Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Κείμενο 1 [Περίεργα πλάσματα οι μαμάδες…]
Ύστερα από μισή ώρα, βγαίνω φωνάζοντας.
– Ορίστε! Τα 'μαθα! Άντε να σ' τα πω, γιατί θέλω να πάω βόλτα. Παίζει ο Μίκης απόψε.
– ΒΟΛΤΑ; Τολμάς να θες να πας και βόλτα μετά απ' αυτά;
– Ναι, τολμάω. Και βέβαια τολμάω. Αλλά εσείς οι γονείς θέλετε να
βλέπετε μόνο τ' άσχημα. Φτου! Έφερα 18 Αρχαία, 19 Νέα, 17 Έκθεση, 18
Γλώσσα, μην πω για Ιστορίες, Γεωγραφίες κι αυτά, γιατί άντε! Αλλά
εσείς; Μόνο τους χαμηλούς βαθμούς βρήκατε και κοιτάξατε!
Και εδώ είναι που με πήραν τα κλάματα. Αχ,
μ' αρέσει αυτό το παιχνίδι. Κλαίω λες και φεύγει ο γιος μου στον
πόλεμο! Και τότε όλα αλλάζουν. Η μαμά μου χαμηλώνει το κεφάλι και
κοιτάζει τα γόνατά της. Και μέχρι να ολοκληρώσει την κίνηση, ήδη έχω
φανταστεί το μονόλογο που θα επακολουθήσει: «Αχ, παιδί μου, εγώ για
σένα το λέω… Μα, να 'σαι τόσο έξυπνη και να φέρνεις τέτοιους βαθμούς
στα Μαθηματικά; Γιατί; Ορίστε. Βλέπεις ότι άμα θες μπορείς να γίνεις
τέλεια και να πάρεις και έπαινο! Εγώ για σένα το λέω…».
Και τα λέει! Ακριβώς αυτά λέει! Μου 'ρχεται να
γελάσω, αλλά προτιμώ να συνεχίσω το δράμα λίγο ακόμα. Καμιά φορά τα
χάνω με τον εαυτό μου. Θέλω να είμαι αληθινή και υποστηρίζω πάντα τη
γνώμη μου και δεν προσποιούμαι και δε λέω ψέματα, αλλά ώρες ώρες αυτό
το παιχνίδι είναι διασκεδαστικότατο! Χωρίς να προσθέσω τίποτα, της δίνω
το βιβλίο της Φυσικής και, με μάτια σαν το Νιαγάρα, της λέω το μάθημα
μέσα από τα απαραίτητα αναφιλητά. Πόσο το γλεντάω! Και στο τέλος λέω
αυτό που θέλει ν' ακούσει:
– Θα προσπαθήσω, μαμά… θα γίνω
καλύτερο παιδί… Αχ… Αχ… –ας μη βάλω άλλα «αχ» γιατί θα προδοθώ– …Δεν
αξίζω τίποτα, θα κλειστώ στο δωμάτιο μου και θα διαβάζω. Και όλοι οι
φίλοι μου θα διασκεδάζουν… Δε με νοιάζει… Δε θα πάω βόλτα… Δε θέλω να
δω κανέναν…
Και πάνω που πάει να μου μιλήσει, να μου πει
ό,τι λέει πάντα «έλα τώρα, μην το παίρνεις κατάκαρδα… Άντε, βγες, δεν
μπορώ να σε βλέπω στενοχωρημένη» κι άλλα τέτοια, να σου που χτυπάει το
κουδούνι. Είναι ο Μίκης με την Αμαλία, την κοπέλα του –καλά!
πανέμορφη!– και ήρθαν να με πάρουν να πάμε στο club που θα παίξουν
απόψε. Τώρα να συνεχίσω το δράμα; Γιατί όχι;
– Όχι, δεν πάω πουθενά. Είμαι μια άχρηστη.
– Λοιπόν, άσε τις μπούρδες και πήγαινε με τα παιδιά που ήρθαν να σε
πάρουν. Και άσε αυτά τα μούτρα. Άντε πλύσου λίγο, χάλια δείχνεις, λέει
η μαμάκα μου, που δε μασάει.
Υπακούω.
Ο Μίκης γελάει γιατί με ξέρει. Υπακούω, γιατί την άλλη φορά που
αποφάσισα να συνεχίσω το δράμα, η καλή μου η μαμά έκρινε ότι έπρεπε να
μείνω μέσα τελικά για να μου περάσει κι έτσι έχασα τη βόλτα. Πήγα με
σκυμμένο το κεφάλι στο δωμάτιο μου κι άλλαξα ρούχα. Βέβαια πήρα και το
Βασίλη τηλέφωνο να τον ενημερώσω.
– 'Ντάξει, πέτυχε!
Ντύσου κι ερχόμαστε. Α! Ντυμένος είσαι; Καλά, ερχόμαστε. Το ίδιο
σκυμμένη και τεθλιμμένη, είπα γεια στη μαμά μου, η οποία με φίλησε
«γλυκά» όπως θα 'λεγε κι εκείνη και φύγαμε.
Τι περίεργο
πράγμα με τη μαμά μου: Λοιπόν, όταν καμιά φορά θέλω να κάνω κοπάνα απ'
το σχολείο και προφασίζομαι στομαχόπονο πρωί πρωί, το καταλαβαίνει, μου
λέει ν' αφήσω τα παραμύθια και με στέλνει ντουγρού στο σχολείο. Κι
άλλοτε πάλι, αν ο στομαχόπονος είναι όντως αληθινός, μ' αφήνει να
κοιμηθώ. Μα το ίδιο θέατρο παίζω. Αλλά, πού τα καταλαβαίνει τα ψεύτικα,
κι εγώ δεν ξέρω… Όμως τις φάσεις σαν την αποψινή δεν ξέρω πώς τις
πιστεύει. Αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν είναι βλάκας. Οπότε, είτε της θίγω
καμιά ευαίσθητη χορδή και δεν της πάει να με βλέπει στενοχωρημένη στα
πρόθυρα κατάθλιψης, είτε απλά καταλαβαίνει πού το πάω, θέλει να μ'
αφήσει να βγω και τελικά το κάνει, αφήνοντάς με να πιστέψω ότι την
κορόιδεψα. Περίεργα πλάσματα οι μαμάδες…
Χαρά Γιαννακοπούλου, Λητώ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1999
|