ραψωδία Α 431β-493 Η Χρυσηίδα παραδίδεται στον πατέρα της |
||
Άφιξη της πρεσβείας στη Χρύσα |
Αλλ'
έφθανεν ο ισόθεος Οδυσσέας στην Χρύσην όπου έφερνε την θείαν εκατόμβην· κι όταν εμπήκε στο βαθύ λιμάνι το καράβι, μάζωξαν όλα τα πανιά και τ' αποθέσαν κάτω, τα ξάρτια λύσαν κι έβαλαν στην θήκην το κατάρτι, έφεραν μέσα στ' άρασμα με τα κουπιά το πλοίον, και τα πρυμνόσχοιν' έδεσαν κι ερίξαν τες αγκύρες, και εβγήκαν έξω στην στεριά και μέσ' απ' το καράβι την εκατόμβην έβγαλαν του μακροβόλου Φοίβου, και απ' όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα. Την κόρην ο πολύγνωμος οδήγησε Οδυσσέας εις τον βωμόν και του πατρός την έδωσε και του 'πε: «Ω Χρύση, ο μέγας μ' έστειλεν Ατρείδης Αγαμέμνων την κόρην να σου φέρω εδώ και θείαν εκατόμβην, να τον εξιλεώσομε, του Φοίβου να προσφέρω, πο 'βαλε εις πολυστένακτες οδύνες τους Αργείους». |
435 440 445 |
Θυσίες και προσευχές στον Απόλλωνα | Είπε
και του την έδωσε την ακριβή του κόρην· εδέχθη αυτός και χάρηκε· κι ευθύς την εκατόμβην εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ' αραδιάσαν και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι, ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη: «Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου, ως έδωκας ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα, κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα, αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν' η επιθυμία, απ' το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!». Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του. Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι, των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν, τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν κι επάνω τους ωμά 'βαλαν κομμάτια και στες σχίζες λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα 'καιεν ο γέρος και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια τού κρατούσαν· και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα, τα πέρασαν στες σούβλες, και αφού με τέχνην τα 'ψησαν, απ' την φωτιά τα επήραν και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα, ετρώγαν κι όλ' ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι· και άμα εφάγαν κι έπϊαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ' αγόρια στους κρατήρες κι έδωκαν σ' όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια, κι εξελεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ' αγόρια και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του· και ο ήλιος άμα εβύθισε και ήλθε το σκοτάδι, στου πλοίου τα πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον· |
450 455 460 465 470 475 |
Επιστροφή από τη Χρύσα | και άμα ερόδιζ'
η αυγή, αφήκαν το λιμάνι στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο να γύρουν· και πρίμον τους απόστειλε ο μακροβόλος Φοίβος· τότ' άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι, κι ο άνεμος τα φούσκωνε, κι ως πήγαινε το πλοίον εις την καρίνα ολόγυρα το μαύρο κύμα ηχούσε κι έκοβε δρόμον γρήγορο στο κύμα το καράβι· στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο άμα εφθάσαν, ετράβηξαν εις την στεριά τ' ολόμαυρο καράβι ψηλά στην άμμον κι έβαλαν στυλώματα αποκάτω και στες σκηνές εσκόρπισαν εκείθε και στες πρύμνες. Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας· δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ' άνδρες, ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ' η καρδιά του ελαχταρούσε την βοήν, την φλόγα του πολέμου. |
480 485 490 |
ραψωδία Α 494-612 Σκηνές απο τον Όλυμπο |
|
Ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα
(Α 528-530 ) |
Η ικεσία της Θέτιδας | Έφεξε η δωδέκατη αυγή, και οι θεοί γυρίζουν στον Όλυμπον κι εβάδιζεν εμπρός τους ο Κρονίδης και η Θέτις το παράγγελμα δεν ξέχανε του υιού της και της θαλάσσης έσχισε τα κύματα κι εβγήκε και ανέβη τα χαράματα στ' Ολύμπου τον αιθέρα. Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου, εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ' αριστερό της του έπιασε τα γόνατα, με τ' άλλο το πηγούνι, κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστον Κρονίδην: «Δία πατέρ', αν κάποτε με λόγον ή με έργον σ' έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ' αυτό να με εισακούσεις· τον ολιγοημερότατον υιόν, αχ! τίμησέ μου· ιδέ πώς τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων, οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το 'χει. Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία, στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου, να δικαιώσουν οι Αχαιοί να τον υπερδοξάσουν». Και απάντησιν δεν έδωκεν ο νεφελοσυνάκτης κι ώραν πολλήν εσώπαινε· και η Θέτις του κρατούσε ως απ' αρχής τα γόνατα και πάλιν τον ερώτα: «Άσφαλτην δώσ' μου υπόσχεσιν μ' εκείνο σου το νεύμα ή αρνήσου· τι θα φοβηθείς; Θέλω να μάθω μόνον, αν είμαι το εξουθένωμα των αθανάτων όλων». |
|
Η απάντηση του Δία | Με
βάρος της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: «Ω! τι κακό! να οργισθώ της Ήρας θα με βάλεις, όταν με λόγια υβριστικά πικρά θα με κεντήσει· και χωρίς λόγον πάντοτε μου κλαίεται και λέγει εμπρός εις όλους τους θεούς πως βοηθώ τους Τρώας, αλλά συ φύγε ευθύς μη σε νοήσ' η Ήρα και άφες σ' εμέ την μέριμναν σ' αυτό να δώσω τέλος· και ιδού, για να βεβαιωθείς την κεφαλήν θα σκύψω· σημάδι τούτο αλάθευτο στους αθανάτους έχω· τι ό,τι με της κεφαλής το σκύψιμο κηρύξω δεν απατά, δεν παίρνεται οπίσω και θα γίνει». Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης· έκλινε από τ' αθάνατο κεφάλι του κυρίου η θεία κόμη και ο μανός ο Όλυμπος εσείσθη. Αυτά 'παν κι εχωρίσθηκαν· απ' τον ακτινοβόλον Όλυμπον κείνη επήδησε στης θάλασσας τα βάθη, και ο Δίας προς το δώμα του· κι εμπρός εις τον πατέρα όλ' οι θεοί σηκώθηκαν· ουδέ να προχωρήσει κανείς επρόσμενε αλλ' ορθοί τον προϋπαντήσαν όλοι· |
520 525 530 535 |
Φιλονικία Δία και Ήρας
|
κι εκάθισε στον
θρόνον του· και ότι πρώτα η Θέτις η κόρ' η αργυρόποδη του γέρου της θαλάσσης, είχε μ' αυτόν συνακουσθεί, δεν ξέφυγε της Ήρας, και άρχισε πειραχτικά να λέγει προς τον Δία: «Ποια θεά πάλι, ω δολερέ, με σένα εσυνακούσθη; Σ' αρέσει πάντοτε μακράν από εμέ να κρίνεις ν' αποφασίζεις μυστικά· δεν σου 'δωσε η καρδιά σου τίποτε απ' όσα σκέπτεσαι σ' εμέ να φανερώσεις». Σ' αυτήν αντείπε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας: «Ήρα, μη ελπίσεις όλους μου τους στοχασμούς να μάθεις, δεν θα τους έβρεις εύκολα, και ας είσαι ομόκλινή μου, αλλ' ό,τι αρμόζει ν' ακουσθεί, κανείς δεν θα γνωρίσει ή των θεών ή των θνητών, πριν συ το μάθεις πρώτα· αλλ' ό,τι εγώ ανάμερα των αθανάτων θέλω να στοχασθώ, μη το ερωτάς, μη θέλεις να εξετάζεις». Και η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν, η Ήρα: «Οποίον λόγον, πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη; Έχω καιρόν π' ούτε ρωτώ, ούτ' εξετάζω πλέον, αλλ' όσα θέλεις ήσυχος ο νους σου κρίνει μόνος· αλλά φοβούμαι τώρα μη του γέρου της θαλάσσης η κόρη σε ξεπλάνεσε, ότι πρωί την είδα σιμά σου εκεί τα γόνατα κλιτή να σου αγκαλιάζει, και θα της έστερξες τιμήν να δώσεις του Αχιλλέως και ν' αφανίσεις Αχαιούς πολλούς εκεί στα πλοία». Και ο Δίας της απάντησε ο νεφελοσυνάκτης: «Στιγμή δεν παύεις, ω κακή, να με παραμονεύεις· αλλά δεν βγάζεις τίποτε και πλέον μισητή μου θα γίνεις και θα λυπηθείς χειρότερα· κι αν είναι το πράγμα ως έλεγες, θα πει που αυτό σ' εμένα αρέσει. Αλλά κάθου και σώπαινε, στον λόγον μου υποτάξου, δεν θα σε σώσουν, πίστευσε, όλ' οι θεοί του Ολύμπου, αν τούτ' απλώσω εγώ σ' εσέ τ' ανίκητά μου χέρια». Είπε και η μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν η Ήρα και την καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη εβουβάθη· κι όλ' οι θεοί λυπήθηκαν στο δώμα του Κρονίδη· |
540 545 550 555 560 565 570 |
Παρέμβαση του Ήφαιστου
|
τότε βοηθός εις την γλυκιά μητέρα του την Ήραν ο Ήφαιστος, ο ένδοξος τεχνίτης, σ' όλους είπε: «Κακό θα είναι αβάστακτο τωόντι σεις οι δύο να ερίζετε για τους θνητούς και μες στους αθανάτους να οχλοβοείτε φοβερά· και της καλής τραπέζης όλ' η ευφροσύνη εχάθηκεν, αφού νικάν τ' αχρεία, και της μητρός μου θα 'λεγα, που το εννοεί και μόνη, εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν θυμώσει και την τράπεζαν μας βάλει επάνω-κάτω· να θέλει μας κατρακυλά απ' το θρονί μας όλους ο Βροντητής, στην δύναμιν περίσσι' ανώτερός μας. Αλλά με λόγια μαλακά να τον καταπραΰνεις κι ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ' εμάς θα γίνει». Είπ' επετάχθη κι έβαλε το δίκουπο ποτήρι, στο χέρι της αγαπητής μητρός του και της είπε: «Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη, μήπως εμπρός στα μάτια μου δαρθείς, γλυκιά μητέρα· και τότε δεν θα δυνηθώ ποσώς να σε βοηθήσω ο θλιβερός· αντίσταση δεν έχει ο Βροντοφόρος· άλλη φορά το ετόλμησα, και αυτός από τον πόδα μ' έπιασε και μ' απόλυσε του Ολύμπου απ' το κατώφλι. Ολημερίς εγύριζα, και ο ήλιος είχε δύσει όταν στην Λήμνον έπεσα κοντά να βγει η ψυχή μου· και άνθρωποι Σίντιες εκεί με περιποιήθηκαν». |
575 580 585 590 595 |
Αποκατάσταση της
ηρεμίας. Συμπόσιο των θεών |
Και χαμογέλασε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα και απ' το παιδί της έλαβε γελώντας το ποτήρι και γλυκό νέκταρ παίρνοντας απ' τον κρατήρα εκείνος δεξιά κερνούσε ολόγυρα τους άλλους αθανάτους· τότε οι μακάριοι θεοί τα γέλια δεν κρατούσαν να βλέπουν κει τον Ήφαιστον να υπηρετεί το δώμα· αυτού ετρώγαν κι έπιναν ολήμερα ως το δείλι, κι όλες χαρήκαν οι καρδιές το ισόμοιρο τραπέζι, του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες ως έψαλναν καλόφωνα με την σειράν τους όλες· κι άμα του ήλιου βύθισε το φως, καθείς επήγε να κοιμηθεί στο δώμα του, που ο ξακουστός τεχνίτης του εποίησεν ο Ήφαιστος με την σοφήν του γνώση. Εκίνησε και ο βροντητής Ολύμπιος κι ανέβη στην κλίνην που αναπαύονταν όσες φορές ο ύπνος τον εκυρίευε ο γλυκός· αυτού κοιμήθη ο Δίας και η χρυσόθρονη θεά, η Ήρα στο πλευρό του. |
|
στ.
499 βροντόφωνος: επίθετο του Δία, όχι μόνο γιατί είχε βροντώδη φωνή αλλά και επειδή είχε
σχέση με τη βροντή, ως κύριος του κεραυνού (πρβ. σχόλ. στ. 354, 398 και
420). στ. 501 κ.εξ. Πρβ. σχόλ. στ. 408. στ. 506 ολιγοημερότατον: βλ. σχόλ. στ. 353 και στ. 354-355. στ. 511 υπερδοξάσουν: να τον ικανοποιήσουν αποδίδοντάς του πολλές τιμές. στ. 515 άσφαλτην... νεύμα: δώσε μου σίγουρη υπόσχεση και επιβεβαίωσέ τη με ένα σου νεύμα (βλ. στ. 525-528). στ. 517 το εξουθένωμα των αθανάτων όλων: η πιο περιφρονημένη ανάμεσα στους θεούς. Η Θέτιδα, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί το αίτημά της, θα το θεωρήσει δείγμα περιφρόνησης προς το πρόσωπό της. στ. 525-528 Η επίσημη επιβεβαίωση της υπόσχεσης του Δία δίνεται με το κούνημα της κεφαλής του θεού προς τα κάτω. στ. 531 ο μανός: ο σταθερός, αυτός που δεν κουνιέται εύκολα. στ. 534 και ο Δίας προς το δώμα του: εννοείται επήγε. στ. 535-536 Η εκδήλωση σεβασμού προς τον Δία διατυπώνεται με έμφαση, θετικά και αρνητικά: «ουδέ… επρόσμενε, αλλ’ ορθοί… προϋπαντήσαν όλοι» (σχήμα παραλληλίας). στ. 538 αργυρόποδη: που έχει τα πόδια κάτασπρα, λαμπερά, όπως το ασήμι. στ. 539 συνακούγομαι: συμφωνώ με κάποιον για κάτι. στ. 543 δεν σου ’δωσε η καρδιά σου: δε θέλησες. στ. 548 ό,τι αρμόζει ν’ ακουσθεί: η Ήρα μπορεί να μάθει πρώτη ό,τι μπορεί να πληροφορηθεί οποιοσδήποτε άλλος, αθάνατος ή θνητός. Ο Δίας, ωστόσο, έχει το δικαίωμα να κρατάει κάποιες σκέψεις του κρυφές, χωριστά (ανάμερα, στ. 550) από τους άλλους θεούς. στ. 558 κλιτή: σκυμμένη, γονατιστή. στ. 577 νικάν τ’ αχρεία: επικρατεί το κακό, δηλαδή οι καβγάδες και η αναταραχή. στ. 581 μας κατρακυλά: ο Ήφαιστος έχει γνωρίσει τη βίαιη συμπεριφορά του Δία (στ. 591 κ.εξ.). Κάποτε ο πατέρας των θεών τον πέταξε από τον Όλυμπο και έπειτα από εναέρια τροχιά έπεσε στη Λήμνο, της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Σίντιες. Εκεί υπήρχε ηφαίστειο στο όρος Μόσυχλος, κέντρο λατρείας του θεού της φωτιάς. στ. 585 δίκουπο ποτήρι: ποτήρι που ήταν κοίλο και από τις δύο πλευρές και είχε τον πυθμένα στη μέση, σαν δυο ποτήρια κολλημένα πάτο με πάτο. Τέτοια ποτήρια έχουν βρεθεί στην Κύπρο, στην Κρήτη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. στ. 604 του Φοίβου: η ραψωδία άρχισε με την εικόνα του Απόλλωνα ως θεού τιμωρού με φαρέτρα και βέλη. Εδώ έχουμε την εντελώς αντίθετη εικόνα του: είναι ο θεός της μουσικής, που συνοδεύει με την κιθάρα του το τραγούδι των Μουσών. |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
Μια παλιά ιστορία για τον Δία και τη Θέτιδα
|
ραψωδία Β |
Περιληπτική αναδιήγηση Το αίτημα της Θέτιδας δεν αφήνει
τον Δία να κοιμηθεί. Σκέφτεται με ποιον τρόπο θα οδηγηθούν οι Αχαιοί
στην ήττα, ώστε να ζητήσουν τη βοήθεια του Αχιλλέα. Κι αμέσως βάζει σε
εφαρμογή τη βουλή (= απόφαση, σχέδιο) που του
φάνηκε καλύτερη. Στέλνει στον Αγαμέμνονα τον ολέθριο Όνειρο με τη μορφή
του Νέστορα και τον προτρέπει να επιτεθεί στους Τρώες, γιατί τάχα ήρθε
η ώρα να τους νικήσει. Ο Ατρείδης, που δεν αντιλαμβάνεται την παγίδα,
διηγείται το όνειρο στους άλλους αρχηγούς και τους ανακοινώνει την
πρόθεσή του να εξαπολύσει γενική επίθεση. Όμως σκοπεύει, όταν
συγκεντρωθούν οι στρατιώτες, να δοκιμάσει το ηθικό τους: θα τους
προτείνει να σταματήσουν τον πόλεμο και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. |