Ταμπούρα / Tambura
|
 |
Ονομάζεται
και Tamburū Vīņā. Το βασικότερο όργανο δημιουργίας του χαρακτηριστικού
ισοκρατήματος στην Ινδική κλασική μουσική. Είναι έγχορδο με τέσσερις
(πιο σπάνια πέντε) βασικές χορδές, κουρδισμένες καταρχήν στο Sa
(τονική), κατά δεύτερον στο Pa (πέμπτη) ή στο Ma (τέταρτη), και, κατά
τρίτον, σε άλλες βασικές νότες του Rāga. Μόνο το ένα χέρι συμμετέχει,
νύσσοντας τις χορδές διαδοχικά και αφήνοντάς τες να πάλλονται
ελεύθερα. Παίζεται από τον ίδιο τον σολίστα-τραγουδιστή
ή από κάποια/ον συνοδό, ενώ πολλές
φορές συμμετέχουν δύο ή περισσότεροι συνοδοί με Taňburā κουρδισμένους
όμοια ή και σε άλλες νότες του Rāga.
Το
χαρακτηριστικό ισοκράτημα του οργάνου έχει δυναμικά μεταβαλλόμενο
ηχοχρωματικό φάσμα, και είναι κάτι ανάμεσα σε drone (συνεχές ίσο) και
ostinato (επαναλαβανόμενη φράση). Με τη βοήθεια των Javarī, οι χορδές
μπορούν να κουρδιστούν (αλλά και να ξε-κουρδιστούν) με μεγάλη ακρίβεια,
έτσι ώστε να δημιουργηθούν τα επιθυμητά διακροτήματα από τη συμβολή των
αρμονικών των χορδών. Αυτά τα πολλαπλά διακροτήματα, σε συνδυασμό με
τις έντονες αντηχητικές ιδιότητες του ηχείου είναι που δημιουργούν το
χαρακτηριστικό ηχοχρωματικό στρώμα.
Τα μεγέθη ποικίλουν από μικρούς
των 50cm έως τεράστιους, πάνω από ενάμιση μέτρο. Το ηχείο είναι
κατασκευασμένο από κολοκύθα, οι χορδές είναι μεταλλικές και συχνά
τυλίγονται και με μετάξι.
Σχετικά με την προέλευση του ονόματος του
οργάνου, κάποιοι θεωρούν πως προέρχεται από τη λέξη για την "κολοκύθα"
(Tumbā, στα Χίντι), άλλοι πως προέρχεται από τον Tamburū, κάποιον
Gāndhārva (μια ημι-θεϊκή τάξη όντων), που φέρεται να το επινόησε.
.
Πηγή:
http://www.musicking.gr/tambura/?lang=el