Α. Η ποίηση
Στα μεταπολεμικά χρόνια η ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα είναι μεγάλη. Οι ποιητές ζουν μέσα στο κλίμα των πολιτικών γεγονότων και συμπορεύονται με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Η βαριά κληρονομιά που άφησε ο Εμφύλιος δεν τους επιτρέπει να έχουν ψευδαισθήσεις και οράματα. Η ποιητική γενιά που αναπτύχθηκε τότε, καθιερώθηκε ως η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά.
Οι περισσότεροι από τους ποιητές της γενιάς αυτής, γεννημένοι ανάμεσα στο 1918 και το 1928, στα χρόνια της Κατοχής ήταν φοιτητές και γαλουχήθηκαν με τους στίχους των ποιητών του Μεσοπολέμου και της Γενιάς του Τριάντα (Καβάφη, Σικελιανού, Καρυωτάκη, Άγρα, Παπατσώνη, Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, Εμπειρίκου, Βρεττάκου), των ποιητών δηλαδή που, όπως είδαμε, έγραψαν τα ποιήματά τους σε ελεύθερο στίχο και ακολούθησαν τα νέα ρεύματα που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη ενσωματώνοντάς τα στα ελληνικά δεδομένα.
Πολλοί από τους μεταπολεμικούς ποιητές διάλεξαν την ελεύθερη και δημόσια έκφραση («κοινωνικοί ποιητές»), άλλοι προσπάθησαν να μην απομακρυνθούν από την ποίηση των δεκαετιών του 1920 και του 1930 με την παραδοσιακή τεχνοτροπία. Άλλοι τέλος αξιοποίησαν τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς του Κωνσταντίνου Καβάφη, του πρώτου Έλληνα μοντερνιστή ποιητή, ο οποίος στην ποίησή του ανέπλασε με την αναπόληση και την υποβολή τα στοιχεία του παρελθόντος, έτσι ώστε όλα να φαίνονται πως συμβαίνουν τώρα. Νεοτερική ποίηση συνέθεσαν πολλοί μεταπολεμικοί ποιητές ειδικότερα στις δεκαετίες του '50 και του '60 αξιοποιώντας τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς της Γενιάς του '30.
α) Απουσία ηγετικών φυσιογνωμιών: παρά τη μεγάλη ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου δεν αναδείχτηκε κάποια ηγετική μορφή. Το γεγονός αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τους μελετητές, στη γοητεία που συνέχιζε ακόμα να ασκεί η ποίηση του Μεσοπολέμου και της γενιάς του '30. Την περίοδο αυτή συνεχίζουν να δεσπόζουν στην ποίηση οι ποιητές που στη δεκαετία του '30 υπήρξαν καινοτόμοι: Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Από τις νέες ποιητικές φωνές που εμφανίστηκαν η κριτική ξεχώρισε «ώριμα ποιήματα» και όχι «ώριμους ποιητές», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά. Πολλοί από τους ποιητές αυτούς ασκούσαν επίσης τη λογοτεχνική κριτική και αρκετοί ήσαν συνεργάτες ή και διευθυντές περιοδικών. Περιοδικά που φιλοξένησαν την ποίησή τους ήταν κυρίως τα Νέα Γράμματα, η Επιθεώρηση Τέχνης, τα Ελεύθερα Γράμματα και ο Κοχλίας, αλλά και η Νέα Εστία, τα Πειραϊκά Γράμματα, τα Καλλιτεχνικά Νέα και ο Αιώνας μας.
β) Γλωσσική ανανέωση: η ποίηση της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς επηρεάστηκε από τη νεοτερικότητα της προηγούμενης γενιάς, της οποίας τα διδάγματα αφομοίωσε. Παρ' όλα αυτά ανανεώθηκε γλωσσικά χωρίς εξάρσεις και ριζοσπαστισμούς. Οι ποιητές χρησιμοποίησαν τη γλώσσα πιο πολύ με την κυριολεκτική της σημασία περιορίζοντας κατά το δυνατόν την αμφισημία. Η ποίησή τους είναι χαμηλών τόνων που επηρεάζεται από το αίσθημα της απώλειας και της διάψευσης. «Η δική μας γενιά, χτυπημένη από παντού, έμεινε ουσιαστικά στις στήλες του περιθωρίου», γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Ο όρος «νεοτερική ποίηση» και «νεοτερικό ποίημα» αντιδιαστέλλεται προς την «παραδοσιακή ποίηση» και το «παραδοσιακό ποίημα» και αναφέρεται τόσο στη μορφή, όσο και στον χαρακτήρα. Τα γνωρίσματα του νεοτερικού ποιήματος είναι κυρίως ο ελεύθερος στίχος, η έλλειψη στροφών (συνήθως τα ποιήματα κατανέμονται σε ποιητικές ενότητες) και η έλλειψη ορισμένων ποιητικών συλλαβών στους στίχους. Πολλά νεοτερικά ποιήματα γράφονται με τρόπο που σχεδόν θυμίζει πεζό λόγο (πεζόμορφα ποιήματα). Η ποιητική γλώσσα θυμίζει την καθημερινή ομιλία και χαρακτηρίζεται από τολμηρότητα στην έκφραση. Πολύ συχνά το θέμα της νεοτερικής ποίησης δε φανερώνεται εύκολα. Γι' αυτό και την χαρακτήρισαν ποίηση κλειστή, δυσνόητη και ερμητική.
Με τα ποιήματά τους (συνήθως σύντομα, ολιγόστιχα) οι ποιητές εκφράζουν τα συναισθήματά τους: φόβο και αβεβαιότητα. Ο φόβος τους περιγράφεται με τρόπο κρυπτικό και υπαινικτικό.
Αντιπροσωπευτικοί ως προς αυτό είναι οι στίχοι του Μίλτου Σαχτούρη:
Δεν έχω γράψει ποιήματα –
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους κύλησε η ζωή μου.
Την μιαν ημέρα έτρεμα, την άλλη ανατρίχιαζα –
Μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου (...)
(Από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο», 1958)
γ) Θεματολογία: Τα θέματα που χρησιμοποιήθηκαν στην ποίηση της περιόδου προέρχονταν κυρίως από την εμπειρία του αγώνα, της αντίστασης, της φυλακής και της εξορίας. Οι ποιητές στο έργο τους αναπολούσαν τη χαμένη αγωνιστικότητα και εξέφραζαν το αδιέξοδο μέσα στο οποίο βρέθηκαν εγκλωβισμένοι.
Οι ποιητές της περιόδου έχουν διακριθεί σύμφωνα με ορισμένες τάσεις που παρατηρούνται στην ποίησή τους. Πιο συγκεκριμένα διακρίνονται: 1) σε εκείνους που η ποίησή τους έχει κοινωνική πρόθεση, επιδιώκει δηλαδή να παρουσιάσει την ανελέητη πραγματικότητα με τρόπο λιτό και απερίτεχνο και 2) σε εκείνους των οποίων η ποίηση εκφράζει μια υπαρξιακή αγωνία. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι ποιητές που επιδιώκοντας κάτι το εντελώς νέο καταφεύγουν στους τρόπους του υπερρεαλισμού και των άλλων ανανεωτικών κινημάτων. Η διάκριση ωστόσο αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί απόλυτη, γιατί τα όρια ανάμεσα στις δύο κατηγορίες παραμένουν ασαφή.
1) Κοινωνική ποίηση: Ανάμεσα στους ποιητές που περιέγραψαν με αμεσότητα και ρεαλισμό το «σκηνικό» της εποχής ξεχωρίζει ο Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988), κύριος εκπρόσωπος της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, που με τους στίχους του εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών. Ο Λειβαδίτης ξεκίνησε από την κοινωνική καταγγελία για να ασχοληθεί αργότερα με πιο προσωπικά θέματα. Δημοσιογράφος και έχοντας σπουδάσει νομικά, ο ποιητής εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες (1947-1951). Στην ποίηση εμφανίστηκε το 1952 με δύο εκτενή ποιήματα που τον έκαναν αμέσως γνωστό, τα «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Στα 1953 κέρδισε το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ νεολαίας στη Βαρσοβία με το ποίημα «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το έργο κατασχέθηκε από την ελληνική λογοκρισία και έγινε αιτία να δικαστεί ο ποιητής το 1955 στο Πενταμελές Εφετείο. Ο ποιητής υπερασπίστηκε από το εδώλιο την ουσία της τέχνης του και αθωώθηκε πανηγυρικά:
(…) Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι' αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα (…). Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκόσμιων πολέμων και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας (…).
(Από την «Απολογία» του Τάσου Λειβαδίτη)
Ακολούθησαν οι συλλογές Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Οι τελευταίοι (1966), Νυκτερινός επισκέπτης (1972) και άλλες. Ο ποιητής τιμήθηκε με Β΄ και Α΄ κρατικό βραβείο ποίησης για τις συλλογές του Βιολί για μονόχειρα (1976) και Εγχειρίδιο Ευθανασίας (1979) αντίστοιχα. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η συλλογή Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου.
Η ποίηση του Λειβαδίτη συνδέθηκε με το αγωνιστικό κλίμα και την εμπειρία που έζησαν οι Έλληνες ποιητές την περίοδο της Αντίστασης. Ανάλογα συνδέθηκε και η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου (1928) ο οποίος καλλιέργησε επίσης την κοινωνική ποίηση και του οποίου η ζωή, όπως και εκείνη του Τάσου Λειβαδίτη, σημαδεύτηκε από εξορίες, ακόμα και από καταδίκη σε θάνατο. Στις συλλογές του (Χωματόδρομος, 1954, Μαθητεία, 1963, Προαιρετική στάση, α΄ έκδ. 1975 κλπ.) ο Πατρίκιος χρησιμοποιεί ένα λόγο επιγραμματικό, χωρίς στολίδια, που ταιριάζει στην καθαρή σκέψη και την αυθεντικότητα των συναισθημάτων του.
Ανάμεσα στους ποιητές αυτής της επιμέρους ομάδας ξεχώρισε μια κατηγορία ιδεολόγων ποιητών που, μετά την ήττα της Αριστεράς το 1949, πίστεψαν ότι η γενιά τους πήγε χαμένη και πως προδόθηκαν από την ιστορία, από τους ανθρώπους, ακόμα κι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Αποτέλεσμα αυτού του συναισθήματος είναι η απογοήτευση και η θλίψη που χαρακτηρίζει την ποίησή τους, τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας». Κύριος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), του οποίου η ποίηση ξεκινώντας από την εξομολόγηση της προσωπικής απόγνωσης εκφράζει το συναίσθημα της ήττας της γενιάς του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε το κύριο μέρος του ποιητικού του έργου ανάμεσα στα 1941-1971. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και έχοντας σπουδάσει Ιατρική, εξαιτίας της πολιτικής του δράσης ταλαιπωρήθηκε, φυλακίστηκε και το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί κέντρο και χώρο του έργου του (μόνο που η πόλη αυτή αναφέρεται με τ' όνομά της μία και μοναδική φορά στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» της συλλογής Ο στόχος).
Ολιγογράφος ποιητής ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραψε ποίηση με κύριο χαρακτηριστικό της την αποφθεγματικότητα. Το έργο του χωρίζεται σε τρεις χαρακτηριστικές περιόδους: 1. Στον κύκλο των Εποχών (τρεις συλλογές με τον ομώνυμο τίτλο γραμμένες από το 1941 ως το 1950, μαζί με την ποιητική συλλογή Παρενθέσεις, πέντε ποιήματα που γράφτηκαν στη φυλακή και δημοσιεύτηκαν από φίλους του ποιητή, 2. στον κύκλο της Συνέχειας (1952-1962) και 3. στη συλλογή Στόχος (13 ποιήματα που εμφανίζονται το 1970 στη συλλογική έκδοση Τα Δεκαοχτώ κείμενα. Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας και χαρακτηρίζονται από την ειρωνική τους γλώσσα). Στα 1971 κυκλοφόρησε συγκεντρωτική έκδοση του έργου του: Τα Ποιήματα. Άρθρα και μελέτες του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι συγκεντρωμένες στα βιβλία Υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978) και Συμπληρωματικά (1985).
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, ο οποίος το 2002 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του, θεωρήθηκε «ως χρονικό ή εξομολόγηση, ως απολογισμός ή ως διάλογος με την Ιστορία».
Το συναίσθημα της απογοήτευσης εκφράζει και η ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου (1922-1978) (ψευδώνυμο του Α. Βασιλειάδη), ο οποίος γεννήθηκε στο Λένινγκραντ και πέθανε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, όπου ζούσε από το 1967. Ο ποιητής γνώρισε για πολλά χρόνια την εξορία και τη φυλακή. Στο διάστημα ανάμεσα στο 1946 και το 1959 εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: Ακόμη τούτη η Άνοιξη (1946), Άγονος γραμμή (1952) και Ευθύτης οδών (1959). Χάρη στα ώριμα κυρίως ποιήματά του, που με την ειρωνεία τους θυμίζουν την καβαφική ποίηση, ο Αλεξάνδρου κατέκτησε σημαντική θέση ανάμεσα στους μεταπολεμικούς ποιητές ως ασυμβίβαστος και υποδειγματικά ανυποχώρητος επαναστάτης ανάμεσα στους ποιητές της «ποίησης της ήττας». Κορυφαίο, ωστόσο, έργο του είναι αναμφισβήτητα το μοναδικό του μυθιστόρημα, Το κιβώτιο, που γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο Παρίσι (1966-1972) και κυκλοφόρησε το 1974 στα ελληνικά και τα γαλλικά. Η ιδιοτυπία της γραφής του (βλ. παρακάτω, Μεταπολεμική πεζογραφία) έκανε το μυθιστόρημα αυτό του Αλεξάνδρου να αναγνωριστεί ως ένα από τα μυθιστορήματα-σταθμούς της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας. Ο Άρης Αλεξάνδρου άφησε επίσης πολύ σημαντικές μεταφράσεις, κυρίως από τη ρωσική λογοτεχνία.
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο Μιχάλης Κατσαρός (Κυπαρισσία, 1919– Αθήνα 1998), ο οποίος με την ποιητική του συλλογή Κατά Σαδδουκαίων (1953), που περιλαμβάνει ποιήματα αλληγορικού χαρακτήρα με ιστορικές αναφορές, καταγγέλλει κάθε μορφή συμβιβασμού. Ο Κατσαρός, ξεχωριστή φυσιογνωμία στην ποίησή μας διατήρησε σε όλη του την πορεία το στίγμα της αμφισβήτησης χαράζοντας ο ίδιος την δική του διαδρομή, στην οποία τον πρώτο λόγο είχε η αντίσταση.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975), ποιητής που δημιουργεί κατά την Πρώτη Μεταπολεμική περίοδο, διαφέρει όμως από τους άλλους εκπροσώπους της, γιατί αντιπροσωπεύει την τάση της φυγής και του εξωτισμού. Ο Καββαδίας γεννημένος στη Μαντζουρία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κεφαλλονιά, τόπο καταγωγής του. Νωρίς υποχρεώθηκε να δουλέψει ως ναυτικός, πράγμα που του επέτρεψε να εξοικειωθεί με τη σκληρή ζωή στα καράβια και να γίνει «ο ιδανικός εραστής των ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», που όταν είναι ελεύθερος από τις ώρες της βάρδιας διαβάζει Ουράνη και Καρυωτάκη και δέχεται την επίδρασή τους, όπως σημειώνει ο κριτικός Κώστας Στεργιόπουλος. Ο Καββαδίας υπήρξε ολιγογράφος ποιητής. Επίσημα εμφανίστηκε το 1933 με τη συλλογή Μαραμπού, ενώ η δεύτερη συλλογή του Πούσι κυκλοφόρησε το 1947 και η τρίτη Τραβέρσο λίγο μετά το θάνατό του, το 1975.
2) Υπαρξιακή ή πνευματική ποίηση: Στη δεύτερη τάση της μεταπολεμικής ποίησης — την υπαρξιακή ή πνευματική — ανήκουν οι παρακάτω ποιητές:
Ο Γιώργος Θέμελης (1900-1976), γεννημένος στη Σάμο και εγκατεστημένος από το 1930 στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρετούσε ως φιλόλογος καθηγητής, έγραψε ποίηση ανθρωποκεντρική, στην οποία η κριτική διέκρινε μυστικιστικές καταβολές. Κέντρο της ποίησής του αποτελεί η ανθρώπινη ύπαρξη (Γυμνό παράθυρο, άνθρωποι και πουλιά, Δενδρόκηπος, Οίκος εμπορίου κ.ά.). Εκτός από ποιήματα ο Θέμελης έγραψε κριτικές μελέτες και δοκίμια και μετέφρασε αρχαίες τραγωδίες και επιγράμματα.
Τον ίδιο προσανατολισμό έχει και η ποίηση της Ζωής Καρέλλη (1901-1999) με έντονο το θρησκευτικό βίωμα που φτάνει επίσης ως τον μυστικισμό. Η Καρέλλη έδωσε εννέα συνολικά συλλογές συγκεντρωμένες σήμερα στα Ποιήματα (2 τόμοι, 1973). Στην ποίηση της Μελισσάνθης (1910-1991) και της Όλγας Βότση (1924-1999) είναι ιδιαίτερα έντονη η παρουσία του Θεού.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί εκείνη του Νίκου Καρούζου (1926-1990), από το Ναύπλιο, ο οποίος διακρίθηκε για τη θετική του στάση απέναντι στην ελληνορθόδοξη παράδοση, ειδικότερα στις τρεις πρώτες συλλογές του (Ποιήματα, 1961, Η έλαφος των άστρων, 1962 και Ο υπνόσακκος, 1964). Υποστηρικτής της Αριστεράς στη διάρκεια του Εμφυλίου ο Καρούζος στην τελευταία δεκαετία της ζωής του αποκήρυξε το μαρξισμό. Η ποίησή του, εξομολογητική και ελλειπτική, είναι πυκνή και επηρεασμένη από τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη. Ο Τάκης Σινόπουλος θεωρεί ότι η ποίηση του Καρούζου εκφράζει την επιθυμία της λύτρωσης του ανθρώπου από την αγωνία της εποχής «αποδιώχνοντας το άγχος με τη χάρη της αγάπης».
Το 1945 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) με τίτλο Η λησμονημένη. Η ποίηση του Σαχτούρη αντλεί το υλικό της από πράγματα οικεία (το φεγγάρι, τα πουλιά, το μαχαίρι, ο σκύλος, το αίμα κλπ.), όμως τα γνωρίσματά της είναι εφιαλτικά και ο κόσμος που δημιουργεί τρομακτικός, παράλογος, γεμάτος άγχος. Η κριτικός Νόρα Αναγνωστάκη, ωστόσο, έχει επισημάνει ότι «όλο το παράλογο στην ποίηση του Σαχτούρη στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας». Αυτό σημαίνει ότι παράλογος και εφιαλτικός είναι ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος που έζησε ο ποιητής, μέσα στον οποίο αισθανόταν ασφυκτικά χωρίς να βρίσκει διέξοδο. Στην ποίησή του καταφεύγει στην αλληγορία και εκφράζει την επιθυμία να απογειωθεί:
«Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό», γράφει.
Ο Σαχτούρης, του οποίου η ποίηση επρόκειτο να επηρεάσει πλήθος νεότερων ποιητών, υποστήριζε ότι τα ποιήματά του δεν είναι απαισιόδοξα, αλλά γράφονται «για να ξορκίσουν το κακό». Επηρεασμένα από τη δημοτική ποίηση κινούνται στον ίδιο χώρο από συλλογή σε συλλογή
(Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952, Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958, Όταν σας μιλώ, 1956 κλπ). Το 2003 ο Μίλτος Σαχτούρης τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Στην ίδια ομάδα ποιητών που κινήθηκαν μέσα στο κλίμα του υπερρεαλισμού («νεοϋπερρεαλιστές») ανήκουν εκτός από τον Μίλτο Σαχτούρη, ο Δ. Π. Παπαδίτσας, η Ελένη Βακαλό και ο Ε. Χ. Γονατάς.
Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (1922-1987) στις πρώτες του συλλογές (Το φρέαρ με τις φόρμιγγες, 1943, Εντός παρενθέσεως, 1945, Εντός παρενθέσεως ΙΙ, 1949) καταφεύγει στον υπερρεαλισμό για να εξεγερθεί εναντίον κάθε κοινωνικής καταπίεσης που περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία. Βαθμιαία όμως και από συλλογή σε συλλογή ο ποιητής οδηγείται στη συμφιλίωση με τον κόσμο και ανακαλύπτει την ισορροπία που προσφέρει η θρησκευτική πίστη μέσα στις αντιφάσεις του σύγχρονου πολιτισμού (Το παράθυρο, 1955, Νυχτερινά, 1956, Ουσίες Α΄, 1959 και Ουσίες Β΄, 1961 κλπ.). Ο Παπαδίτσας, στου οποίου το έργο αναμειγνύονται στοιχεία συμβολισμού και υπερρεαλισμού (νεοϋπερρεαλιστής), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
Το έργο του Επαμεινώνδα Χ. Γονατά (1924) περιγράφει παράδοξες και αναπάντεχες σκηνές και καταστάσεις που φανερώνουν τις υπερρεαλιστικές του καταβολές (αυτόματη γραφή, συνειρμός κλπ.). Στις σελίδες του η ελλειπτικότητα συνδυάζεται με τη διαύγεια των εικόνων και ο αναγνώστης έχει μερικές φορές την εντύπωση πως διαβάζει πεζογραφήματα και όχι ποιήματα.
Η Ελένη Βακαλό (1921), που ασχολήθηκε με την κριτική των εικαστικών τεχνών, χρησιμοποιεί στο έργο της ασυνήθιστη θεματική και εξίσου ασυνήθιστα εκφραστικά μέσα. Με την ποίησή της πλάθει έναν κόσμο παραμυθιού που την οδηγεί στην αναζήτηση της μυστικής και αθέατης πλευράς των πραγμάτων.
Περισσότερο διαυγής και με διαφανή σύμβολα εμφανίζεται ο ποιητικός λόγος του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981), γιατρού από την Αγουλινίτσα της Ηλείας, ο οποίος δεν εντάσσεται στον ίδιο ιδεολογικό χώρο με τους ποιητές που ήδη αναφέρθηκαν. Στο ποιητικό έργο του Σινόπουλου εκφράζονται με τρόπο δραματικό οι τραυματικές εμπειρίες από την εμφύλια σύρραξη, η απόγνωση του ανθρώπου για την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας, η βαθιά μοναξιά αλλά και η αγωνία του ποιητή για το μέλλον της ίδιας της ποίησης. Στην πρώτη του συλλογή (Μεταίχμιο, 1951) ο ποιητής παρουσιάζει το σκηνικό όπου διαδραματίζεται η αναγνώριση του ομηρικού Ελπήνορα από το σύντροφό του. Ο Ελπήνορας γίνεται το σύμβολο του σύγχρονου ανθρώπου και το οδυνηρό σκηνικό το «τοπίο θανάτου». Δεύτερο ορόσημο στην ποίηση του Σινόπουλου αποτέλεσε η συλλογή Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) με κεντρικό θέμα την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Κορυφαίες θεωρούνται οι ποιητικές του συλλογές Νεκρόδειπνος (1971) και Το Χρονικό (1975), όπου η μνήμη ανακαλεί σαν σε όνειρο τα φαντάσματά της (κυρίως αυτά του Εμφυλίου, που δένονται με το παρελθόν του ποιητή) και προβάλλεται με ποιητικό τρόπο η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στον ίδιο χώρο τοποθετείται από την κριτική και η ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916) από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος κινείται μέσα σε ονειρικό κλίμα και συνδυάζει την παράδοση του συμβολισμού με τον υπερρεαλισμό.Εδώ ανήκει επίσης ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος (1904-1999), από τη Γευγελή, που εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αργότερα ως Διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στη Θεσσαλονίκη. Η ποίηση του Βαφόπουλου είναι ποίηση «εσωτερικού χώρου», μοναξιάς και βίωσης του θανάτου. Ο ποιητής το 1983 ίδρυσε με τη σύζυγό του το «Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο» στη Θεσσαλονίκη, για το οποίο τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της πόλης.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Γιάννης Δάλλας (Φιλιππιάδα Ηπείρου, 1924), φιλόλογος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής αρχαίων λυρικών ποιητών. Η ποίηση του Δάλλα είναι λιτή, ο στίχος του ρωμαλέος και ο λόγος του οξύς, σαρκαστικός και αλληγορικός. Η πρώτη του ποιητική εμφάνιση τοποθετείται το 1944 με το ποίημα «Καρυωτάκης». Ακολούθησε το πρώτο του ποιητικό βιβλίο με τίτλο Frederico Garcia Lorca (1948). Η ποιητική πορεία του συνεχίζεται μέχρι σήμερα έχοντας πάντα πλαίσιο το παρελθόν και τη μνήμη.
Μια ιδιαίτερη θέση κατέχει ο Κρίτων Αθανασούλης (1916-1979), που κινείται ανάμεσα στην κοινωνική και την υπαρξιακή ποίηση (Κάιν και Άβελ, 1940, Με τους ανθρώπους και με κανένα, 1957, κ.ά.).
Την υπαρξιακή τους αγωνία εκφράζουν τέλος με τα ποιήματά τους ο Νίκος Παππάς (1906) και η Ρίτα Μπούμη-Παππά (1906-1984). Δίπλα σε αυτούς βρίσκεται ο σεφερικός Θ. Δ. Φραγκόπουλος (1923-2002), ο Γιώργης Παυλόπουλος (1924) και ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992).
Ο Γιώργης Παυλόπουλος, από τον Πύργο Ηλείας, δημοσίευσε ποιήματα από το 1971. Γνωστότερη η συλλογή του Τα αντικλείδια (1988), όπου προσπαθεί να δώσει τον ορισμό της ποίησης, να ορίσει «το άπιαστο είδωλο της ποίησης» αφηγούμενος την αιώνια προσπάθεια του ανθρώπου να «παραβιάσει την ανοικτή της πόρτα».
Από την ομάδα των νεοϋπερρεαλιστών ποιητών ξεχωρίζουν ο Νάνος Βαλαωρίτης (1921) και ο Έκτωρ Κακναβάτος (1920), ο οποίος θεωρείται ο συνεπέστερος μαζί με τον Νίκο Εγγονόπουλο εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην ελληνική ποίηση.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης έγραψε ποίηση επαναστατική που στρέφεται κυρίως εναντίον της συμβατικότητας των θεσμών (Η τιμωρία των μάγων, 1947 κλπ.). Ο Κακναβάτος, ο οποίος γνώρισε την εξορία χωρίς όμως να μεταφέρει τις εμπειρίες του αυτές στην ποίησή του, εμφανίστηκε το 1943 και επανεμφανίστηκε μετά από χρόνια σιωπής, τη δεκαετία του '60 (συλλογές: Διασπορά, 1961, Η κλίμακα του λίθου, 1964). Η συμβολή του Κακναβάτου στον ελληνικό υπερρεαλισμό είναι η εισαγωγή όρων και παραστάσεων από τη σύγχρονη επιστήμη, με τις οποίες τροφοδότησε την υπερρεαλιστική φαντασία. Σ' ένα ποίημα της συλλογής Κιβώτιο ταχυτήτων (1987) περιγράφει πώς ο ίδιος ψάχνει τις κατάλληλες «μάχιμες κι αθάνατες» λέξεις για τα ποιήματά του.