Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα (Β Γυμνασίου) - βιβλίο μαθητή (εμπλουτισμένο)

ραψωδία Η

Ἕκτορος και Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις
(Η μονομαχία του Έκτορα και του Αίαντα. Η ταφή των νεκρών)

Περιληπτική αναδιήγηση

Η επιστροφή του Έκτορα και του Πάρη στο πεδίο της μάχης αναπτερώνει το ηθικό των Τρώων και τους οδηγεί σε νέες επιτυχίες. Με υπόδειξη της Αθηνάς και του Απόλλωνα, ωστόσο, οι εχθροπραξίες αυτής της μεγάλης μέρας (άρχισε στο Β !) θα λήξουν με μια μονομαχία ανάμεσα στον Έκτορα και έναν διαλεκτό Αχαιό. Οι θεοί, μεταμορφωμένοι σε γυπαετούς, θα παρακολουθήσουν τον αγώνα επάνω από την ψηλή βελανιδιά (φηγό) του Δία και δεν θα αφήσουν κανέναν από τους δυο αντιπάλους να κινδυνεύσει. Από τους εννιά Έλληνες που δηλώνουν έτοιμοι ν' αναμετρηθούν με τον Έκτορα, την τιμή κερδίζει έπειτα από κλήρωση ο Αίαντας, ο γιος του Τελαμώνα. Αμέσως ο ήρωας ετοιμάζεται με χαρά για τη σύγκρουση και ζητάει τη βοήθεια του Δία· ο γενναίος στρατιώτης διακρίνεται και για την ευσέβειά του.   
    Στη θέα του Αίαντα οπλισμένου με την εφταβόδινη ασπίδα του που έμοιαζε με πύργο, η καρδιά του Έκτορα σφίχτηκε. Οι δύο αντίπαλοι, αφού πρώτα καυχιούνται καθένας για τη δύναμή του, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αξία του άλλου, ορμούν ρίχνοντας τα κοντάρια τους. Το κοντάρι του Έκτορα βρίσκει την ασπίδα του Αίαντα και την τρυπάει έως την έβδομη στρώση, ενώ του Αίαντα περνάει την ασπίδα και το θώρακα, σκίζοντας το ρούχο του Έκτορα πέρα ως πέρα. Τραβούν και οι δυο τα δόρατα από τις ασπίδες τους και ορμούν ξανά. Ο Έκτορας τραυματίζεται, αλλά δεν εγκαταλείπει και ρίχνει πελώρια πέτρα που χτυπάει την ασπίδα του Αίαντα. Ο Αχαιός ήρωας ανταποδίδει και ο Έκτορας πέφτει, αλλά αμέσως τον σηκώνει ο Απόλλωνας. Ήδη όμως πέφτει το σούρουπο και η μονομαχία λήγει με ανταλλαγή δώρων. Η πρώτη μέρα μάχης (και 22η της Ιλιάδας), λοιπόν, κλείνει με μια άκαρπη σύγκρουση (με μιαν ανάλογη είχε αρχίσει, θυμηθείτε ποια ήταν).
    Το ίδιο βράδυ ο Γερήνιος Νέστορας εισηγείται ανακωχή για περισυλλογή των νεκρών και το χτίσιμο αμυντικού τείχους. Δέκα χρόνια τώρα δε χρειάστηκαν ένα τέτοιο οχυρό: η απουσία του Αχιλλέα είναι ολοφάνερη! Από την άλλη, οι Τρώες αποφασίζουν να προτείνουν συμβιβασμό, επιστρέφοντας μόνο τους κλεμμένους θησαυρούς, όχι όμως και την Ελένη, και να ζητήσουν ανακωχή. Την αυγή (23η μέρα του έπους), οι Αχαιοί διά στόματος Διομήδη απορρίπτουν οποιαδήποτε πρόταση συμβιβασμού· συμφωνούν όμως στο θέμα της ανακωχής, και ολημερίς οι δύο στρατοί ασχολούνται με την ταφή των νεκρών τους. Την επομένη (24η μέρα της Ιλιάδας), οι Αχαιοί εκμεταλλεύονται την ευκαιρία της ανακωχής και μέχρι το βράδυ το κάστρο είναι έτοιμο· είναι τόσο επιβλητικό, που το θαυμάζουν ακόμα και οι θεοί! Το τείχος αυτό θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στις μάχες που θα ακολουθήσουν. Εξάλλου, οι κεραυνοί του Δία κατά τη διάρκεια της επόμενης νύχτας προαναγγέλλουν αιματηρές μάχες.

ραψωδία Η 206-315

Μονομαχία Αίαντα και Έκτορα

  • Και τώρα ο Έκτορας στο πεδίο της μάχης
  • Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα
  • Μια ακόμη μονομαχία; Και πάλι ανταλλαγή δώρων!
Ο Αίαντας οπλίζεται και προκαλεί τρόμο Και ωστόσο τον λαμπρόν χαλκόν εζώνονταν ο Αίας
και στα καλά τα άρματα τα μέλη του είχε κλείσει.
Κινούνταν ως θεόρατος ο Άρης κατεβαίνει
στον πόλεμο μες στους θνητούς, που ο βροντητής Κρονίδης
στης διχονοίας έριξε τον φονικόν αγώνα
.
Παρόμοιος θεόρατος των Αχαιών ο πύργος,
ο Αίας, με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του
μέγα κοντάρι ετίναξε μακροδιασκελώντας.
Αναγαλλιάζαν οι Αχαιοί καθώς τον εθωρούσαν,
αλλ' από τρόμον φοβερόν επάγωσαν οι Τρώες,
και ακόμα και του Έκτορος εσπάραξε η καρδία·
αλλά να φύγει, να συρθεί μες στον στρατόν του πλέον
δεν ημπορούσε αυτός αφού προκάλεσε εις την μάχην.
Και ο Αίας επροχώρησε μ' ασπίδα ωσάν πύργον,
χάλκινην μ' επτά δέρματα, που του έκαμε ο Τυχίος
των σκυτοτόμων έξοχος, εγκάτοικος στην Ύλην,
λαμπρήν την ετεχνούργησεν επτάδιπλην με δέρμα
δυνατών ταύρων, κι έβαλε δίπλαν χαλκού ογδόην.
Αυτήν στα στήθη επρόβαλεν ο Τελαμώνιος Αίας.
206



210




215




220
Συνάντηση των δύο αντιπάλων - Ο «αγώνας λόγων»

Κι εστάθη εμπρός στον Έκτορα και του 'πε με φοβέρες:
«Ω Έκτορ, θα γνωρίσεις συ, μόνος με μόνον τώρα,
αν άλλοι εδώ των Δαναών ευρίσκονται ανδρειωμένοι,
έξω από τον λεοντόκαρδον Πηλείδην ανδροφόνον.
Αλλ' αυτός μένει στα κυρτά θαλασσοπόρα πλοία,
αφού στον πρώτον αρχηγόν Ατρείδην εχολώθη
.
Αλλ' ημείς είμεθ' αρκετοί με σε να μετρηθούμε
και πάμπολλοι αλλ' αρχίνησε πρώτος εσύ την μάχην».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Αία, ω διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
τι τάχα ωσάν αδύνατο παιδί με δοκιμάζεις·
ή ωσάν γυναίκ' αμάθητην στα έργα του πολέμου;
Τες μάχες ξεύρω εγώ καλά και τες ανδροφονίες.
Αριστερά και δεξιά να στρέφω την βαρείαν
ασπίδα ηξεύρω ακούραστος στον κόπο του πολέμου.
Ξεύρω των ίππων την ορμήν στην μάχην να οδηγήσω,
και πεζός ξεύρω τον χορόν του Άρη του ανδροφόνου.
Αλλά γενναίον ως εσέ δεν θέλω να κτυπήσω
απόκρυφ’ αλλά φανερά, το ακόντι μου αν πιτύχει».
225



230




235




240




Η «κυρίως» μονομαχία Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε και εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.
Τρύπησ' η λόγχ' η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο·
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.

245




250




255




260




265




270

Εικόνα 18. Μονομαχία Αίαντα και Έκτορα. Εικόνα 18. Μονομαχία Αίαντα και Έκτορα. Ερυθρόμορφη αττική κύλικα, γύρω στο 485 π.Χ. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου (αντίγραφο).
Παρέμβαση των κηρύκων -
Λήξη
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες
Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
ο Ιδαίος τότε ομίλησε, που νουν και γνώσες είχε:
«Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου,
διότι ο Ζευς σας αγαπά παρόμοια και τους δύο
είσθε κι οι δυο πολεμισταί· κι αυτό το βλέπομ' όλοι.
Κι ενύκτωσεν, είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε».
Σ' αυτόν τότε αποκρίθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Του Έκτορος αυτά να ειπείς να τα ζητήσ' Ιδαίε,
αφού προκάλεσεν αυτός τους πολεμάρχους όλους
ας αρχινήσει· και ό,τ' ειπεί θέλει κι εγώ το στέρξω».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Ω Αία, σου 'δωσε ο θεός και ανάστημα και ανδρείαν
και γνώσιν και των Αχαιών πρώτος στην λόγχην είσαι.
Ας παύσομε διά σήμερα της μάχης τον αγώνα
κι ύστερ' ας πολεμήσομεν, ωσότου μας χωρίσει
θεός και εις έναν των λαών χαρίσει αυτός την νίκην.
Κι ενύκτωσεν· είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε.
Κι οι Αχαιοί στα πλοία σας να σε χαρούν, γενναίε,
και μάλιστα οι συντρόφοι σου κι οι φίλοι, όσους κι αν έχεις,
και στου Πριάμου την λαμπρήν μεγάλην πολιτείαν
εμένα οι Τρώες να χαρούν κι οι σεβαστές μητέρες
συναθροισμένες να ευχηθούν στον αγιασμένον τόπον
·


275




280




285




290




295
Ανταλλαγή δώρων και δώρ' ας αντιδώσομεν εξαίσια μεταξύ μας,
ώστε να ειπεί των Αχαιών κανένας και των Τρώων:
Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα
και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν».
Και ως είπε του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο
ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο·
ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας·
και αποχωρήσαν στον λαόν των Αχαιών ο Αίας,
ο Έκτωρ εις τον Τρωικόν, κι εχάρηκαν οι Τρώες,
ως ζωντανόν και αλάβωτον τον είδαν, αφού μόλις
εξέφυγε απ' του Αίαντος τα χέρια τ' ανδρειωμένα
ανέλπιστα, και όλοι φαιδροί στην πόλιν τον επήραν.
Κι οι Αχαιοί τον Αίαντα, φαιδρόν από την νίκην,
του θείου Αγαμέμνονος εις την σκηνήν επήραν·
και του Ατρείδη ότ' έφθασαν εις τες σκηνές εκείνοι,
βόδι εθυσίασε δι' αυτούς ο μέγας βασιλέας
αρσενικό πεντάχρονο στον ύψιστον Κρονίδην.

300




305




310




315
στ. 206 Ο Αίαντας οπλίζεται και φοράει τα επιθετικά και τα αμυντικά όπλα του.
στ. 208-210 Ο Αίαντας προχωράει σαν τον Άρη, όταν πηγαίνει σε πόλεμο που ξεσήκωσε ανάμεσα στους θνητούς ο Δίας. Η επιλογή του λεξιλογίου και των εικόνων των στ. 206-213 είναι περίτεχνα επιλεγμένη, ώστε να δημιουργείται μεγαλοπρεπές ύφος.
στ. 211 πύργος: προπύργιο. Ποιος περιέγραψε με ανάλογες εκφράσεις τον Αίαντα στο Γ;
στ. 212 με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του (στο πρωτότυπο μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι): φανταστείτε την έντονη αντίθεση του χαμόγελου σε ένα φοβερό πρόσωπο
στ. 213 ετίναξε μακροδιασκελώντας: η εικόνα του Αίαντα που προχωράει με τεράστια, αποφασιστικά βήματα, κραδαίνοντας το μακρύ δόρυ του και χαμογελώντας επικίνδυνα, είναι ανεπανάληπτη.
στ. 217 να συρθεί μες στον στρατόν του: να κρυφτεί στις τάξεις των δικών του. Ένας ήρωας μπορούσε να νιώσει φόβο, αλλά δεν επιτρεπόταν ποτέ να το βάλει στα πόδια μπροστά στον αντίπαλο. Ποιος είχε κάνει κάτι τέτοιο και είχε δεχτεί την αυστηρή κριτική του Έκτορα;
στ. 219 μ’ ασπίδα ωσάν πύργον: η ασπίδα του Αίαντα δεν ήταν ολοστρόγγυλη, αλλά μακριά, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου ή οκταγώνου, ώστε να καλύπτεται ολόκληρος ο πολεμιστής.
στ. 223 δίπλα: στρώμα από συγκεκριμένο υλικό, στρώση. Η χάλκινη στρώση σκέπαζε τις επτά στρώσεις από δέρματα βοδιών (στ. 246).
στ. 224 αυτήν στα στήθη επρόβαλεν: κρατούσε την ασπίδα μπροστά, ώστε να καλύπτει και το στέρνο.
στ. 225 του ’πε με φοβέρες: δεν εννοεί ακριβώς απειλές, αλλά το συνηθισμένο αγώνα λόγων που προηγείται της «κυρίως» μονομαχίας και στον οποίο οι δύο αντίπαλοι προκαλούσαν ο ένας τον άλλον με χλευαστικές και προκλητικές εκφράσεις.
στ.228-230
Ο ποιητής δε μας αφήνει να ξεχάσουμε τον πρωταγωνιστή του έπους.
στ. 235 με δοκιμάζεις: ίσως επειδή ο Αίαντας συγκαταβατικά του επέτρεψε να χτυπήσει πρώτος.
στ. 241 και πεζός ξεύρω τον χορό του Άρη: ξέρω καλά να μάχομαι σώμα με σώμα.
στ. 245 φρικτήν: οι παραστάσεις της ασπίδας του Αίαντα προκαλούσαν τρόμο.
στ. 251 φωτεινήν: λαμπρή, γιατί άστραφτε ο χαλός με τον οποίο ήταν καλυμμένη.
στ. 253 χιτώνα: ρούχο κοντό, μάλλον μάλλινο, που το φορούσαν σαν εσώρουχο κάτω από το ιμάτιον.
              λαγγόνι: βλ. σχολ. στ. Ε 284.
στ. 255 απ’ τες ασπίδες…δύο: τράβηξαν τα δόρατά τους τα οποία είχαν σχεδόν διαπεράσει τις ασπίδες τους.
στ. 258 έκρουσε: χτύπησε με ορμή.
στ. 259 η λόγχη…άκρη: η ασπίδα δεν τρύπησε, αλλά στράβωσε η μύτη του δόρατος.
στ. 267 στον ομφαλόν: στον αφαλό, στο κέντρο.
στ. 270 η μυλόπετρα: η πέτρα του Αίαντα ήταν μεγαλύτερη, ογκώδης σαν μυλόπετρα, αλλά την έριξε και με μεγαλύτερη δύναμη από τον Έκτορα.
στ. 271 ετρέκλισε… ξαπλώθηκε: ο Έκτορας.
στ. 272 έξαφνα… ο Φοίβος: αμέσως τον σήκωσε ο Απόλλωνας. Πού βρισκόταν ο θεός όλη αυτή την ώρα;
στ. 273 αντίστηθα: από κοντά, στήθος με στήθος.
στ. 274-275 οι μηνυταί: οι αγγελιαφόροι (επειδή μετέφεραν τα «μηνύματα»). Οι κήρυκες θεωρούνταν πρόσωπα ιερά, που είχαν την προστασία του ίδιου του Δία και κρατούσαν σαν σύμβολο του αξιώματός τους το σκήπτρο. Έργο τους ήταν και ο ρόλος του διαιτητή σε μονομαχίες, καθώς και η παρέμβασή τους για να χωρίσουν τους αντιπάλους, όπως εδώ.
Κήρυκας
στ. 276 Ιδαίος: κήρυκας των Τρώων· Ταλθύβιος: κήρυκας των Αχαιών.
στ. 282 είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε: η νύχτα απαιτεί όλα τα όντα να ησυχάζουν.
στ. 286 στέργω: πείθομαι, υπακούω.
στ. 297-298 οι σεβαστές μητέρες… τόπον: οι Τρωάδες θα πάνε να προσευχηθούν στα ιερά των θεών.
στ. 299 δώρα: η ανταλλαγή δώρων ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις· αυτό άλλωστε σήμαινε ότι η μονομαχία έληξε χωρίς να αναδειχθεί νικητής.
στ. 301 στης διχονοίας… αγώνα: πολέμησαν σε μάχη φονική.
στ. 303 αργυροκαρφωμένο: η λαβή του ήταν στολισμένη με ασημένια καρφάκια (πρβ. σχόλ. στ. Α 246).
στ. 304 κρεμαστήρι: ο τελαμώνας, ο ιμάντας από τον οποίο κρεμόταν το ξίφος.
στ. 310 ανέλπιστα: χωρίς να το πιστεύουν φαιδροί: χαρούμενοι.

 

Τα δώρα

«Ὥς ἄρα φωνήσας δῶκε ξίφος ἀργυρόηλον,
σύν κολεῷ τε φέρων και ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι·
Αἴας δέ ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν.»

(Η 303-305)

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Η μονομαχία του Ερωτόκριτου
με τον Άριστο

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το έμμετρο μυθιστόρημα του Βιτσέντζου Κορνάρου Ερωτόκριτος (αρχές του 17ου αι.). Στην αρχαία Αθήνα ζει ο βασιλιάς Ηράκλης με τη γυναίκα του Αρτέμη και την κόρη τους, την Αρετούσα. Ο Ρωτόκριτος, γιος του συμβούλου Πεζόστρατου, ερωτεύεται την Αρετούσα, αλλά ο πατέρας της είναι αντίθετος σ' αυτήν τη σχέση και προσπαθεί να παντρέψει την κόρη του με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Όταν μάλιστα η νέα αρνείται το γάμο, φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της, που προσπάθησε να τη δικαιολογήσει. Τότε εμφανίζεται ένας βόρειος αντίπαλος· οι Βλάχοι με το βασιλιά τους Βλαντίστρατο εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Στην κρίσιμη στιγμή παρουσιάζεται ο Ρωτόκριτος αγνώριστος, γιατί έχει μαυρίσει το πρόσωπό του με ένα μαγικό υγρό, και σώζει την Αθήνα και το ρήγα Ηράκλη. Εξασφαλίζει μάλιστα και την τελική νίκη σε μια μονομαχία που γίνεται, έπειτα από συμφωνία των δύο αντιπάλων, ανάμεσα στο Ρωτόκριτο και τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων Άριστο, ο οποίος σκοτώνεται τελικά στη μονομαχία. Σκηνές αυτής της μονομαχίας παρουσιάζονται στα χωρία που ακολουθούν.

«Ωσάν αμνόξασι κι οι δυο, φιλευτικά μιλούσι,
πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται και κλαίγοντας φιλούσι.
Και δίδουσι το φοβερό θέλημα του πολέμου·
το 'να φουσάτο εχλώμιανε, στ' αλλού δειλιούν και τρέμου. 
[...]
Θωρούσι δυο χρυσούς αϊτούς, πρεπειά στην οικουμένη,
κατέχουν κι ένας απ' αυτούς σήμερον αποθαίνει
και κάθα εις παρακαλεί συχνιά το ριζικό του
να του βουηθήσουν οι ουρανοί ογιά τον εδικό του.
Σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι
αξάφνου, και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,
μάχουνται με τη θάλασσα, μανίζου και φουσκώνου,
τσι ψυχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνου,
ένας φυσά απ' ανατολή κι ο άλλος από τη δύση,
πάσκει ο Βορράς και μάχεται το Νότο να νικήση·
ο κάμπος έτσι εβρόντησε και στα βουνά εγρικήθη,
όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις τα στήθη.
Εσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκα
και τα κομμάτια σ' τ' ουρανούς εφτάξαν κ' εκαήκα·
κι όντεν εβγάλαν τα σπαθιά, στη χέρα όντε τα σφίξα,
τα ξάζου, τα μπορούσινε και τα κατέχου εδείξα.
[...]
Άριστος που 'χε πεθυμιά τέλος να δει στη μάχη
κι εις έτοιο κίντυνο βαρύ δεν τ' όλπιζε να λάχη,
ήριξε το σκουτάρι, και μ' ένα κι άλλο χέρι 
σφίγγει, σηκώνει το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι

και κατεβάζει κοπανιά, στην κεφαλή ξαμώνει,
σ' δυο μέσα κόψειν ήθελε το σιδερόν αμόνι.
Εσύρθηκε ο Ρωτόκριτος και βάνει ομπρός να δώση
εις το σκουτάρι η κοπανιά, να μην τονε λαβώση·
σα να 'χεν είσται κέρινο, τέτοιας λογής διαβαίνει,
στον κάμπο πέφτει το μισό, τ' άλλο μισό απομένει·
και κατεβαίνει στο λαιμό του αλόγου, εις δυο τον κόβγει,
πλιο δε γυρεύγει ουδ’ άχερα ουδέ ταγή να τρώγη.
0 Ρώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει,
πεζέφνει και τον Άριστον ήστεκε κι ανιμένει ·
εκείνος πάλι να θωρή πεζόν έτοιον οχθρό του,
για τα πρεπά της αντρειάς πεζέφνει απ' τ' άλογό του.
Εμάνισε παρά ποτέ κι ως λιόντας αγριεύγει
και λέγει του Ρωτόκριτου: "Η μέρα μας μισεύγει
και για ντροπή μου το κρατώ, να σου το μολογήσω,
τόση ώρα να σε πολεμώ και να μη σε νικήσω.
Περμάζωξε όλη την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου,
λέγω σου εδά παρά ποτέ βαρίσκω και βλεπήσου".
"Μη βιάζεσαι πολλά, Άριστε, κι η μέρα πρι βραδιάση,
ένας μας θε να σκοτωθή κι ο ρήγας του θα χάση
κι ακόμη ο ήλιος είν' ψηλά και πρι να χαμηλώση,
γι αυτό γη τούτο το σπαθί το τέλος θέλει δώσει".
Δούτα τα λόγια μοναχάς είπασιν όλη μέρα
κι απόκει αρχίζου άλλη μαλιά με το σπαθί στη χέρα».


1630




1670









1680








1760









1770









1780

(Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Δ', στ. 1629-1782,
κριτική έκδοση Στ. Αλεξίου, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1980)


αμνόγω (στ. 1629): ορκίζομαι, θέλημα (στ. 1631): εντολή, άδεια, πρεπειά (στ. 1669): στόλισμα, ξάζω (στ. 1684): αξίζω, κοπανιά (στ. 1759): χτύπημα, μαλιά (στ. 1782): σύγκρουση.

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ

1. Το τυπικό μοτίβο των ρήσεων που προηγούνται της σύγκρουσης μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε «μονομαχία με λόγια» (αγώνα λόγων). Ποια θέση μπορεί να έχει σε μια τέτοια «μονομαχία λόγων» η επαινετική προσφώνηση του Έκτορα προς τον αντίπαλό του; Να δικαιολογήσετε τις απόψεις σας.
2. Πώς εξηγείτε τη μνεία του Αχιλλέα από τον Αίαντα (στ. 228-230); Τι επιδιώκει μ' αυτήν ο ίδιος ο ήρωας και τι ο ποιητής;
3. Ποιες δεξιότητές του προβάλλει ο Έκτορας στην προκαταρκτική ρήση του για να αποδείξει ότι γνωρίζει πολύ καλά «τες μάχες και τες ανδροφονίες» (στ. 237);
4. «Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα / και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν» (στ. 301-302). α) Πώς εξηγείτε την παρουσία τέτοιων στίχων και την ανταλλαγή δώρων μέσα σε ένα πολεμικό έπος; β) Να συγκρίνετε την ανταλλαγή με εκείνη που γνωρίσατε στο επεισόδιο Γλαύκου-Διομήδη (Ζ 119-236).
5. Νεότεροι μελετητές αλλά και αρχαίοι σχολιαστές υποστήριξαν ότι ο Όμηρος δεν κατάφερε να κρατηθεί πάντα αμερόληπτος αφηγητής και δείχνει μερικές φορές τη συμπάθειά του προς τους συμπατριώτες του. Να αναζητήσετε στην περιγραφή της μονομαχίας στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της «μεροληψίας» του ποιητή ή το αντίθετο.
6. Η μονομαχία ως μέσο επίλυσης διαφορών συνηθιζόταν και σε νεότερα χρόνια, κυρίως στο Μεσαίωνα ή και αργότερα. Να συγκρίνετε τη μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον Άριστο (Παράλληλο κείμενο) με το ιλιαδικό πρότυπο που μελετήσατε. Τι παρατηρείτε;
Μονομαχία

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ - ΣΧΕΔΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

1. Αφού μελετήσετε προσεκτικά τις περιγραφές των μονομαχιών Μενέλαου-Πάρη (Γ 313-382) και Αίαντα-Έκτορα, να σημειώσετε: α) τα όπλα (αμυντικά, επιθετικά) που χρησιμοποιούν σε κάθε περίπτωση οι αντίπαλοι, β,) τα χτυπήματα του ενός εναντίον του άλλου, γ) τις φάσεις του κάθε αγώνα και δ) τις διαφορές που παρατηρείτε ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις. Τέλος, συνθέτοντας τα κοινά στοιχεία των δύο σκηνών, να σχηματίσετε τη βασική τυπολογία της επικής μονομαχίας.
Όπλα στη Γεωμετρική Περίοδο [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού] 

2. Αφού χωριστείτε σε ομάδες, να επιλέξετε ένα άθλημα (ατομικό ή ομαδικό) που σας αρέσει και να παρουσιάσετε στην τάξη την περιγραφή μιας συνάντησης δύο αντιπάλων (αθλητών ή αθλητικών ομάδων) στο συγκεκριμένο άθλημα (ποδόσφαιρο, ξιφομαχία, σκάκι κτλ.). Θα επιμείνετε στη ρεαλιστική περιγραφή: προκαταρκτικές διαδικασίες, φάσεις του αγώνα, προβολή των δεξιοτήτων του κάθε αντιπάλου (ατόμου ή ομάδας), αθλητική συμπεριφορά, διαδικασίες λήξης της αναμέτρησης. Κάποιοι/-ες από εσάς θα μπορούσατε να αποδώσετε με καλλιτεχνικό τρόπο (πεζό, ποίημα, εικαστική δημιουργία κτλ.) μια εικόνα της ενότητας που διδαχθήκατε και σας εντυπωσίασε περισσότερο. [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Χώρος - Χρόνος, Κανόνας, Σύγκρουση, Άτομο - Ομάδα, Τέχνη]

ραψωδία Θ

Κόλος (=κολοβή) μάχη
(Το σκοτάδι διακόπτει τη μάχη, χωρίς να κριθεί ο νικητής)

Περιληπτική αναδιήγηση

Ξημερώνει (25η μέρα) και στον Όλυμπο μια νέα συνέλευση των θεών βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Δίας με απειλές απαγορεύει στους άλλους θεούς να παρεμβαίνουν στον πόλεμο υπέρ των Τρώων ή των Δαναών. Το σχέδιό του (η βουλή του) μπαίνει πλέον σε εφαρμογή. Αμέσως μετά, στα χρυσά ντυμένος, ανεβαίνει στο αμάξι του και κατευθύνεται στην Ίδη, για να παρακολουθήσει από εκεί ψηλά την πορεία της μάχης, που στην αρχή μοιάζει αμφίρροπη. Κατά το μεσημέρι ο Δίας βάζει τις μοίρες θανάτου των δύο αντιπάλων σε ζυγαριά και η κακή τύχη γέρνει προς το μέρος των Αχαιών· αναπότρεπτα, λοιπόν, αυτή θα είναι μοιραία μέρα (ασιμον μαρ) γι' αυτούς. Πράγματι, η κατάσταση αλλάζει αμέσως υπέρ των Τρώων: οι Αχαιοί υποχωρούν, ενώ ο Έκτορας, βέβαιος για την υποστήριξη του Δία, καυχιέται ότι θα κατακάψει τα καράβια τους και θα τους συντρίψει οριστικά. Ο Δίας εμψυχώνει τους Τρώες, οι οποίοι πλέον κυνηγούν τους Έλληνες μέχρι πέρα από την τάφρο, δίπλα στα πλοία τους!
    Η Ήρα, αφού αποτυγχάνει να πείσει τον Ποσειδώνα να παραβούν την εντολή του Δία, συμφωνεί με την Αθηνά να σπεύσουν οι δυο τους να βοηθήσουν τους Δαναούς. Ο Δίας όμως τις βλέπει από την Ίδη και στέλνει την Ίριδα με νέες απειλές. Οι δυο θεές αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω λυπημένες. Σε λίγο επιστρέφει στον Όλυμπο και ο Δίας, ο οποίος τις ειρωνεύεται για τις ενέργειές τους και προφητεύει μεγαλύτερες συμφορές για τους Αχαιούς την επόμενη μέρα. Αποκαλύπτει επίσης σε γενικές γραμμές το σχέδιό του: οι νίκες των Τρώων θα συνεχιστούν έως ότου σκοτωθεί ο Πάτροκλος. Έτσι ο Αχιλλέας θα ικανοποιηθεί από τις ήττες των Αχαιών, αλλά θα αναγκαστεί να ξαναβγεί στη μάχη για να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του. Ενώ η συζήτηση τελειώνει ψηλά στην κατοικία των θεών, κάτω στην τρωική πεδιάδα η νύχτα βρίσκει τους Δαναούς απελπισμένους. Οι Τρώες, πάλι, χαρούμενοι μα και θλιμμένοι που δεν ολοκλήρωσαν τη νίκη τους, στρατοπεδεύουν (για πρώτη φορά!) στο ύπαιθρο, έξω από τα τείχη.

Ο Δίας αποκαλύπτει στην Ήρα τη βουλή του

Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
    «Αύριο πουρνό τον τρανοδύναμο του Κρόνου υγιό, σα θέλεις,
      με πιο μεγάλη ακόμα μάνητα θα ιδείς, βοϊδόματη Ήρα,
      πλήθος αρίφνητο απ' το αργίτικο το ασκέρι ν' αφανίζει·
     τι ο γαύρος Έχτορας τον πόλεμο δεν είναι να σκολάσει,
     πριν ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος σκωθεί από τα καράβια,
    τη μέρα εκείνη που στις πρύμνες τους τ' ασκέρια στριμωγμένα
    θα στήσουν πόλεμο στου Πάτροκλου τρογύρα το κουφάρι».

(Ιλιάδα Θ 469-476, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής, έκδοση ΟΕΔΒ 1983)

Εικόνα 19. Ο Δίας εξαπολύει κεραυνό και σώζει τους Τρώες (Θ 133-138). Ζωγραφική σε αγγείο. Συλλογή του δούκα του Malborough, Deepdene (αντίγραφο). Εικόνα 19. Ο Δίας εξαπολύει κεραυνό και σώζει τους Τρώες (Θ 133-138). Ζωγραφική σε αγγείο. Συλλογή του δούκα του Malborough, Deepdene (αντίγραφο).