Η Βατραχομυομαχία, έργο άγνωστου ποιητή πιθανόν του 6ου/5ου αι. π.Χ., περιγράφει τον πόλεμο μεταξύ των βατράχων και των μυών (=ποντικών). Οι στίχοι που ακολουθούν παρουσιάζουν τη φονική μάχη μεταξύ των δύο αντιπάλων. Με ποιο τρόπο παρωδεί ο ποιητής της Βατραχομυομαχίας τις ιλιαδικές μάχες και πώς προκαλεί κωμική εντύπωση;

Και τότε σάλπιγγες αρπάζοντας στα χέρια τα κουνούπια
το φοβερό της μάχης σάλπισμα σαλπίσαν κι απ' τα ουράνια


200

του Κρόνου ο γιος ο Δίας εβρόντησε, σημάδι του πολέμου.
Με δόρυ πρώτος ο Βροντόλαλος χτυπάει τον Αντρογλύφτη
μες στους προμάχους στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι.
Μπρούμυτα αυτός σωριάστη, γέμισε η λεπτή του χαίτη σκόνη.
Με βρόντο πέφτει κι από πάνω του βροντήξαν τ' αρματά του.

205

Κι ο Τρυποφράκτης τότε χτύπησε και το βαρύ κοντάρι
στο στήθος του Λασπίδη κάρφωσε  σωριάστη αυτός και μαύρος
χάρος τον βρήκε, κι απ' το σώμα του μακριά πετάει η ψυχή του.
Τον Παντζαρά χτυπάει κατάστηθα, σκοτώνει ο Χυτροβούτας.
Τον Φωνακλά στο κατωκοίλι του χτυπάει ο Ψωμοψάχτης,

210

σωριάστη 'πίστομα, απ' τα μέλη του μακριά πετάει η ψυχή του.
Τον Φωνακλά σαν είδε οπού 'σβηνε, χυμά ο Βαλτίσιος, τρέχει,
τον Τρυποφράκτη φτάνει, τον χτυπά, στο σβέρκο τον πληγώνει.
Βλέπει ο Βασιλικιώτης, θύμωσε, και στο Βαλτίσιο μπήγει,
καλάμι σουβλερό και τ' άφησε μπηγμένο κι ως τους είδε, 

215

με το λαμπρό του τον σημάδεψε κοντάρι κι ο Αντρογλύφτης
και τον καρφώνει, δεν αστόχησε, το σκώτι, μα σαν είδε
το Ριζοφάγο, που γοργόφευγε, τον κυνηγάει στις όχθες,
και μήτε εκεί τον απαράτησε, του ρίχνει, πέφτει εκείνος
κάτω και δε ματασηκώθηκε και με το σκούρο του αίμα

220

βάφτηκε η λίμνη στην ακρογιαλιά μακρύς, φαρδύς ξαπλώθη
κι απάνω στ' άντερά του πήδαγε και στα παχιά λαγόνια.
Στην όχθη κι οΛιμνιώτης σκύλεψε νεκρό τον Τυροφάγο.
Τον Τσικνογλύφτη σαν αντίκρισε, με τρόμο ο Καλαμιώτης
πέταξε την ασπίδα, πήδηξε και χώθηκε στη λίμνη.

225

Προβάλλει ο Λασποσπίτης ο άψεγος, τον Σαπουνά σκοτώνει.
Κι ο Νερορούφας εθανάτωσε το ρήγα Παστρουμάδη,
τρανή πετώντας στο κεφάλι του κοτρώνα τα μυαλά του
χύθηκαν από τα ρουθούνια του κι η γης εγέμισε αίμα.
Όμως κι ο Πιατογλύφτης σκότωσε τον άξιο Λασποσπίτη

230

με το κοντάρι ορμώντας σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Τον είδε ο Πρασομούρης, του άδραξε το πόδι, μες στη λίμνη
τον σέρνει, το λαιμό πατώντας του μες στα νερά τον πνίγει.
Νεκρό το φίλο ο Ψιχουλάρπαγας διαφέντευε, και ρίχνει
του Πρασομούρη στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι

235

μπροστά του εκείνος εσωριάστηκε, στον Άδη πάει η ψυχή του.
Τους είδε ο Λαχανάς κι αδράχνοντας μια φούχτα λάσπη ρίχνει
στον Ψιχουλάρπαγα, στα μούτρα του, πώς δεν στραβώθη, αλήθεια!
Φρένιασε τότε εκείνος κι άδραξε με το χοντρό του χέρι
κοτρόνα ασήκωτη, που κείτονταν βαριά στο χώμα απάνω,

240

τη σφεντονάει, χτυπά στα γόνατα το Λαχανά, του σπάζει
το πόδι το δεξί κι ανάσκελα στη σκόνη αυτός σωριάστη.
Όμως ευθύς απάνω του όρμησε για γδικιωμό ο Σκουξιάρης,
χτυπάει, στον αφαλό τον πέτυχε  κι όλο το κοντάρι
χώθηκε στην κοιλιά και χύθηκαν στη γη τα σπλάχνα του όλα

245

γύρω από το κοντάρι, ως το 'σερνε με το χοντρό του χέρι.
Τον είδε ο Τρυποφράκτης που έστεκε στου ποταμού τις όχθες
και κούτσα, κούτσα από τον πόλεμο το σκάζει  στα χαντάκια
πηδάει και τρομαγμένος πάσκιζε του χάρου να ξεφύγει.
Στερνά απ' τη λίμνη ο Φουσκομάγουλος προβάλλει τρομαγμένος.

250

Τον είδε ο Ψωμοφάγος, του 'ριξε, στο πόδι τον πληγώνει.
Τον βλέπει ο Πρασομούρης που έπεφτε λιπόθυμος, και τρέχει
μπροστά, το σουβλερό κοντάρι του στον Ψωμοφάγο ρίχνει
μα δεν τρυπάει η ασπίδα, κράτησε του κονταριού τη μύτη
μήτε το φουντωτό τετράχυτρο χωρίς ψεγάδι κράνος

255

ο έξοχος Ριγανάτος πέτυχε, που φάνταζε ο ίδιος ο Άρης,
το πρώτο μες στο βατραχόστρατο παράξιο παλικάρι.
Κι ο Ψωμοφάγος πάλι χύμηξε κι ο ρήγας των βατράχων
στους γαύρους μαχητές δεν άντεξε, βαθιά στη λίμνη εχώθη.
Μέσα στους ποντικούς ξεχώριζεν ο Κομματάς, λεβέντης,

260

γιος του Ροκάνα του αψεγάδιαστου, του Ψωμοκυνηγάρη·
στο σπίτι ο κύρης παρακάλεσε το γιο να μπει στη μάχη
κι αυτός μ' αφανισμό φοβέριζε το γένος των βατράχων.
Μ' αντρειά περίσσια ομπρός τους στάθηκε διψώντας άγρια μάχη.
Στη μέση ένα καρύδι χώρισε, το κάνει δυο κομμάτια

265

και τ' άδεια τσόφλια του τα φόρεσε γι' αρματωσιά στα χέρια.
Τρόμαξαν τα βατράχια κι όλα τους γοργά στη λίμνη τρέχουν.
Και σίγουρα θα τα ξεκλήριζε, περίσσια η δύναμή του,
αν των θεών ευθύς δεν το 'νιωθε κι ανθρώπων ο πατέρας.

 

Ονόματα βατράχων

Ονόματα ποντικών

Φουσκομάγουλος

Αντρογλύφτης

Βροντόλαλος

Τρυποφράχτης

Λασπίδης

Χυτροβούτας

Παντζαράς

Ψωμοψάχτης

Φωνακλάς

Βασιλικιώτης

Βαλτίσιος

Τυροφάγος

Ριζοφάγος

Τσικνογλύφτης

Λιμνιώτης

Σαπουνάς

Καλαμνιώτης

Παστρουμάδης

Λασποσπίτης

Πιατογλύφτης

Νερορούφας

Ψυχουλάρπαγας

Πρασομούρης

Ψωμοφάγος

Λαχανάς

Κομματάς

Σκουξιάρης

Ροκάνας

Ριγανάτος

 

[πηγή: Βατραχομυομαχία, μτφρ. Ν. Κοτσελίδης, ΟΕΔΒ (παρατίθεται στο βιβλίο εκπαιδευτικού)]

info