Β. Η πεζογραφία
Αν οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής εγκαταλείπουν το ρομαντισμό και ανανεώνουν την ποίηση, οι πεζογράφοι αφήνουν το μυθιστόρημα, που αντλούσε τα θέματά του από την ιστορία, και στρέφονται προς το σύντομο διήγημα, ιδιαίτερα το ηθογραφικό διήγημα που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο και τους απλοϊκούς κατοίκους της. Συσπειρώνονται γύρω από το περιοδικό Εστία που γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, το όργανο αυτής της λογοτεχνικής γενιάς. Το 1883, μάλιστα, το περιοδικό προκηρύσσει διαγωνισμό για τη συγγραφή «ελληνικού διηγήματος». Ο Νικόλαος Πολίτης, εισηγητής της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα, δίνει το πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να κινηθούν οι συγγραφείς. Τους καλεί λοιπόν να αξιοποιήσουν τα ελληνικά ήθη και έθιμα και να αντλήσουν τα θέματά τους από τη μακραίωνη ελληνική ιστορία. Οι συγγραφείς ανταποκρίνονται πρόθυμα γράφοντας για την αγνή ζωή των Ελλήνων της υπαίθρου. Ό,τι είχαν πετύχει στο παρελθόν οι συγγραφείς με το ιστορικό μυθιστόρημα, το κατόρθωναν τώρα όσοι καλλιεργούσαν το ηθογραφικό διήγημα.
Μέσα από το ηθογραφικό διήγημα εκφράζεται κυρίως η αγάπη για τους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους του χωριού. Οι περιγραφές είναι απλές, όπως και η πλοκή, ενώ η γλώσσα διανθίζεται με πολλούς ιδιωματισμούς. Οι συγγραφείς τους είναι μορφωμένοι αστοί που προσπαθούν να γνωρίσουν το λαό και να διδαχτούν από αυτόν δίνοντας στα έργα τους φωτογραφική πιστότητα.
Σιγά σιγά η ελληνική ηθογραφία εγκαταλείπει την ωραιοποιημένη περιγραφή της αγροτικής ζωής και αλλάζει προσανατολισμό. Διηγηματογράφοι όπως ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης, στο Ζητιάνο και στη Φόνισσα αντίστοιχα, παρουσιάζουν και την αρνητική πλευρά των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Ο ρεαλισμός είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε αρχικά στη Γαλλία από τα μέσα του 19ου αιώνα και συνδέθηκε με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών. Η λογοτεχνία οφείλει τώρα να αφήσει κατά μέρος τη φαντασία και τα συναισθήματα και να υιοθετήσει στη γραφή τη μέθοδο των θετικών επιστημών (παρατήρηση και περιγραφή των γεγονότων με στόχο την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας).
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στη Γαλλία επίσης ο νατουραλισμός με εισηγητή τον πεζογράφο Εμίλ Ζολά (Émile Zola). Πρόκειται για το κορύφωμα του ρεαλισμού, που όπως και αυτός ασκεί κριτική στην κοινωνία της εποχής. Ο νατουραλισμός υπερτονίζει τις άσχημες πλευρές της ζωής και ασχολείται με θέματα όπως η ανθρώπινη αθλιότητα, η διαφθορά και οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής. Οι νατουραλιστές λογοτέχνες επιλέγουν συνήθως ήρωες του περιθωρίου και επιμένουν στη φωτογραφική απόδοση της πραγματικότητας.
Στο νατουραλισμό η κριτική της κοινωνίας εμφανίζεται πολύ σκληρή καταγγέλλοντας την κοινωνική εξαθλίωση και τις απαράδεκτες συνθήκες, στις οποίες είναι υποχρεωμένοι να ζουν οι άνθρωποι.
Την αλλαγή που πραγματοποιείται με την ηθογραφία στο χώρο της λογοτεχνίας μας εγκαινίασε, όπως είδαμε, ο Δημήτριος Βικέλας με τη νουβέλα του Λουκής Λάρας (1879). Ο Βικέλας συνδέθηκε φιλικά με το Θρακιώτη λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό (1849-1896), ο οποίος υπήρξε ο πραγματικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος ανοίγοντας το δρόμο για την ηθογραφία με το διήγημά του Το αμάρτημα της μητρός μου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία τον Απρίλιο του 1883. Κεντρική του μορφή είναι εκείνη της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του συγγραφέα), που άθελά της στον ύπνο της καταπλάκωσε τη μικρή κόρη της και το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει σε όλη της τη ζωή.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ποιητής, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και ψυχολογικών και λαογραφικών μελετημάτων αναγνωρίστηκε ως ο εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Τα διηγήματά του όμως — έξι εκτενή αφηγήματα, από τα οποία τα πέντε δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Εστία σε διάστημα δεκαπέντε μηνών (1883-1884)— άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο το 1892. Στα έργα του αυτά ο Βιζυηνός ενδιαφέρθηκε κυρίως για την ψυχογράφηση των ηρώων του και αξιοποίησε τα προσωπικά του βιώματα και τις αναμνήσεις του από την πατρίδα του, τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Έφυγε από το χωριό του μικρός για την Πόλη και από εκεί για την Κύπρο, την Αθήνα και τη Γερμανία, όπου έκανε σπουδές στη φιλοσοφία και την ψυχολογία. Οι τίτλοι των διηγημάτων του μοιάζουν με αινίγματα (Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον) και συνδυάζουν την αυτοβιογραφία με την ιστορική και την ψυχολογική ανάλυση.
Υπόθεση του διηγήματος Το μόνον της ζωής του ταξείδιον: Ο εγγονός-αφηγητής αναφέρεται στη μορφή του παππού που φέρεται να έχει ταξιδέψει σε μακρινούς και παράξενους τόπους, στην πραγματικότητα όμως δεν έχει πάει πέρα από την κοντινή «τούμπα» του χωριού.
Υπόθεση του διηγήματος Μοσκώβ-Σελήμ: Ένας γενναίος Τούρκος, ο οποίος ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που τον θεωρεί μισότρελο, και τον αποκαλεί κοροϊδευτικά Μοσκώβ-Σελήμ για τη ρωσοφιλία του, απογοητεύεται από την οικογένεια και τους συμπατριώτες του και ανακαλύπτει την ανθρωπιά και την καλοσύνη στους εχθρούς του τους Ρώσους, που τον έπιασαν αιχμάλωτο.
Ο Βιζυηνός αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο συνδυάζοντας παράλληλα τη φαντασία και τη μνήμη και ταυτίζοντας τον αφηγητή με το συγγραφέα που υποκρύπτεται στο κείμενο. Στον επικήδειό του για τον Βιζυηνό ο Κωστής Παλαμάς γράφει ότι, αν τα διηγήματά του δημοσιεύονταν σε μια κοινωνία περισσότερο προετοιμασμένη για να τα υποδεχτεί, θα αποτελούσαν «μέγα και αλησμόνητον πνευματικόν γεγονός». Ο συγγραφέας τους όμως αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του.
Μια εξίσου σημαντική πνευματική φυσιογνωμία αποτέλεσε την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), που, όπως και ο Βιζυηνός, χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα για τις εκτενείς περιγραφές του, ενώ για τους διαλόγους του το ιδίωμα της Σκιάθου, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ο Παπαδιαμάντης, γιος ιερέα και τρίτο από τα έξι παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Ξεκίνησε γράφοντας μυθιστορήματα: Η μετανάστις (1879-80), Οι έμποροι των εθνών (1882-83), Η γυφτοπούλα (1884), σύμφωνα με τα πρότυπα των ιστορικών μυθιστορημάτων, για να στραφεί τελικά στο ηθογραφικό διήγημα, το οποίο καλλιέργησε για μια εικοσιπενταετία. Η νουβέλα του «Χρήστος Μηλιώνης», που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1885, θεωρήθηκε ως μετάβαση του συγγραφέα από το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα.
Από το έργο του ξεχωρίζουν τα σκιαθίτικα διηγήματα, μερικά από τα οποία αναγνωρίστηκαν ως αριστουργήματα της πεζογραφίας μας. Οι ήρωές του, ταπεινοί βοσκοί, κοπέλες, εμποράκοι, ηλικιωμένες χήρες, ναύτες και καπετάνιοι ιστιοφόρων πλοίων, συγκροτούν έναν κόσμο στον οποίο συνυπάρχουν η καλοσύνη, η αθωότητα αλλά και η κακία και ο φθόνος. Η γλώσσα του, προσωπική και ιδιότυπη, είναι επηρεασμένη από τη γλώσσα της εκκλησίας και της υμνογραφίας. Στα διηγήματά του χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να απεικονίσει έναν κόσμο σκληρό, που υποφέρει από τη φτώχεια και τη δυστυχία. Σε πολλά όμως από αυτά επικρατούν τα λυρικά στοιχεία και ποιητές όπως ο Ελύτης έχουν κάνει λόγο για τη «μαγεία του Παπαδιαμάντη».
Ανάμεσα στα εκλεκτά του διηγήματα συγκαταλέγεται «Το μοιρολόγι της φώκιας», όπου θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του συγγραφέα.
Το μοιρολόγι της φώκιας: Ηρωίδα είναι η μικρή Ακριβούλα που δίχως να θέλει χάνεται μέσα στα κύματα, μοιρολογιέται από μια φώκια, ενώ ο κόσμος συνεχίζει να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν άψυχη μηχανή: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γιαγιά του παιδιού, η γρια-Λούκαινα ανεβαίνει το μονοπάτι αγνοώντας το φοβερό περιστατικό και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι.
Από τα διηγήματά του ξεχωρίζουν τα «Στο Χριστό στο Κάστρο», «Όνειρο στο κύμα», «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου», «Τα ρόδινα ακρογιάλια». Το πιο πολυσυζητημένο έργο του όμως είναι η Φόνισσα (1903).
Υπόθεση της Φόνισσας: Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού, ανακεφαλαιώνοντας τη ζωή της βλέπει ότι τίποτε άλλο δεν έκανε παρά να υπηρετεί τους άλλους. Σκλάβα των γονιών, του συζύγου της και τώρα των παιδιών και των εγγονών της, έφτασε στο σημείο του παραλογισμού και άρχισε «να ψηλώνει ο νους της». Αποτέλεσμα ήταν να πνίγει μικρά κορίτσια, πιστεύοντας ότι έτσι απαλλάσσει τα ίδια και τις οικογένειές τους από τη φτώχεια και τα βάσανα. Στο τέλος η ηρωίδα πνίγεται στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες που την καταδιώκουν, «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Με ωμό τρόπο, που ξεπερνά το ρεαλισμό και φτάνει στο νατουραλισμό, ο συγγραφέας περιγράφει τις σκηνές των φόνων. Ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια ψυχογραφεί τη φόνισσα και τις ψυχολογικές της διακυμάνσεις, δείχνοντας πως η διαταραχή της την οδηγεί να πιστεύει ότι οι πράξεις της είναι θέλημα Θεού.
Ανάμεσα στους συγγραφείς που καλλιέργησαν το ηθογραφικό διήγημα ήταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1866-1922) από τα Λεχαινά της Ηλείας, γιατρός στο επάγγελμα που ίδρυσε μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη το 1908 την Λαογραφική Εταιρεία. Ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει ηθογραφικά διηγήματα στην καθαρεύουσα, στη συνέχεια όμως επηρεάστηκε από το δημοτικισμό και έγραψε στη δημοτική. Το 1892 δημοσίευσε τα Διηγήματα, τη Λυγερή (1890) και αργότερα τα Λόγια της Πλώρης (1899). Ο Καρκαβίτσας μέσω του νατουραλισμού κατάφερε να ασκήσει κριτική στην εποχή του. Μάλιστα στη Λυγερή διακρίνεται καθαρά η αμφισβήτηση της αγνής κοινωνίας του χωριού. Αυτή η κατάσταση γίνεται φανερότερη στο έργο του Ο Ζητιάνος (1896).
Υπόθεση του Ζητιάνου: Ο Τζιριτόκωστας, επαγγελματίας ζητιάνος, αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τις προλήψεις των χωρικών, τους εξαπατά και τους εκμεταλλεύεται. Η υποκρισία, το συμφέρον και η κακία αποτελούν τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν το ήθος αυτού του ανθρώπου. Με ανατριχιαστικό τρόπο περιγράφεται η διαδικασία με την οποία ο κεντρικός ήρωας στρεβλώνει τα άκρα του παιδιού που έχει ως βοηθό του, έτσι ώστε να γίνει ανάπηρο και να προκαλεί τον οίκτο.
Στη συλλογή του Λόγια της Πλώρης ο Καρκαβίτσας παρουσιάζει είκοσι θαλασσινά διηγήματα, που εκφράζουν την προαιώνια ανάγκη του Έλληνα να ταξιδεύει. Με επική δύναμη και δραματικότητα ο Καρκαβίτσας αναπαριστά τους επικίνδυνους αγώνες των θαλασσινών ζωντανεύοντας το μεγαλείο του αγώνα του ναυτικού με τη θάλασσα. το τελευταίο του έργο είναι Ο Αρχαιολόγος, που αποτελεί μιαν αλληγορική παρουσίαση της σχέσης της Ελλάδας με το παρελθόν και τους ξένους γείτονές της.
Ο συγγραφέας στα 1916 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με την προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου, φυλακίστηκε και κλονίστηκε η υγεία του. Πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση το 1922.
Ενώ συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας ξεπερνούν την ειδυλλιακή απεικόνιση της ελληνικής υπαίθρου, υπάρχουν και λογοτέχνες όπως ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861-1920) που εμπνέονται από τους ανθρώπους της ιδιαίτερης πατρίδας τους και τους εξυμνούν. Σε αυτό το πλαίσιο ο Κρητικός λογοτέχνης (που εργάστηκε ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες και κυρίως στο Εμπρός με το ψευδώνυμο «Διαβάτης») γράφει τη νουβέλα Ο Πατούχας (1892), όπου περιγράφει με χιούμορ και σε ζωντανή γλώσσα, διανθισμένη με πολλά ιδιωματικά στοιχεία, τη ζωή ενός δεκαοκτάχρονου Κρητικού.
Η υπόθεση του Πατούχα: Ένας έφηβος Κρητικός, θέλοντας να αποφύγει τη βαναυσότητα του δασκάλου του, φεύγει από το χωριό και μεγαλώνει στα βουνά κοντά στα κοπάδια του πατέρα του. Όταν όμως επιστρέφει, δύσκολα προσαρμόζεται στην κοινωνική ζωή. Η προσπάθειά του να γίνει «κοινωνικός» περιγράφεται σε μια σειρά από κωμικά παθήματα.
Τα πρώτα διηγήματα του Κονδυλάκη συγκεντρώθηκαν σε τόμο με τον τίτλο Όταν ήμουν δάσκαλος.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1868-1945), από τη Ναύπακτο, που παρουσιάστηκε στα γράμματα με το ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης, γράφει ηθογραφικά διηγήματα, αξιοποιώντας το ρουμελιώτικο ιδίωμα. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη διάσωση πολλών αρχείων από την Επανάσταση του 1821 και είναι εκείνος που έκανε γνωστά τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη στο ευρύτερο κοινό.
Δύο λογοτέχνες, που τους συνέδεε θερμή φιλία, έζησαν μακριά από την Ελλάδα αλλά παρακολουθούσαν στενά τα λογοτεχνικά πράγματα. Πρόκειται για τον Αλέξανδρο Πάλλη (1851-1935) και τον Αργύρη Εφταλιώτη (1849-1923).
Το έργο του Πάλλη δεν είναι μεγάλο σε όγκο. Εξέδωσε τα Τραγουδάκια για παιδιά (1889) και τη συλλογή Ταμπουράς και κόπανος (1907) με σατιρικά και λυρικά ποιήματα. Τα λυρικά του Πάλλη ξεχωρίζουν για το δημοτικό ρυθμό και τη χάρη τους. Το έργο του στράφηκε κυρίως στις μεταφράσεις – μετέφρασε Ευριπίδη, Σαίξπηρ, Θουκυδίδη, ακόμα και Καντ. Το έργο όμως της ζωής του στάθηκε η μετάφραση της Ιλιάδας και των Ευαγγελίων, που ξεσήκωσε ταραχές στην αντιδραστική Αθήνα του 1901. Ο Πάλλης, που πίστευε ότι τα ομηρικά ποιήματα είναι δημιούργημα λαϊκό, προχώρησε με τόλμη στη μετάπλαση των ομηρικών ποιημάτων σε σύγχρονο δημοτικό τραγούδι. Κατά το Λ. Πολίτη η μετάφραση της Ιλιάδας είναι «το σημαντικότερο επίτευγμα των πρώτων δημοτικιστών».
Ο Αργύρης Εφταλιώτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη από το Μόλυβο της Μυτιλήνης), μέσα από τα κείμενά του εκφράζει την έγνοια του για τον τόπο όπου γεννήθηκε. Αυτή η νοσταλγία διαποτίζει τα Τραγούδια του ξενιτευμένου (1889), έργο που διακρίθηκε στον Α΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό (όπου βραβεύτηκε ο Παλαμάς, όπως είδαμε, με τον Ύμνο της Αθηνάς ένα χρόνο μετά από Το ταξίδι μου του Ψυχάρη). Ο Εφταλιώτης ξεχώρισε για τα σονέτα του (Της αγάπης λόγια), που φαίνονται επηρεασμένα από τα σονέτα του Σαίξπηρ. Το έργο αυτό εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Παλαμά και από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος αφιέρωσε στα σονέτα του Εφταλιώτη μια σειρά άρθρων με τίτλο «Η φιλολογική μας γλώσσα» (βλ. παρακάτω).
Ο Εφταλιώτης έγραψε επίσης διηγήματα που συγκεντρώθηκαν στον τόμο Νησιώτικες ιστορίες (1894) και έχουν ήρωες τους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του. Στα διηγήματα αυτά, ο συγγραφέας εξιδανικεύει την ελληνική ύπαιθρο και εναρμονίζεται πλήρως με τις απόψεις αυτών που καλλιέργησαν την ηθογραφία.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), που καταγόταν από τη Ζάκυνθο, είχε όμως γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, είναι πολυγραφότατος. Έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε για να σπουδάσει μαθηματικά. Στα πρώτα κείμενά του («μυθιστορήματα επαρχιακών ηθών», όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος), τοποθετούσε τη δράση στη Ζάκυνθο. Το θέμα γύρω από το οποίο συνήθως περιστρέφονται τα κείμενα αυτά είναι οι διαμάχες ανάμεσα στους ευγενείς και τους αστούς της Ζακύνθου στα τέλη του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα την τελική επικράτηση των αστών. Αργότερα έγραψε «αθηναϊκά» μυθιστορήματα που είχαν βασικό θέμα τους τα προβλήματα του αστικού πληθυσμού. Είναι ο πρώτος λογοτέχνης που μετέφερε τις ιστορίες των έργων του από το χωριό στην πόλη, από τη ζωή της υπαίθρου στην αστική ζωή γράφοντας τα πρώτα ελληνικά αστικά διηγήματα και μυθιστορήματα και θεωρήθηκε ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα. Στα έργα του ενδιαφέρεται να παρουσιάσει με τρόπο ρεαλιστικό την κοινωνία και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις τάξεις. Ο έρωτας αποτελεί κεντρικό θέμα τους και τα κύρια πρόσωπα είναι συνήθως γυναίκες. Αυτό φαίνεται και από τους τίτλους αρκετών από αυτά: Μαργαρίτα Στέφα (1893), Λάουρα (1915), Αναδυομένη (1925), Τερέζα Βάρμα Δακόστα (1925).
Ο συγγραφέας, που ζούσε αποκλειστικά από την πένα του, έγραψε ένα πλήθος έργα, καθώς και άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα και πολλά θεατρικά έργα. Η πληθωρική παραγωγή του Ξενόπουλου, όπως παρατήρησαν οι κριτικοί, έβλαψε την ποιότητα του έργου του, το οποίο συχνά παρουσιάζει σημάδια προχειρότητας. Οι κριτικοί όμως του αναγνώρισαν παράλληλα την αφηγηματική ευχέρεια, την παρατηρητικότητα και την άψογη τεχνική του συγγραφέα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχώρισε η τριλογία των μυθιστορημάτων Πλούσιοι και φτωχοί (1919), Τίμιοι και άτιμοι (1921) και Τυχεροί και άτυχοι (1924), όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το κατορθώνει με επιτυχία. Γύρω στο 1900 επηρεασμένος από τον θεατρικό συγγραφέα Ερρίκο Ίψεν (H. Ibsen) ο Ξενόπουλος έδωσε και τα πρώτα του δράματα (βλ. παρακάτω στο «Θέατρο»).
Από το 1895, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων (το πιο μακρόβιο περιοδικό για παιδιά που άρχισε να εκδίδεται το 1879 και η έκδοσή του έφτασε μέχρι το 1948, όταν πλέον ο Ξενόπουλος έπαψε να είναι διευθυντής του). Η Διάπλασις θα φιλοξενήσει στους κόλπους της εκτός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Αθηναϊκής και της Επτανησιακής σχολής, όλους τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του '80 και βέβαια μεταγενέστερους, όπως το Δημήτριο Καμπούρογλου, το Γεώργιο Σουρή, το Δροσίνη, αλλά και τον Παλαμά, το Βιζυηνό, τον Προβελέγγιο, το Ρώμο Φιλύρα, το Γιάννη Βλαχογιάννη, το Σωτήρη Σκίπη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα. Στο περιοδικό ο Ξενόπουλος με το ψευδώνυμο «Φαίδων» υπέγραφε τις «Αθηναϊκές επιστολές», οι οποίες απευθύνονταν σε μαθητές των τελευταίων τάξεων του γυμνασίου ή σε φοιτητές και αντλούσαν τη θεματολογία τους από την επικαιρότητα (ιστορική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική). Οι «επιστολές» συνοδεύονταν από ένα συμπέρασμα σε μορφή διδάγματος, προτροπής ή προβολής ενός θετικού παραδείγματος.
Επηρεασμένος από το νατουραλισμό του Ζολά ήταν και ο πεζογράφος Μιχαήλ Μητσάκης (1868-1916), που καταγόταν από τη Σπάρτη. Τα έργα του, που εκδόθηκαν μετά τον πρόωρο θάνατό του, αποτελούνται από διηγήματα και λεπτομερείς περιγραφές, είναι γραμμένα άλλα στη δημοτική και άλλα στην καθαρεύουσα και χαρακτηρίζονται από έντονη παρατηρητικότητα.
Ο ποιητής Κ. Χατζόπουλος, κύριος εκπρόσωπος του συμβολισμού, όπως είδαμε, γρήγορα στράφηκε στην πεζογραφία. Τα πρώτα του διηγήματα ακολουθούν τις αρχές της ηθογραφίας. Βαθμιαία τον απασχόλησαν και τα κοινωνικά ζητήματα, λόγω και της σοσιαλιστικής του ιδεολογίας.
Το κείμενο στο οποίο διακρίνεται αυτή η διαφοροποίηση είναι Ο πύργος του Ακροποτάμου (1909). Σε αυτό περιγράφεται η ζωή τριών ορφανών κοριτσιών που ζουν αποκομμένα από τον έξω κόσμο, έχουν πολλές ευαισθησίες και τελικά η μία αυτοκτονεί και η άλλη οδηγείται στην τρέλα εξαιτίας του κοινωνικού περίγυρου.
Σε αρκετά διαφορετική ατμόσφαιρα, περισσότερο μέσα στο πνεύμα του συμβολισμού, κινείται το μυθιστόρημά του Φθινόπωρο (1917). Ακόμα και ο τίτλος συνδέεται με τη μουντή, θλιβερή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο περιβάλλον και την πλήξη που χαρακτηρίζει τη ζωή των ηρώων. Ο έρωτας του Στέφανου και της αδύναμης, ευαίσθητης και ασθενικής αρραβωνιαστικιάς του Μαρίκας είναι χωρίς μέλλον. Η θλίψη και η απογοήτευση τους χαρακτηρίζουν και τελικά ο θάνατος της ηρωίδας επισφραγίζει το αδιέξοδο.
Φίλος και ομοϊδεάτης του Κ. Χατζόπουλου ήταν ο Κερκυραίος Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923). Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, με μεγάλη μόρφωση και πολυταξιδεμένος, ασκεί με τα κείμενά του κριτική στην πολιτική και στους πολιτικούς της εποχής του. Τα κοινωνικά ζητήματα είναι αυτά που κυρίως τον απασχολούν και γι'αυτό θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του κοινωνικού ή ιδεολογικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Ο Θεοτόκης συνεχίζει την παράδοση που ξεκίνησε ο Καρκαβίτσας με το Ζητιάνο και χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να περιγράψει τη φτώχεια, την αθλιότητα και τη θέση της γυναίκας στην εποχή του.
Τα πρώτα του διηγήματα αναπτύσσονται ακόμα στο πλαίσιο της ηθογραφίας. Στα έργα του Η τιμή και το Χρήμα (1914), Ο κατάδικος (1919) και Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920), ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωές του στο κερκυραϊκό περιβάλλον και ασκεί έντονη κριτική στην αστική τάξη που έχει ξεπέσει ηθικά και ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της οικονομική άνεση και επιτυχία, αδιαφορώντας για το λαό που υποφέρει. Η επίδραση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας είναι φανερή σε αυτά τα κείμενα. Εξάλλου το 1908 ο Θεοτόκης παραιτήθηκε από την κτηματική του περιουσία. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922), φαίνεται καθαρά ότι το χρήμα καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Ακόμα και ο έρωτας, ένα από τα πιο δυνατά συναισθήματα, υποτάσσεται σε αυτό· τελικά ο κεντρικός ήρωας Άλκης Σωζόμενος πεθαίνει, έχοντας χάσει την αγαπημένη του.
Ιδιαίτερα επηρεασμένος από τους αγώνες του ελληνισμού να πραγματοποιήσουν τη Μεγάλη Ιδέα εμφανίζεται ο Ίων Δραγούμης (1879-1920). Γόνος σημαντικής πολιτικής οικογένειας (ο πατέρας του χρημάτισε πρωθυπουργός), ο Δραγούμης έγινε διπλωμάτης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα. Στα έργα του κύριος πυρήνας είναι η πατριδολατρία και η προσπάθεια να ξυπνήσει στην ψυχή των συγχρόνων του τον πόθο για την απελευθέρωση των υποδούλων. Με το ψευδώνυμο «Ίδας» έγραψε το Μαρτύρων και ηρώων αίμα (1907), όπου εξυμνεί το Μακεδονικό αγώνα. Η κριτική επισήμανε την επίδραση που του άσκησαν ο Νίτσε και ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Μωρίς Μπαρές (Μaurice Barrés). Από τους πρωτεργάτες του δημοτικιστικού κινήματος ο Δραγούμης με την αγωνιστικότητα, το ήθος και την αγάπη του για τα γράμματα εμπνέει τους λογοτέχνες της εποχής του. Την επομένη της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι ο Δραγούμης δολοφονήθηκε στην Αθήνα. Η δολοφονία του προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση.
Βαθύτατα επηρεασμένη από τις ιδέες του Δραγούμη δημιουργεί η Πηνελόπη Δέλτα (Aλεξάνδρεια 1874-Κηφισιά 1941). Εκτός από το Γρηγόριο Ξενόπουλο, που με τη Διάπλαση ήταν ένας από τους προδρόμους της παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, η Δέλτα καλλιεργεί το μυθιστόρημα για παιδιά με παιδαγωγικούς στόχους. Τα έργα της Δέλτα διακρίνονται από έντονο πατριωτισμό που οφείλεται στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Μέσω του συζύγου της Στέφανου Δέλτα, από την Κωνσταντινούπολη, φωτισμένου δημοτικιστή, η συγγραφέας πίστεψε στο κίνημα του δημοτικισμού και προσέγγισε τους δημοτικιστές Πάλλη, Εφταλιώτη και Πέτρο Βλαστό. Αργότερα ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης τη γνώρισε με την νεότερη γενιά των δημοτικιστών (Δελμούζο, Γληνό, Φώτο Πολίτη). Αλληλογραφούσε με τον Ψυχάρη, τον Παλαμά, το Φωτιάδη, ακόμα και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο γνώρισε στα 1912. Εκτός από την αλληλογραφία συνήθιζε η Δέλτα να κρατά ημερολόγιο, στα γαλλικά. Από αυτό το ημερολόγιο αντλεί υλικό για τα βιβλία της. Ενδιαφέρεται κατεξοχήν για τη βυζαντινή ιστορία και αλληλογραφεί με τους βυζαντινολόγους Schlumberger και Milet για θέματα σχετικά με το Βυζάντιο, που την απασχολούν στα μυθιστορήματα Για την πατρίδα και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε. Έργα της είναι: Παραμύθια και άλλα (1915), Παραμύθι χωρίς όνομα, Η ζωή του Χριστού (1925), Ο Τρελλαντώνης (1932), Ο Μάγκας (1937), Τα μυστικά του βάλτου (1937) κ.ά.
Ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), με καταγωγή από τη Χίο αλλά γεννημένος στην Οδησσό, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο Παρίσι, όπου ήταν καθηγητής στην έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Το ταξίδι μου (1888) είναι το σημαντικότερο έργο του και γράφτηκε σε ύφος μαχητικό και ενθουσιώδες με την αφορμή ενός ταξιδιού στην Ανατολή και την Ελλάδα. Ο Ψυχάρης έγραψε πεζογραφήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα καλλιεργώντας κυρίως το ψυχολογικό μυθιστόρημα (Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά, 1904, Τα δυο αδέλφια, 1911, Αγνή, 1913). Ζώντας όμως μακριά από την Ελλάδα ο Ψυχάρης δεν προσαρμόστηκε τελικά στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, που εκείνη την περίοδο καλλιεργούσε το ηθογραφικό κυρίως διήγημα. Σύμφωνα με το Μάριο Βίττι «η δημοτική που υποστηρίζει ο Ψυχάρης είναι αποτέλεσμα ριζοσπαστικών επιλογών που δεν αφήνουν περιθώρια για εναλλακτικές λύσεις». Γι' αυτό και ο Ψυχάρης θεωρήθηκε δογματικός και η μέθοδος που χρησιμοποίησε πέρασε στην ιστορία με τον όρο «ψυχαρισμός».
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), από τη Σκιάθο, εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, έγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις που τυπώθηκαν με τον τίτλο Με του βοριά τα κύματα. Βαθιά θρησκευόμενος, όπως και ο εξάδελφός του, το έργο του δεν είναι ισάξιο σε ποιότητα.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911), από την Αθήνα, σπούδασε στη Βιέννη και δίδαξε ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, τη θλιμμένη πριγκίπισσα, όπως την αποκαλούσαν. Φύση ανήσυχη, ο Χρηστομάνος επέστρεψε στην Ελλάδα και πρωτοστάτησε στην πνευματική ζωή, ιδιαίτερα στο χώρο του θεάτρου (βλ. παρακάτω). Τα σημαντικότερα πεζογραφικά του έργα είναι η Κερένια Κούκλα (1911) και Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, μια λυρική βιογραφία. Στο πρώτο αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που ζει σε μια φτωχή γειτονιά της Αθήνας με πολλές δυσκολίες και χωρίς όνειρα για το μέλλον. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές καταστάσεις. Τον απασχολεί κυρίως πώς θα περιγράψει τους χώρους στους οποίους κινούνται τα πρόσωπα και γι' αυτό οι περιγραφές του είναι εκτεταμένες και διανθίζονται από πολλές λεπτομέρειες.
Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937) με καταγωγή από τη Ρωσία, μεγαλωμένος στον Πειραιά (το πραγματικό του όνομα είναι Πέτρος Αποστολίδης), έγραψε διηγήματα και δύο μυθιστορήματα (Το αγριολούλουδο και Το έγκλημα του Ψυχικού). Διακρίθηκε κυρίως ως χρονογράφος στις καθημερινές εφημερίδες.
Ο Δημήτριος Καμπούρογλους (1852-1942), από την Αθήνα, υπήρξε κυρίως ιστοριογράφος και ιστοριοδίφης. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία της Αθήνας, γι' αυτό και τον ονόμασαν «αθηναιογράφο».
Η αναφορά μας στους πεζογράφους αυτής της περιόδου θα κλείσει με τον αγαπητό κυρίως στα παιδιά συγγραφέα Ζαχαρία Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Αθήνα 1940). Ο Παπαντωνίου παρακολούθησε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή και σπούδασε ζωγραφική, τελικά όμως στράφηκε στη λογοτεχνία συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά. Στα 1918 έγραψε τα Ψηλά βουνά, αναγνωστικό πρωτοποριακό τόσο για το περιεχόμενό του και τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, όσο και για την αισθητική του που εγκαινιάζει ένα νέο ύφος στην παιδική λογοτεχνία. Ο Παπαντωνίου χωρίς να ωραιοποιεί τα πράγματα τα παρουσιάζει στα παιδιά έχοντας από νωρίς καταλάβει τη σημασία του χιούμορ στην υπηρεσία της τέχνης και μάλιστα εκείνης που προορίζεται για παιδιά.