Μαθαίνω για τις εγκλίσεις του ρήματος
- Η οριστική συνήθως φανερώνει το πραγματικό, αλλά μερικές φορές μπορεί και να δηλώσει το δυνατό, το πιθανό, ευχή και παράκληση.
- Η υποτακτική φανερώνει το ενδεχόμενο, το επιθυμητό, αλλά και προτροπή, παραχώρηση, ευχή, το δυνατό, απορία, το πιθανό, προσταγή.
- Η προστακτική φανερώνει συνήθως προσταγή, προτροπή, απαγόρευση, αλλά μπορεί και να δηλώνει και παράκληση, ευχή, έντονη περιέργεια.
|
Β2 Οι χρόνοι του ρήματος
Ακούω και μιλώ
- Στα παρακάτω αποσπάσματα του κειμένου 1 βρείτε μόνο τα ρήματα που βρίσκονται στην οριστική. • Στη συνέχεια ονομάστε τη χρονική βαθμίδα τους (παρόν, παρελθόν, μέλλον).
α. Μόνο τους χαμηλούς βαθμούς βρήκατε και κοιτάξατε! Και εδώ είναι που με πήραν τα κλάματα.
β. –
Θα προσπαθήσω, μαμά… Θα γίνω καλύτερο παιδί… Αχ… Αχ… –ας μη βάλω άλλα
«αχ» γιατί θα προδοθώ–…Δεν αξίζω τίποτα. Θα κλειστώ στο δωμάτιο μου και
θα διαβάζω. Κι όλοι οι φίλοι μου θα διασκεδάζουν…
γ. Τι
περίεργο πράγμα με τη μαμά μου: Λοιπόν, όταν καμιά φορά θέλω να κάνω
κοπάνα απ' το σχολείο και προφασίζομαι στομαχόπονο πρωί πρωί, το
καταλαβαίνει, μου λέει ν' αφήσω τα παραμύθια και με στέλνει ντουγρού
στο σχολείο.
- Χρησιμοποιήστε κάποια από τα ρήματα του αποσπάσματος
της προηγούμενης άσκησης α) σε χρόνους που δείχνουν παρελθόν και β) σε
χρόνους που δείχνουν μέλλον, μιλώντας για τη σχέση σας με τους γονείς
σας.
- Η μητέρα στο κείμενο 1 αντιδρά στην αρχή έντονα και
μετά υποχωρεί. Σε ποιο χρόνο και ποια έγκλιση βρίσκονται τα ρήματα που
χρησιμοποιεί και γράφονται με έντονους χαρακτήρες; • Βρείτε τη χρονική βαθμίδα τους.
– Μα, να 'σαι τόσο έξυπνη και να φέρνεις τέτοιους βαθμούς στα Μαθηματικά;
– Μην το παίρνεις κατάκαρδα.
– Άντε πλύσου λίγο…
– Πήγαινε με τα παιδιά που ήρθαν να σε πάρουν.
|
Κείμενο 5 [Όνειρο ήταν…]
Ξέρεις, μαμά, ο γιος σου βλέπει τη
νύχτα εφιάλτες. Χθες, μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα, άκουσα φωνές και
κλάματα από το δωμάτιο του. Τον βρήκα στο κρεβάτι του να σπαράζει.
– Τι έχεις, Μανθούλη μου; Πονάς πουθενά; Είσαι άρρωστος;
– Η μαμά… Η μαμά… Ήταν εδώ λίγο πριν έρθεις. Μ' αγκάλιασε, με φίλησε
πολλές φορές. Εγώ είχα γαντζωθεί πάνω της και την παρακαλούσα: «Μην
ξαναφύγεις, μαμά, σε παρακαλώ, μη μ' αφήσεις… Θα γίνω καλό παιδί, δε θα
χτυπάω τους συμμαθητές μου και θα γυρίζω νωρίς στο σπίτι…». Η μαμά
χαμογελούσε, αλλά δε μου απάντησε. Τραβήχτηκε από κοντά μου, άνοιξε την
πόρτα κι έφυγε χωρίς να λογαριάσει τις φωνές και τα παρακάλια μου.
Γιατί, Δανάη; Γιατί έφυγε πάλι;
– Όνειρο είδες, βρε κουτό. Η μαμά δε γύρισε κι ούτε πρόκειται να
έρθει πίσω. Αυτά τα είπαμε. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτήν,
πάρ' το απόφαση. Είμαστε μεγάλοι πια, θα τα καταφέρουμε.
– Κι αν ξαφνικά πεθάνει ο μπαμπάς, τι θα γίνουμε μόνοι μας; Λένε ότι
ο παππούς του Στράτου πέθανε από τη στενοχώρια του όταν έφυγε η κόρη
του για την Αμερική. Κι ο μπαμπάς είναι πολύ λυπημένος. Φοβάμαι, Δανάη…
– Χαζούλικο… Πώς σου μπήκε τέτοια ιδέα στο μυαλό; Έτσι εύκολα
πεθαίνουν οι άνθρωποι; Όλοι έχουν στενοχώριες, αλλά κάνουν κουράγιο και
προχωρούν. Κι εμείς δε θα το βάλουμε κάτω. Σιγά σιγά θα την ξεχάσουμε
τη μαμά και δε θα πονάμε πια.
– Εγώ δε θέλω να την ξεχάσω. Όταν μεγαλώσω θα πάω να τη βρω.
– Καλά, καλά… Κοίτα τώρα να ηρεμήσεις και να ξανακοιμηθείς κι έχουμε καιρό ως τότε.
Γύρισα κι εγώ στο κρεβάτι μου. Κανένας άλλος δεν άκουσε τις φωνές
και τα κλάματα του Μάνθου. Η Θέκλα παίρνει κάθε βράδυ ένα χαπάκι για
τις αϋπνίες της κι ο μπαμπάς δεν ξυπνάει, ακόμα και κανόνια να βαράνε.
Το μπουκάλι το κρασί τού χαρίζει ένα βαθύ ύπνο όμοιο με λήθαργο… Εγώ
όμως έμεινα ξάγρυπνη και μόνο όταν άρχισε να χαράζει με πήρε ο ύπνος.
Βλέπεις πώς καταντήσαμε, μαμά;
Λίτσα Ψαραύτη, Όνειρα από μετάξι, εκδ. Πατάκη, 2002 |