ραψωδία Ρ Μενελάου ἀριστεία |
|
Περιληπτική αναδιήγηση Γύρω από το νεκρό Πάτροκλο διεξάγεται φοβερή
μάχη με πρωταγωνιστή, από την πλευρά των Αχαιών, τον Μενέλαο. Ο γνωστός
μας Τρώας Εύφορβος, καθώς διεκδικεί τον νεκρό και τα όπλα του, γίνεται
το πρώτο θύμα του βασιλιά της Σπάρτης. Ο Έκτορας, όμως, αναγκάζει τον
Μενέλαο να υποχωρήσει, αφαιρεί από τον Πάτροκλο τα όπλα του Αχιλλέα και
τα φορά γεμάτος έπαρση. Ο Δίας, που βλέπει από ψηλά τη σκηνή, τον
λυπάται, γιατί ξέρει πως ο θάνατός του είναι πολύ κοντά. |
|
Ο Μηριόνης
και ο Μενέλαος καταφέρνουν να σηκώσουν το νεκρό Πάτροκλο, και,
προστατευμένοι από τους δυο Αίαντες, προσπαθούν να τον μεταφέρουν στο
στρατόπεδο, ενώ η μάχη συνεχίζεται. |
Η προσευχή του Αίαντα
(Ρ 645-647) |
ραψωδία Ρ 424-458 Τα άλογα του Αχιλλέα |
Ο θρήνος των αλόγων | Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ' τον άδειο αιθέρα. Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη, έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο. Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη, άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο, άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε· εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς. Όπως μένει ακίνητη μια στήλη, που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας, έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα, με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη· ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρά τους στο χώμα, καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο· η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό. |
425 435 |
|
Η λύπη του Δία | Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου, κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του: «Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα, αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα. Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους; Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο. Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ' ανεβεί ποτέ πάνω σε σας ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω. Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει; Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω, για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια· γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες, να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι». Είπε και στ' άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή. Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς. |
445 455 |
(Από την Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, |