Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι
Η ιστορία του ρεμπέτικου ταυτίζεται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας (από τα τέλη του 1800 ως το 1950-55 περίπου). Από το 1912 (απελευθέρωση και προσάρτηση νέων εδαφών) μέχρι το 1922 (Μικρασιατική Καταστροφή), η ηπειρωτική Ελλάδα δέχεται πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες. Η συγκέντρωση αυτού του προσφυγικού πληθυσμού στο περιθώριο των αστικών κέντρων, και κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, συντέλεσε στη δημιουργία και ανάπτυξη του ρεμπέτικου.
Ανάλογες δημιουργίες με αυτές του
ρεμπέτικου παρατηρούνται και στην Αμερική με τη δημιουργία των μπλουζ
(blues), στη Βραζιλία με τη σάμπα (samba) και στη Τζαμάικα με τη
μουσική ρέγκε
(reggae). Ανάλογες είναι και οι διεργασίες που συνετέλεσαν στη
δημιουργία των μουσικών αυτών (μετακίνηση πληθυσμών, συγκερασμός της
μουσικής του πληθυσμού που μετακινείται με τη μουσική των περιοχών όπου
εγκαθίστανται, η έκφραση των δυσκολιών και των απογοητεύσεων εξαιτίας
αυτών κ.ά.).
Τα
τραγούδια των προσφύγων, σε συνδυασμό με τα δημοτικά, τα νησιώτικα και
τα δυτικότροπα
μουσικά είδη που υπάρχουν στην ηπειρωτική
Ελλάδα την ίδια εποχή, αποτέλεσαν το υπόστρωμα που οδήγησε στη
διαμόρφωση αυτού του μουσικού ιδιώματος.
Οι μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου ανάγονται στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.
|
Ο όρος «ρεμπέτης» ανάγεται στην περίοδο της τουρκοκρατίας και σημαίνει αυτόν που ζει εκτός νόμου, έξω από τους κανόνες ζωής μιας κοινωνίας. Σύμφωνα με το μελετητή του ρεμπέτικου Ηλία Πετρόπουλο: «ρεμπέτης θα πει: εξεγερμένος, ατίθασος». Μια εκδοχή είναι ότι ο «ρεμπέτης» προέρχεται από την ιταλική λέξη «rebelo», που σημαίνει επαναστάτης, μια άλλη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ρέμβομαι» και το μεσαιωνικό «ρέμπομαι» που το συναντούμε και στον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου και σημαίνει γυρίζω, ρεμβάζω, περηφανεύομαι, ενώ μια ερμηνεία σύμφωνα με το Σμυρνιό συγγραφέα Σωκράτη Προκοπίου, είναι ότι ο «ρεμπέτης» είναι ο αλήτης, ο άνθρωπος κατώτερης τάξης. Οι στίχοι του Κώστα Μάνεση στο τραγούδι του Απόστολου Χατζηχρήστου «να γυρίζω σαν αλήτης, άφραγκος και ερημοσπίτης, κουρελιάρης πάντα και φτωχός» είναι πλήρως αντιπροσωπευτικοί του όρου ρεμπέτης με τη στενή έννοια του όρου, η οποία συνέβαλε ώστε να θεωρηθεί και να θεωρείται το ρεμπέτικο, ακόμη και σήμερα, ως τραγούδι του περιθωρίου. Κάτω από τον όρο «ρεμπέτικο» στεγάστηκαν όμως κατά καιρούς τραγούδια που εκφράζουν διάφορα λαϊκά στρώματα, τους εργάτες, τους μικρομεσαίους, τους περιθωριακούς. Με την ευρεία του έννοια λοιπόν στεγάζονται κάτω από τον όρο «ρεμπέτικο» τραγούδια διαφορετικού μορφικού τύπου, από χασάπικα και ζεϊμπέκικα μέχρι συρτά, καλαματιανά και μπάλλους, από καρσιλαμάδες και τσιφτετέλια μέχρι σέρβικους μανέδες, λαϊκά βαλς και λαϊκές καντάδες.
Μεγάλοι μουσικοί, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης και Νίκος Μαμαγκάκης, έγραψαν-με βάση το ρεμπέτικο-τραγούδια, που δεν είχαν καμία σχέση με το περιθώριο και συνέβαλλαν με τον τρόπο αυτό στην απαλλαγή του ρεμπέτικου από την έννοια του περιθωριακού τραγουδιού και τη μουσική «νομιμοποίησή» του, πράγμα για το οποίο αν και πάσχιζαν από καιρό οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης κ.ά., δεν το είχαν κατορθώσει.
|
Ο Ηλίας
Πετρόπουλος κατατάσσει τα ρεμπέτικα σε κατηγορίες ανάλογα με τη
θεματολογία τους:
|
Οι περίοδοι του Ρεμπέτικου τραγουδιούΑρχές του 20ου αι. μέχρι το 1934 Από την πρώτη αυτή περίοδο εμφανίζονται και καταγράφονται δύο είδη ρεμπέτικων τραγουδιών. Το πρώτο είδος αφορά τραγούδια των αστικών κέντρων των περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς, που βρίσκονται κάτω από οθωμανική ή άλλη κατοχή. Αυτά τα κέντρα είναι η Σμύρνη, η Πόλη, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, το Κάιρο κ.ά. Κύρια όργανα στην περιοχή της Σμύρνης είναι το βιολί, το ούτι, το κανονάκι, το σαντούρι και η κιθάρα, ενώ στην περιοχή της Πόλης, παρατηρείται η εναλλαγή του βιολιού με την πολίτικη λύρα. Τα τραγούδια αυτά ακούγονται στα σοκάκια, στις ταβέρνες και στα λαϊκά κέντρα των πόλεων. Το δεύτερο είδος, αναφέρεται σε αυτά που εμφανίζονται στην Ελλάδα, με αντιπροσωπευτικά όργανα, τα όργανα κλειστού χώρου (φυλακής, τεκέ, ταβέρνας), όπως ο ταμπουράς ή αργότερα το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς –με καταφανή την προέλευσή τους από ορισμένα είδη του δημοτικού τραγουδιού. Ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι εκείνη την εποχή είχαν τρεις μονές χορδές ενώ αργότερα έγιναν διπλές. Η κιθάρα ή το ακορντεόν χρησιμοποιούνταν μόνο για συνοδεία. Επίσης εμφανίζονται ο τζουράς (μικρότερο από το μπουζούκι) και το γόνατο (μικρότερο από το μπαγλαμά).
Το ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει με μια εισαγωγή
(ταξίμι),
με ένα σόλο μπουζούκι και μετά μπαίνουν οι φωνές και τα άλλα
συνοδευτικά όργανα. Με το ταξίμι (που είναι ένας ελεύθερος ή και
ρυθμικός αυτοσχεδιασμός) γίνεται η εισαγωγή στην αίσθηση που θέλει να
μεταδώσει ο εκτελεστής, προβάλλοντας τη δεξιοτεχνία του και στο μουσικό
δρόμο (βυζαντινό
«ήχο»), στο φόντο δηλαδή πάνω στο οποίο θα εξελιχθεί όλο το
τραγούδι.
Η μουσική του ρεμπέτικου δεν είναι γραπτή, αλλά βασίζεται πάνω στον αυτοσχεδιασμό. Αυτήν την πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου εμφανίζονται και οι πρώτες εγγραφές δίσκων στην Ελλάδα. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν αυτός που ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι το 1931. |
1934-1945 Το ρεμπέτικο τη δεκαετία αυτή παιζόταν από μουσικές κομπανίες,
που αποτελούνταν από 2 ή 3 μπουζούκια, ένα μπαγλαμά, μια κιθάρα και
συχνά ένα ακορντεόν. Συνήθως τραγουδούσε μια γυναίκα και μια έπαιζε
ντέφι και χόρευε. Η δικτατορία
του Μεταξά το 1936 άλλαξε την κατάσταση λόγω της λογοκρισίας που
επέβαλε. Άλλαξε και η θεματολογία των τραγουδιών όπως επίσης και η
διάρκεια τους αφού η διάρκεια των τραγουδιών στο δίσκο των 78 στροφών
ήταν μόλις 3 λεπτά οπότε έπρεπε να περιοριστούν τα μακροσκελή ταξίμια.
1945-1960
Τα τραγούδια ονομάζονται πλέον «αρχοντορεμπέτικα», με την ορχήστρα να μεγαλώνει, καθώς προστίθενται 8 ή 10 μπουζούκια, χάμοντ και για ρυθμική συνοδεία ντραμς. Οι κλίμακες μοιάζουν περισσότερο με τις μείζονες και ελάσσονες, παρά με τους βυζαντινούς ήχους και το ρεφραίν εμφανίζεται επηρεασμένο από τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση. 2. Χάμοντ (Hammond): είναι ένα ηλεκτρικό εκκλησιαστικό όργανο που δημιουργήθηκε από το Λώρενς Χάμοντ το 1934. Ενώ αρχικά χρησιμοποιούνταν στην εκκλησία, στη συνέχεια έγινε δημοφιλές στη μουσική τζαζ και μπλουζ. Σταμάτησε να παράγεται τη δεκαετία του 1970.
|
Τα
μουσικά όργανα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού
Το μπουζούκι ήταν σε χρήση στον ελληνικό χώρο επί αιώνες. Είναι μια παραλλαγή της οικογένειας των ταμπουράδων («bouzouk»: τούρκικη λέξη που σημαίνει σπασμένος). Πιθανότατα όμως η ονομασία του προέρχεται από το «ντουζένι», τρόπο κουρδίσματος του τουρκικού «σαζ». Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής, το μέγεθος, το σχήμα, τον αριθμό χορδών κ.ά. διακρίνουμε το μπουζούκι, τον «τζουρά», τη «μπουζουκομάνα», το «γόνατο» (σκαφτό), το «μπαγλαμά». Το μήκος του μπουζουκιού είναι περίπου 90 εκ. έως ένα μέτρο και ηχεί σαν το λαγούτο. Ο μπαγλαμάς, που είναι το μικρότερο όργανο της οικογένειας, έχει μήκος περίπου 40-60 εκ. και τρεις διπλές χορδές. Το μπουζούκι παίζεται με πένα. Είναι συνήθως τρίχορδο ή τετράχορδο. Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές, ενώ το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές τις δύο ψηλότερες.
Το τουμπελέκι αποτελείται από έναν πήλινο σκελετό σε σχήμα στάμνας χωρίς λαβή, ανοιχτή στο στόμιο και σκεπασμένη στον πάτο με τεντωμένο δέρμα το οποίο κολλούν ή δένουν στο ηχείο. Το τουμπελέκι συναντιέται σε διάφορα μεγέθη. Η καταγωγή του είναι μικρασιατική, όμως χρησιμοποιείται από παλιά στη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
|
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΕΡΤ - Ρεμπέτικα τραγούδια της περιόδου 1850-1900 Τα ρεμπέτικα της Σμύρνης (μέρος 1) Τα ρεμπέτικα της Σμύρνης (μέρος 2) Τα ρεμπέτικα της Σμύρνης (μέρος 3) ΕΡΤ - Έλα απόψε στου θωμά (Τραγούδια του μαγαζιού) ΕΡΤ - ΕΡΤ - Σαν Παλιά φωτογραφία (Β. Τσιτσάνης) ΕΡΤ - Παρασκήνιο (Μ. Βαμβακάρης-Γ. Παπαϊωάννου) ΕΡΤ - Αρχοντορεμπέτικα της δεκαετίας 1948-58 Η μηχανή του χρόνου: Ο Μάνος Χατζιδάκις και το Οσκαρ Ο Μάνος Χατζιδάκις μέσα από τα λόγια των ανθρώπων που τον γνώρισαν - Το κουτί της Πανδώρας |