~ του πρωθυπουργού. αυλικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βασιλική αυλή: ~ τέχνη/μουσική/σύμβουλος. αυλικός ο: μέλος της βασιλικής αυλής. αυξάνω -ομαι • μππ. αυξημένος & [επίσ.] ηυξημένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ μεγαλύτερο ή περισσότερο ≠ ελαττώνω, μειώνω: Αυξήθηκε η τιμή της βενζίνης.=ανεβάζω. 2 (αμτβ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος: Η αγωνία τους ~ καθώς πλησιάζει η μέρα των εξετάσεων. αύξηση η: 1 άνοδος της τιμής ενός μεγέθους: Οι εργαζόμενοι ζητούν ~ του μισθού τους. 2 ΒΙΟΛ η ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών να μεγαλώνουν με πολλαπλασιασμό των κυττάρων τους. αυξητικός -ή -ό. αυξητικά (επίρρ.). αύρα η: 1 ελαφρό αεράκι. 2 (μτφ.) ευχάριστη, θετική αίσθηση που αποπνέει ένα άτομο: Η παρουσία του μετέφερε σε όλους μας μια ~ σιγουριάς και ελπίδας. αύριο: (επίρρ.) ≠ σήμερα, χθες 1 η ημέρα που ακολουθεί τη σημερινή: Θα πάμε εκδρομή ~; 2 (μτφ.) μελλοντικά: Τώρα χαζεύεις, ~ όμως που θα ψάχνεις δουλειά, θα είναι αργά! αύριο το: το μέλλον: Παλεύουμε για ένα καλύτερο ~! αυριανός -ή -ό. αυστηρός -ή -ό: 1 αυτός που δε δείχνει ή δεν εκ- φράζει επιείκεια ή διάθεση να συγχωρήσει κπ παράλειψη, σφάλμα: Ο νέος καθηγητής των Μαθηματικών είναι πολύ ~. ≠ επιεικής. ~ συμπεριφορά / κριτική. αυστηρών αρχών: που ασπάζεται τις παραδοσιακές αξίες=συντηρητικός: Ο πατέρας μας ήταν άνθρωπος ~. 2 αυτός που είναι πολύ ακριβής και σαφής: Το ζήτημα χρειάζεται μια ~ επιστημονική προσέγγιση. 3 αυτός που δεν έχει περιττά στολίδια: ~ αρχιτεκτονική. αυστηρά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.): έργο ~ ακατάλληλο. αυστηρότητα η ≠ επιείκεια. αυτάρκης -ης αύταρκες: 1 α. αυτός που με τις δικές του μόνο δυνάμεις μπορεί να έχει τα αναγκαία, που δεν εξαρτάται οικονομικά από άλλον=αυτοσυντήρητος. β. (ειδικ., για περιοχή / χώρα / οικονομία) αυτή που παράγει όσα είναι αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της και την οικονομική της ανεξαρτησία: H Ελλάδα είναι ~ σε παραγωγή γάλακτος. 2 αυτός που αρκείται σε όσα έχει=ολιγαρκής. αυτάρκεια η. αυταρχικός -ή -ό: αυτός που προσπαθεί να επιβάλει τις επιθυμίες του με καταπιεστικό τρόπο, καθώς και η συμπεριφορά ή οι ενέργειές του: ~ καθεστώς.=δεσποτικός, απολυταρχικός. Ήταν ~ η συμπεριφορά των εκπαιδευτικών παλιότερα. αυταρχικά (επίρρ.). αυταρχικότητα η. αυταρχισμός ο: 1=αυταρχικότητα. 2 τρόπος διακυβέρνησης αυταρχικού καθεστώτος. αυτί το: 1 το αισθητήριο όργανο της ακοής: είμαι όλος αυτιά: δίνω μεγάλη προσοχή σε κτ που μου λένε. μου μπήκαν ψύλλοι στ΄αυτιά: αρχίζω να υποψιάζομαι. στήνω ~: κρυφακούω. 2 η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τους μουσικούς ήχους, η μουσική αντίληψη: Παίζει μπουζούκι με το ~ , χωρίς να διαβάζει νότες. Συχνή είναι και η γραφή αφτί. αυτόγραφο το: απλή υπογραφή ή υπογραφή μαζί με σύντομη αφιέρωση που δίνεται από διάσημο πρόσωπο (ηθοποιό, τραγουδιστή κτλ.) σε θαυμαστή του. αυτοδιοίκηση η: διοίκηση περιοχής, οργάνωσης κτλ. που είναι ανεξάρτητη από κρατική ή άλλη κεντρική αρχή: Η ~ του ιδρύματός μας είναι δημοκρατικό μας δικαίωμα. τοπική ~: τοπική διοίκηση νομού, δήμου ή κοινότητας και οι εκπρόσωποί της. αυτοκράτορας ο, -ειρα & [λαϊκ.] -όρισσα η: 1 τίτλος απόλυτου μονάρχη 2 (μτφ.) αυτός που κυριαρχεί στον τομέα του: ο ~ των διαμαντιών. αυτοκρατορία η: 1 πολιτικός θεσμός που διοικείται από τον αυτοκράτορα. 2 πολυεθνικό και εκτεταμένο εδαφικά κράτος του οποίου ο απόλυτος μονάρχης φέρει τον τίτλο του αυτοκράτορα: Βυζαντινή ~. 3 (μτφ.) μεγάλη οικονομική επιχείρηση με υψηλά κέρδη, επιρροή και ισχύ: Με πολύ μόχθο έχτισε μια ~ στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. αυτοκρατορικός -ή -ό. αυτοκρατορικά (επίρρ.). αυτοκτονώ (αμτβ.) 1 σκοτώνω τον εαυτό μου με τη θέλησή μου: Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. 2 (μτφ.) προκαλώ με τις πράξεις μου την καταστροφή μου: Παίζοντας τεράστια ποσά στο χρηματιστήριο, αυτοκτόνησε οικονομικά. αυτοκτονία η. αυτοκτονικός -ή -ό. αυτόματος -η -ο: 1 (για πράξη) αυτός που γίνεται ασυνείδητα, χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης: Οδηγούσε με ~ κινήσεις, ενώ το μυαλό της ήταν αλλού. 2 αυτός που κινείται ή λειτουργεί χωρίς την άμεση παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα: ο ~ πιλότος αεροπλάνου. αυτόματα & αυτομάτως (επίρρ.). αυτοματισμός ο: αυτόματη λειτουργία και σύστημα αυτόματης λειτουργίας: Το αυτοκίνητό μου έχει πολλούς ~. αυτόματο το: 1 πυροβόλο όπλο. 2 κατασκευή που λειτουργεί με αυτόματο μηχανισμό=ρομπότ. αυτόνομος -η -ο: 1 αυτός που διοικείται ή λειτουργεί καθορίζοντας μόνος του τους νόμους ή τον τρόπο λειτουργίας του: Πολλές επαρχίες της απέραντης βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν ~. ~ οργανισμός. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που αποφασίζει μόνος του για τον εαυτό του: Συνήθως ο γιος μου δεν ακολουθεί το πρόγραμμα της οικογένειας, είναι ~. αυτόνομα (επίρρ.). αυτονομία η: 1 το δικαίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας, κράτους κτλ. να καθορίζει μόνη της τον τρόπο λειτουργίας της=αυτοδιοίκηση, αυτοδιάθεση ≠ υποτέλεια, εξάρτηση. 2 (γενικότ.) η δυνατότητα να λειτουργεί κτ ανεξάρτητα, χωρίς την επίδραση άλλων παραγόντων: ~ θέρμανσης. αυτονομώ -ούμαι (μτβ.). αυτοπεποίθηση η: εμπιστοσύνη που έχει κανείς στον εαυτό του και στις ικανότητές του: Έχει μεγάλη ~, γι' αυτό και προόδευσε τόσο. αυτοπροσώπως (επίρρ.): ο ίδιος προσωπικά: Ο υπουργός με υποδέχτηκε ~. αυτός -ή -ό (αντων.) • εν. γεν. αυτού -ής -ού & (στις σημ. 1 & 2) [προφ.] αυτουνού αυτηνής αυτουνού, πληθ. γεν. αυτών & (στις σημ. 1 & 2) [προφ.] αυτωνών, αιτ. αρσ. αυτούς & (στις σημ. 1 & 2) [προφ.] αυτουνούς: 1 (δεικτ.) α. δηλώνει κπ ή κτ που είναι κοντά μας, τοπικά ή χρονικά, ή που έχει μόλις αναφερθεί=τούτος ≠ εκείνος: Πάρε ~ την καρέκλα. ~ ήταν οι καλές εποχές, κι όχι οι σημερινές. ~ εδώ /εκεί είναι το σπίτι μας. β. (συνήθ. μετά το και, για έμφαση) κπ ή κτ που διακρίνεται από άλλα παρόμοια ή αντίστοιχα με αυτό=ο ίδιος: Και ~ η μητέρα του τον βαρέθηκε πια! 2 (προσωπ., γ΄ πρόσ.) κπ ή κτ για το(ν) οποίο γίνεται λόγος: Ήρθε κι ~ μαζί μας. Μίλησα με τη Μαρία και συμφώνησε κι ~. Μίλησες του Γιάννη; Ναι, του μίλησα. Του το έδειξα. αντ' αυτού: ως αντικαταστάτης: ~ ήρθε ο συνεταίρος του. επ' αυτού: για το θέμα που γίνεται λόγος: ~ δεν είχε κανείς τίποτα να πει. 3 (οι αδύν. τ. της γεν. ως κτητ. αντων.) αυτόν στον οποίο ανήκει κτ ή με τον οποίο κπ σχετίζεται: Πήρε το πιάτο του. Οι γονείς της. σχ. δικός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. Δεικτικές αντωνυμίες Τα δεικτ. αυτός (συνήθως) και τούτος (λιγότερο) χρησιμοποιούνται για αναφορά σε κτ κοντινό, ενώ το εκείνος σε κτ μακρινό. Επίσης, το αυτός χρησιμοποιείται γενικά για να δείξουμε κτ ή κπ, χωρίς να έχει σημασία η απόσταση: Αυτό εκεί το σπίτι. Προσωπική αντωνυμία Η ον. της προσωπ. αντων. χρησιμοποιείται μόνο για έμφαση ή αντιδιαστολή, αφού κανονικά εννοείται από την κατάληξη του ρήματος: Μίλησες. Εσύ μίλησες (και όχι άλλος). Επιπλέον, η ον. του γ΄ πρόσ. (αυτός -ή -ό) χρησιμοποιείται και για την αποφυγή επανάληψης σε κπ ή κτ που έχει ήδη αναφερθεί: Ο διευθυντής μάς φώναξε στο γραφείο του - άλλωστε, αυτός το είχε προτείνει.Οι δυνατοί τ. της προσωπ. αντων. χρησιμοποιούνται (α) με ρήμα, για έμφαση ή αντιδιαστολή: Εμένα φώναξες ή τη Μαρία; (β) μετά από πρόθεση: από μένα. Οι αδύν. τ. χρησιμοποιούνται (α) με ρήμα, για απλή αναφορά: Με φώναξες; (β) μετά από επίρρημα: πάνω του. Οι αδύν. τ. του γ΄ προσ. της προσωπ. αντων. είναι: εν. ον. τος τη το, γεν. του της του, αιτ. τον τη(ν) το, πληθ. ον. τοι τες τα, γεν. τους, αιτ. τους τις & τες τα. Από αυτούς, η ον. χρησιμοποιείται πολύ σπάνια, κυρ. μετά το δεικτικό μόρ. να. αυτοσκοπός ο: οτιδήποτε επιδιώκεται από κπ, όχι προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως μέσο για να πετύχει κτ άλλο, αλλά γι' αυτό το ίδιο: Το χρήμα γι' αυτόν είναι ~. αυτοσχεδιάζω: (αμτβ.) κάνω κτ χωρίς να έχω προετοιμαστεί γι' αυτό, σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής: Αυτοσχεδίασα στο διαγώνισμα, γιατί δεν είχα διαβάσει. αυτοσχεδιασμός ο: το να αυτοσχεδιάζει κπ κτ: μουσικοί /θεατρικοί ~. αυτοσχέδιος -η -ο: αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία ή με πρόχειρα τεχνικά μέσα: ~ κατασκευές / εκρηκτικός μηχανισμός. αυτοτελής -ής -ές: 1 αυτός που αποτελεί μία ολοκληρωμένη οντότητα και μπορεί να λειτουργεί από μόνος του, χωρίς να εξαρτάται από κτ άλλο=ανεξάρτητος. 2 αυτός του οποίου το περιεχόμενο ολοκληρώνεται σε μία και μόνο φορά και δε συνεχίζεται: Η τηλεοπτική σειρά θα ολοκληρωθεί σε δέκα ~ επεισόδια. σχ. αγενής. αυτοτελώς (επίρρ.). αυτοτέλεια η. αυτουργός ο, η: ΝΟΜ εκτελεστής αξιόποινης πράξης: φυσικός ~: πρόσωπο που εκτέλεσε αυτοπροσώπως μια αξιόποινη πράξη. ηθικός ~: πρόσωπο που παρακίνησε κπ άλλο να εκτελέσει αξιόποινη πράξη: Οι ~ της δολοφονίας δε βρέθηκαν ποτέ. αυτουργία η: ΝΟΜ η τέλεση αξιόποινης πράξης: φυσική /ηθική ~. αυτόφωρος -η -ο: ΝΟΜ (για αδίκημα) αυτός που γίνεται αντιληπτός την ώρα που διαπράττεται από τον δράστη: ~ αδικήματα / σύλληψη. επ' αυτοφώρω: κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του αδικήματος: Την έπιασαν ~ να κλέβει τα κοσμήματα. αυτόφωρο το: ΝΟΜ δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα: Έμεινε όλο το βράδυ στο αστυνομικό τμήμα, για να περάσει την επόμενη μέρα από το ~. αυτόφωτος -η -ο: ≠ ετερόφωτος 1 ΑΣΤΡΟΝ (για ουράνιο σώμα) αυτός που εκπέμπει δικό του φως: Ο ήλιος είναι ~ ουράνιο σώμα. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που έχει δικές του ιδέες, απόψεις: ~ πολιτικός. αυτοψία η: εξέταση τόπου, αντικειμένων ή προσώπου από αρμόδια δημόσια αρχή, προκειμένου να διαλευκανθεί μια υπόθεση: Μετά την ~ στο πτώμα, ο ιατροδικαστής απέδωσε το θάνατο σε δολοφονία. αυχένας ο: το πίσω μέρος του λαιμού=τράχηλος. αυχενικός -ή -ό. αφαιρώ -ούμαι: 1 (μτβ.) αποσπώ κτ από εκεί όπου είναι τοποθετημένο: Αν αφαιρέσεις την πρώτη παράγραφο του κειμένου, δε θα καταλάβεις το νόημά του. ≠ προσθέτω. 2 (μτβ., για αφηρ. έννοιες) δεν επιτρέπω σε κπ να έχει κπ δικαίωμα, συνήθως εξαιτίας παράνομης ενέργειάς του: Ο πρόεδρος της Βουλής αφαίρεσε τον λόγο από τον βουλευτή. 3 (μτβ.) αποσπώ κάτι, συνήθως με πλάγιους τρόπους και χωρίς να γίνω αντιληπτός: Οι κλέφτες αφαίρεσαν όλα τα κοσμήματα.=κλέβω. 4 (μτβ.) ΜΑΘ κάνω την πράξη της αφαίρεσης ≠ προσθέτω 5 παθ. (αμτβ.) δεν προσέχω τι γίνεται γύρω μου, δε συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ: Με τη δουλειά αφαιρέθηκα και δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. αφηρημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 (για πρόσ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί (σημ. 5): Δεν καταλαβαίνει τι του λες, είναι μονίμως ~. 2 αυτός που δε γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της σκέψης: ~ έννοιες. ~ τέχνη: καλλιτεχνικό ρεύμα του 20ού αιώνα κατά το οποίο ο καλλιτέχνης δεν αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο την πραγματικότητα. 3 ΓΛΩΣΣ (για ουσ.) αυτός που φανερώνει ιδιότητα, ενέργεια ή κατάσταση ≠ συγκεκριμένος. αφηρημάδα η: το να είναι κανείς αφηρημένος. αφαίρεση η: 1 το να αφαιρεί κπ κτ: ~ σκωληκοειδίτιδας. Κατηγορήθηκε για ~ 1.000 ευρώ από το ταμείο του καταστήματος=κλοπή, αρπαγή. 2 ΜΑΘ η αριθμητική πράξη κατά την οποία βγάζουμε από έναν αριθμό, ποσό κτλ. ένα μέρος, ώστε να το(ν) κάνουμε μικρότερο ≠ πρόσθεση. 3 αφηρημένη τέχνη. αφαιρετικός -ή -ό. αφαιρετικά (επίρρ.). αφαιρετέος ο: ΜΑΘ αριθμός που αφαιρείται από κπ άλλο. αφανής -ής -ές: 1 αυτός που δε φαίνεται ≠ φανερός: ~ έλλειμμα /χρέος. 2 (για πρόσ.) α. αυτός που ενεργεί χωρίς να γίνεται γνωστό το όνομά του: ~ ήρωας. β. αυτός που δεν έχει αποκτήσει φήμη=άσημος: Στην ανθολογία περιλαμβάνονται και κάποιοι ~ ποιητές. σχ. αγενής & αθέατος. αφανώς (επίρρ.). αφάνεια η: 1 η κατάσταση του αφανούς (σημ. 2): Μετά τη μία και μοναδική του επιτυχία στο θέατρο, έμεινε στην ~. 2 ΝΟΜ η για πολλά έτη εξαφάνιση προσώπου και η άγνοια για την τύχη του: Είναι δέκα χρόνια που είναι εξαφανισμένη, και το δικαστήριο την κήρυξε σε ~. αφανίζω: (μτβ.) κάνω κτ να μην υπάρχει, καταστρέφω, εξοντώνω: Η επιδημία αφάνισε χιλιάδες ανθρώπους. αφανισμός ο. αφελής -ής -ές: 1 (για πρόσ.) αυτός που δεν υποψιάζεται εύκολα και πιστεύει ό,τι του λένε άλλοι=αγαθός: Επειδή είναι ~, τον έχουν εξαπατήσει πολλές φορές. 2 (για πράξη ή σκέψη) αυτός που δείχνει έλλειψη εξυπνάδας, περιορισμένη αντίληψη ή κρίση=απλοϊκός, κουτός: Οι ερωτήσεις του είναι ~. 3 αυτός που χαρακτηρίζεται από απλότητα, που δεν είναι προσποιητός: Η ~ συμπεριφορά των μικρών παιδιών με συγκινεί. σχ. αγενής. αφελώς (επίρρ.). αφέλεια η. αφέντης ο, -ισσα & αφέντρα η: 1 πρόσωπο που έχει κπ αξίωμα ή εξουσία πάνω σε άλλους: Υπηρέτησε τον ~ του με αφοσίωση. 2=αφεντικό (σημ. 2). αφεντικό το, -ίνα η: 1 εργοδότης, προϊστάμενος: Ζήτησε αύξηση από το ~ του. 2 ιδιοκτήτης, κάτοχος: Το σκυλί υπακούει μόνο στο ~ του. αφεντιά η: [οικ., συνήθ. ειρων.] (+ κτητ. αντων.) για να αναφερθούμε στον εαυτό μας: Θα κάνω ό,τι μου πει η ~ σου. αφετηρία η: 1 το σημείο από το οποίο ξεκινά κπ ή κτ για να κάνει μια διαδρομή ≠ τέρμα: Οι αθλητές των 100 μέτρων πήραν τις θέσεις τους στην ~. 2 (μτφ.) αρχή ενέργειας ή πράξης: Η ερώτηση θα αποτελέσει την ~ ενός γόνιμου διαλόγου. αφή1 η: 1 μία από τις πέντε αισθήσεις, η οποία έχει ως αισθητήριο όργανο το δέρμα: Οι τυφλοί έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση της ~. 2 το άγγιγμα: Αυτό το ύφασμα είναι πολύ απαλό στην ~. απτικός -ή -ό: αυ- τός που έχει σχέση με την αφή: ~ αίσθηση. απτός -ή -ό: αυτός που είναι χειροπιαστός, που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις=συγκεκριμένος: Δώσ' μου ένα ~ παράδειγμα να καταλάβω τι θέλεις να πεις. απτά (επίρρ.). άπτομαι: (μτβ. + γεν.) [επίσ.] σχετίζομαι με κτ: Το θέμα δεν άπτεται των αρμοδιοτήτων του σχολείου. μη μου άπτου: χαρακτηρισμός προσώπου που είναι υπερβολικά ευαίσθητο. αφή2 η: άναμμα (της ολυμπιακής φλόγας): Η τελετή ~ της ολυμπιακής φλόγας γίνεται στην Ολυμπία. αφηγούμαι: (μτβ.) εκθέτω, εξιστορώ, προφορικά ή γραπτά, πραγματικά ή φανταστικά γεγονότα=διηγούμαι: Μας αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα. αφήγηση η. αφήγημα το: ΦΙΛΟΛ λογοτεχνικό πεζό κείμενο που αφηγείται μια ιστορία: ιστορικό / αυτοβιογραφικό ~. αφηγητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που αφηγείται προφορικά ιστορίες ή περιγράφει γεγονότα σε ταινία, μυθιστόρημα κτλ: ~ είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. αφηγηματικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αφήγηση ή το αφήγημα. αφηγηματικά (επίρρ.). αφήνω -ομαι: (μτβ.) 1 παύω να κρατώ κτ, τοποθετώ κτ σε κπ σημείο: Άφησε την τσάντα σου, σε παρακαλώ! 2 ελευθερώνω κπ ή παύω να τον κρατώ φυλακισμένο: Άφησαν τον κατηγορούμενο ελεύθερο.=αποφυλακίζω. 3 σταματώ να κάνω κτ ή να ασχολούμαι με κτ =παρατώ, διακόπτω: Άφησε το διάβασμα και το έριξε στις βόλτες. 4 κατεβάζω κπ από ένα όχημα=[επίσ.] αποβιβάζω: Μπορείτε να μ' αφήσετε στην άλλη γωνία; 5 δεν εμποδίζω κπ να κάνει κάτι=επιτρέπω: Αφήστε τον να περάσει στην αίθουσα! 6 παρατώ, εγκαταλείπω κπ ή κτ: Άφησε τον φίλο του μόνο στην καφετέρια και έφυγε. 7 προκαλώ ορισμένο συναίσθημα σε κπ με κτ που λέω ή κάνω: Τους άφησε άναυδους η αντίδρασή του. 8 κληροδοτώ: Ο πατέρας του τού άφησε αμύθητη περιουσία. 9 πουλάω κτ φθηνά: Μου τ' άφησε στη μισή τιμή. 10 παθ. (αμτβ.) α. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον: Αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του κομμωτή. β. παρατώ τον εαυτό μου, δεν ενδιαφέρομαι για ό,τι μου συμβαίνει: Έχει αφεθεί τελείως μετά τον θάνατο της γυναίκας του. άφθονος -η -ο: αυτός που υπάρχει ή προσφέρεται σε μεγάλη ποσότητα: Στη λαϊκή αγορά υπάρχουν ~ φρούτα και λαχανικά. άφθονα (επίρρ.). αφθονώ (αμτβ.). αφθονία η. αφιερώνω -ομαι: (μτβ.) 1 προσφέρω κτ στον Θεό ή σε κπ άγιο / αγία για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη ή την αγάπη μου: Αφιέρωσε έναν χρυσό σταυρό στον Άη-Γιώργη. 2 διαθέτω κτ για ορισμένο σκοπό: ~ καθημερινά πολύ χρόνο για διάβασμα. 3 παθ. καταναλώνω ή προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις στην πραγματοποίηση κπ στόχου ή στην ικανοποίηση κπ αναγκών=αφοσιώνομαι: Αφιερώθηκε στον αγώνα κατά του AIDS. 4 προσφέρω κτ (συνήθως βιβλίο ή κπ άλλο πνευματικό έργο, του οποίου είμαι δημιουργός) σε κπ για να τον τιμήσω: Αφιέρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα στον πατέρα του. 5 παθ. έχω ως κύριο θέμα μου κάτι: Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού είναι αφιερωμένο στα βραβεία Όσκαρ. αφιέρωση η: 1 προσφορά πράγματος σε κπ. 2 (συνεκδ.) ό,τι λέγεται ή γράφεται σε κτ που προσφέρεται ως ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης ή αγάπης: Στη φωτογραφία υπήρχε ιδιόχειρη ~ της ηθοποιού. αφιέρωμα το: κτ που αφιερώνεται σε κπ (σημ. 1 & 5). άφιξη η: [επίσ.] ερχομός ≠ αναχώρηση: πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων. αφομοιώνω: (μτβ.) 1 ΒΙΟΛ (για ζωντανό οργανισμό) μετατρέπω τις τροφές σε ουσίες που μπορούν να απορροφηθούν από τον οργανισμό: Ο οργανισμός ~ τις τροφές κρατώντας τις χρήσιμες ουσίες τους και αποβάλλοντας τις περιττές. 2 (μτφ.) α. (για πρόσ.) μαθαίνω, κατακτώ κτ πολύ καλά, έτσι ώστε να γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς μου και του δικού μου τρόπου σκέψης: Με την αποστήθιση ο μαθητής δεν ~ αυτά που διαβάζει. Η ελληνική γλώσσα έχει αφομοιώσει πλήθος ξένων λέξεων. β. ενσωματώνω, συγχωνεύω τα ξένα στοιχεία μιας ομάδας ατόμων ή μειονοτήτων στις δικές μου κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτιστικές κτλ. δομές, στα δικά μου ήθη, έθιμα και στον τρόπο σκέψης μου: Η κοινωνία αφομοίωσε πλήρως τη μικρή κοινότητα των οικονομικών μεταναστών. αφομοίωση η. αφομοιωτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αφομοίωση: οι ~ μηχανισμοί του ανθρώπινου εγκεφάλου. η ~ δύναμη μιας κοινωνίας. αφομοιωτικά (επίρρ.). αφοπλίζω: (μτβ.) 1 αφαιρώ από κπ το όπλο ή τον οπλισμό του ≠ οπλίζω: Η αστυνομία κατάφερε να αφοπλίσει τους δύο ληστές. 2 (μτφ.) γοητεύω κπ, ώστε αυτός να μην μπορεί να μου αντισταθεί, να αντιδράσει: Με αφόπλισε με την ειλικρίνειά της /το χαμόγελό της. αφοπλισμός ο: 1 το να αφοπλίσει κανείς κπ άλλο: ~ των δραστών. 2 ο περιορισμός ή η κατάργηση των πολεμικών εξοπλισμών των κρατών: Γίνονται διαπραγματεύσεις για τον μερικό ~ των κρατών. αφοπλιστικός -ή -ό: αυτός που αφοπλίζει: ~ επιχειρήματα / χαμόγελο. αφοπλιστικά (επίρρ.). αφορά: τριτοπρ. (μτβ.) 1 κπ ή κτ έχει σχέση με κπ ή κτ άλλο, ή αναφέρεται σε κπ ή κτ άλλο: Το ζήτημα αυτό ~ την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. όσον ~: σχετικά με: ~ το άλλο θέμα, μη με ρωτάτε! 2 κπ ή κτ ενδιαφέρει κπ: Δε σε ~ τι θα κάνω εγώ! Προσοχή: με ή χωρίς σε; Η σύνταξη αφορά σε («αποβλέπει, αποσκοπει σε κτ») είναι λόγια. Με τη σημερινή σημασία («αναφέρεται σε») μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την πρόθ. σε, ιδίως με τις προσωπ. αντων. (π.χ. Δε με αφορά αντί Δεν αφορά σ' εμένα). αφόρητος -η -ο: αυτός που είναι ενοχλητικός, κουραστικός ή εκνευριστικός=ανυπόφορος: Οι πόνοι ήταν ~. αφόρητα (επίρρ.). αφορίζω: (μτβ.) αποβάλλω κπ από τους κόλπους της εκκλησίας ως τιμωρία για πολύ βαρύ αμάρτημά του: Η εκκλησία τον αφόρισε γιατί ήταν άθεος. αφορισμός ο: 1 το να αφοριστεί κπ: Επιβάλλω ~. 2 σύντομη φράση, διατυπωμένη με δογματικό τρόπο, απόλυτα: Ας μη μιλάμε με ~, όταν πρόκειται για τόσο σύνθετα θέματα. αφορμή η: 1 κτ το οποίο δεν ανήκει στα βαθύτερα αίτια ενός γεγονότος, αλλά το χρησιμοποιεί κπ ως πρόφαση: Σήμερα θα μελετήσουμε τα αίτια και την ~ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 2 οτιδήποτε προκαλεί, δίνει το κίνητρο για κπ πράξη: Με ~ το γεγονός ότι άργησα, δε δέχτηκε την εργασία μου. αφοσιώνομαι: (μτβ.) 1 αφιερώνω όλες μου τις δυνάμεις και τις προσπάθειες σε κτ: Στην τρίτη Λυκείου αφοσιώθηκε στο διάβασμα.=προσηλώνομαι. 2 μππ. αυτός που είναι απολύτως πιστός σε κάποιον: Η Πηνελόπη είναι το πρότυπο της ~ συζύγου. αφοσίωση η: πλήρης και απόλυτη ενασχόληση με κπ ή κτ, για το(ν) οποίο έχω μεγάλο ενδιαφέρον, αγάπη ή σεβασμό: Τον διακρίνει ολοκληρωτική ~ στην εργασία του. αφότου (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει χρονικό σημείο από το οποίο ξεκινά, αρχίζει κτ: ~ έφυγε στα ξένα, δεν ξαναγύρισε στην πατρίδα του. αφού (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 γεγονός μετά την ολοκλήρωση του οποίου συμβαίνει κτ άλλο: Θα πας να παίξεις, ~ διαβάσεις όλα σου τα μαθήματα. ≠ πριν, προτού. 2 αιτία για κτ: ~ δε σου αρέσει η δουλειά σου, παραιτήσου! αφρός ο: 1 λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών, όταν αυτά βράζουν, αναταράζονται ή παθαίνουν χημική ζύμωση. 2 η επιφάνεια ενός υγρού και, πιο συγκεκριμένα, η επιφάνεια της θάλασσας: Εις τον ~ της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται. ≠ βυθός. 3 οι λευκές φυσαλίδες που σχηματίζονται κάθε φορά που το σαπούνι ή άλλο απορρυπαντικό διαλύεται με νερό: Αυτό το σαπούνι δεν κάνει ~. 4 πυκνό σάλιο που βγαίνει από το στόμα σε περιπτώσεις λύσσας ή επιληπτικών κρίσεων: Tο λυσσασμένο σκυλί έβγαζε ~ από το στόμα του. αφρίζω: (αμτβ.) 1 (για υγρό) σχηματίζω αφρούς στην επιφάνειά μου ή είμαι σε κατάσταση αναταραχής: Η μπίρα ~ μόλις τη σερβίρεις στο ποτήρι. 2 α. (για ανθρ. ή ζώα) καταλαμβάνομαι από μανία και βγάζω πυκνά σάλια από το στόμα μου. β. (μτφ., για ανθρ.) είμαι υπερβολικά θυμωμένος και δεν μπορώ να ελέγξω την οργή μου: Μόλις άκουσε ότι χάσανε, άφρισε από το κακό του. αφυπνίζω: (μτβ.) βγάζω κπ από την άγνοια, τον λήθαργο, την αδράνεια: Προσπαθούσε να αφυπνίσει τους δούλους, για να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. αφύπνιση η: 1 το να αφυπνίζει κανείς κπ. 2 ξύπνημα: υπηρεσία αφύπνισης μέσω τηλεφώνου. αφυπνιστικός -ή -ό. αφυπνιστικά (επίρρ.). άφωνος -η -ο: αυτός που σιωπά από κατάπληξη ή άλλο έντονο συναίσθημα=βουβός: Έμεινε ~ με την απόφαση του δικαστηρίου. αχάριστος -η -ο: αυτός που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, που δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη=αγνώμονας. αχάριστα (επίρρ.). αχαριστία η=αγνωμοσύνη. άχνα η: 1 ο θόρυβος που ακούγεται κατά την εκπνοή αέρα, κυρ. στις εκφρ. δε βγάζω / δεν ακούγεται ~ : Μη βγάλεις ~! 2 [λογοτ.] αχνός=υδρατμός: Θάμπωσε το τζάμι από την ~. άχνη η: πολύ λεπτή σκόνη ουσίας: Πασπαλίστε το γλυκό με ζάχαρη ~.~ μαρμάρου. αχνός ο: 1 ο ατμός που σχηματίζεται από υγρό που βράζει ή από πολύ ζεστό φαγητό=υδρατμός, [λογοτ.] άχνα. 2 ο αέρας της εκπνοής, ιδιαίτερα σε περιβάλλον χαμηλής θερμοκρασίας, που δίνει την εντύπωση ατμού=χνότο. αχνίζω: (αμτβ.) βγάζω αχνό. αχνιστός -ή -ό: 1 αυτός που βγάζει αχνό λόγω υψηλής θερμοκρασίας. 2 (για φαγητά) αυτός που μαγειρεύεται στον αχνό. αχνός -ή -ό: αυτός που το σχήμα ή οι λεπτομέρειές του δε διακρίνονται καθαρά=αμυδρός: Μόλις που φάνηκε ένα ~ χαμόγελο στα χείλη της. αχνά (επίρρ.). αχρείαστος -η -ο: αυτός που δε χρειάζεται, δεν είναι απαραίτητος: Αγοράζεις συνεχώς ~ πράγματα. ~ να 'ναι: ευχή για να μη χρειαστεί κπ ή κτ: Αυτό είναι το τηλέφωνο του γιατρού, ~! αχρείος -η -ο: αυτός που η συμπεριφορά του είναι ανέντιμη ή ανήθικη: Της φέρθηκε με τον πιο ~ τρόπο. αχρείος ο. άχρηστος -η -ο: 1 αυτός που δε χρειάζεται ή δεν ωφελεί σε κτ ≠ χρήσιμος: Το γραφείο μου έχει γεμίσει ~ έγγραφα. 2 (για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να κάνει κτ σωστά, που δεν είναι ικανός για τίποτα: Τίποτε δεν έκανε σωστά, είναι εντελώς ~! αχρηστία & αχρησία η: το να μη χρησιμοποιείται κτ για μεγάλο διάστημα: Βρίσκομαι / περιέρχομαι σε ~. Από τότε που αγόρασε φορητό, ο παλιός της υπολογιστής έπεσε σε ~. αχρηστεύω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ ή κπ άχρηστο. άχυρο το: 1 το υπόλειμμα των δημητριακών μετά την αφαίρεση του καρπού από το στάχυ, που χρησιμοποιείται ως τροφή μεγάλων ζώων: ψάχνω / γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα: για κτ που είναι δυσεύρετο ή μάταιο να το επιζητά κανείς. 2 (μτφ.) αυτό που θυμίζει άχυρο στη γεύση: Το ψωμί ήταν χάλια, σωστό ~! αχυρένιος -α -ο. άψογος -η -ο: 1 αυτός που δεν έχει κανένα ελάττωμα ή μειονέκτημα=τέλειος, αψεγάδιαστος: Το γραπτό σου ήταν ~. 2 αυτός τον οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς για τη συμπεριφορά του=άμεμπτος: Ο τρόπος του ήταν ~. άψογα & αψόγως (επίρρ.). Από το στερητ. ἀ + ψόγος (< ψέγω «κατηγορώ»). άψυχος -η -ο: 1 (για άνθρ. ή ζώο) αυτός που έχει πεθάνει, που δεν έχει πλέον μέσα του ψυχή, ζωή=νεκρός ≠ ζωντανός: ~ σώμα /κορμί. 2 (κατ' επέκτ.) αυτός που αποτελείται μόνο από ύλη, που δεν έχει ψυχή ≠ έμψυχος: ~ αντικείμενα /κτίρια /μηχανή /πέτρα. 3 (μτφ.) αυτός που δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότητα: ~ φωνή / βλέμμα. Το χθεσινό πάρτι ήταν πολύ ~! άψυχα (επίρρ.). |