ραψωδία Η Ἕκτορος και Αἴαντος μονομαχία.
Νεκρῶν ἀναίρεσις |
Περιληπτική αναδιήγηση Η επιστροφή του Έκτορα και του Πάρη στο πεδίο
της μάχης αναπτερώνει το ηθικό των Τρώων και τους οδηγεί σε νέες
επιτυχίες. Με υπόδειξη της Αθηνάς και του Απόλλωνα, ωστόσο, οι
εχθροπραξίες αυτής της μεγάλης μέρας (άρχισε στο Β !) θα λήξουν
με μια μονομαχία ανάμεσα στον Έκτορα και έναν διαλεκτό Αχαιό. Οι θεοί,
μεταμορφωμένοι σε γυπαετούς, θα παρακολουθήσουν τον αγώνα επάνω από την
ψηλή βελανιδιά (φηγό) του Δία και δεν θα αφήσουν κανέναν από
τους δυο αντιπάλους να κινδυνεύσει. Από τους εννιά Έλληνες που δηλώνουν
έτοιμοι ν' αναμετρηθούν με τον Έκτορα, την τιμή κερδίζει έπειτα από
κλήρωση ο Αίαντας, ο γιος του Τελαμώνα. Αμέσως ο ήρωας ετοιμάζεται με
χαρά για τη σύγκρουση και ζητάει τη βοήθεια του Δία· ο γενναίος
στρατιώτης διακρίνεται και για την ευσέβειά του. |
ραψωδία Η 206-315 Μονομαχία Αίαντα και Έκτορα |
|
Ο Αίαντας οπλίζεται και προκαλεί τρόμο | Και ωστόσο τον λαμπρόν χαλκόν εζώνονταν ο Αίας και στα καλά τα άρματα τα μέλη του είχε κλείσει. Κινούνταν ως θεόρατος ο Άρης κατεβαίνει στον πόλεμο μες στους θνητούς, που ο βροντητής Κρονίδης στης διχονοίας έριξε τον φονικόν αγώνα. Παρόμοιος θεόρατος των Αχαιών ο πύργος, ο Αίας, με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του μέγα κοντάρι ετίναξε μακροδιασκελώντας. Αναγαλλιάζαν οι Αχαιοί καθώς τον εθωρούσαν, αλλ' από τρόμον φοβερόν επάγωσαν οι Τρώες, και ακόμα και του Έκτορος εσπάραξε η καρδία· αλλά να φύγει, να συρθεί μες στον στρατόν του πλέον δεν ημπορούσε αυτός αφού προκάλεσε εις την μάχην. Και ο Αίας επροχώρησε μ' ασπίδα ωσάν πύργον, χάλκινην μ' επτά δέρματα, που του έκαμε ο Τυχίος των σκυτοτόμων έξοχος, εγκάτοικος στην Ύλην, λαμπρήν την ετεχνούργησεν επτάδιπλην με δέρμα δυνατών ταύρων, κι έβαλε δίπλαν χαλκού ογδόην. Αυτήν στα στήθη επρόβαλεν ο Τελαμώνιος Αίας. |
206 210 215 220 |
Συνάντηση των δύο αντιπάλων - Ο «αγώνας λόγων» |
Κι εστάθη εμπρός στον Έκτορα και του 'πε με φοβέρες: «Ω Έκτορ, θα γνωρίσεις συ, μόνος με μόνον τώρα, αν άλλοι εδώ των Δαναών ευρίσκονται ανδρειωμένοι, έξω από τον λεοντόκαρδον Πηλείδην ανδροφόνον. Αλλ' αυτός μένει στα κυρτά θαλασσοπόρα πλοία, αφού στον πρώτον αρχηγόν Ατρείδην εχολώθη. Αλλ' ημείς είμεθ' αρκετοί με σε να μετρηθούμε και πάμπολλοι αλλ' αρχίνησε πρώτος εσύ την μάχην». Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ: «Αία, ω διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε, τι τάχα ωσάν αδύνατο παιδί με δοκιμάζεις· ή ωσάν γυναίκ' αμάθητην στα έργα του πολέμου; Τες μάχες ξεύρω εγώ καλά και τες ανδροφονίες. Αριστερά και δεξιά να στρέφω την βαρείαν ασπίδα ηξεύρω ακούραστος στον κόπο του πολέμου. Ξεύρω των ίππων την ορμήν στην μάχην να οδηγήσω, και πεζός ξεύρω τον χορόν του Άρη του ανδροφόνου. Αλλά γενναίον ως εσέ δεν θέλω να κτυπήσω απόκρυφ’ αλλά φανερά, το ακόντι μου αν πιτύχει». |
225 230 235 240 |
Η «κυρίως» μονομαχία | Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι. Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες· τες έξι δίπλες έσχισε και εστάθη στην εβδόμην της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι, κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα. Τρύπησ' η λόγχ' η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα, και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα, και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα. Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος. Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο· με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων, ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται· και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα, και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη· τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας, και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα. Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει. Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν· του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της. Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας· σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα· ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος. |
245 250 255 260 265 270 |
Εικόνα 18. Μονομαχία Αίαντα και Έκτορα. Ερυθρόμορφη αττική κύλικα, γύρω στο 485 π.Χ. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου (αντίγραφο). |
Παρέμβαση των κηρύκων - Λήξη |
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν, αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων, οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν· ο Ιδαίος τότε ομίλησε, που νουν και γνώσες είχε: «Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου, διότι ο Ζευς σας αγαπά παρόμοια και τους δύο είσθε κι οι δυο πολεμισταί· κι αυτό το βλέπομ' όλοι. Κι ενύκτωσεν, είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε». Σ' αυτόν τότε αποκρίθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας: «Του Έκτορος αυτά να ειπείς να τα ζητήσ' Ιδαίε, αφού προκάλεσεν αυτός τους πολεμάρχους όλους ας αρχινήσει· και ό,τ' ειπεί θέλει κι εγώ το στέρξω». Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ: «Ω Αία, σου 'δωσε ο θεός και ανάστημα και ανδρείαν και γνώσιν και των Αχαιών πρώτος στην λόγχην είσαι. Ας παύσομε διά σήμερα της μάχης τον αγώνα κι ύστερ' ας πολεμήσομεν, ωσότου μας χωρίσει θεός και εις έναν των λαών χαρίσει αυτός την νίκην. Κι ενύκτωσεν· είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε. Κι οι Αχαιοί στα πλοία σας να σε χαρούν, γενναίε, και μάλιστα οι συντρόφοι σου κι οι φίλοι, όσους κι αν έχεις, και στου Πριάμου την λαμπρήν μεγάλην πολιτείαν εμένα οι Τρώες να χαρούν κι οι σεβαστές μητέρες συναθροισμένες να ευχηθούν στον αγιασμένον τόπον· |
275 280 285 290 295 |
Ανταλλαγή δώρων | και δώρ' ας αντιδώσομεν εξαίσια μεταξύ μας, ώστε να ειπεί των Αχαιών κανένας και των Τρώων: Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν». Και ως είπε του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο· ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας· και αποχωρήσαν στον λαόν των Αχαιών ο Αίας, ο Έκτωρ εις τον Τρωικόν, κι εχάρηκαν οι Τρώες, ως ζωντανόν και αλάβωτον τον είδαν, αφού μόλις εξέφυγε απ' του Αίαντος τα χέρια τ' ανδρειωμένα ανέλπιστα, και όλοι φαιδροί στην πόλιν τον επήραν. Κι οι Αχαιοί τον Αίαντα, φαιδρόν από την νίκην, του θείου Αγαμέμνονος εις την σκηνήν επήραν· και του Ατρείδη ότ' έφθασαν εις τες σκηνές εκείνοι, βόδι εθυσίασε δι' αυτούς ο μέγας βασιλέας αρσενικό πεντάχρονο στον ύψιστον Κρονίδην. |
300 305 310 315 |
Τα δώρα
|
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ | |
|
|
|
|
(Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Δ', στ. 1629-1782, κριτική έκδοση Στ. Αλεξίου, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1980) |
|
|
ραψωδία Θ Κόλος (=κολοβή) μάχη |
Περιληπτική αναδιήγηση Ξημερώνει (25η μέρα) και στον Όλυμπο μια νέα
συνέλευση των θεών βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Δίας με απειλές απαγορεύει
στους άλλους θεούς να παρεμβαίνουν στον πόλεμο υπέρ των Τρώων ή των
Δαναών. Το σχέδιό του (η βουλή του) μπαίνει πλέον σε εφαρμογή.
Αμέσως μετά, στα χρυσά ντυμένος, ανεβαίνει στο αμάξι του και
κατευθύνεται στην Ίδη, για να παρακολουθήσει από εκεί ψηλά την πορεία
της μάχης, που στην αρχή μοιάζει αμφίρροπη. Κατά το μεσημέρι ο Δίας
βάζει τις μοίρες θανάτου των δύο αντιπάλων σε ζυγαριά και η κακή τύχη
γέρνει προς το μέρος των Αχαιών· αναπότρεπτα, λοιπόν, αυτή θα είναι
μοιραία μέρα (αἴσιμον ἦμαρ) γι' αυτούς. Πράγματι, η κατάσταση
αλλάζει αμέσως υπέρ των Τρώων: οι Αχαιοί υποχωρούν, ενώ ο Έκτορας,
βέβαιος για την υποστήριξη του Δία, καυχιέται ότι θα κατακάψει τα
καράβια τους και θα τους συντρίψει οριστικά. Ο Δίας εμψυχώνει τους
Τρώες, οι οποίοι πλέον κυνηγούν τους Έλληνες μέχρι πέρα από την τάφρο,
δίπλα στα πλοία τους! |
Ο Δίας αποκαλύπτει στην Ήρα τη βουλή του Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
|
Εικόνα 19. Ο Δίας εξαπολύει κεραυνό και σώζει τους Τρώες (Θ 133-138). Ζωγραφική σε αγγείο. Συλλογή του δούκα του Malborough, Deepdene (αντίγραφο). |