ραψωδία Ο Παλίωξις
παρά τῶν νεῶν |
Περιληπτική αναδιήγηση Ο Δίας αφυπνίζεται και αντικρίζει
έκπληκτος τη σφοδρή ελληνική επέλαση. Αμέσως ξεσπά με απειλές εναντίον
της Ήρας, αλλά εκείνη τον διαβεβαιώνει με όρκο πως το θέαμα που βλέπει
είναι έργο του Ποσειδώνα. Ο Δίας τότε γίνεται πιο φιλικός, της εξηγεί
όλο το σχέδιό του μέχρι την πτώση της Τροίας και ζητάει τη συνεργασία
της. Έτσι η φιλονικία εκτονώνεται και η Ήρα φεύγει για τον Όλυμπο με
την εντολή να στείλει στην Ίδη την Ίριδα και τον Απόλλωνα. Σε λίγο ο
Δίας υποδέχεται με χαρά τους δύο θεούς και, αφού στέλνει την Ίριδα να
απομακρύνει τον Ποσειδώνα από το πεδίο της μάχης, αναθέτει στον
Απόλλωνα να συνεφέρει τον πληγωμένο Έκτορα και να αναχαιτίσει την
προέλαση των Ελλήνων. |
ραψωδία Ο 1-79 Η αφύπνηση του Δία πάνω στην Ίδη |
|
Ο
Δίας ξυπνά αιφνίδια - Η εικόνα που αντικρίζει |
Και
αφού τους
πάλους διάβηκαν και το χαντάκι οπίσω φεύγοντας κι έστρωσαν πολλούς των Δαναών οι λόγχες, σιμά στ' αμάξια στάθηκαν του φόβου κερωμένοι, και ο Ζευς από τες αγκαλιές εξύπνησε της Ήρας της Ίδης εις τες κορυφές· τινάχθη, εστάθη κι είδε τους Αχαιούς κατάποδα να κυνηγούν τους Τρώας. Κι εκεί μέσα στον πόλεμον τον μέγαν Ποσειδώνα· μακράν τον Έκτορα χαμαί, στα πόδια των συντρόφων, που με στυμμένην την ψυχήν λαχάνιαζε κι εξέρνα αίμα, τι δεν τον κτύπησε των Αχαιών ηρώων ο ύστερος· και των θεών και ανθρώπων ο πατέρας τον είδε, τον λυπήθηκε, και μ' άγριο βλέμμα εστράφη |
5 10 |
Ξέσπασμα του Δία εναντίον της Ήρας |
στην Ήραν, κι
είπεν: «Ω σκληρή, αδάμαστη, το βλέπω δόλος δικός σου πονηρός τον Έκτορα τον θείον απόκοψε απ' τον πόλεμον κι εσκόρπισε τους Τρώας. Δεν ξέρω αν το βαρύτατο μηχάνημα και πάλιν θα μου πλερώσεις πρώτη εσύ και σε κακοκτυπήσω. Θυμάσαι όταν εκρέμοσουν ψηλά και αμόνια δύο σου 'χα στες φτέρνες, και χρυσήν ασύντριφτην στα χέρια άλυσον και συ κρέμοσουν στα νέφη του αιθέρα; Και αν κι εγογγύζαν οι θεοί στα πέρατα του Ολύμπου κανείς δεν είχε δύναμιν να δράμει να σε λύσει· ότι απ' την πύλην τ' ουρανού θα τον κατρακυλούσα στην γην να χάσει την πνοήν· και μ' όλα τούτα ο πόνος δεν έπαυε που μ' έσφαζε του θείου Ηρακλέους, απ' όταν συ με το Βοριά την κάθε ανεμοζάλην κατάφερες κακόγνωμα, και στ' άγρια πελάγη τον πέταξες, ώσπου στην Κω τον έφερες ν' αράξει. Εκείθ' εγώ τον έσωσα, που 'χε βαστάξει αγώνες πολλούς και τον ξανάφερα στο ιπποτρόφον Άργος. Και τούτ' αν καλοθυμηθείς θ' αφήσεις την απάτην, και αν ήλθες απ' τον Όλυμπον και μ' έφερες να πέσω στο πλάγι σου, να μη θαρρείς που αυτό θα σ' ωφελήσει». |
15 20 25 30 |
Αντίδραση της Ήρας | Είπε κι η
μεγαλόφθαλμη θεά πάγωσεν όλη, και προς αυτόν απάντησε με λόγια φτερωμένα: «Μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω και της Στυγός τα ρέματα που χύνονται στον Άδην, οπού 'ναι ο πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος, κι η ιερή σου κεφαλή κι η νυμφική μας κλίνη, που όρκον σ' εκείνην ψεύτικον δεν θα 'κανα ποτέ μου· τον Ποσειδώνα εγώ ποσώς δεν έβαλα να βλάψει τους Τρώας και τον Έκτορα, και να βοηθεί τους άλλους, αλλά εκινήθη μόνος του θαρρώ, κι αισθάνθη λύπην άμ' είδε πως οι Αχαιοί συντρίβονταν στες πρύμνες. Όμως θα τον συμβούλευα κι εκείνος να πηγαίνει όπου και αν, μαυρονέφελε, σαν αρχηγός προστάζεις». |
35 40 45 |
Οι επόμενες ενέργειες και τα σχέδια του Δία | Είπε,
και τότε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας μ' ένα χαμόγελο γλυκό σ' εκείνην απαντούσε: «Άμποτε, Ήρα σεβαστή, στο εξής ν' αποφασίσεις εις το συνέδριον των θεών να συμφωνείς μ' εμένα. Τότε, θαρρώ, και ο Ποσειδών, όσον και αν θέλει αλλέως, σ' ό,τι ποθείς εσύ κι εγώ, τον νουν του θα γυρίσει. Και αν ομιλείς αληθινά, με όλην την καρδιά σου, άμε στα γένη των θεών την Ίριν να καλέσεις και τον λαμπρόν Απόλλωνα να έλθουν εδώ πέρα. Εκείνην θα προστάξω εγώ μες στον λαόν να δράμει των χαλκοφράκτων Αχαιών, να ειπεί του Ποσειδώνος να παύσει από τον πόλεμον, στο σπίτι του να γύρει τον Έκτορα στον πόλεμον θα ξαναφέρει ο Φοίβος, θα τον γεμίσει δύναμιν, τον νουν του θα ιλαρώσει από τους πόνους τους δριμείς και την φυγήν θα σπείρει την άνανδρην στους Αχαιούς, να τους γυρίσει οπίσω, όσο να πέσουν φεύγοντας στες πρύμνες του Πηλείδη· τον σύντροφόν του Πάτροκλο εκείνος θα τους στείλει, και ο Πάτροκλος θα πέσει αυτού, στα τείχη εμπρός της Τροίας από τον Έκτορ' αλλ' αφού πολλούς φονεύσει ανδρείους και τον δικόν μου ακόμα υιόν, τον θείον Σαρπηδόνα· και απ' τον καημόν ο Αχιλλεύς τον Έκτορα φονεύσει· κατόπι εγώ τους Αχαιούς θα κάμω από τα πλοία τους Τρώας αδιάκοπα να διώχνουν στην πεδιάδα, ώσπου να πάρουν, με βουλήν της Αθηνάς, την Τροίαν. Και ούτ' εγώ παύω τον θυμόν, ούτε κανέναν άλλον απ' τους θεούς να βοηθεί τους Δαναούς θ' αφήσω πριν ή τελειώσ' ολόκληρον τον πόθον του Αχιλλέως, που πρώτα του υποσχέθηκα και με της κεφαλής μου το νεύμα οπόταν έπεσε στα γόνατά μου η Θέτις κι εζήτησε τον πορθητήν Πηλείδην να τιμήσω». Είπε, και τον υπάκουσεν η Ήρα η λευκοχέρα και στον υψηλόν Όλυμπον ανέβη από την Ίδην. |
50 55 60 65 70 75 |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
|
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ |
1. α) Ποια κατάσταση επικρατεί στο πεδίο της μάχης μόλις
ξυπνά ο Δίας; Να την περιγράψετε λεπτομερώς με στοιχεία από το κείμενο. β) Ποιοι θεοί συνέβαλαν και με ποιες ενέργειές τους σ'
αυτή την κατάσταση; (Στην απάντησή σας θα σας βοηθήσουν και οι Περιληπτικές
αναδιηγήσεις των ραψωδιών Ν και Ξ). |