Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα (Β Γυμνασίου) - βιβλίο μαθητή (εμπλουτισμένο)

ραψωδία Δ

ρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις
(Οι Τρώες παραβαίνουν τις συμφωνίες – Ο Αγαμέμνονας επιθεωρεί το στράτευμα πριν από τη μάχη)

Περιληπτική αναδιήγηση

Οι πρώτοι στίχοι της Δ ραψωδίας μας μεταφέρουν στον Όλυμπο, όπου οι θεοί συζητούν για το αποτέλεσμα της μονομαχίας. Ο Δίας υποστηρίζει ότι νικητής είναι ο Μενέλαος και προτείνει να του δοθεί, σύμφωνα με τους όρκους, η Ελένη. Βέβαια, μια τέτοια έκβαση δεν εξυπηρετεί τη βουλή του: η τιμή του Αχιλλέα μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αν ο πόλεμος συνεχιστεί. Ελπίζει όμως στην αντίδραση της Ήρας και της Αθηνάς· οι δυο θεές εχθρεύονταν θανάσιμα τους Τρώες και επιθυμούσαν την ολοσχερή καταστροφή τους. Πράγματι, η Ήρα αντιδρά με οργή σε μια τέτοια λύση· προτείνει μάλιστα κι έναν εύσχημο τρόπο παραβίασης των όρκων, ώστε ο πόλεμος να ξαναρχίσει. Ο Δίας υποχωρεί και στέλνει την Αθηνά στο πεδίο της μάχης, να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της Ήρας.
    Η Αθηνά σπεύδει και με τη μορφή του Λαόδοκου προσπαθεί να παρασύρει με λόγια δελεαστικά τον Τρώα Πάνδαρο να τοξεύσει τον Μενέλαο κι έτσι να παραβιαστούν οι συνθήκες. Το σχέδιο των θεών, βέβαια, στέφεται με επιτυχία και η δόλια ενέργεια του Πάνδαρου εξαγριώνει τους Αχαιούς. Σαν να μην έφτανε αυτό, και ενώ οι Αχαιοί ασχολούνται με τη θεραπεία του επιπόλαιου τραύματος του Μενέλαου, οι Τρώες επιτίθενται και έτσι η παραβίαση των όρκων δεν περιορίζεται μόνο στην ενέργεια του Πάνδαρου. Σε μια γρήγορη επιθεώρηση του στρατού από τον Αγαμέμνονα πριν από τη μάχη, ο ποιητής μάς γνωρίζει καλύτερα τους αρχηγούς του στρατού, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα, και ο ηνίοχός του ο Σθένελος. Σε λίγο η μάχη γενικεύεται και η σύγκρουση είναι φοβερή. Στο πλάι των Τρώων στέκουν ο Άρης και ο Απόλλωνας, ενώ η Αθηνά ενθαρρύνει τους Αχαιούς.

Εικόνα 13. Σκληρή μάχη Εικόνα 13. Σκληρή μάχη
ανάμεσα σε Τρώες και Αχαιούς.
Ζωγραφική σε αρχαϊκό
τυρρηνικό μελανόμορφο
αμφορέα. Μουσείο Βόννης
(αντίγραφο).

 

 

ραψωδία Δ 422-544
Και να που η μάχη επιτέλους αρχίζει!
(ανάγνωση)
Οι φάλαγγες των Αχαιών και η τρωική παράταξη Πώς σε γιαλό μπροστά πολύβογγο της θάλασσας το κύμα
ασκώνει ο Ζέφυρος, και χύνεται ξοπίσω το 'να στ' άλλο·
βαθιά στο πέλαο πρώτα υψώνεται, μετά στην ξέρα απάνω
σπάζει με ορμή και με άγριο βρούχισμα, κι ολόγυρα στους κάβους
δοξαρωτό κορφοσηκώνεται ξερνώντας αλισάχνη·
όμοια κι οι φάλαγγες οι αργίτικες απανωτές τραβούσαν
δίχως σώμο στη μάχη· φώναζε στο ασκέρι το δικό του
κάθε ρηγάρχης· οι άλλοι αμίλητοι τραβούσαν (τόσα πλήθη
πως ακλουθούν ποτέ δε θα 'λεγες κι έχουν φωνή στο στήθος)
βουβοί, από φόβο στους ρηγάρχες τους μπροστά· κι ολόγυρά τους
οι πλουμιστές αρμάτες έλαμπαν, που ως όδευαν φορούσαν.
Κι οι Τρώες, ως πρόβατα σε τσέλιγκα τρανού τη μάντρα στέκουν
μύρια, ν' αρμέξουν το άσπρο γάλα τους κι ως καρτερούν, βελάζουν
χωρίς αναπαμό, τ' αρνάκια τους γρικώντας· όμοια τότε
των Τρώων ο αλαλητός ασκώνουνταν μες στο φαρδύ τ' ασκέρι.
Ίδια λαλιά δεν είχαν όλοι τους μηδέ μιλούσαν όμοια,
τι ήταν το ασκέρι χιλιομάζωχτο κι οι γλώσσες μπερδεμένες.



425




430




435
Και οι θεοί παίρνουν
μέρος στη μάχη
Και τούτους ο Άρης τους ξεσήκωνε, τους άλλους η Παλλάδα,
κι ο Φόβος κι η Τρομάρα κι η άπαυτα ξεφρενιασμένη Αμάχη,
του Άρη του αντροφονιά η συντρόφισσα κι αντάμα κι αδελφή του·
που λίγο λίγο πρώτα ασκώνεται, μα γρήγορα στυλώνει
ψηλά στα ουράνια το κεφάλι της και περπατάει στο χώμα.
Αυτή και τότε πηγαινόρχουνταν αναμεσός στ' ασκέρια,
την άγρια αμάχη τους κεντρίζοντας κι αυξαίνοντας το βόγγο.

440




445
Γενικευμένη μάχη Κι όπως τα δυο τ' ασκέρια τρέχοντας σμίξαν μαζί, σκουντρήξαν
το 'να με τ' άλλο τα κοντάρια τους σκουντρήξαν τα σκουτάρια
και των αντρών των χαλκοθώρακων η αντρειά, κι αντιχτυπούσαν
οι αφαλωτές ασπίδες, κι έβραζεν ο σάλαγος περίσσιος·
και γρίκαες καυκησιές και γόσματα μαζί την ίδιαν ώρα,
αυτών που εσφάζαν και που εσφάζουνταν κι η γης πλημμύριζε αίμα.
Καθώς φουσκώνουν ξεροπόταμα κι απ' τα βουνά κυλούνε
και σμίγουν κάτω στο συλλάγκαδο τα ξέχειλα νερά τους,
που από κρουνούς τρανούς ξεχύνονται μες σε βαθιά χαράδρα,
κι ακούει το βρουχισμό τους ξέμακρα πα στο βουνό ο τσοπάνος,
όμοια κι αυτοί, σα σμίξαν, έβγαζαν αλαλαγμούς και βόγγους.




450




455
Αντίλοχος και Εχέπωλος - Αγήνορας και Ελεφήνορας Πρώτος ο Αντίλοχος εσκότωσε μέσα στους Τρώες προμάχους
τρανό αντρειωμένο, τον Εχέπωλο, το γιο του Θαλυσίου·
πρώτος του χτύπησε το κέρατο στο αλογουρίσιο κράνος.
Τρυπάει το μέτωπο και πέρασε το κόκαλο ως τα μέσα
ο χάλκινος χαλός· κι εσκέπασε τα μάτια του σκοτάδι,
κι ως πύργος καταγής γκρεμίστηκε στην άγρια μέσα μάχη.
Κι ευτύς, ως έπεσε, ο Ελεφήνορας τον άρπαξε απ' τα πόδια,
ο γιος ο γαύρος του Χαλκώδοντα, των Άβαντων ο ρήγας,
κι απ' τις ριξιές σκυφτός τον έσερνε, ποθώντας να του γδύσει
με βιάση τ' άρματα· μα η φόρα του δε βάσταξε πολλη ώρα·
τι ως ο λιοντόκαρδος Αγήνορας τον είδε να τον σέρνει
και στο σκουτάρι δίπλα, ως έγερνε, να δείχνει το πλευρό του,
με το χαλκό κοντάρι του 'ριξε και τη ζωή του παίρνει.
Έτσι η ζωή του εκόπη, κι άναψε στους Τρώες και στους Αργίτες
τότε τρανό κακό από πάνω του, τι κι απ' τα δυο τα μέρη
χιμούσαν σαν τους λύκους κι έριχναν ο ένας τον άλλο κάτω.



460




465




470


Αίαντας και Σιμοείσιος,
Άντιφος και Λεύκος,
Οδυσσέας και Δημοκόωντας
Κι ο τελαμώνιος Αίας ένα άγουρο, το Σιμοείσιο, ρίχνει,
που του Ανθεμίωνα γιος εκράζουνταν· η μάνα του μια μέρα
στους όχτους του Σιμόη τον γέννησε γυρνώντας απ' την Ίδα,
όπου είχε πάει να ιδεί τα πρόβατα μαζί με τους γονιούς της.
Γι' αυτό και Σιμοείσιος κράζουνταν, μα να γεροκομήσει
γραφτό του τους γονιούς δεν ήτανε. Λιγόχρονος εστάθη,
καθώς με το κοντάρι ο αντρόκαρδος τον χτύπησε Αίαντας τότε·
τι ως πρώτος πρόβαινε, τον πέτυχε στο στήθος, στο δεξιό του
δίπλα βυζί, κι αντίκρα επέρασε το χάλκινο κοντάρι
μέσα απ' τον ώμο· και κυλίστηκε στον κουρνιαχτό, σα λεύκα
που σε φαρδύ, βαθύ βαλτότοπο φυτρώνει, κι ίσια πάνω
τραβάει, και μονάχα κατάκορφα φυτρώνουν τα κλαριά της·
αμαξομάστορας την έκοψε με αστραφτερό τσεκούρι,
να τη λυγίσει και τροχόγυρος να γίνει σε ώριο αμάξι·
κι αυτή κοιτάμενη ξεραίνεται στου ποταμού τον όχτο·
παρόμοια ο Σιμοείσιος κοίτουνταν, σαν πήρε να τον γδύνει
ο γαύρος Αίας· και τότες ο Άντιφος, ο στραφτοθωρακάτος
του Πρίαμου ο γιος, μες στο αντρομάζωμα του ρίχνει το κοντάρι
το μυτερό, μα δεν τον πέτυχε, μόν' βρίσκει στ' αχαμνά του
το Λεύκο, του Οδυσσέα το σύντροφο, που το νεκρό τραβούσε·
και το κορμί απ' τα χέρια του 'φυγε κι απάνω του εσωριάστη.
Τότε ο Οδυσσέας βαριά αραθύμησε θωρώντας τον να πέφτει·
γοργά περνάει μέσ' απ' τους προμάχους με αστραποβόλο κράνος
κι ήρθε, κοντά του εστάθη κι έριξε το λιόφωτο κοντάρι,
με προσοχή κοιτώντας γύρα του· κι οι Τρώες εκάμαν πίσω,
καθώς κοντάριζε· κι ουδ' έφυγε στ' ανώφελα η ριξιά του·
το νόθο υγιό του Πρίαμου πέτυχε, το Δημοκόωντα, μόλις
από την Άβυδο, από τ' άλογα του κύρη του, φτασμένο.
Αυτόν, χολιώντας για το σύντροφο, κοντάρεψε ο Οδυσσέας
δίπλα στο μέτωπο, κι ο χάλκινος χαλός περνά από τ άλλο
μελίγγι ως πέρα, και του σκέπασε τα μάτια το σκοτάδι.
Βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βροντήξαν τ' άρματά του.


475




480




485




490




495




500
Απόλλωνας και Αθηνά Πισωδρομίζει ο γαύρος Έχτορας κι οι μπροστομάχοι τότε,
κι οι Αργίτες όλοι αμέσως χούγιαξαν και τους νεκρούς τραβήξαν
και πήραν δρόμο ομπρός. Μα θύμωσεν ο Απόλλωνας, που εθώρειε
ψηλά απ' τα Πέργαμα, και φώναξε στους Τρώες γκαρδιώνοντάς τους:
«Αλογατάδες Τρώες, απάνω τους, κρατήστε την αντρειά σας
μπρος στους Αργίτες, τι από σίδερο για πέτρα τα κορμιά τους
δεν είναι, στου χαλκού το χτύπημα του σαρκοφά ν' αντέξουν.
Κι ουδ' ο Αχιλλέας, της ωριοπλέξουδης θεάς ο γιος, στη μάχη
βρίσκεται εδώ μόν' στα πλεούμενα κλωσάει τη μάνητά του».
Έτσι ο θεός μιλούσε ο ανήμερος, κι ωστόσο τους Αργίτες
ξεσήκωνε η Αθηνά η περίλαμπρη, του Δία η θυγατέρα,
γυρνώντας δώθε κείθε, όπου 'βλεπε να παρατούν τη μάχη.

[...]

505




510




515



Επίλογος της μάχης:
ο θάνατος εξομοιώνει
θύτες και θύματα
 
Με τέτοια μάχη πια παράπονο κανείς δε θα 'χε, φτάνει
να μπόρειε, αδόξευτος κι αλάβωτος από χαλκό, να τρέχει
στη μέση εκεί, με παραστάτισσα την Αθηνά Παλλάδα,
να τον κρατά απ' το χέρι, διώχνοντας κάθε ριξιά από μπρος του·
τι πλήθος Τρώες κι Αργίτες πίστομα μαθές τη μέρα εκείνη
στη σκόνη ξαπλωμένοι εκοίτουνταν ο ένας στον άλλον πλάι.

540
  (Μτφρ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής, ΟΕΔΒ 1983)