ραψωδία Χ Ἕκτορος ἀναίρεσις |
||
Περιληπτική αναδιήγηση Ενώ όλοι οι Τρώες, φοβισμένοι, έχουν καταφύγει μέσα στα τείχη
της πόλης, ο Έκτορας μένει έξω να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα. Μάταια ο
Πρίαμος και η Εκάβη τον ξορκίζουν με θρήνους ψηλά από τα τείχη να μπει
στην πόλη και να μη θελήσει να αναμετρηθεί με τον Πηλείδη. Με μελανά
χρώματα ζωγραφίζει ο γέρος πατέρας το τέλος της Τροίας και το δικό του,
όταν δε θα υπάρχει πια ο Έκτορας, για να τους προστατέψει. Μπροστά σε
μια τέτοια μοίρα θα μπορούσε ο Έκτορας να κάνει κάποιες σκέψεις
υποχώρησης, να υποταχθεί στον Αχιλλέα, αλλά τις αποδιώχνει αμέσως ως
ανάρμοστες και μένει να τον αντιμετωπίσει. Στον ερχομό του Αχιλλέα όμως ο
Έκτορας τρόμαξε και, παρά την απόφασή του, δεν άντεξε και το 'βαλε στα
πόδια. Πίσω του χύνεται ο Αχιλλέας, όπως πέφτει το γεράκι πίσω από το
περιστέρι.
Ο Αχιλλέας απορρίπτει
οποιαδήποτε υπόσχεση και ο Έκτορας τού προφητεύει το δικό του τέλος:
μπροστά στις Σκαιές πύλες θα τον χτυπήσει ο Αλέξανδρος (Πάρης) και ο
Απόλλωνας. Ο Αχιλλέας δεν πτοείται· το ξέρει άλλωστε ότι το τέλος του
είναι κοντά, γι' αυτό απαντά με μια δόση μελαγχολίας στο νεκρό πια
Έκτορα ότι, όποτε ορίσει ο Δίας την ώρα του θανάτου του, καλώς να
έρθει. |
ραψωδία Χ 247-394 Η μονομαχία Έκτορα και Αχιλλέα |
|
|
|
Εικόνα 35. Σύγκρουση Αχιλλέα και Έκτορα. Ερυθρόμορφη υδρία, γύρω στο 490 π.Χ. Ρώμη, Μουσείο Βατικανού (αντίγραφο). |
Ο Έκτορας αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα - α' φάση της μονομαχίας | Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη, και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ, ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω, Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη τρεις μ' εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω. Και πρώτ' ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι θα 'ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε. Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σου πάρω· γυμνόν απ' τ' άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη, θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις». Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης: «Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτορ μισητέ μου, λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην, λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν, αλλ' έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους. Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ' αγαπήσω, και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ' τους δύο χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην. Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν' ώρα, καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος· αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω θα σε δαμάσ' η Αθηνά· και θα πλερώσεις όλον τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει». Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι. Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ, κι επέταξε απ' επάνω του το χάλκινο κοντάρι και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως. Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην: «Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ' αποθάνω. Αλλ' έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι, να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις. Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις, αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την, αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ' την δικήν μου φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει· στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα ο θάνατος σου, ότι σ' εσέ την συμφορά τους βλέπουν». Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα. Αλλά τινάχθηκε μακράν απ' την ασπίδα εκείνο. Χαμένο είδε τ' ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη, κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην. Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου κοντάρι να του φέρει ευθύς, κι αυτός εκεί δεν ήταν. |
250 255 260 265 270 275 280 285 290 295 |
«οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ’ ἀστράσι νυκτός ἀμολγῷ (Χ 317-321) |
Εικόνα 36. Μονομαχία Έκτορα και Αχιλλέα. Ερυθρόμορφος κρατήρας, περίπου 490 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (αντίγραφο). |
Ο Έκτορας συνειδητοποιεί τη μοίρα του - β΄ φάση της μονομαχίας | Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε: «Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ' εκάλεσαν στον Άδην· τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ' ετύφλωσε με δόλον. Θάνατος τώρα μ' εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι. Αχ! τούτο ήθελαν απ' αρχής ο Ζευς και ο μακροβόλος υιός του, αυτοί που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα. Και η μοίρα τώρα μ' έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν να το μάθουν». Είπεν αυτά κι έσυρ' ευθύς ακονημένο ξίφος που στο μηρί του εκρέμουνταν και δυνατό και μέγα, μαζώχθη και ωσάν αετός εχύθ' υψηλοπέτης που στην πεδιάδα χύνεται μέσ’ από μαύρα νέφη λαγόν ν’ αρπάξει άνανδρον ή τρυφεράν αρνάδα· τόσο και ο Έκτωρ όρμησε τινάζοντας το ξίφος. Πετάχθη πάλιν ο Αχιλλεύς με ορμήν πολέμου αγρίαν, την εξαισίαν πρόβαλεν ασπίδα του εις το στήθος, με το κεφάλι έκλιν' εμπρός την περικεφαλαίαν, και ολόγυρ' αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες, που από τον κώνον έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη· και όπως μες στ' άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης, που είναι τ' ωραιότερο μες στ' ουρανού τ' αστέρια, τόσον η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείον κοιτώντας ξέσκεπον να εβρεί το τρυφερό του σώμα. Το άλλο σώμα εσκέπαζαν τα χάλκιν' άρματά του τα ωραία, που απ' το λείψανον επήρε του Πατρόκλου· αλλ' εκεί όπου ο τράχηλος χωρίζει από τον ώμον και όπου μ' απίστευτην ροπήν σβήν' η ψυχή του ανθρώπου· εκεί τον λόγχισ' ο Αχιλλεύς, επάνω ως ορμούσε και απ' τον απαλόν τράχηλον αντίκρυ εβγήκε η λόγχη· δεν του 'κοψε τον λάρυγγα το χαλκοφόρο ακόντι, διά να 'χει την λαλιά στον άλλον ν' απαντήσει· κι επάνω του, αφού έπεσε, καυχήθηκε ο Πηλείδης: «Ω Έκτορ, όταν φόνευες τον Πάτροκλον, να πάθεις δεν είχες φόβον, ούτ' εμέ που έλειπα εστοχάσθης, ανόητε, κι ευρισκόμουν εγώ στα κοίλα πλοία εκδικητής του, στην ανδρειά πολύ καλύτερός σου, και τώρα σε θανάτωσα· και θα σε σύρουν σκύλοι, ενώ εκείνον οι Αχαιοί με μνήμα θα τιμήσουν». |
300 305 310 315 320 325 330 335 |
Εικόνα 37. Η μονομαχία Αχιλλέα και Έκτορα. Έργο του Θεόφιλου. Μυτιλήνη, Μουσείο Θεόφιλου. |
Έκτορος αναίρεσις | Και ο Έκτωρ του απάντησε με την ψυχήν στο στόμα: «Αχ! την ζωήν σου να χαρείς και των γλυκών γονέων, μη θέλεις βρώσιν των σκυλιών στες πρύμνες να μ' αφήσεις· δέξου από τον πατέρα μου και την σεπτήν μητέρα λύτρα χρυσάφι και χαλκόν, και συ στα γονικά μου οπίσω δος το σώμα μου, κι εμέ τον πεθαμένον θα καταλύσουν στην πυράν οι άνδρες και οι μητέρες». Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης: «Μη μ' εξορκίζεις, σκύλαρε, σ' ό,τι αγαπά η καρδιά μου. Τόσο να μ' άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω ωμόν εγώ το σώμα σου, για όσα μόχεις κάμει, όσο απ' το στόμα των σκυλιών κανείς την κεφαλήν σου δεν θα φυλάξει και αν εδώ ζυγοστατούσε δώρα εικοσαπλάσια πάντοτε και να υποσχόνταν και άλλα· και ο Δαρδανίδης Πρίαμος να πρόσφερε χρυσάφι του σώματός σου εξαγοράν· ποτέ δεν θα σε κλάψει η μάνα οπού σ' εγέννησε, στην νεκρικήν σου κλίνην αλλά εσέ συγκόκαλον τ' αγρίμια θα σπαράξουν». Και ξεψυχώντας του 'λεγεν ο λοφοσείστης Έκτωρ. «Το βλέπω από την όψιν σου, πως δεν θα σε μαλάξω κι είναι η καρδιά σου σίδερο· μόνον στοχάσου τώρα, μη εξ αφορμής μου οργή θεϊκή σε έβρει την ημέραν που έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών ο Αλέξανδρος και ο Φοίβος θενά σου πάρουν την ζωήν, εξαίσιε πολεμάρχε». Με αυτά τα λόγι' απέθανε και παραπονεμένη του άφησε της νεότητας και της ανδρειάς την χάριν από τα μέλη του η ψυχή κατέβαινε στον Άδην· και κείνον πάλιν και νεκρόν προσφώνησε ο Πηλείδης: «Πήγαινε κι εγώ καρτερώ την ώραν του θανάτου που ο Ζευς κι οι άλλοι αθάνατοι για με θ' αποφασίσουν». |
340 345 350 355 360 365 |
Πρώτος διασυρμός του νεκρού Έκτορα και θρίαμβος του Αχιλλέα | Και αφού την λόγχην τράβηξε και απόθεσε απ' το σώμα, τον γύμνωσε από τ' άρματα στο αίμα του βαμμένα κι έτρεχαν όλ' οι Αχαιοί και γύρω θεωρούσαν του Έκτορος το ανάστημα, την όμορφην ειδή του και δεν εσίμωσε κανείς χωρίς να τον κεντήσει. Και τότε κάποιος έλεγε κοιτώντας τον πλησίον: «Ω, πόσο μαλακότερα πιάνετ' ο Έκτωρ τώρα, παρ' όταν έβαλε φωτιά να κάψει τα καράβια». Αυτά ελέγαν και έπειτα σιμά τον εκεντούσαν. Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας, εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην: «Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων, αφού μας δώκαν οι θεοί να πέσει αυτός ο άνδρας που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος, την πόλιν των ας ζώσομεν εμείς με τ' άρματά μας να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες. Θ' αφήσουν την ακρόπολιν τώρα που αυτός εχάθη ή και χωρίς τον Έκτορα θ' αγωνισθούν ακόμη· αλλά τι διαλογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα; Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ' εκεί στις πρύμνες ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω, ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου. Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον. Τώρα, παιδιά των Αχαιών, ας γύρομε στα πλοία με τούτον και ας σηκώσομε παιάνα νικηφόρον· νίκην λαμπρήν επήραμεν· φονεύσαμεν τον θείον Έκτορα, όπου τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες». |
370 375 380 385 390 |
στ. 247 δίβουλα... πρώτη: η Αθηνά ξεκινάει πρώτη παίζοντας διπλό παιχνίδι, αφού με υστεροβουλία
ενθαρρύνει τον Αχιλλέα, αλλά και εξαπατά τον Έκτορα ότι φροντίζει γι’
αυτόν. στ. 253 αντίμαχα να σου στηθώ: να σταθώ και να σε αντιμετωπίσω. Ο Έκτορας κερδίζει τη συμπάθεια του ακροατή, που ξέρει την τραγική του θέση. στ. 255 έφοροι: επόπτες. στ. 256-259 Ο Έκτορας προτείνει να συμφωνήσουν ό,τι είχε ζητήσει και στη μονομαχία με τον Αίαντα (Η 75 κ.εξ.): να αντιμετωπιστεί με σεβασμό το νεκρό σώμα του ηττημένου και να παραδοθεί ακέραιο στους δικούς του, αφού ο νικητής του αφαιρέσει μόνο την πανοπλία. στ. 281 στρογγυλά: πειστικά· κλεφτολόγος: πονηρός. στ. 296 ο Έκτωρ το εννόησε: ο Έκτορας αντλαμβάνεται την απάτη της Αθηνάς. στ. 321 κοιτώντας ξέσκεπον να εβρεί: ψάχνει να βρει ακάλυπτο σημείο στο σώμα του Έκτορα, επειδή αυτός φοράει τη δική του πανοπλία (του Αχιλλέα), την οποία είχε πάρει από τον Πάτροκλο. στ. 345 κ.εξ. Ο Αχιλλέας εδώ αρνείται αυτά που θα κάνει στη ραψωδία Ω. στ. 358-360 Ο Έκτορας προλέγει το θάνατο του Αχιλλέα, που δε θα προφτάσει να μπει με τους άλλους Αχαιούς στη Τροία. Ο Πάρης με τη βοήθεια του Απόλλωνα θα τοξέυσει τον Πηλείδη με δόλο μέσα από τα τείχη της πόλης. Για την πρόρρηση αυτή γίνεται λόγος και αλλού. (Τ 415-417, Φ 277). στ. 370 ειδή: η μορφή, η όψη. |
|
|||
Εικόνα 38: Ο θάνατος του Έκτορα. Σχέδιο του Β. Genelli, 1840/1844 (αντίγραφο). |
|||
Εικόνα 39: Η Ανδρομάχη λιποθυμάει, ενώ στο βάθος διακρίνεται η κακοποίηση του
Έκτορα. Χαλκογραφία σε σχέδιο του John Flaxman, 1805 (αντίγραφο). |
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ - ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ |
Α) Αφού μελετήσετε προσεκτικά την περιγραφή της μονομαχίας Αχιλλέα-Έκτορα, να τη συγκρίνετε με τις μονομαχίες που συναντήσατε σε προηγούμενες ραψωδίες (Μενέλαου-Πάρη στο Γ, Αίαντα-Έκτορα στο Η και Γλαύκου-Διομήδη στο Ζ) και να σημειώσετε: α) τις προετοιμασίες και γενικά όλα όσα προηγούνται από κάθε αγώνα, β) τις φάσεις του κάθε αγώνα, γ) τα χτυπήματα του ενός εναντίον του άλλου, δ) τα όπλα (αμυντικά, επιθετικά) που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση, ε) τον τρόπο με τον οποίο λήγει κάθε αναμέτρηση, επιμένοντας κάθε φορά στις διαφορές και σημειώνοντας τις ομοιότητες που παρατηρείτε. Συνθέτοντας στη συνέχεια τα κοινά στοιχεία των σκηνών αυτών, να σχηματίσετε τη βασική τυπολογία της επικής μονομαχίας. Β) Απομονώνοντας, τέλος, τη συμπεριφορά του ενός αντιπάλου προς τον άλλο, ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει νικητής και ηττημένος, όπως στην περίπτωση Αχιλλέα και Έκτορα, να κάνετε συγκρίσεις με κείμενα ανάλογης θεματολογίας [π.χ. Ξέρξης και Λεωνίδας, Παυσανίας και νεκρός Μαρδόνιος (Ηρόδοτος, VII 238 και ΙΧ 79) ή Ιμπραήμ και Παπαφλέσσας, «Το φίλημα» του Μ. Μητσάκη κτλ.] και να γράψετε τα συμπεράσματά σας σχετικά με την ηθική και το δίκαιο του πολέμου σε διάφορες εποχές και κοινωνικές συνθήκες. [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Χώρος - Χρόνος, Πολιτισμός, Άτομο - Σύνολο, Ομοιότητα - Διαφορά, Σύγκρουση, Τυπικό, Ηθική] |
ραψωδία Ψ Ἆθλα ἐπί Πατρόκλῳ |
||
Περιληπτική αναδιήγηση Ενώ οι Τρώες θρηνούν για τον Έκτορα, οι Αχαιοί επιστρέφουν στα πλοία για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ο Αχιλλέας, θλιμμένος και κατάκοπος από τον αγώνα, πηγαίνει και κοιμάται στην άκρη της θάλασσας. Στον ύπνο του βλέπει τον Πάτροκλο, που του δίνει οδηγίες για την κηδεία του, και εκείνος μάταια προσπαθεί να τον κλείσει στην αγκαλιά του. Την άλλη μέρα ετοιμάζεται η πυρά του Πάτροκλου και γίνονται νεκρικές θυσίες και προσφορές· θυσιάζει και δώδεκα νεαρούς Τρώες που είχαν συλληφθεί στον ποταμό (Φ 27). Μεταξύ των άλλων προσφορών, ο Αχιλλέας κόβει και προσφέρει στο φίλο του τα μαλλιά του. Η νεκρική πυρά καίει όλη νύχτα και ο Αχιλλέας ακούραστος κάνει σπονδές ως το πρωί. Τότε σβήνει η φωτιά και πέφτει κι αυτός για ύπνο. Όταν ξυπνά, φροντίζει τα οστά του φίλου του και παραγγέλνει στους Αχαιούς ότι επιθυμεί να ταφεί μαζί με τον Πάτροκλο. Ύστερα οργανώνει αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου σε οκτώ αγωνίσματα: αρματοδρομία, πυγμαχία, πάλη, δρόμο, μονομαχία με δόρατα, δισκοβολία, τοξοβολία και ακοντισμό. Ο ήρωας αθλοθετεί ακριβά δώρα όχι μόνο για τους νικητές αλλά για όσους παίρνουν μέρος στους αγώνες. Οι αθλητικοί αγώνες αποτελούν μια πρωτότυπη επινόηση του ποιητή με πολλαπλή σημασία: δημιουργούν ένα ανακουφιστικό διάλειμμα ανάμεσα στο θρήνο για τον Πάτροκλο και το θρήνο για τον Έκτορα, δείχνουν τη συμφιλίωση του Αχιλλέα με τους συμπολεμιστές του και μας βοηθούν να ξαναθυμηθούμε τις ικανότητες αλλά και τις αδυναμίες του χαρακτήρα των Αχαιών.
|