Η όπερα είναι το δράμα που τραγουδιέται. Συνδυάζει
τα μέσα της φωνητικής και της οργανικής μουσικής -σολίστες, σύνολα,
χορωδίες, ορχήστρα, κάποιες φορές και μπαλέτο- με την ποίηση και το
θέατρο, την ηθοποιία και την παντομίμα, τη σκηνογραφία και τα
κοστούμια.
Η όπερα αρχίζει συνήθως με ένα ορχηστρικό κομμάτι,
την εισαγωγή (ουβερτούρα), το οποίο μπορεί να εισάγει μελωδίες από τις
άριες που πρόκειται να ακουστούν. Κάθε πράξη της όπερας έχει κανονικά
τον ορχηστρικό της πρόλογο, ενώ είναι επίσης πιθανό να παρεμβάλλονται
μουσικά μέρη μεταξύ των σκηνών.
Μία όπερα -στα πλαίσια της δράσης που επιβάλει η
πλοκή της- μπορεί να περιέχει σκηνές
συνόλου (τρίο, κουαρτέτα, κουϊντέτα κ.ο.κ), στις οποίες τα
πρόσωπα εκφράζουν τα συναισθήματα τους.
Οι απαραίτητες για τη δράση και την πλοκή εξηγήσεις παρουσιάζονται
γενικά με ένα είδος μουσικής απαγγελίας που ονομάζεται ρετσιτατίβο. Το ρετσιτατίβο στις λυρικές στιγμές παραχωρεί τη θέση του στην άρια. Η άρια είναι ένα τραγούδι συνήθως βαθιά συγκινητικό. Είναι αυτό που το
ακροατήριο περιμένει, αυτό που επευφημεί και αυτό που στο τέλος
θυμάται.
Η χορωδία χρησιμοποιείται σε σύμπραξη με τους μονωδούς ή λειτουργεί ανεξάρτητα.
Άλλοτε σχολιάζει τα δρώμενα, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική
τραγωδία και άλλοτε εμπλέκεται στη δράση. Την οπερατική δράση
υποστηρίζει η ορχήστρα που δημιουργεί την αρμόζουσα διάθεση στις
διάφορες σκηνές.
Ο συνθέτης της όπερας συνεργάζεται με το
λιμπρετίστα, ο οποίος γράφει το θεατρικό- ποιητικό κείμενο του έργου.
Πλάθει τους χαρακτήρες και την πλοκή έχοντας την επίγνωση του
δραματικού στοιχείου και επινοεί καταστάσεις τέτοιες που να
δικαιολογούν τη χρήση της μουσικής. Το «λιμπρέτο»
(libretto), το κείμενο δηλαδή της όπερας, πρέπει να
συλλαμβάνεται με φαντασία, ώστε να δίνει στο συνθέτη τη δυνατότητα να
δημιουργεί διάφορες μουσικές κατασκευές (άριες, ρετσιτατίβο, ντουέτα,
σκηνές συνόλων, χορωδιακά), που συνδέονται παραδοσιακά με αυτή τη μορφή
τέχνης.
Σκηνή από την
όπερα «Φιντέλιο»
του Λ. Β. Μπετόβεν