Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

KEΦΑΛΑΙO IΔ΄

Tα μόρια

§ 158

Τα μόρια είναι άκλιτες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις, προσδιορίζοντας το νόημα ενός όρου ή και όλης της πρότασης στην οποία ανήκουν. Λειτουργούν κατά περίπτωση ως σύνδεσμοι, επιρρήματα, προθέσεις και γενικά δηλώνουν βεβαίωση, άρνηση, δισταγμό, πιθανότητα, ερώτηση, ευχή, προτροπή, επίταση κ.ά.
N.E.: Συνήθη μόρια με ποικίλες σημασίες είναι: ας, για, δα, δεν, θα, καν, μα, μη(ν), να, όχι, σαν, ως κτλ.

Σημείωση: Στη λειτουργία αρκετών μορίων έχει γίνει αναφορά και σε άλλες σελίδες του Συντακτικού· βλ. ενδεικτικά τα μόρια ἅτε (δή), οἷα (δή), οἷον (δὴ) + αιτιολογική μετοχή στην § 129α, καθώς και τη λειτουργία ορισμένων μορίων ως παρατακτικών ή υποτακτικών συνδέσμων στα κεφάλαια για την παρατακτική και την υποτακτική σύνταξη αντίστοιχα. Οι σχετικές παραπομπές καταχωρίζονται στο Ευρετήριο.

§ 159

Συνήθη μόρια είναι τα ακόλουθα:

  1. ἄν· χρησιμοποιείται ως:
    1. α) Δυνητικό· συντάσσεται με:
      • Oριστική ιστορικού χρόνου (βλ. δυνητική οριστική, § 98):
        Ἄριστα μὲν οὖν αὐτὸς ἂν ὑπὲρ αὑτοῦ ἀπελογεῖτο.
      • Eυκτική κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (βλ. δυνητική ευκτική, § 106):
        Καὶ τὰ μὲν ἄλλα μακρότερος ἂν εἴη λόγος περὶ τοῦ δείπνου.
      • Aπαρέμφατο κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (βλ. δυνητικό απαρέμφατο, § 111β):
        Ἡγήσατο τἀληθῆ κατειπὼν διὰ τοῦτο σωθῆναι ἄν.
      • Mετοχή, εκτός της τελικής (βλ. δυνητική μετοχή, § 119γ):
        Τὰ μὲν ἄλλα σιωπῶ, πόλλ’ ἂν ἔχων εἰπεῖν.

      Το ἂν με οριστική παρατατικού ή αορίστου είναι δυνατόν να δηλώνει κάτι που γινόταν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν (βλ. επαναληπτική οριστική, § 99):
      Ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν.

    2. β) Αοριστολογικό· συντάσσεται με υποτακτική και μεταφράζεται «τυχόν», «ίσως» ή μένει αμετάφραστο. Aπαντά σε δευτερεύουσες πλάγιες ερωτηματικές (εισάγονται με το ὅπως), αναφορικές παραβολικές, αναφορικές υποθετικές, χρονικές υποθετικές και τελικές προτάσεις (βλ. §§ 178.2δ, 194.B2β, 194.A4, 188.2β και 180.2β). Στις χρονικές υποθετικές προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς υποθετικούς συνδέσμους ὅταν, ὁπόταν, ἐπὰν και ἐπειδὰν το ἂν είναι ενωμένο σε μία λέξη με τους χρονικούς συνδέσμους ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή:
      Τοῦτ’ ἐξήτασεν, ὅπως ἂν ἡ πρᾶξις γένηται. [πλάγια ερωτηματική]
      Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις. [χρονική υποθετική]
      Τῆς ὑγιείας πλείστην ἐπιμέλειαν ἔχομεν, ὅταν τὰς λύπας τὰς ἐκ τῆς ἀρρωστίας ἀναμνησθῶμεν. [χρονική υποθετική]
    3. γ) Υποθετικό· συντάσσεται με υποτακτική και εισάγει δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις, οι οποίες μαζί με την απόδοση σχηματίζουν υποθετικό λόγο που δηλώνει το προσδοκώμενο (βλ. § 184γ) ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον (βλ. § 184δ):
      Μή μοι ἄχθεσθε, ἂν ὑμᾶς πολλάκις ταὐτὰ διδάξω. [προσδοκώμενο]
      Ἀξιῶ δ’ ὑμᾶς, ἂν μετὰ παρρησίας ποιῶμαι τοὺς λόγους, ὑπομένειν. [αόριστη επανάληψη στο παρόν – μέλλον]
    4. δ) Ερωτηματικό· εισάγει δευτερεύουσες πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ολικής άγνοιας οι οποίες εκφέρονται με υποτακτική (βλ. και § 178.1α):
      Σκέψασθε ἂν ἀρέσκῃ τὸ λεχθέν.
  2. ἄρα· εκτός από τη λειτουργία του ως παρατακτικού συμπερασματικού συνδέσμου (βλ. § 170.1), απαντά και ως:
    1. α) Βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του «πράγματι», «βέβαια». Αντίθετα, εκφράζει αμφισβήτηση σε δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις που εισάγονται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς και μεταφράζεται «τάχα», «δήθεν»:
      Καὶ ἐνενόησα τότε ἄρα καταγέλαστος ὤν. (πράγματι)
      Οὐδεὶς ὑμῖν ἐγκαλεῖ ὡς ἄρα παρέβητέ τι τῶν κοινῇ ὁμολογηθέντων. (ότι τάχα)
    2. β) Πιθανολογικό μόριο με τη σημασία του «ίσως» σε δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις που δηλώνουν κάτι σχετικά απίθανο:
      Ἢν δέ τι ἄρα προσδέωμαι, ὁ πάππος με ἐπιδιδάξει.
  3. ἆρα· εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις και μεταφράζεται «άραγε», «μήπως». Απαντά συνήθως στις εκφράσεις ἆρά γε και ἆρ’ οὖν:
    Ἆρά γε τοῦδε ἐπιθυμεῖτε;
    Ἆρ’ οὖν οὐ καὶ τὸ λέγειν μία τις τῶν πράξεών ἐστιν;
  4. γάρ· εκτός από τη λειτουργία του ως παρατακτικού αιτιολογικού συνδέσμου (βλ. § 169), χρησιμοποιείται και με την αρχική σημασία του, αυτή του «βέβαια», «πράγματι», και απαντά μαζί με τον ἀλλά: ἀλλὰ γὰρ (αλλά βέβαια, πράγματι). Σε ζωηρό διάλογο έχει τη σημασία του «βέβαια», «αλήθεια», «αναμφίβολα»:
    Ἀλλὰ γὰρ οὔτε ὑμεῖς τούτῳ τὴν αὐτὴν ἔχετε γνώμην, οὔθ’ οὗτος ὑμῖν.
    Ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦτό γ’ ἐφάνη. — Ἐφάνη γάρ.
  5. γέ· είναι εγκλιτικό μόριο που απαντά συχνά στην A.E. Χρησιμοποιείται ως:
    1. α) Βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του «βέβαια». Απαντά και ενωμένο σε μία λέξη με τις προσωπικές αντωνυμίες α΄ και β΄ προσώπου (ἔγωγε, ἐμοῦγε, ἔμοιγε, σύγε κτλ.):
      Φασὶ δὲ τό γε ἀποκτείνειν μέγα κακούργημα εἶναι.
      Περὶ τούτων ἔγωγε τὰς κατηγορίας ποιήσομαι.
    2. β) Επιτατικό μόριο με τη σημασία του «μάλιστα», κυρίως σε διαλόγους. Ενδέχεται το γὲ να έχει και τη σημασία του «τουλάχιστον»:
      Αὐτὸ νῦν ἀκούοντες πραΰνονται;Καὶ πολύ γε. (Και πολύ μάλιστα.)
      Οἶμαί τινας ὑμῶν ἑωρακέναι ἃ λέγω, εἰ δὲ μή, ἀλλ’ ἀκηκοέναι γε. (τουλάχιστον)
  6. δεῦρο· λειτουργεί ως προτρεπτικό μόριο με τη σημασία του «εμπρός λοιπόν» και συντάσσεται με προστακτική (βλ. και τη λειτουργία του δεῦρο ως τοπικού επιρρήματος, § 148β):
    Καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ.
  7. δή· εκτός από τη λειτουργία του ως παρατακτικού συμπερασματικού συνδέσμου (βλ. § 170.2), απαντά και ως:
    1. α) Βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του «πράγματι», «βέβαια»:
      Ἀλέξανδρος τὴν στρατιὰν ἐς Ἄορνόν τε ἦγε καὶ Βάκτρα, αἳ δὴ μέγισταί εἰσι πόλεις ἐν τῇ Βακτρίων χώρᾳ.
    2. β) Επιτατικό μόριο με τη σημασία του «μάλιστα», ειδικά στη φράση καὶ δὴ (και μάλιστα):
      Καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς εἰς Πύλας στρατείας εἶπον.
    3. γ) Προτρεπτικό μόριο με προστακτική ή με βουλητική υποτακτική· δηλώνει έντονη προτροπή και μεταφράζεται με το «εμπρός λοιπόν». Απαντά και μαζί με τις προστακτικές ἄγε, ἔα, ἴθι, φέρε, που χρησιμοποιούνται επιρρηματικώς και δηλώνουν προτροπή:
      Λέγε δή, τί φῂς εἶναι τὸ ὅσιον καὶ τί τὸ ἀνόσιον;
      Χωρῶμεν δὴ πάντες. (Eμπρός λοιπόν, ας φύγουμε όλοι.)
      Φέρε δὴ πρὸς θεῶν κἀκεῖνο σκέψασθε.
    4. δ) Χρονικό μόριο με τη σημασία του «ήδη», «έως τώρα»:
      Πολλάκις δὴ αὐτὸ πέπονθα. (πολλές φορές έως τώρα)
  8. δῆτα, δήπου· το δῆτα χρησιμοποιείται με τη σημασία του «βέβαια», «αναμφίβολα», είναι ισχυρότερο από το δὴ και, όταν απαντά σε ερωτήσεις [τί δῆτα; (τι λοιπόν;)], εκφράζει ανυπομονησία του ερωτώντος. Το δήπου, αντίθετα, είναι ασθενέστερο και ενίοτε χρησιμοποιείται με την πιθανολογική χροιά του «ίσως», «αν δεν απατώμαι»:
    Καὶ δῆτα καὶ τεθαύμακα τὴν ἀναισχυντίαν τὴν τούτου.
    Τί δῆτα οἰόμεθα;
    Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο. (αν δεν απατώμαι)
  9. εἶεν· σημαίνει «πολύ καλά», «έχει καλώς»:
    Τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· εἶεν.
    Ἀληθέστατα λέγεις. — Εἶεν.
  10. ἔτι· σε καταφατικές προτάσεις σημαίνει «ακόμη», ενώ σε αρνητικές έχει τη σημασία του «πλέον», «πια». Αντίστοιχα το οὐκέτι σημαίνει «όχι πλέον»:
    Καὶ ἔτι καὶ νῦν τοῦθ’ οὕτως ἔχει.
    Ἐδίδου δ’ οὐδεὶς ἔτι οὐδέν.
    Νῦν οὐκέτι περὶ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας ἀγωνίζεται.
  11. · χρησιμοποιείται με σημασία:
    1. α) Βεβαιωτική· μεταφράζεται «βέβαια», «πράγματι» και απαντά συνήθως με άλλα μόρια: ἦ ἄρα, ἦ δὴ (που), ἦ μήν, ἦ πού γε. Στην περίπτωση μάλιστα που στην πρόταση εκφράζεται υπόσχεση ή όρκος, απαντά το ἦ μὴν με ισχυρή επιβεβαιωτική σημασία:
      καὶ ὁμολογοῦσιν ἀδικεῖν;
      Καὶ πάντας ὑμῖν ὄμνυμι τοὺς θεοὺς ἦ μὴν ἐρεῖν τἀληθῆ.
    2. β) Ερωτηματική· εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις με τη σημασία του «αλήθεια» ή του «έτσι δεν είναι;» και απαντά συνήθως με άλλα μόρια, όπως ἦ γάρ, ἦ καί, ἦ που:
      Μανίαν γάρ τινα ἐφήσαμεν εἶναι τὸν ἔρωτα. Ἦ γάρ;Ναί.
      Ὦ Σώκρατες, ἦ καὶ ταῦτα ὡμολόγητο ἡμῖν τε καὶ σοί;
  12. μά, νή· είναι ισχυρά βεβαιωτικά μόρια, τα οποία λόγω της χρήσης τους σε όρκους ονομάζονται ομοτικά. Xρησιμοποιούνται ως καταχρηστικές προθέσεις που συντάσσονται με αιτιατική και σχηματίζουν εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν επίκληση (βλ. και § 37α):
    Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἡρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται.
    Nαὶ μὰ τὸν Δία, ἀληθῆ λέγεις.
    Νὴ τὸν Ποσειδῶ καλῶς ἄρα τὴν πόλιν οἰκήσομεν.
  13. μή· αρνητικό μόριο (βλ. § 160.2).
  14. μήν· χρησιμοποιείται ως ισχυρό βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του «αλήθεια», «βέβαια», η οποία είναι και η αρχική σημασία του (βλ. την αντιθετική σημασία του στην § 168). Ενίοτε συνάπτεται και με άλλες λέξεις:
    Καὶ μὴν καὶ τῶν Ἡρακλέους παίδων σωτῆρες ὠνομάσθησαν.
  15. ναί· μόριο καταφατικό-βεβαιωτικό:
    Πάντα δὲ τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται; Ναί.
    Ἀλλὰ ναὶ μὰ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, καλῶς λέγεις.
  16. οὐ· αρνητικό μόριο (βλ. § 160.1).
  17. οὖν· εκτός από τη λειτουργία του ως παρατακτικού συμπερασματικού συνδέσμου (βλ. § 170.2), απαντά και ως βεβαιωτικό μόριο και μεταφράζεται «πράγματι», «βέβαια». Με την ίδια σημασία απαντά και στην έκφραση μὲν οὖν:
    Συνέφασαν οὖν καὶ οἱ ἄλλοι ταὐτὰ ταῦτα τῷ Χαιρεφῶντι.
    Ἔγωγε ἡγοῦμαι μὲν οὖν, ἔφη.
  18. πέρ· εγκλιτικό βεβαιωτικό μόριο που απαντά συνηθέστερα ενωμένο με αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα ή άλλα μόρια, επιτείνοντας τη σημασία τους. Μεταφράζεται «ακριβώς», «μάλιστα»:
    Πάντα λέγεις οἷά περ ἂν γένοιτο.
    Ἀγησίλαος ἐστρατοπεδεύσατο ἔνθαπερ τοὺς πολεμίους εἶδε παρατεταγμένους.
  19. ποτέ· εγκλιτικό μόριο που χρησιμοποιείται:
    1. α) Ως χρονικό επίρρημα και μεταφράζεται «κάποτε»:
      Ταύτην ποτὲ τὴν χώραν κατῴκησαν Κιρραῖοι.
    2. β) Σε ερωτηματικές προτάσεις με τη σημασία του «άραγε», «τάχα», «τέλος πάντων»:
      Φέρε δή, ἴδωμεν τί ποτε καὶ λέγομεν περὶ τῆς ῥητορικῆς.
  20. πώ· εγκλιτικό μόριο που χρησιμοποιείται σε αρνητικές προτάσεις με τη σημασία του «ακόμη», «έως τώρα». Συχνά απαντά σε σύνθεση με άλλα μόρια, όπως συμβαίνει στις λέξεις μήπω, οὔπω (όχι ακόμη), πώποτε (ποτέ έως τώρα) κ.ά.:
    Οὐ γάρ πω οὗτοι ἱκανοί εἰσιν ἀγωνισταί. (ακόμη)
    Οὐδεὶς μέ πω ἠρώτηκεν καινὸν οὐδέν. (έως τώρα)
    Ὁ μὲν οὖν Ἀγησίλαος ἐκ τῆς ἀσθενείας οὔπω ἴσχυεν. (δεν ήταν ακόμη πλήρης δυνάμεων)
  21. τάχα· δηλώνει πιθανότητα και μεταφράζεται «ίσως». Ενίοτε λειτουργεί και ως επίρρημα με τη σημασία του «γρήγορα», όπως το επίρρημα ταχέως:
    Τάχα δ’ ἄν τινες, ὦ ἄριστε, καὶ τούτων ἀγνοοῖεν. (ίσως)
    Νομοθέται γὰρ γιγνόμεθα ἀλλ’ οὐκ ἐσμέν πω, τάχα δὲ ἴσως ἂν γενοίμεθα. (γρήγορα)
  22. τοί· εγκλιτικό βεβαιωτικό μόριο που τίθεται κατά κανόνα κοντά σε άλλα μόρια, όπως το γέ, ή κοντά σε υποθετικούς και αιτιολογικούς συνδέσμους. Μεταφράζεται «βέβαια», «αναμφίβολα». Απαντά και σε σύνθεση με άλλες λέξεις: τοίνυν, μέντοι, καίτοι, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν (βλ. §§ 170.3, 168.5 και 170.4):
    Ἑαυτοῦ τοι κήδεται ὁ προνοῶν ἀδελφοῦ.
    Ἀλλ’ ἥ γέ τοι σοφία, ὦ Σώκρατες, ἀναμφισβητήτως ἀγαθόν ἐστι.
    Ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες· ἐπεί τοι καὶ ὀρθῶς αὐτὸ ὁ θεὸς εἶπεν.
    Καὶ γάρ τοι πεποιήκατε τοὺς ῥήτορας φιλοσοφεῖν.
  23. ὡς· οι χρήσεις του μορίου ὡς στον αρχαίο ελληνικό λόγο είναι ποικίλες:
    1. α) Εισάγει ως υποτακτικός σύνδεσμος δευτερεύουσες προτάσεις (ειδικές, πλάγιες ερωτηματικές, αιτιολογικές, χρονικές, τελικές, συμπερασματικές, αναφορικές παραβολικές·βλ. τις οικείες παραγράφους και τον πίνακα 16):
      Λέγει γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης. [ειδική]
      Καὶ τότε μὲν ἐδείπνησαν ὡς ἐδύναντο. [αναφορική παραβολική]
    2. β) Τίθεται στην αρχή κύριων προτάσεων κρίσης, ως αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος (βλ. και § 179.1, παρατήρηση α΄), ή επιφωνηματικών προτάσεων, ως εμφαντικό επιφώνημα:
      Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν· ὡς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἢ σοῦ τε καὶ Πρωταγόρου διαλεγομένων. (διότι εγώ)
      Ὡς ὑπερδέδοικά σου. (Πόσο πολύ φοβάμαι για σένα!)
    3. γ) Συνάπτεται με:
      • Αιτιολογική ή τελική μετοχή (βλ. και § 129β και § 130):
        Ἕτεροι δ’ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες. [αιτιολογική]
        Ἱπποκράτης ἐκ τῆς πόλεως ἐξήγαγε τοὺς στρατιώτας, ὡς μαχούμενος. [τελική]
      • Απόλυτο απαρέμφατο (βλ. και § 116.9):
        Τοιαῦτ’ ἦν ἃ ἔλεγε παρόντων τῶν πρέσβεων ὡς ἔπος εἰπεῖν ἐξ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος.
      • Κατηγορούμενο του αντικειμένου:
        Ἐμὲ δ’ οὐχ ὡς πρεσβευτὴν κρίνουσιν, ἀλλ’ ὡς ἐγγυητὴν Φιλίππου καὶ τῆς εἰρήνης.
      • Προσδιορισμό του σκοπού:
        Ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ὡς εἰς ναυμαχίαν.
      • Αριθμητικό ή αιτιατική προσώπου ως καταχρηστική πρόθεση, σχηματίζοντας εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει ποσό κατά προσέγγιση ή κατεύθυνση σε πρόσωπο αντίστοιχα (βλ. και § 157.8):
        Ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας. (περίπου διακόσιες)
        Γράμματα ἔπεμψε ὡς Ἀλέξανδρον. (προς τον Aλέξανδρο)
      • Επίθετο ή επίρρημα θετικού ή υπερθετικού βαθμού ως επιτατικό μόριο με τη σημασία του «όσο γίνεται», «όσο το δυνατόν» (βλ. και § 39.1):
        Σκέψασθε δὴ ὡς καλῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι.
        Καὶ στρατεύονται δὲ πάντες, ἵνα ὁ βίος αὐτοῖς ὡς βέλτιστος.
        Ὥρα δὲ βουλεύεσθαι ὅπως ὡς κάλλιστα ἀγωνιούμεθα.
    4. δ) Τονισμένο (ὣς) αποτελεί δεικτικό επίρρημα και μεταφράζεται «έτσι»:

      Ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμματεῖον διδόασιν καὶ ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν, ὣς δὲ καὶ ἡ πόλις νόμους ὑπογράψασα κατὰ τούτους ἀναγκάζει καὶ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι. (Όπως ακριβώς... έτσι και...)

Tα αρνητικά ή αποφατικά μόρια

§ 160

Τα αρνητικά μόρια της A.E. είναι δύο, το οὐ και το μή, και αντιστοιχούν προς τα δεν και μην της N.E.

  1. Το αρνητικό μόριο οὐ χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής αρνείται ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό. Άρνηση οὐ παίρνουν:
    1. α) Οι κύριες προτάσεις κρίσης:
      Φωκεῖς οὐ παραδεδώκασιν αὐτῷ τὰ χωρία.
      Οὐκ ἄξιον ἦν θαυμάζειν αὐτοῦ.
      Τὰ τοιαῦτα πάντα ἀθάνατά ἐστιν· οὔ; — Ναί.
    2. β) Οι δευτερεύουσες προτάσεις κρίσης, δηλαδή οι ειδικές, οι πλάγιες ερωτηματικές (εκτός από αυτές που εκφέρονται με απορηματική υποτακτική), οι ενδοιαστικές, οι αιτιολογικές (εκτός από αυτές που δηλώνουν υποθετική αιτιολογία και εισάγονται με το εἰ), οι συμπερασματικές (εκτός από αυτές που εκφέρονται με απαρέμφατο), οι χρονικές που προσδιορίζουν χρονικά κάτι πραγματικό και οι αναφορικές που δηλώνουν κρίση (βλ. σχετικά το κεφ. για την υποτακτική σύνδεση):
      Ἀπετόλμα δὲ λέγειν ὡς οὐ κινηθήσεται ἐκ Μακεδονίας. [ειδική]
      Λάρισαν τὴν Αἰγυπτίαν καλουμένην, ἐπεὶ οὐκ ἐπείθετο, ἐπολιόρκει. [αιτιολογική]
      Συνείθισθε ἤδη τἀδικήματα τὰ τούτου ἀκούειν, ὥστε οὐ θαυμάζετε. [συμπερασματική]
    3. γ) Το ειδικό απαρέμφατο (βλ. και § 115α):
      Ἐγὼ δέ φημι ταῦτα μὲν οὐ λέγειν αὐτόν.
    4. δ) Η επιθετική μετοχή (βλ. και § 121), η κατηγορηματική, η χρονική (εν μέρει), η αιτιολογική, η εναντιωματική, η παραχωρητική και η τροπική (βλ. και §§ 124, 128-129, 132-134):
      Νῦν δὲ φανεροὶ γεγόνασιν οὐ τοῦτο διαπράξασθαι βουληθέντες. [κατηγορηματική]
      Περινθίους οὐ βουλομένους ὑπηκόους εἶναι Δαρείου κατεστρέψαντο. [αιτιολογική]
  2. Το αρνητικό μόριο μὴ χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής απαγορεύει ή αποκρούει την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. Άρνηση μὴ δέχονται:
    1. α) Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας:
      Μὴ θορυβεῖτε, ὦ ἄνδρες.
      Φῶμεν ἢ μὴ φῶμεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τῶν παθημάτων εἶναι;Φῶμεν μὲν οὖν.
    2. β) Οι δευτερεύουσες προτάσεις επιθυμίας, δηλαδή οι πλάγιες ερωτηματικές που εκφέρονται με απορηματική υποτακτική, οι τελικές, οι συμπερασματικές απαρεμφατικές, οι εναντιωματικές, οι παραχωρητικές, οι αναφορικές που δηλώνουν επιθυμία, οι υποθετικές, οι αιτιολογικές υποθετικής αιτιολογίας (εισάγονται με το εἰ), οι χρονικές υποθετικές και οι αναφορικές υποθετικές (βλ. το κεφ. για την υποτακτική σύνδεση):
      Λέγε οὖν ἡμῖν τί ἐστιν, ἵνα μὴ ἡμεῖς περὶ σοῦ αὐτοσχεδιάζωμεν. [τελική]
      Ὁ κιθαρίζειν μαθών, καὶ ἐὰν μὴ κιθαρίζῃ, κιθαριστής ἐστι. [παραχωρητική]
      Ἐὰν μὴ τὰ πρὸ τούτων ἀκούσητε, οὐδ’ ἐκείνοις ὁμοίως παρακολουθήσετε. [υποθετική]
    3. γ) Το τελικό απαρέμφατο (βλ. και § 115β) και το έναρθρο απαρέμφατο (βλ. και § 113):
      Τοῦτον κελεύει μὴ μετέχειν τῶν τῆς πόλεως κοινῶν.
      Τὸ μὴ καλῶς λέγειν κακόν τι ἐμποιεῖ ταῖς ψυχαῖς.
    4. δ) Η τελική μετοχή, η υποθετική μετοχή, καθώς και όποια άλλη περιέχει υπόθεση1:
      Οὐ γὰρ ἔστιν ἄρχειν μὴ διδόντα μισθόν. (Δεν είναι δυνατόν να... αν δεν...) [υποθετική]
Γενική παρατήρηση

Στη χρήση των αρνητικών μορίων στην A.E. παρατηρείται πλεονασμός ύστερα από ρήματα όπως ἀμφισβητῶ, ἀντιλέγω, ἀρνοῦμαι, ἀπαγορεύω, ἀπιστῶ κ.τ.ό. Πρόκειται για ρήματα που εμπεριέχουν άρνηση και ως εκ τούτου η άρνηση των απαρεμφάτων που εξαρτώνται από αυτά πλεονάζει και δεν αποδίδεται στη μετάφραση. Όταν μάλιστα τα ρήματα αυτά βρίσκονται σε πρόταση αρνητική, το εξαρτώμενο απαρέμφατο μπορεί να πάρει ως άρνηση και τα δύο μόρια, οὐ και μή. Τότε πλεονάζει το ένα ή και τα δύο, όπως φαίνεται και στη μετάφραση2:

Τούτους ἀπαγορεύει μὴ δημηγορεῖν. (Τους απαγορεύει να αγορεύουν στην εκκλησία του δήμου.)
Καὶ οὐδεὶς πώποτ’ ἀντεῖπεν μὴ οὐ καλῶς ἔχειν αὐτούς. (Kαι κανείς δεν έχει πει μέχρι τώρα ότι αυτοί δεν είναι καλοί.)
Ὦ Ἱππία, ἐγώ τοι οὐκ ἀμφισβητῶ μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον ἢ ἐμέ. (Eγώ, Iππία, δεν αμφισβητώ βέβαια ότι εσύ είσαι σοφότερος από εμένα).


  1. Tέτοιες μετοχές είναι η χρονική υποθετική και η αναφορική υποθετική (βλ. και § 128, υποσημ. 6 και § 121, υποσημ. 3):
    Οἱ μὴ βουλόμενοι τοῖς πολεμίοις μάχεσθαι ὑφ’ ὑμῶν κακῶς πείσονται. (Όσοι τυχόν δε θέλουν να... θα τιμωρηθούν.)
    [αναφορική υποθετική]
  2. Ενδέχεται επίσης να υπάρχουν σε μια πρόταση δύο αρνήσεις (συσσώρευση αρνήσεων)· στην περίπτωση αυτή:
    1. α) Όταν η δεύτερη άρνηση είναι απλή, οὐ ή μή, οι δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με έντονη κατάφαση:
      Τούτων οὐκ ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν καταφρονήσειεν. (Όλοι θα τους καταφρονούσαν.)
    2. β) Όταν η δεύτερη άρνηση είναι σύνθετη, οὐδείς, οὐδέ, μηδείς, μηδὲ κτλ., ενισχύει την πρώτη και το όλο νόημα είναι έντονα αποφατικό:
      Μὴ θῆσθε νόμον μηδένα. (Να μη θεσπίσετε κανέναν νόμο.)