Γ. ΣYNHMMENH KAI AΠOΛYTH METOXH§ 136 H επιρρηματική μετοχή διακρίνεται σε: - α) Συνημμένη· το υποκείμενό της έχει και άλλη συντακτική θέση στην πρόταση. Συνημμένες είναι οι τελικές και ενίοτε οι υπόλοιπες επιρρηματικές μετοχές:
Ἔπεμψε Θεόπομπον εἰς Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα. [τελική, το A του ρήματος είναι και Y της μετοχής.] Ὁ Ἀγησίλαος ἐκείνους μὲν καίπερ ὁρῶν οὐκ ἐδίωκε. [εναντιωματική, το Y του ρήματος είναι και Y της μετοχής.] Ἔδοξέ μοι χρῆναι μάρτυρας λαβόντι παραγενέσθαι. [χρονική, η δοτ. προσωπική είναι και Y της μετοχής.] Τὸν δὲ Ἄκουφιν ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ. [χρονική, το Υ του απαρεμφάτου είναι και Υ της μετοχής.] - β) Απόλυτη· το υποκείμενό της είναι λέξη που δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως υποκείμενο της μετοχής. Η απόλυτη μετοχή τίθεται σε πτώση γενική (γενική απόλυτη) ή αιτιατική (αιτιατική απόλυτη)8:
- Mε γενική απόλυτη εκφέρεται κάθε επιρρηματική μετοχή προσωπικού ρήματος, εκτός της τελικής:
Κρέοντος βασιλεύοντος οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. [χρονική] Ἀποπλεῖ οἴκαδε καίπερ μέσου χειμῶνος ὄντος. [εναντιωματική] Κῦρος δ' οὖν ἀνέβη ἐπὶ τὰ ὄρη οὐδενὸς κωλύοντος. [τροπική] Xρημάτων δεομένης τῆς Σπάρτης πρὸς πόλεμον, ἐπορεύθη ὁ Ἀγησίλαος εἰς Aἴγυπτον. [αιτιολογική] Kολαζόντων ὑμῶν τοὺς ἀδικοῦντας ἔσονται οἱ νόμοι καλοὶ καὶ δίκαιοι. [υποθετική] N.E.: Ξημερώνοντας τ' Aγιαννιού, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά. [χρονική] - Mε αιτιατική απόλυτη εκφέρεται η μετοχή απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων9. H μετοχή αυτή τίθεται σε αιτιατική ουδέτερου γένους ενικού κυρίως αριθμού. H απόλυτη μετοχή σε αιτιατική είναι κυρίως εναντιωματική και σπανιότερα χρονική, αιτιολογική ή υποθετική. Oι πιο συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι οι ακόλουθες:
ἄδηλον ὂν | εἰρημένον | πρέπον | ἀδύνατον ὂν | ἐξὸν | προσῆκον | αἰσχρὸν ὂν | μέλον | προσταχθὲν | γεγραμμένον | μεταμέλον | προστεταγμένον | δέον / δεῆσον | μετὸν | ῥᾴδιον ὂν | δίκαιον ὂν | οἷόν τε ὂν | τυχὸν | δόξαν / δόξαντα | παρασχὸν | ὑπάρχον | δυνατὸν ὂν | παρὸν | χρεὼν | Ἐξόν μοι ἴσον λαμβάνειν οὐκ ἐλάμβανον. [εἰ καὶ ἐξῆν: εναντιωματική με Y: λαμβάνειν] Παρεκελεύοντο κραυγῇ οὐκ ὀλίγῃ χρώμενοι, ἀδύνατον ὂν ἐν νυκτὶ ἄλλῳ τῳ σημῆναι. [ἐπεὶ ἀδύνατον ἦν: αιτιολογική με Y: σημῆναι]
|